Παρασκευή, Μαρτίου 31, 2006

Στάζοντας μίσος και δηλητήριο

Στο κελί ογδόντα θα καείς,
αλλά η κολασμένη σου σάρκα
θα ξαναγεννηθεί
και θα βρεθείς απ' το μπουντρούμι σου
μωρό αγνό στο χιόνι.
Πρόσεχε το κεφαλάκι σου.

Έξυπνα φυσικά φαινόμενα

Εγκέλαδε, Εγκέλαδε, σε βλέπει ο Ράμσφελντ και ζηλεύει.

Πέμπτη, Μαρτίου 30, 2006

Τα όρια

Κάποτε ο Γκέμπελς ερωτεύθηκε.
Εκείνη πάλι όχι.
Άρχισε να της λέει και να της λέει,
βέβαιος πως κάτι θα μείνει.
Τίποτα δεν έμεινε.
Οι λέξεις έχουν τα όριά τους, Γιόζεφ.
Μπορούν να λασπώσουν,
αλλά όχι να αντιγεννήσουν έρωτα.
Μόνο το έξω αμείβεται μ' αμοιβαιότητα
τέτοιας λογής, Γιόζεφ.
Το μέσα ποτέ.
Θα 'ναι πάντα τα πρόσωπα, Γιόζεφ.
Θα 'ναι πάντα οι μορφές·
κι η αυθαίρετη παραξενιά της καρδιάς μας,
που μένει απρόσιτη στις λέξεις,
αλλά διάτρητη στις μορφές.
Στον άλλο κόσμο θα 'μαστε μόνο πνεύματα, Γιόζεφ·
απομαγευμένα απ' την ανοησία των μορφών.

Τετάρτη, Μαρτίου 29, 2006

Γιατρέ

«Μου αρέσει να νιώθω χαρά» δήλωσε ο Σάκης Ρουβάς. Μετά χασκογέλασε.
Εμένα, ρε γιατρέ, γιατί μου αρέσει να νιώθω λύπη;
Δεν τους μπορώ τους νικητές της ζωής, γιατρέ.
Δεν μπορώ το Νίκο Αλιάγα.
Όλη αυτή η αυταρέσκειά του και η αυτοπεποίθησή του μου φαίνονται τόσο ξένες.
Και -σε παρακαλώ να με πιστέψεις γιατρέ- δεν είναι από ζήλεια.
Πονάω, γιατρέ μου.
Όσο με θυμάμαι πονούσα.
Όχι, γιατρέ, μην μου δώσεις κάτι.
Αντί για παυσίπονο σε μένα, δώσε ένα παυσίχαρο στον Σάκη.
Μπας και έτσι κατορθώσει ποτέ του να ανακαλύψει την αληθινή χαρά.
Μην με παρεξηγείς, γιατρέ, δεν είναι ότι δεν αναγνωρίζω την διαστροφή μου.
Ο Σάκης όμως μπορεί να αναγνωρίσει την αντίστροφη δική του;
Δε νομίζω ότι μπορεί, γιατρέ.
Ώρα να φύγω, γιατρέ μου, θα ξαναπεράσω όμως.
Ξέρω ότι το ιατρείο σου είναι ανοιχτό 24 ώρες το 24ώρο.
Δεν φοράς λευκή στολή, αλλά λευκή οθόνη.
Σε ευχαριστώ που μ' αφήνεις να γράφω πάνω της, γιατρέ.
Πίστεψέ με, μου κάνει καλό.

Τρίτη, Μαρτίου 28, 2006

Ιδού η απορία

Το να μην φοβάσαι να δεις κατάματα τα σκατά του εαυτού σου και να τα κατονομάζεις.
Το να λες σ΄όποιον σε ρωτάει ότι, ναι, εδώ και εδώ και εδώ, έχω σκατά μέσα μου.
Το να αντέχεις το βλέμμα των άλλων όταν τους τα αποκαλύπτεις, αντί να κρύβεσαι πίσω από ευφημισμούς, υπεκφυγές και δικαιολογίες.
Νά τι ονομάζω θάρρος.
Ή μήπως να το ονομάσω κυνική βολή;

Κάτω απ' το πουκάμισό μου


η καρδιά μου σβήνει
κι αν το σφάλμα είναι δικό μου
δείξε καλοσύνη.

Δείξε καλοσύνη και γίνε τέσσερα σκυλιά που θα ξαπλώσουν ολόγυρά μου και θ' αρχίσουν να γλείφουν με ιαματική αγάπη τα αιματώματα. Κι όταν τελειώσουν, όταν οι γλώσσες τους θα είναι κατακόκκινες και το πουκάμισο ξανά λευκό, εγώ ξανά θα σε πυροβολήσω. Μην με κοιτάξεις με παράπονο τότε· δεν είναι μυστικό ότι φοβάμαι τα σκυλιά.

Δευτέρα, Μαρτίου 27, 2006

Οne for the road

Είν' η κρυφή σου, η ατέλειωτη δίψα,
είν’ η δίψα, που σε κρατά ζωντανό.

Σάββατο, Μαρτίου 25, 2006

Ερώπια

Mια μέρα θα τον λύσει.
«Έφτασε η ώρα να σ' αγαπήσω», θα του πει.
«Δεν μ' αγαπάω πια εγώ», θα της πει.

Παρασκευή, Μαρτίου 24, 2006

Πολιτισμός

Ίσως ακουστεί βαρύγδουπο, ίσως αντίθετα ακουστεί αυτονόητο, αλλά θα πω τι σκέφτομαι. Σκέφτομαι ότι τελικά όλη αυτή η ιστορία με τα μπλογκς, όλη αυτή η καθημερινή παραγωγή κειμένων και εικόνων, όλοι αυτοί οι διάλογοι και ο σχολιασμός κάτω από κάθε ποστ, δεν είναι κάτι λιγότερο από ένα θερμοκήπιο καθημερινού νεοελληνικού πολιτισμού.
Δεν αναφέρομαι ντε και καλά στην ποιότητα των γραφομένων. Αναφέρομαι όμως στο γεγονός ότι καθημερινά άνθρωποι αποτυπώνουν γραπτά σκέψεις και συναισθήματα, τα κοινωνούν και γίνονται αποδέκτες της αντίδρασης άλλων ανθρώπων. Εθιζόμαστε σε έναν τρόπο εξωτερίκευσης, σε έναν τρόπο επικοινωνίας, σε έναν τρόπο υποδοχής της αντίθετης άποψης. Δεν μαθαίνουμε μόνο να γράφουμε καλύτερα, μαθαίνουμε και να ακούμε καλύτερα· να ακούμε τα λόγια τα καλά, τα λόγια τα άσχημα, την ώρες - ώρες εκκωφαντική σιωπή.
Το μέσο μάς παρακινεί να οργανώσουμε μέσα μας και να περάσουμε προς τα έξω σκέψεις που χωρίς αυτό θα σκορπίζονταν, θα χάνονταν, δεν θα εκδηλώνονταν ποτέ.
Άγνωστο τι θα γίνει αύριο, αλλά σήμερα όσο απέχουν τα ελληνικά ιστολόγια από το να είναι απλά διαδικτυακά ημερολόγια, άλλο τόσο απέχουν από το να είναι εναλλακτικά ΜΜΕ.
Δεν απέχουν όμως από το να είναι μια γιορτή της επικοινωνίας, της αλληλεπίδρασης και της γραφής.
Και υπό αυτήν την έννοια, ναι, όσο βαρύγδουπο κι αν ακούγεται, το παιχνίδι των μπλογκς είναι ζωντανός πολιτισμός.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΤΑ


Έρχεται κάποτε η στιγμή που κηρύσσεις μόνιμη κατάπαυση πυρός. Η στιγμή που συνειδητοποιείς ότι κουράστηκες να τρομοκρατείς και να τρομοκρατείσαι. Ότι κουράστηκες να μάχεσαι. Ότι ήρθε η ώρα να καταθέσεις τα όπλα σου και να επιδοθείς σε άλλες μάχες. Ειρηνικές. Καλό το όραμα της ελευθερίας, αλλά πόσα θύματα να σκορπίσεις στο κατόπι του; Ίσως δεν ήταν η εποχή κατάλληλη, οι συνθήκες ευνοϊκές. Ίσως ο Βάσκος μπορεί να συμβιώσει με τον Ισπανό. Ίσως ο Βάσκος είναι Βάσκος, αλλά είναι και Ισπανός. Ίσως απλά κουράστηκες να σκοτώνεις τους υποτακτικούς της· τους υποτακτικούς της εξουσίας. Κι εσύ στη θέση της εξουσία δεν θα εγκαθιστούσες πάλι;
Ιστορικοί συμβιβασμοί, αίσια τέλη, μόνιμη εκεχειρία, ειρήνη. Τέρμα στις παράπλευρες απώλειες· οι κουκούλες βγαίνουν, το κυνηγητό σταματά, τα δάκρυα κλειδώνονται στα μάτια.
Κάτω από τις κουκούλες τρία πρόσωπα που προσδοκούν να ζήσουν επιτέλους ήρεμα;
Κάτω από τις κουκούλες τρία πρόσωπα που ξέρουν ότι θα πάψουν να ζουν μυθιστορηματικά τη ζωή τους;
Από την επανάσταση στον μικροαστισμό; Από το όνειρο της ανεξαρτησίας στο όνειρο της αύξησης αποδοχών;
Ευλογία η ειρήνη, αλλά πιο συναρπαστικός ο πόλεμος.
Ο πρώτος από αριστερά δήλωσε συμμετοχή σε ριάλιτι. Εθίστηκε τόσο στο κρυφτό που αποφάσισε να το υπεραναπληρώσει, όχι απλά αποκαλύπτοντας το πρόσωπό του, αλλά εκθέτοντάς το κάτω από μια κάμερα 24 ώρες το 24ώρο.

Πέμπτη, Μαρτίου 23, 2006

Becoming

Ενσταντανέ του Φράνσις Ντολαρχάιντ μετά.
Ψέμματα· δεν πρόλαβε να γίνει έτσι.
Ψέμματα ξανά· είχε πρόλαβε να γίνει έτσι στα όνειρά του.
«Μεταλλάσσομαι Άρα Υπάρχω» :
αν η ζωή του ήταν τραγούδι, αυτόν τον τίτλο θα 'χε.
We owe him awe.

