Δευτέρα, Ιουλίου 30, 2012

Mικρές Αγροτικές

Στα σόσιαλ μίντια είμαστε όλοι μας μικρές Αγροτικές: πουλάμε σε μπλογκ, φέισμπουκ και τουίτερ το υγιές μας τμήμα.
Στις κοινωνικές μας συναναστροφές είμαστε όλοι μας μικρές Αγροτικές: πουλάμε σε γνωστούς, συγγενείς και εργοδότες το υγιές μας τμήμα.
Στις σχέσεις μας με τους κοντινούς μας ανθρώπους είμαστε όλοι μας μικρές Αγροτικές: πουλάμε στους φίλους και στην οικογένειά μας το υγιές μας τμήμα.
Στη σχέση μας με τον εαυτό μας είμαστε όλοι μας μικρές Αγροτικές: του πουλάμε στην αυτοκριτική και την αυτομομφή μας το υγιές μας τμήμα.
Όσο για την αληθινά κακή μας τράπεζα περιέρχεται απωθημένη και ανομολόγητη στην κυριότητα της αυτοαπόκρυψης.
Γιατί η πιο απατηλή από όλες τις περσόνες είναι αυτή που φοράμε για να ξεγελάσουμε εμάς τους ίδιους. Δεν έχει σημασία πόσο σκληρά κρίνεις τον εαυτό σου: πάντα θα τον κρίνεις υπό μια κολακευτικότερη της αληθινής οπτική γωνία, πάντα θα έχεις επιλέξει για σένα μια ερμηνεία με την οποία θα μπορείς να ζήσεις, μια ερμηνεία τις μομφές της οποίας, οσοδήποτε οξείες κι αν είναι, θα έχεις μάθει να διαχειρίζεσαι.
Το αληθινό τέρας μέσα μας παραμένει στη σκιά, στη σκιά που ρίχνουν οι ψυχικοί αντιπερισπασμοί.
Αντίστοιχα, ίσως, ισχύουν και για τον αληθινό άγγελο μέσα μας.
Δεν ξέρουμε τίποτα για τον εαυτό μας. Ζούμε παρανοώντας μας, πεθαίνουμε μέσα στο μεγαλύτερο μυστικό: στο τι πραγματικά υπήρξαμε.

Σάββατο, Ιουλίου 28, 2012

Summertime (and Unfollow is easy)

Unfollow Aυγούστου: κλέβει την παράσταση.
---
Προωθητικό βιντεάκι τίγκα στον σεξισμό εδώ.
---
Σχετικό - άσχετο: βρίσκω την ευκαιρία να αντιγράψω κι εδώ ό,τι απολαυστικότερο έχω διαβάσει τον τελευταίο καιρό. Ανήκει στον Αδάμ Γιαννίκο, που από το παρόν τεύχος προστέθηκε στη συντακτική ομάδα του περιοδικού. Εντζόι:

Περιμένω από νέα σεζόν Σταύρο Θεοδωράκη με Βούλα Παπαχρήστου.

[πλάνα από Αθήνα 2010, Λονδίνο 2012, riots, απονομές μεταλλίων, Χρυσή Αυγή, Γιουσέιν Μπολτ, Για την Ελλάδα ρε Γαμώτο est. 1992, Σαμαράς στη Βουλή και γκρο πλαν απογευματινό σούρουπο στις αψίδες του άδειου ΟΑΚΑ]


«Βούλα από το Παρασκευή;»

«Πώς ένιωσες;»
«140 χαρακτήρες ή ένα μετάλλιο;»
«Πόσο μακριά μπορεί να σε προσγειώσει ένα λάθος;» (λογοτέχνης)
«Μετάνιωσες;»
«Είσαι Χρυσή Αυγή;»
«Για την συνονόματή σου τι γνώμη έχεις; Θα έπαιρνε το μετάλλιο αν δεν έπεφτε η Αμερικάνα»
«Ψήφισες;»
«Τι μουσική ακούς; Χιπ-χοπ;»
[intermission]
[περπάτημα στο άδειο ΟΑΚΑ]
«Θα το ξανάγραφες;»
«Τι σε πλήγωσε στους φολοουερς;»
«Είσαι ρατσίστρια;»
«Πως τον βλέπεις τον Κασιδιάρη σαν δημόσιο άντρα;»
«Θα τα φτιαχνες με μαύρο;»
«Υπάρχει καλύτερη Ελλάδα;»
«Θα έφερνες μετάλλιο;»
«Δεκαπεντέμισι μέτρα παγκόσμιο ρεκόρ κρατάει ακόμα, το 'χεις;» (άσχετος)
«Τον τελευταίο καιρό όλη η Ελλάδα ασχολείται με τον Πιου...» (στους Πρωταγωνιστές αυτό είναι ερώτηση)
«Έχει εγέρθητι στο τριπλούν;»
«Έχεις κάνει ναρκωτικά;»
«Αναβολικά όχι» (ερώτηση)
«Κλαις;»
«Ο φίλος σου;»
«Και τώρα; Βραζιλία.» (επίσης ερώτηση)
«Θα ασχοληθείς με την πολιτική;»
«Αν σου έλεγε ο Μιχαλολιάκος Βούλα σε θέλω, εσύ θα πήγαινες;»
«Λεμπέντεβα ή Ετόν;» (άτσα προετοιμασμένος)
«Εχεις ταξιδέψει στην Αφρική;»
«Στην Αφρική θα πάω με τους Μασάι που ελληνικά κανείς τους δε μιλάει να συμφωνούν την ώρα που θα λέω πως άμα σε σκοτώσω δε θα φταίω. Το 'χεις χορέψει;» (τους στίχους συλλαβιστά από χαρτί για ξεκάρφωμα)
«Βγαίνεις με φίλους;»
«Σχέδια για το μέλλον;»
«Θα πας Λονδίνο ποτέ;»
«Τα λέμε. Γεια.»
[Calexico, όλοι MEGA, καληνύχτα]

---
Λίγο κρασί, λίγη θάλασσα και το

Πέμπτη, Ιουλίου 26, 2012

Δύο Βούλες και μια Φανή μετά

1992: τότε που μπορούσες ακόμη να δακρύζεις και να συνταράσσεσαι με έναν αθλητή στίβου. Ό,τι κι αν είχε ή δεν είχε κάνει ο ίδιος, η εποχή επέτρεπε ακόμη τη συγκίνηση. Ακόμη και αν δεν ήταν πιο καθαρός ο κλασικός αθλητισμός τότε, ακόμη και πιο βρώμικος αν ήταν, δεν είχε προλάβει να λερωθεί τόσο η αντίληψη που είχες για αυτόν. Το γαλανόλευκο αυτής της σημαίας ήταν σκέτα όμορφο.
 
