Πέμπτη, Μαΐου 30, 2013

To βαθύτερο νόημα των πράξεών μας

Τον Μάιο του 1960, ο Άντολφ Άιχμαν, υψηλόβαθμο στέλεχος των SS και υπεύθυνος μεταφοράς των Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, εντοπίζεται από την Μοσάντ στην Αργεντινή και απαγάγεται προκειμένου να δικαστεί στην Ιερουσαλήμ. Η δίκη του διήρκεσε από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο του 1961 και ο Άιχμαν, αφού κρίθηκε ένοχος, κρεμάστηκε τον Μάιο του 1962. Η Γερμανοεβραία φιλόσοφος και πολιτική επιστήμονας Χάνα Άρεντ (μεγάλωσε και σπούδασε στη Γερμανία, από την οποία και έφυγε το 1929 λόγω του ήδη προχιτλερικά υφιστάμενου αντισημιτισμού για τη Γαλλία. Εκεί το 1940 κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γαλλία από το οποίο και δραπέτευσε μετά από λίγες εβδομάδες για την Αμερική) ζητά από το Νew Yorker να καλύψει τη δίκη και να γράψει σχετικά άρθρα για λογαριασμό του. Ο ναζισμός της έχει αλλάξει τη ζωή, την έχει απασχολήσει και φιλοσοφικά, αλλά ποτέ δεν έχει δει από κοντά ένα κορυφαίο στέλεχος των ναζί. Προς μεγάλη της έκπληξη όμως δεν βλέπει το τέρας εκείνο που φανταζόταν. Βλέπει έναν ανθρωπάκο που αδυνατούσε να καταλάβει το βαθύτερο νόημα των πράξεών του. Έναν άνθρωπο που λέει πως τον όρκο του τιμούσε και το καθήκον του έκανε και πως εκείνου η δουλειά του ήταν απλώς να μεταφέρει ανθρώπους από το σημείο άλφα στο σημείο βήτα. Η Άρεντ καταπατώντας κάθε έννοια ντεντλάιν παραδίδει τα άρθρα της πολύ μετά τη δίκη. Αρχίζουν να δημοσιεύονται στο περιοδικό μόλις τον Φεβρουάριο του 1963 και αμέσως μετά βγαίνουν και σε βιβλίο με τίτλο «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: η κοινοτοπία του κακού». Η καθυστέρηση όσο να 'ναι άξιζε τον κόπο, καθώς οι θέσεις της υπήρξαν εξαιρετικά επιδραστικές και εισήγαγαν και καθιέρωσαν τον όρο «κοινοτοπία του κακού».

---

Η ταινία «Χάνα Άρεντ» της βετεράνου σκηνοθέτιδος Μάργκαρετ Φον Τρότα εστιάζει ακριβώς σε αυτό το σκέλος της ζωής της που αφορά τη δίκη του Άιχμαν, τα άρθρα της και την μεγάλη αναταραχή που προκάλεσαν εκείνη την εποχή οι απόψεις της. Η Άρεντ υποστήριξε πως οι ηγέτες των εβραϊκών κοινοτήτων, τα εβραϊκά συμβούλια στην Γερμανία και την Πολωνία, υπακούοντας στις εντολές των ναζί βοήθησαν με τον τρόπο τους στην μεγιστοποίηση του αριθμού των θυμάτων. Πως αν δεν είχαν συνεργαστεί ο αριθμός θα ήταν πολύ μικρότερος. Πως το γεγονός αυτό αποτελεί το πιο μαύρο κεφάλαιο σε αυτή την κατάμαυρη ιστορία. Πως ναι μεν η αντίσταση ήταν αδύνατη σε εκείνες τις συνθήκες, αλλά πως ίσως ανάμεσα στην αντίσταση και την πλήρη υπακοή και συνεργασία υπάρχει ένα ενδιάμεσο στάδιο. Η Άρεντ κατηγορήθηκε πως κατηγορεί τα θύματα και αθωώνει τους θύτες. Η ταινία επίσης κάνει αναφορές στη σχέση (ερωτική αλλά και δέους) που είχε μικρότερη η Άρεντ με τον Χάιντεγκερ, ο οποίος όμως έγινε στη συνέχεια μέλος του ναζιστικού κόμματος, γεγονός που τη σοκάρισε βαθιά.

---

Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα το τεράστιας κλίμακας κακό δεν χρειάζεται διαβολικούς ανθρώπους για να το συντελέσουν. Ένα μηδενικό είναι κατά την Άρεντ ο Άιχμαν, ένας άνθρωπος που μπήκε στο ναζιστικό κόμμα γιατί ήθελε κάπου να ανήκει κι όχι επειδή ήταν πορωμένος αντισημίτης (Το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου σήμαινε πως ο Άιχμαν δεν θα άνηκε ξανά κάπου. «Ένιωσα ότι θα πρέπει από εδώ και πέρα να ζήσω μια δύσκολη προσωπική ζωή, χωρίς να έχω μια ηγεσία να ακολουθώ. Δεν θα λάμβανα εντολές από κανέναν, δεν θα υπήρχαν οδηγίες να συμβουλευθώ). Το κακό στον Άιχμαν έγκειται στο ότι έχασε το βασικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό, έπαψε να σκέφτεται το τι σήμαινε αυτό που έκανε, λειτουργούσε μηχανικά. Στον γραφειοκρατικό τρόπο οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών όμως, το να μη σκέφτεσαι το βαθύτερο νόημα των πράξεων σου, το να μην έχει άμεση επαφή με τις επιπτώσεις αυτού που κάνεις, το να είσαι γρανάζι ενός μηχανισμού, είναι γενικότερο φαινόμενο. Ανεξάρτητα από το πόσο βάσιμη ή όχι υπήρξε η θεωρία της για τον συγκεκριμένο Άιχμαν, ακόμη δηλαδή κι αν έχουν βάση οι ενστάσεις πως όσα έλεγε ο Άιχμαν ήταν μέρος της υπερασπιστικής του γραμμής («εγώ απλώς εντολές εκτελούσα»), ακόμη κι αν υποτεθεί πως διάβασε λάθος τον Άιχμαν («Ήμουν ιδεολόγος και όχι ηλίθιος», αποκαλύφθηκε πρόσφατα ότι έλεγε ο ίδιος), η θεωρία της δεν παύει να είναι τουλάχιστον εντυπωσιακή και να διαβάζει σωστά ευρύτερα κοινωνικά φαινόμενα.

---

Η Άρεντ μιλά για την αντιστροφή των ηθικών νόμων υπό το ναζιστικό καθεστώς. Πως εκεί παραβατικό του καθήκοντός σου θα ήταν να κάνεις το καλό. Όταν κάτι κανονικοποιείται, όταν κάτι περνάει στην κοινωνία ως η νόρμα, η ατομική συνείδηση έχει την τάση να γίνεται πάρα πολύ πιο ελαστική. Ο άνθρωπος είναι μιμητικό ον και ον που προσαρμόζεται σε όλα. Κοιτάει πώς φέρονται οι γύρω του και φέρεται παρόμοια. Όταν οι περισσότεροι δρουν με έναν τρόπο, τείνεις να δράσεις έτσι κι εσύ, αποκτώντας νομιμοποίηση απλώς και μόνο από τον τρόπο των πολλών. Η κρισιμότερη περίοδος στη Γερμανία ήταν πριν επικρατήσει ο ναζισμός. Τηρουμένων εννοείται όλων των αναλογιών, θα λέγαμε πως η ελληνική κοινωνία βρίσκεται αυτή την περίοδο σε μια παρόμοια μεταβατική και κρίσιμη περίοδο. Αυτό που ως χθες δεν τολμούσε να βγει στο φως, τώρα αρχίζει και συζητείται ολοένα και πιο απενοχοποιημένα. Ο μεγαλύτερος σύμμαχος της σταδιακής κανονικοποίησης του φασισμού είναι η αδράνεια, η σιωπή, η μη καταδίκη. Η ατομική συνείδηση του καθενός είναι ακόμη πιο κρίσιμο να εξεγείρεται εγκαίρως, προκειμένου να μην έρθει η ώρα που θα την καταπιεί μια νέα κοινωνική συνείδηση, προκειμένου να μην έρθει η ώρα που οι ηθικοί νόμοι θα έχουν αντιστραφεί και πλέον δεν θα μπορείς να αντιδράσεις παρά μόνο αν είσαι διατεθειμένος να πληρώσεις το πιο ακραίο τίμημα.

---

Καθαρά κινηματογραφικά η ταινία δεν έχει να προτείνει κάτι. Το να την πεις ακαδημαϊκή είναι η πιο ευνοϊκή κριτική που μπορείς να της κάνεις. Παρά ταυτα είναι τόσο ενδιαφέρον το θέμα που πραγματεύεται, που ενώ παρακολουθείς μέτριο και ανέμπνευστο σινεμά, από ένα σημείο και ύστερα παύει να σε ενοχλεί, και ασχολείσαι κι εσύ μόνο με τα ζητήματα που θίγει. Και πάντως για να είμαστε δίκαιοι κάνει μια απόλυτα εύστοχη επιλογή, δείχνοντάς μας σκηνές από την αυθεντική δίκη και τον αληθινό Άιχμαν, αντί να βάλει έναν ηθοποιό να τον υποδυθεί.

---

Μπόνους τρακ, τρεις σκέψεις που είχα γράψει παλιότερα 
πάνω στο θέμα της κοινοτοπίας του κακού:

- Στη σειρά «Ιn Treatment» ένας από τους ασθενείς του ψυχοθεραπευτή είναι πιλότος που σκότωσε στη Βαγδάτη 16 παιδιά. Κατά λάθος. Λάθος όχι δικό του, αφού υποτίθεται πως βομβάρδιζε στρατιωτικό στόχο. Εξηγεί στον ψυχοθεραπευτή ότι ενοχές θα ένιωθε αν είχε αποτύχει στην αποστολή του. Αντίθετα εκείνος αυτό που έπρεπε να κάνει το έκανε καλά. Οι ανώτεροί του δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους, δίνοντάς του πληροφορίες που αποδείχθηκαν εσφαλμένες. Παρά τις διακηρύξεις του νιώθει βέβαια ενοχές, ενοχές όμως που είναι τελικά δυσανάλογες σε σχέση με τη δική του συμμετοχή. Φρικαλεότητα θα ήταν να είχε σκοτώσει 16 παιδιά με τα χέρια του. Εκείνος πάτησε ένα κουμπί. Πόσο φρικτό μπορεί να είναι να πατάς ένα κουμπί; Δεν έχεις καν την οπτική επαφή που θα είχες πυροβολώντας τα θύματά σου. Η απόσταση του αποτελέσματος από την πράξη σου δεν μπορεί παρά να προκαλεί σε ένα βαθμό και την αποστασιοποίησή σου. Η βία καταμερίζεται σε κομματάκια, γραφειοκρατικοποιείται και είναι σε κάθε της στάδιο τόσο μα τόσο μακρινή κι αφηρημένη. Δεν την ασκεί άμεσα και ολοκληρωτικά ούτε ο ψηφοφόρος που ψηφίζει Μπους, ούτε οι επιτελείς του Πενταγώνου, ούτε ο πιλότος του βομβαρδιστικού.

