Σάββατο, Μαρτίου 31, 2007

Για ένα κομμάτι χασίς

Έτσι να προφερόταν το όνομά σου στα ελληνικά; Ματιέα;
Και πώς να σε φώναζαν; Ματιέα; Μάτι; Μάτια;
Σε φώναξε ποτέ κανένας Μάτια μου;
Ίσως μια φορά ξέφυγε απ' την μητέρα σου, όταν ήσουνα πολύ μικρός και τη γλώσσα που μάθαινες την μιλούσαν όλοι κι όλα φαίνονταν σωστά (είχαν φανεί τουλάχιστον σωστά μερικά χειμωνιάτικα απογεύματα).
Ίσως μια φορά ξέφυγε από μια πόρνη, λίγα πρωινά πριν τη σύλληψή σου.
Τα επισκεπτήριά σου σπάνια, λέει.
Σε εγκατέλειψαν γονείς και συμμορία;
Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν και βουλιάζουν τα βαποράκια όταν τα πιάσουν;
Στην ηλικία σου, πάνω στα σεντόνια κοιμούνται, διαβάζουν, σερφάρουν, την παίζουν ή πηδάνε.
Εκεί που ακουμπά ο ύπνος κι η ηδονή, σε σένα δέθηκε σφιχτά ο θάνατος.
Εσύ με το σεντόνι σου κρεμάστηκες.
Αδίκαστος.
Ένας από εκείνους.
Όχι ένας από μας.
Ένας από αυτούς που πάντα προφυλακίζονται και ποτέ δεν αποφυλακίζονται.
Αλλά γιατί κρεμάστηκες;
Εσύ γιατί δεν είχες εμπιστοσύνη στην Ελληνική Δικαιοσύνη;
Όλοι έχουν. Εσύ γιατί δεν είχες;
Τα πήρες όλα κι έφυγες
γιατί εσύ δεν είχες,
δεν είχες καν το τακτ να γράψεις το τελευταίο σου μήνυμα στα ελληνικά,
πέθανε λοιπόν τον πολωνικό σου θάνατο,
πάρε μαζί σου όλες τις πολωνικές σου λέξεις
και φύγε,
γιατί εσύ δεν ήσουν ο Μάτια κανενός,
γιατί η Δικαιοσύνη έχει δεμένα τα μάτια, Μάτια
και δεν μπορεί να σε δει να κρέμεσαι,
γιατί στην τελική, στην αρχική και στην μεσαία,
δεν είμαστε όλοι ίσοι ενώπιον του νόμου,
όπως δεν είμαστε όλοι ίσοι ενώπιον της ζωής,
όπως δεν είμαστε όλοι ίσοι ενώπιον της τύχης.
Κατάλαβες, Μάτια κανενός;

Παρασκευή, Μαρτίου 30, 2007

Ένας στο χώμα, χιλιάδες στον αγώνα

Στο γελοίο κράτος, με την γελοία αστυνομία, τον γελοίο υπουργό της και την γελοία τηλεόραση, μόνο τέτοιοι γελοίοι θάνατοι για γελοίους λόγους αρμόζουν.
Δεν υπάρχει καμία τραγωδία. Μόνο γελοιότητα.
Και στη ρεβάνς, αύριο ή του χρόνου, το ραντεβού ας ανακοινωθεί και δημοσίως και τα κονβόι με τα χίλια και τα δυο χιλιάδες παπάκια ας καλυφθούν και τηλεοπτικώς. Ας κινηθούν και με τανκς οι αντίπαλοι στρατοί. Και μετά ο Πολύδωρας ας εκφράσει τον προβληματισμό του, ο Παπανδρέου ας κάνει σαρδάμ και η Αριστερά ας στηλιτεύσει την εμπορευματοποίηση του αθλητισμού.
Γαμημένο γυναικείο βόλεϊ, έχεις φάει τα καλύτερα παιδιά.

Πέμπτη, Μαρτίου 29, 2007

Μπαράζ

Νέο ποστ. Μέσα στο κουτάκι, μέσα στο κουτάκι μου, λευκή οθόνη. Πριν προλάβω να γράψω οτιδήποτε άλλο από «Νέο ποστ. Μέσα στο κουτάκι, μέσα στο κουτάκι μου, λευκή οθόνη», εμφανίζεται μια φωτογραφία. Από μόνη της.
Σοκάρομαι. Τινάζομαι απ΄την καρέκλα κι απομακρύνομαι απ' τον υπολογιστή.
Νέο σοκ.
Δεν με παίρνει να απομακρυνθώ κι άλλο. Αν θέλω να επανακαταλάβω τα ηνία του ποστ και να μην γεμίσει με φωτογραφίες μέσα στις φωτογραφίες, με κουκλάκια μέσα στα κουκλάκια, πρέπει να αντιμετωπίσω την κατάσταση κατά μέτωπο. Ξανακάθομαι. Πρέπει να υπάρχει εξήγηση για αυτό που συμβαίνει. Δεν γίνεται αλλιώς. Να είναι το φωτογραφικό αντίστοιχο της αυτόματης γραφής; Φωτογραφίες που εμφανίζονται μόνες τους χωρίς να το καλοσκεφτείς; Φωτογραφίες που ανεβάζει μέσα στο κουτάκι σου το ασυνείδητό σου; Ένα στερητικό άλφα και το συνειδητό γίνεται ασυνείδητο, ένα στερητικό άλφα και είσαι πια ασυνείδητος.
Στερητικά άλφα, η στέρηση κι η πλήρωση, το άλφα και τ' ωμέγα, ένα μπαράζ ασύμπτωτων προσδοκιών, η εγγενής ανθρώπινη αδυναμία να πονέσεις τον πόνο του άλλου, η εγγενής ανθρώπινη αδυναμία να συναισθανθείς το συναίσθημα του άλλου, ένα μπαράζ ασύμπτωτων συναισθημάτων, που συμπίπτουν και διασταυρώνονται μόνο στην αμοιβαιότητα της αγάπης.
Κι αν η αγάπη δεν είναι αρκετή, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι αληθινή, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι φθαρτή.

Ο θάνατος της τηλεόρασής μου

Ως αντικειμενική παρατήρηση έχει μηδενική αξία, καθώς το να τη χαρακτηρίσεις απλώς κοινότοπη θα ήταν ευφημισμός.
Ως κατάθεση υποκειμενικού βιώματος πιθανότατα εξίσου μηδενική αξία έχει, αλλά σκασίλα μου: σε αντίθεση με το να κρίνονται ως κοινότοπα, το να μην ενδιαφέρουν κανέναν όσα γράφω είναι κάτι που μπορώ να αντέξω.
Χθες βράδυ λοιπόν, το βράδυ της 28ης Μαρτίου 2007 για την ακρίβεια, βλέποντας λίγο Καρπετόπουλο μετά το ματς, ένιωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου ότι καθόμουν απέναντι σε μια συσκευή ηλίθια, μια συσκευή ημίνεκρη, μια συσκευή που δεν μου παρείχε τη δυνατότητα επεμβάσεως και διαδράσεως, μια συσκευή που δεν είχε πουθενά πάνω της να κάνω κλικ, μια συσκευή που δεν μου επέτρεπε να πω τη δική μου γνώμη, μια συσκευή που μου επεφύλασσε ρόλο εντελώς παθητικό.
Ποτέ άλλοτε ως τώρα δεν μου είχε φανεί η τηλεόραση ως τόσο παρωχημένης τεχνολογίας.
Την έκλεισα και μπήκα στο ίντερνετ.

Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2007

Αφού δεν μπορείς να τρέξεις, κοίτα.

Δηλαδή μην περιμένεις να εκρήγνυνται σουπερνόβες. Απλούστερα πράγματα.
Αν για παράδειγμα ξεσυντονίζεται το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου σου, αντί να σπαστείς δες το ως ευκαιρία να ξεκολλήσεις από δυο τρεις σταθμούς και να αρχίζεις να παίζεις με το seek. Οι εκπλήξεις έτσι θα 'ναι περισσότερες. Μερικές φορές οι εκπλήξεις έρχονται ψάχνοντας.
Αν για παράδειγμα το σταμάτα - ξεκίνα και οι ώρες στο αυτοκίνητο σού κάνουν τα νεύρα τσατάλια, σπάσου μεν γιατί δεν γίνεται κι αλλιώς, αλλά δες το κι ως ευκαιρία να αξιοποιήσεις την αναγκαστική ακινησία τραβώντας καμιά φωτογραφία. Αφού δεν μπορείς να τρέξεις, κοίτα. Θα πεις τώρα ότι υπάρχουν και πιο συναρπαστικά θεάματα από σπουργίτια σε μπαλκόνια και στύλους.
Δεκτόν.
Αλλά μάθε τουλάχιστον να βλέπεις τα σπουργίτια, γιατί αν δεν κοιτάς ψηλά, κι οι σουπερνόβες να εκραγούν, εσύ θα σιχτιρίζεις εκείνη την ώρα την τύχη σου κοιτώντας το μπροστινό αυτοκίνητο και μετά θα σιχτιρίζεις μια ζωή την τύχη σου που ήσουν τόσο γκαντέμης κι έχασες το θέαμα.
Κάνε σαν να ξεσυντονίστηκε και το βλέμμα σου και παίξε λίγο με το seek του.
Και πάνω απ' όλα σταμάτα να διαβάζεις ποστάκια γραμμένα στην προστακτική.
Η προστακτική υπαινίσσεται βεβαιότητες, η προστακτική είναι δήθεν.
Σόου ντου άι.
Ξεκόλλα. Τράβα διάβασε κάτι άλλο.
Ξεσυντόνισε το βλέμμα σου από αυτό το σκουριασμένο μπλογκ που δεν έχει αλλάξει template εδώ και δυο χρόνια και παίξε λίγο με το οπτικό σου seek.
Μπες σε μπλογκ που δεν έχεις μπει ποτέ. Οι εκπλήξεις έτσι θα 'ναι περισσότερες.

Τρίτη, Μαρτίου 27, 2007

, μα είναι καλό που είμαστε εδώ

Μα είναι καλό που είμαστε εδώ.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ, ολοζώντανοι ή νεκροζώντανοι.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ, άξιοι ή ανάξιοι.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ, θύτες ή θύματα.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ, γενναίοι ή δειλοί, έξυπνοι ή αυτοκαταστροφικοί.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ, του έργου οι καλοί ή οι κακοί.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ, ό,τι κι αν γίνει στο μέλλον, ό,τι κι αν έγινε στο παρελθόν, ό,τι κι αν γίνεται τώρα.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ τώρα, πληγωμένοι ή ευτυχισμένοι, νικητές ή χαμένοι, σίγουροι ή μετέωροι.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ, ίδιοι ή αλλιώτικοι, προσδοκώμενοι ή απροσδόκητοι.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ, γράφοντας ή διαβάζοντας, αγαπώντας ή μισώντας.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ και θα είναι καλό που θα είναι εδώ και τα παιδιά μας, κι αν ζήσουν το τέλος του κόσμου θα είναι καλό που θα 'ναι εκεί για να το ζήσουν.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ και θα είναι καλό ακόμη κι αν δεν κάνουμε παιδιά.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ και ζούμε τις μικρές μας ιστορίες, στο κέντρο και τις συνοικίες.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ, ακόμη κι αν δεν είμαστε ό,τι ονειρεύτηκαν.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ, ακόμη κι αν δεν είμαστε ό,τι ονειρευτήκαμε ή αν αντίθετα πήγαμε παραπέρα κι απ΄ό,τι ακόμη ονειρευτήκαμε.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ και συνεχίζουμε να την παλεύουμε, έτσι ή αλλιώς, πραγματικά ή στα ψέμματα, όρθιοι ή σωριασμένοι, με φτερά ή δίχως άκρα.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ και θα 'ναι καλό όταν πια δεν θα 'μαστε εδώ, είναι καλό που για λίγα δευτερόλεπτα ή για πολλές δεκαετίες ήμασταν εδώ.
Μα είναι καλό που ήμασταν εδώ, ό,τι κι αν κάναμε, ό,τι κι αν δεν κάναμε.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ, γιατί ο καθένας μας είναι μια ιστορία.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ, εξιστορούντες και εξιστορούμενοι.
Μα είναι καλό που είμαστε εδώ τώρα, αυτή τη στιγμή, όχι μια άλλη, όχι το βράδυ, όχι αύριο, όχι το Πάσχα, όχι το καλοκαίρι, τώρα,
τώρα είναι καλό που είμαστε εδώ
είναι καλό που είμαστε εδώ,
όπως κι αν είμαστε,
όπως κι αν ήμασταν,
όπως κι αν θα 'μαστε.
Ακούς, αγάπη μου;
Κι αυτό το αγάπη μου,
μπορεί να το λέω σε σένα,
μπορεί να το λέω σε μένα,
μπορεί και να 'ν' το ίδιο.