1999: ήσουν στο ενδιάμεσο. Να εμφανίζονται τόσοι Έλληνες και Ελληνίδες πρωταθλητές ως κομήτες και να πετυχαίνουν από το πουθενά αποδόσεις που ως τότε ούτε ονειρεύονταν, μύριζε υπερβολικά. Τη συγκίνηση για τη Βούλα Πατουλίδου ακολούθησε η αμφιθυμία για τη Βούλα Τσιαμήτα. Την αμφιθυμία για τη Βούλα Τσιαμήτα ακολούθησαν τα καθαρά αρνητικά συναισθήματα για τη Φανή Χαλκιά.
2004: Όχι, δεν υπήρχε τίποτα το ωραίο στον καλπασμό της στο ΟΑΚΑ. Για την ακρίβεια προσπαθούσες εναγωνίως να το εντοπίσεις: ότι ας πούμε πρέπει να είχε και χαρακτήρα μη δειλό, ότι θα μπορούσε να είχε κολλήσει ψυχικά και δεν κόλλησε; Δεν αρκούσε. Το 2004 η Χαλκιά μπορούσε να μιλά για το DNA του Έλληνα, ένα DNA που μύριζε φάρμακο και ντόπα. Το πρόβλημα δεν ήταν βέβαια πως ήρθαν οι απατεώνες Έλληνες και χάλασαν το όμορφο πεδίο του κλασικού αθλητισμού. Με τους κανόνες του έπαιξαν και απλά βρέθηκαν να είναι πιο ικανοί. Στον παγκόσμιο ανταγωνισμό της ντόπας,  το ηρωικό δίδυμο Χρήστου Τζέκου - Χρήστου Ιακώβου βρέθηκε όχι απλά να επιπλέει, αλλά να θριαμβεύει. Κι ενώ τα αθλήματα με μπάλα εξακολουθούν να καταφέρνουν να σε παραμυθιάζουν και να σε συνεγείρουν, ο στίβος αποφάσισε εθελουσίως να πεθάνει, αποφάσισε ότι η υπέρβαση των επιδόσεων και τα ρεκόρ είναι προτιμότερα από την αξιοπιστία του. Ίσως το αποφάσισαν για αυτόν οι χορηγοί του, οι αντίντας και οι νάικ, ίσως οι επιτελείς του παγκόσμιου στίβου αποφάσισαν πως όσο δηλητήριο κι αν χυθεί στη ψυχή των θεατών, θα είναι πάντα αρκετοί αυτοί που παρακολουθούν, ξέροντας ίσως πως απλά βλέπουν κάτι σαν φρικ σόου, κάτι σαν διαγωνισμό μεταλλαγμένων, κάτι που το αθλητικό με το χημικό κατόρθωμα αναμιγνύονται σε βαθμό συναίρεσης. Το γαλανόλευκο της σημαίας που κρατούσε η Χαλκιά ήταν το γαλανόλευκο των ούρων που έμειναν για πάντα στις ουρήθρες του Κεντέρη και της Θάνου, των ατυχημάτων με την μοτοσικλέτα, του Νικήτα Κακλαμάνη να διαβεβαιώνει από το νοσοκομείο πως το ατύχημα είναι σοβαρό, του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου να παίρνει δακρύβρεχτες συνεντεύξεις, του Σωκράτη Γκιόλια να είναι ο ενδιάμεσος επικοινωνιακός σύνδεσμος, του υπερήφανου ελληνικού λαού, που είχε χρυσοπληρώσει τα εισιτήρια μήνες πριν για να δει τον Κεντέρη να κάνει παγκόσμιο ρεκόρ, να γιουχάρει τους αραπάδες που έτρεχαν στον τελικό των 200 μέτρων. Το γαλανόλευκο αυτής της σημαίας ήταν ένα γαλανόλευκο μιας Ελλάδας πριν τα Τρωκτικά μπλογκσπότ, μιας Ελλάδας Θέμου και Μάκη, μιας Ελλάδας με σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης, μιας Ελλάδας με Άκη και Μαντέλη υπουργούς, μιας Ελλάδας στην οποία η Χρυσή Αυγή δεν υπήρχε εκλογικά αλλά ψιλοεπωαζόταν στις συνειδήσεις. Μια ψιλοεπώαση που ποτέ ίσως δεν θα έβγαζε αυγό, αν δεν ξεσπούσε η κρίση και αν η Ελλάδα δεν γινόταν λόγω (άτυχων γεωγραφικών αλλά και νομικά κακώς υπογεγραμμένων) συνθηκών, κάτι σαν ευρωπαϊκό κέντρο παραμονής μεταναστών. Άλλωστε το 2004 οι μετανάστες χρειάζονταν ακόμη για να χτίσουν την Ολυμπιακή Ελλάδα σε τιμές συμφέρουσες και με τα εργατικά ατυχήματα μέσα στο αναπτυξιακό παιχνίδι.
2012: Αν το 92 συγκινούσουν, το 99 ήσουν αμφίθυμος και το 2004 στραβωμένος, το 2012 το ντόπινγκ πλέον δεν αποτελεί θέμα. Απλά δεν ασχολείσαι πια, απλά αγνοούσες πχ την ύπαρξη της Βούλας Παπαχρήστου ως χθες, απλά λυπάσαι και μόνο στο άκουσμα ότι ο πρωταθλητής του ύψους Δημήτρης Χονδροκούκης πιάστηκε ντοπέ και πως αμφισβητεί το τι συνέβη κλπ. Οι αθλητές ήταν πάντα εκείνοι που έφταιγαν λιγότερο, η μεγάλη πλειοψηφία τους θα ξεχώριζε ακόμα και αν οι αγώνες γίνονταν χωρίς αναβολικά μεταξύ όλων κλπ. Οι κομήτες εξαιρούνται, η Φανή Χαλκιά και η Βούλα Τσιαμήτα π.χ. μάλλον μόνο με τη ντόπα θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν. Εξαιρούνται επίσης στη δική μου συνείδηση αθλητές σαν τον Περικλή Ιακωβάκη που κάνει καμιά δεκαριά χρόνια τώρα στάνταρ τις ίδιες λίγο πολύ επιδόσεις, χωρίς μεταπτώσεις και χωρίς χρονιές που εξαφανίζεται για να ανασάνει ο οργανισμός του από την υπερντόπα της προηγούμενης. Όλα αυτά βέβαια δεν είναι παρά υποκειμενικές εκτιμήσεις ενός άσχετου, το ομολογώ. Ίσως η Χαλκιά και η Τσιαμήτα υπήρξαν αθλητικά θαύματα. Εν πάση περιπτώσει, το κακό με το τουίτερ είναι πως δεν είναι σαν την πορτοκαλάδα: ισχυρίζεσαι σαν τον Σαμπάνη ότι κάτι έριξαν στην πορτοκαλάδα σου, κλαις και ορκίζεσαι στα παιδιά σου, κάτι κάνεις. Στο τουίτερ σου τι να πεις ότι έριξαν; Όλα τα αστεία, όλα τα ανέκδοτα, όλες οι κρυάδες, λέγονται σε ένα κόντεξτ. Και το κόντεξτ είναι καθοριστικό στο πώς θα τα κρίνουμε. Σκέτο το ανέκδοτο της Παπαχρήστου δεν με ενοχλεί καθόλου. Άντε καταχρηστικά να με ενοχλεί λίγο. Είμαι φανατικός υποστηρικτής της ασυδοσίας των ανεκδότων, της απόλυτης ελευθεριότητας των κρυάδων. Το ανέκδοτο της Παπαχρήστου ως χρυσαυγίτισσας είναι άλλης τάξης ζήτημα. Εκεί η κρυάδα δεν είναι σκέτη κρυάδα, εκεί η κρυάδα είναι συγκεκαλυμμένος ρατσισμός.
Ίσως όμως. Όχι σίγουρα. Εκείνο που με κεντρίζει περισσότερο είναι πως ίσως το ανέκδοτο να ήταν από τα πιο αθώα της τουίτ. Το πιο άκακο. Ίσως ακόμη και να μην είναι ρατσίστρια. Ίσως να είναι χρυσαυγίτισσα έτσι γενικά. Δεν το λέω ειρωνικά. Λέω ευθέως ότι θεωρώ σιχαμένη όποια γυναίκα υμνεί τον Κασιδιάρη. Και άντρα βέβαια, αλλά ο άντρας ας πούμε πως ευνοείται από τη νομιμοποίηση της αποκτήνωσης, ας πούμε πως αυτός, αν δεχθούμε ότι δεν τρέχει τίποτα να βαράμε γυναίκες, θα βρεθεί από πάνω. Γυναίκα όμως που νομιμοποιεί το χτύπημα γυναικών είναι διαστροφή που με ξεπερνά. Η Παπαχρήστου αναπαράγει στο τουίτερ της φωτογραφίες περιστρόφων και ένα σωρό χρυσαυγίτικα τουίτς. Πώς να την υπερασπιστείς; Δεν σου βγαίνει. Αλλά φοβάμαι πως ακόμα περισσότερο δεν μου βγαίνει ο τρόπος που αποκλείστηκε και ο λόγος για τον οποίο επισήμως αποκλείστηκε. «Η αισιοδοξία είναι το όπιο των λαών. Η υγιής ατμόσφαιρα μυρίζει ηλιθιότητα. Ζήτω ο Τρότσκι». Πόσοι χαρακτήρες είναι αυτοί; Πάνω από 140; Είναι η μοιραία φράση στο «Αστείο» του Κούντερα. Δεν γουστάρω έναν κόσμο που στέκεται αμείλικτος απέναντι σε ένα ανέκδοτο. Δεν γουστάρω τις συνοπτικές διαδικασίες και τον αποκεφαλισμό άνευ απολογίας. Δεν γουστάρω έναν κόσμο που κριτής και αποκεφαλιστής είναι ο Ισίδωρος Κούβελος. Δεν υπερασπίζεται τη δημοκρατία ή τον αντιρατσισμό ο Ισίδωρος Κούβελος. Υπερασπίζεται το ολυμπιακό ιδεώδες, όχι με κάποιον παλιό ρομαντικό του χαρακτήρα όμως, αλλά με τον τρόπο του καταστατικού ενός βαθύτατα διεφθαρμένου μαγαζιού, όπως είναι η ΔΟΕ. Είναι αναμφίβολα παράπλευρη ωφέλεια ότι το μαγαζί πουλά μαζί με τα άλλα και αντιρατσισμό. Η βασική του λειτουργία όμως δεν είναι υπέρ της συναδέλφωσης των λαών. Η βασική του λειτουργία δεν είναι καν επικεντρωμένη στον αθλητισμό. Το ιδεώδες για το οποίο αποκλείει ο Κούβελος την Παπαχρήστου είναι ένα κάθε άλλο παρά ιδεατό ιδεώδες. Και οι άνθρωποι δεν είναι τελικά κιμάς να τους αλέθεις έτσι απλά. Η σιχαμένης ιδεολογίας Παπαχρήστου, αφού διευκρίνισε -έστω και υποκριτικά- πως το ανέκδοτο δεν απηχεί στα σοβαρά τις απόψεις της, έπρεπε να αγωνιστεί. Και όσο άσχημο θα ήταν να με εκπροσωπεί αυτή, θα με εκπροσωπούσε ως αθλήτρια, όχι ως χρυσαυγίτισσα. Το άσχημο που δεν αντέχεται είναι ότι με εκπροσωπούν στη Βουλή οι χρυσαυγίτες ως χρυσαυγίτες. Και όχι εξίσου άσχημο, πάντως πολύ άσχημο, είναι να με εκπροσωπεί κι ο Ισίδωρος Κούβελος.
Μέσα στον ορυμαγδό των παλιών και των νέων τουίτς της Παπαχρήστου, η σημαντικότερη φράση της ήταν αυτή: «δεν εχω καμία αναμηξει με τα πολιτικά!!!». Αυτές οι λέξεις με αυτήν την ορθογραφία (και άλλο το απλό ορθογραφικό λάθος κι άλλο να φαίνεται ότι η ορθογραφία σού είναι ξένη χώρα) είναι ένας καθρέφτης για μεγάλο ποσοστό από όσους ψήφισαν Χ.Α: την ψηφίζουν επειδή θεωρούν ότι ούτε αυτή έχει «αναμηξει» με τα πολιτικά, ότι βρίσκεται σε ένα χώρο εκτός πολιτικής, σε έναν χώρο καινούριο και καθαρό, σε έναν χώρο που θα μας βοηθήσει να ξεβρωμίσουμε τη χώρα όχι μόνο από τους μετανάστες αλλά και από αυτήν την ίδια την πολιτική.
Το 2012 μπορείς να συναντήσεις πλήθος γαλανόλευκων ενώ ανηφορίζεις τη Μεσογείων. Απέναντι απ' το Πεντάγωνο μιλάει ο Ηλίας, κι από κάτω η πλατεία είναι γεμάτη. Άλλου είδους γαλανόλευκη από την προ εικοσαετίας, άλλου είδους δάκρυα.

Τετάρτη, Ιουλίου 25, 2012

Μικρή καλοκαιρινή ιστορία

Πριν γράψεις την πρώτη λέξη δεν υπάρχει τίποτα. Κι από το τίποτα, ξαφνικά μπροστά σου η πρώτη λέξη.
 