- «Είδα κάποτε κάποια φωτογραφία από εκτελέσεις Εβραίων στη Ρωσία: οι Εβραίοι περιμένουν γυμνοί στη σειρά, μερικοί στην άκρη μιας τάφρου και πίσω τους στέκονται στρατιώτες και τους πυροβολούν στον τράχηλο. Αυτό γίνεται σε κάποιο λατομείο και πάνω από τους Εβραίους και τους στρατιώτες σε κάποιο περβάζι του τοίχου κάθεται ένας αξιωματικός που κουνάει τα πόδια και καπνίζει. Δείχνει λίγο χολωμένος. Ίσως επειδή η διαδικασία δεν είναι αρκετά γρήγορη. Αλλά το πρόσωπό του δείχνει επίσης κάτι σαν ευχαρίστηση, σαν ικανοποίηση, ίσως επειδή βγαίνει η δουλειά της μέρας και σε λίγο σχολάει» (Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Μπέρνχαρντ Σλινκ, «Γράμματα στη Χάννα», πάνω στο οποίο βασίστηκαν τα «Σφραγισμένα Χείλη» του Στίβεν Ντάλντρι).

- Σε μια σκηνή από τα «Σφραγισμένα Χείλη», η δεσμοφύλακας των SS, Κέιτ Γουίνσλετ, δικάζεται ως εγκληματίας πολέμου. Μετέφερε κρατούμενες από ένα στρατόπεδο σε ένα άλλο και ένα βράδυ τις φυλούσε σε μια αποθήκη. Η αποθήκη έπιασε φωτιά, αλλά δεν τους άνοιξε. Και ο δικαστής τη ρωτά γιατί. Κι εκείνη απαντά «Μα δεν μπορούσα να τις αφήσω να το σκάσουν. Αυτή ήταν η δουλειά μου. Ήμουν υπεύθυνη για αυτές τις γυναίκες».

(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Μαΐου 28, 2013

Προέρχεσαι από την Αριστερά

Προέρχεσαι από την Αριστερά. Πώς αλλιώς; Ήσουν μικρός, ονειροπόλος, αγνός, δοκίμασες τις ιδέες της από μέσα. Άλλες σου φάνηκαν ουτοπικές, άλλες υποκριτικές, άλλες απλά εκτός θέματος. Το θέμα που σε έκαιγε ήταν άλλο. Για αυτό και έφυγες εγκαίρως, όπως όλοι σαν εσένα. Ήσουν καμωμένος για τις ωραίες και μεγάλες θέσεις. Άλλες στον ιδιωτικό τομέα, άλλες στον δημόσιο, άλλες κάτι ενδιάμεσο και το 'να χέρι νίβει τ' άλλο. Αρκεί να ήσουν στην καρδιά του συστήματος, στην πρώτη γραμμή εκείνων που ανα εποχή πρέσβευε. Λάτρευες την αποτελεσματικότητά του, την πρακτικότητά του, τον τρόπο που ενώ υπηρετούσε το κοινό καλό (το οποίο έκρινες ως ιστορικά και τοπικά το συγκριτικά καλύτερο κοινό καλό της πιάτσας) επεφύλασσε εξαιρετικά ευνοϊκότερη μεταχείριση για τα πιο καπάτσα μέλη της κοινωνίας. Και η καπατσοσύνη τι άλλο ήταν παρά ικανότητα; Και η ικανότητα τι πιο δίκαιο απ' το να επιβραβεύεται; Υπήρχαν βέβαια και οι απροσχημάτιστα φαύλοι, υπήρχαν και οι κληρονομικά τυχεροί, υπήρχαν πάντα πράγματα που σε ενοχλούσαν, αλλά όσο περισσότερο συγχρωτιζόσουν μαζί τους, καταλάβαινες πως πίσω από την επιφάνεια της τάδε ποινικά κολάσιμης συμπεριφοράς υπήρχε ο άνθρωπος, που πολλές φορές έκρυβε μεγαλείο. Κι άλλωστε ο αναμάρτητος ας έριχνε πρώτος τον λίθο. Kι εσύ δεν ήσουν ακριβώς αναμάρτητος πια, όπως δεν ήσουν και τεχνικά αμαρτωλός. Ήσουν κάτι το ενδιάμεσο. Ήσουν ταυτόχρονα, όπως ο αφηγητής στον Γκάτσμπι, within and without. Μέσα κι έξω από την αμαρτία, εντελώς μέσα στο σύστημα, αλλά ταυτόχρονα και μια σταλίτσα έξω, διατηρώντας πάντα την κρυφή, αιρετική ματιά σου, που την είχες αφενός ως σήμα κατατεθέν για να συνεχίζεις να ανέρχεσαι εντός του και αφετέρου ως εσωτερικό άλλοθι, άλλοθι πως κατά βάθος παραμένεις ονειροπόλος και διαφορετικός.
Οι τρεις πασοκικές δεκαετίες έκαναν δε τα πράγματα πολύ πιο εύκολα για σένα, έκαναν την ένταξη και καθιέρωσή σου στην καρδιά των εξελίξεων, σχεδόν μηδενικά οδυνηρή. Σοσιαλιστικό λεγόταν άλλωστε το κόμμα, που δεν ήταν καν κόμμα αλλά κίνημα. Και τίποτα δεν ήταν πιο έργο τέχνης από την μετάλλαξή του. Όχι μόνο την αρχική επί Αντρέα, αλλά και κυρίως την επόμενη επί Σημίτη. Εκεί ήσουν πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Ο εκσυγχρονισμός κέρδισε την ψυχούλα σου όσο τίποτα άλλο. Αυτά ήταν τα δικά σου roaring twenties, η βίλα του Γκάτσμπι του καλοκαιριού του 22 ήταν η Σοφοκλέους των πρώτων μηνών του 99. Όταν ύστερα ήρθε ο Γιώργος, σε κέρδισε η ανοικτή διακυβέρνησή του, η πράσινη ανάπτυξή του, η ευγένεια και η δημοκρατικότητά του. Ήταν καιρός να αλλάξουν όλα. Κι όταν άλλαξαν στα αλήθεια όλα, πολύ γρήγορα αντιλήφθηκες ότι το παιχνίδι είχε αλλάξει και πίστα κι έπρεπε να γίνεις λιγότερο λείος από ό,τι ως τώρα, πως έπρεπε να στρατευθείς και να ακροβολιστείς, πως έπρεπε εσύ ακριβώς που προερχόσουν από την Αριστερά να αρχίσεις να τη δείχνεις με το δάκτυλο πρώτος κατηγορώντας την πως, κι ας μην κυβέρνησε ποτέ, η νοοτροπία της και η κουλτούρα της στα αλήθεια κυβερνούσαν και μας έφεραν εδώ που μας έφεραν. Ακόμη όμως κρατούσες ένα πρόσχημα. Ακόμη μπορούσες να αναφέρεσαι στην καταστροφική τριετία Καραμανλή, να βάζεις κάτω τα νούμερα εκτίναξης του ελλείμματος και του χρέους, ακόμη μπορούσες να διατηρείς μια προοδευτική επίφαση, όσο υπηρετούσες το νέο, αληθινά προοδευτικό, ήτοι το μνημονιακό πρόγραμμα μεταρρύθμισης της βαλτωμένης κοινωνίας.  
Μετά τα πράγματα άρχισαν να μπερδεύονται. Και Καρατζαφέρης και Βορίδης και Άδωνις και Αντώνης Σαμαράς. Η στροφή του Αντώνη Σαμαρά.  Τολμήστε. 153 γενναίοι κρατούν την Ελλάδα όρθια. Το ευρωπαϊκό μέτωπο. Αριστερά και Νεοναζί τα δυο άκρα. Καταδικάζεις τη βία από οπουδήποτε κι αν προέρχεται. Κι εσείς σκοτώσατε τους ανθρώπους στη Μαρφίν. Δικάζονται οι Βγενόπουλοι για τη Μαρφίν, τα ρεσώ σβηστά, οι πένες δεν γράφουν λέξη. Η πρώτη κυβέρνηση Παπαδήμου ένα μούρλια, κι ας συμμετέχει απρόθυμα η ΝΔ. Και Λουκάς και Καψής και Παγουλάτος και όλα τα μωρά στην πίστα. Το σοκ του Μαϊου. Λες το σύστημα να πάψει να λειτουργεί όπως ακριβώς λειτουργούσε; Δυο παρατάξεις, η ευρωπαϊκή και η συριζέικη. Η Ευρώπη κι ο πολιτισμός και τα φώτα κερδίζουν, έστω και οριακά. Ο Φώτης μας στην κυβέρνηση. Η Αριστερά της ευθύνης. Οι πρώτοι δύσκολοι μήνες περνάνε. Αντέχουμε. Γκρικάβερι. Σαξές στόρι. Όλα θα πάνε καλά. Αυτή η κρίση η τωρινή με τα αντιρατσιστικά θα τελειώσει γρήγορα. Θα ξεθυμάνει. Επικοινωνιακή είναι. Μικροκομματική είναι. Θα πούμε όσο το δυνατόν λιγότερα. Οι συστημικοί εμφύλιοι μας μπερδεύουν. Ο δυνατός τώρα είναι από δεξιά. Όταν το τραβάει όσο δεξιότερα πάει στα εργασιακά, στα ιδιωτικοποιητικά, και στα λοιπά μεταρρυθμιστικά, είναι μια χαρά. Στο αγκαλίτσες και φιλάκια με τους 400.000 Έλληνες που δεν έγιναν ξαφνικά φασίστες και ναζιστές και θα τους πάρουμε πίσω, είναι λίγο πιο μπερδεμένο. Ως πού θα φτάσεις; Το πράγμα πάει να ξεφύγει τελείως. Να την επιστρατεύσεις πάλι την αιρετική ματιά σου, αλλά προς τα που; Να πεις ότι τα αληθινά προβλήματα της κοινωνίας είναι άλλα κι όχι ένα νομοσχέδιο; Να περιμένεις να δεις πού θα κάτσει η μπίλια; Να αρχίσεις να κάνεις αφ΄υψηλού σχολιάκια πως αν έρθει το αντιρατσιστικό σαν σχέδιο νόμου του ΠΑΣΟΚ, θα έχουμε τη σουρεαλιστική μητέρα των μαχών και θα χάσει η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα, με το ποιός ψηφίζει τι και γιατί;
Εν ανάγκη και με τους νεοναζί; Ή στο νέο διπολισμό θα ξαναγίνεις πιο σοσιαλδημοκράτης παρά ποτέ και θα αρχίσεις να σκέφτεσαι πως ο νέος νερωμένος ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνει το μελλοντικό συστημικό σου σπίτι; Μελετάς τις κινήσεις σου. Δεν χρειάζεται να βιαστείς. Μπόρα είναι θα περάσει. Τα προσχήματα θα κρατηθούν. Κι αν δεν κρατηθούν θα κάνεις πως δεν βλέπεις. Όταν ο άνεμος αποφασίσει προς τα που θα φυσήξει, εσύ θα είσαι ήδη εκεί. Αλλά ναι, εν ανάγκη και κοντά στους νεοναζί. Εν ανάγκη με τη συνταγματική δεξιά, για να μην καταλήξει η χώρα στον φασισμό. Με τη δημοκρατία, με την Ευρώπη, με την ευημερία, με το σύστημα.