Fuck me

There’s a look on my face I would like to knock out
See the sin in my grin and the shape of my mouth
All I want is to see me in terrible pain
Though we won’t ever meet I remember my name
Can’t believe I was once just like anyone else
Then I grew and became like the devil himself
Pray to god I can think of a nice thing to say
But I don’t think I can, so fuck me anyway
I am scum, I am scum and I hope that I know
That the cracks in my smile are beginning to show
Now the world needs to see that it’s time I should go
There’s no light in my eyes and my brain is too slow
Can’t believe I was once just like anyone else
Then I grew and became like the devil himself
Pray to god I can think of a nice thing to say
But I don’t think I can, so fuck me anyway
Bet I sleep like a child with my thumb in my mouth
I could creep up beside put a gun in my mouth
Makes me sick when I hear all the shit that I say
So much crap coming out it must take me all day
There’s a space kept in hell with my name on the seat
With a spike in the chair just to make it complete
When I look at myself do I see what I see?
If I do why the fuck am I looking at me?
Why the fuck, why the fuck, am I looking at me?
Why the fuck, why the fuck, am I looking at me?
Why the fuck, why the fuck, am I looking at me?
Why the fuck, why the fuck, am I looking at me?
There’s a time for us all and I think mine has been
Can I please hurry up cos I find me obscene
I can’t wait for the day that I'm never around
When my face isn’t here and I rot underground
Can’t believe I was once just like anyone else
Then I grew and became like the devil himself
Pray to god I can think of a nice thing to say
But I don’t think I can, so fuck me anyway
So fuck me anyway (Repeat X 11).

Τετάρτη, Μαρτίου 22, 2006

Σκόρπια

- Μάκης - Θέμος, ο ηθικολόγος και ο ανηθικολόγος. Παράδοξο δεν είναι;
- Σκέφτηκα προς στιγμήν ότι αν ο Μάικλ Μουρ έχανε είκοσι κιλά και έβγαζε το καπέλο του θα μπορούσε να είναι ο Μάκης. Έδιωξα αμέσως τη σκέψη από το μυαλό μου, γιατί τον αγαπάω.
- Η τηλεόραση μπορεί να νεροβράσει ακόμη και τον Τζίμη Πανούση.
- Υπήρχε κάτι υγιές στον τόνο της φωνής του Θέμου χθες· υγιές, ως γενικότερο ξεσκέπασμα, έστω.
- Υπάρχει κάτι αρρωστημένο σ' αυτήν την ξανθιά γλάστρα του με τα ελεφαντώδη βυζιά· κάτι θεμελιωδώς δεύτερο, πρόστυχο, αντιαισθητικό, αντιερωτικό.
- Πληροφορούμαι ότι κέρδισε πέναλτι ο Ολυμπιακός που το εκτέλεσε ο Ριβάλντο και αστόχησε. Ύβρις τουλάχιστον το ότι δεν το χτύπησε ο Τζόλε· και να που οι ύβρεις τιμωρούνται. Είναι σαν να έχεις στην ομάδα σου τον Οιδίποδα και να ζητάς να συνευρεθεί με την μητέρα του κάποιος άλλος. Εδώ ο άνθρωπος έγινε τραγωδία και σύμπλεγμα μαζί. Είναι δυνατόν να μην εκτελεί τα πέναλτι ο παίχτης που έχει βρεθεί μπροστά στην άσπρη βούλα περισσότερες φορές απ' όσες η Γιάννα Αγγελοπούλου μπροστά στον ράφτη της;
- Ωραίοι είναι οι «Κόρε.Ύδρο». Η «Φτηνή ποπ για την ελίτ» θα μπορούσε να είναι το μικρό αδελφάκι τoυ «Reflections», όπως διασκευάστηκε από τους «Raining Pleasure». Μπορεί να και μην στέκει αυτό που λέω, αλλά θεωρώ ότι κινούνται στο ίδιο ηχητικό περιβάλλον. Τέλος πάντων, μου αρέσουν και τα δύο. Kαι αυτό στέκει.

Τρίτη, Μαρτίου 21, 2006

Μύθοι που κρύπτουν νουν αληθείας


Νταν Μαχόουνι, παθολογικός τζογαδόρος, καταχράται τεράστια ποσά από την τράπεζά του και τα τρώει στο καζίνο. Συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και τον εξετάζει ο ψυχίατρος:
- Από το ένα ως το εκατό, πόσο θα έβαζες στην έξαψη που σου προξενεί ο τζόγος;
- Εκατό.
- Και πόσο θα έβαζες στην μεγαλύτερη έξαψη που είχες ποτέ στη ζωή σου για κάτι διαφορετικό από τον τζόγο;
- Είκοσι.
- Μπορείς να ζεις από εδώ και πέρα βασιζόμενος στο είκοσι;
- Καλό είναι και το είκοσι. Καλό.
Ένας άλλος ψυχίατρος, στο αριστουργηματικό «Εqvus», έχει απέναντί του ένα νεαρό που έχει θεοποιήσει ένα άλογο και παράλληλα κτηνοβατεί. Αναρωτιέται αν η θεραπεία είναι προτιμότερη από την ασθένεια, αναρωτιέται αν ο θεραπευμένος ασθενής του θα μπορέσει ποτέ στο μέλλον να κατακτήσει τέτοια κορυφογραμμή του πάθους και της εμπειρίας, όσο αυτή στην οποία σκαρφάλωσε μέσω της παράνοιας του. Αν θα ξανανιώσει ποτέ όπως ένιωθε καλπάζοντας γυμνός πάνω στο ά-λογο, πάνω στον Θεό του και συνάμα ερωτικό του σύντροφο. Αν θα ξανανιώσει ποτέ όπως όταν ένιωθε το παλλόμενο κεφάλι του καλπάζοντος ίππου σαν προέκταση του εν στύσει φαλλού του, όταν το πρόσωπο του Θεού του είχε συναιρεθεί με τον φαλλό του, όταν ο καλοκαιρινός νυχτερινός αέρας φυσούσε πάνω στο γυμνό κορμί του και στο κορμί του αλόγου, όταν βίωνε την ταχύτητα, τον ήχο του καλπάσματος, τις μυρωδιές της φύσης και του ζώου, όταν ήταν απόλυτα ελεύθερος, απόλυτα ευτυχισμένος, απόλυτα πιστός, απόλυτα ερωτευμένος, απόλυτα τρελλός. Και όταν ο ασθενής τον κοιτάζει στα μάτια, ο γιατρός πιστεύει ότι με την ματιά του τον ρωτά: «Τουλάχιστον εγώ κάλπασα. Εσύ τι έκανες;».
Μερικές φορές η ελευθερία δεν θέλει αρετήν και τόλμην αλλά νοσηρότητα και υποταγή, υποταγή στη νοσηρή μας φύση, μερικές φορές η ελευθερία μας είναι η αρρώστια μας.

Δευτέρα, Μαρτίου 20, 2006

Αφυδατωμένος Άγγελος

Ο ιατροδικαστής γύρισε μπρούμυτα το πτώμα του αγγέλου της και εξέταζε τα φτερά του.
«Τι ακριβώς συνέβη;», τον ρώτησε ταραγμένη.
«Στην έκθεσή μου, ως αιτία θανάτου, θα γράψω "αφυδάτωση". Μα δεν του δίνατε ποτέ νερό;».

Περιαυτολογώντας

Πέτρος Ραβούσης, 19.3.06, στην εκπομπή «Παίξτε Μπάλα» : «Δεν θέλω να περιαυτολογήσω, αλλά ο Γιώργος Σαμαράς είναι ένα ολοκληρωμένο σέντερ φορ».
Στη συνέχεια, μπροστά στα μάτια του έκπληκτου παρουσιαστή (αυτού με την φωνή ευνούχου που τσιρίζει) και της λιγότερο έκπληκτης συμπαρουσιάστριάς του (αυτής που έχει μεγαλύτερη πλάτη απ' τον Σουγκλάκο), ο Πέτρος πέταξε την μουτσούνα του και από κάτω εμφανίστηκε το απαστράπτον χαμόγελο του νέου μεγάλου σταρ του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Κυριακή, Μαρτίου 19, 2006

Crawl

You ask me to enter
and then you make me crawl,
αλλά για να ευθυμήσω
προσπαθώ να ευφημίσω:
κρόουλ θα πει ελεύθερο.
Σκάω λοιπόν
κι ελεύθερα κολυμπώ,
εγώ,
το έρπον ερπετό.
(Το παρόν ποίημα συνετέθη με αφορμή τα δεκάχρονα από τον θάνατο του Οδυσσέα Ελύτη. Για σένα, Οδυσσέα μου. Ξέρω ότι θα καμαρώνεις από κει πάνω).

