Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 30, 2010

Live your Pereosi in Greece

Μια λύση θα ήταν το Ελληνικό να γίνει το μεγαλύτερο περαιωτικό πάρκο της Ευρώπης, να καλυφθεί κάθε γωνιά του με πλαστά και εικονικά τιμολόγια και να μετατραπεί σε κέντρο παγκόσμιας ρύθμισης φορολογικών παραβάσεων και πάσης λογής πλαστογραφιών. Oι φορολογικοί παράδεισοι των υπεράκτιων εταιριών μπορεί να έχουν καλύψει το σκέλος της παγκόσμιας πρόληψης των δυσμενών φορολογικών συνεπειών, υπάρχει όμως ένα κενό στο σκέλος της παγκόσμιας καταστολής των φορολογικών παραβατών: εκεί ακόμα υπάρχουν ιδεολογικές αγκυλώσεις βάσει των οποίων το παμφάγο κράτος εξακολουθεί να τιμωρεί το κεφάλαιο, ναρκοθετώντας την ανάπτυξη και τις ευρύτερες προοπτικές της οικονομίας. Αυτό το κενό μπορεί και πρέπει να αξιοποιήσει η χώρα μας έχοντας το συγκριτικό πλεονέκτημα της τεχνογνωσίας. Το Ελληνικό μπορεί να κηρυχθεί αυτόνομη φορολογική ζώνη και να προσεγγίσει από όλες τις γωνιές της γης κεφάλαια τα οποία θα ξεπλένει και θα αμνηστεύει δια της περαιώσεως. Ούτε Λας Βέγκας ούτε Σέντραλ Παρκ: το Πάρκο της Μεγάλης Περαίωσης.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 29, 2010

O Mισογύνης Μέσα Μου

Βοηθός σερίφη σε φιλήσυχη και ακμάζουσα λόγω των πετρελαιοπηγών επαρχία του Τέξας της δεκαετίας του 1950 έχει μέσα του παιδικά τραύματα που συνδέονται άμεσα με το χτύπημα γυναικών. Τα έχει σε αδρανή κατάσταση, μέχρι που ένα μοιραίο πρωινό κάτι του τα ενεργοποιεί και μαζί τους το σαδιστή μέσα του. Χτυπάει γυναίκες στο πλαίσιο του σεξ, χτυπάει γυναίκες έξω από το πλαίσιο του σεξ, σκοτώνει κατά συρροή άντρες και γυναίκες. Moλονότι σκοτώνει κατά συρροή, δεν τον λες σίριαλ κίλερ, αφού όλοι του οι φόνοι γίνονται αρχικά για να εξυπηρετήσουν ένα σχέδιο και στη συνέχεια εξ ανάγκης, ωστόσο λίγο να βγει κανείς από το μυαλό του αντιλαμβάνεται ότι ούτε το σχέδιο ούτε η ανάγκη προϋπέθεταν ως μόνη λύση το φονικό του σερί, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για σερί που περιλαμβάνει και πρόσωπα που αγαπά. Συνονόματος του δειλού Μπομπ Φορντ, και έχοντας και αυτός όπως και ο Μπομπ την μορφή του Κέισι Άφλεκ, ο Λου Φορντ είναι μια μηχανή παραγωγής θανάτων που πήρε μπρος.
Μολονότι μια από τις πιο επίμαχες και αβανταδόρικες σκηνές του «Δολοφόνου Μέσα μου» διαδραματίζεται στα πρώτα λεπτά της ταινίας, η ταινία αργεί υπερβολικά να πάρει μπρος και να αποφασίσει να κινηθεί κάπου πέραν από την αποστασιοποιημένη σκηνοθεσία του σεναρίου. Στο μεγαλύτερο τμήμα της ξετυλίγεται επίπεδα και την παρακολουθείς με ενδιαφέρον μεν, αλλά χωρίς ιδιαίτερη συναισθηματική εμπλοκή, αφού δεν φαίνεται να έχει εμπλακεί ιδιαίτερα συναισθηματικά και ο ίδιος ο Μάικλ Γουιντερμπότομ (με 17 ταινίες όλων των ειδών στο ενεργητικό του τα τελευταία 15 χρόνια, επικαλείται τις δεκάδες ταινίες του Μπέργκμαν ή τους παλιούς χολιγουντιανούς σκηνοθέτες που σκηνοθετούσαν ασταμάτητα για να δείξει ότι δεν κάνει κάτι τόσο διαφορετικό, όντας πάντως τόσο εργασιομανής που κατέστρεψε τον γάμο του). Μπαίνοντας στην τελική της ευθεία η ταινία αρχίζει να ξεκλειδώνει και να σε κάνει να συμμετέχεις: οι ρυθμοί της αφήγησης αλλάζουν, ο ψυχισμός του ήρωα γίνεται πιο ξεκάθαρος, η συντομότατη παρουσία του Μπιλ Πούλμαν λειτουργεί απροσδόκητα καθοριστικά από πλευράς ύφους, ενώ το φινάλε έρχεται επιτέλους να δώσει μια τελική σφραγίδα και προσωπικότητα στο έργο, μια σφραγίδα ελαφράς ειρωνείας, η οποία για να είμαι ειλικρινής δεν προκύπτει αν διαβάσεις συνεντεύξεις του σκηνοθέτη, ωστόσο εγώ αυτό εισέπραξα και αυτό σου καταθέτω, πολυαγαπημένε αναγνώστη. Η κινηματογράφηση της τελικής σκηνής και το τραγούδι του τέλους μου δίνουν την αίσθηση ότι ο σκηνοθέτης θέλει να αρθεί πάνω από το βάρος της συγκεκριμένης τραγωδίας και του συγκεκριμένου ψυχάκια, ότι ίσως προσπαθεί να πει ένα συνολικό «Δεν πάτε καλά και έχετε ξεφύγει σαν κοινωνία και σαν κουλτούρα». Το pulp μυθιστόρημα του Τζιμ Τόμπσον στο οποίο βασίστηκε η ταινία είναι του 1952 και προηγείται όλης αυτής της (συχνά με σπουδαίες ταινίες ή ακόμη και τηλεοπτικές σειρές όπως το «Dexter») ψυχοπάθειας που έχουμε παρακολουθήσει τις τελευταίες δεκαετίες στις οθόνες μας. Αφού λοιπόν η αμερικάνικη κοινωνία και ο αμερικάνικος κινηματογράφος παράγουν τους σίριαλ κίλερ με το τσουβάλι, ίσως να έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που μια τέτοιου είδους σκηνοθετική αντιμετώπιση να έχει περισσότερο νόημα.
Ωστόσο συνηθισμένα τα βουνά από σιριαλκιλερικά χιόνια, και αν για κάτι συζητείται η ταινία, ειδικά στην Αμερικη, είναι για τον φερόμενο μισογυνισμό της. Πράγματι, οι δύο γυναίκες της ταινίας απεικονίζονται αμφιλεγόμενα έως προβληματικά. Είτε αποζητούν και απολαμβάνουν την βία, είτε μοιάζουν να την ανέχονται για πολύ. Αν το δούμε ανάποδα όμως, άντρας είναι ο κακός του έργου, άντρας είναι το σε τελική ανάλυση τέρας του έργου, άντρας είναι ο αρρωστημένος θύτης. Αν μπούμε δηλαδή στη λογική εκείνη όπου οι ήρωες της κάθε μυθοπλασίας παύουν να εκπροσωπούν τον εαυτό τους, παύουν να εκπροσωπούν τον δικό τους χαρακτήρα και μετατρέπονται σε σύμβολα, τότε γιατί να μην το αντιστρέψουμε και γιατί να μην πούμε πως η ταινία στοχοποιεί το αντρικό φύλο; Παράλογο; Προφανώς. Πόσο λιγότερο παράλογη όμως είναι αυτή η νοοτροπία της θυματοποίησης; Αν η δολοφόνος ήταν γυναίκα, αν αυτή έσπαγε τα μούτρα αντρών και τα βλέπαμε σπασμένα, θα έλεγε κανείς ότι το έργο αποτελεί πορνογραφία της βίας κατά των αντρών; Οι αντιδράσεις αυτές φέρνουν στο νου περσινές κατηγορίες για μισογυνισμό που διατυπώθηκαν κατά του «Αντίχριστου» του Λαρς Φον Τρίερ. Γενικά τέτοιου είδους υπερβολές μυρίζουν κάτι από την υστερία της πολιτικής ορθότητας. Όχι γιατί το θέμα της βίας κατά των γυναικών δεν είναι σοβαρό ή είναι κάτι που πρέπει να αντιμετωπίζουμε με επιπολαιότητα. Κάθε άλλο. Ωστόσο κατ΄αποτέλεσμα είναι σαν να λέμε τόσο στον «Δολοφόνο Μέσα μου», όσο και σε κάθε άλλο κινηματογραφικό δολοφόνο, να σκοτώνει όσους έχει ανάγκη, δεν τρέχει μία, αλλά να μην χτυπάει μπροστά μας γυναίκες, είναι κακό.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 28, 2010

Ηello Τhere

Τι προηγήθηκε του σοκ που βιώνει τώρα η ελληνική μεσαία τάξη; Η τα πολλά τελευταία χρόνια κυριαρχία της θεωρίας του μεσαίου χώρου.
Υπό μια έννοια μάλιστα το μνημόνιο είναι μια επιλογή που κατ' εξοχήν θα χαρακτήριζε τον μεσαίο χώρο, όχι για το ακραίο και ανάλγητο περιεχόμενό του, αλλά ως μια ακόμη επιλογή «φρόνησης» και «υπευθυνότητας», ως ένα ακόμη μέσο που θα κρατούσε την ανακατωσούρα και τους μπελάδες έξω από την πόρτα του νοικοκυραίου. O oποίος και αν σήμερα διαπιστώνει ότι η ανακατωσούρα και οι μπελάδες έχουν εγκατασταθεί στο σπίτι του, δεν παύει να φοβάται ακόμη περισσότερο το άγνωστο έξω από την αγκαλιά του μνημονίου. Γι΄αυτό ακόμη και αν ψηφίσει αντιμνημονιακά στις δημοτικές εκλογές (ή δεν πάει να ψηφίσει - στο μυαλό του άλλωστε μπορεί να είναι και το ίδιο) δεν ζητάει και μάλλον δεν θέλει βουλευτικές εκλογές: σε αυτές θα ήταν αναγκασμένoς μετά από πάρα πολλά χρόνια να ψηφίσει όχι με κριτήριο αν κουράστηκε από τη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και θέλει να αλλάξει παραστάσεις, ούτε αν κουράστηκε από τη διακυβέρνηση της ΝΔ και θέλει να αλλάξει παραστάσεις, αλλά με κριτήριο τον ίδιο του τον τρόπο ζωής, έναν τρόπο τον οποίο είχε μάθει να θεωρεί δεδομένο, έναν τρόπο τον οποίο είχε μάθει να θεωρεί απολιτικά δεδομένο, έναν τρόπο τον οποίο απολιτικά είχε μάθει να θεωρεί δεδομένο.
Οι απολιτικές αντιλήψεις πολιτικά καίνε τους φορείς τους, που ακόμη και την ώρα που καίγονται συνεχίζουν να φοβούνται την άγνωστη φωτιά, μια φωτιά για την οποία κανείς δεν τους είχε προετοιμάσει, μια φωτιά που νόμιζαν ότι δεν αφορούσε το δικό τους παρόν και μέλλον, παρά μόνο το παρελθόν των προγόνων τους.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 25, 2010