Σάββατο, Μαΐου 25, 2013

Το τέταρτο πρόσωπο

«Η αισιοδοξία είναι το όπιο του λαού. Το υγιές πνεύμα μυρίζει ηλιθιότητα. Ζήτω ο Τρότσκι». Ποιά περίεργη εκλεκτική συγγένεια φανερώνει άραγε η δυσανεξία απέναντι στο αστείο, ανάμεσα σε εκείνους που ασκούν τώρα εξουσία και χαρακτήριζαν την προμνημονιακή Ελλάδα «τελευταία σοβιετία της Ευρώπης» και σε εκείνους που ασκούσαν κάποτε εξουσία στις αληθινές σοβιετίες, όπως στην τσεχοσλοβακική του κουντερικού «Αστείου»; Έχει επισημανθεί αρκετές φορές την τελευταία τριετία πως μαζί με την εποχή άλλαξε και η γλώσσα, πως όταν μετατρέπεται σε κινούμενη άμμο η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα την οποία η γλώσσα καλείται να περιγράψει, τότε καθίστανται αβέβαια τα όρια ανάμεσα στο ειρωνικό και αυτό που κυριολεκτεί, ανάμεσα στο αστείο και αυτό που σοβαρολογεί. Στην περίπτωση όμως της αντίδρασης της ΝΔ στα περί γκουλαγκ του Ζίζεκ, δεν έχουμε να κάνουμε με παρανόηση. Έχουμε να κάνουμε με συνειδητότατη διαστρέβλωση, απευθυνόμενη στο πιο αδαές, φοβισμένο και γερασμένο πνευματικά, σε βαθμό άνοιας, κομμάτι των ψηφοφόρων, που αποτελεί και προνομιακό εκλογικό της πεδίο. Αλλά το προέχον δεν είναι τόσο ο γκεμπελισμός, όσο η καφρίλα· το ότι δεν έχουν τον παραμικρό ενδοιασμό να πάνε την ατζέντα του δημοσίου διαλόγου όσο πιο κάτω γίνεται. Πιο σημαντικό κι από το χυδαίο των επίμαχων ανακοινώσεων της ΝΔ είναι πως συνιστούν μια απαράμιλλη σπονδή στη βλακεία, πως προσποιούνται ότι απευθύνονται σε έντεκα εκατομμύρια βλάκες. Πρόκειται για ένα βαθύτατα παρακμιακό φαινόμενο. Χειρότερο ίσως κι από το να παίζει κανείς πολιτικά με τη φωτιά, είναι το να καταβαραθρώνει τόσο πολύ την αισθητική του διαλόγου, το να υποβιβάζει τόσο βάναυσα τον πολιτισμικό πήχυ της πολιτικής αντιπαράθεσης. Τους φαντάζομαι με μια ανοικτή μπουκάλα ουίσκι και πλαστικά ποτήρια, να είναι συγκεντρωμένοι πάνω από ένα λάπτοπ και να κάνουν πλειοδοσία χοντράδας πάνω στο τελικό κείμενο (άλλοτε ανακοίνωσης της ΝΔ, άλλοτε ανακοίνωσης του κυβερνητικού εκπροσώπου): «Βάλε κι αυτό, ρε μαλάκα!».
Υπό την ηγεσία του Αντώνη Σαμαρά η ΝΔ δεν σταματά να αλλάζει πρόσωπα: Μέχρι την κυβέρνηση Παπαδήμου είναι στα λόγια άτεγκτα αντιμνημονιακή. Μετά βάζει νερό στο κρασί της και κατεβαίνει στις εκλογές του Μαϊου με πρόσημο νερωμένα αντιμνημονιακό. Έπειτα στις εκλογές του Ιουνίου συγκροτεί πανστρατιά Ντορών και λοιπών ευρωπαϊκών δυνάμεων προκειμένου να μας κρατήσει στο ευρώ. Τα τρία πρώτα της πρόσωπα δεν παύουν να αντιστοιχούν σε μια μεταπολιτευτική Δεξιά, δεν παύουν να είναι ΝΔ και όχι ΕΡΕ. Μετά τις εκλογές όμως, και αφού καταλαμβάνει από μια ιδιοτροπία της Ιστορίας την εξουσία προκειμένου να μην φύγουμε από την μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλάζει για τέταρτη φορά πρόσωπο, πηγαίνοντας ολοένα και ακροδεξιότερα, ολοένα και πιο πίσω στον ιστορικό χρόνο της ελληνικής Δεξιάς.
Θες ως ΝΔ να επιτεθείς στον ΣΥΡΙΖΑ για όσα είπε ο Ζίζεκ; Κάν' το με ένα τρόπο που θα σέβεται κάποιους κανόνες συνεννόησης μεταξύ λογικών ανθρώπων, για το ποιό είναι το αντικείμενο της αντιπαράθεσης, για το τι συνιστά αυτό που ειπώθηκε και τι όχι. Πες π.χ. ότι αυτού του είδους το χιούμορ είναι ασεβές, πες ότι δεν γίνονται αστεία με τα γκουλαγκ, χτύπα τον αντίπαλό σου με επιχειρήματα όχι οπωσδήποτε βάσιμα, αλλά με τα οποία διατηρείς πάντως τον αυτοσεβασμό σου ως μείζων πολιτική δύναμη της χώρας. Αντίθετα, τέτοιου είδους επιθέσεις έχουν ως βασικό γνώρισμα το ότι δεν μπορεί ο άλλος να αμυνθεί απέναντί τους. Τέτοιου είδους επιθέσεις ακυρώνουν εντελώς το διάλογο, αναιρώντας τις θεμελιώδεις του προϋποθέσεις.
Γιατί όμως να διεκτραγωδούμε και να μην διακωμωδούμε την αντίδραση της ΝΔ; Και ιδιοσυγκρασιακά αυτό θα μου ταίριαζε και αισθητικά αυτό θα έπρεπε· γιατί ακριβώς τώρα περισσότερο παρά ποτέ πρέπει να συνεχίσουμε να δηλώνουμε εμπράκτως την πίστη μας στη διάσταση μεταξύ του κυριολεκτικού και του μη κυριολεκτικού· την πίστη μας πως αυτή η διάσταση συνιστά δομικό στοιχείο της προσωπικότητάς μας και του τρόπου σκέψης μας. Πρέπει να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να αστειευόμαστε, να ειρωνευόμαστε, να διακωμωδούμε. Θα έπρεπε ειδικά αυτοί οι άνθρωποι να σου προκαλούν διάθεση για χλεύη. Δεν μπορείς όμως, δεν σου βγαίνει. Σου προκαλούν απόγνωση. Η επικράτησή τους επεκτείνεται από το πολιτικό επίπεδο και στο υπαρξιακό. Δεν σε κερδίζουν απλώς· σε αλλοιώνουν. 
(Κείμενο γραμμένο για την Ελευθεροτυπία)

