Δεν υπάρχουν άγγελοι
Για το ένα πεντηκοστό των ενδείξεων εις βάρος του Μαντούβαλου άλλοι καταβροχθίζονται στις εκπομπές μου.
ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").
- Μαμά, από πού βγαίνει η λέξη «loyalty»;

(Μπλόγκερ μοιράζει την ιστολογική του κάρτα, που περιλαμβάνει ψευδώνυμο, διεύθυνση του μπλογκ του και e-mail)
(Μπλόγκερ που τον έχει εγκαταλείψει η περσόνα του)
Σύμφωνα με έναν αστικό μύθο, η αγαπημένη κινηματογραφική σκηνή του Κώστα Μητσοτάκη είναι από το «ΝΙΧΟΝ» του Όλιβερ Στόουν. Βρισκόμαστε στους διαδρόμους του Λευκού Οίκου, στην περίοδο κορύφωσης του γουώτεργκέιτ και συζητούν το δεξί με το αριστερό χέρι του Νίξον, Bob Haldeman και John Ehrlichman. Έχουν μόλις βγει από το Οβάλ Γραφείο, όπου ο Νίξον τους έχει πει εξοργισμένος ότι στην τελική δεν έχει κάνει κάτι διαφορετικό από ό,τι έκαναν οι προκάτοχοι του.
Μια φορά κι ένα καιρό που εξελλήνιζαν τα ξένα ονόματα, ο Φέρεντς Πούσκας θα γινόταν κάτι σαν Φερέντιος Πούσκας. Το Σαββατοκύριακο κρατήθηκε εις μνήμην του Φέρεντς, που πέθανε την Παρασκευή, ενός λεπτού σιγή σε γήπεδα της Ουγγαρίας, σε γήπεδα της Ισπανίας, σε γήπεδα της Ελλάδας, ίσως και σε γήπεδα άλλων χωρών. Ο Φέρεντς γεννήθηκε το 1927 και μεσουράνησε ως ποδοσφαιριστής πριν τον ερχομό της τηλεόρασης. Ο θρύλος του μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά με το στόμα, απ' όσους τον είδαν με τα μάτια τους μέσα στα γήπεδα. Μάρτυρας του μεγαλείου του δεν είναι ο φακός (αν και έχουν διασωθεί κινηματογραφημένα στιγμιότυπα αγώνων του), αλλά η προφορική παράδοση. Κάπως σαν έπος δηλαδή. 79 χρόνια μετά τη γέννησή του και μισό αιώνα μετά την ακμή του, εξήντα δευτερόλεπτα διεθνικής σιωπής πάνω απ' την Ευρώπη.
Αν το βασίλειο του Φέρεντς ήταν προτηλεοπτικό, το βασίλειο του Φερεντίνου είναι τηλεοπτικό. Με μια σημαντική διαφορά όμως: ο Φέρεντς θα μεσουρανούσε ακόμη και αν υπήρχε τηλεόραση (γιατί ακριβώς η τηλεόραση αφομοιώνει και φέρνει στα μέτρα της τα πάντα πλην του αθλητισμού, γιατί στον αθλητισμό η τηλεοπτική κάμερα παραμένει το μέσο καταγραφής και δεν παίρνει τα αισθητικά ηνία), ενώ ο Φερεντίνος θα μπορούσε να μεσουρανήσει οπουδήποτε αλλού εκτός από την τηλεόραση; Ποιό είναι το job description για έναν παρουσιαστή τηλεπαιχνιδιών, ποιά τα απαιτούμενα προσόντα; Να είναι επικοινωνιακός, ευχάριστος, χιουμορίστας, ετοιμόλογος, μονίμως ευδιάθετος, φιλγκουντικός και θετικενεργίτης; Τι σόι παράξενη εξειδίκευση είναι αυτή; Υπάρχει επάγγελμα πιο κοντά στον όρο αεριτζής; Κι αν ναι, ποιό; Τι θα έκανε ο Χρήστος Φερεντίνος αν δεν υπήρχε τηλεόραση; Τι θα μείνει στη μνήμη από τον Χρήστο Φερεντίνο όταν πάψει να εμφανίζεται στην τηλεόραση; Τι απομένει από την Μαρία Αλιφέρη ή τον Γιώργο Πολυχρονίου όταν τα τηλεπαιχνίδια σταματούν; Υπάρχει μια εμφανής αναλογία ανάμεσα στην ποσότητα του τηλεοπτικού φωτός που πέφτει πάνω στον τηλεπαιχνιδιάρη