O Χριστόδουλος Ξηρός φέρνει στην πόλη την επανάσταση στη γεύση.

Κυριακή, Μαρτίου 25, 2007

Ή Ταν Ή Κουρδιστάν

(Προαιώνιος εχθρός του Γένους, σε κατάσταση αρνητικού παροξυσμού. Τότε που σκίζαμε)
(Προαιώνιοι εχθροί του Γένους -κι ένας Βραζιλιάνος δώρο- σε κατάσταση θετικού παροξυσμού. Τώρα που μας σκίζουν)
Από κάτι τέτοια καταλαβαίνεις ότι μεγαλώνεις· τη στιγμή ακριβώς που ελέγχεσαι για ανωριμότητα και άρνηση αποδοχής της ηλικίας σου, η ηλικία σου έρχεται και σου επιβάλλει την παρουσία της πλαγίως. Γιατί ακόμα κι αν δεν ενεργείς σύμφωνα με τα χρόνια που δείχνει το καντράν, βλέπεις πια βάσει των χρόνων που δείχνει το καντράν.
Παλιότερα (όχι και τόσο παλιότερα), θα έβλεπες τους «300» και θα εξιταριζόσουν λίγο περισσότερο, θα μπορούσες να πιάσεις το θέμα έτσι ή αλλιώς. Τώρα βλέπεις μια τσιχλόφουσκα και αδυνατείς να δεις οτιδήποτε πέραν της τσιχλόφουσκας. Άντε, το πολύ πολύ να πεις την εξυπνάδα ότι αυτό το ζοφερό τοπίο που δείχνει η ταινία είναι ο αντίποδας του φυσικού τοπίου της Ελλάδας, είναι ένα τοπίο που σε κάνει να αναρωτιέσαι για ποιόν άραγε λόγο να υπερασπιστείς μια τέτοια γη.
Παλιότερα (όχι και τόσο παλιότερα), θα γύρναγες από το Καραϊσκάκη πιστεύοντας ότι το 1-4 από την Τουρκία, και δη παραμονή 25ης Μαρτίου, δεν μπορεί, είναι -εντός ενός πλαισίου- κοσμοϊστορικό. Τώρα, αγωνιάς μεν να μην έχεις γίνει σαν τους διανοούμενους που πάντα σε έφερναν στα όριά σου με τις ατάκες απαξίωσης των αθλητικών εθνικών ηττών και νικών, αλλά από την άλλη δεν παύεις να συνεχίζεις τη ζωή σου, θεωρώντας ότι, εντάξει, δεν χάλασε κι ο κόσμος. Ίσως δεν χάλασε επειδή τελικά δεν ξεκίνησε κι η επανάσταση την 25η Μαρτίου, οπότε ο μισός συμβολισμός της άλωσης της έδρας πάει στράφι. Πάρτε τα κωλότουρκοι. Εθνικόν το αληθές.
Παλιότερα (όχι και τόσο παλιότερα), θα ζούσες σε δεύτερο πλάνο και ο Νικοπολίδης με τον Κουρτινάιτις (συγγνώμη τον Λεονάιντας) σε πρώτο. Τώρα προτιμάς να ζεις εσύ σε πρώτο πλάνο κι οι 300 ας κάνουνε «ΑΟΥ» λες και συμμετέχουν σε ομαδική συνεδρία ταυτόχρονου ρεψίματος γιαουρτλού κι ο Εφιάλτης ας έχει πατέρα τον Άνθρωπο Ελέφαντα και μαμά το Γκόλουμ κι ο Ξέρξης ας είναι το τρελλότερο των αγοριών με φωνή Νταρθ Βέιντερ και στυλίστα τον Κλάιβ Μπάρκερ κι οι χρυσαυγίτες ας φωνάζουνε «Σκατά στον τάφο του Κεμάλ» κι «Οτσαλάν - Οτσαλάν» κι ο Τάκης Φύσσας ας παίζει στην Εθνική μέχρι τα σαράντα του ή και τα τριακόσια του ακόμη, ωραία, πλάκα έχει το έργο και ζοχάδα μεγάλη για τη συντριβή, αλλά ως εκεί, έχεις μεγαλώσει πια και προτιμάς να σε απασχολεί η ευτυχία σου ή ο εαυτούλης σου, καθώς αυτό που εσύ λες ευτυχία ο άλλος το λέει εαυτούλη και είσαι πια σε μια ηλικία που καταλαβαίνεις ότι μπορεί και οι δύο να έχετε δίκιο.

Παρασκευή, Μαρτίου 23, 2007

Παγκόσμια νύχτα ποίησης


Το βράδυ ο Αχμέντ γύρισε στο σπίτι του.
Ο καπιταλισμός είχε δείξει στην πατρίδα του το πολεμικό του πρόσωπο κι έτσι ο Αχμέντ δεν είχε την τύχη να δει ακόμα το ειρηνικό του πρόσωπο, δεν είχε δηλαδή την τύχη να μάθει τι θα πει κρυφό ομόλογο. Ήξερε όμως τι θα πει κρυφή ομολογία.
Κάθε βράδυ, όταν κοιτούσε με δέος τη γυναίκα του να κοιμάται στο πλάι του, της ομολογούσε κρυφά, ψιθυριστά, ότι δεν είχε ιδέα πώς θα μπορούσε να την προστατεύσει από μια αδέσποτη βόμβα.
Εκείνο το βράδυ, τα μεσάνυχτα της 20ης προς την 21η Μαρτίου, προς την παγκόσμια ημέρα ποίησης και παγκόσμια ημέρα ύπνου, η γυναίκα του ήταν ακόμη ξύπνια.
Ξύπνια αλλά γλαρωμένη.
Της ομολόγησε φανερά, ότι γλαρώνοντας συναιρούσε τις δυο έννοιες σε μία, ότι τα γλαρωμένα μάτια της ήταν στο μεταίχμιο ποίησης και ύπνου.
Έξω ακούγονταν εκρήξεις.

Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2007

24. Ώρα Όγδοη.

Πρίβιουσλι oν τουέντυ φορ: 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7.
14:00 - 15:00
Δε φόλοουιν ιβέντς τέικ πλέις μπιτουίν του πι εμ εντ θρι πι εμ:
Και τώρα τι;
Επτά ώρες μετά την στιγμή που είχε χτυπήσει το ξυπνητήρι του για να τον ξυπνήσει σε μια μέρα που στατιστικά θα ήταν σαν όλες τις άλλες, αλλά που αληθινά ήταν διαφορετική από όλες τις άλλες, ο Ιάκωβος αναρωτιόταν τι τον περίμενε από εδώ και μπρος.
Πάντα αυτό έκανε, πάντα αναρωτιόταν τι τον περίμενε, λες και ο ίδιος ήταν παρατηρητής και όχι ρυθμιστής της ζωής του. Κι αφού ενεργούσε ως παρατηρητής της ζωής του τελικά κατέληγε να είναι παρατηρητής της ζωής του.
Τώρα παρατηρούσε τον εαυτό του να στέκεται έξω από τη ΓΑΔΑ όντας σε διαθεσιμότητα. Διαθέσιμος λοιπόν, αλλά διαθέσιμος που; Η καθημερινή ρουτίνα του, όσο ασφυκτική κι αν του ήταν, δεν έπαυε να του παρέχει ένα τρόπο να περνούν οι μέρες και τα χρόνια του.
Στις δύο το μεσημέρι μιας καθημερινής τι θα έκανε; Η συγκεχυμένη του ευχαρίστηση άρχισε να παρατηρεί στο βάθος του τούνελ έναν αρχόμενο πανικό. Δεν ήταν πανικός για το μέλλον του, δεν ήταν πανικός για τη δουλειά του, όλα αυτά διόλου δεν απασχολούσαν το κεφάλι του εκείνη την ώρα, εκείνη την ώρα το κεφάλι του πανικοβαλλόταν από την ανατροπή του προγράμματός του.
Ο Ιάκωβος, προσπαθώντας να κρυφτεί και να αποδράσει από την καθημερινότητά του, ανακάλυπτε ότι εκεί μέσα βρισκόταν η καλύτερη κρυψώνα.
Και τώρα τι λοιπόν;
Να πήγαινε να πάρει το αυτοκίνητό του; Να περπατούσε; Πώς θα κυλούσε η ιστορία του; Οι ιστορίες είναι μεγαλύτερες από τους ανθρώπους, ο Ιάκωβος το πίστευε αυτό, αλλά η δική του ιστορία δεν κυλούσε, η δική του ιστορία ήταν μικρότερη από τον ίδιο, τη στιγμή ακριβώς που ο ίδιος αποδεικνυόταν μικρότερος κι από τα φαντάσματα του εαυτού του.
Οι ιστορίες προκύπτουν από συμβάντα, από εξωτερικά γεγονότα, αλλά ο Ιάκωβος είχε άραγε όρεξη για τέτοια, είχε άραγε όρεξη για οτιδήποτε εξωτερικό, είχε άραγε όρεξη να κοιτάξει οπουδήποτε αλλού εκτός από μέσα του;
Ο Ιάκωβος αποφασίζει τότε να μην πάρει το αυτοκίνητό του, αποφασίζει να μην περπατήσει, αποφασίζει να γαμήσει τη δράση στη ρίζα της. Κάθεται οκλαδόν στα σκαλοπάτια της ΓΑΔΑ κοιτάζοντας τον ουρανό.
Βρέχει φράουλες και κρυστάλλινα δάκρυα.
Αν όχι στον ουρανό, στον δικό του ουρανό. Ο φρουρός τού λέει να σηκωθεί. Παντού και πάντα η πραγματικότητα εναντίον των ονείρων. Δεν θα γίνει το δικό της. Αυτή η ώρα του ανήκει, αυτήν την ώρα δεν θα γίνει τίποτα απολύτως.
Διασχίζει την λεωφόρο και πηγαίνει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Κάθεται οκλαδόν εκεί. Οι περαστικοί τον κοιτούν με απορία, πολλοί σκοντάφτουν πάνω του και τον βρίζουν, αλλά ο Ιάκωβος δεν κουνιέται ρούπι απ΄τη θέση του, δεν τους στρέφει το βλέμμα, το κεφάλι του είναι στραμμένο προς το πάνω, ο Ιάκωβος κοιτάζει τον ουρανό που βρέχει φράουλες και κρυστάλλινα δάκρυα.

Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2007

Παγκόσμια ημέρα ποίησης

Την ποίηση την φτιαγμένη από λέξεις
την λεκιάζει της υστεροβουλίας ο λεκές.
Κάθε ποίημα, ακόμα και το αρτιότερο, ακόμα και το πιο αληθινό,
από τη στιγμή που απευθύνεται στον αναγνώστη
δεν μπορεί παρά να χάνει κάτι
(κάτι απειροελάχιστο έστω, αλλά πάντως κάτι)
από την αυτάρκειά του, την ειλικρίνειά του, την ομορφιά του.
Προτιμώ την ποίηση την φτιαγμένη από σιωπή,
την σιωπή που ακολουθεί μια χειρονομία αγάπης,
την σιωπή που δεν απευθύνεται, δεν ζητά, δεν περιμένει επιβράβευση,
την σιωπή που τραβά την χειρονομία μακριά από τα μάτια του άλλου,
την σιωπή που δηλώνει πως
αυτό που έκανα εγώ για σένα
το έκανα γιατί έτσι ένιωσα εγώ για σένα
και δεν με νοιάζει να το μάθεις,
με νοιάζει που είσαι εσύ καλά
κι αφού είσαι εσύ καλά είμαι κι εγώ καλά
και είμαι καλά χωρίς ανάγκη επαίνων,
χωρίς καν να επαινώ τον εαυτό μου,
ενώ στο ποίημα των λέξεων,
ακόμα κι αν δεν το δώσω ποτέ να το δει κανείς,
ακόμα κι αν την ίδια ώρα το σκίσω,
θα είμαι εγώ ο αναγνώστης στον οποίο απευθύνομαι,
θα είναι του δικού μου μπράβο ο λεκές
το σημαδάκι εκείνο που θα αποδεικνύει
ότι ευγενέστερη της τέχνης η αγάπη.