Πέμπτη, Μαΐου 23, 2013

Ενσωμάτωση

The only reason we have killed this man today is because Muslims are dying daily by British soldiers, and this British soldier is one, is a eye for a eye and a tooth for a tooth. By Allah, we swear by the Almighty Allah we will never stop fighting you until you leave us alone. So what if we want to live by the sharia in Muslim lands. Why does that mean you must follow us and chase us and call us extremists and kill us? Rather you are extreme. You the ones. When you drop a bomb, do you think it hits one person, or rather your bomb wipes out a whole family. This is the reality. By the way if I saw your mother today with a buggy I would help her up the stairs. This is my nature. But we are forced by the Qur'an in Sura at-Tauba [Chapter 9 of the Koran], through many, many ayah [verses] throughout the Koran that [say] we must fight them as they fight us, a eye for a eye and a tooth for a tooth. I apologize that women had to witness this today, but in our land our women have to see the same. You people will never be safe. Remove your governments. They don’t care about you. Do you think David Cameron is gonna get caught in the street when we start busting our guns? Do you think the politicians are going to die? No it's going to be the average guy, like you, and your children. So get rid of them. Tell them to bring our troops back so we ca.., so you can all live in peace. Leave our lands and you will live in peace. That's all I have to say. Allah's peace and blessings be upon Muhammad .
Kι επειδή έχω ιδεολογική συγγένεια με τους ισλαμοφασίστες και τους τζιχαντιστές, θα ήθελα να δηλώσω τα κάτωθι: εδώ άραγε καταδικάζουμε τη βία από οπουδήποτε κι αν προέρχεται ή καταδικάζουμε μόνο τον αποκεφαλισμό του ανθρώπου στο Λονδίνο; Είμαι διατεθειμένος να δεχτώ οποιοδήποτε ειλικρινές επιχείρημα, του στυλ ή εμείς ή αυτοί, του στυλ έλα μωρή Δύση και σφάξε όσους γουστάρεις σε όποια χώρα γουστάρεις, αλλά κανένας δεν δικαιούται να καταδικάζει και να σοκάρεται ΜΟΝΟ από τον αποκεφαλισμό του ανθρώπου στο Λονδίνο. Η σφαγή του είναι απόλυτα αποτρόπαιη και απόλυτα φρικιαστική και κανένας μα κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να σφάζεται. Άρα προφανέστατα ούτε και αυτός. Και για τον οποιοδήποτε λόγο, συμπεριλαμβανομένου του μηνύματος που ήθελαν να περάσουν οι δράστες. Αλλά όποιος βλέπει μόνο αυτή τη σφαγή και κλείνει τα μάτια στις δυτικές, όποιος κλείνει τα μάτια, ή δεν βλέπει καν επειδή δεν υπάρχουν κάμερες, τον τρόπο που οι δυτικές κυβερνήσεις σκοτώνουν, τότε ας πάψει να υποκρίνεται πως είναι κατά της βίας, υπέρ της πολιτισμένης επίλυσης των διαφορών κλπ. Απλά έχει διαλέξει πλευρά κι ευαισθησία.
Τέλος, και για να πάμε και σε θέματα πολυπολιτισμικότητας, η συγκεκριμένη γυναίκα που όσο ο σφαγέας σολάρει ον κάμερα εμφανίζεται να έρχεται από το βάθος και να σέρνει ένα καροτσάκι με ψώνια και να περνά ακριβώς δίπλα του, έχοντας ή δεν έχοντας δει ένα πτώμα σωριασμένο στη μέση του δρόμου, έχοντας ή δεν έχοντας δει τα ματωμένα χέρια του τύπου και τα μαχαίρια και τους μπαλτάκους που κρατάει, είναι ή δεν είναι βέρα Βρετανίδα; Αν δεν είναι, είναι ή δεν είναι ενσωματωμένη με τον δέοντα τρόπο στον πρέποντα τρόπο ζωής, ήτοι και να είναι σωριασμένος ένας άνθρωπος στη μέση του δρόμου σιγά τα νέα, ήτοι έχει βάλει το κεφάλι κάτω και πάει ντουγρού ευθεία στη δουλειά της και δεν ασχολείται με όλα αυτά κι ο σφαγέας ας κάνει λίγο πιο πέρα να περάσει;

Τρίτη, Μαΐου 21, 2013

Το παιχνίδι και το σχέδιο


  ... ένας μπόμπιρας ήταν εκείνος που έκλεψε την παράσταση στο Στάμφορντ Μπριτζ. Πρόκειται για τον γιο του αναπληρωματικού γκολκίπερ των Μπλε Ρος Τέρνμπουλ, Τζος, ο οποίος την ώρα που ο μπαμπάς του και οι υπόλοιποι παίκτες με τα παιδιά τους πανηγύριζαν στο κέντρο του γηπέδου, αυτός ξεπόρτισε προσπαθώντας να σκοράρει με μια μπάλα ίσα με το μπόι του. Τελικά τα κατάφερε και γνώρισε την αποθέωση από τους φίλους της Τσέλσι, που άρχισαν να τραγουδούν «sign him up» (σ.σ. υπογράψτε τον)!
---
Ο μικρός παίρνει την μπάλα και αρχίζει να την κλωτσάει προς το τέρμα. Αν η εξέδρα ήταν γεμάτη γυναίκες, εκείνες θα ήταν ενθουσιασμένες με αυτό καθαυτό το θέαμα του μικρού (έχοντας πιθανώς κι ένα ποσοστό ανησυχίας για το αν θα το βαρέσει πολύ ο ήλιος ή αν ξεμακραίνει πολύ μόνος του ή αν φάει κανένα αδέσποτο σουτ και γκρεμιστεί). Το αν θα έβαζε ή δεν θα έβαζε γκολ πάντως θα τους φαινόταν εντελώς δευτερεύον. Αλλά όταν η εξέδρα είναι γεμάτη άντρες και όταν γίνεται αντιληπτό τι πάει να κάνει ο μικρός, το πράγμα αμέσως σοβαρεύει: υπάρχει ένα τέρμα, μια γραμμή, μια μπάλα που πρέπει να την περάσει, ένας στόχος, ένα διακύβευμα. Δεν είναι το ίδιο είτε το βάλει είτε όχι, δεν έχει σημασία το πόσο γλυκούλι είναι το παιδί και πόσο μαγευτικό αυτό που κάνει. Σημασία έχει να περάσει η μπάλα τη γραμμή. Και η χαρά τους όταν την περνάει και μπαίνει το γκολ δεν απέχουν και τόσο πολύ από τη χαρά για το γκολ του Ιβάνοβιτς στις καθυστερήσεις του ευρωπαϊκού τελικού. Η χαρά τους είναι μεν χαβαλεδιάρικη αλλά ταυτόχρονα σοβαρή, ενώ η αντίστοιχη χαρά των γυναικών θα ήταν συγκαταβατική, καθώς είτε περνούσε η μπάλα τη γραμμή είτε όχι, άλλα είναι τα σοβαρά και μεγάλα θέματα, σοβαρό και υπέροχο θέμα είναι το θαύμα της παιδικής ηλικίας.
Ενώ οι άντρες παίρνουν το παιχνίδι στο σοβαρά. Ενώ οι άντρες έχουν για τη ζωή παιχνιδιάρικη αντίληψη. Και για αυτό κάνουν σαν αλλόφρονες όταν βάζει γκολ ο Ιβάνοβιτς στο 92'. Και για αυτό εκτός από τον πανηγυρισμό για το γκολ του μικρού, τραγουδάνε μετά εν χορώ «Sign him up»· το παιχνίδι και ο χαβαλές, αυτά τα βασικά αντρικά χαρακτηριστικά. Όχι αποκλειστικά αντρικά βέβαια. Αλλά ο άντρας ζει τη ζωή του ως ένα μεγάλο παιχνίδι, ενώ η γυναίκα τη ζωή της ως ένα μεγάλο σχέδιο. Δεν ήμασταν ποτέ οι σοβαροί της υπόθεσης. Ήμασταν αυτοί που επικρατούσαμε με τη φυσική δύναμη. Κι αφού επικρατούσαμε, μας έπαιρνε και να παίζουμε και να χαβαλεδιάζουμε, ακόμα και να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας στους πολέμους. Ενώ οι γυναίκες ήταν πάντα οι σοβαρές. Εν μέρει επειδή δεν γίνεται αλλιώς αν μεγαλώνεις μια ζωή μέσα στο σώμα σου και μετά έχεις να φροντίσεις να παραμείνει εν ζωή, εν μέρει επειδή απέναντι στη φυσική δύναμη και την καταπίεση των αντρών χρειαζόταν να ζεις τη ζωή σου με σχέδιο. 
Στα αντρικά μάτια το παιχνίδι είναι σοβαρό και συγκινητικό πράγμα· αν η μπάλλα θα περάσει ή δεν θα περάσει τη γραμμή κρίνει πολλά. Αυτή η συγκίνηση της επίτευξης του γκολ, είναι μια διαφορετική συγκίνηση από τη συγκίνηση που νιώθει μια γυναίκα βλέποντας ένα μωράκι να κλωτσά μια μπάλα. Ο άντρας συγκινείται με το γκολ, η γυναίκα με το μωράκι.

Δευτέρα, Μαΐου 20, 2013

και τι αθωότητα!