Σάββατο, Μαρτίου 18, 2006

Ballad of a Salesman Who Sold Himself

Aπό πολύ μικρό παιδί, όταν έβλεπε ταινία ή σίριαλ όπου ένας ήρωας είχε μαγαζί, αγχωνόταν εάν θα πάει το μαγαζί του καλά, εάν θα έχει πελάτες ή όχι· το άγχος αυτό το είχε και για αληθινά μαγαζιά, ταβέρνες, παπουτσάδικα κλπ· όλα αυτά δε, χωρίς κάποιος κοντινός του άνθρωπος να είναι μαγαζάτορας. Αν υπάρχουν νευρώσεις κοινές και σχετικά εύκολα εξηγήσιμες -π.χ. η γυναικεία για το αν έκλεισαν ή όχι το θερμοσίφωνο- τι συμβόλιζε άραγε η ανάγκη που ένοιωθε για γεμάτα μαγαζιά;
Ό,τι κι αν συμβόλιζε, η ζωή τα έφερε έτσι, που αφού παράτησε το ΙΕΚ του και απολύθηκε από το στρατό, έπιασε δουλειά σ' ένα μικρό ημιυπόγειο δισκοπωλείο, σε ένα στενό πίσω από την Ομόνοια. Ήταν αυτός, ο μαγαζάτορας, οι δίσκοι και οι πελάτες. Είκοσι χρόνια μετά ήταν ο μόνος που είχε απομείνει, αφού ο μαγαζάτορας είχε πεθάνει, οι δίσκοι είχαν δώσει τη θέση τους στα cd και oι πελάτες ήταν είδος προς εξαφάνιση. Δεν ήταν τόσο η πειρατεία που είχε σκοτώσει την πελατεία του, όσο η ήττα στον ανταγωνισμό με τις μεγάλες αλυσίδες δισκοπωλείων.
Δεν θυμόταν πια αν ήταν όλη αυτή η καθημερινή αδράνεια, όλη αυτή η ατελείωτη αναμονή, όλο αυτό το αδιάκοπο βάρεμα μυγών, που τον είχε κάνει νωθρό ή αν ήταν πάντοτε νωθρός και στο μικρό του μαγαζί είχε βρει αυτό που κατά βάθος έψαχνε. Όπως και να 'χε, δεν έβγαινε πια άλλο και το μαγαζί θα αποτελούσε σύντομα παρελθόν. Απλά λόγω του φόρτου εργασίας του δεν προλάβαινε να αδειάσει το μυαλό του για να σκεφτεί τι ακριβώς επάγγελμα θα ακολουθούσε στα 43 του. Δεν αγχωνόταν ιδιαίτερα όμως· όταν η συγκεκριμένη έγνοια τον επισκεπτόταν απρόσκλητη, τίναζε το κεφάλι του δυο φορές προς τα πίσω και η έγνοια έφευγε. Η μαλακία ήταν ότι είχαν υπάρξει περιπτώσεις που η επίσκεψή της είχε γίνει όταν είχε πελάτες και ότι κάποιοι από αυτούς είχαν γίνει μάρτυρες του τρόπου εκδιώξεώς της. Τέλος πάντων. «Μία - μία οι αρρώστιες», όπως συνήθιζε να μονολογεί, κάθε πράγμα στον καιρό του δηλαδή.
Ήταν Πέμπτη απόγευμα και όλη μέρα είχαν μπει στο μαγαζί του δύο φοιτητές, που αφού ξεκοκκάλισαν το «Βilboard» του και τον ευχαρίστησαν, έφυγαν χωρίς να αγοράσουν τίποτα. Σε λίγη ώρα θα έκλεινε. Αποφάσισε να συνεχίσει να διαβάζει το βιβλίο που κρατούσε εδώ και ώρες χωρίς να μπορεί να συγκεντρωθεί. Για να τα καταφέρει, αποφάσισε να διαβάσει φωναχτά, σίγουρος ότι δεν θα ενοχλούσε κανένα:
«Η μοιραία ταυτότητα του ερωτευμένου δεν είναι άλλη από αυτή: Είμαι αυτός που περιμένει».
Να που έκανε λάθος λοιπόν· αυτό που διάβασε ενόχλησε τον ίδιο.
Ο ερωτευμένος που περιμένει ένα μήνυμα, ένα σημάδι, εκείνη να κατέβει ή εκείνον να ανέβει κι ο έμπορος που περιμένει έναν πελάτη, πολλούς πελάτες, το μαγαζί του γεμάτο. Ο άνθρωπος που πουλά τον εαυτό του για να αγοράσει την αβεβαιότητα του έρωτα κι ο άνθρωπος που πούλησε τον εαυτό του μένοντας μια ζωή νωθρός, αδρανής, περιμένοντας τον κόσμο να έρθει προς εκείνον, την ζωή να έρθει προς εκείνον, χωρίς εκείνος να πάει να την κυνηγήσει.
Δεν γίνεται όλα τα μαγαζιά να είναι γεμάτα· σιδηρούς νόμος της αγοράς.
Δεν γίνεται όλες οι καρδιές να είναι αρραγείς· σιδηρούς νόμος της φύσης.

Παρασκευή, Μαρτίου 17, 2006

Πέρασε;

Mπακοδήμου: «Ήσουν κοντά στους δίδυμους πύργους όταν έγινε το χτύπημα;».
Μια -άγνωστή μου- γκόμενα: «Ναι, τους έβλεπα να καίγονται ταυτόχρονα και από το παράθυρό μου και από την τηλεόραση. Μετά μας ζήτησαν να βγούμε από τα διαμερίσματά μας».
Μπακοδήμου: «Α, εκκενώθηκαν οι γύρω ουρανοξύστες;».
Γκόμενα: «Ναι, ναι».
Σεργουλόπουλος (μεσ' την θεοπάλαβη χαρά, με ξελιγωμένο νάζι και πριν καλά-καλά ολοκληρωθεί το δεύτερο «ναι»): «Τρελλές νύχτες στη Νέα Υόρκη πέρασες;».

Πέμπτη, Μαρτίου 16, 2006

Συγγνώμη για την κοινοτοπία,

αλλά έχει αποφανθεί τελικά η επιστήμη, για το τι έχει μεγαλύτερη σημασία;
Πώς βλέπουν τα μάτια σου τον άλλον
ή
πώς βλέπεις τον εαυτό σου μέσα από τα μάτια του άλλου;

Πάλη

Φτηνά Ποστ για την Ελίτ

Τι ήθελε να πει ο ποιητής ;
«Τον χρόνο (νομίζω πως) κατασκευάζουν τα γεγονότα. Κι επειδή τα γεγονότα της ζωής μετά από κάποια ηλικία τείνουν να επαναλαμβάνονται (η έστω γεύση τους), ο χρόνος σιγά σιγά αραιώνει και οι εποχές φεύγουν χωρίς να το παίρνουμε χαμπάρι. Το αντίθετο συμβαίνει γράφοντας εντατικά πάνω στο χρόνο, όπως τώρα με το blogging. Ο χρόνος πυκνώνει γιατί ως γεγονότα πλέον το μηχάνημα (ο πυρήνας, το στρατηγείο) αντιλαμβάνεται τους (κάθε είδους) εσωτερικούς κραδασμούς που αποτυπώνονται ή «υποστασιοποιούνται» στα post. Καταλαβαίνω με λίγα λόγια τα post ως γεγονότα- μικρά ή μεγάλα δεν έχει σημασία, αυτό είναι κάτι που το γνωρίζει καλά μόνο ο συντάκτης τους- που ορίζουν/ ανατέμνουν/ γεωμετρούν το χρόνο όπως περίπου οι γιορτές τον χρόνο της εκκλησίας».
Όταν όμως γράφεις σχεδόν κάθε μέρα, σημαίνει ότι κάθε μέρα είναι γιορτή ή ότι, αντίθετα, δεν μπορείς να διακρίνεις το σημαντικό από το ασήμαντο; Το νόημα της γιορτής δεν βρίσκεται ακριβώς στο ότι συνιστά την εξαίρεση και όχι τον κανόνα; Μήπως η πληθώρα των κειμένων αποδεικνύει πως το καθένα από αυτά δεν αποτυπώνει κάποιον αυθεντικό εσωτερικό κραδασμό, αλλά πως, αντίθετα, όλα μαζί, ως σύνολο, αποτυπώνουν ένα μονότονο ψυχαναγκαστικό μηχανισμό; Πυκνώνει όντως ο χρόνος ή μήπως καταβροχθίζεται κι αυτός από την μαύρη τρύπα της ανάγκης για γραφή;
Σε παγκόσμια πρώτη τα ακόλουθα ερωτήματα: Ζει κανείς για να γράφει; Πρώτα ζει και μετά γράφει; Γράφει για να ζει; Γράφει κι άρα ζει; Γράφει και χάνει τη ζωή;
Και πού οδηγεί τελικά όλη αυτή η κρυπτογραφία για να ειπωθεί το ουσιώδες (ή, καλύτερα, ό,τι πιστεύεις πως είναι ουσιώδες) κάτω από την σκανδαλοθηρική επιφάνεια, όλο αυτό το καμουφλάζ για να σταθεί κάτι δημόσια χωρίς να βιάζει το ιδιωτικό; Σε κείμενα όντως γενικότερου ενδιαφέροντος ή σε κείμενα που μετά από καιρό δεν θυμάσαι ούτε εσύ ο ίδιος τι εννοούσες; Στους πόσους βαθμούς αφαίρεσης αφαιρείται και η ουσία;
Από την πολλή την μεταμφίεση καταντούν τα ποστάκια τραβεστί;
Σε ένα βιβλίο, είσαι και δεν είσαι εσύ.
Σε ένα μπλογκ, ό,τι και να γράφεις, είσαι εσύ και μόνον εσύ.
Και τόση ώρα που γράφω αυτές τις αράδες, τον πύκνωσα άραγε τον χρόνο ή τον καταβρόχθισα;

Ένα κι ένα κάνουν δύο

«Corruption charges. Corruption? Corruption ain't nothing more than government intrusion into market efficiencies in the form of regulation. That's Milton Friedman. He got a goddamn Nobel Prize. We have laws against it precisely so we can get away with it. Corruption is our protection. Corruption is what keeps us safe and warm. Corruption is why you and I are prancing around here instead of fighting each other for scraps of meat out in the streets. Corruption is why we win».
«Κατηγορίες για διαφθορά. Διαφθορά; Η διαφθορά δεν είναι τίποτα άλλο από ένα εφεύρημα για την αυθαίρετη εισβολή της κυβέρνησης στην αποδοτική λειτουργία της οικονομίας, με την μορφή ελεγκτικών κανόνων. Ο Μίλτον Φρίντμαν το 'πε αυτό. Και κέρδισε το Νόμπελ. Έχουμε νόμους εναντίον της διαφθοράς, ακριβώς για να μπορούμε να ενεργούμε διεφθαρμένα χωρίς κυρώσεις. Η διαφθορά είναι η προστασία μας. Η διαφθορά μάς παρέχει ασφάλεια και ζεστασιά. Η διαφθορά είναι αυτή που επιτρέπει σε σένα και μένα να συζητάμε τώρα με στόμφο, αντί να παλεύουμε στους δρόμους για ένα κομματάκι κρέας. Η διαφθορά είναι η αιτία για την οποία νικάμε».
Από τη «Syriana».