Bündnerfleisch

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 24, 2010

Πριν την τελευταία μέντα

Μετά την συγκλονιστική αποκάλυψη του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης για τα λεφτά που τα φάγαμε όλοι μαζί στους διορισμούς, έρχεται επιστολή καταπέλτης όπου βάζει τα πράγματα στη θέση τους για τα 58 του ακίνητα,
γεγονός που ναι μεν δεν προξενεί από μόνο του ιδιαίτερη εντύπωση (αφού όπως αποδεικνύει το ακόλουθο ντοκουμέντο ο κουβάς είναι απαραίτητο αξεσουάρ κάθε του εμφάνισης, προκειμένου να τον γεμίσει με όσα θα βγουν από το στόμα του),
γεννά ωστόσο ενόψει της αυξανόμενης αποθράσυνσης των τελευταίων του χτυπημάτων μια άλφα ανησυχία,
μήπως τόσο ο ίδιος όσο και το μεταπολιτευτικό πολιτικό καθεστώς (το οποίο δικαιωματικά προσωποποιεί περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον) βρίσκονται στο στάδιο πριν την τελευταία μέντα.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 22, 2010

Bedtime Movies

Ασανσέρ oυρανοξύστη μπλοκάρει. Τρεις άντρες και δυο γυναίκες είναι κλεισμένοι μέσα του. Κάθε φορά που κλείνουν τα φώτα κάποιος θα υποφέρει, ίσως να πεθάνει κιόλας. Γιατί; Επειδή ένας από τους πέντε δεν είναι όποιος κι όποιος, αλλά ο διάβολος. Αυτοπροσώπως. Πώς το ξέρουμε αυτό; Επειδή από τo ξεκίνημα του «Devil» μας προϊδεάζει σε αφήγηση με φωνή off ο επιστάτης του ουρανοξύστη. Του τα έλεγε εκείνου η γιαγιά του πριν πέσει για ύπνο: καμιά φορά ο διάβολος εμφανίζεται και βασανίζει τους αμαρτωλούς πριν πάρει την ψυχή τους. Στην κάμερα ασφαλείας, μέσω της οποίας παρακολουθεί τους εγκλωβισμένους στο ασανσέρ, εμφανίζεται στιγμιαία ένα περίεργο σχήμα. Έτσι ο επιστάτης δεν έχει πια την παραμικρή αμφιβολία για το τι συμβαίνει. Το ανακοινώνει στο συνάδελφό του. Εκείνος τον αποπαίρνει και του ζητάει να μη λέει μαλακίες, γιατί εκτίθεται. Όταν αρχίζουν τα εγκλήματα και πλακώνει κι η αστυνομία, το ανακοινώνει και στον αστυνομικό. Ο αστυνομικός ρωτάει με ένα μείγμα κατάπληξης και περιφρόνησης το συνάδελφο του επιστάτη: «Μα σοβαρολογεί;». Εδώ η ερώτηση θα έπρεπε να αντιστραφεί και να τεθεί από την πλευρά του θεατή: Μα σοβαρολογείτε; Μα είναι δυνατόν να είναι αυτή η υπόθεση της ταινίας σας; Δεν θα έπρεπε να υπάρχει ένα μίνιμουμ μη γελοιότητας;

Η προφανής απάντηση είναι ότι παρακολουθείς μια ταινία είδους, με τις συμβάσεις και τους κανόνες που κουβαλά. Θες να δεις ένα μεταφυσικό θρίλερ - το βλέπεις, δεν θες - δεν το βλέπεις. Δεν διαφωνεί κανείς, ωστόσο ίσως η περίπτωση του «Devil» αντανακλά το πως καμιά φορά το χολιγουντιανό σινεμά χάνει κάθε επαφή με την πραγματικότητα και μετατρέπεται σε ένα κλειστό, αυτοαναφορικό σύστημα που δεν παίρνει αέρα από πουθενά: Μια ιδέα για κινηματογραφικό είδος ρίχνεται στο τραπέζι. Η ερώτηση του αστυνομικού θα έπρεπε ίσως να είχε υποβληθεί στο στάδιο της χρηματοδότησης της ταινίας. Μα είναι δυνατόν να ζητάτε να γυρίσουμε αυτό το σενάριο; Η ερώτηση μήπως είναι εντελώς αστεία η ιδέα της ταινίας δεν πέφτει προφανώς ποτέ στο τραπέζι. Ή ακόμη και αν πέφτει κρίνεται δευτερεύουσας σημασίας, κρίνεται ότι δεν πρόκειται να έχει καμία κακή εμπορική επίπτωση, κρίνεται ότι δεν πρόκειται να στραβώσει εκ των προτέρων ο κόσμος και να μην πάει να τη δει, κρίνεται ότι δεν πρόκειται να λειτουργήσει εκ των υστέρων αρνητικά στο «από στόμα σε στόμα».

Ωστόσο δεν έχουμε να κάνουμε με τις συνήθεις περιπτώσεις ανθρώπων με περιορισμένη φαντασία. Εδώ στην καρδιά της ταινίας υπάρχει ένας αληθινά ταλαντούχος δημιουργός, ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν. Επειδή όμως όπως λέει έχει πολλές ιδέες και είναι κρίμα να πάνε χαμένες και άλλωστε του αρέσει η ομαδική δουλειά, δίνει την ιστορία του σε άλλους για να την κάνουν σενάριο και στη συνέχεια να τη σκηνοθετήσουν, όπως θα κάνει και με δύο ακόμα ιστορίες του, σε ένα πρότζεκτ με ορίζοντα τριλογίας και γενικό τίτλο «Τα χρονικά της νύχτας». Στο «Devil» η σκηνοθεσία δεν καταφέρνει να φτάσει στο ύψος των «μπου» στα οποία μας συνήθιζε ο ίδιος ο Σιάμαλαν, ενώ το σενάριο δεν αναπτύσσει καθόλου τους χαρακτήρες, δεν ενδιαφέρεται στο παραμικρό για τις υποτιθέμενες αμαρτίες τους που μένουν απλή αναφορά, καθώς όλα επικεντρώνονται γύρω από την πλοκή και την κίνηση της δράσης. Και σε αυτό το επίπεδο πράγματι η ταινία δεν τα πάει άσχημα. Το «Devil» μοιάζει και είναι μικρό σε μέγεθος, επιχειρώντας και τελικά πετυχαίνοντας να κερδίσει σε τέμπο, ατμόσφαιρα και ένταση, με αποτέλεσμα να βλέπεται με σχετικό ενδιαφέρον, με το βασικό ερώτημα βέβαια να μην σε εγκαταλείπει ποτέ: Μα σοβαρολογείτε;

Και εδώ είναι το πρόβλημα: ο Σιάμαλαν συνήθιζε να κάνει ταινίες που δεν υποτιμούν τη νοημοσύνη του θεατή, συνήθιζε να κάνει ταινίες τελικά έξυπνες, ταινίες με τον τρόπο τους ανατρεπτικές. Στο «Σκοτεινό Χωριό» π.χ. έπαιξε με το ίδιο το είδος των ταινιών τρόμου αποδομώντας τες και ταυτόχρονα υμνώντας τες, στο «Lady in the Water »έπαιξε με τις προσδοκίες των θεατών και τη στερεοτυπική σκέψη των κριτικών για το σινεμά των ειδών.
Στο «Devil» όμως όλα είναι από την αρχή πεταμένα στα μούτρα μας και κινούμαστε στον αντίποδα της εξυπνάδας. Επίσης η κεντρική ιδέα του «Devil» έχει πολλά περισσότερα κοινά σημεία με την κεντρική ιδέα του «Οιωνού» από όσα θα έπρεπε για έναν δημιουργό που δεν θέλει να επαναλαμβάνεται. Αλλά σε αντίθεση με τον «Οιωνό» που η ταινία αποκάλυπτε τα χαρτιά της μόνο στο τέλος, όντας μια ευφυέστατη παραπλάνηση του θεατή, εδώ το άνοιγμα των χαρτιών στο τέλος δεν έρχεται να ανατρέψει τίποτα, έρχεται αντίθετα να στήσει ηθικά διδάγματα και μεγάλα μηνύματα πάνω στην ίδια τη σαθρότατη βάση στην οποία στηρίχθηκε, πάνω σε μια προσέγγιση του μεταφυσικού αντάξια τηλε-ευαγγελιστών. Αν τα bedtime stories απευθύνονται σε παιδάκια για να τα κοιμίσουν, οι bedtime movies απευθύνονται σε θεατές με μονίμως κοιμισμένες απαιτήσεις.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Θέλω να σας το θυμίσω αυτό το πράγμα

Είχα μείνει με την εντύπωση ότι την 5η Μαϊου μεγάλο πλήθος διαδηλωτών φώναζε οργισμένο έξω από τη Βουλή «Να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή». Είχα μείνει με την εντύπωση ότι το γεγονός προξένησε στη συνέχεια συζητήσεις επί συζητήσεων και αναλύσεις επί αναλύσεων. Αυτήν μου την ολότελα λανθασμένη εντύπωση τη συνέτριψε απόψε η Όλγα η Τρέμη, η οποία συζητώντας στο βραδινό δελτίο του Μega με τους φορτηγατζήδες, τους εξήγησε τι ακριβώς συνέβη εκείνη την μέρα, αποκαθιστώντας την ιστορική πραγματικότητα (από το 23:00΄ του βίντεο και μετά) :
Όλγα -θέλω να σας το θυμίσω αυτό το πράγμα- υποτίθεται πως είστε δημοσιογράφος. Θα έπρεπε να έχετε και εσείς και οι συνάδελφοί σας στο δελτίο ένα έσχατο όριο, έναν πάτο, ένα «δεν πάω παρακάτω». Φτου σας.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 21, 2010