Τρίτη, Μαρτίου 20, 2007

Η έκτη του επτά

Έντονα επεισόδια χθες βράδυ στο κέντρο της Αθήνας, όταν δυο πολυπληθείς ομάδες ανθρώπων συγκρούστηκαν εν μέση οδώ χτυπώντας με βαναυσότητα η μία την άλλη. Τα χτυπήματα δεν γίνονταν με γυμνά χέρια αλλά με βιβλία και συγκεκριμένα τα μέλη της μίας ομάδας κρατούσαν το φετινό βιβλίο ιστορίας της έκτης, ενώ τα μέλη της άλλης το περσινό. Πέραν των καθαυτών βιβλιοδαρμών παρατηρήθηκαν και φαινόμενα όπου μέλος της μιας ομάδας αφόπλιζε το μέλος της αντίπαλης, τοποθετώντας του το όπλο του στον κώλο ή όπου μέλος της μιας ομάδας, αφού ακινητοποιούσε το μέλος της αντίπαλης, του διάβαζε χωρία από το δικό του βιβλίο ιστορίας, ενώ το ακινητοποιηθέν μέλος έκλεινε οδυρόμενο τα αυτιά του χτυπώντας τα πόδια του στο έδαφος.
Τα επεισόδια αυτά αναμένεται να είναι ο προάγγελος μιας ριζικότερης κρίσης, που θα οδηγήσει σε εμφυλιακή ρήξη την χώρα τις επόμενες δεκαετίες τέμνοντας την ιδεολογικά στα δύο, αφού όλες οι ΕΣΣΟ που θα προηγούνται της «έκτης του επτά» (δηλαδή της φουρνιάς που πρωτοδιδάχτηκε τη Νέα Ιστορία της Έκτης το 2007) θα είναι βαθιά φιλοπόλεμες, τουρκοφάγες και αιμοβόρες, ενώ όλες οι ΕΣΣΟ που θα έπονται της «έκτης του επτά» θα είναι βαθύτατα πασιφίστριες, all that they will be saying will be «Give Peace a Chance», ενώ δεν θα αντέχουν τη θέα του αίματος ούτε στην μπριζόλα τους.
Ο διχασμός θα οδηγήσει στον πόλεμο και από το αποτέλεσμα του εμφυλίου θα εξαρτηθεί αν η Ελλάδα θα ξεκινήσει την επόμενη την εκστρατεία ανακτήσεως της Βασιλεύουσας ή αν αντίθετα θα πετάξει τα αεροπλάνα της και τα οπλικά της συστήματα στην θάλασσα, καταργώντας τα σύνορά της και το Υπουργείο της Εθνικής της Άμυνας, οδηγώντας έτσι στην ανεργία τον Δήμο της Βερύκιο.

Δευτέρα, Μαρτίου 19, 2007

Επιφυλακτικό

Με κραχ απειλείται η παγκόσμια αγορά των προφυλακτικών καθώς, όπως όλα δείχνουν, το προφυλακτικό τα επόμενα χρόνια θα αντικατασταθεί με το επιφυλακτικό. Το επιφυλακτικό -επαναστατική πατέντα που στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο σε λογοπαίγνιο- δεν είναι τίποτα άλλο από ένα εξελιγμένο είδος προφυλακτικού, το οποίο τοποθετείται στον αφαλό και το οποίο διαθέτει ειδικούς αισθητήρες που του επιτρέπουν να επιφυλάσσεται να φορεθεί μόνο του την κατάλληλη στιγμή, αφού μόνο του ανοίγει, μόνο του πέφτει απ΄τον αφαλό και μόνο του τοποθετείται άνωθεν του πουλιού, αμέσως μόλις του κάνει κούκου (του πουλιού).

Ο Στυλίτης και το κόλπο του Φεντερίκο

(Βγήκαμε από το Hotel Memory για μια βόλτα στους δρόμους της Αθήνας. Εκεί που σταματούσε ο προηγούμενος, συνέχιζε ο επόμενος. Στα ψέμματα όλα αυτά βέβαια. Μη νομίζεις).

Βρίσκομαι στο Κουκάκι, στα στενά κάτω από το νέο μουσείο. Θυμάμαι τον Φελλίνι που έλεγε ότι κάθε μέρα παρατηρεί τον κόσμο με τα μάτια ενός παιδιού που απορεί και εκπλήσσεται σαν να βλέπει τα πράγματα για πρώτη φορά και αρχίζω να διασχίζω χωρίς πρόγραμμα τους δρόμους του Κουκακίου, δρόμους που θα μπορούσαν να ανήκουν σε δεκάδες άλλες αθηναϊκές συνοικίες, χρησιμοποιώντας το κόλπο του Φεντερίκο στη δική μου ιδιοσυγκρασιακή παραλλαγή. Απορώ, εκπλήσσομαι και συγκινούμαι σαν να βλέπω τα πράγματα (τα φωτισμένα δωμάτια των γερασμένων πολυκατοικιών, τις σακούλες που παίρνει ο αέρας, τους συγκεκριμένους διαβάτες, τα συγκεκριμένα αυτοκίνητα) όχι για πρώτη, αλλά για τελευταία φορά. Τα κοιτάζω πενθώντας τα. Η πένθιμη ματιά μου δεν είναι ματιά δυστυχίας· το αντίθετο. Τα πενθώ ευτυχισμένος, πονώντας για την ύπαρξη τους, πονώντας για το ότι το Κουκάκι όπως το βλέπω τη στιγμή αυτή είναι μοναδικό, δεν ήταν ποτέ άλλοτε έτσι στο παρελθόν, δεν θα ξαναείναι ποτέ έτσι στο μέλλον. Και έτσι θα πρέπε να είναι και έτσι είναι η ζωή: φευγαλέα, εφήμερη, διαρκώς σε κίνηση, ανεπανάληπτη, φθαρτή, θνητή. Το Κουκάκι κρύβει ένα θαύμα μέσα του, το θαύμα της αφύπνισης του βλέμματος του παρατηρητή του.
Ακολουθώντας τα βήματά μου βγαίνω στη Συγγρού. Την κατηφορίζω. Φτάνω έξω από ένα κωλάδικο. Μπαίνω. Κάθομαι σε τραπέζι μπροστά στον στύλο του στριπ τιζ. Στην κορυφή του στύλου βλέπω γραπωμένο έναν ρακένδυτο άντρα. Ακριβώς από κάτω του και σε κάθε γωνιά του μαγαζιού το σόου συνεχίζεται. Το γκαρσόνι μού ψιθυρίζει ότι ο στυλίτης περνά τη ζωή του πάνω από το περιβόλι της λαγνείας, έχοντας απαγορεύσει στον εαυτό του να κατέβει να γευτεί τους καρπούς του. Το γκαρσόνι φεύγει αλλά ανεξήγητα ο ψίθυρος συνεχίζει να ακούγεται ερήμην του. Ψιθυριστά μαθαίνω πως όταν ο Στυλίτης πεθάνει θα παρευρεθούν στην ταφή του εκατοντάδες καλλίγραμμες ψηλές γυναίκες, άλλες σπασμένες, άλλες ακόμα στα είκοσι και τα δέκα εννιά τους· πως όλες τους θα φορούν μαύρα γυαλιά ηλίου, μαύρο μαντήλι στα μαλλιά, μπεζ καπαρντίνες μέχρι το γόνατο και μαύρες γόβες στιλέτο· πως πάνω από το μνήμα του θα αναδύεται μυρωδιά από λιβάνι και πατσουλί· πως όταν το φέρετρο ανοίξει για τελευταία φορά, μία - μία επιτέλους θα τον ακουμπήσουν για πρώτη φορά φιλώντας το πρόσωπό του· πως οι υπόλοιπες, σαν συνεννοημένες μυστικά, θα ξεκινήσουν μια ιδιότυπη χορογραφία, λικνιζόμενες σιωπηλά, με μόνη μουσική υπόκρουση τη νεκρώσιμη ακολουθία που θα ακούγεται στο βάθος για κάποιον άλλο νεκρό· πως όταν η τελευταία καλλονή τού δώσει τον τελευταίο ασπασμό και αυτόματα σταματήσει ο χορός, θα κατέβει να πάρει την ψυχή του ο Όσιος Συμεών ο Στυλίτης· πώς όσοι στρέψουν τότε την ματιά τους στον ουρανό, θα δουν έναν απέραντο κάθετο στύλο φωτός, μέσω του οποίου θα γίνει η ανάληψη.

Σάββατο, Μαρτίου 17, 2007

Μεσάνυχτα στον Κήπο του Καλού και του Κακού

Κάθε μεσάνυχτα στον κήπο του καλού και του κακού ξυπνάνε από την ημερησία νάρκη τους τα τέρατα της συνείδησης και της κρίσης.
Δεν σε δαγκώνουν στον λαιμό μα στο κεφάλι.
Δεν σου ρουφούν το αίμα μα ανοίγουν δυο τρυπίτσες από τις οποίες κυλούν προς τα έξω, ορατές πια, οι σκέψεις σου.
Πέφτουν στο χώμα και το επόμενο πρωί έχουν φυτρώσει σκεψολούλουδα, τα σκεψολούλουδά σου.
Προσπαθείς να τα ξεριζώσεις, αλλά τραβώντας τα αναποδογυρίζει όλος ο κήπος κι έτσι το καλό φαίνεται κακό και το κακό καλό.
Καταλαβαίνεις τότε ότι, σε αντίθεση με τον κήπο της Εδέμ, από τον κήπο του καλού και του κακού δεν εκδιώχθηκε ποτέ κανείς, αλλά ούτε και μπορεί να ξεφύγει ποτέ κανείς οικειοθελώς. Ούτε καν αναποδογυρίζοντας το νου του.
Όσο υπάρχεις θα υπάρχει και ο κήπος και μόνο εντός των ορίων του θα κινείσαι.
Τώρα αν αυτό είναι καλό ή κακό δεν ξέρω, και τον κήπο δεν τον νοιάζει, αρκεί να είναι ένα από τα δύο, αρκεί να αναρωτιέσαι πάντα και για όλα, πάντα και για ό,τι κάνεις, αν είναι καλό ή κακό, πόσο καλό και πόσο κακό, για ποιόν καλό και για ποιόν κακό, για ποιούς καλό και για ποιούς κακό, με τι κριτήρια καλό και με τι κακό.
Τελικά βέβαια όλοι πάντα κάνουμε αυτό που μας παίρνει.
Απλά, όταν τα ρολόγια θα ξαναχτυπήσουν μεσάνυχτα, θα ξαναξυπνήσουν τα τέρατα του κήπου του καλού και του κακού και θα σε ξαναδαγκώσουν.
Καλώς ή κακώς, τη δουλειά τους κάνουν κι αυτά, τη δουλειά σου κάνεις κι εσύ.