Σύμφωνοι, δεν γράφτηκε μόνη της, εσύ την έγραψες. Αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πριν την γράψεις υπήρχε κάπου αλλού (στο μυαλό σου ας πούμε). Πολλές φορές είναι σαν το μυαλό να μην προλαβαίνει να μεσολαβήσει και τα δάκτυλα να πληκτρολογούν κάτι που υπαγορεύτηκε από αλλού. Κοιτάς για ώρα μια λευκή οθόνη, αυτή παραμένει λευκή, μέχρι που η πρώτη λέξη λερώνει το λευκό και αναιρεί το τίποτα: τώρα πλέον υπάρχει κάτι.
Τώρα πλέον είσαι και υπόλογος. Το τίποτα ανήκει στη συλλογική κληρονομιά, είναι κτήμα κοινό, δεν μπορεί να σου αποδοθεί η πατρότητά του, δεν μπορείς να αισθανθείς άσχημα για τα ψεγάδια του. Το τίποτα δεν έχει ψεγάδια. Το κάτι όμως είναι το ψεγάδι το ίδιο. Το κάτι είναι η προσπάθεια μας να αφαιρέσουμε ψεγάδια από αυτό που για να διεκδικεί μια θέση απέναντι στο τίποτα οφείλει να αποδείξει πως είχε λόγο ύπαρξης. Γιατί άλλο υπάρχει κάτι και άλλο έχει λόγο να υπάρχει. Το κάτι γεννιέται έχοντας να ανατρέψει το εις βάρος του τεκμήριο της μη αναγκαιότητας. Ό,τι ακολουθεί την πρώτη λέξη είναι η προσπάθεια νομιμοποίησης αυτού που εκ πρώτης όψης θα μπορούσε κάλλιστα να παραμείνει καθηλωμένο στο τίποτα.
Θα μπορούσε και να μην είχε γραφτεί καμία λέξη. Ποτέ. Θα μπορούσαν και όλες οι πρώτες λέξεις να μην είχαν οδηγήσει σε καμία συνέχεια άξια νομιμοποίησης. Θα μπορούσαν όλες οι πρώτες λέξεις να είχαν παραμείνει σχεδιάσματα ανάξια ύπαρξης, ανάξια λόγου. Θα μπορούσε στην ιστορία της τέχνης του γραπτού λόγου να είχε επικρατήσει το delete. Kι έτσι να μην υπήρχε η τέχνη του γραπτού λόγου, παρά μόνο σαν μια θεωρητική δυνατότητα που δεν έχει ακόμη πραγματωθεί. Ή σαν μια επιστημονική θεωρία που δεν έχει ακόμη αποδειχθεί: Υπάρχει το μποζόνιο του Χιγκς; Ωραία θεωρία, αλλά αποδεικνύεται; Μπορούν οι άνθρωποι να γράψουν κάτι που να έχει όντως λόγο ύπαρξης; Ωραία θεωρία, αλλά αποδεικνύεται;
Σε μια χώρα της κεντρικής Αμερικής, κάπου στις αρχές του αιώνα -αυτού του αιώνα- ήταν ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Ήταν ερωτευμένοι και οι δύο δηλαδή, αλλά -γνωστά αυτά- πάντα ο ένας από τους δύο θα είναι λίγο ή πολύ περισσότερο από τον άλλον. Πιο ερωτευμένος εδώ ήταν ο άντρας. Κάποτε που η γυναίκα του χάρισε μια φωτογραφία της από όταν ήταν κοριτσάκι, ο άντρας της έγραψε ένα γράμμα και της το έστειλε ταχυδρομικά. Της έλεγε πως του ερχόταν να πιάσει αυτό το συγκεκριμένο κοριτσάκι και να το φιλάει ατελείωτα, πως έβλεπε στο πρόσωπό του την γυναίκα που τώρα αγαπούσε, πως ήθελε να το φιλά και να το φιλά και να το φιλά, όχι ως κορίτσι, αλλά ως μια προοπτική που χρόνια αργότερα έγινε πραγματικότητα, ως μια υπόσχεση που χρόνια αργότερα επιβεβαιώθηκε, ως κάτι δικό της που είχε εξ αντικειμένου στερηθεί, ως μια προηγούμενή της κατάσταση από την οποία ήταν εξ αντικειμένου απών, ως ένα τεράστιο τμήμα της ζωής της από το οποίο είχε εξοριστεί μεγαλώνοντας κάπου μακριά της και όντας και ο ίδιος ακόμη απλά αγόρι. Μέχρι το σημείο αυτό η γυναίκα διάβαζε το γράμμα και το ενέτασσε στο περιβάλλον του έρωτά τους, με τον δικό της μάλιστα να μεγαλώνει λίγο ακόμη, παραμένοντας πάντως σε σεβαστή απόσταση από τον αντίστοιχο του άντρα που ήθελε να φιλήσει το κοριτσάκι. Μετά, όταν ο άντρας άρχισε να περιγράφει πως ήθελε να έχουν ξαπλώσει σε ένα κρεβάτι και όντας ξαπλωμένος επάνω του να αρχίσει να το φιλά, να το φιλά, να το φιλά, όταν εξηγούσε πως έχοντας βγάλει το παντελόνι του και έχοντας διασφαλίσει ότι το κορίτσι όντας πολύ κοντύτερό του δεν θα βρισκόταν πουθενά σε επίμαχη θέση θα άρχιζε να πηδάει το σεντόνι, όταν κατέληγε λέγοντας πως ήθελε να φιλάει το μικρό κορίτσι που ήταν εκείνη, αλλά χωρίς να κάνει κακό στο κορίτσι, χωρίς να αφαιρέσει τίποτα από την αθωότητά του, μα και χωρίς να στερηθεί και ο ίδιος τίποτα από ό,τι αντιπροσώπευε το κορίτσι ως προάγγελος και πρώιμη μορφή του έρωτά του, εκείνη άρχισε να ουρλιάζει και να κλαίει με λυγμούς. Όχι απλά τον χώρισε, αλλά απείλησε πως αν τον ξαναέβλεπε μπροστά της θα φώναζε την αστυνομία. Εκείνος δεν κατάλαβε τι τον χτύπησε. Ήταν Αύγουστος. Τους επόμενους Αύγουστους έβγαινε κάθε βράδυ στην πόλη και σκότωνε κάθε νύχτα από μία γάτα. Τριάντα μία γάτες κάθε Αύγουστο. Δεν τον έπιασαν ποτέ και δεν είναι άλλωστε και έγκλημα να σκοτώνεις αδέσποτες γάτες. Εκείνη παντρεύτηκε μερικά χρόνια μετά. Ήταν Αύγουστος αλλά ούτε που έκανε τη σύνδεση. Εκείνος τους Αύγουστους ξεκρεμούσε πάνω από το κρεβάτι του την κορνίζα με την φωτογραφία της, την οποία είχε μεγεθύνει. Δεν ήθελε να γυρνά και να κοιμάται από κάτω της φονιάς. Τους υπόλοιπους μήνες η κορνίζα ήταν στη θέση της και αυτός δεν έκανε ποτέ κάτι πρόστυχο με τη φωτογραφία της, παρά μόνο κάθε βράδυ σε αυτήν την προσευχή του. 

Κυριακή, Ιουλίου 22, 2012

Η ομίχλη

Η ομίχλη κάλυπτε τα πάντα. Και τα δύο. Αλλά ήταν το αρσενικό που πανικοβλήθηκε. Μην μπορώντας να δει μπροστά του, άρχισε να τρέχει μέχρι που έπεσε με φόρα στα σίδερα του κλουβιού. Το πρόσωπό του μάτωσε. Αφήνοντας την μυρωδιά του αίματος να το οδηγήσει, το θηλυκό προχώρησε με ασφάλεια στην ομίχλη. Όταν έφτασε στο αρσενικό, άρχισε να γλείφει το πρόσωπό του, μέχρι που χόρτασε, μέχρι που το καθάρισε εντελώς. 
Και το πάθος με το οποίο το έγλειφε, δεν ήταν ούτε για το πρόσωπό του, ούτε για το αίμα, ούτε καν για το ματωμένο του πρόσωπο. 
Και η ηδονή με την οποία δεχόταν τη γλώσσα στο πρόσωπό του, δεν ήταν επειδή πονούσε, δεν ήταν επειδή δεν έβλεπε, δεν ήταν καν επειδή ήταν περιστοιχισμένοι από σίδερα.
Μια μέρα η ομίχλη έπαψε να σκεπάζει τα πάντα. Μέσα στην τόση ορατότητα εξαφανίστηκαν και τα σίδερα. Τα πάντα άρχισαν να γλείφουν τον αέρα σε διάφορες μεριές, εκεί που ως τότε υπήρχαν τα σίδερα, αφήνοντάς τον όμως ασυγκίνητο, αφού είτε ο έρωτας είτε ο σαδομαζοχισμός είτε η τρέλα είτε κάτι πέρα απ' αυτά ήταν ο λόγος για την μεταξύ τους αλληλεπίδραση, η φράση κλειδί ήταν το «μεταξύ τους»: ό,τι κι αν ήταν αυτό που υπήρχε μεταξύ τους, μπορούσε να υπάρξει μόνο μεταξύ τους. Με τον αέρα να μην μπορεί να γίνει κοινωνός της χημείας τους, τα σίδερα δεν επανεμφανίστηκαν, όσο απέγνωσμενα κι αν τον έγλειφαν. Βρίσκονταν πλέον εκεί που τελειώνει η απόγνωση: στην ελευθερία.
Στη θέση του κλουβιού ανεγέρθηκε ένα μικρό μνημείο το οποίο συμβόλιζε το ασυμβόλιστο, εντόπιζε το ανεντόπιστο και απαριθμούσε το αναρίθμητο. 

Σάββατο, Ιουλίου 21, 2012

Mποθ σάιντς οφ δε στόρι



Το βιντεάκι από την πρόσφατη συζήτηση για το ευρώ και τη δραχμή. Δεν το ανεβάζω από κεκτημένη ταχύτητα ή για να βρω μια ακόμα ευκαιρία να προμοτάρω το περιοδικό, αλλά επειδή βρήκα τη συζήτηση πολύ ενδιαφέρουσα και ζωντανή.