Εννέα

Έρχεται μια νύχτα στη ζωή σου που όχι μόνο βλέπεις ολόκληρη την εκπομπή του Χατζηνικολάου, αλλά την παρακολουθείς και με ενδιαφέρον κιόλας. Συνειδητοποιείς ότι το γεγονός αποτελεί αμάχητο τεκμήριο πνευματικής εμμηνόπαυσης, συνειδητοποιείς ότι έχεις πια περάσει σε τερματικό στάδιο μεσοκοπισμού, αλλά αν δεν μπορείς να αποφύγεις τον βιασμό της ηλικίας (γενική υποκειμενική) τουλάχιστον απόλαυσέ τον (διαπίστωση με την οποία θα συμφωνούσε άλλωστε και ο Κώστας Τσόκλης, επισημαίνοντας ίσως ότι ούτως ή άλλως οι βιασμοί και οι πάσης φύσεως επιθέσεις δεν πρέπει να αποφεύγονται, αλλά εξ αρχής να απολαμβάνονται).
Τους εννέα βασικούς υποψήφιους Περιφερειάρχες Αττικής είχε ο Νικόλας. Εννέα. Η Δανία του Νότου είναι εδώ. Εννέα. Πολλοί περισσότεροι από τους παίκτες που χρησιμοποίησε ο Καζλάουσκας στο Μουντομπάσκετ. Πολλοί περισσότεροι από τις πάσες που άλλαξε η πράσινη αρμάδα στο Καμπ Νου. Να στους πω όλους για να ξέρεις κι εσύ τις βασικές επιλογές σου:
1) Ο Σγουρός του ΠΑΣΟΚ. Που όταν τον είπε όμως ο Αλαβάνος εκπρόσωπο του ΠΑΣΟΚ, προσβλήθηκε. Και μετά, όταν το Αλεκάκι προσέθεσε πως χαίρεται που θεωρείται πια προσβλητικό να σε λένε εκπρόσωπο του ΠΑΣΟΚ, ξαναπροσβλήθηκε. Όχι ο Σγουρός του ΠΑΣΟΚ λοιπόν. Ο Σγουρός της Αυτοδιοίκησης. Κάτι σαν τον Λώρενς της Αραβίας: χωρίς τα λευκά σεντόνια στο κεφάλι, αλλά με ταμειακό πλεόνασμα από τις θητείες του ως Νομάρχης.
2) Ο Κικίλιας της ΝΔ. Που την είπε στον Σγουρό γιατί είχε πλεόνασμα. Εσείς γεννάτε την ύφεση του λέει, που τα κρατάτε τα λεφτά στα ταμεία. Πώς διαχειρίζεστε έτσι τα δημόσια οικονομικά; Σπίτι σας είναι; Όχι μόνο την ύφεση γεννάτε. Και την ανεργία και όλα τα κακά.
3) Ο Άδωνις του ΛΑΟΣ. Που έβαλε τα πράγματα στη θέση τους εξηγώντας ότι την ύφεση την γεννάνε οι αραπάδες της Ερμού. Που δεν πληρώνουν ΦΠΑ, τέλη κλπ. Αλλά αυτά τελειώσαν. Πρώτη Ιουλίου του έντεκα το παραεμπόριο στην Αττική τελειώνει. Αυτοί οι έξι μήνες που τους δίνει ο Περιφερειάρχης Άδωλφις πρέπει να είναι κάτι αντίστοιχο με την μεταβατική περίοδο που δίνεται στους φορτηγατζήδες. Ειδάλλως τους ξεπέταγε σε έξι ώρες. Επίσης ο Άδωλφις θα βάλει ελληνόπουλα στους παιδικούς και στα νηπιαγωγεία. Τα μεταναστάκια που τους τρώνε τη θέση δεν διευκρίνισε τι θα τα κάνει. Ίσως τα στείλει στη Ρουμανία μαζί με τους Ρομά του Σαρκοζί (επτά Ρομά σε ένα δωμά), ίσως τα βάλει να χτίσουν στο Βοτανικό λαϊκή ορθόδοξη εκκλησιά, ίσως τα βάλει ως δόλωμα στις αγιοπαντελεημονικές μάχες μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών από την μία και Αφγανών από την άλλη..
4) Ο Παφίλης του ΚΚΕ (για τον οποίο ο ποιητής πολύ σοφά έγραψε κάποτε: «Έχεις μια γεύση τρικυμίας, Παφίλη»).
5) Ο Διάκος των Οικολόγων Πράσινων (που δεν ρωτήθηκε -κακώς- για το Σκοπιανό).
Ως εδώ ήταν τα εύκολα. Από εδώ και πέρα δε πλοτ θίκενς. Συγκεντρώσου.
6) Ο Δημαράς του αντιμνημονιακού ΠΑΣΟΚ και της ωραιοπαθητικής ευαισθησίας.
Και από τον πολυαγαπημένο μας ΣΥΡΙΖΑ που λιγότερο από ένα χρόνο πριν κατέβηκε ενιαίος και τώρα εμφανίζεται τριχοτομημένος:
7) Ο Μητρόπουλος του αντιμνημονιακού ΠΑΣΟΚ και του «Καλημέρα Σας» με τον Γιώργο Αυτιά.
8) Ο Αλαβάνος της παιδοκτονικής ριζοσπαστικής αριστεράς και της κόκκινης κάρτας μέλους.
9) Ο Ψαριανός της επιτέλους λεύτερης Δημοκρατικής Αριστεράς και των τεσσάρων πέναλτι που δεν έδωσε την Κυριακή ο Κουκουλάκης.
Συμπεράσματα:
α) Ενώ από τους εννέα οι επτά ήταν είτε έτσι είτε αλλιώς κατά του μνημονίου, το ντουετάκι Άδωνις - Σγουρός έσπευσε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Ο Άδωνις δήλωσε πως «το σιχαίνεται το μνημόνιο» (περισσότερο και από τους μετανάστες, όπως φανέρωσε ο τόνος της φωνής του) αλλά το στηρίζει ως αναγκαίο κακό, ενώ και ο Σγουρός τάχθηκε ρητά και κατηγορηματικά κατά του μνημονίου. Εντάξει, εδώ έκανε ότι δεν ήξερε τον Ιακώβου, το μνημόνιο θα κωλώσει να αποκηρύξει; Όπως και να έχει -και αυτό είναι το κρίσιμο- με 9 πλέον στους 9 βασικούς υποψηφίους κατά του μνημονίου, οι προσεχείς εκλογές είναι μια μεγάλη ευκαιρία για τον ελληνικό λαό να βροντοφωνάξει το δημοκρατικό του ΟΧΙ στο μνημόνιο, ένα ΟΧΙ που θα στείλει παντού το μήνυμα. Εκτός και αν κατέβουν απέναντί τους η Μιράντα η Ξαφά, ο Μπάμπης ο Παπαδημητρίου, ο Κώστας ο Μητσοτάκης, εκτός και αν επιτέλους ενωθούν οι υπερμνημονιακές φωνές της χώρας για να στηρίξουν την επανάσταση του αυτονόητου. Άλλωστε τα νεοφιλελεύθερα μορφώματα πάντα είχαν σημαντικότατη εκλογική απήχηση.
β) Μετά τον Τερματοφύλακα - Γιατρό του Μπλεκ, ο Μπασκετμπολίστας - Γιατρός του Βασίλη Κικίλια. Μπίμπο δεν είναι μόνο η Ράπτη και η Καϊλή, μπίμπος είναι κι ο Βασίλης και δεν ξέρεις με τι πρέπει να απελπιστείς περισσότερο, με τα όσα ο ίδιος εκστομίζει στητός και απαστράπτων ή με τα επιχειρήματα με τα οποία ο Σαμαράς τον στήριξε στη ΔΕΘ; Η επιλογή Κικίλια είναι χαρακτηριστική της εδώ και δεκαπέντε - είκοσι χρόνια τώρα απόλυτης ένδειας της ΝΔ σε παραγωγή πολιτικών με υπόσταση. Διόλου τυχαίο δεν είναι ότι ήρθε για να σαρώσει τα πάντα και να κυβερνά ουσιαστικά τον τόπο επί τετραετία ο -μέχρι να τον καλέσει ο Καραμανλής, ΠΑΣΟΚ- Θόδωρος Ρουσόπουλος.
γ) Η ΝΔ έχει λαό - δεν έχει στελέχη, η μη κομμουνιστική αριστερά από στελέχη άλλο τίποτα - στον λαό κολλάμε λίγο. Έχω αναπτύξει αντίδοτα απέναντι στον Αλαβάνο επειδή θεωρώ πως έχει φερθεί άθλια. Ωστόσο όποτε τον ακούς δεν μπορείς παρά να σκεφτείς πόσο διαφορετικές προοπτικές θα είχε ο ΣΥΡΙΖΑ αν δεν είχε κάνει την μαλακία της ζωής του δίνοντας το χρίσμα στον Τσίπρα. Έτσι, από την μια έχεις έναν άνθρωπο που φαίνεται να κινείται ντόμπρα, αλλά που ωστόσο δεν φαίνεται να το έχει το χάρισμα, και από την άλλη έναν άνθρωπο που φαίνεται να κινείται με όλους τους λάθος τρόπους, ωστόσο το έχει αναμφίβολα το χάρισμα. Το ηθικό πλεονέκτημα έναντι του πολιτικού πλεονεκτήματος. Κι αντίστροφα.
δ) Με αυτά και με εκείνα η πρόταση Μητρόπουλου για κοινό αντιμνημονιακό ψηφοδέλτιο δεν θα ήταν μόνο μια πηγή ανακούφισης για τους δικαστικούς αντιπροσώπους που θα έχουν να κάνουν σημαντικά λιγότερη δουλειά, αλλά θα έστεκε και πολιτικά και ενδεχομένως θα είχε και σημαντικές ελπίδες επιτυχίας. Αλλά μπα. Ο καθένας θα πάει μόνος του να δει ποιός θα κερδίσει στο τοπικό αριστερό ντέρμπι. Πλέι άουτ αντί για πλέι οφ.
(Αυτά είχα να σου πω προς το παρόν. Κλείνοντας να επισημάνω ότι ο γιος μου είδε χθες εφιάλτη με τον Γκούφι. Από το 1932 που πρωτοσκιτσαρίστηκε, πρέπει να είναι η πρώτη επίσημη παρουσία του γνωστού ήρωα σε εφιάλτη. Τσου, Ντούντι).

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 20, 2010

Επειδή έχω κουραστεί (γενικά και ειδικά) βάζω μοντερέισον στα σχόλια.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 16, 2010

Τα παντελόνια των στρουθοκαμήλων

Όταν από τη ντουλάπα βγαίνουν οι σκελετοί, καταλαβαίνεις ότι στην πράξη το αντίστροφο ισχύει από το θεωρητικά σωστό και ότι τελικά από ένα επίπεδο ενοχής και πάνω μόνο ένοχος μπορεί να ποιήσει ένοχο: σκελετοί χωρίς παντελόνια από την μια, σκελετοί με κατηγορίες για στρουθοκαμηλισμό από την άλλη. Τα ζόμπι δεν είναι χορτοφάγα και οι στρουθοκάμηλοι δεν φοράνε παντελόνια.
Και κάπως έτσι ο Τάσος Μαντέλης θεωρείται εμβληματική φιγούρα πολιτικού λαμόγιου, την ίδια ώρα που η μαύρη χρηματοδότηση του ΠΑΣΟΚ θεωρείται μέρος του παιχνιδιού: ο Μαντέλης απαγορεύεται να πάρει λεφτά από τη Siemens, το ΠΑΣΟΚ, έλα μωρέ, έπαιρνε επειδή έτσι λειτουργούσε το σύστημα.
Η έσχατη μορφή άμυνας απέναντι σε κάθε σκάνδαλο που ξεφεύγει από τις ατομικές ποινικές ευθύνες και αποκτά θεσμική διάσταση είναι αυτή: όταν τα πράγματα δεν μπορούν πλέον να κρυφτούν, μετατρέπουμε το έως χθες σκανδαλώδες σε αυτονόητο, σε «Μα κάνεις κι εσύ τώρα πως πέφτεις απ' τα σύννεφα;». Περίπου αυτό ήταν και το συμπέρασμα για τις υποκλοπές.
Και κάπως έτσι οι λογαριασμοί του Μαντέλη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα έρθουν στο φως, ενώ οι λογαριασμοί των κομμάτων και τα διπλά τους βιβλία δεν θα έρθουν ποτέ στο φως, γιατί κανείς δεν θέλει να έρθουν στο φως: γιατί ο Μαντέλης τα κρατάει τα φράγκα για τον εαυτό του, ενώ το ΠΑΣΟΚ θα το κινήσει το χρήμα το προεκλογικό, θα το δώσει σε δημοσκόπους, διαφημιστές, ΜΜΕ με την μορφή διαφημίσεων κλπ. Και όλα αυτά πέραν των όσων πληρώνει το ίδιο το Κράτος στα κόμματα.
Όλα αυτά τα έχω ξαναγράψει και στο παρελθόν, αλλά επαναλαμβάνομαι επειδή η υπόθεση Τσουκάτου είναι απόλυτα ενδεικτική του τρόπου που λειτουργεί ο Τύπος, η Δικαιοσύνη και φυσικά η κοινή γνώμη. Ενώ οι ταμίες του ΠΑΣΟΚ λίγο πολύ είχαν επιβεβαιώσει τα λεγόμενα Τσουκάτου, δεν έτρεξε μία, τη βγάλαμε καθαρή με έναν και καλά εσωτερικό έλεγχο, όλα καλά και όλα ωραία. Ωστόσο και ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός Οικονομικών εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ συνεχίζουν να μιλάνε και να κυνηγάνε και τη φοροδιαφυγή και να ψάχνουν και έσοδα και να κυνηγούν το μαύρο χρήμα.
Όσο για την φράση της Κατερίνας Πελέκη: «Εγώ ξέρω ότι οι άντρες φοράνε παντελόνια και αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους, όπως τις αναλαμβάνω κι εγώ που δεν φοράω», ίσως θέλει να τονίσει ότι εκείνη παρότι είναι γυναίκα (ένα πλάσμα δηλαδή που δεν έχει στο κάτω κάτω καμία «νόμιμη» εκ του φύλου του υποχρέωση να αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του) φέρεται ωσάν να ήταν άντρας, ήτοι αντρίκεια, γενναία, επειδή οι εποχές άλλαξαν και σήμερα μια γυναίκα -φοράει δεν φοράει παντελόνια- έχει «ηθική» εκ του φύλου της υποχρέωση να φέρεται σαν άντρας: είναι η φεμινιστική εκδοχή της αντιδιαστολής νομίμου και ηθικού.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 15, 2010

Πλάσματα στο ανάμεσα.