Παρασκευή, Μαρτίου 16, 2007

Το ανερχόμενο όνομα

Ήταν ιδιαίτερα συμπαθής σε όλους. Παραταύτα σχεδόν όλοι είχαν κάτι να του καταλογίσουν· κάτι διαφορετικό ο καθένας, κάτι ανεπαίσθητο, κάτι που αν το εξέταζες δεν θα άντεχε στην κριτική, ακριβώς γιατί ο μόνος πραγματικός λόγος που έβρισκαν κάτι να του καταλογίσουν ήταν μια ανομολόγητη ζήλεια: πώς μπορούσε να είναι τόσο εντάξει σε όλα του, πώς μπορούσε να φαίνεται πλήρης;
Και πράγματι ήταν πλήρης· ήταν όμορφος, νέος, γεροδεμένος, μορφωμένος, δουλευταράς, κοινωνικός, ακομπλεξάριστος, σεμνός, γελαστός, σε κοιτούσε πάντα στα μάτια και πάντα άκουγε με προσοχή αυτό που του έλεγες.
Δεν του έλειπε τίποτα και αφού δεν του έλειπε τίποτα, λογικό ήταν να μην λείπει από δίπλα του και μια γυναίκα φωτιά, μια γυναίκα πόθος.
Δεν του έλειπε τίποτα, εκτός από αυτήν την ιδιοτροπία της φύσης που λέγεται καλλιτεχνικό ταλέντο. Ούτε καν ο έρωτας δεν μπόρεσε να ξυπνήσει μέσα του μια νεκρή κλίση, με αποτέλεσμα τα λιγοστά ποιήματα που της αφιέρωσε να είναι άτεχνα, γεμάτα από την αλήθεια των συναισθημάτων του πασπαλισμένη με ένα σωρό τρισεκατομμυριοειπωμένες παρομοιώσεις κι έναν γλυκερότατο λυρισμό.
Κάποιαν άλλη πιθανότατα δεν θα την πείραζε. Οι γυναίκες φωτιά όμως είναι παντού και πάντα πλασμένες για μούσες. Έτσι είχε πλέον αναπτύξει τέτοια αντισώματα απέναντι στα λόγια που της έλεγαν και της έγραφαν, που δεν μπορούσε παρά να μπαίνει στη σύγκριση, που δεν μπορούσε παρά να στέκεται πολύ περισσότερο στην κοινοτοπία και πολύ λιγότερο στην αλήθεια των λέξεών του. Η αλήθεια αυτού του είδους δεν της είχε λείψει ποτέ άλλωστε. Βρήκε λοιπόν κι αυτή κάτι να του καταλογίσει, κάτι ανεπαίσθητο, κάτι που αν το εξέταζες δεν θα άντεχε στην κριτική, κι άρχισε να απομακρύνεται, με την ανομολόγητη βεβαιότητα ότι she could do better than him.
Το τελευταίο βράδυ που βγήκαν μαζί ήταν σε μια μουσική σκηνή όπου τραγουδούσε ένα ανερχόμενο όνομα του εντέχνου. Εκείνος θέλησε να έχουν τραπέζι κοντά στη σκηνή και το ανερχόμενο όνομα όλο το βράδυ την κάρφωνε με τα μάτια του.
Το επόμενο πρωί του είπε ότι θέλει λίγο χρόνο για τον εαυτό της. Άρχισε να την παρακολουθεί. Την είδε με το ανερχόμενο όνομα.
Ένα χρόνο μετά το ανερχόμενο όνομα έβγαλε δίσκο. Το τραγούδι που τον καταξίωσε, το ομώνυμο τραγούδι του άλμπουμ, το τραγούδι που έκανε θραύση στα ραδιόφωνα και διακινούταν σαν τρελό στο ίντερνετ είχε τίτλο το όνομά της.
Το άκουγε κάθε βράδυ στην επανάληψη, νιώθοντας ακριβώς αυτό που είχε νιώσει το ανερχόμενο όνομα, έχοντας ακριβώς την ίδια εικόνα με αυτό στο νου, έχοντας επιτέλους να ακουμπήσει την αγάπη του σε νότες και λόγια που γράφτηκαν ειδικά για εκείνη, σε λόγια ταιριαστά και επαρκή.
Της έπρεπε μουσική· κι αυτός δεν μπορούσε να της την προσφέρει· κι επειδή ήταν και γαμώ τα παιδιά, το τραγούδι όσο τον πίκραινε άλλο τόσο τον λύτρωνε.
Την ξεπέρασε τραγουδώντας την, πληγωμένα ευτυχισμένος που είχε βρει αυτό που της άξιζε.
Εκείνη πάλι έκλαιγε, γιατί ο έρωτας που τραγουδούσαν όλοι έπνεε πλέον τα λοίσθια, γιατί το όνομά της ήταν η σκάλα με την οποία το ανερχόμενο όνομα κατέστη ανελθέν. H αλήθεια αυτού του είδους της ήταν πρωτόγνωρη.

Πέμπτη, Μαρτίου 15, 2007

Βασικά δεν μου αρέσει να αναδημοσιεύω στο μπλογκ ανακοινώσεις που μου στέλνουν με μέιλ, αλλά κάνω μια εξαίρεση:
«Συναυλία συμπαράστασης για τους καρκινοπαθείς!!!
Την Κυριακή, 18 Μαρτίου 2007 οργανώνεται συναυλία συμπαράστασης και έκφρασης διαμαρτυρίας στην οποία θα συμμετάσχουν αφιλοκερδώς 13 συγκροτήματα pop μουσικής. Η συναυλία θα γίνει πίσω από το Νοσοκομείο Ελπίς (Αμπελόκηποι), στην Πλατεία επί των οδών Κεδρινού και Κυρίλλου Λουκάρεως, από τις 17:00 – 24:00. Η είσοδος θα είναι δωρεάν και θα συμμετάσχουν τα συγκροτήματα:
WILD HONEY, MODEL SPY, ΜΗΤΕΡΑ ΦΑΛΑΙΝΑ ΤΥΦΛΗ, LOLEC, CALLAS, SUN RAIN IN LIFE, ABSENT MINDEAD, ZEBRA TRACKS, MODREC, PEEKAY TAYLOH, MARY AND THE BOY, VICTORY COLLAPSE.
Ακολουθεί Εκδήλωση Διαμαρτυρίας στις 19 και 20 Μαρτίου.
ΟΙ ΚΑΡΚΙΝΟΠΑΘΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΟΙ ΤΟΥΣ ΖΗΤΟΥΝ ΣΤΕΓΗ!
Το πρόβλημα: Έχει διαπιστωθεί ότι τα Νοσοκομεία στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν το τεράστιο πρόβλημα έλλειψης ξενώνων φιλοξενίας των ογκολογικών ασθενών και των συνοδών τους. Οι ογκολογικοί ασθενείς και οι συνοδοί τους που έρχονται στην Αθήνα από την επαρχία και τα νησιά της Ελλάδος στο Ογκολογικό Νοσοκομείο του Αγίου Σάββα, αλλά και άλλων Ογκολογικών Τμημάτων, για εξωτερική θεραπεία (χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία κλπ), καταλήγουν να διαμένουν σε δωμάτια ξενοδοχείων, επιβαρυνόμενοι οι ίδιοι με τα έξοδα διαμονής τους ή καταλήγουν σε σπίτια συγγενικών τους προσώπων, εφόσον αυτά υπάρχουν. Ταυτόχρονα, οι συνοδοί των ασθενών που νοσηλεύονται στο Νοσοκομείο όταν δεν υπάρχει η παραπάνω δυνατότητα περνούν ατελείωτες μέρες στους διαδρόμους του Νοσοκομείου και συνήθως καταλήγουν να κοιμούνται, στην καλύτερη των περιπτώσεων, στους καναπέδες των σαλονιών του Νοσοκομείου. Ο καρκίνος ως μια μακροχρόνια νόσος απαιτεί αλλεπάλληλες θεραπείες, κουράζει και φθείρει τους ασθενείς και τους συνοδούς τους τόσο ψυχολογικά και συναισθηματικά όσο και οικονομικά, γιατί εκτός του καθεαυτού προβλήματος του καρκίνου, αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα λόγω της έλλειψης στέγης!
Πρόταση-Λύση: Πίσω από τον Άγιο Σάββα, απέναντι από τα Εξωτερικά Ιατρεία, υπάρχουν προσφυγικά κτήρια τα οποία ανήκουν στη δικαιοδοσία της Κτηματικής Εταιρείας Δημοσίου του Υπουργείου Οικονομικών και τα οποία παραμένουν ανεκμετάλλευτα. Ζητούμε την ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ. Έτσι, οι ασθενείς και οι συνοδοί τους θα είναι δίπλα από το Νοσοκομείο και δεν θα ταλαιπωρούνται με μετακινήσεις, ενώ παράλληλα δεν θα επιβαρύνονται με έξοδα ξενοδοχείου. Αποφασίσαμε την Εκδήλωση Διαμαρτυρίας στις 19 και 20 Μαρτίου. Έχουν κατ’ εξακολούθηση γίνει κρούσεις από άμεσα ενδιαφερόμενους στο Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και στην Κτηματική Εταιρεία Δημοσίου για να επιλύσουν το ανωτέρω πρόβλημα. ΑΣΘΕΝΕΙΣ, ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ, ΦΙΛΟΙ και ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ αποφασίσαμε να κινητοποιηθούμε και να διεκδικήσουμε δυναμικά τους χώρους αυτούς. Γι’ αυτό οργανώνουμε ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ στους παραπάνω χώρους, τη Δευτέρα και τη Τρίτη, 19 και 20 Μαρτίου 2007. Σκοπός μας να δημοσιοποιηθεί το πρόβλημα ώστε το κράτος να έλθει αρωγός και να καλυφθεί η παραπάνω βασική ανάγκη των ασθενών και των συνοδών τους και να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής τους».

Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2007

Ο από μηχανής νεκρός

O Kώστας Καραμανλής έπληττε· η νίκη απέναντι στον Γιώργο Παπανδρέου δεν θα μπορούσε να χαθεί ακόμη κι αν αποκαλυπτόταν γυμνή φωτογράφηση του τροφαντού πρωθυπουργικού πωπούλη με σκανδαλιστικό πορφυρό στριγκ· την επόμενη στιγμή ο οξυδερκέστατος πολιτικά αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης (γνωστός και ως «Βύντρα της Πολιτικής») θα τον κατηγορούσε ότι όπως οι εφημερίδες πουλάνε τσόντες για να κερδίσουν κάνα φύλλο παραπάνω, έτσι κι αυτός το έριξε στο γυμνό για να κερδίσει περισσότερους ψηφοφόρους. Η βεβαιότητα της επικράτησης συνεπαγόταν κάμποσα ακόμη χρόνια απόλυτης βαρεμάρας. Πώς θα τα άντεχε; Αν υπήρχε μία, έστω μία, πιθανότητα να κάνει τις εκλογές αμφίρροπες, προκειμένου να ψιλοπαραμυθιασθεί και ο ίδιος και να ξεφύγει προσωρινά από την κατάθλιψη των γκρίζων κουστουμιών του, των ξέχειλων πατσών του και του καθημερινού μαγγανοπήγαδου του οικογενειακού επαγγέλματος που αναγκαστικά ακολούθησε, θα την κυνηγούσε σαν το Ιερό Δισκοπότηρο. Αλλά πώς; Πώς; Να διαφοροποιούσε το πρόγραμμά του από αυτό του ΠΑΣΟΚ; Να έλεγε το άλλο με τον Τοτό; Ο μόνος λόγος που ο λαός δεν ξεχνούσε πια τι σημαίνει δεξιά ήταν γιατί του το θύμιζε αμυδρά ο Ανδριανόπουλος και ο Μάνος.
Τότε ακριβώς εμφανίστηκε στον ύπνο του η Παναγιά η Καραμανλολύτρα, λουσμένη μια δέσμη άκτιστου φωτός. «Κώστα», φώναξε με την χαρακτηριστική Παναγίσια της φωνή, «αυτός, αυτός ο άνθρωπος είναι η μόνη σου ελπίδα», δείχνοντας έναν άντρα ξαπλωμένο μπρούμυτα, με το κεφάλι στο πάτωμα, τα χέρια σε διάταση και τα πόδια κλειστά, ο οποίος σχημάτιζε έτσι με το ευλαβικό του σώμα έναν σταυρό.
«Σήκω, Βύρωνα». Ο προσκυνητής ανασηκώθηκε, έκλινε το γόνυ, φίλησε το χέρι της, είπε ταπεινά -μα με σταθερή φωνή- «Δέσποινα» και κοιτάζοντας με μάτι που έλαμπε τον κοιμώμενο Πρωθυπουργό, τον διαβεβαίωσε ότι τίποτα δεν έχει χαθεί ακόμα.
Σήμερα, παραμονή του μεγάλου ντέρμπι κι ενώ οι δυο ομάδες έχουν αποσυρθεί στα προπονητήριά τους προετοιμαζόμενες πυρετωδώς, ο Κώστας Καραμανλής θα προσευχηθεί να τα φέρει έτσι η μοίρα αύριο ή σε μια επόμενη ημέρα, ώστε να αιματοκυλιστούν οι δρόμοι κι ένας από μηχανής νεκρός να δώσει λίγη ένταση στην αβάσταχτη βαρετότητα των επόμενων εκλογών.

Τρίτη, Μαρτίου 13, 2007

Επιβολή

Γενική παρατήρηση που δεν έχει ως αφορμή μεμονωμένο παράδειγμα: ολοένα και περισσότερο πείθομαι πως είμαι πολύ πιο κοντά σε εκείνον με τον οποίο διαφωνώ, ενδεχομένως και ριζικά, αλλά ξέρει να συζητάει, από εκείνον με τον οποίο συμφωνώ, ενδεχομένως και απόλυτα, αλλά δεν ξέρει να συζητάει. Κάθε ανταλλαγή απόψεων δεν είναι απαραιτήτως ζήτημα ζωής και θανάτου, ούτε ζήτημα από το οποίο εξαρτάται η τιμή και η υπόληψή μας. Μπορεί να έχουμε πειστικότερα επιχειρήματα από τον άλλον, μπορεί και όχι, αλλά το όλο θέμα δεν είναι αναγκαίο να λήξει σε ένα λουτρό αίματος. Ο στοιχειώδης σεβασμός του συνομιλητή και η μη έκπτωση του διαλόγου σε πισώπλατα χτυπήματα φαίνονται αυτονόητες κατακτήσεις, αλλά στην πράξη κάθε άλλο παρά τέτοιες είναι. Εκτός κι αν το κάθε φορά θέμα συζήτησης είναι το πεδίο της φαντασιακής επιβολής μας στον άλλο με κάθε μέσο: ή θα σε πείσω ή θα σε μειώσω, πάντως είτε πείθοντάς σε είτε μειώνοντάς σε, εγώ εσένα θα σε γαμήσω.
Δεύτερη παρατήρηση που δεν συνδέεται ντε και καλά με την προηγούμενη: ο τηλεοπτικός πολιτισμός των τελευταίων χρόνων, η κουλτούρα των παραθύρων ή των εκπομπών με τους είκοσι καλεσμένους που φωνάζουν όλοι μαζί προσπαθώντας να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλο, πόσο απέχει άραγε από τον τσιτωμένο λαϊκό μικρόκοσμο που αποτυπώνεται στις ταινίες του Οικονομίδη; Η επιθετικότητα είναι ολόιδια, αλλά η μεγάλη διαφορά είναι ότι ενώ στις τηλεοπτικές «συζητήσεις» το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα είναι μια κακόφωνη οχλοβοή, στις συγκεκριμένες ταινίες το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα είναι ένα «μάντρα στυλιζαρισμένης χυδαιολογίας που λειτουργεί μάλλον σαν ηχητική μπάντα ή ιδιότυπο σάουντρακ» .