Παρασκευή, Ιουλίου 20, 2012

Eκείνο που δεν εξηγεί η θεωρία της εξέλιξης, είναι το γιατί στην πράξη η εξέλιξη έμεινε στη μέση. Δεν μπορεί αυτό το από όπου κι αν το πιάσεις προβληματικό πράγμα που είναι ο άνθρωπος να είναι το τελικό στάδιο. Έγινε μαλφάνξιον και μείναμε όλοι μας με το αγγούρι στο χέρι, με αποτέλεσμα να περνάμε τη ζωή μας ψάχνοντας ψύλλους στα άχυρα, ψάχνοντας να βρούμε ειδικά τί και πώς και γιατί. Δεν υπάρχουν ειδικά τί και πώς και γιατί. Δεν δουλεύει. Γενικά. Τόσο απλό είναι. Κάτι στράβωσε στην εξελικτική πορεία και μείναμε λειψοί. Ίσως και να μην χρειαζόταν πολλή δουλειά ακόμη. Ίσως να ήθελε μόνο μερικά μερεμέτια ο εγκέφαλος. Ίσως κάτι στράβωσε στις καλωδιώσεις στο τέλος. Δυο κακές συνδέσεις κι όλα μοιάζουν ανεξήγητα, ο μεν κόσμος ένα τεράστιο μυστήριο που μας παίρνει χιλιετίες επιστήμης για να ανακαλύψουμε ένα κλάσμα της εξήγησής του, οι δε εμείς μια ατελείωτη πηγή μανούρας και νευρώσεων και φόβων και παραλύσεων και αυτοσαμποτάζ. «Why the pain?» που λένε ή «Γιατί ο πόνος;». Δεν υπάρχει άλλη ερώτηση με νόημα, από εκεί θα έπρεπε να ξεκινούν όλες οι ερωτήσεις. Κάτι πήγε λάθος. Η ζωή θα έπρεπε να μας είναι εύκολη, η ζωή θα έπρεπε να είναι αντιμετωπίσιμη, η ανθρωπότητα αντί να σφάζεται από γεννησιμιού της και αντί τα μέλη της να έχουν τόσο ριζικά διαφορετικές συνθήκες διαβίωσης μεταξύ τους, θα έπρεπε να έχει εφαρμόσει μια συνολική θεωρία των παιγνίων, ώστε να πετυχαίνει το βέλτιστο αποτέλεσμα για τον καθένα κι όλους μαζί. Πέντε καλώδια συναρμολογημένα διαφορετικά ή ένας ελαφρά πιο πολύπλοκος εγκέφαλος κι ίσως όλα αυτά να ήταν λυμένα. Εξαρχής. Θα έπρεπε να είμαστε ευτυχισμένοι. Ή εναλλακτικά να μην ξέρουμε τι πάει να πει ευτυχία και δυστυχία. Σαν τα ζώα. Αυτών η εξέλιξη καλά το πήγε. Το δικό μας το ενδιάμεσο πράγμα είναι που δεν την παλεύει. Και μέσα του εμείς προσπαθούμε να την παλέψουμε. Λέμε στον εαυτό μας ότι δεν είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια, ότι το να χτίζεις παλάτια στην άμμο με το παιδί σου είναι το άπαν, πως η άμμος στα δάχτυλά του νομιμοποιεί τον κόσμο και εκμηδενίζει τη σημασία της ελαττωματικότητάς μας. Τα παιδιά: πλάσματα που ο εγκέφαλός του δεν λειτουργεί ακόμη στο επίπεδο το δικό μας, στο επίπεδο δηλαδή το ελαττωματικό. Συμπληρώνοντας τα κενά που τους λείπουν, όσο και αυτών οι μηχανές αρχίζουν να παίρνουν μπρος, εκπίπτουν από τον κόσμο όπως θα έπρεπε να είναι φτιαγμένος και μπαίνουν, με τα πόδια γεμάτα ακόμη άμμο, στον κόσμο της εξέλιξης που έμεινε στην μέση, στον κόσμο που είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια, στον κόσμο που καταλαβαίνεις πως κάτι πάει λάθος, αλλά δεν μπορείς να βρεις το τι. Και μην μπορώντας να το βρεις, αρχίζεις να κατηγορείς τον κύριο με τα άσπρα μούσια, είτε Δαρβίνος λέγεται αυτός είτε Θεός, αρχίζεις να τον κατηγορείς που δεν φτιαχτήκαμε σωστά, που κάτι έλειψε για να είμαστε άρτιοι, που καθόμαστε και υποφέρουμε σαν τους μαλάκες, λες και δεν μπορούμε να βάλουμε κάτω πόση τροφή υπάρχει να την μοιράσουμε σε όλους, λες και δεν μπορούμε να βάλουμε κάτω τι τεχνολογία έχουμε φτιάξει να τη μοιράσουμε σε όλους ώστε να ζουν καλύτερα, λες και είναι τόσο πολύ ακατόρθωτο να μοιράσουμε δυο γαϊδουριών άχυρα, λες και είναι τόσο πολύ ακατόρθωτο να σταματήσουμε να αλληλορημαζόμαστε στις διαπροσωπικές σχέσεις, λες και είναι τόσο πολύ ακατόρθωτο οι διαπροσωπικές σχέσεις να κυμαίνονται από την αγάπη ως τα αδιάφορα συναισθήματα στη χειρότερη, λες δηλαδή και η αγάπη πρέπει ντε και καλά να είναι αυτό το υπερπολύπλοκο πράγμα, με τις εμπλοκές που την μετατρέπουν σε μίσος, σε λύσσα, σε κακία, σε πόλεμο, λες δηλαδή και όπου δούμε ευτυχία πρέπει να την διώξουμε σαν κατάρα, πρέπει να αρχίσουμε να της γαβγίζουμε, να της λέμε φύγε, φύγε μωρή καριόλα από την πόρτα μου, τι ζητάς από μένα, για ποιόν με πέρασες εμένα που θα ζήσω κι ευτυχισμένος, έχω τα θέματά μου εγώ, αχ και να ΄ξερες πόσα θέματα έχω εγώ, θέματα δικά μου όμως, κατάδικά μου, θέματα που δεν θα πάω να τα λύσω, σιγά μην αφήσω ειδικούς να βάλουν τα βρωμόχερά τους πάνω στα δικά μου τραύματα ή τη βρωμοχημεία τους πάνω στις δικές μου καλωδιώσεις, εγώ είμαι αυτός που είμαι και δεν αλλάζω εγώ, έχω έναν ιδεατό εαυτό να τον οραματίζομαι που και που, αλλά μόνο και μόνο για να με μέμφομαι περισσότερο και να με λυπάμαι περισσότερο που δεν τον φτάνω, άλλωστε τί να σου κάνει κι ο ιδεατός εαυτός όταν το είδος μας έμεινε εξελικτικά μετέωρο; Μην με ρωτάς γιατί η ζωή είναι πολύπλοκη. Η ζωή είναι πολύπλοκη επειδή η κατασκευή μας έμεινε στην μέση. Ειδάλλως θα ήταν απλή. Και σκέτα ωραία. Και σκέτα χαρούμενη. Δεν υπάρχει ομορφιά ούτε στον αγώνα ούτε στη δυσκολία ούτε στον κόπο. Όμορφο είναι να μη χρειάζεται να αγωνιστείς, όμορφο είναι το εύκολο, όμορφο είναι το άκοπο. Δεν υπάρχει ομορφιά στον πόνο. Ούτε μάθηση. Ο πόνος είναι λάθος. Οι άνθρωποι πονάνε επειδή φτιάχτηκαν λάθος. Κι αν ο εκούσιος θάνατος είναι ακόμη πιο λάθος, αυτό συμβαίνει επειδή η ανυπαρξία είναι ακόμη βλακωδέστερη από τον πόνο, τη ζωή και όλα τα κατασκευαστικά της λάθη. Πρέπει κανείς να γαντζωθεί στην ύπαρξη, όχι από μαζοχισμό, ούτε από πονολαγνεία, ούτε καν από ψυχαναγκασμό, αλλά επειδή αυτό το ημιτελές κάτι είναι περισσότερο από το τίποτα. Και ομορφότερο. Με την έννοια ότι το τίποτα δεν έχει μορφή. Και δεν είναι και ανακούφιση. Το τίποτα είναι τίποτα. Κι όσο κι αν μας κατατρώει το κάτι, όσο κι αν διαφόρων ειδών και αιτιών βασανισμένες υπάρξεις βασανίζουν και βασανίζονται από άλλες βασανισμένες υπάρξεις, δεν μας απομένει άλλη επιλογή από το να προσπαθήσουμε μέσα σε αυτό το γαμημένο το κάτι να διατηρήσουμε και τη λογική μας και την ανθρωπιά μας και την ευαισθησία μας, πρέπει να προσπαθήσουμε να συνεχίσουμε να αντιδρούμε με βασικό κριτήριο πως οι άλλοι απέναντί μας δεν έφτιαξαν οι ίδιοι το μηχάνημά τους, βρήκαν ένα μηχάνημα και μέσα σε αυτό πορεύονται, μέσα σε αυτό προσπαθούν να λειτουργήσουν, με τις δυνατότητες και τους περιορισμούς που έχει το χειριστήριό του. Να μη γίνουμε κτήνη. Να αντέξουμε. Πρέπει να αντέχεις, πρέπει να μένεις όρθιος, πρέπει να μένεις ζωντανός, πρέπει να μην παραδίνεσαι. Τα σκοτάδια του μυαλού, τα σκοτάδια της ψυχής, ωραία θα 'ταν να 'χε φως και διαύγεια παντού. Δεν έχει όμως. Είμαστε θολωμένο και όχι διαυγές είδος. Αυτοί είμαστε, δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να πορευτούμε με εμάς. Με τη θολούρα μας και τα σκοτάδια μας. Θα αντέξουμε; Είναι βλακώδες το τίποτα. Οπότε θα αντέξουμε.
Κι αν η άμμος κυλά από τα δάχτυλα σαν κλεψύδρα που μετρά το πότε ολοκληρώνεται η έκπτωση από την αμνήμονα ευτυχία της παιδικής ηλικίας, ίσως πρέπει να μαζεύουμε την άμμο που πέφτει από αυτά, να την ρίχνουμε στο κεφάλι μας σαν χώμα, να βουτάμε στη θάλασσα να ξεπλυθούμε, και μετά να επιστρέφουμε συνειδητοποιημένα πλέον, προκειμένου να χτίσουμε παλάτια μέσα στα οποία επιτέλους θα χωρούν λειτουργικές διαπροσωπικές και πανανθρώπινες σχέσεις.