«Την παλιά εκείνη εποχή στον τόπο μας η ήβη ξυπνούσε πολύ αργά, κατακόκκινη από ντροπαλοσύνη, και μάχουνταν να κρυφτεί πίσω από λογής λογής μάσκες. Η πρώτη μάσκα στάθηκε για μένα η φιλία, το πάθος για έναν ασήμαντο, τον πιο ασήμαντο, συμμαθητή μου· κοντόχοντρος, στραβοπόδης, με βαρύ αθλητικό κορμί, χωρίς καμιά πνευματική περιέργεια. Αλλάζαμε φλογερά γράμματα κάθε μέρα, και μ΄έπαιρνε το παράπονο και συχνά το κλάμα τη μέρα που δεν είχα γράμμα του· περιτριγύριζα το σπίτι του, τον παρακολουθούσα κρυφά, κόβουνταν η αναπνοή μου όταν τον έβλεπα να προβαίνει. Η σάρκα είχε ξυπνήσει και δεν κάτεχε ακόμα τι πρόσωπο να δώσει στην πεθυμιά της· καλά καλά δεν είχε ξεχωρίσει ακόμα τι διαφέρει ο άντρας από τη γυναίκα. Όμως θα μου φάνταζε πολύ πιο ακίντυνη, πιο βολική, η συναναστροφή με αγόρι παρά με κορίτσι· παράξενη αντιπάθεια, μαζί και φόβο, ένιωθα αντικρίζοντας γυναίκα· κι όταν άνεμος φυσούσε και σηκώνουνταν λίγο το γυροπόδι του φουστανιού της, γύριζα απότομα πέρα το πρόσωπο, κατακόκκινος από ντροπή κι αγανάχτηση.
Μια μέρα, θα ΄ταν μεσημέρι κι έκαιγε ο ήλιος, περνούσα ενά στενό ισκιωμένο σοκάκι και πήγαινα σπίτι· άξαφνα μια χανούμισσα φάνηκε από την άλλη μεριά του σοκακιού· κι ως πέρασε από μπροστά μου, ακράνοιξε τα μιλάγια της και μου ΄δειξε γυμνό το στήθος της. Τα γόνατά μου κόπηκαν· έφτασα παραπατώντας στο σπίτι, έγειρα στη γούρνα κι έκαμα εμετό.
Όταν, ύστερα από πολλά χρόνια, βρήκα σ' ένα παλιό συρτάρι την αλληλογραφία με το φίλο μου, τρόμαξα· τι φλόγα, Θε μου, και τι αθωότητα! Χωρίς να το θέλει, χωρίς να το ξέρει ο ασκημομούρης αυτός χοντροκομμένος συμμαθητής μου γίνηκε μάσκα για να μου κρύψει, για κάμποσα χρόνια, τη γυναίκα· του γίνηκα κι εγώ, σίγουρα, μάσκα, να του κρύψω τη γυναίκα· ν' αργοπορήσει λίγο η μοιραία στιγμή που θα 'πεφτε στη φοβερή παγίδα. Έπεσε αργότερα, έμαθα, και χάθηκε.
Με το φίλο μου αυτό και μ' έναν άλλο συμμαθητή, λιανοκόκαλο, λιγομίλητο, με γαλαζοπράσινα μάτια, ιδρύσαμε ένα καλοκαίρι, στις πάψες, μια καινούρια «Φιλική Εταιρεία». Συνεδριάζαμε κρυφά, πήραμε και δώσαμε όρκους, υπογράψαμε καταστατικά και θέσαμε σκοπό της ζωής μας: να πολεμούμε, χωρίς συμβιβασμό, σε όλη μας τη ζωή, την ψευτιά, τη σκλαβιά, την αδικία. Ο κόσμος μας φάνηκε πως ήταν ψεύτης, άδικος, άτιμος, κι αναλάβαμε, εμείς οι τρεις, να τον σώσουμε. Ξεμοναχεύαμε απ' όλους τους συμμαθητές μας, πηγαίναμε πάντα οι τρεις μαζί, καταστρώναμε σχέδια πώς να φτάσουμε στο σκοπό μας, μοιραστήκαμε καθένας τον τομέα απ' όπου θα πολεμούσε: εγώ, λέει, θα ΄γραφα θεατρικά έργα, ο φίλος μου θα γίνουνταν θεατρίνος να τα παίζει, κι ο τρίτος, που είχε μανία με τα μαθηματικά, θα γίνουνταν μηχανικός, να κάμει μια μεγάλη εφεύρεση, να πλουτίσει τα ταμεία της «Φιλικής Εταιρείας» κι έτσι να μπορούμε να βοηθούμε τους φτωχούς και τους αδικημένους.
Ώσπου να φτάσει η μεγάλη αυτή στιγμή κάναμε ό,τι μπορούσαμε να μένουμε πιστοί στον όρκο μας: δεν λέγαμε ψέματα, δέρναμε όσα τουρκάκια μας τύχαιναν σε παράμερο σοκάκι κι είχαμε βγάλει τα κολάρα και τις γραβάτες και φορούσαμε φανέλα με άσπρες και γαλάζιες ρίζες, τα χρώματα της ελληνικές σημαίας». 
Θα μπορούσα να γράψω ένα σωρό εξυπνάδες πάνω σε αυτό το απόσπασμα από την «Αναφορά στον Γκρέκο». Από την άλλη δε νιώθω πια τόσο χαλαρός για να γράφω εξυπνάδες. Ας αφήσω τις εξυπνάδες λοιπόν κι ας πω πως το διάβασα σήμερα, στο χέσιμο. Έτσι διαβάζω πια όταν διαβάζω: διαγώνια και ό,τι τύχει. Και σχεδόν αποκλειστικά στην τουαλέτα. Αλλά να· καμιά φορά οι ανταμοιβές είναι απρόσμενες. Ένα απόσπασμα που μπορείς να το κανιβαλίσεις από δέκα πλευρές, που μπορείς να το πιάσεις σοβαρά από δέκα πλευρές, αλλά που δεν θα κάνεις τίποτα από τα δύο. Δεν παύει όμως να είναι απολαυστικό, έστω και αν όχι ακριβώς για τους λόγους που θα ήθελε ο Καζαντζάκης. Και όχι, δεν θα κάνω το λάθος να κρίνω με τα δεδομένα της τωρινής εποχής μια πολύ παλιότερη, αλλά θα κάνω το σωστό να αφήσω το χρόνο που έχει τρέξει, να φωτίσει το κείμενο, όχι ακριβώς ειρωνικά, πάντως αποκαλυπτικά για το πόσο σχετικά είναι όλα -ακόμη και η ταυτότητα, ακόμη και η αίσθηση του πιο αγνού δικαίου- και πόσο στενά εξαρτημένα από το πνεύμα και τις συνθήκες του καιρού τους.

Παρασκευή, Μαΐου 17, 2013

Σαμαρική ΝΔ: το πλυντήριο του νεοναζισμού

Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, υπήρξε παγκοσμίως μια ιδεολογία που θεωρήθηκε απόλυτο ταμπού, υπήρξε παγκοσμίως μια ιδεολογία που ταυτίστηκε με το απόλυτο κακό: ό,τι ήταν ναζιστικό δεν μπορούσε να σχετικοποιηθεί.
Στην Ελλάδα των ημερών μας, ίσως ακόμη πιο εντυπωσιακό και από τα ποσοστά και την απήχηση του νεοναζιστικού γκρουπ, είναι το γεγονός πως στο ναζισμό εκχωρήθηκε ένα νέο στάτους: δεν είναι πια το απόλυτο κακό, είναι ένα σχετικό κακό, είναι ένα κακό που συμψηφίζεται, είναι το ίσο από τα δύο κακά.
Το ΠΑΣΟΚ πέθανε χρεωνόμενο όλα τα στραβά της μεταπολίτευσης, χρεωνόμενο τη διαφθορά και τις δομικές αντιφάσεις του, χρεωνόμενο την παράδοση της χώρας στην τρόικα.
Ό,τι κι αν του καταλογίσει η Ιστορία όμως, θα σταθεί τελικά επιεικέστερα απέναντί του, από ό,τι στη ΝΔ, που ενώ είχε κι αυτή κανονικά πεθάνει, νεκραναστήθηκε ως όχημα που θα μας κρατούσε στην Ευρώπη και, ως ζόμπι πλέον, μετατρέπεται από θέση κυβερνητικής εξουσίας σε πλυντήριο του ναζισμού, αρχίζοντας να κλείνει με ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα το μάτι στο νεοναζιστικό γκρουπ, μέχρι το κλείσιμο του ματιού να γίνει τικ, σαν εκείνο το παλιό του Κασιδιάρη.

Πέμπτη, Μαΐου 16, 2013

Aμερικάνικα όνειρα και γερμανικοί εφιάλτες

Ας αφήσουμε στην άκρη ως εντελώς αυτονόητη την παρατήρηση για το πόσο μικρή ειδησεογραφική κάλυψη λαμβάνουν τραγωδίες πολλαπλάσιου μεγέθους από αυτήν της Βοστώνης όταν συμβαίνουν εκτός δυτικού κόσμου. Ας αφήσουμε επίσης στην άκρη την συνακόλουθη διαπίστωση για το ότι στο κυρίαρχο σύστημα αξιών μας -στο βαθμό τουλάχιστον που αυτό διαμεσολαβείται από τα ΜΜΕ- μια δυτική ζωή έχει πολλαπλάσια αξία από μια μη δυτική. Ας αφήσουμε τέλος στην άκρη την απορία αν η διαπίστωση αυτή αναιρεί θεμελιώδεις αρχές του δυτικού πολιτισμού ή τελικά δεν τις αναιρεί και τόσο. Κι ας αναρωτηθούμε κάτι ενδοδυτικό: αν είχε χτυπηθεί ο Μαραθώνιος του Βερολίνου, ή οποιοσδήποτε μη αμερικάνικος Μαραθώνιος, θα ήταν ίσης έκτασης και έντασης η κάλυψη; Κατά πάσα πιθανότητα όχι. Και ο λόγος δεν είναι επειδή ένα τρομοκρατικό χτύπημα στις ΗΠΑ μπορεί να έχει πολύ σοβαρές γεωπολιτικές επιπτώσεις (όπως αποδεικνύεται άλλωστε κι από το γεγονός ότι η κάλυψη συνεχίστηκε αμείωτη και όταν η ταυτότητα των δραστών απομάκρυνε πολύ το ενδεχόμενο τέτοιου είδους επιπτώσεων), αλλά ακριβώς επειδή το χτύπημα έγινε στις ΗΠΑ.
Και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, δεν είναι απλά μια χώρα. Είναι το φαντασιακό κέντρο της Δύσης (και ίσως όχι μόνον αυτής). Ανεξάρτητα από το πόσο ισχυρές παραμένουν οι ΗΠΑ στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, παραμένουν και με το παραπάνω το κέντρο της σκηνής του φαντασιακού μας. Τα κανάλια μεταδίδουν δεκάλεπτες συνεντεύξεις από καθηγητές στη Βοστώνη, ώστε να μας μεταφέρουν τι συμβαίνει εκεί. Είναι συμπεριφορά επαρχιώτικου δέους προς εκείνον που έχει πάει στην πρωτεύουσα και τα ζει από μέσα. Κι ό,τι συμβαίνει στις ΗΠΑ, την ίδια ακριβώς στιγμή που συμβαίνει σε πολιτικό επίπεδο, συμβαίνει και σε επίπεδο βιομηχανίας του θεάματος. Για την ακρίβεια το θέαμα είναι ως ένα βαθμό αδιαχώριστο από την πολιτική. Αν ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, στις ΗΠΑ η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα είναι το θέαμα. Ελάτε να καταναλώσετε ανθρωποκυνηγητά, FBI agents, εντοπισμό τρομοκρατών με φωτογραφίες, πιστολίδια. Μας ξέρεις καλά, εμείς είμαστε οι ήρωές σου, τις δικές μας ιστορίες σου δείχνουμε μια ζωή. Στη γλώσσα μας. Στις πόλεις μας. Που έχουν γίνει έτσι και δικές σου. Και που τώρα χτυπήθηκαν. Και που σε παγκόσμια μετάδοση τις κλείνουμε κι ολόκληρες προκειμένου να βρούμε τον έναν που κυνηγάμε. Οι κάτοικοι της Βοστώνης να κάτσουν μέσα για να δουν κι αυτοί το θέαμα από τα σπίτια τους.
Έτσι, σε μια εποχή που η Ελλάδα μετατρέπεται σε αποικία της Γερμανίας, τα γεγονότα της Βοστώνης μας υπενθυμίζουν τη διαφορά μεταξύ αποικίας και επαρχίας. Πρόκειται για διαφορά που υπάρχει μόνο στο μυαλό, αλλά αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Οι Γερμανοί δεν ενδιαφέρονται να κερδίσουν την καρδιά σου. Ενδιαφέρονται να επιβάλλουν το δικό τους δια της ισχύος. Αν σου αρέσει το δικό τους, δεν τους πολυαπασχολεί. Ενώ η Αμερική θέλει να αρέσει. Ακόμα και όταν διεξάγει παράνομους πολέμους, δημοκρατία πουλάει, φρίντομ πουλάει, όχι τιμωρία και εξαγνισμό. Ο κακός τους προσωποποιείται, είναι σαν τον κακό στα κόμιξ, είναι ο Σαντάμ και ο Λάντεν, δεν είναι κάποιο συλλογικό μοντέλο κοινωνίας που απέτυχε. Ακόμη κι όταν ισοπεδώνουν λαούς, φροντίζουν να μην τους ενοχοποιούν. Σε επίπεδο διακηρύξεων, οι λαοί απελευθερώνονται από τους τυράννους τους, δεν καλούνται να πληρώσουν τον λογαριασμό.
Κι ίσως η τρέχουσα εκδοχή του ευρωζωνικού καπιταλισμού χαρακτηρίζεται από την μετατροπή του αμερικάνικου ονείρου σε γερμανικό εφιάλτη. Το αμερικάνικο όνειρο στοχεύει σε σένα προσωπικά. Εσύ, ο κανένας, μπορείς να κατακτήσεις τον κόσμο, γιατί εδώ είμαστε λεύτερη κοινωνία, μια κοινωνία ίσων ευκαιριών και δυνατότητας απόκτησης αμέτρητου πλούτου και δόξας. Όταν το όνειρο γίνεται εφιάλτης, δεν απευθυνόμαστε πλέον σε σένα, απευθυνόμαστε στην ίδια την κοινωνία που έχει νοσήσει και πρέπει να θεραπευθεί, ώστε μέσα από μια επώδυνη πορεία θυσιών, να μπορέσει να καταστεί οικονομικά ανταγωνιστική. Με σένα, τον κανένα, δεν συνομιλούμε. Μπορείς αν θες να βλέπεις αμερικάνικες ταινίες και σίριαλ για να ξεχνιέσαι. Ως Γερμανία, αυτό δεν μας απασχολεί. 
(Kείμενο γραμμένο για το Unfollow)