Τετάρτη, Μαρτίου 15, 2006

Ο Τότης και ο Βούδας


Δεν είναι αυτή η λύση, φίλε. Αν δεν μπορείς, αυτοκτόνησε· είναι πιο έντιμο. Αν η συνείδηση σε πνίγει και δεν βρίσκεις πουθενά καταφύγιο να ξεφύγεις από τον εαυτό σου, δεν είναι επειδή είσαι ξεχωριστός, αλλά επειδή είσαι σαν όλους τους άλλους. Είναι δειλία το να προσπαθείς να υποδυθείς τον Θεό. Μην κρύβεσαι σε κάτι που δεν είσαι.
Η θέωση είναι απάνθρωπη. Η ανθρωπιά θεϊκή.
Θυμάσαι τι έλεγε πέρυσι ο Τότης Φυλακούρης, τις λίγες μέρες που έγινε προπονητής στον Παναθηναϊκό;
«Ονειρεύομαι με τα μάτια ανοιχτά», έλεγε.
Δεν περίμενε ποτέ ένα γήπεδο να φωνάζει το όνομά του και να γίνει -αυτός, ο καρατερίστας- πρωταγωνιστής. Όταν ήταν παίχτης φώναζαν το όνομα του Δομάζου κι εκείνος έκανε καλαμπούρια. Δεν ζήτησε ποτέ μεγαλεία ο Τότης. Κοκκόρια αμόλαγε στο γήπεδο και μετά, ήσυχα και διακριτικά, από το να γίνει πρώτος στο χωριό, από το να γίνει πρώτος προπονητής σε μικρές ομάδες, προτίμησε να μείνει δεύτερος στην αγαπημένη του πόλη, προπονητής στους νέους της μεγάλης του ομάδας. Κι όταν κλήθηκε να γίνει βασιλιάς για μια νύχτα, δεν λιγοψύχησε μπροστά στην απροσδόκητη αλλαγή σκηνικού, αλλά απόλαυσε μία - μία τις λιγοστές ξεχωριστές στιγμές που του επεφύλασσε η μοίρα.
Τις ονειρεύτηκε με τα μάτια ανοιχτά, έχοντας επίγνωση ότι πάρα πολύ σύντομα θα έπρεπε να ξαναγυρίσει μακριά από τους προβολείς, πίσω στους δεύτερους και τρίτους ρόλους, πίσω στην εκμάθηση ποδοσφαίρου σε εφήβους, πίσω στο χαβαλέ με τους κολλητούς του στις ταβέρνες.
Μαθαίνω ότι έφυγες από το δέντρο, φίλε.
Εύχομαι να έχεις ανοίξει πια τα μάτια και να ονειρεύεσαι έτσι: σαν άνθρωπος που θα αχθοφορεί τον εαυτό του μέχρι να πεθάνει κι όχι σαν άνθρωπος που θέλει να εκμηδενιστεί για να βρει την φώτιση μέσα από την αναίρεση του είναι του.
Πάρε το είναι σου α λα μπρατσέτα και ονειρευθείτε ότι μια νύχτα ο Βύντρα θα ντυθεί Τζέραρντ κι η Λεωφόρος θα σας αποθεώνει.
Φάε τον πόνο και ζήσε, μ' άλλα λόγια, γιατί εκτός από τον πόνο υπάρχει κι η χαρά.
Kαι την χαρά την βρίσκει κανείς μέσα στο φως του κόσμου, όχι στα σκοτάδια του νου του.

Στο γνώριμό τους κορακί

Μεγαλώσαμε με την πεποίθηση ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θα μας θάψει όλους. Εκείνο που δεν υπολογίζαμε, ήταν το ενδεχόμενο να θάψει τους μισούς και να κάψει τους άλλους μισούς. Σοκαρισμένος προφανώς και ο ίδιος από το ότι έζησε αρκετά ώστε να θάψει ακόμα και τον θεσμό της ταφής, αποφάσισε να αφεθεί και να το παίξει μεγάλος με άσπρα μαλλιά. Μητσοτάκη ξαναβάψε αμέσως τα μαλλιά σου στο γνώριμό τους κορακί. Μην μας ξενερώνεις έτσι. Κάνε πάλι τα γνωστά σου μακροβούτια. Έλα στα συγκαλά σου αναλογιζόμενος ότι την ίδια ώρα που εσύ προσποιείσαι τον παππού, κυκλοφόρησε στην αγορά το νέο μοντέλο της Βάσως Παπανδρέου που θυμίζει αμυδρά το παλιό (στην στάνταρ έκδοσή του).
Aυτά που λες, et praeterea censeo Samaras delendus est.

Τρίτη, Μαρτίου 14, 2006

Όμορφη Πόλη


Για κάτι τέτοιες εικόνες είναι που αγαπώ την πόλη. Στην ύπαιθρο η εγκατάλειψη δεν παύει να εξωραϊζεται από το βουκολικό του τοπίου. Τα αστικά χαλάσματα όμως είναι απευθείας συνδεδεμένα με την άβυσσο.

Η Μεγάλη Στιγμή του Νίκου

O Νίκος Μπουντούρης έγινε το Σάββατο ο πρώτος μπασκετμπολίστας που συμπλήρωσε 500 συμμετοχές στο πρωτάθλημα της Α1. Αντιγράφω από τη χθεσινή «Ελευθεροτυπία» μια δήλωσή του:
«Αν ήταν να ξεχωρίσω μια στιγμή σε αυτή την πορεία, θα ήταν εκείνη -σε ηλικία 12 χρόνων- που πήγα για πρώτη φορά σε γήπεδο μπάσκετ και τα άλλα παιδιά με έπαιξαν».
Τι να προσθέσω που να μην λερώνει μιας τέτοιας διαύγειας αλήθεια;
Η οικουμενική αλήθεια των αρσενικών είναι το παιχνίδι κι η πιο άδολη αγάπη τους μια μπάλλα που κυλά και κανείς δεν ξέρει που θα καταλήξει.
Κι αυτό είναι ωραίο, γαμώτο.

Mενάντρου

Δευτέρα, Μαρτίου 13, 2006

Σκανδαλώδες

«Στ' αληθινά, στα ψεύτικα,
το λέω και τ' ομολογώ:
Σαν να 'μουν εγώ και όχι άλλος

μες στη ζωή πορεύτηκα».

Όταν πορεύεσαι σαν άλλος, λαχταράς να πορευόσουν σύμφωνα με το εγώ σου.
Όταν πορεύεσαι σύμφωνα με το εγώ σου, λαχταράς να ζούσες σ' ένα κόσμο που κάτι τέτοιο δεν θα ήταν σκανδαλώδες.
Η λέξη «τίμημα» για τις κάθε είδους επιλογές μας, είναι σαν να έχει παραπλανητικά αυτονομηθεί από την αρχική της έννοια. Τίμημα σημαίνει τιμή. Στα αγγλικά είναι πιο ξεκάθαρα τα πράγματα. Λένε «price» ή «the price you have to pay» και ξέρουν για τι μιλάνε.Όλα έχουν την τιμή τους. Έτσι απλά· εξετάζεις αν κάθε συναλλαγή αξίζει τα λεφτά της.
Πορεύεσαι σαν άλλος, αγοράζοντας επιβίωση και πληρώνοντας με στιγμές μελαγχολίας.
Πορεύεσαι σύμφωνα με το εγώ σου, αγοράζοντας πράγματα κοντύτερα στις ανάγκες σου και πληρώνοντας σε ταμεία που δείχνουν να μην έχουν τελειωμό.
Μπούρδες. Σπανίως επιλέγεις πραγματικά το πώς θα πορευθείς, σπανίως είσαι εσύ που θα αποφασίσεις αν σε συμφέρει να αγοράσεις ή να πουλήσεις.
Με τον θάνατο τελειώνουν και οι σκοτούρες.
Όσο ξεκάθαρα είναι όλα, άλλο τόσο μπερδεμένα είναι. Ένα μπέρδεμα από την αρχή μέχρι το τέλος, κι εσύ εκεί, να πρέπει να έχεις το σθένος να αντικρύζεις κατάματα αυτό το μπέρδεμα και να συμφιλιώνεσαι μαζί του.
Δραπετεύουμε για λίγο από το μπέρδεμα τραγουδώντας, χορεύοντας ή φωνάζοντας γκολ.
Και μετά επιστροφή σε αυτό, επιστροφή στη σύγκρουση εγώ - πραγματικότητας, επιστροφή στη σχετικότητα, επιστροφή στις αδιάκοπες αγοραπωλησίες.
Είναι φορές που θα 'θελες να είσαι δειλός.
Είναι φορές που θα 'θελες να είσαι ζάντα ή τασάκι, κάτι που να μην σκέφτεται και να μη νιώθει, τέλος πάντων.

Τηλεόραση

Ξύπνησε και, όπως πάντα, με αργά και κουρασμένα βήματα έβαλε να κάνει καφέ. Όταν η καφεϊνη άρχισε να κυλά στο αίμα του, θυμήθηκε ότι σήμερα ήταν αργία, ότι σήμερα ήταν η Πρωτοχρονιά του 2051. Αυτή η σκέψη τον έκανε να θυμηθεί και την ηλικία του. Κοίταξε τα χέρια του και την επιβεβαίωσαν κι αυτά. Αποφάσισε ότι είχε κουραστεί. Παράτησε τον καφέ και ξαναγύρισε στο κρεβάτι. Άρχισε να σκέφτεται σκέψεις παιδιού, αλλά το σώμα του παρέμενε σώμα γέρου. Τότε ξανασηκώθηκε, πήρε το κλειδί από την κρυψώνα και ξεκλείδωσε το ειδικό συρτάρι. Πήρε από μέσα το πιο πολύτιμο απόκτημα που αξιώθηκε σε όλη τη ζωή του. Είχε χρόνια να το ανασύρει και ήταν γεμάτο σκόνες. Του φάνηκαν αρμόζουσες και δεν το έπλυνε. Φόρεσε μια τρίτη ζακέτα πάνω από τις άλλες δύο, έκατσε στην καρέκλα μπροστά στο μικρό παράθυρο και τράβηξε την κουρτίνα να βλέπει.
Έβαλε το στόμα του στο μπιμπερό κι άρχισε να πιπιλάει τη σκόνη. Ώρα μετά αποφάσισε να ρουφήξει. Ίσα που δρόσισε τα χείλια του και το περιεχόμενο τελείωσε. Είχε εξατμιστεί με τα χρόνια ή το είχε πιει όλο στο παρελθόν; Δεν ήταν σίγουρος· δεν είχαν αγαστή συνεργασία με το μυαλό του τελευταία.
Πέρασε μια ζωή γεμίζοντας ένα μπιμπερό που είχε πια αδειάσει.
Πέρασε μια ζωή πίνοντας γυναικεία δάκρυα.
Έβγαλε το στόμιο κι άρχισε να κλαίει.
Τα δάκρυά του έφτασαν μέχρι την μέση του μπιμπερό.
Μετά του πέρασε, έξυσε τα θλιβερά του αρχίδια, ρεύτηκε κι έβαλε τηλεόραση.