Πέμπτη, Ιουλίου 19, 2012

Καταξιώσεις και απομυθοποιήσεις


Η φυσική τάξη των πραγμάτων: Είναι μια ξεχωριστή ημέρα στη ζωή του καθηγητή Σκόλνικ, καθώς σήμερα γίνεται μέλος της Ισραηλινής Ακαδημίας. Ακούμε να απαριθμούνται όλα τα επιτεύγματά του, επιτεύγματα αξιοζήλευτα όχι για μία, αλλά για περισσότερες ζωές. Μαζί μας τα ακούν, καθισμένοι δίπλα δίπλα στην αίθουσα που γίνεται η τελετή, ο πατέρας και ο γιος, οι καθηγητές (μελετητές του Ταλμούδ) Ελιέζερ και Ουριέλ Σκόλνικ. Ο γιος είναι λίγο πάνω απ' τα 40, ο πατέρας λίγο κάτω απ' τα 70. Η κάμερα έχει εστιάσει πάνω τους. Όταν η απαρίθμηση τελειώνει και ο καθηγητής Σκόλνικ καλείται για να τιμηθεί, προς έκπληξή μας σηκώνεται ο γιος και όχι ο πατέρας. Η φυσική τάξη των πραγμάτων διαταράσσεται. Προς ακόμα μεγαλύτερη έκπληξή μας, καθώς η κάμερα έχει μείνει στο ίδιο σημείο και ο γιος έχει σηκωθεί για να εκφωνήσει τον ευχαριστήριο λόγο του, ο πατέρας είναι εμφανέστατα στραβωμένος. Σηκώνεται τελευταίος να χειροκροτήσει, χειροκροτεί με το ζόρι, κάθεται πρώτος. Μα τι είδους πατέρας είναι αυτός που δεν καμαρώνει για το γιο του; Εδώ κι αν διαταράσσεται η φυσική τάξη πραγμάτων.
Παρά λίγο: Ο πατέρας μολονότι δεν είναι διόλου αμελητέα ποσότητα επιστημονικά (ήταν μάλιστα για δεκαέξι ολόκληρα χρόνια υποψήφιος για το βαρύτιμο «Βραβείο του Ισραήλ», δεν κατάφερε όμως να το πάρει ποτέ), απέχει παρασάγγας από την επιτυχία του γιου του. Σαράντα χρόνια κάθε μέρα κάνει τη διαδρομή σπίτι – βιβλιοθήκη. Έχει φάει όλη του τη ζωή χωμένος στην μελέτη του Ταλμούδ. Επί δεκαετίες κοπιαστικά και με την επιμονή μυρμηγκιού συνέθετε την μεγάλη του μελέτη για μια διαφορετική ερμηνεία του Ταλμούδ. Όταν επιτέλους την ολοκλήρωνε, η περιορισμένη φήμη του θα γινόταν ευρεία, θα αναγνωριζόταν απ' όλους το μέγεθος του έργου του και το μέγεθος του ιδίου. Λίγο μόλις καιρό όμως πριν την δημοσιεύσει, ένας άλλος καθηγητής έπεσε συμπτωματικά σε ένα βιβλίο σε μια βιβλιοθήκη ευρωπαϊκού μοναστηριού, που αποδείκνυε τη θεωρία του. Πρόλαβε και έκανε πρώτος τη δημοσίευση, η μελέτη του πατέρα ήταν πλέον δεύτερη, ο άλλος καθηγητής έλαβε όλες τις δόξες, τις τιμές και τα αξιώματα.
Τα κεραμικά θραύσματα: Ο γιος είναι κοινωνικός, ο πατέρας είναι μονίμως στριφνός, με συμπεριφορά στα όρια του αυτισμού. Ο γιος ζει και διαπρέπει στον κόσμο, ο πατέρας ζει στην κοσμάρα του. Ο πατέρας είναι βιβλιοπόντικας, ο γιος είναι επικοινωνιακός και χαρισματικός. Φέρνει και εμφανισιακά στον Ζίζεκ. Και εγώ και ο γιος μου θα πει σε μια φάση ο πατέρας -και δεν θα το πει ιδιωτικά, αλλά δημόσια, σε συνέντευξη σε εφημερίδα- μελετάμε κεραμικά θραύσματα. Εγώ τα μελετώ με προσοχή, τα εξετάζω σιγά σιγά ώστε να πιστοποιήσω με σιγουριά σε ποιά εποχή ανήκουν και να μεταδώσω τη γνώση στις επόμενες γενιές. Ο γιος μου έχει το χάρισμα να φτιάχνει πράγματα. Παίρνει ένα θραύσμα από εδώ κι ένα από εκεί και σου φτιάχνει ένα αγγείο. Που όμως μπορεί να είναι απλά μια δεξιοτεχνική απάτη, τα θραύσματα μπορεί να ανήκουν σε διαφορετικές εποχές, το αγγείο του μπορεί να μη σημαίνει τίποτα. Το μέλι δεν στάζει απλά· ρέει από το πατρικό στόμα.
Ο μικρόκοσμος των πανεπιστημιακών: Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Γιόζεφ Σένταρ εξηγεί το λόγο για τον οποίο επέλεξε να κάνει μια ταινία επικεντρωμένη στο Τμήμα Μελέτης του Ταλμούδ του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ: «Είναι το μικρότερο Τμήμα στο Πανεπιστήμιο, αλλά είναι παγκοσμίως γνωστό για τις ασυμβίβαστες μεθόδους του και την αμείλικτη στάση που έχει απέναντι στα λάθη. Μόλις άρχισα να ακούω ιστορίες μέσα από το το Τμήμα, σχετικά με μυθικές αντιπαλότητες μεταξύ των καθηγητών, την επική ξεροκεφαλιά, τους εκκεντρικούς καθηγητές που ζουν μέσα σε μια ακαδημαϊκή αποστολή που έχει για αυτούς μεγαλύτερη σημασία κι από την ίδια τη ζωή, ακόμη κι αν το θέμα είναι βαθιά ελιτίστικο, τις ερωτεύτηκα και έγιναν το κέντρο της ιστορίας μου». Σε μια σκηνή, ένας που βρίσκεται πιο κάτω από τον γιο στην ιεραρχία του Τμήματος, λέει σε έναν που βρίσκεται ακόμη πιο κάτω, ότι στον γιο «αρέσουν οι μετρημένες κολακείες. Αν δεν συμφωνείς με τις επιστημονικές του θεωρίες, δεν θα κάνει τίποτα φωναχτά, αλλά είναι εξαιρετικά πιθανό μια μέρα να βρεις τον εαυτό σου έξω από το Τμήμα». Ο ίδιος άνθρωπος σε μια άλλη σκηνή παίζει σκουός με τον γιο (και φυσικά ο γιος τον συντρίβει). Όταν στα αποδυτήρια ο γιος διαπιστώσει ότι κάποιος έκλεψε τα ρούχα του, θα προσφερθεί να του δώσει να φορέσει τα δικά του, αφού όμως πρώτα στο άκουσμα της κλοπής δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα μειδίαμα στο πρόσωπό του. Δουλικότητα, ζηλοφθονία, περιορισμός πρόσβασης σε κονδύλια και χειρόγραφα. Μεγάλοι επιστήμονες - μικροί άνθρωποι. Μεγάλα εγώ – μικροπρέπειες. Τα απότοκα της μικρής πίτας.
Το δωματιάκι: Σε μια σκηνή της ταινίας γίνεται μια ανεπίσημη σύσκεψη στο Υπουργείο Παιδείας, με επτά συνολικά ανθρώπους, στενούς συμβούλους της Υπουργού και άλλους σημαντικούς παράγοντες, σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί μάλλον έναν τόσο στενό χώρο αφενός για να δημιουργήσει κωμικές καταστάσεις και να υπονομεύσει τη δραματικότητα του θέματος που συζητιέται, αφετέρου για να δημιουργήσει σκηνές έντασης. Ωστόσο, δεν παύει να μου έρχεται στο νου μια συνέντευξη προ μηνών της Άννας Διαμαντοπούλου στο γραφείο της στο Υπουργείο Παιδείας, γραφείο που έχει έκταση περίπου ίση με ποδοσφαιρικό γήπεδο.
Όλα αυτά που θα χάσει: Σε μια άλλη σκηνή ο γιος εκμυστηρεύεται στη γυναίκα του ότι είδε σήμερα τον γέρο πατέρα του να μιλάει σε μια επίσης ηλικωμένη συνάδελφό του με μια οικειότητα που του φάνηκε ύποπτη. Αναρωτιέται αν ο πατέρας του ζει όλα αυτά τα χρόνια και μια παράλληλη μυστική ζωή. «Μα πώς θα μπορούσε;», συνεχίζει. «Έχει να χάσει τόσα πολλά». Η γυναίκα του φυσικά και δικαίως αρχίζει να τον ρωτάει αν εκείνος της είναι πιστός από φόβο κι όχι από αφοσίωση και κάπου εκεί η ταινία γίνεται πολύ επεξηγηματική, ωστόσο αφενός βοηθά να καταλάβουμε καλύτερα τον ήρωα, πόσο πολύ απολαμβάνει το κοινωνικό στάτους της ζωής του και αφετέρου προσθέτει μια ακόμα απόχρωση στη ζωή των δύο βασικών ηρώων, κάνοντας τους ακόμα περισσότερο αληθινούς.
Πατέρας και γιος: Μολονότι η οικογένεια του γιου είναι γεμάτη από κόρες, κανείς δεν ασχολείται μαζί τους. Όχι λοιπόν, το θέμα δεν είναι καθόλου οι κόρες του, το θέμα είναι ο δικός του γιος, τον οποίο πίεσε τρελά να πάει στο Πανεπιστήμιο από τα 14 και τώρα αυτός μερικά χρόνια αργότερα κάθεται όλη μέρα και δεν κάνει τίποτα, καταπιεσμένος ίσως από το ασήκωτα βαρύ φορτίο.της σκιας του πατέρα του και του παππού του. Ο Ουριέλ μπορεί τελικά να αποδεικνύεται ένας συγκινητικά και με αυταπάρνηση καλός γιος, αλλά αποδεικνύεται παράλληλα κι ένας θλιβερά κακός πατέρας. Αν το πρόβλημα του πατέρα του είναι ότι τον ξεπέρασε ο γιος του, το δικό του είναι να μην μείνει ο γιος του πολύ πίσω. Μήπως το ιδανικό είναι ο γιος μας να γίνεται ένα μικρό μας αντίτυπο, αλλά όχι τόσο λαμπερό όσο εμείς, μήπως θέλουμε τα παιδιά μας να μας μιμούμαστε αλλά να μην μας ξεπερνούν, μήπως ζηλεύουμε ακόμα και τα παιδιά μας όταν πετυχαίνουν πράγματα που εμείς δεν πετύχαμε;
Οι δυο καταξιώσεις: Ο πατέρας που έχει περάσει μια ζωή στερημένος από την τελική αναγνώριση, βλέπει το γιο του να παίρνει με τη σέσουλα τους τίτλους, τις θέσεις και τις τιμές. Ο πατέρας έχει τεράστια ιδέα για τον εαυτό του, τόσο τεράστια που θεωρεί τον εαυτό του αληθινό επιστήμονα και τους άλλους κάλπηδες, αλλά δεν παύει να λαχταρά την απ' έξω καταξίωση. Ό,τι ιδέα -ή και βεβαιότητα- κι αν έχεις για τον εαυτό σου, όταν αυτή η ιδέα βρίσκει στην πραγματικότητα τοίχο κι όχι καθρέφτη, όταν δεν αντανακλάται κάπου έξω από σένα, καταβάλλεσαι. Μπορεί να συγκριθεί με τίποτα αυτού του είδους η καταξίωση, η καταξίωση στα μάτια των πολλών; Ναι, με την καταξίωση στα μάτια του ενός, με την πατρική καταξίωση. Συνήθως ξεκινάμε τη ζωή μας καταξιωμένοι στα μάτια των γονιών μας και στην πορεία ψάχνουμε να τη βρούμε και στα μάτια των πολλών. Εδώ ο γιος είναι καταξιωμένος από τους πολλούς, αλλά όχι από τον πατέρα του. Στην πορεία της ταινίας όταν ο γιος θα χρειαστεί να κοιτάξει λίγο πέρα από τον μύθο του πατέρα του και να προσπαθήσει να εξηγήσει με λεπτομέρειες, γιατί ο πατέρας του είναι ένας ξεχωριστός επιστήμονας, θα διαπιστώσει πως ο μύθος του είχε θολώσει την κρίση. Σε παράλληλο μοντάζ παρακολουθούμε τον μεν πατέρα να κατεδαφίζει τα όσα ο γιος του έχει πετύχει και τον γιο να προσπαθεί να βγάλει από την μύγα ξύγκι για να αναδείξει το ιδιαίτερο στο έργο του πατέρα του. Και μόνο αυτή η σκηνή θα αρκούσε να καταλάβουμε γιατί το «Γράψε Λάθος» πήρε το βραβείο σεναρίου στις Κάννες και ήταν υποψήφιο για όσκαρ ξένης ταινίας, αλλά φυσικά δεν είναι μόνο αυτή η σκηνή, είναι όλη η ταινία αληθινά πλούσια και ασυνήθιστη θεματικά, είναι όλη η ταινία που θα είναι κρίμα να περάσει απαρατήρητη.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Ιουλίου 16, 2012

Eνωμένοι οι Έλληνες

(Ευρώ εναντίον δραχμούλας, σε εκδήλωση θερινής ανάπαυλας, την Τετάρτη στις 7 τ΄απόγευμα, στο Free Thinking Zone, Σκουφα 64, με lIve streaming απ΄το Press Project. Μέχρι τότε μπορείς να απολαύσεις το άρθρο μου για το τεύχος 7, που κυκλοφορεί ακόμα σε περίπτερα, παγωτατζήδικα και τους ειδικούς κλιματιζόμενους χώρους που έχουν ανοίξει οι Δήμοι για τους καυσωνοπαθείς)
---
Ορεινή Αρκαδία, χωριό που έχει πλέον μόνο λίγες δεκάδες ηλικιωμένους μόνιμους κατοίκους. Οι υπόλοιποι που αναγράφει ο εκλογικός κατάλογος είτε ζουν εδώ και δεκαετίες αλλού είτε έχουν πεθάνει. Δίπλα ακριβώς στο εκλογικό τμήμα η πανέμορφη παμπάλαια πέτρινη εκκλησία έχει λειτουργία. «Είμαστε τυχεροί που ο παπάς είναι ένας από τους μόνιμους κατοίκους», μου εξηγούν. Πάω να ανάψω ένα κερί, η εκκλησία είναι σχεδόν άδεια. Αποχή μεγάλη και εσείς, σκέφτομαι. Κάνω βόλτες στο εκλογικό τμήμα περιμένοντας να μπει κανένας. Δύο ναοί που λειτουργούν αυτή την Κυριακή και δεν γνωρίζουν πιένες. Γιατί αν υπάρχει ένας αληθινός ναός της δημοκρατίας βρίσκεται εδώ και στα υπόλοιπα εκλογικά κέντρα ανά την επικράτεια. Η Βουλή είναι λιγότερο ναός και περισσότερο κάτι σαν Διαρκής Ιερά Σύνοδος του πολιτεύματος.
Είμαι πιστός της δημοκρατίας; Είμαι. Εξακολουθώ να κάνω το σταυρό μου στα δόγματά της; Εξακολουθώ. Κι άλλωστε τι άλλο παρά θρίαμβός της είναι όλη αυτή η ανατροπή που συνέβη τον Μάιο; Δεν σαρώθηκε ένα πολιτικό σύστημα δεκαετιών; Βράδυ πια, είμαι στην Τρίπολη και παραδίδω τον εκλογικό σάκο, όταν μου έρχονται στο κινητό μηνύματα που λένε «Χάσαμε». Πράγματι. Πιθανότατα πρόκειται για προσωρινή ήττα, πάντως δεν παύει να είναι ήττα. Αλλά αυτή είναι μια ήττα που μπορώ να αποδεχτώ και να αιτιολογήσω. Είναι ένα αποτέλεσμα, που όσο και αν ημινομιμοποιεί όσα η ίδια η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων καταριόταν 2 1/2 χρόνια τώρα, το σέβομαι επειδή πιστεύω ότι στη δημοκρατία η άποψη σου έχει τόσο «δίκιο» όσο και το ποσοστό ψήφων που θα λάβει. Αν άλλωστε το βασικό επιχείρημα ήταν ότι η εφαρμοζόμενη πολιτική εξοντώνει την κοινωνία, αυτό τελικά μόνο η κοινωνία είναι αρμόδια να το κρίνει. Και αν τελικά κρίνει ότι έχει ακόμη περιθώριο εξόντωσης, ότι δεν έχει πιάσει ακόμη πάτο, τότε προφανώς δεν τον έχει πιάσει ακόμη τον πάτο. Γιατί αν τον είχε πιάσει, ούτε θα έλεγε ευρώ και θα έσταζε μέλι το στόμα της, ούτε θα έτρεμε τι θα συνέβαινε αν τυχόν τα σπάγαμε με τους δανειστές μας. Από την άλλη βέβαια ούτε τώρα πλειοψήφισαν τα κόμματα του μνημονίου. Μειοψήφισαν. Αλλά το πέραν από κάθε προσδοκία αποτέλεσμα του Μαίου, είχε ακολουθήσει η τόσο έντονη δυναμική ανάμεσα στις δύο εκλογές, που είχες πειστεί πως τώρα μπορεί να είχε έρθει η ώρα. Δεν ήρθε. Ακόμα.
Την δεύτερη ήττα όμως αδυνατώ να τη δεχτώ και να τη νομιμοποιήσω. Την πρώτη φορά είπαμε πως η ψήφος στην Χρυσή Αυγή δεν ήταν συνειδητοποιημένη, πως ήταν ψήφος αντισυστημική, πως πολλοί δεν ήξεραν τι ακριβώς ψήφιζαν. Όσο δυσοίωνοι και αν ήταν οι 441.000 του Μαϊου μπορούσες κάπως να ξεγελάσεις τον εαυτό σου. Οι 426.000 του Ιουνίου όμως είναι συνειδητοί ψηφοφόροι ως εκεί που δεν παίρνει. «Βγάλτε τους στο φως, θα καούν». Μπα. Βγήκαν στο φως και εκτινάχθηκαν. Και το σημείο εκείνο που νομίζεις ότι ένα τηλεοπτικό συμβάν είναι το μοιραίο λάθος που τους τελειώνει αλλά το συμβάν αυτό λειτουργεί αντίστροφα, είναι ακριβώς το σημείο που αδυνατείς να διαχειριστείς, είναι το σημείο που η πίστη σου στη δημοκρατία κλονίζεται.
Σάββατο βράδυ πριν τις εκλογές, η νίκη – πρόκριση επί της Ρωσίας συνοδεύεται με ατάκες περί των Ελλήνων που όταν είναι όλοι μαζί ενωμένοι πετυχαίνουν θαύματα κλπ. Μέχρι πρότινος η μόνη ένσταση που θα είχα σε αυτού του είδους τον λόγο, θα ήταν η ένσταση της αθάνατης αθλητικογραφικής κοινοτοπίας. Τώρα όμως έχω και επί της ουσίας ένσταση. Όχι, δεν θέλω να είμαι ενωμένος με όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνες. Δεν μπορώ να μονιάσω με το κύμα αποδοχής που προξένησε ο Κασιδιάρης. Δεν θέλω να έχω σχέση με αυτούς τους 426.000 συνέλληνες. Ένας όμως από αυτούς είναι και παιδικός μου φίλος. Δεν θέλω λοιπόν να έχω πια σχέση μαζί του; Γιατί δεν του το λέω τότε; Αν ισχύει αυτή η απολυτοσύνη με την οποία εκφράζομαι, γιατί δυσκολεύομαι να τον δω μόνο ως άνθρωπο που ψηφίζει Χ.Α; Οι αντιφάσεις της ζωής με χτυπούν στη μούρη. Πιστεύω τελικά τίποτα από όσα λέω; Στην εκκλησία τουλάχιστον θα μπορούσα να ανάψω ένα κερί και να κάνω την προσευχή μου. Στη θρησκεία, ναι, δύσκολο να βρεις αδιέξοδο. Πιστεύεις και καθάρισες. Εδώ τι κάνεις; Βρίσκεσαι ενώπιον ενός αυθεντικού πολιτειακού αδιεξόδου; Βρίσκεσαι σε ένα αδιέξοδο όπου στριμώχνουν και μαχαιρώνουν μετανάστες με τις ευλογίες 426.000 συνελλήνων μας; Πώς αντιδράς σε αυτό το αδιέξοδο;