Η νέα Τροία, το εσωτερικό της πραγματικότητας, η υπερβολή στο δογματισμό και η μεγάλη ευθιξία των αρμοδίων

Έχω κλείσει τον υπολογιστή κι έχω πέσει. Ξεφυλλίζω το «Ε», έτοιμος να κοιμηθώ. Πετάγομαι. Ξαναανοίγω τον υπολογιστή. Καλώς ή κακώς έχουμε εκ των πραγμάτων και μια κοινωνική ευθύνη εδώ στα μπλογκ και αυτή η κοινωνική ευθύνη συνεπάγεται και τις υποχρεώσεις της. Αναβάλλω λοιπόν για λίγο τον ύπνο μου, προκειμένου να διαδώσω κι από τούτο το βήμα τις αποκαλύψεις που φέρνει στο φως ο συνεργάτης του έγκυρου περιοδικού Κώστας Λεφάκης. Οι αποκαλύψεις του Κώστα, οι υπογραμμίσεις δικές μου, η πτώση από τα σύννεφα για την πλάνη στην οποία ζούσες ως τώρα δική σου:
«Παρά τις εξαγγελίες και τις υποχρεώσεις των πολιτικών στα περισσότερα σημεία του πλανήτη, τα σχέδια της παγκοσμιοποίησης εφαρμόζονται και ο κόσμος όλος εγκλωβίζεται στη συνωμοσία πολιτικών, εμπόρων και τραπεζών. Η εποχή του Υδροχόου εδραιώνεται σταδιακά και αυτό που βιώνουν οι περισσότεροι είναι οι συνέπειες της εφαρμογής ενός σχεδίου, το οποίο θα χαρακτήριζα Υδροχοϊκή Συνωμοσία. Στις μέρες μας οι ΗΠΑ δείχνουν να είναι η πιο ισχυρή στρατιωτική και βιομηχανική χώρα του πλανήτη, ωστόσο και αυτή -στο πλαίσιο της τακτικής του προαναφερθέντος σχεδίου- ελέγχεται από άλλους ιθύνοντες. Παρά το γεγονός ότι θεωρείται χώρα της ελευθερίας, αν κανείς προσέξει σε βάθος θα δει ουσιαστικά πως αυτό δεν υφίσταται. Όλος ο κόσμος έχει στραμμένο το βλέμμα προς τη μεγάλη «κακιά» Αμερική, θεωρώντας την τον παγκόσμιο κακούργο, ενώ τα γεγονότα για τα οποία την κατηγορούν ενορχηστρώνονται (εκτός από τους συντελεστές του Λευκού Οίκου) και από άλλα επίλεκτα μέλη της αδελφότητας της Υδροχοϊκής Συνωμοσίας, τα οποία εδρεύουν στην Αγγλία αλλά και αλλού. Η βιτρίνα της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής που παρουσιάζεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης απέχει πολύ από το εσωτερικό της πραγματικότητάς της. Αναμφίβολα, το σημαντικότερο κέντρο επιχειρήσεων του μυστικού αυτού σχεδίου έχει βάση και στο Λονδίνο (το οποίο αποτελεί τη νέα Τροία της εποχής), σε μεγάλο βαθμό, όπως επίσης στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες και στη Ρώμη. Έτσι, λοιπόν, το σύστημα ελέγχει το καθετί που συμβαίνει. Στο μεταξύ, η καθημερινότητα των περισσοτέρων συνεχίζει να διαταράσσεται από τη δυσκολία στη συνεννόηση, από την υπερβολή στο δογματισμό και από τη μεγάλη ευθιξία των αρμοδίων».
Σχετικό προφητικό βίντεο (όχι για την μεγάλη ευθιξία των αρμοδίων) εδώ.

Δευτέρα, Μαρτίου 12, 2007

Το σοκ

Είκοσι ενός Μαϊων και είκοσι δύο Ιουνίων, ψηλός, καστανόξανθος, ευειδής, αισθαντικός και φουλ ερωτευμένος, ο Φρίξος διάβαζε ποιητικές συλλογές μέχρι και στο μπάνιο. Όταν έκανε το λάθος να ξαναμπεί στο μπάνιο, όπου είχε περάσει το τελευταίο εικοσάλεπτο, συνειδητοποίησε με τρόμο πως η σκατίλα δεν κάνει το παραμικρό σκόντο ούτε στις ρομαντικότερες των ψυχών και αναρωτήθηκε με κατάπληξη πώς ήταν δυνατόν το ολοκληρωτικά ερωτευμένο του είναι να εκπέμπει μια τέτοια δυσωδία.
Βαθιά σοκαρισμένος ο Φρίξος έκλεισε το κινητό του, δεν απαντούσε στο σταθερό του και κρύφτηκε από την αγαπημένη του για μέρες.
Τελικά δεν του απέμενε άλλη επιλογή απ' το να της ανακοινώσει με ταχυδρομική επιστολή, ότι η σχέση τους έπρεπε να διακοπεί, ότι ήταν ανάξιος του έρωτά της, ότι δεν θα μπορούσε να δεχτεί να συνεχίσει να την λερώνει με το κορμί του, με το κορμί που εκείνη παραπλανημένη λάτρευε, γιατί ένα αντικείμενο που δεν έχει καταστεί λατρευτικό από πλάνη αλλά δικαίως, δεν θα μπορούσε ποτέ να προξενήσει αυτό που είχε μυρίσει.
Κάτι πήγαινε λάθος με τον Φρίξο κι ήταν αποφασισμένος να το διορθώσει. Ποτέ δεν θα ξαναπουλούσε έρωτες αν δεν είχε ρυθμίσει πρώτα τα του οίκου του.

Κυριακή, Μαρτίου 11, 2007

The Whole Nine Yards

Συμπληρώνονται σήμερα δύο χρόνια από τη γέννηση του μπλογκ του όλντ μπόι.
Έμπλεος συγκινήσεως, ο ιστολόγος αδυνατεί να γράψει κάτι βαθύ κι ευαίσθητο με πινελιές χιούμορ και αυτοσαρκασμού.
Λίγο η συγκίνηση, λίγο η αδυναμία, ο ιστολόγος δακρύζει.
Το ένα δάκρυ φέρνει το επόμενο.
Να σου και οι μύξες.
Η μία μύξα φέρνει την επόμενη.
Τη στιγμή αυτή ο ιστολόγος παρουσιάζει ένα σιχαμένο θέαμα.
Μισό να σκουπιστεί.
Σκουπίστηκε.
Σκουπισμένος μεν, απηυδισμένος δε.
Δεν του βγαίνει το ποστ.
It's all downhill from here.

Σάββατο, Μαρτίου 10, 2007

Η Ψυχή στη Γλώσσα

Ο Γιάννης Οικονομίδης στο «Σπιρτόκουτο» (δες το σε DVD) και την «Ψυχή στο Στόμα» (δες την στο σινεμά) δεν σκηνοθετεί απλώς, αλλά συλλαμβάνει και φτιάχνει έναν κόσμο ολότελα δικό του, ολότελα αναγνωρίσιμο ως δικό του: ο Γιάννης Οικονομίδης είναι δηλαδή δημιουργός· όποιος δοκιμάσει να τον μιμηθεί είναι σχεδόν σίγουρο πως θα αποτύχει. Ωστόσο, ενώ οι ταινίες του δεν προσφέρονται για αντιγραφή, ανοίγουν διάπλατα ένα παράθυρο επιρροής σε όσους γράφουν διαλόγους στα ελληνικά, καθώς αποτυπώνουν με τον πλέον διαυγή τρόπο το πώς μιλάει ο νεοέλληνας.
Ναι, έτσι μιλάει ο νεοέλληνας και όχι μόνον ο νεοέλληνας των δυτικών συνοικιών. Τα ασταμάτητα μπινελίκια, που πέφτουν σαν ριπές πολυβόλου καθ' όλη τη διάρκεια και των δύο ταινιών, δεν εκφέρονται κατ΄εξαίρεση και σε στιγμές εκνευρισμού από το στόμα το δικό μου και το στόμα της συντριπτικής πλειοψηφίας των αρσενικών από μια ηλικία και κάτω· τα μπινελίκια είναι το ψωμοτύρι του προφορικού μας λόγου, αφού ο προφορικός λόγος των αρσενικών έχει πλέον συνδεθεί άρρηκτα μαζί τους. Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι ότι ο Οικονομίδης έδινε στους ηθοποιούς του το γενικό πλαίσιο της κάθε σκηνής και το τι ακριβώς θα έλεγαν το δούλευαν όλοι μαζί, προκειμένου ο λόγος να βγει φυσικός και ρέων.
Και όσο παράδοξο κι αν ακουστεί, η γλώσσα του Σπιρτόκουτου και της Ψυχής είναι γλώσσα που χαίρεσαι να την ακούς, γιατί ακριβώς είναι γλώσσα αληθινή και αυθεντική, γλώσσα που στερείται μεν κάθε καλλιέπειας και ωραιότητας, αλλά ίσως ένα μεγάλο πρόβλημα στην απόδοση του προφορικού λόγου στα έργα τέχνης είναι αυτό, η προσπάθεια δηλαδή να κάνουμε τους ήρωες να μιλήσουν όσο όμορφα γράφουμε ή όσο όμορφα θα θέλαμε να μιλούν. Δεν πρόκειται όμως απλά για μπινελίκια. Πρόκειται για μπινελίκια που σχεδόν ραπάρονται, που επαναλαμβάνονται με μουσικότητα, πρόκειται για την Μεγάλη Συμφωνία των Βωμολοχιών. Κάθε διάλογος αρχίζει και τελειώνει εκεί που πρέπει, διαρκεί όσο πρέπει, οι βρισιές λέγονται με τον τονισμό των συλλαβών που τους πρέπει.
Ξεκινώντας από τον ρεαλισμό, ο Οικονομίδης φτάνει σχεδόν στο στυλιζάρισμα των βρισιών, χωρίς όμως να χάνεται ποτέ η αίσθηση της αυθεντικότητας: είναι σαν να έχει χαμηλώσει η ένταση από όλους τους υπόλοιπους ήχους της καθημερινότητας και να έχει αυξηθεί η ένταση του προφορικού λόγου, του λόγου του σπαρμένου με τους πούτσους, τα γαμάω και τα μαλάκα.
Και στις δύο ταινίες ο Οικονομίδης αντιπαραβάλλει τον ασφυκτικό του κόσμο με τον κόσμο της τηλεόρασης: δυο όψεις της νεοελληνικής κοινωνίας διαφορετικές όσο το έγκαυμα με την τσιχλόφουσκα. Κι ενώ προφανώς η τηλεοπτική τσιχλόφουσκα δεν έχει να κάνει σε τίποτα με το σήμερα της Ελλάδας που θέλει να αναπαραστήσει, το ερώτημα είναι αν το έγκαυμα του Οικονομίδη το αποδίδει τελικά πιστά το σήμερα της Ελλάδας.
Επικρατεί άραγε τέτοια ασφυξία; Τέτοια επιθετικότητα; Τέτοιος αλληλοσπαραγμός;
Ασφαλώς και είναι υπαρκτά αυτά τα στοιχεία, αλλά πιστεύω ότι και εδώ είναι σαν να έχει χαμηλώσει η ένταση από όλες τις υπόλοιπες συναισθηματικές συνιστώσες των ανθρώπινων σχέσεων και να έχει αυξηθεί η ένταση σε ό,τι ζοφερό.
Ωστόσο έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ταινίες που παρουσιάζουν τη ζωή καλύτερη απ' ό,τι είναι· παρηγοριόμαστε υποτίθεται έτσι, παραμυθιαζόμαστε, ξεφεύγουμε. Αν στο σινεμά του Οικονομίδη πράγματι η ζωή παρουσιάζεται χειρότερη απ΄ό,τι είναι, η διαφυγή μπορεί να έρθει όχι στην μεγάλη οθόνη, αλλά μόλις αυτή σβήσει, μόλις γυρίσεις και δεις δίπλα σου έναν άνθρωπο που δεν θα σε μπινελικώσει, που δεν θα θελήσει να σε πατήσει χάμω, που δεν θα θελήσει να σε ξεφτιλίσει, αλλά να σε ανεβάσει.