Τρίτη, Μαΐου 14, 2013

Ακτινοβολώντας



«Παρακαλώ όλους τους Έλληνες επαγγελματίες, την τοπική Αυτοδιοίκηση, κάθε Έλληνα, να βοηθήσουν για το καλό της πατρίδας, ώστε να ακτινοβολήσουμε σε όλους τους ξένους τον καλύτερο εαυτό μας. Να αναγνωριστεί η Ελλάδα ως ομορφιά, ποιότητα, πολιτισμός, ευγένεια, φιλοξενία»
Aντώνης Σαμαράς, Πρωθυπουργός

Κυριακή, Μαΐου 12, 2013

Ως και ημείς αφίεμεν τοις μεγαλοφειλέταις ημών

Διότι το να σιωπήσουν σημαίνει ότι το αυτί τους δεν ιδρώνει μόνο με τον ολιγάρχη Δημήτρη Μελισσανίδη, ο οποίος εκτός από τα 10.107.161,33 ευρώ που χρωστάει με την εταιρεία Πετρέλαια Αιγαίου, οφείλει ακόμα 7.134.142,84 με την εταιρεία ΑΙΓΑΙΟΝ ΟΙΛ. Σημαίνει ότι το αυτί της πολιτικής ηγεσίας -συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης- και της δικαιοσύνης ιδρώνει και με την οικογένεια Βαρδινογιάννη (εταιρεία VARNIMA CORPORATION INTERNATIONAL SA και χρέος 6.609.248,34), την οικογένεια Χανδρή (εταιρεία FANTASY CRUISES ΑΝΩΝΥΜΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ και χρέος 10.698.170,93), τον εκδότη-δημοσιογράφο Δημήτρη Ρίζο (εταιρεία ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΕΤΥΠΟΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ και χρέος 2.306.464,62), τον  εκδότη-δημοσιογράφο Γιώργο Τράγκα (εταιρεία ΚΡΑΣ-ΕΚΔΟΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ και χρέος 2.088.413,16), τον εκδότη-δημοσιογράφο Γιώργο Κουρή (εταιρεία ΠΡΕΣ ΕΛΛΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ και χρέος 1.527.687,22), την εφημερίδα Μακεδονία (εταιρεία ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ ΑΕ και χρέος 3.261.204,43).
(Περί μεγαλοφειλετών και άλλων δαιμονίων, στο σάιτ του Unfollow, και κυρίως στο ίδιο το περιοδικό, που κυκλοφορεί σε περίπτερα, μπαρ κι όπου αλλού το πάρτι συνεχίζεται)

Σάββατο, Μαΐου 11, 2013

H Aκολουθόγατα

Περπατάμε στη γειτονιά με τον μικρό. Είναι καλή γειτονιά, ταξικά προστατευμένη από τοξικούς μετανάστες. Μπορούμε άρα να κάνουμε βόλτα ανάμεσα σε Έλληνες σαν εμάς, χωρίς το φόβο πως θα μας πειράξει κανείς. Παρατηρούμε μια ασπρόμαυρη γάτα που έχει φαγούρα και τρίβεται σε κολώνες και τοίχους. Κάνουμε να φύγουμε αλλά μας παίρνει από πίσω. Του ζητώ να της βρει ένα όνομα. Την βαφτίζει «Ακολουθόγατα» κι αυτή συνεχίζει να μας ακολουθεί. Αρχίζω να του λέω πως έρχεται σπίτι μαζί μας. Η ακολουθόγατα παίρνει θάρρος και προπορεύεται, ξεπερνώντας τρόπον τινά και την ίδια της την ονοματοδοσία. Όταν με μια κίνηση ντίβας την κάνει για έναν κήπο, στέκομαστε και την κοιτάμε, περιμένοντας μήπως και επανέλθει. Εκείνη φεύγει μακριά. Νιώθω μια υποψία τσιμπήματος στην καρδιά. Έτσι είμαι εγώ: δεν σταματώ να με εκπλήσσω. Να έπεσα θύμα του ίδιου μου του στόρι τέλινγκ; Να έχει τόσο δύναμη και η παραμικρή αφήγηση; Να είναι αυτό το προαιώνιο μυστικό των ιστοριών; Ότι μας βάζουν ακαριαία σε ένα παράλληλο σύμπαν, όπου αφενός αναστέλλεται η δυσπιστία και αφετέρου το τέλος θέλουμε να είναι καλό; Ή μήπως δεν έχει να κάνει με τη δύναμη της ιστορίας, αλλά με ότι είμαστε έτσι φτιαγμένοι, που δεν δεχόμαστε να μας εγκαταλείπει κανένας -ακόμη και μια αδέσποτη γάτα-, που η ιδέα πως κάποιος είναι ανεξάρτητος και αυτάρκης μάς ακυρώνει;

Όπως και να ΄χει, προχωράμε. Καθόμαστε σε ένα παγκάκι, κυρίαρχοι στον τόπο μας. Στην ηλικία του ζούσα στην Κυψέλη. Σ' εκείνη την παλιά καλή Κυψέλη, την βγαλμένη από ποίημα. Στην Πλατεία Κυψέλης είχε και συντριβάνι. Κι ένα περίπτερο όπου έπαιρνα γλειφιτζούρια «Κότζακ». Έκτοτε μεγάλωσα, είδα καλάθια του Γκάλη στον Πανελλήνιο, παραστάσεις του Βογιατζή στην Κυκλάδων, μπήκα στα -όλος ο κόσμος είναι μια γειτονιά- σόσιαλ μίντια, έγινα τμήμα της κουλτούρας τους, έπεσα στο τριπάκι της υστερίας τους, απέκτησα κι ένα γιο και κάθομαι τώρα μαζί του σε ένα παγκάκι καλής συνοικίας. Εγώ δεν τον φωνάζω με το υποκοριστικό του, αλλά οι συμμαθητές του στο προνήπιο, ναι: Άκης. Ό,τι κι αν λέει ο Ρωμαίος στην Ιουλιέτα για το όνομα του ρόδου, όπως κι αν μυρίζει το ρόδο, τα ονόματα παίζουν ρόλο αν μη τι άλλο συνειρμικό.

Σκέφτομαι λοιπόν πως του κάθε μεγάλου Άκη έχει προηγηθεί ο εαυτός του ως παιδί, πως κανείς Άκης δεν ξεκινά τη διαδρομή του με κακές προθέσεις, πως η αλλαγή του κάθε Άκη είναι μια μακρά διαδικασία τριβής με τη ζωή και την κοινωνική πραγματικότητα. Σκέφτομαι επίσης πως κάθε μεγάλος Άκης έχει δυο ηθικά στάτους: το στάτους όπου απολαμβάνει το λάιφ στάιλ των μιζών και το στάτους της φυλάκισης. Δεν είναι παραδοξολογία αν πούμε πως ο κάθε Άκης με τη σύλληψή του δικαιώνεται: στη ζυγαριά του δικαίου και του αδίκου, από εκεί που ήταν ο άδικος, γίνεται τώρα ο αδικημένος, όχι ακριβώς ως εξιλαστήριο θύμα, αλλά ως κάποιος που πληρώνει, ενώ τόσοι άλλοι δεν πλήρωσαν ποτέ. Έτσι ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί όταν όλα τελειώνουν, ελάχιστοι είναι εκείνοι που παίρνουν την ευκαιρία να πουν, ναι, έκανα όσα με κατηγορείτε, ναι, έφταιξα. Γιατί σπανίζει τόσο η αξιοπρέπεια της παραδοχής; Δεν μπορούν να το δουν λυτρωτικά, πως το ψέμμα τους πια αποκαλύφθηκε, πως πια για αυτό που είναι ένοχοι θα τιμωρηθούν, πως άρα πια ηθικά παύουν να χρωστάνε;