Τετάρτη, Ιουλίου 11, 2012

Ξαναβλέποντας τον «Ταξιτζή»


Ι) Η ατομική πηγή του κακού.
“The days go on and on... they don't end. All my life needed was a sense of someplace to go. I don't believe that one should devote his life to morbid self-attention, I believe that one should become a person like other people”.
“Loneliness has followed me my whole life. Everywhere. In bars, in cars, sidewalks, stores, everywhere. There's no escape. I'm God's lonely man”.
Σε ποιά από τις δύο φράσεις μπορούμε να εντοπίσουμε την ατομική πηγή του κακού; Την πηγή δηλαδή του πόνου του Τράβις Μπικλ, που σε συνδυασμό με μια σειρά άλλους παράγοντες, τον οδηγεί στο τέλος στο λουτρό αίματος; Ποιά από τις δύο φράσεις μας οδηγεί πιο κοντά στην αλήθεια του Τράβις; Η δεύτερη που μιλά για την απόλυτη μοναξιά του; Νομίζω πως όχι. Πριν και πέρα από την μοναξιά του, ο Τράβις δεν έχει εαυτό, δεν έχει κατορθώσει να μετατραπεί σε πρόσωπο, σε «person». Όταν τον ρωτούν για να τον προσλάβουν ως ταξιτζή τι μόρφωση έχει, απαντά «λίγη εδώ λίγη εκεί». Στο ταξί του θα πει στον υποψήφιο πρόεδρο ότι «δεν παρακολουθεί την πολιτική τόσο στενά». Στην Σίμπιλ Σέπερντ (όταν του μιλήσει για ένα τραγούδι του Κρις Κριστόφερσον) ότι «δεν παρακολουθεί την μουσική τόσο στενά». Στην ίδια (όταν στο πρώτο τους ραντεβού την πηγαίνει να δει ένα σχεδόν πορνό κι εκείνη φρικαρισμένη σηκώνεται και φεύγει) θα απολογηθεί εξηγώντας της και ότι «δεν παρακολουθεί τον κινηματογράφο τόσο στενά». Η ενασχόληση με τον εαυτό μας την οποία ο Τράβις κατακρίνει ως νοσηρή, προϋποθέτει να έχεις έναν εαυτό. Κι αν δεν έχεις, αν δεν έχεις κάτι με το οποίο να γεμίζεις τον χρόνο σου, ούτε καν ένα χόμπι, η μοναξιά σου καθίσταται απάλευτη. Κι όχι μόνο καθίσταται απάλευτη, αλλά εξηγούνται ευκολότερα και οι αιτίες που είσαι μόνος. Δεν έχεις κάτι να συζητήσεις, οι κοινωνικές σου δεξιότητες είναι προβληματικές, όπως αποδεικνύεται όχι μόνο από την ταινία που επιλέγει να πάει την Σέπερντ, αλλά και ότι παλιότερα είχε προσπαθήσει να φλερτάρει μια κοπέλα στο ταμείο του πορνοσινεμά. Δεν είναι τόσο ο άτσαλος τρόπος που την φλέρταρε, όσο η έλλειψη επίγνωσης πως τα πορνοσινεμά δεν είναι ο πιο κατάλληλος χώρος για φλερτ και ο πελάτης τους δεν μπορεί να είναι το πρότυπο ρομαντισμού. Έτσι όταν κλωτσάει και σπάει την τηλεόραση στο δωμάτιό του, δεν μπορείς να πεις ότι το κάνει επειδή δεν αντέχει άλλο τα σκουπίδια της. Ο Τράβις έχει ίσως υπάρξει από αυτούς που ακόμη και η τηλεόραση του έπεφτε βαριά. Όταν λοιπόν δεν έχεις εαυτό είναι αναγκαίο, όπως κι ο ίδιος λέει, να βρίσκεις έναν σκοπό έξω από σένα, ένα πλαίσιο έξω από σένα να ενταχθείς, ώστε να καλύψεις το υπαρξιακό σου κενό. «A sense of someplay to go».

ΙΙ) Η κοινωνική πηγή του κακού.
Μάλλον το Βιετνάμ στο οποίο υπηρέτησε ως πεζοναύτης, του έδινε ένα τέτοιο πλαίσιο. Το γεγονός όμως ότι είναι βετεράνος του Βιετνάμ δεν φαίνεται να βαραίνει ιδιαίτερα στην ταινία, υπό την έννοια ότι δεν φαίνεται να προσδιορίζει τόσο πολύ ατομικά τον Τράβις όσο συλλογικά την εποχή του. Το 72 που γράφτηκε το σενάριο και το 76 που παίχτηκε η ταινία, το τραύμα του Βιετνάμ είναι ακόμη εντελώς νωπό και η επανένταξη των βετεράνων στην αμερικάνικη κοινωνία σε πάρα πολλές περιπτώσεις προβληματική. Το κύριο κοινωνικό στίγμα της ταινίας (αν και το σενάριο του Σρέιντερ διαδραματιζόταν στο Λος Άντζελες) είναι η Νέα Υόρκη στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα, στη χειρότερη εποχή της, γεμάτη πόρνες, νταβατζήδες, ναρκομανείς, ληστές και ο μεγαλωμένος στις μεσοδυτικές πολιτείες Τράβις που επιλέγει να την διασχίζει κάθε νύχτα με το ταξί του, την μετατρέπει στο μυαλό του σε επι της γης κόλαση. Ο Τράβις πυροβολεί έναν ληστή σε ένα μαγαζί. Ο καταστηματάρχης όχι απλώς τον επαινεί και τον αφήνει να φύγει για να μην βρει μπελάδες, αλλά αρχίζει να κλωτσά και να χτυπά τον χτυπημένο ληστή. Είναι η πολλοστή φορά που τον ληστεύουν φέτος. Ο Τράβις δεν είναι ο μεμονωμένος ψυχάκιας, δεν έχει ξεφυτρώσει από το πουθενά, είναι βγαλμένος μέσα από το γενικότερο κοινωνικό περιβάλλον με την εγκληματικότητα να θάλλει και φυσικά έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί από απλά διαταραγμένος σε επικίνδυνο λόγω των όπλων που κυκλοφορούν ελεύθερα -νόμιμα ή μη- δεξιά και αριστερά. Ούτε η ίδια η ταινία ξεφύτρωσε από το πουθενά άλλωστε, ο Πολ Σρέιντερ την εμπνεύστηκε από μια απόπειρα δολοφονίας πολιτικού (το 1972 του υποψήφιου προέδρου Τζορτζ Γουάλας) και η ταινία με τη σειρά της, αν όχι ενέπνευσε, πάντως συνδέθηκε στενά, με την απόπειρα δολοφονίας του Ρίγκαν το 1981: πραγματικότητα και κινηματογράφος αλληλοτροφοδοτούμενοι. Μια άλλη βασική πτυχή του αρχικού σεναρίου ήταν ο ρατσισμός του Τράβις. Ο νταβατζής, ο ξενοδόχος και ο πελάτης που αντιμετωπίζει στο τέλος ο Τράβις ήταν μαύροι. Ο Σκορσέζε τους έκανε λευκούς, επειδή θεώρησε ότι η ταινία θα καταπλακωνόταν από τη ρατσιστική πτυχή της.

ΙΙΙ) Πώς ακριβώς όμως θα εκδηλωθεί το κακό;
Το τυχαίο.
Αν ο Τράβις είχε πυροβολήσει τον υποψήφιο πρόεδρο θα είχε περάσει στην κοινή γνώμη ως λαλημένος δολοφόνος. Τώρα περνάει ως αστικός κάου μπόι που κάνει κάτι ηρωικό για να σώσει ένα δωδεκάχρονο κορίτσι. Τα μίντια, οι ψυχολόγοι, οι εγκληματολόγοι, όλοι οι αναλυτές, εμβριθείς και μη, επιφανειακοί και μη, θα έπεφταν πάνω στον ίδιο ακριβώς άνθρωπο με το ίδιο ακριβώς ψυχολογικό υπόβαθρο και την ίδια προέλευση, ώστε να ερμηνεύσουν δύο στα μάτια τους εντελώς διαφορετικές πράξεις. Είναι όμως το τυχαίο που καθορίζει τι τελικά θα κάνει. Είναι μάλιστα διπλά το τυχαίο, γιατί και αρχικά επιλέγει τον Παλαντάιν και όχι τον άλλο υποψήφιο, όχι για κάποιον πολιτικό λόγο, έστω και με την πιο χοντροκομμένη άποψη του όρου, όχι επειδή π.χ. τον ενοχλεί το άλφα ή το βήτα σύνθημα, αλλά επειδή σε αυτόν δούλευε η Σέπερντ, αυτόν ήξερε, με αυτόν έτυχε να μιλήσει όταν μπήκε στο ταξί του. Για τον ίδιον τον Τράβις όμως το πώς θα τον αντιμετωπίσουν τα μίντια είναι ίσως δευτερεύουσας σημασίας. Χρειάζεται να κάνει κάτι για να ξεφύγει, χρειάζεται να κάνει κάτι για να λυτρωθεί από την αβάσταχτη πραγματικότητα της καθημερινότητάς του. Όλο αυτό που έχει συσσωρεύσει μέσα του χρόνια, όλο αυτό το υπαρξιακό κενό, όλη αυτή η απόρριψη, μετατρέπεται σε οργή. Πυροβολώντας θα τον ακούσουν. Και ιδανικά θα σκοτωθεί στην ανταλλαγή πυροβολισμών. Και θα ακουστεί και θα πάψει να υπάρχει.