Ο Κόλιν Φάρελ είναι ψαράς. Ψαρεύει με τα δίχτυα του μια κοπέλα. Είναι ζωντανή. Μα είχα πεθάνει, πώς το έκανες; Περίεργο. Δεν θέλει να τη δει κανείς άλλος. Επίσης περίεργο. Την πηγαίνει στο ερημικό του σπίτι. Την αφήνει εκεί. Πρέπει να πάει να παραλάβει από την πρώην γυναίκα του την εντεκάχρονη κόρη τους που είναι νεφροπαθής και κάνει αιμοκαθάρσεις. Για να περάσει η ώρα της αιμοκάθαρσης της λέει ιστορίες. Της διηγείται την ιστορία ενός ψαρά που ψάρεψε με τα δίχτυα του μια κοπέλα. Η κόρη αποφασίζει πως η κοπέλα είναι Σέλκι: πλάσμα που στη θάλασσα ήταν φώκια και που όταν βγαίνει στη στεριά βγάζει το δέρμα της και αν βρει ένα στεριανό που θα ερωτευτεί μπορεί να αποφασίσει να ζήσει μαζί του. Η κόρη υποπτεύεται ότι ο πατέρας της κάτι της κρύβει. Πηγαίνει στο σπίτι του με το καροτσάκι της και βλέπει την κοπέλα. Την ιστορία δεν την έβγαλε από το μυαλό του λοιπόν. Είναι αληθινή. Κι αφού είναι αυτό το σκέλος της αληθινό, γιατί να μην είναι και το άλλο; Γιατί να μην είναι στα αλήθεια και Σέλκι; Το σλόγκαν της «Οndine» είναι πως αλήθεια δεν είναι αυτό που ξέρεις, αλλά αυτό που πιστεύεις. Με μια σειρά από πολλά ακόμη περίεργα συμβάντα, ο Νιλ Τζόρνταν θα παίξει με τις προσδοκίες μας, μέχρι να αφήσει την αμφιβολία και να δώσει οριστική λύση υπέρ του μύθου ή υπέρ του ρεαλισμού.

---

Στα τέλη του 2007 η απεργία των σεναριογράφων οδήγησε τον Τζόρνταν να εγκαταλείψει προσωρινά το Χόλιγουντ. Η αλλαγή περιβάλλοντος και η επιστροφή στα πάτρια εδάφη του έκανε καλό. Το σενάριο του, όπως σιγά σιγά ξετυλίγεται, αποκαλύπτει για μια ακόμη φορά τη μαεστρία του. Εμφανίζει τους παίκτες του έναν έναν στη σκηνή, χωρίς καμιά βιασύνη, ακόμα και στο μέσο της ταινίας. Εκτός από τους τρεις βασικούς ήρωες, θα μας γνωρίσει ακόμα την αλκοολική πρώην γυναίκα του Φάρελ, τον Σκωτσέζο σύντροφό της τον οποίο η κόρη νιώθει σαν απειλή, τον ιερέα που εξομολογεί τον Φάρελ και τον μυστηριώδη άντρα (ή ίσως Σέλκι) που ψάχνει την κοπέλα που βγήκε απ' τη θάλασσα. Κάθε πλάνο είναι στη θέση του, κάθε ατάκα στη δική της, η ταινία είναι σκηνοθετικά και σεναριακά κουρδισμένη με ακρίβεια. Τρεις βασικοί ήρωες, τέσσερις συμπληρωματικοί, ένας μύθος μεταποιημένος, υπέροχα φωτογραφημένα κάδρα του παραθαλάσσιου Ιρλανδικού τοπίου και τα σε μη υπάρχουσα γλώσσα τραγούδια των Sigur Ros είναι τα συστατικά που ανακατεύει μαεστρικά ο Τζόρνταν για να χτίσει τη δική του κινηματογραφική ιστορία.

---

Ο Φάρελ συνηθίζει να ρωτά την κόρη του αν της συνέβη τίποτα περίεργο ή υπέροχο. Να λοιπόν που του συμβαίνει τώρα εκείνου κάτι οπωσδήποτε περίεργο και εκ πρώτης όψεως υπέροχο. Θα διατηρηθεί υπέροχο ως το τέλος; Όπως λέει στον ιερέα, για εξομολόγηση πηγαίνει επειδή το χωριό του δεν έχει «Ανώνυμους Αλκοολικούς». Τον λένε Σίριακιους, αλλά όλοι τον φωνάζουν Σέρκους. Τσίρκο δηλαδή, γιατί όταν έπινε γινόταν ρεντίκολο. Έχει να πιει 2 1/2 χρόνια. Τα παρατσούκλια έχουν αυτή την ιδιότητα να κολλάνε ακόμα και όταν ο χαρακτήρας σου αλλάζει. Αλλάζει όμως ο χαρακτήρας; Μερικοί άνθρωποι κωλώνουν μπροστά στην ευτυχία και ο ιερέας του επισημαίνει πως είναι ένας από αυτός. «Η δυστυχία είναι εύκολη, η ευτυχία είναι που χρειάζεται δουλειά», θα προσθέσει. Αν ο άνθρωπος ήταν λιγότερο πολύπλοκο ον, τα θέματά του θα τα είχε λυμένα, την δυστυχία θα την επέλεγαν μόνο κλινικές περιπτώσεις και την ευτυχία θα την κυνηγούσαν όλοι, οσοδήποτε δύσκολη και αν ήταν. Ωστόσο όσοι «επιλέγουν» τη δυστυχία, δεν το κάνουν ντε και καλά από μαζοχισμό, αλλά επειδή σε ένα επίπεδο περνάνε πιο άνετα μέσα της. Είτε φόβο το πει κανείς, είτε συναισθηματική τεμπελιά, είτε βόλεμα, το γεγονός είναι πως ό,τι συνηθίζεται αντέχεται: είναι γνωστό έδαφος, είναι κάτι μέσα στο οποίο έχουμε μάθει να λειτουργούμε. Αισθανόμαστε ασφάλεια μέσα σε ό,τι έχουμε συνηθίσει. Το να εγκαταλείπεις την προσπάθεια, το να αφήνεσαι, το να λες «αυτός είμαι: σκάρτος», το να θεωρείς ότι τα κρίσιμα συμβάντα στη ζωή σου συνέβησαν στο παρελθόν και όχι στο μέλλον, όλα αυτά κουβαλούν την απαράμιλλη γοητεία της ευκολίας. Και ποιός είπε ότι τελικά η ευτυχία είναι προτιμότερη από την ευκολία;

---

Ο Τζόρνταν πάντα αρεσκόταν να δείχνει πλάσματα που βρίσκονται στο ανάμεσα: μετά από ποιητικούς λυκάνθρωπους και ποιητικούς βρικόλακες, η ιστορία ενός ίσως θαλάσσιου πλάσματος, μετά από γυναίκες που ανάμεσα στα πόδια τους έκρυβαν μυστικά, μια γυναίκα που ίσως τα πόδια της είναι στα αλήθεια δέρμα ψαριού. Ο μύθος των Σέλκις (μύθος που ευδοκίμησε στη Σκωτία, την Ιρλανδία, την Ισλανδία και τα Νησιά Φαρόε) πρέπει να γεννήθηκε από ανθρώπους με περιορισμένες επιλογές, από άντρες που περιμένουν να βγουν από τη θάλασσα τα μαγικά πλάσματα που λέγονται γυναίκες. Αδιάκοπο κρύο, απομόνωση και θάλασσα είναι κακός συνδυασμός, περιμένεις τη ζεστασιά, περιμένεις να βγει μέσα από το κατεξοχήν σημείο αναφοράς σου, τη θάλασσα, ένα πλάσμα που θα σε ζεστάνει, θα σου δώσει σάρκα, ομορφιά και συντροφιά.

---

Η «Οndine» δεν φιλοδοξεί να αλλάξει την ιστορία του σινεμά, δεν θα σημαδέψει την κινηματογραφική σαιζόν, μάλλον δεν θα μνημονεύεται καν ανάμεσα στις κορυφαίες ταινίες του Νιλ Τζόρνταν. Ωστόσο είναι μια ταινία που ήξερε τι ήθελε να κάνει και το έκανε, μια ταινία μικρού μεγέθους που καταφέρνει να σου προσφέρει και μια μικρού μεγέθους ευφορία: την ευφορία που νιώθεις όταν παρακολουθείς το αποτέλεσμα της εργασίας ενός μάστορα.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 13, 2010

Την εικόνα σου σεβάστηκα

Απειλώντας να πετάξεις ένα κοράνι στον ΓΑΠ
πετυχαίνεις επικοινωνιακό τζακ ποτ
και μπορείς να κερδίσεις σε αντάλλαγμα
την ανέγερση παπουτσάδικων κοντά στο Ground Zero (το Κέντρο των Αθηνών),
δίνοντάς του ανάσα ζωής με τη μετάγγιση ισλαμικών κεφαλαίων.
---
Ο άνθρωπος που ίσως και να μη γινόταν βασιλιάς,
αν δεν είχε πεταχθεί ένας καφές στον «μελλοντικό ηγέτη όλης της παράταξής» του,
ο άνθρωπος που μες την καλή χαρά έλεγε και ξανάλεγε
πως «θα μας πάρουν με τις πέτρες»,
ήρθε αντιμέτωπος με ένα ασθενικό παπούτσι
και έβγαλε τη διάγνωση πως
περίπου πρόκειται για σχέδιο σορτάκηδων κατά της Ελλάδας,
διάγνωση που συναγωνίζεται σε σοβαρότητα
μόνο την αντίστοιχη του εφοπλιστή,
που διαπίστωνε λίγες ώρες πριν
πως «συντελέστηκε έγκλημα κατά της Ελλάδας»,
επειδή ο Λουκάς ο Βύντρα «ένιωσε μια επαφή» κι έπεσε
από το παπούτσι του Χαβίτο ή του Πραπαβέση
(μικρή η διαφορά, το ίδιο άλλωστε τον ακούμπησαν και οι δύο)
και πάντως όχι τυχαία η αστυνομία
δεν ήθελε να γίνει το ματς στο Βικελίδης
λόγω της παρουσίας του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ.
---
Ο Ρέλλος, ο Πραπαβέσης, ο Πάστορας Τέρι Τζόουνς,
είτε συνειδητά είτε διαισθητικά
ξέρουν πως στις επικοινωνιακές δημοκρατίες
το θέμα είναι να γίνεις είδηση.
Στις επικοινωνιακές δημοκρατίες η
δύναμη του παπουτσιού του Πραπαβέση
είναι πολύ πιο ισχυρή από τη δύναμη των μαζών του ΚΚΕ
(όσο αυτές παραμένουν μειοψηφικές)
και απείρως ισχυρότερη από την δύναμη πυρός των τρομοκρατών.
Έχοντας σαν πρώτη ύλη τους στην εικόνα
οι επικοινωνιακές δημοκρατίες
την εικόνα τρέμουν.
Η βία είναι ο μεγαλύτερος σύμμαχός τους,
η δύναμη του συμβολισμού ο μεγαλύτερος εχθρός τους.
Αν ας πούμε στις δημόσιες εμφανίσεις του των επομένων μηνών
ο Πρωθυπουργός έσκυβε για να αποφύγει τρία ακόμη παπούτσια,
-τρία παπούτσια καταγεγραμμένα στις κάμερες,
τρία παπούτσια που δεν θα τον σημάδευαν καν,
τρία παπούτσια που θα πετάγονταν απλώς προς την κατεύθυνσή του
ως ένδειξη έμπρακτης αποδοκιμασίας-
το πλήγμα που θα δεχόταν η εικόνα του
μπορεί και να απέβαινε μη διαχειρίσιμο.
It's the εικόνα, stupid.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 10, 2010

Το απαισιόδοξα σωστό

Παραθέτω πρώτα τις σκέψεις δύο ανθρώπων με τους οποίους συνήθως (σε βαθμό που προσεγγίζει το σχεδόν πάντα) συμφωνώ, καθώς τις παίρνω ως αφορμή για να εκφράσω μια διαφορετική θέση:

Τι σημαίνει ένας φιλομνημονιακός δήμαρχος, ένας δήμαρχος που υποστηρίζεται από το επίσημο ΠΑΣΟΚ; Πράσινο φως και ΟΚ για περισσότερους φόρους, μικρότερους μισθούς, ακόμα μικρότερες δαπάνες για υγεία και παιδεία, νομιμοποίηση της αποδημοκρατικοποίησης της πολιτικής. Ή νομίζει κανείς πως δεν θα χρησιμοποηθεί η νίκη και στον πιο απομακρυσμένο δήμο ή οποιαδήποτε περιφέρεια επικοινωνιακά ως νομιμοποιητικό εργαλείο της σημερινής πολιτικής; Σχηματικά: ψηφίζοντας Καμίνη, ψηφίζεις στην πράξη για αύξηση 10% στο ΦΠΑ των τροφίμων και την αύξηση των φόρων στην βενζίνη θέρμανσης. Δεν φταίει ο Καμίνης για αυτό, αλλά αυτό είναι το βασικό αποτέλεσμα.

