Παρασκευή, Ιουνίου 02, 2023

Δεν είναι ένα τίποτα, Ρόμαν.


 
Όταν κάπου στα μισά του τελευταίου επεισοδίου η Σιβ λέει στον Ρόμαν ότι μπορούν να σκοτώσουν τον αδελφό τους τον Κεν, το λέει εντελώς αστειευόμενη. Kανείς δεν πιστεύει έστω και για δευτερόλεπτο ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε ποτέ να συμβεί: ούτε κάποιος από τα τρία αδέλφια, ούτε οποιοσδήποτε άλλος στo «Succession» είναι φονιάς. Και είναι σαν ο Tζέσε Άρμστρονγκ να την έχει βάλει να το λέει ακριβώς για να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε μια βασική διαφορά της σειράς από άλλες μεγάλες σειρές της τηλεόρασης. Από τους «Sopranos» ως το «Wire», από το «Breaking Bad» ως το «Better Call Saul», για να μην μιλήσουμε για το «Fargo», το «Deadwood» το «Ozark» ή το «Βoardwalk Empire», οι φόνοι, τα όπλα και το έγκλημα είναι στην πρώτη γραμμή, το δράμα πλέκεται και ανθίζει ολόγυρά τους. Ακολουθώντας τα βήματα του «Νονού», οι αμερικάνικες σειρές μιλούν για την αμερικάνικη κοινωνία και τον καπιταλισμό, μέσα από ιστορίες βίας και εγκλήματος, ανοργάνωτου αλλά βασικά οργανωμένου.
Aν δεν με απατά η μνήμη μου, κανένα όπλο δεν θα εκπυρσοκροτήσει στα 39 επεισόδια του «Succession», κανένα όπλο δεν θα δούμε έστω φευγαλέα. Η μία αφαίρεση ζωής που έχει αρκετά κομβικό χαρακτήρα προκαλείται από τροχαίο ατύχημα. Και δεν παύει να στοιχειώνει τον υπεύθυνο – για την ακρίβεια τον εν μέρει υπεύθυνο. Αλλά τον στοιχειώνει συνειδησιακά και μόνο, χωρίς άλλες έμπρακτες συνέπειες, επειδή δεν αφορούσε έναν «αληθινό» άνθρωπο, δηλαδή έναν άνθρωπο με ισχύ, έναν άνθρωπο από σημαντική οικογένεια, έναν άνθρωπο με χρήματα και επιρροή, έναν παίκτη. NRPI: Νο Real Person Involved.
 
Kι αυτή είναι η παγίδα στην οποία μας ρίχνει το «Succession». Mπαίνουμε τόσο πολύ μέσα στη φούσκα του 1%, ταυτιζόμαστε τόσο πολύ με τις αγωνίες των ηρώων, ώστε φτάνουμε να ξεχάσουμε ότι κανονικά για τους ίδιους δεν είμαστε αληθινοί άνθρωποι. Κι όταν ο Ρόμαν Ρόι αποκαλύπτει την και καλά μεγάλη υπαρξιακή αλήθεια του «We are bullshit» και «Ιt’s all fucking nothing», λέει την ίδια ώρα το πιο μεγάλο ψέμα. Όχι Ρόμαν, δεν είναι ένα τίποτα όλο αυτό. Το δικό σας τίποτα έχει τεράστια σημασία και επίδραση για την υπόλοιπη κοινωνία, για το 99%, για τους μη αληθινούς ανθρώπους, για τους τηλεθεατές σας, τους καταναλωτές σας, τους πελάτες σας, τους ψηφοφόρους.
 