ΙV) Μίλα μου.
Σε μένα μιλάς; Δεν υπάρχει κανείς άλλος εδώ, άρα σε ποιόν μιλάς αν όχι σε μένα; Στον περίφημο -αυτοσχεδιασμένο από το Ντε Νίρο- μονόλογό του, ο Τράβις αντιστρέφει μια ζωή όπου κανείς δεν τον βλέπει ουσιαστικά, κανείς δεν του απευθύνει ουσιαστικά το λόγο. Ο Σκορσέζε ως πελάτης στο ταξί κάθεται και βλέπει τη γυναίκα του να τον κερατώνει («με έναν αράπη») κι όλο τον ρωτάει ποιά είναι η γνώμη του για όσα συμβαίνουν, ποιά η γνώμη του για τον ίδιο, αν κρίνει τη συμπεριφορά του αξιολύπητη ή τρελαμένη, κι όλο του λέει «όχι μην μου λες, εσύ απλώς ταξιτζής είσαι, δεν έχεις κανένα λόγο να απαντήσεις». Το τηλέφωνο στο οποίο έπαψε να βγαίνει να του απαντά η Σίμπιλ Σέπερντ, η κουβέντα που του έκοψε μαχαίρι η ταμίας στο πορνοσινεμά, όλες οι «κρύες και απόμακρες» γυναίκες που δεν τον ζέσταναν και δεν ήρθαν κοντά του. Η έλλειψη προσοχής, ανταπόκρισης, επικοινωνίας, η μοναξιά ως συντριβή μεταμφιέζεται σε εύθικτη μοναχικότητα. Δεν μου μιλά κανένας - Προσβάλλομαι βαθιά = Μιλάς σε μένα; Από πού κι ως που με προσβάλλεις;

V) Δυο γυναίκες - δύο άντρες.
Το δίπολο της Σίμπιλ Σέπερντ και της Τζόντι Φόστερ: η γυναίκα η καθαρή, η ξανθιά, εκείνη «που δεν μπορούν να αγγίξουν», εκείνη που δεν μπορεί να αγγίξει η βρώμα που ο Τράβις βλέπει όλη τη νύχτα, η γυναίκα της ημέρας την οποία ερωτεύεται και προσπαθεί να κατακτήσει, και η δωδεκάχρονη πόρνη, το κορίτσι που άφησε την επαρχιακή αμερική για να έρθει κι αυτή σαν εκείνον στην βρωμόπολη, το κορίτσι που βρωμίζει ο νταβατζής με τα βρωμόλογά του και οι πελάτες με τις βρώμικες πράξεις τους, το κορίτσι που προσπαθεί να σώσει και καθαρίσει. Δυο γυναίκες και οι δύο άντρες στους οποίους είναι υποταγμένες. Στην αγκαλιά του νταβατζή, στην αγκαλιά του Καϊτέλ, η Τζόντι Φόστερ νιώθει ασφάλεια και ευτυχία, καθώς της λέει πως είναι η πιο τυχερή γυναίκα του κόσμου, πως δεν έχει ξαναγαπήσει άντρας γυναίκα έτσι, πως όλες οι γυναίκες θα ήθελαν να γίνονται αποδέκτες μιας τέτοιας αγάπης. Όσο της τα λέει η ηχητική μπάντα είναι σαν ξεκομμένη, τα λόγια του είναι σαν να ακούγονται εκτός του υπολοίπου περιβάλλοντος. We are the people, με την έμφαση στο “are”, εμείς είμαστε όντως ο λαός, εμείς ήρθαμε να υπερασπιστούμε όντως τα συμφέροντά του. Η Σέπερντ θαυμάζει τον υποψήφιο πρόεδρο και στέκεται δίπλα του, ωστόσο αν υπάρχει μια αντιστοιχία στη σχέση προαγωγού, είναι πως ο κάθε προεδρικός υποψήφιος τη σχέση αυτή την έχει με όλους τους ψηφοφόρους, δεν μπορεί να την περιορίσει μόνο σε μερικές γυναίκες. Δεν είναι τυχαίο πως είναι ο μόνος που ακούει τον Τράβις στο ταξί του, αφού τον έχει κι αυτόν ανάγκη. Οι δύο πράξεις βίας του Τράβις στο τέλος της ταινίας, εκείνη που αποπειράθηκε κι εκείνη που πραγματοποίησε, μπορούν να ειδωθούν και ως πράξεις απέναντι στους δύο άνδρες που η Σέπερντ και η Φόστερ κοίταξαν με δέος, ένα δέος που δεν επεφύλαξαν ποτέ στον ίδιο. Το γεγονός ότι στο τέλος η Σέπερντ επανέρχεται, ουσιαστικά του την πέφτει εκείνη και εκείνος της απαντά ψυχρά, μπορεί να ερμηνευθεί ως υγιής αντίδραση εκείνου που έφαγε απόρριψη και πληγώθηκε και δεν γουστάρει πια. Ίσως όμως και όχι, ίσως απλά είναι δύσκολο αφού ζήσεις τη μαγεία της έκρηξης, την έκσταση της αιματοβαμμένης βίας, να επιστρέψεις μετά στον δρόμο της κανονικότητας και της ευτυχίας. Θα συνεχίσεις να γυρνάς με το ταξί σου μέσα στη βρώμα της Νέας Υόρκης και κάθε τόσο θα κοιτάς καχύποπτα το καθρεφτάκι σου.   

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Ιουλίου 09, 2012

To επισκεπτήριο


Το πρώτο πράγμα που μου είπε στο πρώτο επισκεπτήριο στον Πόρο ήταν πως στο δελφίνι είχε κάνει εμετό. Ή μάλλον εμετούς. Δύο, μπορεί και τρεις. Με ποιό δικαίωμα; Το δικαίωμα στον εμετό δεν είναι απόλυτο. Όπως όλα τα υπόλοιπα ασκείται υπό προϋποθέσεις, βασικότερη των οποίων είναι πως εκείνος που του έρχεται να τον κάνει οφείλει να σέβεται τα δικαιώματα των άλλων. Και είχε μόλις ξεράσει επαναληπτικά πάνω στο δικαίωμά μου στη στιγμή. Γιατί αυτή ήταν η δική μου στιγμή και μου την έκλεβε. Εγώ ήμουν που είχα ανάγκη να της κλαφτώ, εγώ ήμουν που έπρεπε να της πω για τα ζόρια που τραβούσα στην προπαίδευση, εγώ ήμουν που έπρεπε να είμαι στη συνάντησή μας το επίκεντρο του ενδιαφέροντος κι ο σταρ του πόνου. Σε χτυπητή δηλαδή αντίθεση με εκείνη, τι ζόρια είχα περάσει ως τότε στη ζωή μου; Λίγο πολύ κανένα; Η ζωή μου είχε υπάρξει άδεια από ζόρια, επεισόδια και γενικότερα μεταβολές οιασδήποτε μορφής, άδεια από οτιδήποτε άξιο να αφηγηθείς, αφού δεν νοείται ιστορία χωρίς στην εξέλιξη της κάτι να αλλάζει, κάτι να ανατρέπεται, κάτι να συμβαίνει. Και σε μένα ως τότε δεν είχε αλλάξει, ανατραπεί ή συμβεί τίποτα ιδιαίτερα άξιο λόγου. Εκτός από εκείνη βέβαια. Και ασφαλώς θα ήταν και εκείνη –εμείς για την ακρίβεια- στην ατζέντα των λίγων ελεύθερων εκείνων ωρών που είχαμε στη διάθεσή μας, αλλά όχι ως το εναρκτήριο θέμα της. Είχα περάσει τις πρώτες βδομάδες μου στο στρατό, είχα πράγματα να της πω, βάρος να ξεφορτώσω, είχα επιτέλους αποκτήσει ένα πλαίσιο αφήγησης όπου έβλεπα μέσα του τον εαυτό μου να ζορίζεται. Κι εκείνη, πανιασμένη, μου έλεγε για τους εμετούς της.
Μετά την προπαίδευση η θητεία μου υπήρξε συγκριτικά πολυτελής, η ευκαιρία είχε χαθεί, η χαμένη στιγμή δεν θα επέστρεφε. Χρειάστηκε να περάσουν μερικά ακόμη χρόνια ζωής άδειας από αλλαγές, ανατροπές και συμβάντα, για να έρθει η μεγάλη αλλαγή, η μεγάλη ανατροπή, το μεγάλο συμβάν: χωρίζαμε. Πιστεύαμε ακλόνητα και οι δύο πως η σχέση μας θα ήταν το μέιν ιβέντ, μέχρι που ένας μας –εκπλήσσοντας μάλλον τον εαυτό του ακόμη περισσότερο από τον άλλο- αποφάσισε πως τελικά ήταν μόνο η προπαίδευση. Η παρέλαση, η ορκωμοσία, η κοινή θητεία δεν ακολούθησαν ποτέ. Γιατί στη ζωή του καθενός είναι πάντα το επισκεπτήριο στο παρελθόν που ερμηνεύει το μέλλον, είναι πάντα όσα έχουν ή δεν έχουν προηγηθεί που εξηγούν όσα ακολουθούν ή δεν ακολουθούν. Και δεν μιλάω για δελφίνια και εμετούς.
---
(Ημέρα στρατιωτικών ποστ η σημερινή, βάσει μιας ιδέας του Βιβλιοθηκάριου και συμμετοχές από τον Δύτη των Νιπτήρων, τον Τσαλαπετεινό, τον Silentrossing, τον Σελιτσάνο, το Ερυθρό Καγκουρώ και τους Κυνοκέφαλους)