---

Το δίλημμα που τίθεται είναι μνημόνιο ή αυτοδιοίκηση. Τί προέχει. Η πολιτική έκφραση που μας στερήθηκε όταν και όπως έπρεπε, για το πώς πρέπει να προχωρήσει η χώρα, ή οι καλές προθέσεις, οι συμπαθείς άνθρωποι, και οι υποσχέσεις τους (υπονομευμένες πάντως από την υπόρρητη αποδοχή του μνημονίου ως μονόδρομου -και της πολιτικής φιλοσοφίας, aka νεοφιλελευθερισμός, που αυτό δηλοί- αλλά και η πολιτεία τους σε θέματα που τους έπεφτε λόγος, όπως τα πογκρόμ στα Εξάρχεια π.χ.) για ανθρώπινες πόλεις; Νομίζω ότι είναι προφανές ποιο είναι το μείζον.

---

Στις περσινές βουλευτικές εκλογές τα δύο κόμματα εξουσίας αναμετρήθηκαν με δυο διαφορετικές υποσχέσεις και βάσει αυτών οι πολίτες νομιμοποίησαν τη μία υπόσχεση εις βάρος της άλλης. Η ΝΔ είπε ότι τα πράγματα είναι σκούρα και πρέπει να περάσουμε δύσκολα, το ΠΑΣΟΚ είπε ότι τα λεφτά υπάρχουν, ότι το χρήμα πρέπει να διοχετευθεί στην οικονομία και την ανάπτυξη. Η ΝΔ πρότεινε σκούρο γκρι, το ΠΑΣΟΚ πρότεινε το λευκό που ξεχωρίζει. Λίγους μήνες μετά το ΠΑΣΟΚ άρχισε να εφαρμόζει πίσσα μαύρο. Χωρίς να μπαίνει κανείς τώρα στην κουβέντα του εάν αναγκάστηκε και του γιατί αναγκάστηκε να εφαρμόζει το πίσσα μαύρο, το γεγονός παραμένει ότι τέτοια ριζική διάσταση προεκλογικής πρότασης με κυβερνητική πράξη είναι αφενός πρωτοφανής (τουλάχιστον μεταπολιτευτικά) και αφετέρου αγγίζει τα όρια και το νόημα της ίδιας της δημοκρατίας. Υπάρχουν βέβαια πολλοί που ισχυρίζονται ότι άπαξ και μια κυβέρνηση εκλεγεί δημοκρατικά, μετά μπορεί να κάνει ό,τι μα ό,τι μα ό,τι θέλει, ακόμη και τα εντελώς μα εντελώς μα εντελώς αντίθετα από εκείνα που πρέσβευε, χωρίς να τίθεται ζήτημα δημοκρατικής της νομιμοποίησης. Προσωπικά δεν τη δέχομαι αυτή την άποψη, που τη θεωρώ και φορμαλιστική και επικίνδυνη.

Ωστόσο, δημοκρατία δεν είναι το πολίτευμα που ο λαός ψηφίζει μια φορά στα τέσσερα χρόνια. Δημοκρατία είναι το πολίτευμα που ο λαός μπορεί ανά πάσα ώρα και άνα πάσα στιγμή να εκφράζει την αντίθεσή του με την πορεία που παίρνει η εκλεγμένη του κυβέρνηση. Οπότε εάν ο λαός θεωρούσε πως αυτή η αντιδιαμετρική αλλαγή στάσης της κυβέρνησης της στερεί πλέον τη νομιμοποίησή της θα έπρεπε να το είχε δείξει λίγο πιο ξεκάθαρα τους τελευταίους μήνες. Εδώ μπορώ να δεχθώ πως έχουν βάση μια σειρά από ενστάσεις: μα η μιντιακή πλύση εγκεφάλου περί μονοδρόμου του μνημονίου, μα η μιντιακή καταδίκη κάθε μορφής απεργίας και διαδήλωσης, μα το κερασάκι της κρατικής καταστολής, μα οι νεκροί της Μαρφίν την κατάλληλη ώρα, την μέρα δηλαδή που πράγματι υπήρξε μια μαζικότατη εκδήλωση λαϊκής αντίδρασης. Ωστόσο, χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει με απόλυτη σιγουριά πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα, το πιθανότερο είναι πως οι διαδηλώσεις πάλι με το πέρασμα του χρόνου θα εκφυλίζονταν και πως ο κόσμος πάλι θα επέστρεφε σπίτι του. Και επίσης πέραν από τις στο δρόμο διαδηλώσεις, μήπως στο διαδίκτυο παρατηρείται ένα πάνδημο αίτημα να φύγει η κυβέρνηση; Μήπως στις δημοσκοπήσεις -όσο ελεγχόμενες και αμφίβολης εγκυρότητας και αν είναι- καταγράφεται κάτι παρόμοιο; Μπα.

Φοβούμενη τα ακόμη χειρότερα ή εξαντλώντας τις τελευταίες της εφεδρείες η ελληνική κοινωνία φαίνεται να έχει μετατρέψει τη δημοκρατική νομιμοποίηση της σε ένα είδος δημοκρατικής ανοχής: ναι, σε έφερα στην εξουσία, ναι, την υφάρπαξες υποσχόμενος άσπρο, αλλά τώρα ενώπιον του μαύρου δεν επιζητώ να σηκωθείς να φύγεις, γιατί πολύ απλά δεν βλέπω από πουθενά αλλού φως, δεν πιστεύω πια πως οι εκλογές θα μπορούσαν να αλλάξουν τόσα πολλά, αφού το χωνέψαμε πως δεν αποφασίζουν οι κυβερνήσεις αλλά οι αγορές. Οπότε κυβέρνα εσύ, μην με βάζεις τώρα σε άλλες σκοτούρες. Η όποια αντοχή του ΠΑΣΟΚ δεν συνιστά επιδοκιμασία προς το ίδιο, αλλά μάλλον σηματοδοτεί μια βαθιά δημοκρατική απογοήτευση και απαξίωση της ίδιας της δημοκρατικής διαδικασίας.

Μα στις δημοτικές εκλογές δεν έρχεται ο λαός για πρώτη φορά μετά το μνημόνιο στην κάλπη; Μα θεωρητικά αυτή δεν είναι η κορυφαία ευκαιρία για μια ηχηρότατη σφαλιάρα στο ΠΑΣΟΚ που θα σηματοδοτούσε μια στάση, μια αποδοκιμασία, ένα όχι; Μα αν η προπαγάνδα δεν μπορεί να ενοχοποιήσει μετά τις διαδηλώσεις και τις απεργίες και την ίδια την εκλογική απόφαση, το μόνο που της απομένει δεν είναι να την ενοχοποιήσει προτάσσοντας κριτήρια αυτοδιοικητικά, κριτήρια καταλληλότητας προσώπων; Μα τελικά στο τέλος της ημέρας οι χάρτες της ημέρας πάλι πράσινοι δεν θα βαφτούν αν επικρατήσει ο Καμίνης ή ο Μπουτάρης; Μα τελικά αν υπάρξει αλλαγή μετά από 25 χρόνια στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη δεν θα προβληθεί σαν μέγας θρίαμβος και δεν θα ερμηνευθεί κατ΄αποτέλεσμα σαν σφάξε με πασά μου, να αγιάσω κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο; Σύμφωνοι.

Οπότε που διαφωνώ; Στο ότι τελικά σε κάθε Δήμο και σε κάθε Περιφέρεια θα προτιμούσα να ψηφιστεί (αν όχι στον πρώτο, τουλάχιστον στον δεύτερο γύρο) εκείνος που ο καθένας θεωρεί πιο άξιο: όχι επειδή πιστεύω πως η «μεγάλη εικόνα» είναι ήσσονος σημασίας, αλλά επειδή τελικά μου φαίνεται σαν το πιο σωστό, το πιο απασιόδοξα σε σχέση με την περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα για την μεγάλη εικόνα σωστό, το πιο απτά σωστό.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 09, 2010

Iστορίες νέων προγόνων

Όχι πια τέρατα: Τι συμβαίνει όταν ξαναβλέπεις μια ταινία, που όταν την πρωτοείδες όχι μόνο την αγάπησες, αλλά την χρησιμοποίησες και σαν ένα κομμάτι του παζλ του αυτοπροσδιορισμού σου (τη χρησιμοποίησες δηλαδή για να συγκροτήσει ένα κομμάτι του αισθητικού σου περιβάλλοντος, ένα κομμάτι των αναφορών σου για το τι σε εκφράζει αληθινά και κατʼ επέκταση για το ποιός αληθινά είσαι) και τώρα διαπιστώνεις μέσα της στιγμές φλύαρες, στιγμές που το ενδιαφέρον σου ατονεί; Μένεις με την αμφιβολία αν είναι ο χρόνος που της προξένησε φθορές ή το ξανακοίταγμά σου. Πρόκειται όμως για μια αμφιβολία που την επόμενη μέρα είναι πια εκτός θέματος, αφού συνειδητοποιείς ότι το βασικό προσόν των «Φτερών του Έρωτα» έχει παραμείνει ανέπαφο: η συνολική αίσθηση που σου αφήνουν. Έτσι, μικρή τελικά σημασία έχει αν η ταινία θα ήταν καλύτερο να διαρκεί 15 λεπτά λιγότερο, αφού μεγάλη σημασία έχει η ατμόσφαιρά της, ο κόσμος της, το ήθος της, το χάδι της που διαρκούν πολύ, σε χτυπητή αντίθεση με ένα σωρό έργα που μπορούν να σε κρατάνε καθηλωμένο όσο διαρκούν και στη συνέχεια να μην σου αφήνουν τίποτα. Όπως ο γέρος ποιητής στην ταινία αναρωτιέται γιατί δεν γράφονται έπη για την ειρήνη, έτσι και ο Βιμ Βέντερς φαίνεται να αναρωτιέται γιατί δεν γυρίζονται ταινίες για την ομορφιά της ζωής. Και να απαντά εμπράκτως γυρνώντας ένα φιλμ για την ομορφιά της ζωής μέσα από τα μάτια ενός αγγέλου που αποφασίζει να γίνει θνητός για να τη ζήσει. Αν θυμάμαι καλά, ο Βέντερς είχε πει ότι η ιδέα για ένα έργο με αγγέλους του ήρθε όταν συνειδητοποίησε ότι στον κινηματογράφο όλα τα πλάσματα της φαντασίας είναι είτε τέρατα είτε ήρωες που μάχονται με τέρατα. Αν η κινηματογραφική φαντασία λοιπόν συνήθως ενεργοποιείται για να φτιάξει πλάσματα που μας τρομάζουν ή που εκπροσωπούν το κακό, εκείνος αποφάσισε να την ενεργοποιήσει για να παρουσιάσει πλάσματα που εκπροσωπούν το ατόφιο καλό, την ατόφια τρυφερότητα.