Παρασκευή, Μαρτίου 09, 2007

Γνωστός Άγνωστος Στρατιώτης

Ο άγνωστος στρατιώτης του χθες και ο γνωστός άγνωστος του σήμερα, αδέλφια στην ανωνυμία, το μεγάλο στίγμα του σήμερα αλλά όχι και του χθες.
Ποσοστό (ίσως όχι μεγάλο, αλλά πάντως υπαρκτό) των κινήτρων του γνωστού αγνώστου και η ανωνυμία του, το γεγονός ότι είναι άγνωστος και μόνο έτσι μπορεί να γίνει γνωστός.
Ο γνωστός άγνωστος το παίζει εχθρός της τηλεόρασης τη στιγμή που της δίνει συνεχώς τα καλύτερα φιλέτα προς τηλεθέαση.
Γνωστέ άγνωστε, από σένα ζει ο Κακαουνάκης και ο Χατζηνικολάου, αλλά σου είναι δύσκολο φαίνεται να το καταλάβεις.
Οργισμένος διαδηλωτής, φτωχός διαδηλωτής, η κοινωνική αδικία σε βγάζει στο δρόμο μέχρι να προσφέρεις οπτικό υλικό στα δελτία ειδήσεων, να αυξήσεις τα ασφάλιστρα των τραπεζών και των πολυτελών αυτοκινήτων, μέχρι να περάσουν λίγο τα χρόνια, να κουραστείς και να μπεις κι εσύ στο σύστημα, στο σύστημα που ποτέ σου δεν πολέμησες στ΄αλήθεια, γιατί δεν ξέρεις τι ακριβώς σου φταίει σ' αυτό, γιατί αν τελικά ήξερες μπορεί και να το πολεμούσες με τρόπους πιο αποτελεσματικούς.
Θα μεγαλώσεις, θα ξεθυμάνει η οργή σου, θα αφομοιωθείς κομπλίτλι, τα δελτία θα δείχνουν το πανηγυράκι με τους επιγόνους σου, τα ΜΑΤ και τους προβοκάτορες κι εσύ θα παρακολουθείς, άγνωστος άγνωστος πια, τους ίδιους γνωστούς γνωστούς ή τους επιγόνους τους.
Μίζερα όλα και λειψά, μίζερη και λειψή η οπερέτα της κοινωνικής μας βίας.

24. Ώρα Έβδομη.

Πρίβιουσλι oν τουέντυ φορ: 1, 2, 3, 4, 5, 6.
13:00 - 14:00
Δε φόλοουιν ιβέντς τέικ πλέις μπιτουίν ουάν πι εμ εντ του πι εμ:
«Μπαούρα, πιστεύεις στο Θεό;», ήταν η πρώτη ερώτηση που έκανε ο Διοικητής στον Ιάκωβο, μόλις τον φώναξε μέσα στο γραφείο του, μετά την ενημέρωση που του έκανε ο Αλμέδας, ενημέρωση που τελικά διεπόταν από την αγαπημένη αρχή του Αλμέδα, την αρχή της διαχείρισης της αλήθειας.
«Λέγε ρε, πιστεύεις στο Θεό;».
Ο Θεός. Να κάποιος που ο Ιάκωβος είχε να σκεφτεί καιρό. Πόσον καιρό, αναρώτηθηκε. Χρόνια μάλλον. Ναι. Χρόνια πολλά. Μικρός ο Ιάκωβος πίστευε. Πήγαιναν με την μητέρα του στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Ξαφνικά ο πατέρας του πέθανε. Η μητέρα του χώρισε τότε τα τσανάκια της με τον Μεγαλοδύναμο διατηρώντας στάση θύματος και απέναντί του. Ο Ιάκωβος όμως ήταν πολύ μικρός για να στερηθεί πατέρα και Θεό μαζί κι έτσι συνέχισε να πιστεύει με ακόμη μεγαλύτερο πάθος. Τα πρώτα χρόνια πίστευε πως ο πατέρας του είχε πνιγεί εξαιτίας του, εξαιτίας των δικών του αμαρτιών, πως ο Θεός τον είχε τιμωρήσει με τον πιο σκληρό τρόπο. Προσευχές επί προσευχών γονατιστός στο κρεβάτι του, δάκρυα επί δακρύων. Αυτά λίγο πολύ μέχρι τα 13 του. Από τα 13 μέχρι τα 16 το συναίσθημά του μετατράπηκε σε έντονο μίσος. Μίσος για την εις βάρος του αδικία, μίσος για τις ενοχές που την συνόδευαν ως τότε. Άρχισε να βλασφημάει, στην αρχή από μέσα του, μετά τα βράδια έξω από την εκκλησία της γειτονιάς του. Καταριόταν τα Θεία και γαλήνευε. Από καιρού εις καιρόν τον έπιαναν φρικτές τύψεις και φόβος και προσευχόταν με περισσότερο ζήλο και περισσότερα δάκρυα παρά ποτέ. Μια νύχτα με πανσέληνο έφυγε κρυφά από το σπίτι και ακολουθώντας τις οδηγίες ενός βιβλίου που είχε αγοράσει από το Μοναστηράκι κι έκρυβε με κάθε προφύλαξη και κάθε φόβο, σχημάτισε πεντάλφες στο χώμα και επικαλέστηκε τον Σατανά. Στην επίκληση επάνω έκανε εμετό. Γύρισε σπίτι κι έκτοτε ο Θεός κι ο Διάβολος μαζί άρχισαν να υποχωρούν από το μυαλό και την καρδιά του. Όταν ενηλικιώθηκε, ο Ιάκωβος δεν ζούσε πλέον κάτω από οποιαδήποτε άλλη ανώτερη δύναμη, πλην αυτήν της μητέρας του και από τότε οι οποιεσδήποτε πράξεις του δεν είχαν να λογοδοτήσουν σε κανέναν άλλο πλην αυτής και της συνείδησής του.
«Λοιπόν Μπαούρα, αν πιστεύεις, να ανάψεις ένα κεράκι παρακαλώντας να λήξει το θέμα εδώ. Ο Αλμέδας μου λέει ότι δεν τρέχει οτιδήποτε άλλο εκτός από την μαλακία που δέρνει το κεφάλι σου. Να τον πιστέψω;», ρώτησε κοιτάζοντας τον Ιάκωβο στα μάτια.
«Να τον πιστέψετε, κύριε Διοικητά».
«Τη διαθεσιμότητά σου δεν την γλιτώνεις βέβαια, αλλά ίσως την απόταξη να την γλιτώσεις. Σου καίγεται καρφί όμως ή όχι;».
Ο Ιάκωβος δεν απάντησε.
«Ρε συ Μπαούρα, πώς την έχεις δει τη δουλειά; Εσύ δηλαδή έχεις τον κώλο πίσω κι εμείς μπρος; Αυτός ο σταρχιδισμός πώς δικαιολογείται; Περιουσία ξέρω ότι δεν έχεις. Την καριέρα σου ήδη την τελείωσες. Κινδυνεύεις να χάσεις και τη δουλειά σου. Και κάνεις σαν να μην σε νοιάζει».
«Δεν με νοιάζει, κύριε Διοικητά».
«Βούλωσ' το, ρε Ιάκωβε», είπε θυμωμένα ο Αλμέδας.
«Δεν σε νοιάζει, ε; ΟΚ, αφού δεν σε νοιάζει, δεν βλέπω το λόγο γιατί να μην σε τελειώσω. Αν όχι για άλλο λόγο για να μην κάνεις τα καραγκιοζιλίκια σου εκ του ασφαλούς. Τρέλα θες να μας πουλήσεις; Θα την αγοράσω λοιπόν και θα δεις τι ωραία που είναι», φώναξε χτυπώντας το στυλό του στο γραφείο, σηκώθηκε, άρχισε να περπατάει νευρικά πάνω κάτω χαϊδεύοντας κατά την προσφιλή του συνήθεια το πάνω μέρος του κρανίου του και μετά από ένα λεπτό ξανακάθισε.
«Ξέρεις τι θα πει ζωή, Μπαούρα;», ρώτησε τελικά.
«Τι θα πει;».
«Ζωή θα πει ότι πρέπει να ανεχτείς να σε γαμάνε από το πρωί ως το βράδυ, από την ώρα που θα γεννηθείς μέχρι την ώρα που θα πεθάνεις, μόνο και μόνο για να συνεχίσεις να αναπνέεις. Κι αν το παίξεις το παιχνίδι σου καλά, κι αν φανείς αρκετά ανεκτικός, μια μέρα θα γαμάς κι εσύ. Ποτέ δεν θα πάψουν να σε γαμάνε. Θα γαμάς κι εσύ όμως. Αλλά και να μην τα καταφέρεις ποτέ και πάλι δεν έχεις άλλη επιλογή από το να ανέχεσαι. Εσύ ποιός είσαι ρε που δεν θα ανέχεσαι;».
«Κάνετε σαν να με ζηλεύετε κατά βάθος, κύριε Διοικητά. Να είστε σίγουρος ότι εγώ ούτε ζηλεύω ούτε θαυμάζω τον εαυτό μου. Απλά δεν μπορώ άλλo. Δεν μπορώ άλλο».
«Από αυτήν τη στιγμή είσαι σε διαθεσιμότητα. Να παραδώσεις το σήμα και το όπλο σου, να τσακιστείς να φύγεις από εδώ μέσα και να έχεις το κινητό σου άνα πάσα στιγμή ανοικτό».
Στις δύο το μεσημέρι ο Ιάκωβος έβγαινε από την κεντρική είσοδο του κτιρίου που στέγαζε την υπηρεσία του, έχοντας μετά από πάρα πολύ καιρό ένα συναίσθημα συγκεχυμένης ευχαρίστησης.

Πέμπτη, Μαρτίου 08, 2007

Επήρειες

Για το σινεμά του Οικονομίδη θα γράψω κάτι εμβριθέστατο και διεισδυτικότατο μόλις δω στο εντελώς προσεχές μέλλον και την «Ψυχή στο Στόμα».
Είδα χθες πρώτη φορά το «Σπιρτόκουτο» και είμαι ακόμα υπό την επήρεια.
Ξανάκουσα χθες στο ραδιόφωνο ένα κομμάτι από το σάουντρακ του «Blade Runner» και είμαι ακόμα υπό την επήρεια.
Παίρνω αυτές τις δύο επήρειες και προσπαθώ να τις ταιριάξω αντιστικτικά.
Σκέφτομαι δηλαδή πώς θα ήταν αν το «Σπιρτόκουτο» έπαιζε με χαμηλωμένο τον ήχο (όχι τελείως, αλλά πάντως χαμηλωμένο) και στο βάθος έπαιζε αυτή η μουσική.

Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2007

Χύνω

Προκλήθηκα στα σχόλια του προηγούμενου ποστ να γράψω κάτι σχετικά με μια συγκεκριμένη ανθρώπινη κραυγή. Ας κάνω ένα ακόμη μεγάλο λάθος κι ας υποκύψω· μισή ντροπή δική μου κι η άλλη μισή καβάντζα.
Κλειδί ίσως στην ερμηνεία της κραυγής «χύνω» είναι ότι, εν αντιθέσει με το πέρας της συνουσίας, σπανίως ακούγεται με το πέρας του αυνανισμού: ο αυνάνας δεν νιώθει την ανάγκη να θριαμβολογήσει. Η αυτοϊκανοποίηση και ο αυτοθαυμασμός τυγχάνουν έννοιες αλληλοαναιρούμενες.
Ήτοι το «χύνω» είναι ρήμα δηλωτικό επιτεύγματος και δη επιτεύγματος σπουδαίου και τελείου, επιτεύγματος που δεν αρκεί να φανερωθεί ως ύλη αλλά πρέπει ταυτόχρονα να σημανθεί και με λόγο. Υπό αυτήν την έννοια το «χύνω» δεν περιττολογεί ούτε ταυτολογεί, όπως ακριβώς δεν περιττολογεί ούτε ταυτολογεί η μόνη άλλη αντιστοίχου φωτός και εκστάσεως κραυγή που μπορεί να βγει από ανθρώπινο στόμα, η κραυγή «γκολ».
Αυτό γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρο αν προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε το ρήμα «χύνω» με ρήματα άλλων σωματικών λειτουργιών σημαντικά. Πόσο γελοίο θα φαινόταν δηλαδή να αναφωνούσαμε (και μάλιστα στεντορεία τη φωνή) «χέζω» ή «κατουράω»; Γελοίο κι αντιαισθητικό μαζί. Το πολύ πολύ να αφήσουμε αναστεναγμό βαθύ αν έχουμε κρατηθεί παρά τη θέλησή μας για πολλή ώρα.
Ωστόσο, αφοδεύοντας ή ουρώντας, απλά αδειάζουμε φαϊ και υγρά, απλά βοηθάμε τη δική μας μηχανή να συνεχίσει να δουλεύει.
Εκσπερματώνοντας, δεν εκκρίνουμε ούτε φαγητό ούτε νερό, αλλά επιθυμία, καύλα, αγάπη, έρωτα (κάτι απ' όλα ή και όλα μαζί), φτάνοντας στο ποθητό σημείο κορύφωσης όλο μας το είναι έχει μετατραπεί σε γενετικό υλικό, σε υλικό που πρέπει πάση θυσία να βγει από μέσα μας και η έξοδός του δεν είναι απλά λειτουργική, δεν είναι γραφειοκρατική, αλλά έχει σχεδιαστεί ως εξόχως απολαυστική, ως ο κυριολεκτικός ορισμός της ηδονής, αφού με αυτόν τον τρόπο σχεδιαστήκαμε, καθώς αποφασίσθηκε πως το ανθρώπινο παραμύθι μπορεί να διαιωνισθεί μόνο αν συνδεθεί αναπόδραστα με την ηδονική λάμψη, ώστε να απεξαρτηθεί σε έναν ικανό βαθμό από την ελεύθερη ανθρώπινη βούληση και τον συνακόλουθο σκεπτικισμό της.
Φωνάζοντας «χύνω», διαλαλώ πως έφτασα εκεί που πρέπει, πως ρίχνω τον καρπό μου, χωρίς να έχει την παραμικρή σημασία το πού ακριβώς τον ρίχνω, καθώς η διαδικασία, η εντολή που με έχει οδηγήσει στο να φτάσω ως εδώ είναι η ίδια.
Χύνω, δηλαδή εκείνες τις στιγμές δεν είμαι πια εγώ, είμαι εγώ ως σκυταλοδρόμος, είμαι εγώ που βγαίνω από μένα και προσφέρω κάτι από μένα για να γεννηθεί κάτι έξω από μένα.
Σωματοποίησα την επιθυμία μου,
ο οργανισμός μου πήρε ένα όραμα και το μετέτρεψε σε σπέρμα,
δεν χύνω πορτοκαλάδα, δεν χύνω καφέ,
χύνω ζωή,
ζωή μεταφέρω και ζωή σκορπώ,
χύνω, για την ακρίβεια, μια πιθανότητα ζωής,
όπως ακριβώς είμαι κι εγώ μια πιθανότητα ζωής που πραγματοποιήθηκε,
τίποτα παραπάνω από μια τυχαία πιθανότητα ανάμεσα σε μυριάδες άλλες,
ήρθα κατά τύχη, ζω κατά τύχη, χύνω κατ' ανάγκη,
μια ανάγκη που με καίει και με φωτίζει,
μια ανάγκη που με σβήνει καθώς σβήνει
και ίσως γι' αυτό οι ποιητικότερες φύσεις να διεκδικούν την ώρα που σβήνεις κάτι περισσότερο από σένα, ίσως γι΄αυτό να διεκδικούν να ακούσουν όχι ρήματα ανάγκης αλλά ονόματα επιλογής, έτσι ώστε να πιστέψουν ότι εκείνη την ώρα δεν χύνεις αλλά γράφεις, γράφεις το όνομά τους πάνω στο γυμνό κορμί τους.

Τρίτη, Μαρτίου 06, 2007

Βurn Motherfucker, Burn!

«Στις ΗΠΑ, η εταιρεία Raytheon ανακάλυψε ένα όπλο που εκτοξεύει έντονο πόνο. Στις αρχές Φεβρουαρίου, το Πεντάγωνο έκανε δημοσίως ένα τεστ σε δεκάδες εθελοντές σε μια αεροπορική βάση στην Πολιτεία Τζόρτζια. Στη δοκιμή, που μπορεί κανείς να παρακολουθήσει στο Ιντερνετ, μεταξύ άλλων τρεις στρατηγοί και ένας δημοσιογράφος του Ασοσιέιτεντ Πρες «πυροβολούνται». Η εκτόξευση είναι αόρατη, αλλά τα αποτελέσματά της είναι έντονα. Γύρω στα 20 άτομα σκορπίζονται στους γύρω χώρους. Ο ρεπόρτερ του πρακτορείου Ασοσιέιτεντ Πρες είπε λίγο αργότερα ότι ένιωσε κάψιμο σ' όλο του το σώμα σαν να είχε πάρει φωτιά το σακάκι του. Αυτή η αίσθηση είναι μια ψευδαίσθηση. Κανένας δεν έχει πληγωθεί. Τα κύματα ενέργειας που εκτοξεύονται διαπερνούν μόλις το 1/64 της ίντσας του σώματος καίγοντας την επιδερμίδα... Το νέο όπλο, λένε, ερεθίζει τα νεύρα χωρίς να σε καίει. Κι αυτό θα μπορούσε, όπως ισχυρίζεται η αμερικανική πολεμική βιομηχανία, να 'ναι το μέλλον του πολέμου: λιγότερο αίμα, περισσότερο πόνος».
Mπορείς να τσεκάρεις κι εσύ εδώ (στο κάτω μέρος της σελίδας) το νέο ανθρωπιστικό, παιχνιδιάρικο όπλο μας.
Στο επόμενο εξελικτικό στάδιο ανθρωπισμού, η Raytheon θα αντικαταστήσει τα όπλα πόνου με γαργαλιέρες, όπου τα εκτοξευόμενα κύματα ενέργειας θα γαργαλούν τον στόχο μέχρι δακρύων και μέχρι να πει «παραδίνομαι».
Στο μεθεπόμενο εξελικτικό στάδιο ανθρωπισμού, η Raytheon θα αντικαταστήσει τις γαργαλιέρες με πιπιέρες για τους άντρες στόχους και γλειφομουνιέρες για τις γυναίκες στόχους, όπου τα εκτοξευόμενα κύματα ενέργειας θα περιποιούνται σεξουαλικά τον στόχο μέχρι εκσπερματώσεως και μέχρι να πει «χύνω».

Ευτυχώς δεν βρέχει

Πρώτο ραντεβού, τρίτο ποτό, τέταρτος μελαμψός με τριαντάφυλλα, μετά τα τρία όχι το ναι. Παίρνει ένα. Της το δίνει. Έχει πάει δύο κι είναι και οι δύο έξω απ' το μαγαζί. Τους φυσάει καθαρός αέρας. Προχωράνε. Τον ρωτά αν θα τον πειράξει αυτό που θα κάνει. Βάζει το λουλούδι κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα ενός παρκαρισμένου αυτοκινήτου. Γιατί; Μην το παρεξηγείς. Θέλω να κάνω ευτυχισμένο κάποιον ή κάποια αύριο το πρωί. Ευτυχισμένο, ξαφνιασμένο, απορημένο. Να μπει μπρος μια ιστορία. Τα λόγια της του δίνουν το θάρρος που δεν του έδινε τόσες ώρες το ποτό. Κάνει να την φιλήσει. Τραβιέται. Γιατί; Μην το παρεξηγείς. Μην βιάζεσαι.
Το επόμενο πρωί ο Γιάννης, η Έφη και τα τα δύο τους παιδιά μπαίνουν βιαστικά στο αυτοκίνητο. Τι είναι αυτό; Αναρωτιούνται ταυτόχρονα και ο Γιάννης και η Έφη βλέποντας το λουλούδι στο καπώ. Αναρωτιούνται ταυτόχρονα, κοκκινίζουν ταυτόχρονα, θέλουν να ανοίξει η γη να τους καταπιεί ταυτόχρονα. Ευτυχώς δεν βρέχει. Αποφασίζουν έτσι να κάνουν πως δεν το είδαν, περιμένοντας στωικά τη στιγμή που θα το δει ο άλλος και ετοιμάζοντας στο μυαλό τους τι θα πουν και πόσο απορημένοι θα δείξουν. Αφήνουν τα παιδιά στο σχολείο, φτάνουν στην εταιρία τους, παρκάρουν, κατεβαίνουν, φιλιούνται, θα τα πούμε αργότερα λένε και μόλις απομακρύνονται ο ένας απ' τον άλλο αναστενάζουν ανακουφισμένοι, σχεδιάζοντας να πάνε να το πάρουν σε λίγο. Τα κινητά τους ταυτόχρονα καλούν, ο Γιάννης και η Έφη ταυτόχρονα λένε «Μωρό μου, τι τρέλα ήταν αυτή που έκανες;», τα μωρά τους ταυτόχρονα δεν έχουν ιδέα, ο Γιάννης και η Έφη ταυτόχρονα νιώθουν προδομένοι, εξοργισμένοι και τόσο μα τόσο ηλίθιοι.

Κυριακή, Μαρτίου 04, 2007

Kαι τώρα τα δύσκολα

Δηλαδή νομίζεις ότι είμαι τόσο προβλέψιμος ώστε να γράψω για το ντέρμπι;
Αφού είμαι παντελώς απρόβλεπτος, φίλε αναγνώστη και φίλη αναγνώστρια.
Παντελώς, σου λέω.
Σιγά μην ασχοληθώ με τα κωλοποδόσφαιρα και τα όπια των λαών.
Εγώ είμαι τύπος της ηρωίνης.
Αλλά μια και το 'φερε η κουβέντα: «Και τώρα τα δύσκολα» που είπε και ο παμμέγιστος Κώστας Βερνίκος* την ώρα που ο Σαλπιγγίδης έδινε την μοιραία ασίστ στον Παπαδόπουλο.
Επειδή πάντως θέλω να είμαι (και είμαι) αντικειμενικός, πρόκειται για μια νίκη που αμαυρώνεται από τα γεγονότα:
α) της απουσίας του Νέρι**, που για μια απλή συνηθισμένη κόκκινη κάρτα, η ποινή του από μία αγωνιστική μετατράπηκε σκανδαλωδώς σε τρεις,
β) της απουσίας των Ελ Σιντ, Ριβάλντο, Τζόλε και Κατερίνας Θάνου,
γ) της ολότελα άδικης τιμωρίας του Καραϊσκάκη για τα φερόμενα ως επεισόδια με τον ΠΑΣ ΓΙΑΝΝΕΝΑ,
δ) της φάσης «με στοιχεία πέναλτι»*** όπου ο Παπαδόπουλος ανέτρεψε τον Ανατολάκη, αλλά φυσικά ο σεσημασμένος θυροδεκατρίτης Κασναφέρης δεν σφύριξε. Αν είχε σφυριχθεί αυτή η φάση, τότε πιθανολογείται σφόδρα ότι ο Ολυμπιακός θα είχε προσφέρει στο παιχνίδι «στοιχεία γκολ» και το ματς θα γινόταν πλέον Ολυμπιακός Στοιχεία 1 - Παναθηναϊκός 0.
* Κώστα, για την επόμενη φορά (και επειδή πού να παρακολουθείς κι εσύ και άλλη ομάδα πλην του Θρύλου, οπότε λογικό να τα μπερδεύεις συνέχεια), ο Νίλσον παίζει δεξιά και ο Λεοντίου αριστερά. Σκόρδο - κρεμμύδι, Νίλσον - Λεοντίου.
** Του Νέρι, που καταπώς μας πληροφόρησε ο Πέτρος ο Μίχος κοσμεί, όπως κι ο Νίνης, με τη συνολική παρουσία και συμπεριφορά του τα ελληνικά γήπεδα, αφού αμφότεροι δεν έχουν δώσει ποτέ δικαιώματα. Ποτέ των ποτών. Βέβαια -μεταξύ μας- ο Νίνης τις έχει κάνει τις ψιλοαλητείες του. Αλλά συγχωρείται ως μικρός.
*** Βερνίκος strikes again.

Σάββατο, Μαρτίου 03, 2007

24. Ώρα Έκτη.