Κυριακή, Μαρτίου 12, 2006

Πέρα από την Ηθική

Πεταγόμαστε για λίγο στην Αφρική, γύρω στον έναν αιώνα πριν. Η Στριπ θέλει τον Ρέντφορντ περισσότερο χρόνο κοντά της, ο Ρέντφορντ όμως θέλει και τα επαγγελματικά σαφάρι του και την Στριπ. Της ζητά να μην τον πιέζει και να μην επεμβαίνει στην ελευθερία του. Η Στριπ τον ρωτά:
- Γιατί, άραγε, η ελευθερία σου είναι πιο σημαντική από την δική μου;
- Δεν είναι· ποτέ δεν επενέβην στην ελευθερία σου.
Ας πείσει όποιον θέλει ο Ρέντφορντ, ας πείσει τον εαυτό του αν το έχει τόσο ανάγκη, εμένα όμως δεν με πείθει/ψήνει/παραμυθιάζει. Ας μου επιτρέψει λοιπόν να τον πληροφορήσω, ότι δεν συζητάει επί ισότιμης βάσης με την Στριπ κι ότι δεν είναι τόσο λάρτζ και τόσο δίκαιος όσο παριστάνει.
Αν ένιωθε ακριβώς όπως η Στριπ, τότε θα επενέβαινε και θα παραεπενέβαινε στην ελευθερία της.
Δεν θυμάμαι ποιός έχει πει ότι αγάπη σημαίνει παραίτηση από τη δύναμη.
Ο Ρέντφορντ δεν παραιτείται από τη δύναμή του, δεν παραιτείται από την εξουσία που έχει πάνω της και φόρα - παρτίδα της λέει ότι, ναι μεν εγώ για σένα, αλλά δεν θα μου αλλάξεις και επάγγελμα. Πληρώνομαι για να κυνηγώ. Κι όχι μόνο πληρώνομαι, αλλά μου αρέσει κιόλας. Εκεί νιώθω πλήρης άντρας: στη ζούγκλα, με ένα όπλο στο χέρι, παρέα με άλλους άντρες και δικαίωμα ζωής ή θανάτου πάνω στα θηρία. Και με αντίστοιχο δικαίωμά τους πάνω μου.
Άντε γαμήσου Ρέντφορντ.
Αγάπη σημαίνει παραίτηση από τη δύναμη.
Μόνο που η παραίτηση αυτή δεν είναι οικειοθελής.
Δεν πρόκειται για επιλογή, αλλά για de facto κατάσταση, καταναγκαστική αδυναμία, κατάρρευση της γης που στεκόσουν, ζιγκ ζαγκ στην ομίχλη κι από κάτω γκρεμός.
Δεν φταίμε εμείς που γεννηθήκαμε μετά θάνατον Θεού.
Δεν φταίμε εμείς που η ύπαρξη συνείδησης είναι απλά ο τελευταίος εν ζωή αστικός μύθος, στα τελευταία του κι αυτός.
Αφού δεν υπάρχει Θεός όλα επιτρέπονται· κι αφού δεν υπάρχει συνείδηση, τι καθόμαστε και τα συζητάμε όλα αυτά;
Λόγια - απομεινάρια μιας μάσκας.
Λόγια - πρόβες της μάσκας του γαλάζιου θανάτου.
And Darkness and Decay and the Βlue Death held illimitable dominion over all.
Mα γιατί το ποστάκι να 'ναι λυπητερό;

Σάββατο, Μαρτίου 11, 2006

I'm a blogger, you monsters.


365 ημέρες - 410 ποστάκια. Το μπλογκ γιορτάζει σήμερα τα πρώτα του γενέθλια και παρακαλεί θερμώς όποιον τυχόν είχε τη σχετική πρόθεση, αντί για κατάθεση στεφάνων, να δωρίσει χρήματα στην Θεραπευτική Κοινότητα Απεξάρτησης Ιστολόγων «Α-ποστ-ροφή».
Ένας χρόνος λοιπόν, μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει, είναι αυτή η σκηνή από το «Βarton Fink»: Ο Μπάρτον είναι συγγραφέας με προβλήματα έμπνευσης. Όταν η έμπνευση τον συναντά, γράφει ένα έργο για το οποίο είναι περήφανος. Μόλις δακτυλογραφεί την τελευταία σελίδα, πάει να γλεντήσει, μπλέκεται σε ένα καυγά με ναύτες και ωρύεται "I 'm a creator you monsters".
Πέρασε ένα φεγγάρι που είχα κι εγώ αυτήν την ψευδαίσθηση. Κάνα χρόνο πριν ανοίξω το μπλογκ είχα γράψει ένα κείμενο σε μέγεθος μυθιστορήματος. Κρίθηκε αρμοδίως ότι δεν είναι άξιο να εκδοθεί, κρίθηκε δηλαδή ότι είναι ένα κείμενο - ανέκδοτο.
Για αρκετά θα μπορούσε ίσως να κατηγορήσει κανείς την μπλογκόσφαιρα, αλλά για έλλειψη γενναιοδωρίας όχι. Μέσα σ΄ αυτόν τον χρόνο άκουσα επαινετικά λόγια, λόγια πιθανότατα υπερβολικά, αλλά πάντως λόγια που είχα ανάγκη να ακούσω. Δεν ξέρω, ίσως τα «δύσκολα και τα ανεκτίμητα εύγε» κι ο «έπαινος του Δήμου και των Σοφιστών» να είναι εύγε και έπαινοι, που αξιωματικά αφορούν άλλης τάξεως κείμενα και όχι κείμενα σε μπλογκ.
Ξέρω όμως σίγουρα ότι μου ήταν ανεκτίμητα τα –δύσκολα ή μη- εύγε που εισέπραξα. Ακόμη πιο σίγουρα, ξέρω ότι η μπλογκόσφαιρα δεν συνιστά κανενός είδους σατράπεια. Εδώ κι ένα χρόνο λοιπόν κάμω μια χαρά ζωή.
Γιατί, κι αν δεν είμαι creator, κανείς ναύτης, εκδότης ή επαϊων δεν μπορεί να μου κλείσει το στόμα την ώρα που φωνάζω «Ι’m a blogger, you monsters». Κι αν στην αρχή το 'βλεπα σαν ένα είδος έκπτωσης, δεν το βλέπω έτσι πια.
Εδώ· αδιαμεσολάβητα, ελεύθερα και σ' όποιον αρέσουμε.
Για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε
(ή ίσως απλά δεν μπορούμε).
I am saying it loud,
I blog and I’ m proud.
Y.Γ. Τον χρόνο που πέρασε, το μπλογκ αυτό το έγραφε ένας άνθρωπος, ανήκε όμως εξ αδιαιρέτου σε δύο ανθρώπους. Ο ένας έγραφε κι ο άλλος άκουγε και ξαναάκουγε και ξαναάκουγε γκρίνιες και ανασφάλειες και illusions of grandeur και χαζομάρες. Και στεκόταν και βοηθούσε και έλεγε, υφιστάμενος –υφιστάμενη μάλλον- ένα ψώνιο αλλότριο. Όποια αξία κι αν έχει λοιπόν, αφιερώνω αυτό το τελευταίο ποστ του χρόνου (μαζί με τα προηγούμενα 409) στο πιο καμένο απ’ όλα τα καμένα.
Χρόνια σου Πολλά.