Τείχη: Οι άγγελοι του περιπλανώνται στο Βερολίνο του 1986 ακούγοντας τις σκέψεις των ανθρώπων. Έρχονται από πολύ παλιά, έρχονται από μια εποχή που δεν είχε χτιστεί ακόμη το Τείχος, που δεν είχε χτιστεί ακόμη το Βερολίνο, που δεν είχε υπάρξει ακόμη ο άνθρωπος, που δεν είχε υπάρξει ακόμη ζωή στη γη. Σε κάποιους από αυτούς δεν αρκεί πια να είναι πνεύματα. Θα επιθυμούσαν να είναι άνθρωποι. Να μπορούν να δουν το χρώμα των χρωμάτων. Να νιώσουν το κρύο στα κόκαλά τους. Να τρίβουν τα χέρια τους όταν κάνει κρύο. Να καπνίσουν ένα τσιγάρο και να πιουν ένα καφέ. Κατά προτίμηση και τα δύο μαζί. Αν το Τείχος στην ταινία μοιάζει σήμερα να έρχεται από έναν μακρινό κόσμο, αυτός ο ύμνος στο τσιγάρο, σε μια εποχή που κοντεύει να στηθεί Τείχος για να απομονώσει τους καπνιστές, μοιάζει να έρχεται από έναν κόσμο ακόμη μακρινότερο. Να συγκαταλέγεται το κάπνισμα στον ύμνο των χαρών της ζωής; Να παρουσιάζεται σαν ένα από τα παραδείγματα για τα οποία θα άξιζε να αφήσεις το αγγελιλίκι; Ξέραμε πως το τσιγάρο βλάπτει σοβαρά την υγεία των θνητών, βλέπουμε πως βλάπτει σοβαρά και την υγεία των αθανάτων, κολάζοντάς τους να γίνουν θνητοί για να το απολαύσουν.

Το ανταλλακτήριο της έμπνευσης: Περισσότερο από όλες τις εμπειρίες της ζωής ο άγγελός μας θέλει να γίνει θνητός γιατί ερωτεύεται μια ακροβάτη του τσίρκου. Η Σολβέιγ Ντομαρτέν (πέθανε σε ηλικία μόλις 46 ετών το 2007) ήταν την εποχή της ταινίας ο μεγάλος έρωτας και η σύντροφος του Βιμ Βέντερς. Ο Βέντερς δεν χορταίνει να τη σκηνοθετεί: τη γυμνή της πλάτη, τα πόδια της, τα ακροβατικά της, ένα πολύ κοντινό πλάνο στο πρόσωπό της καθώς κοιτά το φακό. O καλλιτέχνης λέει κοιτάξτε την, κοιτάξτε πώς την βλέπω, και η μούσα τον αφήνει να την κοιτάξει, να την φωτίσει, να την απαθανατίσει. Ο άγγελος απαρνείται την αθανασία του για να ζήσει και να την αγαπήσει και εκείνη την ίδια στιγμή απαθανατίζεται μέσα από τον έρωτα του σκηνοθέτη της. Στο προαιώνιο ανταλλακτήριο της δημιουργίας η μούσα προσφέρει στον καλλιτέχνη έμπνευση, εισπράττοντας εξιδανίκευση, αποτύπωση της σε έργο τέχνης, αθανασία.

Ιστορία νέων προγόνων: Η σκηνή που ο άγγελος έχοντας γίνει πια άνθρωπος βρίσκει τη γυναίκα που έψαχνε φαίνεται βαρυφορτωμένη με νοήματα, αν όχι και επιτηδευμένη. Όχι μόνο σε αυτή τη σκηνή, αλλά γενικότερα στην ταινία και ακόμη πιο γενικότερα στο σινεμά, ο συνδυασμός πυκνού λογοτεχνικού λόγου και εικόνας δεν είναι και το ευκολότερο στοίχημα στον κόσμο. Συχνά ο λόγος δεν λειτουργεί, δεν μπορεί να απορροφηθεί στους χρόνους και τις εικονογραφικές περισπάσεις ενός φιλμ. Και καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι μια από τις ομορφότερες σκηνές των «Φτερών του Έρωτα» είναι η σκηνή στη βιβλιοθήκη, όταν οι σκέψεις που διαβάζουν οι άγγελοι γίνονται ψίθυροι και οι ψίθυροι μουσική: το πνεύμα των βιβλίων, το πνεύμα των αναγνωστών, η μελωδία του πνεύματος. Μα πώς μπορεί κανείς να αρνηθεί τόση ομορφιά; Μπορεί, γιατί ο άγγελός μας θέλει να ζήσει την πιο σπουδαία ιστορία από όλες. Την ιστορία ενός άντρα και μιας γυναίκα. Την ιστορία νέων προγόνων.
Ένας άντρας κοιτά μια γυναίκα. Μια ιστορία είναι καθ΄ οδόν. Θα είναι μόνο η δική τους ή θα γεννήσει μια νέα ζωή, μια νέα ιστορία από την αρχή της; Πρωτοσυλλαμβανόμαστε σε ένα κοίταγμα, προερχόμαστε από μια αμοιβαία έλξη. Της ενώσεων δυο σωμάτων προηγείται η ένωση δύο βλεμμάτων. Ένας άντρας και μια γυναίκα κοιτάζονται. Θα είναι η ιστορία τους η ιστορία δύο νέων προγόνων;

(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 08, 2010

Που δεν θα αξιωθείτε ποτέ

Όταν η Αριστερά έρχεται στα πράγματα και δίνει δείγματα γραφής, πανικόβλητο το Κεφάλαιο ξεχνά εχθρότητες και αντιδικίες και φτάνει να κάνει πράγματα τρελά, πράγματα που αναιρούν την ίδια του τη φύση: ο Τζίγγερ δωρίζει - οι Βγενοπουλομπαμπάδες δεν αποδέχονται τη δωρεά, κι όλα αυτά γιατί; Για να τα βρουν τελικά στο μόνο πράγμα που τους καίει: την άρον άρον εκθρόνιση του παντοτινού Προέδρου της καρδιάς μας, η συντομότατη θητεία του οποίου συνοδεύτηκε απ΄ το τυχαίο δε νομίζω σπάσιμο του ρεκόρ εισιτηρίων διαρκείας όλων των εποχών. Νίκο Δεκατρία Κωνσταντόπουλε, σε ευχαριστούμε για τις μέμορις.
Όλα όμως έχουν το τίμημά τους και το κόστος τους. Μπορεί οι μεγαλοκαρχαρίες να ενώθηκαν για να φάνε τον πρόεδρο που έφερε Λουίς Γκαρσία και Μπουμσόνγκ και κατατρόπωσε τις ομάδες του Μιλάνου, αλλά βλέπεις στα μούτρα τους πως ήταν μια συμμαχία ανάγκης, μια συμμαχία απελπισίας, μια συμμαχία που δεν την έδενε ένα κοινό όραμα.
Σύγκρινε τη μουτζούφλα τους με το χαμόγελο του οραματιστή, με το χαμόγελο του αγωνιστή, με το χαμόγελο του κινηματία σοσιαλιστή.
Το φως στο πρόσωπο, τα ενωμένα χέρια, αυτά, αυτά είναι που δεν θα αξιωθείτε ποτέ μοτοροϊλομαρφινάδες. Θα σας νικήσουμε. Εμείς ο λαός. Με το κίνημά μας το πανελλήνιο.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 07, 2010

To νέο κυβερνητικό σχήμα for dummies

Σε αυτό το πρόχειρο γράφημα αποτυπώνεται το πώς ονειρεύτηκε τη δομή του κάθε Υπουργείου ο Πρωθυπουργός, όπως προκύπτει μετά την ανακοίνωση του ανασχηματισμού: Ονειρεύεται ο ΓΑΠ - πρώτο επίπεδο ο Υπουργός - δεύτερο επίπεδο ο Αναπληρωτής του - τρίτο επίπεδο οι Υφυπουργοί του - σε Limbo ο ΓΑΠ. Αντίστοιχα ισχύουν και για την ίδια την Κυβέρνηση: Ονειρεύεται ξανά ο ΓΑΠ - πρώτο επίπεδο ο Ραγκούσης - δεύτερο επίπεδο (σε απώλεια βαρύτητας) ο Πάγκαλος - τρίτο ο Παμπούκης - σε Limbo φυσικά ο ΓΑΠ.
Μόνη χτυπητή έλλειψη του νέου κυβερνητικού σχήματος είναι η μη σύσταση ενός Υπουργείου Συντονισμού Επικείμενων Ανασχηματισμών, ώστε την επόμενη φορά να μην χρειάζεται να πάει 1:33 το πρωί η ώρα για να αρχίσει να ανακοινώνεται η σύνθεση της νέας Κυβέρνησης.
Πληροφορίες πάντως αναφέρουν πως η περίφημη «Επιτροπή για την αναμόρφωση της λειτουργίας του Γραφείου του Πρωθυπουργού» (γνωστή και ως «Επιτροπή Φέδερστοουν-Πάρκερ-Γουίλκινς-Παγκρότσκι-Μάλγκαν» ή κατά συντομογραφία «Επιτροπή Φεπαγουιπαμά») καθυστερεί την ανακοίνωση των πορισμάτων της, ώστε να ενσωματώσει σε αυτά και πρόταση για την αναμόρφωση (εκτός του γραφείου) και των εγκεφαλικών κυττάρων του Πρωθυπουργού, προς τον σκοπό του αρτιότερου συντονισμού των νευρωνικών του συνάψεων, με απώτερο στόχο την -στο πλαίσιο του δυνατού πάντοτε- ταχύτερη λήψη των αποφάσεών του.
Άλλοι πάλι επιμένουν ότι ο Πρωθυπουργός δεν εμφανίζει καμία δυστοκία στο να παίρνει αποφάσεις και στο να μοιράζει δυο γαϊδουριών άχυρα, και πως απλά όλη αυτή η τρικυμία είναι ένα -αυτοθυσιαστικό του ηγετικού του προφίλ- τέχνασμα, προκειμένου η πλειοψηφία του λαού να στραφεί υπέρ του μνημονίου (με το σκεπτικό πως με το μνημόνιο υπάρχει τουλάχιστον στο τιμόνι της χώρας μια τρόικα που μπορεί να κυβερνά).