Μου ζητά να τον πάρω αγκαλιά. Με έκπληξη βλέπω τον ήλιο να χρυσίζει ένα μικρό του δάκρυ, που έχει σταθεί κάτω από το μάτι. Τον ρωτάω τι έπαθε. «Τίποτα, καμιά φορά ο ήλιος μου βάζει δάκρυα στα μάτια». Θέλει να γυρίσουμε σπίτι. Εκεί λέει στη μαμά του πως έχει λερωθεί και θέλει να αλλάξει. Δεν είχε λερωθεί στην πραγματικότητα. Έτσι νόμιζε όμως. Και το δάκρυ ήταν δάκρυ ενοχής και πληγωμένης αξιοπρέπειας. Δεν θέλω να υμνήσω κάθε είδους ενοχή, κάθε άλλο. Απλά αναρωτιέμαι γιατί μεγαλώνοντας το δάκρυ γίνεται τόσο πιο επιλεκτικό, αν δηλαδή δακρύζουμε τόσο πιο δύσκολα επειδή βρίσκουμε τρόπο να δικαιολογούμε την κάθε μας πράξη, επειδή σχετικοποιούμε τόσο υπέρμετρα το πότε φερόμαστε με αξιοπρέπεια και πότε όχι, το πότε είμαστε ένοχοι και πότε όχι.
(Κείμενο γραμμένο για την Ελευθεροτυπία)

Πέμπτη, Μαΐου 09, 2013

Ο καθένας μόνος του

Πηγαίνουμε με τα χίλια όσο δεξιότερα γίνεται. Η έλλειψη αντίδρασης, ή έστω η σάρωση αυτής της αντίδρασης, όταν και όπου εκδηλώθηκε, δια της αστυνομικής καταστολής, τους κάνει να συνεχίζουν να προωθούν τις θέσεις τους ολοένα και πιο ΄κει. Έχουμε και λέμε λοιπόν. Οι καθηγητές σκέφτονται να πάνε σε απεργία στις πανελλαδικές. Ο ΣΥΡΙΖΑ με τη σειρά του σκέφτεται τι θέση θα πάρει. Βλέπει ότι η λατρεμένη κοινή γνώμη, ο πολυφίλητος ελληνικός λαός, δε θέλει απεργίες. Όχι στην ομηρεία των παιδιών μας. Για αυτό κωλυσιεργεί. 
Ανακεφαλαιώνουμε. Ένας κλάδος σκέφτεται να απεργήσει. Η κυβέρνηση διευκρινίζει δια των επίσημων φερεφώνων της, πως την στιγμή που θα ανακοινωθεί η απεργία μέσα στις πανελλαδικές, την επόμενη έχει επιστρατεύσει τα καθηγητάκια. Η αξιωματική αντιπολίτευση σε όλο αυτό ψάχνεται, γιατί δεν θέλει να νομίσει ο κόσμος πως πάει κόντρα στα θέλω του. Παρά ταύτα η ΝΔ χαρακτηρίζει το ενδεχόμενο υποστήριξης μιας απεργίας ως και ευθεία και ανεύθυνη και αδίστακτη -ναι, και αδίστακτη- ενέργεια κατά του κοινωνικού συνόλου. Και να και η μαγική λέξη ακρότητα. Να το πάλι το άκρο. Μέσα Μαίου του 2013 ακρότητα χαρακτηρίζεται όχι η άμεση επιστράτευση, αλλά το ενδεχόμενο υποστήριξης μιας απεργίας, ακρότητα χαρακτηρίζεται η υποστήριξη ενός συνταγματικού δικαιώματος και όχι η de facto εξαϋλωσή του.
Δεν χρειάστηκε να τελειώσει και τις απεργίες η συγκυβέρνηση. Τις τελείωσε πρώτος ο αγανακτισμένος ελληνικός λαός. Δεν χρειάστηκε η επιστράτευση της αγανάκτησής του. Την είχε από μόνος του. Ναι, αυτή του η αγανάκτηση κρατά ακόμα. Κανένας γαμημένος κλάδος να μην πάρει τίποτα. Όλοι μαζί κάτω και πιο κάτω και πιο κάτω. Αυτό είναι το μόνο «όλοι μαζί» που μας έμεινε. Γιατί κατά τ' άλλα ο καθένας μόνος του, ο καθένας όμηρος της ολοκληρωτικής του παράδοσης στο ταξίδι προς το εργασιακό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτειακό προς τα πίσω.

Τετάρτη, Μαΐου 08, 2013

Ο Γκάλης πάνω απ' τα παγκάκια

Ο μεγάλος αθλητής είναι αντικειμενικό μέγεθος - ο μεγάλος καλλιτέχνης υποκειμενικό· με στοιχεία αντικειμενικότητας όμως που περιπλέκουν κάπως την εικόνα· την περιπλέκουν αλλά δεν αναιρούν ότι τελικά ο καθένας μπορεί να πει πως δεν θεωρεί τη Δημουλά μεγάλη ποιήτρια· ενώ κανένας δεν μπορεί να πει, χωρίς να γίνει αυτομάτως γραφικός, πως δεν θεωρεί το Γκάλη μεγάλο μπασκετμπολίστα. 
Τι είναι αυτό που μας ενοχλεί τόσο λοιπόν όταν ακούμε κατεδαφιστικά σχόλια για καλλιτέχνες που αγαπάμε; Ίσως το ότι νιώθουμε πως κατεδαφίζονται μαζί και τα δικά μας αισθητικά κριτήρια, πως κάποιος γελάει με τη δική μας συναισθηματική επένδυση, ίσως δεν υπάρχει τίποτα πιο προσβλητικό από το να μιλούν απαξιωτικά για μια ταινία, ένα τραγούδι, ένα βιβλίο, ένα ποίημα που αγάπησες. 
Εντελώς ανώριμη στάση; Προφανώς. Αλλά αν δεν πάρεις προσωπικά αυτό, τότε τι θα πάρεις προσωπικά; Τι μπορεί να είναι πιο προσωπικό από αυτό που ελκύει εσένα, υποκειμενικά; Θες να πεις ότι ο Γκάλης δεν έπαιζε άμυνα και ότι έβαζε 40 πόντους σε εποχές που το μπάσκετ ήταν απλούστερο και οι άμυνες χαλαρότερες; Πες το. Ο Γκάλης Γκάλης θα είναι ό,τι κι αν πεις. Κανείς δεν μπορεί να σε προσβάλλει προσβάλλοντας τον Γκάλη. Το δέος που νιώθεις είναι ασφαλές, θωρακισμένο με αντικειμενικότητα. Οπότε γιατί νιώθεις τόσο ανασφαλής όταν γράφουν πως η Δημουλά είναι μέτρια, υπερτιμημένη ή οτιδήποτε τέτοιο;
Νιώθεις ανασφαλής γιατί έχεις περάσει απείρως περισσότερες ώρες στη ζωή σου βλέποντας μπάσκετ παρά διαβάζοντας ποίηση. Νιώθεις πειραγμένος γιατί είσαι εκτεθειμένος: σου έχουν αρκέσει λιγοστά της ποιήματα για να ξέρεις ότι έχει κάτι να σου πει. Και θες να έχει να πει σε όλους. Έτσι είναι το σωστό. Αφού σου αρέσει. Τώρα λοιπόν που τη θάβουν κάνεις προβολές λέγοντας πως από όσους τη θάβουν οι περισσότεροι θα την έχουν διαβάσει ελάχιστα.
Ενώ πιο ελάχιστα από εσένα είναι περίπου αδύνατο. Αρκείσαι γενικότερα στη ζωή σου σε λιγοστά ποιήματα. Προτιμάς να αποφαίνεσαι ακαριαία για το αν σου αρέσει ή όχι ο τρόπος που γράφει ένας ποιητής ή ένας μπλόγκερ. Έκτοτε μπορεί και να μην τον ξαναεπισκεφτείς ποτέ. Δεν τους έχεις ανάγκη. Επιστρέφεις στο δικό σου πνεύμα. Δεν έχει ανάγκη τα πολλά πολλά. Καλά είσαι εδώ που είσαι. Μέσα σε ένα πνεύμα αυτόφωτο, αυτιστικό, ασφυκτικό. Είναι πολυτέλεια να το κουράζεις μέσα στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μέσα στις πολλές κινήσεις κι ομιλίες άλλων γραφιάδων.
Πόσο τεράστιος μπασκετμπολίστας ήταν ο Νίκος Γκάλης· αυτόν τουλάχιστον δεν τον στέρησα από τους ορίζοντές μου, αυτόν τουλάχιστον τον έβλεπα χρόνια ατέλειωτα να κάνει αυτό που έκανε με τη βαρύτητα, τη μπάλα, το καλάθι και τον προσωπικό του αντίπαλο.
Ο Νίκος Γκάλης είναι ένας από τους απειροελάχιστους αληθινά μεταφυσικούς αθλητές. 

Τρίτη, Μαΐου 07, 2013

Κακολογώντας

Η Μάγκι κι η Μίλι κι η Μόλι κι η Μέι πήγαν μια μέρα να καθίσουν στα παγκάκια της Κυψέλης. Στο ένα κάθονταν μετανάστες, στο άλλο ποιήτριες, στο τρίτο σοσιαλμιντιάδες, το τέταρτο ήταν κενό. Στριμώχτηκαν λοιπόν σε αυτό η μία δίπλα στην άλλη κι άρχισαν να κακολογούν· η Μάγκι τα έβαλε με τους μετανάστες, η Μίλι με τις ποιήτριες, η Μόλι με τους σοσιαλμιντιάδες, η Μέι με τον εαυτό της.
 Η Μάγκι τους εξήγησε ότι εκεί μένει, δεν μένει σε τίποτα βόρεια και νότια προάστια όπως οι υπόλοιπες, πως δεν είναι -προς θεού- ρατσίστρια, απλά κι αυτή κάπου να ξεκουράζει τον κώλο της δημοσίως θέλει και πως υπάρχει αντικειμενικό πρόβλημα έλλειψης παγκακίων. 
Η Μίλι τους εξήγησε ότι μέσα στην ποίηση μένει, ότι εκεί είναι το αληθινό της σπίτι, ότι αν κάτι ξέρει είναι να ξεχωρίζει τους αληθινούς ποιητές από τις κούφιες ποιήτριες, αρχίζοντας να απαριθμεί με μια ανεξήγητα άγρια χαρά τους λόγους για τους οποίους οι ποιήτριες του δεύτερου παγκακιού είναι κούφιες. 
Η Μόλι, με τα μάτια στο σμαρτ φον της, τους εξήγησε ότι μέσα στα σόσιαλ μίντια μένει, πως εκεί κάθε μέρα υπάρχει κι ένα καινούριο τόπικ, ένα καινούριο τρεντ, πως το υπόγειο θέμα είναι ένα και μόνιμο αλλά με καινούρια κάθε μέρα αφορμή, πως σήμερα δέρνουμε όλοι μαζί Δημουλά, αύριο θα δείρουμε όλοι μαζί κάτι άλλο, καταλήγοντας με τον αφορισμό «Τόσο πολλή επαναστατικότητα, τόσο καθόλου επανάσταση». 
Η Μέι τους εξήγησε πως είναι ανέξοδος όλος αυτός ο καταγγελτικός λόγος, πως πρέπει να σταματήσουν να κατηγορούν τα υπόλοιπα παγκάκια, πως το ισχυρότερο τριπάκι είναι η αυτοκριτική, τους εξήγησε ότι αυτή εκεί μένει, στην αυτομομφή, και άρχισε έτσι να αμφισβητεί την ίδια την Μέι -που το όνομά της σήμαινε «Μπορώ» και όχι «Μάης»- αναρωτώμενη αν όντως έχει μπορέσει κάτι στη ζωή της και αν, στην περίπτωση που δεν το έχει μπορέσει ως τώρα, θα το μπορέσει σε αυτόν ή σε κάποιον μελλοντικό Μάη. 
Η Μάγκι κι η Μίλι κι η Μόλι κι η Μέι σηκώθηκαν από το παγκάκι τους και άρχισαν να ψάχνουν στην Κυψέλη για θάλασσα, μήπως βρουν εκεί τον αληθινό εαυτό τους· ή έστω για κάποιο συντριβάνι, μήπως βρουν εκεί ένα αστικό του υποκατάστατο. 