τα χρόνια της επιτυχίας του και στην ποσότητα του αμνησιακού σκότους που τον καλύπτει μετά. Αν ο τηλεπαιχνιδιάρης ξεχνιέται είναι γιατί δεν υπάρχει οτιδήποτε να θυμηθείς από αυτόν. Όσα καπρίτσια κι αν κάνει, η μνήμη είναι πολυτελής λειτουργία του εγκεφάλου, χωρίς χώρο για ανθρώπους που γίνονται ένα με το πλατό, για ανθρώπους που είναι λειτουργικοί και τίποτε άλλο, για ανθρώπους που η λειτουργικότητά τους συνίσταται στο ότι επιτρέπουν στο εκάστοτε τηλεπαιχνίδι να εξελίσσεται χωρίς πραγματική ανθρώπινη παρουσία, όσο κι αν αυτή η ανθρώπινη διάσταση υποτίθεται ότι αποτελεί την δική τους πινελιά, το σήμα κατατεθέν τους. Υποδύονται τον ανθρώπινο παράγοντα στην εξίσωση ακριβώς για να διασφαλισθεί ότι τέτοιος παράγοντας δεν θα μεσολαβήσει, ακριβώς για να διασφαλισθεί ότι τον ρόλο του ανθρώπινου παράγοντα θα τον παίξει ένας τηλεοπτικός παράγοντας. Ο τηλεπαιχνιδιάρης προσκομίζει ενώπιον του φακού το κορμί του, την επιφάνεια του κορμιού του, την επιφάνεια του εαυτού του, προσκομίζει την απουσία εαυτού προκειμένου να μην υπάρξει με την μεσολάβηση βάθους οποιαδήποτε εμπλοκή και βραχυκυκλώσουν οι κάμερες.
Κι αν ο τηλεπαιχνιδιάρης είναι επιφάνεια, αδυνατώ να καταλάβω πώς ένας ηθοποιός, που εξ ορισμού υποτίθεται ότι είναι βάθος, μπορεί να συνδυάζει και τις δύο ιδιότητες. Δεν είμαι πουρίστας, δεν πιστεύω στα στεγανά στη ζωή, κατανοώ τις πάσης λογής νοθείες και αναμίξεις, δεν είμαι πουρίστας, αλλά ειδικά σ' αυτό το θέμα είμαι. Κι όσο κι αν μου άρεσε πολύ στο σινεμά το «FESTEN» κι όσο κι αν διαβάζω εξαιρετικές κριτικές για το θεατρικό, δεν θα πάω να το δω, γιατί αν ο Μαρκουλάκης θέλει να κονομάει και να λούζεται με τηλεοπτικό φως, προτιμώ να κρατήσω στο μυαλό μου το «FESTEN» με το ανόθευτο σκοτάδι που το γνώρισα.
Η προσωπική μνήμη για το Φέστεν, η παραδομένη συλλογική μνήμη για τον Φέρεντς, η μεγάλη φετινή τηλεοπτική επιτυχία του Φερεντίνου, αυτά που θυμόμαστε κι αυτά που θα ξεχάσουμε.
«Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ τον Θεό να μην με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω». Σεφέρης, 1969.
Άκουσα χθες στην εκπομπή του Κούλογλου, ότι ένα από τα συνθήματα της εξέγερσης ήταν το «Παπαδόπουλε φασίστα, παρ΄ τη Δέσποινα την πλύστρα, παρ' τη Δέσποινα και μπρος, δεν σε θέλει ο λαός». Δεν γνωρίζω αν η γυναίκα του Παπαδόπουλου υπήρξε όντως πλύστρα ή αν η χρήση του όρου ήταν μεταφορική. Το σύνθημα όμως μου κινεί το ενδιαφέρον για δύο λόγους:
Τελικά πρέπει να είναι θέμα ενστίκτων. Ο τσακωμός, το μανούριασμα, το ξεμάλλιασμα, η αγριότητα, πάντα θα μας τραβάνε κοντά τους και θα μας κάνουν να κολλάμε. Αν αύριο φτιάξει μπλογκ κάποιος που θα ανεβάζει πανέμορφα και συνταρακτικά ποστ, εκφραζόμενος είτε μέσω κειμένων είτε μέσω εικόνων είτε μέσω μουσικών, θα επισκέπτεσαι το μπλογκ του με μικρότερη αδημονία απ' ό,τι ένα μπλογκ στο οποίο διεξάγεται καυγάς.