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 06, 2010

Remember when

Σαν νέος δεν υπήρξα στ΄αλήθεια νέος. Ήταν τέτοια η φτιαξιά μου που η νεότης μου υπήρξε κατά το μάλλον ή ήττον παθέτικ. Έτσι, ίσως σε μια πιο αντάξια του ονόματός της νιότη, η συναυλία των U2 στη Θεσσαλονίκη να είχε εντυπωθεί στη μνήμη απλά σαν μια μεγάλη συναυλία και όχι σαν μια βραδιά συνειδητού διονυσιασμού: παστωμένος μέσα στο πλήθος, χοροπηδώντας στον απειροελάχιστο παύλα απέραντο χώρο που μου αναλογούσε και τραγουδώντας non stop τους στίχους του -μακράν του δεύτερου- πιο αγαπημένου μου συγκροτήματος ήμουν περισσότερο από ποτέ εγώ (αφού οι κασέτες με τα τραγούδια τους για χρόνια έλιωναν στο μαγνητόφωνο και στο είναι μου) και ταυτόχρονα ελάχιστα εγώ, απρόσωπα εγώ, ήμουν εγώ ως τμήμα του πλήθους που χοροπηδούσε και τραγουδούσε μαζί τους και μαζί μου· ήμουν εγώ σαν να μην με βλέπει κανείς· εγώ ως μέλος ενός κόσμου φτιαγμένου όπως θα έπρεπε να είναι φτιαγμένος ο κόσμος: σαν αρένα ροκ συναυλίας.
Δεκατρείς Σεπτέμβρηδες αργότερα τραγουδούσα αρκετά πιο λίγο (άσε που δυο τραγούδια δεν τα ήξερα κιόλας) και χοροπηδούσα ακόμη λιγότερο. Μου φαινόταν κάπως το να χοροπηδάω διαρκώς. Μου φαινόμουν μεγάλος για χοροπηδητά. Μαζί με μένα μου φαινόταν πως είχαν μεγαλώσει και οι U2. Μαζί με μένα μου φαινόταν πως είχε μεγαλώσει ψυχικά και το πλήθος γύρω μου (μιλάω για το όρθιο· το σε ροκ συναυλία εξεδράτο δεν το καταλαβαίνω εξ ορισμού).
«Remember when» is the lowest form of conversation λέει ο μέγας Τόνι. Και αν αυτό ισχύει μια φορά για τη νοσταλγία σαν βάση συζήτησης, ισχύει στο πολλαπλάσιο για τη νοσταλγία σαν βάση σύγκρισης και αξιολόγησης μιας τρέχουσας εμπειρίας.
Οπότε αυτοτελώς φαντάζομαι πως ήταν ωραία (όχι ακριβώς ροκ, μάλλον ελάχιστα ροκ, αλλά ένα δίωρο με μερικά κορυφαία ροκ τραγουδιά). Αλλά εσένα τι σε νοιάζει, ε; Να, αυτό έλεγα σε ένα φίλο στο chat πριν γράψω το ποστ. Ότι ολοένα και περισσότερο μπαίνω στη διαδικασία να ρωτάω τον εαυτό μου γιατί να σε νοιάζει εσένα αυτό που σκέφτομαι και νιώθω. Είναι σαν τα διαρκή χοροπηδητά: μου φαίνεται πια κάπως το να γράφω διαρκώς. Κάτι μέσα μου λειτουργεί ανασχετικά. Και πριν προχωρήσω σε ευρύτερες παρομοιώσεις του ενθουσιασμού της συναυλίας της Θεσσαλονίκης το ενενήντα επτά, με τον ενθουσιασμό της μπλογκόσφαιρας του πέντε, του έξι και του επτά, ας το κόψω εδώ: είπαμε, το «Θυμάσαι τότε» είναι η πιο ξέφτιλη συζήτηση.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 03, 2010

Με βαριά βοστωνέζικη προφορά

Τέσσερα χρόνια πριν, στο προηγούμενο μουντομπάσκετ, έγραφα ότι η εθνική μπάσκετ δεν είναι «το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα», αλλά το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της καλύτερης δυνατής εκδοχής μας.
Τέσσερα χρόνια μετά, ο προπονητής της εθνικής Ρωσίας, Ντέιβιντ Μπλατ, πετούσε με βαριά βοστωνέζικη προφορά τα «disgrace» το ένα μετά το άλλο: Δεν ντρέπεστε;
Τον έβλεπα και τον χαιρόμουνα. Δεν ξέρω αν είναι Παναγία. Δεν ξέρω αν και αυτός θα ήθελε να χάσει. Προφανώς θα ήθελε, ειδάλλως δεν θα ήταν έξαλλος. Ωστόσο αυτή ακριβώς είναι η ειδοποιός διαφορά: όχι το τι θα ευχόταν αυτός και η ομάδα του να συμβεί, αλλά το τι θα ήταν διατεθειμένος αυτός και η ομάδα του να κάνει, πόσο χαμηλά θα ήταν διατεθειμένος να φτάσει προκειμένου να συμβεί αυτό που ευχόταν. Οπότε, το δίκιο που τον έπνιγε, ακόμα και αν δεν ήταν το δίκιο του ανεπίληπτου, ήταν το δίκιο ενός ανθρώπου που έβαζε ένα πήχη αξιοπρέπειας, κάτω από οποίο η δική μας εθνική δεν είχε κανένα πρόβλημα να πέσει.
Κι επειδή ξεφτίλες δεν είμαστε μόνο εμείς σε αυτόν τον κόσμο, κι επειδή και οι Γάλλοι έκατσαν και έχασαν μετά (μόνο που έχασαν με ένα σουτ περισσότερο από ό,τι ήθελαν, με αποτέλεσμα να την πατήσουμε κι εμείς και αυτοί), βγήκε ο απεσταλμένος της κρατικής τηλεόρασης το βράδυ και έκραζε τον Μπλατ επί ένα πεντάλεπτο, με μια αιτιολογία εντελώς ελληνικής κοπής, η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ έλεγε πως οι Γάλλοι ήταν τελικά οι ρυθμιστές των διασταυρώσεων και όχι εμείς.
Πρόκειται για τον ίδιο δημοσιογράφο που δυο εβδομάδες πριν, στην μυθική κλωτσοπατινάδα με τους Σέρβους, ξεχώριζαν μαζί με το συνάδελφό του τους ανδρείους Έλληνες που έριχναν ξύλο στα ίσα από τις κότες Σέρβους που χτυπούσαν ύπουλα. Και τώρα με όλη την πρέπουσα αηδία για τον ελεεινό προβοκάτορα που λέγεται Μίλος Τεόντοσιτς και με όλη την πολυετή εθνική και παναθηναϊκή αγάπη που έχω στον Αντώνη Φώτση, τέτοια ασταμάτητη μανία αθλητή να πλακώσει αθλητή δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί, όπως και τα -τελικά εντελώς ατιμώρητα- ντιρέκτ του Κώστα Τσαρτσαρή ήταν κορυφαίου επιπέδου, ενώ τα μπουνίδια του Σχορτσιανίτη στον πεσμένο Σέρβο ανήκουν και αυτά στις καλύτερες στιγμές των κόμικς.
Ωστόσο δεν είναι το πλάκωμα το πρόβλημα. Και το πλάκωμα μπορεί τελικά να συμβεί σε κάθε ομάδα, ενώ όσο και αν δεν μπορείς να νιώθεις περήφανος για αυτό, πάντως γίνεται απρογραμμάτιστα, γίνεται με το αίμα να βράζει, πάντως είναι κάτι για το οποίο η όποια ντροπή μπορεί να φύγει μετά από λίγες μέρες.
Το πρόβλημα ήταν η αντιμετώπιση που είχε το πλάκωμα. Σύσσωμη η μπασκετική μασονία έσπευσε να χαϊδέψει τα παραχαϊδεμένα της παιδιά. Ο απηνής διώκτης κάθε όζουσας αθλητικής υπόθεσης Φίλιππος Συρίγος έσπευσε να πάρει την υπόθεση επάνω του (αφού άλλωστε τα μιαρά στοιχεία της εθνικής Λάζαρος Παπαδόπουλος και Παναγιώτης Γιαννάκης αποτελούσαν μακρινό παρελθόν): όχι να μας δέρνουν μέσα στο σπίτι μας και να λέμε και ευχαριστώ! Πάει πολύ.
Η της πλάκας τιμωρία της FIBA προβλήθηκε ως εις βάρος μας σκάνδαλο, ο μη δερβέναγας πλέον της FIBA Γιώργος Βασιλακόπουλος κάτι φώναξε περί ανάγκης δημοκρατικοποίησης των διαδικασιών (!), κάποιοι άλλοι θυμήθηκαν το σέρβικο λόμπι. Από την πρώτη στιγμή του πλακώματος μια ενιαία μασονική φωνή ακούστηκε: κάτω τα χέρια από την εθνική, εκείνο που προέχει είναι το μετάλλιο. Πάση θυσία όπως φάνηκε.
Γεγονός που μας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στις τελευταίες ημέρες. Το να προβληματίζεται μια ομάδα από μια διασταύρωση με Ισπανία και ΗΠΑ κάθε άλλο παρά παράλογο είναι. Έλα όμως που κρατάει πάρα - πάρα πολλά χρόνια αυτή η κολώνια: όχι με αντιπάλους μεγαθήρια, αλλά ακόμη και με αντιπάλους που θεωρούσε απλώς ότι «της ταίριαζαν καλύτερα», η εθνική μας ήταν πάντα διατεθειμένη να χάσει. Και όσους πόντους και αν έχασε ο Παναγιώτης Γιαννάκης από τη θητεία του στον Ολυμπιακό, οφείλει να του αναγνωρίσει κανείς ότι αυτή τη νοοτροπία στη διάρκεια της θητείας του την έκοψε μαχαίρι. Κι έτσι στην (εντός της Ελλάδας, ε;) Ολυμπιάδα του 2004 μπορεί «να το πλήρωσε», αλλά τα επόμενα χρόνια η ομάδα του είχε αρχές, είχε τρόπο, είχε φιλοσοφία και όπως έχασε με το κεφάλι ψηλά, άρχισε και να κερδίζει με το κεφάλι ψηλά.
Ο Νίκος Παπαδογιάννης, που σε κάθε δέκα λέξεις του οι πέντε είναι μπηχτές για το ποδόσφαιρο και εκφράσεις αηδίας τους χουλιγκάνους του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού και οι άλλες πέντε ύμνος των υψηλών ιδανικών της εθνικής, έδωσε προχθές πρώτος το σύνθημα: Και τώρα εμπρός για ήττα.
Η πολυπόθητη ήττα ήρθε. Γιατί όπως λέει κι ο Νίκος «Γιατί πρέπει εμείς να γίνουμε πρεσβευτές του άσπιλου ήθους, καταμεσίς ενός αθλητικού πολέμου;». Δεν έπρεπε. Κι έτσι γίναμε πρεσβευτές μιας σπιλωμένης έλλειψης ήθους. Και μιας ντροπής. Που όμως δεν νιώθουμε στα αλήθεια. Ό,τι κι αν λέει ο άλλος με τη βαριά βοστωνέζικη προφορά.
Μέσα σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα οι παίκτες μού φταίνε λιγότερο από όλους που έκατσαν και έχασαν. Αμφιβάλλω πόσοι στη θέση τους θα είχαν φερθεί διαφορετικά. Δεν έκατσαν να χάσουν μόνοι τους. Έκατσαν να χάσουν γαλουχημένοι με την ιδέα ότι αυτή είναι η καπάτσα λύση, η λύση που θα τους οδηγήσει στο φως.
Το φως είναι ακόμα μπροστά. Μόνο που τώρα είναι λεκιασμένο. Μόνο που τώρα και τους Ισπανούς να περάσουμε, και μετάλλιο να πάρουμε, αυτή η ομάδα δεν θα είναι πια το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της καλύτερης δυνατής εκδοχής μας, αλλά το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα σκέτο, το συγκρότημα που αντιπροσωπεύει εκτός από όλα τα ωραία μας και τον νεοελληνικό συμφεροντολογισμό σε όλο του το ξετσίπωτο μεγαλείο.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 02, 2010