Όσο κι αν βασανίζεστε σαιξπηρικά στον μικρόκοσμό σας, είτε το παιχνίδι σας είναι για σας μηδενικού αθροίσματος είτε όχι, κάνει μια διαφορά στον έξω κόσμο πόσες χιλιάδες εργαζόμενοι θα απολυθούν αύριο από τις εταιρίες σας αν εξαγοραστούν, κάνει μια διαφορά στον έξω κόσμο τι ιδεολογικό δηλητήριο ρίχνουν και τι πολιτισμικά σκατά προβάλλουν τα ΜΜΕ σας, κάνει μια διαφορά στον έξω κόσμο σε τι βάσεις θέτετε το δημόσιο διάλογο, κάνει μια διαφορά στον έξω κόσμο πώς επηρεάζετε την ιδεολογία μιας κοινωνίας, κάνει εδώ που τα λέμε μια διαφορά στον έξω κόσμο αν φτάσατε να παρέμβετε στην εκλογική διαδικασία και να ανακηρύξετε πρόεδρο των ΗΠΑ έναν σχεδόν ναζί. Κι ας μην πιάσατε όπλο ποτέ κι ας μην είστε μαφιόζοι ή έμποροι ναρκωτικών. Κι οι μόνες δολοφονίες που κάνατε ας ήταν μόνο μεταφορικές, ας αφορούσαν ποιος συγγενής θα προδώσει ποιον για να κληρονομήσει το βασίλειο.
 
Όταν λίγο πριν το τέλος των «Sopranos» ο Ντέιβιντ Τσέιζ θυμάται ξαφνικά να τραβήξει την κουρτίνα από τα μάτια της Δρ. Μέλφι και να την κάνει να δει τον ψυχαναλυόμενό της ως κοινωνιοπαθή, καλώντας μας με έναν τρόπο να μοιραστούμε τον όψιμο αποτροπιασμό της, είναι κάπως προβληματικό, είναι κάπως σαν να κλέβει, είναι κάπως σαν να τα ήθελε μονά ζυγά δικά του: αν δεν σε ενδιέφερε να καταλάβουμε και να τον νιώσουμε ως τα μπούνια τον Τόνι Σοπράνο, τότε σε τι ακριβώς ταξίδι μας είχες πάει τόσα χρόνια; Από την άλλη αναρωτιέμαι μήπως είναι περισσότερο προβληματικό αυτό που δεν κάνει ο Τζέσε Άρμστρονγκ, μην ανοίγοντας σχεδόν ποτέ την ματιά μας προς τη μεγαλύτερη εικόνα. Είναι προτιμότερο να μην μας αφορά οτιδήποτε έχει να κάνει με τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς των συγκεκριμένων ανθρώπων; Είναι προτιμότερο να εξαντληθεί η σαγήνη μας στη διερεύνηση των αιτιών της συμπεριφοράς τους; Είναι – δεν είναι, δεν γίνεται αλλιώς πια, τους έχουμε πονέσει, έχουμε πονέσει μαζί τους, τους κουβαλάμε μέσα μας κι αυτούς και τη διάλυσή τους.
 
Στο «Succession» δεν υπάρχει η μυθιστορηματική ανάπτυξη ενός χαρακτήρα, δεν υπάρχει ένας Τόνι Σοπράνο, ένας Ντον Ντρέιπερ, ένας Γουόλτερ Γουάιτ, ένας Τζίμι ΜακΓκιλ – Σολ Γκούντμαν. Οι χαρακτήρες από την αρχή ως το τέλος είναι σαν να ανεβάζουν σισύφεια στο λόφο την ίδια ακριβώς πέτρα, να επαναλαμβάνουν την ίδια ακριβώς λούπα. Αλλά με κάθε ανέβασμα ο Άρμστρονγκ και οι συνεργάτες του καταφέρνουν να μας αφήνουν με ανοιχτό το στόμα, σαν να μην έχουμε ξαναδεί αυτόν τον λόφο ποτέ. Και τέτοιο ομαδικό σεμινάριο υποκριτικής μάλλον δεν έχει να επιδείξει καμία άλλη σειρά. Στην αρχή είχαμε βάλει τον Τζέρεμι Στρονγκ στο βάθρο, έμεινε για πάντα εκεί, αλλά ανέβηκαν δίπλα του και ο Κίραν Κάλκιν και η Σάρα Σνουκ και ο Μάθιου Μακφάντιεν. Κι ας μην ξεχνάμε ότι το μουσικό θέμα του Νίκολας Μπριτέλ δεν είναι απλά ένα μουσικό θέμα είναι ο λόγος που η μουσική μπορεί να σε στείλει με τρεις νότες αλλού. Κι ας μην ξεχνάμε ότι η γλώσσα της σειράς δεν ήταν μια οποιαδήποτε γλώσσα, ήταν μουσική.