Στην Αμερική των Ευαγγελιστών το «Shortbus» αντιπαραθέτει την Αμερική των Ηδονιστών, που τραγουδάει εν παρτούζα τον εθνικό ύμνο μέσα σε ένα κώλο και με μικρόφωνο ένα πέος. Τα στρατόπεδα είναι χωρισμένα και διακριτά υποστηρίζει ο Τζων Κάμερον Μίτσελ: από την μια οι «αδιαπέραστοι» και τρελαμένοι και από την άλλοι οι «ανοιχτοί» και νηφάλιοι. Όταν δεν ανοίγεσαι συναισθηματικά και σεξουαλικά, όταν επιλέγεις να ζήσεις σε ένα κέλυφος που σε προστατεύει από την ηδονή, τον πόνο, την επαφή, τις ουλές, την αλήθεια, την επικοινωνία, την έκθεση, τότε το κέλυφος σε οδηγεί στη νεύρωση, στην πνευματική διαταραχή, στο μίσος για τον άλλο, τον διαφορετικό, ή τον μη διαφορετικό, τον ίδιο με σένα που έχει σπάσει όμως το κέλυφος. Στη Νέα Υόρκη των τρομοκρατικών - αντιτρομοκρατικών μπλακ άουτ, το «Shortbus» αντιπαραθέτει ένα πανοργασμικό μπλακ άουτ και τραγουδά στο τέλος ότι «ο δαίμονάς σου είναι ο καλύτερος σου φίλος». Το «Shortbus» κάνει το δρομολόγιο Σόδομα - Γόμορρα και αν γυρίσεις να το κοιτάξεις με άλλο μάτι τότε δεν θα μείνεις στήλη άλατος, αλλά θα σκεφτείς ότι ούτε τα Σόδομα ούτε τα Γόμορρα έμειναν στην ιστορία για τους πολέμους τους.
Σχεδόν όλες οι ταινίες που η υπόθεσή τους διαδραματίζεται στο μέλλον το παρουσιάζουν ζοφερό. Το γεγονός αυτό φαίνεται να αποτυπώνει και μια γενικότερη αίσθηση: πράγματι, ο αυριανός και ο μεθαυριανός κόσμος προξενεί φόβο· φόβο όπως κάθε τι άγνωστο. Όχι ότι δεν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις που να οδηγούν στην αίσθηση αυτή. Ο πλανήτης αργά αλλά σταθερά αρχίζει να μην αντέχει το οικονομικό μοντέλο του πρώτου κόσμου. Από την άλλη όμως, όπως και να το πάρει κανείς, είναι δύσκολο να ισχυριστεί ότι ο κόσμος δεν πραγματοποιεί στο πέρασμα των αιώνων συνεχόμενα βήματα προς τα μπρος. Ίσως το τέρμα αυτού του εμπρός, το τέρμα αυτού του δρόμου να είναι ο γκρεμός και η άβυσσος. Ίσως.
«Η επιστολή αποπνέει την αθωότητα ενός παιδιού 13 χρόνων, έχει ορθογραφικά και συντακτικά λάθη που διορθώθηκαν, είναι όμως γεμάτη αλήθειες που θα φέρουν σε δύσκολη θέση όλους εκείνους στους οποίους ο Αλέξανδρος απευθύνεται. Ο μικρός περιγράφει μ' έναν δικό του τρόπο τις αιτίες που τον οδήγησαν να γράψει αυτό το γράμμα που περιγράφει τον «άρρωστο κόσμο που κατοικεί στο ελληνόφωνο κρατίδιο με χαμένη μνήμη». Χρειάστηκε μία εβδομάδα να τελειώσει το κείμενο που έστειλε στην «Ε». «Είμαι παιδί και χρειάζομαι χρόνο. Γράφω ένα κομμάτι κάθε ημέρα», λέει αφοπλιστικά».
[11.5.03, Ριζούπολη, Αττική, Ελλάς, οι εικονιζόμενοι Ολισαντέμπε (πίσω) και Μπασινάς (μπροστά) προσπαθούν να επιστρέψουν στην φυσούνα]* Τον Γιώργο Αμανατίδη έντυσε ο Σόνυ Κορλεόνε.