Και ανοικτές αγορές για όλους

(η φώτο απ' τα Νέα)
Φορτηγατζήδες, δικηγόροι, φαρμακοποιοί, συμβολαιογράφοι, μηχανικοί: η γάγγραινα των κλειστών επαγγελμάτων και των ελάχιστων αμοιβών, ω, η αγορά που πρέπει να ανοίξει, ο ανταγωνισμός που πρέπει να λειτουργήσει, ω, οι επιπτώσεις στην τσέπη του κάθε πολίτη από το γεγονός πως όλες αυτές οι συντεχνίες εισπράττουν κερατιάτικα, από το ότι οι υπηρεσίες που προσφέρουν δεν είναι όσο φτηνές θα ήταν σε περίπτωση που η αγορά ήταν απόλυτα ανοικτή και αρρύθμιστη
Ωστόσο, ακόμα και αν δεν δέχεται κανείς ότι η φυσική τάση κάθε ανοικτής αγοράς και κάθε ελεύθερου ανταγωνισμού είναι τελικά τα καρτέλ, ή έστω αν δέχεται ότι το σύστημα είναι τόσο σοφό που έχει προβλέψει μηχανισμούς οι οποίοι προλαμβάνουν και τιμωρούν τις εναρμονισμένες πρακτικές, εκείνο που μάλλον κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί είναι ότι η φυσική τάση κάθε ανοικτής αγοράς είναι το κλείσιμο της σε ολοένα και λιγότερους πανίσχυρους παίκτες που θα ανταγωνίζονται πλέον μόνο μεταξύ τους, ότι η φυσική της τάση είναι πως το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Ακούσαμε πως αυτό ακριβώς πρέπει να γίνει και με τις ελληνικές τράπεζες ώστε να αντέξουν τον διεθνή ανταγωνισμό, ακούμε να επαινείται -προφανώς όχι όσο σε άλλες περιπτώσεις, αφού υπάρχει ο αστερίσκος της κόντρας πολλών παλιών τζακιών με τον Βγενόπουλο- η συγχώνευση στο χώρο των γαλακτομικών, ακούμε γενικά να επαινείται η ολοένα και μεγαλύτερη συγκέντρωση. Τελικά το όνειρο κάθε μικρού ψαριού σε κάθε ελεύθερη αγορά είναι να μεγαλώσει αρκετά ώστε να γίνει νόστιμος μεζές για το μεγάλο, που θα το κατασπαράξει με το αζημίωτο.
Οκ, προφανώς γράφω κραυγαλέα απλοϊκές σκέψεις, ωστόσο δεν παύει να μου προξενεί εντύπωση η άνεση με την οποία μπορούν να υπάρχουν δυο μέτρα και δύο σταθμά στα κυρίαρχα ιδεολογήματα της εποχής (στα όχι δημοκρατικά κυρίαρχα δηλαδή, στα κυρίαρχα δια της επιβολής).
Καταλήγουμε λοιπόν στο τελικό παράδοξο ότι τα κλειστά επαγγέλματα είναι ένας από τους τελευταίους χώρους που μπορεί πράγματι να λειτουργεί ανοικτά η αγορά, που μπορεί πράγματι να λειτουργεί ένας ίσος προς ίσον ανταγωνισμός. Απλά εκεί έχουμε να ανταγωνίζονται μερικές εκατοντάδες χιλιάδες -κατά βάση μεμονωμένοι- ελεύθεροι επαγγελματίες αντί για ελάχιστες πολυεθνικές με εκατομμύρια υπαλλήλους, απλά εκεί το κέρδος (όπου υπάρχει και όπου δεν είναι απλώς το μέσο για να βγουν τα προς το ζην) καταλήγει στους ίδιους τους μεμονωμένους επαγγελματίες αντί στους μεγαλομετόχους.
Αν η ελάχιστη αμοιβή των δικηγόρων και των συμβολαιογράφων πρέπει να καταργηθεί γιατί ζημιώνει την τσέπη του πολίτη, σίγουρα τέτοιο πρόβλημα δεν υπάρχει με την ελάχιστη τιμή του γιαουρτιού ή του γάλατος, αφού δεν υπάρχουν προβλέψεις για ελάχιστη τιμή γάλατος ή γιαουρτιού και ο κάθε πολίτης μπορεί ελεύθερα να διαπραγματευθεί με το κάθε σούπερ μάρκετ και τον κάθε παντοπώλη το πόσο θα αγοράσει το τυποποιημένο ή με τον κάθε κτηνοτρόφο το ατυποποίητο γάλα του. Αν οι ελάχιστες αμοιβές των ελεύθερων επαγγελματιών πρέπει να καταργηθούν γιατί είναι ασύμβατες με την ελευθερία της αγοράς, δεν υπάρχει κανείς λόγος για την επιβολή πλαφόν στις τιμές της βενζίνης αφού κάτι τέτοιο είναι εξίσου ασύμβατο με την ελευθερία της αγοράς.
Εν πάση περιπτώσει, πέραν από τις ειρωνείες ή τις υπεραπλουστεύσεις μου, πρακτικά η κατάληξη κάθε ανοικτής αγοράς, είτε είναι είτε δεν είναι το καρτέλ, είναι πάντως το κλείσιμό της στα χέρια ελάχιστων μεγάλων παικτών.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 01, 2010

Κατασκευαστής Λαβυρίνθων

«Ποιό είναι το πιο προσαρμοστικό παράσιτο; Η ιδέα. Από τη στιγμή που μια ιδέα εισβάλλει στο νου είναι σχεδόν αδύνατο να ξεριζωθεί. Μια ιδέα που έχει πλήρως διαμορφωθεί και που έχει γίνει πλήρως κατανοητή θα μείνει κολλημένη κάπου στο μυαλό». Λόγια θέρμης και πάθους στην αρχή του «Ιnception» από το στόμα του Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Η ιδέα ου «Ιnception» κλωθογύριζε για πολλά χρόνια στο μυαλό του Κρίστοφερ Νόλαν, μέχρι που η τεχνολογία αφενός και η κατακόρυφη άνοδός της μετοχής του στο Χόλιγουντ μετά τον «Σκοτεινό Ιππότη» αφετέρου του έδωσαν τη δυνατότητα να την αναπτύξει σε αυτήν την υπερπαραγωγή των 160 εκατομμυρίων δολαρίων και να παραδώσει μια ταινία μεγάλου μεγέθους, μεγάλης φιλοδοξίας, μεγάλων απαιτήσεων, μεγάλων προσδοκιών πριν την δεις, σε μια ταινία μερικών αναμφίβολα μεγάλων σκηνών όταν την βλέπεις: της σκηνής π.χ. που ο Ντι Κάπριο και η Έλεν Πέιτζ παίρνουν μια γειτονιά του Παρισιού και την πλάθουν σαν πλαστελίνη. Αυτό είναι δημιουργία, αυτό είναι μια διαφορετική χρήση των εφέ, μια χρήση που αντί να καταστρέφει για πολλοστή φορά ένα αστικό τοπίο αποφασίζει να το μεταπλάσει, να παίξει μαζί του, να ξεπεράσει τους φραγμούς που βάζουν οι φυσικοί νόμοι και να αναδείξει την αρχιτεκτονική της πόλης κοιτώντας την αλλιώς, κοιτώντας την σαν όνειρο.
Ο Ντι Κάπριο και η ομάδα του είναι κλέφτες μυστικών που κρύβονται στο υποσυνείδητο. Κι αφού αυτό παίρνει το πάνω χέρι στα όνειρα, κι αυτοί στα όνειρα βουτάνε για να τα κλέψουν. Αλλά αυτή τη φορά τους γίνεται πρόταση για ένα πολύ πιο δύσκολο εγχείρημα. Μπορούν να μπουν σε ένα όνειρο όχι για να κλέψουν κάτι που προϋπάρχει στο υποσυνείδητο του θύματος, αλλά για να του φυτέψουν μια ιδέα, να ξεκινήσουν μια ιδέα ως σπόρο, αφήνοντας στη συνέχεια το θύμα να την αναπτύξει μόνο του ως δική του, θεωρώντας πως εκείνο την γέννησε εξ αρχής; Αδύνατον, λέει ο βοηθός του. Δυνατόν, λέει ο Ντι Κάπριο. Το έχει ξανακάνει. Και κατά κάποιο τρόπο το έχει ξανακάνει και ο ίδιος ο Νόλαν, αφού στο «Μemento» του κάτι αντίστοιχο συμβαίνει: ο πρωταγωνιστής χρησιμοποιεί την απώλεια μνήμης του προκειμένου να ξεγελάσει τον ίδιο του τον εαυτό, ώστε να πάρει μια απόφαση που θα είναι και δεν θα είναι δική του. Τρόπον τινά το «Ιnception» είναι μια συνισταμένη των εκτός των δύο Μπάτμαν ταινιών του Νόλαν, που πάντα γοητευόταν από οριακές καταστάσεις του νου: Η θολούρα της πολυήμερης αυπνία του «Insomnia», το θυμάμαι μόνο για λίγα λεπτά που βρίσκομαι και ποιοί είναι οι άλλοι γύρω μου του «Μemento», το αέναο παιχνίδι μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης του «Prestige», δίνουν εδώ τη θέση τους σε ένα παιχνίδι μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου.
Ο Νόλαν πάνω απʼ όλα αρέσκεται να κατασκευάζει λαβυρίνθους: η αρχική ιδέα που εισβάλλει στο μυαλό του δεν θα ξεριζωθεί, θα αρχίσει να την διαμορφώνει σε πλοκή, θα αρχίζει να χτίζει κόλπα με την αφήγηση και το το χρόνο, θα αρχίσει να στήνει το όλο παιχνίδι της χειραγώγησης των ηρώων του μεταξύ τους και της χειραγώγησης των θεατών από εκείνον. Το κάνει αριστοτεχνικά, μόνο που συνήθως παγιδεύεται και ο ίδιος από αυτή την ομορφιά των μαιάνδρων και των διακλαδώσεων των λαβυρίνθων που κατασκευάζει, αφήνοντας στην άκρη τον ανθρώπινο παράγοντα και δίνοντας την εντύπωση πως δεν νοιάζεται αληθινά για τους ήρωές του. Είναι τόσο πρόσφατο το «Shutter Island» που η σύγκριση γίνεται σχεδόν από μόνη της. Μολονότι οι πρωταγωνιστές και των δύο ταινιών στοιχειώνονται από οικογενειακές τραγωδίες, ο Ντι Κάπριο του «Ιnception» φαίνεται πολύ λιγότερο πειστικός και σάρκινος από τον Ντι Κάπριο του «Shutter Island». Ο Ντι Κάπριο του Σκορσέζε είναι ένας τραγικός ήρωας, την ώρα που ο Ντι Κάπριο του Νόλαν μοιάζει περισσότερο με το πιο λαμπερό εργαλείο της πλοκής.
Οπότε εκείνο που τελικά απουσιάζει από μια ταινία με πολλές εκρηκτικές ιδέες, με πολλές καθηλωτικές εικόνες, με ένα ρυθμό ασύλληπτα συγχρονισμένο, από μια ταινία που δεν διστάζει να βάλει τα δυσκολότερα στοιχήματα με τον εαυτό της και που ασφαλώς θα μείνει σημείο αναφοράς για το σινεμά επιστημονικής φαντασίας, είναι η συγκίνηση. Σε όλη την ταινία ο Ντι Κάπριο θέλει να ξαναβρεί τα παιδιά του. Μένεις ωστόσο με την αίσθηση ότι δίπλα στα ηθελημένα μακ γκάφιν της ταινίας (την βιομηχανική κατασκοπεία μεταξύ του Κεν Γουατανάμπε και των ανταγωνιστών του), είναι και η λαχτάρα για τα παιδιά που μετατρέπεται από κινητήριος συναισθηματικός μοχλός σε αθέλητο μακ γκάφιν. Μένεις δηλαδή με την αίσθηση ότι είτε τελικά κατορθώσει να ξαναδεί τα πρόσωπά τους είτε όχι δεν κάνει και τόση διαφορά.
Το ομολογεί και ο ίδιος ο Ντι Κάπριο στην Κοτιγιάρ: δεν είσαι παρά μια ιδέα μου. Δεν μπορώ να σε φανταστώ σε όλη σου την πολυπλοκότητα, την τελειότητα και τις ατέλειές σου. Οι ιδέες που ο Νόλαν τόσο αγαπά γίνονται σκιές μόνο μπροστά στον λαβύρινθο ενός ολοκληρωμένου ανθρώπου: ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, με όλη του την τελειότητα και όλες του τις ατέλειες είναι ο πολυπλοκότερος λαβύρινθος απ΄όλους.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)