Παρασκευή, Μαρτίου 10, 2006

Ο Ροζ Τιμ

Καλώς τον. Έλα, έλα μέσα, μην ντρέπεσαι και μην νιώθεις άβολα. Έχεις έρθει στο σωστό μέρος. Βρίσκεσαι σε ένα μπλογκ που αγαπά τους κάθε λογής λούζερς. Αν κάνεις μια βόλτα στους διαδρόμους του θα βρεις κι άλλους πολλούς. Μπορείτε να κάνετε συντροφιά και να διηγηθείτε ο ένας στον άλλο τις ιστορίες σας. Αναβάλετε τον θάνατό σας ως τότε. Κι αν είναι να πέσετε από την ταράτσα, θα έχετε πέσει πλουσιότεροι κατά κάποιες ιστορίες. Κάθε ζωή έχει ιστορίες να πει· ιστορίες που σ' ένα βαθμό τις διαμορφώνει η τυχομοιροτύχη και στον υπόλοιπο εμείς οι ίδιοι. Άκουσε, Ροζ Τιμ, τι έγραφε ο συγγραφέας των «Ωρών»: «Η Γουλφ κατάλαβε ότι δεν υπάρχουν συνηθισμένες ζωές, αλλά μόνον ανεπαρκείς τρόποι θέασής τους. Οι ζωές μας φαίνονται συνηθισμένες για τους τρίτους παρατηρητές, αλλά για μας τους ίδιους είναι το ακριβώς αντίθετο. Για μας οι ζωές μας είναι τεράστιες και συναρπαστικές, έστω και αν φαινομενικά αποτελούνται μόνο από θελήματα, φαγητό, ύπνο και δουλειά».
Σου έφυγε η μπάλλα, Ροζ Τιμ, σου έφυγε η μπάλλα μέσα από τα χέρια κι έγινες περίγελως. Την στιγμή που την είδες στα δίχτυα, άρχισες να καταλαβαίνεις ότι ο δικός σου ρόλος στο έργο, είναι ο ρόλος του μαλάκα.
Να τον υποδυθείς με αξιοπρέπεια, Ροζ Τιμ, και να καταλάβεις πρώτα, ότι αν κάτι μέσα σου δεν σε έσπρωχνε να χάσεις την μπάλλα, δεν θα την έχανες. Να το βρεις αυτό που έχεις μέσα σου και να συζητήσεις μαζί του όσο πιο ειλικρινά μπορείς. Εσένα σε έσπρωξε να χάσεις μια μπάλλα, τον άλλο μπορεί να τον σπρώχνει να χάσει μια δουλειά ή να τον ρίχνει στην πρέζα. Δεν είναι σπάνια η περίπτωσή σου - κάθε άλλο.
Θα το ξανακάνεις, Ροζ Τιμ, αν δεν την εντοπίσεις αυτήν την σκοτεινιά μέσα σου. Να απαλλαγείς από αυτήν δεν γίνεται. Έτσι είναι η φτιαξιά σου. Μπορείς όμως να ζητήσεις από τους συντρόφους σου να σε δένουν στο κατάρτι, κάθε φορά που οι σειρήνες της αυτοκαταστροφής αρχίζουν το γλυκό τους το τραγούδι.
Αν είσαι τόσο δυνατός, αν καταφέρεις στο μέλλον πλήγματα στην ριζωμένη σκοτεινιά σου, τότε θα μπορείς να πεις και άλλες ιστορίες, ιστορίες που την κρατάς την μπάλλα και οδηγείς ένα έθνος έξω στους δρόμους. Τότε οι ιστορίες σου αυτές θα γίνουν ιστορίες κοινές, ιστορίες στα στόματα όλων και τότε θα χαίρεσαι που ανέβαλες τον θάνατό σου.
Αλλά κι αν δεν τα βγάλεις πέρα, Ροζ Τιμ, αν σε πάρει από κάτω και πας μετά στο Αννόβερο, μετά στην Ουντερχάκιγκ και μετά στο πουθενά, αν γίνεις 130 κιλά στα 35 σου, αν σε κοιτούν στα μπαρ και σκουντιούνται μεταξύ τους, λέγοντας ότι ο χοντρός είναι αυτός που φορούσε κάποτε μια ροζ φανέλλα και έχασε μια μπάλλα, να θυμάσαι ότι εδώ θα είσαι πάντα καλοδεχούμενος.
Γιατί εδώ αγαπάμε τους κάθε λογής λούζερς και αδυνατούμε να καταλάβουμε τους κάθε λογής νικητές.

Πέμπτη, Μαρτίου 09, 2006

Ο Ελαφοκυνηγός


Ο Κακός ο Λύκος είχε έναν αδελφό, τον Εγωιστή Λύκο. Όταν ο Κακός Λύκος δολοφονήθηκε στο κρεβάτι της γιαγιάς, ο Εγωιστής Λύκος ορκίστηκε εκδίκηση. Μεταμφιέστηκε σε άνθρωπο και προσέγγισε την Κοκκινοσκουφίτσα. Όσο πετυχημένη κι αν ήταν η μασκαράτα του, δεν θα μπορούσε να μην γεννήσει υποψίες στην Κοκκινοσκουφίτσα:
«Γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια;».
«Για να σε βλέπω καλύτερα - Για να μην χορταίνω να σε κοιτώ».
«Γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;».
«Για να σ' ακούω καλύτερα - Για να ακούω με προσοχή κάθε λέξη που λες».
«Γιατί έχεις τόσο μεγάλη μύτη;».
«Για να σε μυρίζω καλύτερα - Για να αναπνέω μέσα απ' το δέρμα σου».
Η Κοκκινοσκουφίτσα κι ο Εγωιστής Λύκος έκαναν σχέση και στην πορεία αγαπήθηκαν. Όσο περνούσε ο καιρός αγαπιόντουσαν περισσότερο και ο Εγωιστής Λύκος άρχισε να ξεχνά το σχέδιό του.
Άρχισε να ξεχνά και την ίδια του την φύση· όντως δεν χόρταινε να την κοιτά με τα μεγάλα του μάτια, να την ακούει με τα μεγάλα του αυτιά, να την αναπνέει με την μεγάλη του μύτη.
Άρχισε ακόμη να βλέπει όνειρα πως ήταν άνθρωπος αληθινός.
Άρχισε λοιπόν να κοιμάται όλο και περισσότερο, γιατί δεν ήθελε να είναι πια λύκος, δεν ήθελε να κρύβει πια το μυστικό του από την Κοκκινοσκουφίτσα που κοιμόταν δίπλα του.
Μια μέρα αντίκρυσε ένα ελάφι.
Τότε ξαναθυμήθηκε πως είναι λύκος κι άρχισε να γρυλλίζει. Σαν μαλάκας.
Πήγε στην Κοκκινοσκουφίτσα κι άρχισε να βγάζει ένα - ένα τα ρούχα που τον έκρυβαν, το σακάκι, την γραβάτα, το πουκάμισο, το παντελόνι, τα παπούτσια. Η Κοκκινοσκουφίτσα είδε το τρίχωμα, τα δόντια, τα νύχια, όλα όσα είχε απωθήσει:
«Γιατί μου έδειχνες τόσο μεγάλη αγάπη;».
«Για να σε πονέσω καλύτερα - Για να έχω τη δύναμη να σε πονέσω περισσότερο από κάθε άνθρωπο και κάθε λύκο».
Ήταν οι τελευταίες λέξεις που είπε στηριζόμενος στα δύο του πόδια. Ξαναγύρισε στα τέσσερα κι άρχισε να κυνηγάει το ελάφι, πιο λύκος από ποτέ, πιο εγωιστής από ποτέ.

Τετάρτη, Μαρτίου 08, 2006

Παραληρώντας μεν, με παρωπίδες δε.

Ο Δημήτρης Δανίκας ξέρει σίγουρα να γράφει και, ακόμη πιο σίγουρα, οι κριτικές του είναι σχεδόν πάντα ενδιαφέρουσες. Προσωπικά δε, τρέφω μια αδυναμία σε ανθρώπους που όταν αγαπήσουν μια ταινία δεν διστάζουν να παραληρούν γι΄αυτήν. Αυτό το έντονα παθιάρικο στυλ γραφής μπορεί να σε φέρνει κοντά στα όρια της γραφικότητας, αλλά είναι απείρως προτιμότερο από κριτικές δημοσιοϋπαλληλίστικου πνεύματος. Θα ήταν αντιφατικό να μην μου άρεσε άλλωστε, αφού κι εγώ κάπως έτσι νομίζω ότι γράφω, ημιπαραληρηματικά και με πάθος, που επίσης συχνά - πυκνά μπορεί να με καθιστά γραφικό.
Κάθε άνθρωπος και τα ρίσκα του όμως, κάθε άνθρωπος κι ο τρόπος που αποφασίζει να εκτεθεί.
Ως εδώ λοιπόν όλα καλά με τον Δανίκα. Το πρόβλημά μου αρχίζει, όταν κρίνει τις ταινίες, όχι ως άνθρωπος που αγαπά το σινεμά, αλλά ως Στρατευμένος Αριστερός. Μέσα από αυτόν τον παραμορφωτικό φακό, η απόλαυση και η ευθυκρισία ψυχορραγούν, κι έτσι π.χ. το «KILL BILL» ή ο «Άρχοντας των Δακτυλιδιών» καταγγέλλονται ως περίπου μούφες και απάτες.
Άλλο όμως οι κοριοί της αμερικάνικης πρεσβείας ή η επέμβαση στο Ιράκ κι άλλο το σινεμά. Εντάξει, ίσως όχι ακριβώς άλλο. Τα δύο πρόσωπα του Ιανού μπορεί όντως να είναι η πολιτιστική κυριαρχία του Ντόναλντ Ντακ και η πολιτικο-οικονομικο-πολεμική επιβολή του Ντόναλντ Ράμσφελντ. Η ψυχή μας μπορεί όντως και να είναι αμερικάνικο προτεκτοράτο. Σύμφωνα όμως με την θεμελιώδη αρετή της διάκρισης, μπορείς να αγαπάς το αμερικάνικο σινεμά και να μισείς την αμερικάνικη εξωτερική πολιτική ταυτόχρονα. Ούτε το «KILL BILL» ούτε ο «Άρχοντας» θα σε οδηγήσουν να πάρεις το μέρος του Μπους και να βροντοφωνάξεις «Ζήτω το Άμπου Γκράιμπ» κι «Ευλογημένο Γκουαντάναμο».
Ειδικά δε αναφορικά με τα όσκαρ, σχεδόν πάντα ο Δανίκας θα ανακαλύψει συνωμοσίες και σκοτεινούς δακτύλους. Να τι έγραφε μεταξύ άλλων χθες στα «ΝΕΑ»:
«Είδαμε και επικροτήσαμε τη φετινή, σοβαρή στροφή του αμερικανικού σινεμά, αλλά δεν υπολογίσαμε σωστά τα πολιτικά κριτήρια του θείου Όσκαρ. Ο οποίος, θέλοντας να απενοχοποιηθεί από την φετινή, άκρως πολιτικοποιημένη, χρονιά, επέλεξε μια ανθρωποκεντρική ταινιούλα κατεβάζοντας τον γίγαντα της show business στο επίπεδο του νάνου ενός Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης».
«Μη (ευθέως) πολιτική η νικήτρια «Crash», επιλεγμένη όμως με καθαρά πολιτικά κριτήρια. Με τα εξής ρεκόρ:
Από τις σπάνιες φορές (θυμάμαι πρόχειρα τους «Δρόμους της φωτιάς») όπου η καλύτερη ταινία δεν κερδίζει ούτε σκηνοθεσία, ούτε πρώτες, μα ούτε δεύτερες ερμηνείες! Μα πώς γίνεται «καλύτερη» χωρίς καλύτερο σκηνοθέτη και έστω έναν καλύτερο β' ρόλο; Ρωτήστε τους ανθρώπους του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης!»
«Ίσως η μοναδική φορά που η ετυμηγορία των «ακαδημαϊκών» τόσο εξόφθαλμα και τόσο προκλητικά πλαστογραφεί την έκρηξη ποιότητας και σοβαρότητας του αμερικανικού σινεμά! Όπως περίπου τα μικρά παιδιά που σπάνε το βάζο με τη μαρμελάδα και μετά την κρύβουν κάτω από το χαλί μη και τους δείρει η μαμά Τζορτζ Μπους!
Δύο πολιτικές συγκρούονταν στα χαρτιά και τα προγνωστικά: η κοινωνική, με την αναγνώριση των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων, δηλαδή το φαβορί «Brokeback mountain», και ο μακαρθισμός στα media με το «Καληνύχτα και καλή τύχη» του Τζορτζ Κλούνι. Αμφότερες με μπόλικη πρωτοτυπία. Το πρώτο λόγω θέματος, το δεύτερο λόγω σκηνοθεσίας. Ο «θείος» προτίμησε το «Crash», μια καλοφτιαγμένη ταινία με παράλληλες αφηγήσεις, όπως τα «Στιγμιότυπα» του Ρόμπερτ Όλτμαν. Το συμπέρασμα απλό: τα κάναν πάνω τους! Θέλανε «Brokeback», αλλά πώς να πάνε κόντρα στον αμερικανικό υπερσυντηρητισμό; Προφανώς, τους έπιασε τεταρταίος πυρετός. Όχι απλώς κατώτεροι των περιστάσεων, εντελώς εκτός περιστάσεων!».
Βλέπουμε λοιπόν ότι, όταν κανείς φορά παρωπίδες, πολιτική μπορεί να είναι μια ταινία που μιλά για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων ή για τον μακαρθισμό, αλλά όχι μια ταινία που μιλά για τον ρατσισμό και την αποξένωση.
Βλέπουμε ότι, όταν κανείς φορά παρωπίδες, μια ταινία όπως το «Καληνύχτα και Καλή Τύχη» μπορεί να συνιστά «έκρηξη ποιότητας» (!!!), ενώ το «Crash» να είναι απλώς μια «ανθρωποκεντρική ταινιούλα».
Βλέπουμε ακόμη και την αντιδημοσιογραφική - αντιδεοντολογική διαστρέβλωση της πραγματικότητας, όταν γίνεται λόγος για σύγκρουση «στα προγνωστικά» μεταξύ «Βrokeback Mountain» και «Καληνύχτα και Καλή Τύχη». Στα προγνωστικά τίνος όμως; Στα δικά του; Γιατί στα κανονικά προγνωστικά συγκρούονταν το Βrokeback με το Crash.
Bλέπουμε ακόμη να αναγορεύεται σε σκάνδαλο, το ότι βραβεύθηκε ως καλύτερη μια ταινία που δεν βραβεύθηκε ούτε η σκηνοθεσία της ούτε κάποιος ηθοποιός της. «Μα πώς γίνεται;» αναρωτιέται. Γίνεται γιατί βραβεύθηκαν ακριβώς οι κατηγορίες που έπρεπε να βραβευθούν. Το σενάριό της και το μοντάζ της για τον τρόπο που συνδεόταν η μία ιστορία με την άλλη. Ούτε ταινία εξαιρετικής σκηνοθεσίας είναι το «Crash», oύτε ταινία βασισμένη σε έναν ή δύο ρόλους, καθώς πρόκειται για δουλειά συνόλου ηθοποιών με μικρούς ρόλους ο καθένας.
Τώρα, το αν ήταν όντως η καλύτερη ταινία της χρονιάς, είναι άλλο θέμα και φυσικά ένα θέμα υποκειμενικό. Για μένα δεν ήταν και έχουν γυριστεί πολύ πιο εμπνευσμένες ταινίες παρόμοιας τεχνοτροπίας. Αλλά από το σημείο αυτό, μέχρι να παραγνωρίσουμε το ότι πρόκειται για ταινία με πολιτική διάσταση ή να θεωρήσουμε ότι απέχει παρασάγγας αισθητικά από τις συνυποψήφιές της ή, ακόμη χειρότερα, να ανακαλύψουμε πάλι σκάνδαλα χολιγουντιανού υπερσυντηρητισμού, η απόσταση είναι χαώδης.
Όλα αυτά τα εξήγησε όμως πολύ επαρκώς και ο McManus, εδώ.