Σάββατο, Μαΐου 04, 2013

Κρυφτό

Έλα να μετρηθούμε, ελα να συγκρίνουμε εαυτούς, τον παλιότερο και τον τρέχοντα, έλα να συγκρίνουμε απορίες, το «Πώς γίνεται να ζεις χωρίς Θεό;» και το «Πώς γίνεται να ζεις με Θεό;». Έλα να χρησιμοποιήσουμε μια ατάκα από μια αγαπημένη ταινία όλων σου των εαυτών: As time went on we saw less and less of Teddy and Vern until eventually they became just two more faces in the halls. That happens sometimes. Friends come in and out of your life like busboys in a restaurant. Έλα δηλαδή να αναρωτηθούμε αν αυτό που ισχύει για τους φίλους, μπορεί να ισχύσει και για τον Θεό: να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται από τη ζωή σου σαν να μην τρέχει τίποτα, σαν να ήταν ένας ακόμα γνωστός, σαν να είναι νορμάλ χθες να ήταν παρών και σήμερα απών. Ο μόνος τρόπος για να γίνεται αυτό είναι αν ο Θεός δεν μπορεί ποτέ και σε καμία συνθήκη, ακόμη και του πιο αφιερωμένου ερημίτη, να είναι πανταχού παρών, όπως αντίστροφα αν δεν μπορεί ποτέ και σε καμία συνθήκη, ακόμη και του πιο συνειδητοποιημένα άθεου, να είναι πανταχού απών. Ο μόνος τρόπος για να γίνεται αυτό είναι αν με τον Θεό παίζουμε όλοι μας κρυφτό. Άλλοτε τα φυλάμε εμείς και ψάχνουμε να τον βρούμε. Άλλοτε τα φυλάει εκείνος και ψάχνει να μας βρει. Πέντε - Δέκα - Δέκα πέντε - Βγαίνεις. Ο Θεός είναι πάντα κάπου εδώ και ποτέ ακριβώς εδώ. Υπάρχει και δεν υπάρχει ταυτοχρόνως. Χωρίς η ύπαρξή του να αναιρεί την ανυπαρξία του. Χωρίς η ανυπαρξία του να αναιρεί την ύπαρξή του. Το μεγάλο του κόλπο είναι πως όταν πέσεις στα γόνατα τσακισμένος, και τον επανεφεύρεις, και τον ανακαλέσεις, δεν θα γυρίσει να σου πει ούτε ότι τον θυμήθηκες αργά, ούτε ότι δεν υπάρχει. Δεν έχει τρόπο να διαψεύσει την ύπαρξή του: έτσι κερδίζει. Έτσι παραμένει stand by και stand by me και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Και στέκεται στο πλάι σου. Και μετά τον ξεχνάς ξανά. Και δεν τον νοιάζει. Γιατί δεν ξέρει κι ο ίδιος αν υπάρχει. Κι αφού δεν ξέρει ο ίδιος, πώς να το ξέρεις εσύ; Αλλά όταν πέφτεις τσακισμένος και τον επανεφευρίσκεις και τον ανακαλείς, κρύβεστε και οι δύο στην προσευχή σου, τα φυλάτε μαζί, προσποιείστε ότι υπάρχετε κι εσύ κι αυτός, και βγαίνετε να βρείτε ο ένας τον άλλον. 

Παρασκευή, Μαΐου 03, 2013

Το εκφυλιστικό έλεος της μνήμης

 
Ο συγγραφέας, ο μουσικός, ο κινηματογραφιστής, όλοι φτιάχνουν κάτι που υποτίθεται πως θα μπορούσε να μείνει. Ο σκηνοθέτης του θεάτρου πώς αντέχει να κάνει τέχνη τόσο θνησιγενή, τόσο έξω από την ματαιοδοξία της ανά πάσα στιγμή προσφυγής σε αυτήν, τόσο φτιαγμένη για να μη μείνει οπουδήποτε αλλού παρά μόνο στις μνήμες των θεατών; Ο σκηνοθέτης του θεάτρου ίσως πεθαίνει πολλές φορές πριν την τελευταία, ίσως πεθαίνει με την τελευταία παράσταση κάθε έργου που ανεβάζει.
Πεθαίνει ο συγγραφέας αλλά μπορείς πάντα να διαβάσεις τα βιβλία του. Πεθαίνει ο μουσικός αλλά μπορείς πάντα να ακούσεις τα τραγούδια του. Πεθαίνει ο κινηματογραφιστής αλλά μπορείς πάντα να δεις τις ταινίες του. Είναι εξαιρετικά σχετικό λοιπόν το ότι έχουν πεθάνει. Αντίθετα πότε πρωτοπέθανε ο Λευτέρης Βογιατζής; Πόσο σκανδαλώδης είναι ο θάνατος των θεατρικών παραστάσεων; Τα βιβλία, τα τραγούδια και τις ταινίες που αγαπάς μπορείς να τα επισκέπτεσαι όσο συχνά θέλεις. Οι παραστάσεις που αγάπησες μένουν στο έλεος της μνήμης, το οποίο είναι ανελέητα εκφυλιστικό: ναι, μπορεί ίσως να μένει μια γενική αίσθηση, ένα τελικό αποτύπωμα, ωστόσο η τέχνη δεν είναι ούτε αίσθηση ούτε αποτύπωμα, είναι πράγμα υποτίθεται σύνθετο, είναι κατασκεύασμα υποτίθεται ολοκληρωμένο· όλο αυτό λοιπόν συντρίμμια
Σε κάθε παράσταση που βλέπεις δεν πεθαίνει μόνο η ίδια και ο σκηνοθέτης της, πεθαίνεις κι εσύ ως θεατής της: η παράσταση θα αποκαλυφθεί μπροστά στα μάτια σου για μια και μόνη φορά και μετά το τέλος της παύει να αναπνέει, παύει να είναι αυτή κι εσύ, είσαι πλέον εσύ και η ανάμνησή της, εσύ και η σταδιακή λησμονητική αποσάρθρωσή της
Ιδωμένο αντίστροφα, αν κάθε θεατρική παράσταση παίζεται μπροστά σε θεατές που έχουν διάρκεια ζωής όσο και η ίδια, αν κάθε θεατρική παράσταση παίζεται μπροστά σε μέλλοντες νεκρούς, τότε κάθε άνθρωπος του θεάτρου μπορεί να προσπαθήσει να αντιπαρέλθει την αντιφατική ματαιότητα ενός έργου τέχνης προορισμένου να ξεχαστεί, με ένα περίσσευμα καλλιτεχνικής απόγνωσης, με μια επίγνωση δηλαδή πως εδώ, απόψε, σε αυτό εδώ το θέατρο, θα πεθάνουμε σε μια δυο ώρες όλοι μαζί -παράσταση, συντελεστές και θεατές-, οπότε ας τις ζήσουμε αυτές τις μια δυο ώρες όσο πιο τεντωμένα γίνεται, όσο πιο ακραία γίνεται, αφού, είτε μας αρέσει είτε όχι, συμβαίνει μεταξύ ημών πάνω στη σκηνή και υμών κάτω από τη σκηνή κάτι αληθινά ανεπανάληπτο.   

Πέμπτη, Μαΐου 02, 2013

Για τη νομιμότητα

Δεν υπάρχει καμία γενική και αφηρημένη έννοια νομιμότητας, όπως τουλάχιστον την εννοούν. Η νομιμότητα όπως την εννοούν είναι η τυπολατρεία η ίδια και τελικά η υποκρισία η ίδια, το όχημα επιβολής εξουσίας με την τήρηση δύο μέτρων και δυο σταθμών. Οι δημόσιοι χώροι ανήκουν κατεξοχήν σε αυτούς που θέλουν να δώσουν συσσίτια.  Το να δίνεις συσσίτιο είναι πιο νόμιμο από όποια παραίσθηση μεγαλείου έχει ο Καμίνης. Ο δημόσιος χώρος δεν εκχωρήθηκε σε κανένα πρωθυπουργό, πολύ περισσότερο σε κανένα δήμαρχο. Ο δημόσιος χώρος παραμένει δημόσιος. Υπάρχουν περιορισμοί και κανόνες, σύμφωνοι, αλλά πάντως δεν τους εκλέγουμε για να πούνε αν δικαιούμαστε να βγούμε έξω και να μοιράσουμε φαγητό σε αυτούς που δεν έχουν. Τους εκλέγουμε για να υπερασπιστούν εκτός των άλλων και τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, και η δημοκρατία πλήττεται όχι από την «κατάληψη δημοσίου χώρου» για να δώσεις φαϊ στον Έλληνα, αλλά από την «κατάληψη δημοσίου χώρου» για να μη δώσεις φαϊ στον μη Έλληνα, από την κατάληψη δημοσίου χώρου για να δώσεις ένα ακόμη μήνυμα ρατσισμού και φυλετισμού.