Πρίβιουσλι oν τουέντυ φορ: 1, 2, 3, 4, 5.
12:00 - 13:00
Δε φόλοουιν ιβέντς τέικ πλέις μπιτουίν τουέλβ πι εμ εντ ουάν πι εμ:
Ο Ιάκωβος ακούει έναν γνωστό του ήχο, συνειδητοποιεί ότι είναι το κινητό του, ψάχνει και το βρίσκει στην τσέπη του μπουφάν του, είναι η μητέρα του.
«Ιάκωβε, δεν είσαι γραφείο;»
«Όχι μαμά, έχω βγει έξω για δουλειά».
«Δεν σε ακούω καλά. Συμβαίνει τίποτα;».
«Όλα καλά, μαμά. Όλα καλά. Θα τα πούμε αργότερα».
Η Χλόη Μπαούρα κλείνει το τηλέφωνο και γυρνάει στον καναπέ της. Η τηλεόραση παίζει (με σχετικά χαμηλωμένο τον ήχο) ένα πρωινάδικο, στο τραπέζι μπροστά στον καναπέ ένας ελληνικός καφές, ένας φίλτρου κι ένα πιάτο με βουτήματα. Ο ελληνικός είναι για την Χλόη κι ο φίλτρου για την φίλη της την Ντίνα, που κάθεται δίπλα της στον καναπέ.
«Σκεφτική σε βλέπω. Έγινε κάτι με τον Ιάκωβο;».
«Λέει πως όχι, αλλά δεν ξέρω, τον τελευταίο καιρό μου φαίνεται ότι κάτι του συμβαίνει».
«Γιατί το νομίζεις αυτό;».
«Δεν είναι ότι συμπεριφέρεται παράξενα. Κάνει ό,τι έκανε πάντα. Αλλά του μιλάω και δεν με προσέχει, αφαιρένεται συνέχεια, τα μάτια του μου φαίνονται θλιμμένα. Πολύ θλιμμένα».
«Ανησυχείς υπερβολικά, Χλόη μου. Πρέπει κάποια στιγμή να απεξαρτηθείς από εκείνον κι ίσως θα είναι καλύτερα και για τον ίδιο».
«Μα δεν είμαι εξαρτημένη. Ο Ιάκωβος ζει τη ζωή του. Εγώ απλώς του κάνω μερικές δουλειές. Μάνα είμαι. Δυο πόρτες μακριά μένουμε. Να μην τον φροντίσω;».
«Ο Ιάκωβος ζει τη ζωή του, Χλόη, αλλά είναι αυτό που σου λέω τόσο καιρό. Είναι επιτέλους καιρός να ζήσεις τη δική σου ζωή. Δεν σε πήραν και τα χρόνια», απάντησε η Ντίνα χαϊδεύοντας απαλά το μαλλιά της με το ένα χέρι και τον μηρό της με το άλλο.
«Ε, καλά τώρα. Είμαι εξήντα χρονών πια».
«Δεν είσαι καν εξήντα χρονών. Θα είσαι σε λίγους μήνες. Γιατί βιάζεσαι τόσο;», της είπε και την φίλησε απαλά στα χείλη.
«Σταμάτησε, σταμάτησε σε παρακαλώ, Ντίνα», της είπε μαλακά κι έκανε να σηκωθεί.
«Μην απομακρύνεσαι. Δεν βιάζομαι και το ξέρεις. Θέλω να πάψεις να νιώθεις αμήχανα μαζί μου».
Η αλήθεια είναι ότι η αμηχανία της Χλόης Μπαούρα διαρκώς υποχωρούσε τον τελευταίο καιρό. Η Χλόη Μπαούρα ερωτεύτηκε μικρή, παντρεύτηκε μικρή, έγινε μάνα μικρή, χήρεψε μικρή. Στους οκτώ μήνες της γνωριμίας της πριν τον γάμο και στα οκτώ χρόνια του γάμου της με τον πατέρα του Ιάκωβου, είναι ζήτημα αν ήταν μαζί του για περισσότερο από δύο χρόνια συνολικά, αφού αυτός ήταν συνεχώς στη θάλασσα. Χήρα από τα εικοσί οκτώ της με ένα παιδί επτά χρονών στην αποκλειστική ευθύνη της, κατάλαβε ότι η ζωή είχε επιλέξει για εκείνη τον ρόλο της άτυχης. Ήταν ένας ρόλος που σύντομα ένιωσε ότι της ταίριαζε. Κι άρχισε να τον υποδύεται με ιδιαίτερη ευσυνειδησία, μέχρι που έγινε ο ρόλος της. Η Χλόη ήταν όμορφη γυναίκα και οι κρούσεις και οι προτάσεις δεν της έλειπαν. Αλλά μολονότι οι επιθυμίες και το αίμα της άλλα την διέταζαν να κάνει, εκείνη κλεινόταν περισσότερο στον εαυτό της, τον γιο της, το ριζικό της. «Έτσι τα ΄φερε η ζωή και στη ζωή κανείς δεν μπορεί να πάει κόντρα», μονολογούσε και ξαναμονολογούσε. Η Χλόη ζούσε στο σπίτι, με τη σύνταξη και την αποζημίωση για το θάνατο του άντρα της και ράβοντας για γειτόνισσες, αφοσιωμένη πλήρως στον Ιάκωβο, για τον οποίο άξιζε κάθε δική της θυσία, για τον οποίο άξιζε όλη η τύχη που είχε στερηθεί εκείνη κι ο πατέρας του. Γι΄αυτό ακριβώς και ο Ιάκωβος δεν έπρεπε να κάνει το δικό της λάθος και να παντρευτεί μικρός, αλλά αφού πρώτα έχει πήξει το μυαλό του και ωριμάσει, αφού έχει ζήσει τη ζωή του και πάνω απ΄όλα αφού βρει την κατάλληλη.
Τα τελευταία δύο χρόνια η Χλόη άρχισε να βγαίνει από το σπίτι της, να κάνει βόλτες στο πάρκο, να πηγαίνει θέατρο και σινεμά, να πηγαίνει σε ταβερνάκια κι εστιατόρια, κι όλα αυτά επειδή γνώρισε τη Ντίνα. Μετά από μια τριακονταετία συναισθηματικής μονοκαλλιέργειας και εγκλεισμού σε τέσσερεις τοίχους και μια μικρή οθόνη, η Ντίνα άρχισε να γίνεται για τη Χλόη ανάγκη, χαρά, έννοια, προσδοκία. Η Χλόη Μπαούρα στα 58 και στα 59 της άρχισε να γελά πιο δυνατά από πνιχτά, άρχισε να φροντίζει το ντύσιμό της, άρχισε να αλλάζει απόψεις για πρόσωπα και πράγματα, άρχισε να εκπίπτει από τους κάθε λογής φανατισμούς της (πολιτικούς, θρησκευτικούς, αισθητικούς κλπ).
Όταν πριν λίγους μήνες η Ντίνα την φίλησε στο μάγουλο, η Χλόη κατακοκκίνισε, αλλά όχι τόσο από ντροπή και σίγουρα όχι από ξάφνιασμα (ό,τι κι αν έλεγε στον εαυτό της), όσο από ένα αίσθημα κολακείας και πλήρωσης. Αλλά είχαν πιει αρκετό κρασί στην ψαροταβέρνα και το επόμενο πρωί ξύπνησε θορυβημένη έως πανικόβλητη. Έκτοτε η Ντίνα προχωρούσε με μικρά βηματάκια, η Χλόη αντιδρούσε, αντιστεκόταν, δεχόταν κι υπαναχωρούσε.
Αλλά καμιά τους δεν βιαζόταν.
Εκείνος που βιαζόταν ήταν ο Αντώνης Αλμέδας καθώς πλησιάζει μία και πρέπει να επιστρέψουν στον Διοικητή.
Πώς και τι θα του έλεγε απ΄όσα του αποκάλυψε ο Ιάκωβος την προηγούμενη ώρα;

Παρασκευή, Μαρτίου 02, 2007

Ο τρίτος τρόπος

Υπάρχουν τρεις τρόποι προσέγγισης της αποψινής «Ζούγκλας», στην οποία αναδείχθηκε το μέγα θέμα του ταξίαρχου με το κόκκινο στριγκάκι, εκείνο που τον κάνει να μοιάζει πυρκαγιά:
α) η ευθεία ανάλυση και σημειολογία της εκπομπής και των μεθοδεύσεών της, του τρόπου παρουσίασης του θέματος, των όσων λέει ο ίδιος ο παρουσιαστής, των όσων λένε οι καλεσμένοι,
β) η ειρωνική και
γ) η θυμική, την οποία και επιλέγω να ακολουθήσω, γράφοντας για να ξεσπάσω:
ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ ΜΑΚΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΕ,
ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ ΜΑΚΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΕ,
ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ ΜΑΚΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΕ,
ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ ΜΑΚΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΕ,
ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ ΜΑΚΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΕ,
ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ ΜΑΚΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΕ,
ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ ΜΑΚΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΕ,
ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ ΜΑΚΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΕ,
ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ ΜΑΚΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΕ,
ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ ΜΑΚΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΕ.
UPDATE: Ο Lazopolis αναρωτιέται: «Ο Μάκης διαμορφώνει το κοινό του ή το κοινό περιμένει τον μεσσία Μάκη να εκφράσει την αμφίβολη και μπερδεμένη ηθική του; Η άποψή μου είναι πως ο Μάκης αρθρώνει τις πιο κατάπτυστες, αλλά υπαρκτές, μύχιες σκέψεις μιας ολόκληρης γενιάς που νιώθει οτι χάνει τον έλεγχο των πραγμάτων και γι αυτό επιστρέφει στον συντηρητισμό. Όμως είναι ο Μάκης που οργανώνει τη χυδαιότητα εντός τους».
Εν είδει απάντησης:
Για να μιλήσουμε ανυπόκριτα, ένας άντρας που φωτογραφίζεται με κόκκινο στριγκάκι είναι ένα θέαμα που θα προξενήσει αισθήματα θυμηδίας σε πολλή μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης. Εμού συμπεριλαμβανομένου. Εγώ το παραδέχομαι. Ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος όχι. Εγώ όμως αναγνωρίζω το δικαίωμα του οποιουδήποτε ανθρώπου να φοράει στριγκ και να ψωνίζεται στο ίντερνετ (όπως ίσως ψωνίζομαι κι εγώ, φορώντας απλά μεγαλύτερο μέγεθος σλιπ). Εξίσου και περισσότερο αναγνωρίζει το δικαίωμα αυτό ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος· και την στιγμή ακριβώς που θα το αναγνωρίζει με τα λόγια, θα στήνει επάνω του πρωτοσέλιδα και εκπομπές, προσπαθώντας να καμουφλάρει το μοναδικό πραγματικό θέμα της εκπομπής του (πούστης αξιωματικός φορά κουραδοκόφτη) πίσω από διαγωνισμούς σινούκ, πίσω από το γεγονός ότι ο ταξίαρχος φέρεται να συμπεριφέρεται στους υφισταμένους του σαν τον Μουσολίνι, πίσω από το γεγονός ότι δηλώνει στην γκέι ιστοσελίδα περιστασιακός χρήστης ναρκωτικών, πίσω από το ενδεχόμενο να είναι ευάλωτος σε πιέσεις που θα αποβούν καταστροφικές για την εθνική άμυνα της χώρας· και ο εμετός φτάνει στο αποκορύφωμά του όταν λέει πως ΟΧΙ, εμείς δεν διακρίνουμε ανάμεσα σε γκέι και σε στρέιτ, πως και στρέιτ να ήταν το ίδιο σμπαράλια θα κάναμε την ιδιωτική του ζωή βάζοντας συνεργάτη μας να τον «ψωνίσει», όταν λέει πως, κοιτάξτε, αποτάσσονται αξιωματικοί από το στράτευμα επειδή κοιμήθηκαν με σύζυγο συναδέλφου τους, άρα τα ίδια συμβαίνουν και στους στρέιτ, λες και το θέμα δεν είναι το πώς θα γίνει πιο φιλελεύθερη και ανεκτική η νομοθεσία για τους υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις, αλλά, αντίθετα, το ότι κάθε αξιωματικός και υπαξιωματικός θα πρέπει να αποδεχθεί πως μπαίνοντας στο στρατό η ιδιωτική του ζωή θα είναι στο έλεος όχι πλέον μόνο των ανωτέρων του (στο πλαίσιο μιας παρωχημένης και εν τέλει αντισυνταγματικής συντηρητικής αντίληψης), αλλά και των κοριών του Μάκη, προς τον σκοπό της εξαιρετικά προσοδοφόρας δημόσιας διαπόμπευσής του, διαπόμπευσης που θα συνοδεύεται όμως από διακήρυξη του πλήρους σεβασμού στη σεξουαλικότητα του διαπομπευομένου.
Κι αυτή η διακήρυξη είναι -όπως και να το κάνουμε- μια κατάκτηση της εποχής μας.