Τρίτη, Μαρτίου 07, 2006

Μακάριοι

Ξανακοιτάζω την φωτογραφία του προηγούμενου ποστ και για κάποιον χαζό λόγο νιώθω ικανοποίηση· ικανοποίηση σαν να διακόσμησα λίγο πιο όμορφα έναν προσωπικό μου χώρο.
Έβλεπα προχθές τον Ρόμπερτ Άλτμαν στην απονομή των όσκαρ, έβλεπα το σύντομο αφιέρωμα που του έκαναν με αποσπάσματα από τις ταινίες του και σκέφτηκα για μια ακόμη φορά ότι καλά και άγια τα όσκαρ και τα κάθε λογής βραβεία και αναγνωρίσεις, αλλά εκείνο που μετράει περισσότερο είναι το τι έχεις δημιουργήσει. Ο Άλτμαν προσέφερε μερικές σημαντικές ταινίες και μεγαλύτερο βραβείο από αυτό δεν υπάρχει. Έχοντας γνώση ότι γίνομαι αφόρητα κοινότοπος, εκείνο που απλά προσπαθώ να πω είναι ότι όσο αλήθεια είναι πως όλοι μας αναζητούμε την αποδοχή των άλλων, όσο αλήθεια είναι ότι όταν η αποδοχή δεν έρχεται βασανίζεσαι και αμφιβάλλεις, άλλο τόσο αλήθεια είναι, ότι η μεγαλύτερη δικαίωση δεν προέρχεται από την ανταπόκριση των άλλων, αλλά από αυτό καθαυτό το έργο.
Τηρουμένων πάντα των αναλογιών, αυτό μπορεί να ισχύει τόσο για έναν σκηνοθέτη, όσο και για κάποιον που έχει ένα μπλογκ.
Είναι σημαντικό να ξαναβλέπεις σκηνές απ' τις ταινίες σου και να βλέπεις τον Έλιοτ Γκουλντ με την γάτα στον ώμο ή τον σεισμό, την ώρα που ο μακαρίτης Κρις Πεν και ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ απατούν τις γυναίκες τους στην εξοχή, είναι σημαντικό να γυρνάς στο μπλογκ σου και να βλέπεις να το περιθάλπει με την αύρα του ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, είναι σημαντικό να κοιτάς πίσω και να μην ντρέπεσαι για αυτά που έκανες.
Όσοι το καταφέρνουν αυτό, όχι σε κινηματογραφημένες εικόνες ή σε γραμμένες λέξεις, αλλά στη ζωή τους εν γένει, όσοι καταφέρνουν να κοιτούν πίσω και να μην ντρέπονται, αυτοί είναι οι πραγματικοί μακάριοι.
Ότι αυτοί ελεηθήσονται.

O Πολιούχος Άγιος των Όπου Γης Uncool


Όχι απαραίτητα οι καλύτερες στιγμές του, αλλά οι στιγμές του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν που θυμάμαι πιο έντονα:
- Εμφανίζεται ένα λεπτό και κλέβει την παράσταση στο «Hard Eight». Παίζει ζάρια στο καζίνο και προκαλεί τον ηλικιωμένο πρωταγωνιστή αποκαλώντας τον «οld-timer» και χαχανίζοντας ακατάπαυστα.
- Τραγουδάει ροκ μέσα στο φορτηγάκι του, κυνηγώντας με τέρμα τα γκάζια έναν τυφώνα στο «Τwister».
- To ξελιγωμένο βλέμμα του προς τον Μαρκ Γουόλμπεργκ στο «Βοοgie Nights».
- Νοσοκόμος στο «Magnolia». Νομίζεις ότι έχει φωτοστέφανο πάνω του, νομίζεις ότι έχει αγιάσει· ίσως όμως να μπήκε τόσο στο πετσί του ρόλου, που όντως να άγιασε.
- Χυμένος σε έναν τοίχο του σπιτιού του, ημιλιπόθυμος από τη βενζίνη που έχει σνιφάρει στο «Love Liza».
- Η ατάκα του - προσωπικό ορόσημο στο «Αlmost Famous» : «Τhe only true currency in this bankrupt world is what we say to each other when we are uncool» Το μόνο αληθινό νόμισμα σε αυτόν τον χρεωκοπημένο κόσμο είναι όσα λέμε ο ένας στον άλλο, όταν είμαστε ξενέρωτοι»).
- Στην «25η Ώρα», αποτυγχάνει -αν και καθηγητής λογοτεχνίας- να κάνει μια πρόποση της προκοπής στον φίλο του που σε λίγες ώρες πάει φυλακή. Μερικά ποτά και λίγες ώρες αργότερα πηγαίνει στην τουαλέτα του κλαμπ και φιλά την μαθήτρια του. Μεγαλύτερο πατατράκ απ' όταν φίλησε τον Μαρκ Γουόλμπεργκ.
- Η τελευταία φορά που συναντάει τους μελλοθάνατους στο «Capote». Ο τρόπος που καταπνίγει έναν λυγμό εν τη γενέσει του και στρέφει το κεφάλι του προς τα πίσω.
Γενικά όμως, δεν ο τρόπος που κλαίει αλλά ο τρόπος που γελάει που είναι μνημειώδης. Κανένας άλλος ηθοποιός δεν έχει γελάσει με τόσους διαφορετικούς τρόπους στην ιστορία του σινεμά· κι ενώ όλα τα γέλια του μοιάζουν, δεν παύουν, κατά ένα περίεργο τρόπο, να είναι όλα μοναδικά.
Πολιούχος Άγιος των ξενέρωτων, ωστόσο ακτινοβολεί επί των πάντων, τόσο επί των ξενέρωτων, όσο και επί των κλώνων του Κλούνεϊ. Απλά εμείς οι uncool τον αγαπάμε λίγο περισσότερο.
Και στις επόμενες «Επικίνδυνες Αποστολές» είμαστε φανατικά με τον κακό, που είναι τόσο καλός, ώστε μπροστά στη λάμψη του ταλέντου του, η λάμψη του υπερ-κούλ σταρ, η λάμψη του Τομ Κρουζ, θα είναι σαν λάμψη αναπτήρα απέναντι στον ήλιο, μεσημέρι καύσωνα.