Παρασκευή, Ιουλίου 06, 2012

Στα βραχάκια

Eίχε να επιλέξει ανάμεσα σε μια ευτυχισμένη και σε μια ενδιαφέρουσα ζωή. Διάλεξε προφανώς την ενδιαφέρουσα. Δυστύχησε.
Είχε να επιλέξει ανάμεσα σε μια ευτυχισμένη και σε μια ενδιαφέρουσα ζωή. Διάλεξε προφανώς την ευτυχισμένη. Έπληξε.
Είχε να επιλέξει ανάμεσα σε μια ευτυχισμένη και σε μια ενδιαφέρουσα ζωή. Διάλεξε προφανώς την προσωπική ευτυχία και αφιέρωσε το ενδιαφέρον του στις δυστυχίες των άλλων. Δόξα τω Θεώ, ήταν πολλές. Με ποιό τρόπο όμως να αφιερωνόταν; Να γινόταν αριστερός; Να γινόταν φιλάνθρωπος; Να γινόταν καλός φίλος; Μπροστά σε αυτή τη δεύτερη επιλογή σκάλωσε πολύ περισσότερο απ' ό,τι στην πρώτη. Βρέθηκε σε αδιέξοδο. Αποφάσισε τελικά να μην γίνει τίποτα απ' όλα αυτά και να καλύψει την μη αφιέρωσή του στις δυστυχίες των άλλων με μια αντίστοιχη ενοχή. Κατάφερε έτσι να είναι και ευτυχισμένος και να μην πλήττει.
Ήταν αυτός που είχε επιλέξει σωστά. Aποφάσισε να μοιραστεί το τέχνασμά του με το λαό. Έγραψε σχετικό οδηγό αυτο-βοηθείας. Έγινε ανάρπαστος. Δεν το περίμενε είναι η αλήθεια, κι έτσι το γεγονός ότι στο οπισθόφυλλο είχε δεσμευτεί πως θα διαθέσει τα κέρδη από τις πωλήσεις των βιβλίων εξ ημισείας σε κατά τόπους κινήματα αλληλεγγύης και σε φιλανθρωπικές ΜΚΟ, τον ανάγκασε να βρεθεί στη θέση εκείνου που μοίραζε χρήμα αριστερά και δεξιά, με την μεταφορική αλλά και την ιδεολογική ίσως σημασία της λέξεως.
Το χρήμα που έδινε ήταν τόσο πολύ ώστε αναγκαστικά οι ενοχές του για τη μη συνεισφορά του στην καταπολέμηση της παγκόσμιας δυστυχίας να αρχίσουν να αμβλύνονται. Λίγα χρόνια αργότερα τον είχαν εγκαταλείψει τελείως. Είχε μείνει μόνος με την ευτυχία του. Το φάσμα της πλήξης του χτυπούσε την πόρτα.
Δεν την άνοιξε. Το χτύπημα γινόταν όλο και πιο δυνατό. Υποχώρησε. Άνοιξε. Ήταν ένας καλός του φίλος. Προφανώς και θα ήταν άνθρωπος και όχι φάσμα. Δεν ζούσε μέσα σε μια λεκτική μεταφορά, καιρός ήταν να το χωνέψει επιτέλους. Ο φίλος του φαινόταν ταραγμένος. Του έβγαλε γλυκό, του έβγαλε και μέντα. Μετά την μέντα έπιασαν την κουβέντα και φίλος του του ομολόγησε πως είχε κάνει φονικό. Χρειαζόταν τη βοήθειά του. «Μα πώς; Τι θα μπορούσα να κάνω; Δεν έχω αναστήσει κανέναν άλλο εκτός από τα τρία υπέροχα κατάξανθα παιδιά μου. Και αυτά μεταφορικά». Ο φίλος του τον κοιτούσε σαστισμένος. «Κάνεις πλάκα τέτοιες ώρες; Πώς μπορείς; Τα λεφτά σου χρειάζομαι. Δεν τα θέλω για την υπεράσπισή μου. Δεν κερδίζεται η υπόθεσή μου. Για την οικογένειά μου τα θέλω. Θέλω να έχουν μια οικονομική ασφάλεια τώρα που θα λείψω για χρόνια». «Μα, τα λεφτά απ' το βιβλίο ξέρεις πού πάνε. Δεν κρατάω τίποτα». «Έλα τώρα. Ρώτησα το δικηγόρο μου. Δεν έχεις νομική υποχρέωση. Μια κουβέντα σε ένα εξώφυλλο ήταν». Έβαλε τα χέρια στο κεφάλι κι άρχισε να κλαίει με απόγνωση. «Τι θα απογίνουν; Βοήθησέ με» και άλλα κλαψομούνικα.
Λύγισε. Του παραχώρησε -νομικά δεσμευτικά αυτή τη φορά- τα δικαιώματά του από το βιβλίο. Σκάνδαλο μεγάλο ξέσπασε όταν δεν έδωσε τα υπεσχημένα λεφτά δεξιά και αριστερά. Ήταν ξανά υπόλογος απέναντι στην παγκόσμια δυστυχία. Οι ενοχές τον ξαναβρήκαν κλειδώνοντας ιδανικά δίπλα στην αδιατάρακτη προσωπική του ευτυχία.
Τα τρία κατάξανθα παιδιά του συνέχιζαν να μεγαλώνουν, η γυναίκα του έμοιαζε μικρότερη από ποτέ και η σχέση τους δυνατότερη από ποτέ, όλα ήταν υπέροχα, με την μοναδική ηδονική κηλίδα των ενοχών του που τώρα που είχε τη δυνατότητα να βοηθήσει τους πολλούς, βοήθησε μόνον έναν. Ο ένας όμως τι είναι άραγε; Μικρότερο μέγεθος από τους πολλούς; Ποσοτικά κρίνονται αυτά τα θέματα; Αριθμοί είναι οι άνθρωποι ή αυθύπαρκτες αξίες; Στην στάση μας απέναντι στον ένα δεν κρίνεται τελικά η στάση μας απέναντι στον κόσμο; Δεν είναι προτιμότερη η διαπροσωπική σχέση με τον ένα πάσχοντα από την αφηρημένη σχέση με το σύνολο του κόσμου που υποφέρει; Μπορούμε ποτέ να σώσουμε τον κόσμο; Όχι. Μπορούμε όμως να βοηθήσουμε καθοριστικότατα έναν άνθρωπο, τον οποίο μάλιστα αγαπάμε αληθινά και όχι θεωρητικά; Μπορούμε. Με αυτές τις σκέψεις ένιωσε καλύτερα και ένα χαμόγελο φώτισε ολόκληρο το πρόσωπό του.
Άκουσε την πόρτα του να χτυπά με δύναμη. «Μαλάκα», είπε. Αυτή την φορά ήξερε ότι δεν θα ήταν τόσο τυχερός όσο την πρώτη.
Πέθανε μερικές δεκαετίες αργότερα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα είχε χάσει τελείως. Άνοια η επίσημη διάγνωση, ανία η ουδέποτε διαγνωσθείσα αιτία της. Η Άννα, η γυναίκα του, δεν έκλαψε στιγμή στην κηδεία. Το ίδιο και τα τρία, γκριζόξανθα πλέον, παιδιά του. Εξηγούσαν πως αν για κάποιον άνθρωπο δεν πρέπει να κλάψουμε είναι για αυτόν. Έζησε μια απόλυτα ευτυχισμένη ζωή. Ειδικά μετά το σκάνδαλο της διακοπής των χορηγιών του δεξιά και αριστερά, ενώ θα περίμενε κανείς να τον καταβάλλει το γεγονός, τον κατέβαλε μόνο για μικρό χρονικό διάστημα. Λίγο μετά άρχισε μάλιστα να είναι πιο ευτυχισμένος από ποτέ, καθώς έφυγε -και δεν τον επισκέφτηκε ξανά- εκείνο το αδιευκρίνιστο κάτι που σκοτείνιαζε ως τότε το βλέμμα του.

Τετάρτη, Ιουλίου 04, 2012

O αριθμός των φωτογραφιών

Πολύ όμορφη ταινία. Σχετικό κειμενάκι στο ελculture.

Τρίτη, Ιουλίου 03, 2012

Mileage

Πάνω στον χυμένο καφέ τα άλφα τέσσερα / γιατί δεν με παίρνεις ποτέ στα τέσσερα / έχει κλείσει τα τέσσερα/ χωρίς χαρτί υγείας/ η θύελλα έξω απ' την ψυχική μας υγεία/ αυτό το ατόφιο φως.
Στο παγκάκι έξω από τον Ευαγγελισμό αποκαμωμένη/ κάθεται δίπλα στο γεμάτο σινεμά ανθισμένη/ πάντα οι στίχοι του Κοεν/ πεινάει - ζητάει - δεν παίρνει/ κάθεται τυχαία - δεν ζητάει - κι αν διψάει θα μείνει για πάντα ανεξερεύνητο/ "You must not ask for so much" - "Hey, why not ask for more?".

'Ενας τύπος ξαπλωμένος μπρούμυτα, με χέρια και πόδια ορθάνοιχτα, μισός πάνω απ' την άσφαλτο, μισός κάτω, τρώει την άσφαλτο, έρπεται με χέρια και πόδια ορθάνοιχτα, τρώγοντας την λίγη λίγη, μασώντας την αργά αργά, σαν μετροπόντικας εδάφους, τρώει άσφαλτο και την αποθηκεύει μέσα του δίπλα σε σφάλματα που ασφαλτοστρώνει, έχοντας βάλει στόχο να κάνει με αυτόν τον τρόπο τον γύρο του κόσμου σε ογδόντα ανήμερες ημέρες, ώστε μετά επιτέλους να ηρεμήσει, να αναπαυθεί, να πάψει, να τον θάψουν κάτω από την άσφαλτο, εκεί που ίσως είναι η παραλία.
Στην παραλία έχει μια θάλασσα να την πιεις στο ποτήρι. Πέφτει, αρχίζει τις απλωτές και τις βουτιές, πέφτει κι είναι αυτός κι η θάλασσα. Κολυμπάει κι άλλο, βουτάει κι άλλο, δεν δραπετεύει από πουθενά, δεν ξεφεύγει από τον εαυτό του, εκπλήσσεται συνειδητοποιώντας πως είναι ευτυχισμένος εντός του εαυτού του, γιατί είναι πάντα ο εαυτός μας που βρίσκουμε στη θάλασσα, είναι πάντα οι στίχοι του cummings, ή ίσως πάντα το ίδιο περιορισμένο ανακυκλoύμενο ρεπερτόριο αναφορών, δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι τον εαυτό μας τον βρίσκουμε στη θάλασσα: όχι στη μάγκι και τη μίλι και τη μόλι και την μέι.
Η θάλασσα φυσικά αγριεύει. Κόσμος κινδυνεύει να πνιγεί. Προσπαθεί να την ηρεμήσει, προσπαθεί να την πάρει με το καλό, προσπαθεί να δαμάσει τα κύματα, αλλά αυτά είναι εκτός ελέγχου. Αρχίζει να κατηγορεί τη θάλασσα που είναι θάλασσα, σαν να μην ξέρει πως κάθε φορά που πέφτει μέσα της κόσμος κινδυνεύει να πνιγεί, με πρώτη απ' όλους την ίδια τη θάλασσα: αυτή είναι που αναταράσσεται και υποφέρει σύσσωμη. Οι υπόλοιποι κινδυνεύουν ναι, περνάνε ζόρια ναι, αλλά δεν παύουν να γίνονται δέκτες θραυσμάτων μόνο μιας πρωτογενούς ταραχής.
Μα πνίγονται οι θάλασσες; Όταν γράφεις όλα γίνονται. Και κυρίως όταν γράφεις πρόχειρα, όταν γράφεις αυτόματα, όταν δημοσιεύεις αυτόματα την κάθε ιδέα σου, όταν δεν χρησιμοποιείς τις ιδέες σου και τα συναισθήματά σου σαν υλικό για γραφή, αλλά εξαντλείς τη γραφή σου στο αυτόματο θολό αράδιασμά τους, ενώ γραφή είναι αυτό που προκύπτει μετά την επεξεργασία, μετά το φιλτράρισμα, μετά το πέταμα, είναι αυτό που προκύπτει ψύχραιμα και κλινικά, μακριά από το χύθηκε ο καφές - μου ήρθε ιδέα- γράφω - ανεβάζω.
Ανεβάζεις αυτό που δήθεν αλιεύεις αφού πρώτα έχεις κατέβεις χαμηλά. Αλλά κι εκεί το ψάξιμο επιφανειακό είναι, μέχρι την άσφαλτο του ψυχικού σου κόσμου φτάνει, προτιμώντας να μην επεκταθεί σε υπόγειες, υποσυνείδητες και κακόφημες κρυψώνες.
Μια ευκολία που μασκαρεύτηκε σε ελευθερία, μια διαρκής αποκάλυψη που μασκαρεύτηκε σε διαρκή απόκρυψη, η γραφή παραμένει παραταύτα μια ιδιότυπη θάλασσα, μια θάλασσα την οποία μπορείς να ελέγξεις ώστε να μην πνίξει άλλους.
Ή έτσι νομίζεις. Ή δεν το νομίζεις καν.