Δευτέρα, Μαρτίου 06, 2006

Unforgiven

«Hell of a thing, killin' a man.
Take away all he's got and all he's ever gonna have».
Βill Munny
Όταν ο Π. ανακοίνωσε στα καλά καθούμενα στην Χ. ότι βλέπει μιαν άλλη, δεν στέρησε από τη Χ. μόνο το ευτυχισμένο παρόν της, δεν της υπονόμευσε μόνο την ελπίδα για το ευτυχισμένο μέλλον τους, αλλά, ακόμη χειρότερα, την έβαλε σε διαδικασία αμφιβολίας για το αν το παρελθόν τους ήταν όντως όσο ευτυχισμένο εκείνη νόμιζε.
Υπό αυτήν την έννοια, εκείνος που ραγίζει την καρδιά του συντρόφου του έχει μεγαλύτερη εξουσία από εκείνον που δολοφονεί. Ο φονιάς σού αφαιρεί το παρόν και το μέλλον, δεν έχει όμως καμία δικαιοδοσία πάνω στο παρελθόν, δεν μπορεί να έρθει και να το γεμίσει σκιές αναδρομικά.

Πέμπτη, Μαρτίου 02, 2006

Η Παραίτηση κι η Προκήρυξη

2 Μαρτίου του 2006 κι ο Τζών Μπρέιντι Κίσλινγκ, τέως πολιτικός σύμβουλος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ελλάδα, γίνεται πρωτοσέλιδο στην «Ελευθεροτυπία», καθώς σε άρθρο του σε αμερικάνικο περιοδικό ισχυρίζεται ότι οι υποκλοπές γίνονταν από την πρεσβεία.
Τρία χρόνια νωρίτερα, στις 28 Φεβρουαρίου του 2003, ο Τζων Μπρέιντι Κίσλινγκ είχε ξαναγίνει πρωτοσέλιδο στην ίδια εφημερίδα, αφού παραιτήθηκε από τη θέση του διαμαρτυρόμενος έντονα για τον πολιτική του πολέμου στο Ιράκ.
Αλλά στις 22 Σεπτεμβρίου του 2001 είχε φιλοξενηθεί στην εφημερίδα μια ακόμη επιστολή του Τζων Μπρέιντι Κίσλινγκ, επιστολή που απευθυνόταν στον «Ιό» και με την οποία υπερασπιζόταν την αμερικάνικη εξωτερική πολιτική.
Αυτά είναι τα γεγονότα.
Κι αυτά εδώ είναι γεγονότα που δεν συνέβησαν ποτέ:
Καλοκαίρι του 2002 ο Ξηρός προσέχει περισσότερο και δεν του σκάει η βόμβα στο χέρι, συνεπώς Φεβρουάριο του 2003 -εποχή που ο αντιαμερικανισμός στην Ελλάδα χτυπάει κόκκινο λόγω της επικείμενης εισβολής στο Ιράκ- η 17Ν παραμένει ασύλληπτη. Αποφασίζει να χτυπήσει Αμερικάνο διπλωμάτη προκειμένου να επανακτήσει την πεσμένη τα τελευταία χρόνια δημοτικότητά της. Ο Κίσλινγκ φαντάζει εξαιρετική περίπτωση στόχου. Την ώρα που ο Κίσλινγκ συντάσσει στο γραφείο του την παραίτηση - καταπέλτη κατά των επιλογών της πατρίδας του, την ώρα που γράφει «Σας καλώ να ακούσετε τους φίλους μας σ' όλον τον κόσμο. Όταν οι φίλοι φοβούνται εμάς, αντί να φοβούνται για μας, είναι ώρα να ανησυχούμε», συντάσσεται και η προκήρυξη - καταπέλτης κατά των ΗΠΑ, τμήμα της οποίας αποτελούν και αποσπάσματα της επιστολής Κίσλινγκ προς τον «Ιό», προκειμένου να καταδειχθεί ότι η οργάνωση δεν χτυπά στα τυφλά και ότι το συγκεκριμένο θύμα φέρει και εξατομικευμένη ευθύνη. Η προκήρυξη βγαίνει από την γραφομηχανή, ενώ ο Κίσλινγκ πατά το «print» στον υπολογιστή του. Πίνοντας ουίσκυ διαβάζει την παραίτηση για πολλοστή φορά, κρίνει ότι δεν θέλει άλλο «χτένισμα», την υπογράφει, την διπλώνει, την βάζει μέσα σ΄ ένα φάκελλο, γράφει έξω από τον φάκελλο το όνομα και την ιδιότητα του αποδέκτη και τοποθετεί τον φάκελλο σε ένα συρτάρι. Έχει νυχτώσει. «Θα την στείλω αύριο το πρωί» αποφασίζει, γνωρίζοντας ότι στέλνοντάς την σκοτώνει την καριέρα του. Βγαίνει από την πρεσβεία και αρχίζει να περπατά επί ώρα βυθισμένος στις σκέψεις του και ζαλισμένος απ' το ποτό. Μια μηχανή σταματά δίπλα του κι ένα 45άρι τον πυροβολεί στο κεφάλι.
Την επόμενη μέρα, ένας διπλωμάτης ο οποίος καθάριζε το γραφείο του δολοφονημένου, χτυπά την πόρτα του πρέσβη, που είχε στα χέρια του την «Ελευθεροτυπία» με την πρωτοσέλιδη προκήρυξη, και του δίνει έναν φάκελλο: «Αυτό είναι για σας».
Η παραίτηση δεν βλέπει ποτέ το φως της δημοσιότητας και ο Κίσλινγκ θάβεται με τιμές ήρωα στην πατρίδα του.
Σχεδόν σύσσωμη η ελληνική κοινή γνώμη αποφαίνεται μισοφωναχτά ότι «καλά του κάνανε».

Τετάρτη, Μαρτίου 01, 2006

On Fire

Υπερψηφίστηκε στη Βουλή η τροπολογία που επιτρέπει την καύση των νεκρών, απαγορεύοντας παράλληλα την καύση των ζώντων.
Το να καίγεσαι ήταν ντεμοντέ, μη μεταμοντέρνο, αντικαθεστωτικό, αντιπαραγωγικό, αντιτηλεοπτικό, αντικαταναλωτικό, επικίνδυνο και τώρα πλέον είναι και παράνομο.
Επισημαίνεται ότι το δικαίωμά μας στον ψυχικό ενταφιασμό παρέμεινε άθικτο από τη νομοθετική μεταβολή.
Ζώντες μείνετε θαμμένοι,
οι μόνοι που θα καίγονται θα είναι οι πεθαμένοι.

Θανάσης - Άλμπερτ Μπριάκος

Γιορτάσαμε πέρσι τα 100 χρόνια από τη διατύπωση της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας. Η ειδική σχετικότητα προβλέπει ότι αν δύο γεγονότα καταγράφονται από τα ρολόγια δύο διαφορετικών παρατηρητών, για τον ένα εκ των οποίων τα γεγονότα αυτά συμβαίνουν στην ίδια θέση στον χώρο, ενώ για τον άλλον συμβαίνουν σε διαφορετικές θέσεις, η χρονική διαφορά των γεγονότων ως προς τον πρώτο παρατηρητή θα είναι μεγαλύτερη από αυτήν που κατέγραψε ο δεύτερος. Το φαινόμενο αυτό της επιμήκυνσης του χρόνου ονομάζεται διαστολή του χρόνου.
Σε ειδική πανηγυρική τελετή που έλαβε χώρα την Κυριακή το βράδυ στο γήπεδο Τούμπας, ο διεθνής διαιτητής και ερασιτέχνης φυσικός Θανάσης - Άλμπερτ Μπριάκος, επαλήθευσε το φαινόμενο αυτό διαστέλλοντας 78 λεπτά αγώνα σε 93 (90 + 3 οι καθυστερήσεις).
Η Ένωση Ελλήνων Φυσικών απένειμε μετά τη λήξη του αγώνα ειδική πλακέτα στον Θανάση - Άλμπερτ Μπριάκο. Η πλακέτα εκσφενδονίσθηκε από την Θύρα 4 και παρά λίγο να βρει το τιμώμενο πρόσωπο στο δόξα πατρί. Aντ' αυτού πέτυχε τον πρώτο βοηθό ο οποίος διακομίστηκε με το πρώτων βοηθειών στο νοσοκομείο.
Με τη σειρά του ο (βάσει κανονισμών απόλυτος και μοναδικός χρονομέτρης του αγώνα) διαιτητής δώρισε το ρολόι του στο κράτος και αμέσως -με άψογα πράγματι πολιτικά αντανακλαστικά- ο νέος Υπουργός Πολιτισμού ανήγγειλε την ανέγερση ειδικού μουσείου, όπου θα εκτίθεται το ρολόι που μέτρησε το τέταρτο της ώρας το οποίο δεν μέτρησαν τα ρολόγια όλων των υπολοίπων παρατηρητών. Ο Γ. Βουλγαράκης μάλιστα, με την εγνωσμένη κουλτούρα του, έριξε την ιδέα να ακούγεται μέσα στο μουσείο η παλιά επιτυχία της Πίτσας Παπαδοπούλου «Μην μιλάς, δεν είναι απαραίτητο - Mην μιλάς, θα φύγω σ' ένα τέταρτο».
Ο Θανάσης - Άλμπερτ υποσχέθηκε νέα εντυπωσιακότερα πειράματα στο μέλλον, όπου, ως απόλυτος και μοναδικός χρονομέτρης των αγώνων, θα λήγει τα παιχνίδια στο τέταρτο δευτερόλεπτο από την έναρξή τους ή θα τα συνεχίζει επί μερόνυχτα, μέχρι να λιποθυμήσει από την κούραση και ο τελευταίος ποδοσφαιριστής, κατά τα πρότυπα των μαραθωνίων χορού της εποχής του κραχ που είδαμε και στο γνωστό φιλμ «Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν».