Κυριακή, Σεπτεμβρίου 30, 2012

Σπάει

«Βλέπεις; Είναι σχεδόν αφόρητο· o τρόπος που κοιτάει· είναι τόσο απεγνωσμένα ερωτευμένη με τον Λέστερ Γιανγκ, που μόλις και αντέχει όταν εκείνος παίζει. Παρόλα αυτά δεν ξεχνάει πότε είναι η σειρά της»
Ψάχνω λίγο την ιστορία. Είχαν να βρεθούν χρόνια και ξαναβρέθηκαν σε αυτήν την τηλεοπτική εκπομπή, στις 8 Δεκεμβρίου 1957. Το συντομότατο σόλο του έκανε αίσθηση στους επαϊοντες. Αλλά ο Γιανγκ έμοιαζε πολύ άρρωστος και ήταν ο μόνος από όσους έπαιζαν πνευστά που καθόταν σε καρέκλα. Σηκώθηκε μόνο στο σόλο. Εκείνη την εποχή ο αλκοολισμός του είχε χτυπήσει πολύ σοβαρά την υγεια του. Έτρωγε ελάχιστα, έπινε ολοένα και περισσότερο, υπέφερε από το συκώτι του. Ήταν η τελευταία φορά που βρέθηκαν. Αλλά η ιστορία μπορεί να μην είναι ακριβώς έτσι, μπορεί να περιέχει ανακρίβειες. Δεν έχει σημασία. Και νά, το ψάχνω λίγο παραπάνω, και άλλοι λένε ότι δεν υπήρχε καν ερωτικό παρελθόν μεταξύ τους. Μόνο μουσικό. Σταματάω να ψάχνω, σταματάει να με αφορά. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ο τρόπος που τον κοιτάζει αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα. Ο τρόπος, όχι ο λόγος. Σε εκείνην ανήκει ο τρόπος, στην δική μας υποκειμενική ερμηνεία και πιθανή παρερμηνεία ο λόγος. Σημασία έχει ότι ο σκηνοθέτης μιας μέτριας κατά τα άλλα τηλεταινίας ένιωσε την ανάγκη να μας δείξει αυτήν ακριβώς τη σκηνή: «Βλέπεις;». Σκηνοθέτης είναι αυτός που θέλει να σου δείχνει. Και ναι, το βλέπεις πως η Μπίλι Χόλιντεϊ σπάει όσο παίζει ο Γιανγκ. Σπάει, και δεν έχει σημασία αν σπάει από αθεράπευτο έρωτα, ατιθάσευτη συμπόνια, συναδελφικό δέος ή απ' όλα μαζί. Ακόμα και να μην σπάει, ακόμα και απλά να φαίνεται ότι σπάει, πάλι δεν έχει σημασία. Γιατί σημασία έχει μονάχα αυτό που εμείς νομίζουμε για τον άλλο. Γιατί το τι είναι ο άλλος είναι τόσο συχνά φτιαγμένο στους μαιάνδρους του μυαλού μας: 
"My man don't love me 
He treats me oh so mean 
My man he don't love me 
He treats me awful mean 
 He's the lowest man
 That I've ever seen 
~~~
He wears high trimmed pants 
Stripes are really yellow
 He wears high trimmed pants 
Stripes are really yellow 
But when he starts in to love me
 He is so fine and mellow"
 
Γιατί το τι είναι ο άλλος για μας, εξαρτάται τελικά από μας κι όχι από εκείνον.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 27, 2012

27η Σεπτεμβρίου 2012

Eίδα χθες στις «Νύχτες Πρεμιέρας» το ντοκιμαντέρ «Αnaparastasis: η ζωή και το έργο του Γιάννη Χρήστου (1926-1970)». Το έχει σκηνοθετήσει ένας φίλος, ο Κωστής Ζουλιάτης (ή για να ακριβολογήσω και λεπτολογήσω, ένας διαδικτυακός φίλος, ο Costinho). Που είχα και την χαρά να τον συναντήσω για πρώτη φορά. Δεν έτυχε όλα αυτά τα χρόνια να συναντηθούμε σαν σοσιαλμιντιάδες, δεν αξιώθηκα ποτέ όλα αυτά τα χρόνια να πάω να τον ακούσω να παίζει την μουσική του, αξιώθηκα τουλάχιστον να τον συνάντησω με την ιδιότητα του θεατή της ταινίας του.
Οπότε η συγκίνηση που ένιωσα παρακολουθώντας την ίσως να είναι υποκειμενική, ίσως να μην πηγάζει σκέτα από την ταινία, αλλά από αυτό που έβλεπα στην οθόνη σε συνδυασμό με την επίγνωση ότι το έχει φτιάξει ένας άνθρωπος με τον οποίο επικοινωνούμε ιντερνετικά πoλλά χρόνια. Πόσα πολλά; Σίγουρα λιγότερα από δέκα: τόσα έκανε να φτιάξει το ντοκιμαντέρ, είπε στο κοινό πριν την προβολή.
Περισσότερο κι από συγκίνηση όμως, με είχε καταλάβει ένα αίσθημα απόλυτης ταπεινότητας· απόλυτης και πολυδιάστατης μαζί. Γιατί δεν μιλάω μόνο για την αυτονόητη ταπεινότητα που μπορεί να νιώθει κάποιος όταν βλέπει πως τα χρόνια που έχει περάσει αλληλεπιδρώντας με άλλους ανθρώπους, μερικοί από τους άλλους ανθρώπους τα αξιοποιούν με τρόπο πιο δημιουργικό από την απλή αλληλεπίδραση. Μιλάω κυρίως για την ταπεινότητα που μπορεί να νιώθει ο καθένας μπροστά σε μια τόσο μακροχρόνια αφιέρωση και σε μια τόσο επίπονη δέσμευση. Συγκριτικά με τα ντοκιμαντέρ οι ταινίες μυθοπλασίας είναι κάτι εξαιρετικά απλούστερο· υπάρχει ένα σενάριο που το γυρίζεις ή έστω είναι η βάση αυτού που γυρίζεις. Το ντοκιμαντέρ δεν υπάρχει γραμμένο σε κανένα χαρτί. Είναι ένα παζλ με τρισεκατομμύρια ψηφίδες πραγματικότητας, τις οποίες πρώτα θα πρέπει να συλλέξεις και ανακαλύψεις και ύστερα να αρχίσεις να ξεδιαλύνεις και φιλτράρεις επιλέγοντας μερικές εκατοντάδες χιλιάδες από αυτές, ώστε στη συνέχεια να αρχίσεις να τις αρθρώνεις σε ένα ενιαίο σώμα. Είμαι σίγουρος ότι μόλις διαβάσει ο ίδιος τι γράφω θα γελάσει, αφού έχω την οίηση να παριστάνω πως ξέρω πώς ακριβώς γίνεται όλο αυτό. Δεν ξέρω. Και στέκομαι με δέος απέναντι σε όλη αυτή την -πώς να την πω;-, την δυσκολία. Αυτό το περίεργο κράμα, την δουλειά μυρμηγκιού και δημιουργού μαζί.
Μιλάω επίσης για την ταπεινότητα που νιώθω γνωρίζοντας μέσω του ντοκιμαντέρ έναν καλλιτέχνη που δεν γνώριζα, τον Γιάννη Χρήστου. Την ταπεινότητα μπροστά σε αυτό που ο τύπος έκανε, την ταπεινότητα μπροστά στο φεύγα της δημιουργίας του. Υπάρχουν στιγμές στο ντοκιμαντέρ που η μουσική του ηχεί στα αυτιά σου με τρόπο που ευθέως σε κλονίζει. Από την άλλη βέβαια, υπάρχει αυτή η ατάκα του Σπύρου Σακκά που λέει ότι στις πρόβες όταν τραγουδούσε - απήγγειλε μια φράση, ο Χρήστου έπεφτε -κυριολεκτικά- κάτω από τα γέλια. Είναι η μουσική του (ή η μετα-μουσική του ή αυτό εν πάση περιπτώσει που έφτιαχνε) στα όρια συγκλονιστικού και γελοίου; Πιθανότατα όχι, πάντως εκείνο που ξέρω είναι πως από ιδιοσυγκρασία είμαι τέτοιος άνθρωπος που δεν θεωρώ ότι στη ζωή το ένα αποκλείει το άλλο. Ακόμη και τα συνταρακτικά πράγματα μπορούν να είναι ταυτόχρονα αστεία. Ειδικά δε αν κάτι είναι τόσο αντισυμβατικό, τόσο έξω από κάθε πεπατημένη, τόσο εξεζητημένα πρωτοποριακό, μπορεί να είναι και για γέλια· με τα γέλια να μην είναι οπωσδήποτε κάτι που σου προκύπτει φυσικά, αλλά ίσως και κάτι που σου προκύπτει ακριβώς επειδή δεν το έχεις ξανασυναντήσει, δεν το έχεις συνηθίσει, επειδή συνιστά μια εμπειρία που σε φέρνει σε έναν απάτητο βιωματικό χώρο.
Tις δυο προηγούμενες μέρες είχα δει στο φεστιβάλ άλλα δύο ντοκιμαντέρ, για τον Μάρλεϊ και την Μαρίνα Αμπράμοβιτς (για τα οποία κι έγραψα εδώ), ντοκιμαντέρ που πρέπει να γυρίστηκαν με μερικά εκατομμύρια φορές μεγαλύτερα μπάτζετ, σε αναμφίβολα μικρότερο χρόνο και με μερικές δεκάδες ερευνητές να κάνουν τη δουλειά που έκανε μονος του ο Κοστίνιο. Δεν θα βρεις σε αυτά πενήντα οκτώ διαφορετικές ποιότητες εικόνας, δεν θα βρεις σε αυτά εικόνες αρχείου να τρεμοπαίζουν, θα βρεις τα στάνταρ παραγωγής που αναμένεις, θα βρεις πορτραίτα καταξιωμένων καλλιτεχνών, που είναι θρύλοι ο καθένας στο είδος του. Αλλά αν το είδος της τέχνης του Μπομπ Μάρλεϊ είναι αναντίρρητο, το είδος της τέχνης της Αμπράμοβιτς μας επαναφέρει στον απάτητο βιωματικό χώρο του Γιάννη Χρήστου. Δεν μεγάλωσα μέσα στην αβαντ γκαρντ, μέσα στον τρόπο των πολλών μεγάλωσα, οπότε ένα μέρος μου πάντα θα κοιτά με δυσπιστία και ανάμικτα συναισθήματα ό,τι δεν αναγνωρίζει εκ των προτέρων ως γνωστό. Και ένα μέρος μου δεν θα ντρέπεται να κάνει χαβαλέ όποτε το νιώθει, καθώς ο χαβαλές δεν αποκλείει απαραίτητα και τον θαυμασμό.
Όλα αυτά τα πρόσωπα λοιπόν. Και ένα άλλο πρόσωπο απέναντί τους που τα κοιτάζει ένα - ένα. Το να κοιτάζεις έναν άγνωστο στα μάτια. Για ώρα. Χωρίς να μιλάτε. Χωρίς να μπορείτε να κρυφτείτε σε λέξεις. Μόνο να κοιτάζεστε. Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ.
Ώρα για το επιμύθιο: ναι, σύμφωνοι, οι αξιωματικοί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης άκουγαν Βάγκνερ ή κάτι άλλο σε κλασική μουσική, κάτι πάντως υψιπετές. Ναι, σύμφωνοι, ο πολιτισμός κι η καλλιέργεια δεν αποκλείουν την κτηνωδία. Από την άλλη βλέποντας τον κατάμεστο Δαναό για την ταινία του διαδικτυακού μου φίλου, νιώθοντας την κατάμεστη αίθουσα να είναι κατά τη διάρκεια της προβολής προσηλωμένη και εντελώς μέσα σε μια ταινία για έναν τόσο διαφορετικό καλλιτέχνη, ένιωθα ταυτόχρονα πως ο πολιτισμός είναι και πολιτική πράξη, πως δύσκολα θα υπήρχαν ανάμεσά μας νεοναζί. Δεν ξέρω, μπορεί να ιδεολογικοποιώ τις επιθυμίες μου, μπορεί να κάνω λάθος, μπορεί αύριο να ανακαλύψουν τον Χρήστου και να τον βάζουν υπόκρουση στις παρελάσεις τους. Σε εκείνο που δεν κάνω λάθος όμως είναι πως τον πολιτισμό ειδικά τώρα τον χρειαζόμαστε όσο ποτέ, πως η χυδαία Ελλάδα του Βαγγέλη Μεϊμαράκη δεν είναι μόνο πολιτικά αλλά και πολιτιστικά χυδαία, πως εκεί που το επίπεδο πολιτισμού σιγά σιγά διαβρώνεται, όπως κατεξοχήν συνέβη στη χώρα από το 1989 και εντεύθεν από την τηλεόραση των δέκα νταβατζήδων, ανθούν οι Μεϊμαράκηδες και ο πολιτικοπολιτισμικός τους απόπατος.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 25, 2012

Τα Σάββατα

Όλοι μαζί.
Ένα από τα επιχειρήματα που κάπως με είχαν γειώσει στην αρχή της κρίσης, είναι το ότι με απόλυτα νούμερα η πολιτική και οικονομική διαφθορά, τα πάσης λογής σκάνδαλα κλπ, δεν μπορούν παρά να προσφέρουν ένα πολύ μικρό τμήμα της εξήγησης, ότι δηλαδή με απόλυτα νούμερα χρεοκοπήσαμε επειδή τρώγαν οι πολλοί κι όχι επειδή έφαγαν οι λίγοι. Και μπορεί το «τρώγαν» των πολλών να ήταν σχεδόν εκτός εισαγωγικών (άντε δηλαδή να δεχθούμε ότι έτρωγαν με σχετικά λίγο άγχος για το αν θα έχουν να φάνε και τους επόμενους μήνες) και το «έφαγαν» των λίγων να ήταν καθαρά εντός εισαγωγικών, ωστόσο, ναι, τελικά η χώρα δεν χρεοκόπησε εξαιτίας των λίγων, αλλά εξαιτίας των πολλών που είχαν το θράσος να μην ψωμολυσσάνε τις τελευταίες δεκαετίες. Τώρα αν οι λίγοι που εκπροσωπούν ας πούμε το 0,25 % του πληθυσμού έφαγαν και έβγαλαν ποσά σε ξένες τράπεζες που αντιστοιχούν στο 30 και στο 40% του ΑΕΠ, δεν σημαίνει πως οφείλουν να χρεωθούν αντίστοιχο τμήμα των «απαραίτητων θυσιών», ούτε αντανακλά κάτι στον τρόπο που δομήθηκε και λειτούργησε στα χρόνια των παχιών αγελάδων το τελευταίο σοβιετικό κράτος της Ευρώπης.
Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι, 
αλλά το παστίτσιο του πέφτει κάπως βαρύ. Tα αρχαία χρόνια είχα γράψει για μια Ευτέρπη. Τα αρχαία χρόνια αμφιταλαντευόμουν περισσότερο από ό,τι εσχάτως για μια σειρά ζητήματα, στα οποία συχνά προτιμώ πλέον να παίρνω μια ιδεολογική πεπατημένη. Ωστόσο ανάμεσα στην Ευτέρπη που σκανδαλίζεται από κάποιον που σε έναν πίνακα πετάει σπέρματα σε έναν σταυρό και στην Ευτέρπη που σκανδαλίζεται επειδή κάποιος μετατρέπει σατιρικά το «Παϊσιος» σε «Παστίτσιος» υπάρχει μια απόσταση. Όπως απόσταση υπάρχει ανάμεσα στον τύπο από τον ΛΑΟΣ που πάει στην έκθεση Outlook και δημιουργεί θέμα (λες και η οποιαδήποτε Ευτέρπη θα μάθαινε ποτέ αλλιώς για τον πίνακα, λες και θα ερχόταν ποτέ μπροστά στα μάτια της ο πίνακας αν δεν είχε μεσολαβήσει η παρέμβασή του) και στον χρυσαυγίτη βουλευτή που θα δημιουργήσει το θέμα, φέρνοντας τον Παστίτσιο στα μάτια της κάθε Ευτέρπης και οδηγώντας στη σύλληψη (!!!) του δημιουργού του Παστίτσιου. Πρόκειται τελικά για την απόσταση ανάμεσα στις δύο εποχές: το ΛΑΟΣ μπορεί να προλείανε κάπως το έδαφος για την ΧΑ, αλλά παρέμεινε τελικά μια τηλεοπτική, γραφική και ήπια εκδοχή της ακροδεξιάς (με τους εκπροσώπους της που δεν πρόλαβαν να μετακομίσουν στο μεγάλο μαγαζί, να επιστρέφουν στην τηλεοπτική γραφικότητα, όπως ο Κυριάκος Βελόπουλος που κάνει πλέον τηλεπωλήσεις σε καλτ κανάλια), σε αντίθεση με την ΧΑ, η γραφικότητα της οποίας δεν αναιρεί σε τίποτα την επικινδυνότητά της. Η μεγαλύτερη, τέλος, όλων των αποστάσεων είναι αυτή ανάμεσα στον Παστίτσιο ή τελικά και στον πίνακα, και στο βίντεο για τον Μωάμεθ που δεν φτιάχτηκε για κανέναν άλλο λόγο παρά για να προκαλέσει τις αντιδράσεις που προκάλεσε, είτε τα κίνητρα δημιουργίας του ήταν αυτά του θρησκευτικού φανατισμού είτε άλλα πιο συνωμοσιολογικά. Ακόμα κι εκεί, το βίντεο παρέμεινε για ένα μικρό διάστημα στην αφάνεια, μέχρι να ανασυρθεί, να προβληθεί με υποτίτλους και να εξηγηθεί ότι εδώ μας προσβάλαν τον Προφήτη. Ίσως τελικά ένα χαρακτηριστικό κάθε «θρησκευτικής πρόκλησης» είναι πως κανονικά δεν θα έρθει απευθείας σε επαφή με τον πιστό που θα προσβληθεί, παρά μόνο αν διαμεσολαβήσουν εκείνοι που θα πάρουν το επίμαχο δημιούργημα και θα καταστήσουν γνωστό το εντός ή εκτός εισαγωγικών προσβλητικό του περιεχόμενο.
 Τραγούδα μας, Αντώνη.
Κι αφού πιάσαμε τα παλιά ποστ, αυτό εδώ, όπως διαπίστωνα από τον μετρητή, είχε μια περίεργη και ανυποχώρητη αντοχή. Σχεδόν κάθε μέρα είκοσι μήνες τώρα, όλο και κάποιος θα έμπαινε, ψάχνοντας το λήμμα «Γίνεται να μην μ' αγαπάς Σάββατο» ή κάποιο παρόμοιο. Κατά πάσα πιθανότητα, οι λέξεις στον τοίχο προέρχονται από ένα ποίημα της Στέλλας Βλαχογιάννη από τη συλλογή της «Η θλίψη του σώματος».Ο Αντώνης Ρέμος τραγουδά λοιπόν στο νέο του χιτ: «Τις άλλες μέρες το καταλαβαίνω, μα δεν μπορεί να μη με αγαπάς τα Σάββατα. Πες μου πως γίνεται να μη με αγαπάς τα Σάββατα;».
Δεν ξέρω αν ο στιχουργός έκλεψε ή δανείστηκε ή όπως θες το λες απευθείας από το ποίημα, ή αν έκλεψε ή δανείστηκε ή όπως θες το λες βλέποντας κι αυτός μια μέρα τον τοίχο, εγώ πάντως θα προτιμήσω την εκδοχή της εξής διαδρομής: Ποίημα - Τοίχος - Μπλογκ - Περαιτέρω διάδοση δια του διαδικτύου - Στίχος Ρέμου - Ρέμος - Στα χείλια σου.
 ---
Αυτά για απόψε, φίλες και φίλοι. Αύριο μαζί με αστυνομική βία, δακρυγόνα, καταβρέξεις, καψίματα σινεμάδων κλπ. Μια απεργία διαρκείας θα ενοχλούσε το σύστημα, αυτό που θα γίνει αύριο και σε κάθε τέτοιου είδους μονοήμερη γενική απεργία, θα το εξυπηρετήσει τα μάλα. Όλοι εκεί λοιπόν.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 22, 2012

RPG

"Εvery day that Chip spent grooming the corpse of a dramatically dead monologue was a day in which his rent and food and entertainment expenses were paid for, in large part, with his little sister's money. And yet as long as the money lasted, his pain was not acute".
~~~
Ζωή: αυτό το υπέρτατο παιχνίδι ρόλων.
~~~
Εκεί που υπάρχει Μωάμεθ, δεν υπάρχει ανάγκη για φασισμούς και ναζισμούς. Εκεί που υπάρχει Μωάμεθ, το χώρο του απόλυτου τον καταλαμβάνει το θρησκευτικό. 
~~~
Χριστός: αυτός ο παρωχημένος Θεός.
~~~
Φοράω ακόμα τον βαφτιστικό μου σταυρό: είμαι μια ζωντανή αντίφαση.
~~~
Ένα κράμα υπερανασφαλειών και υπερέπαρσης όλοι μας.
~~~
Υπάρχουν στα αλήθεια ισορροπημένοι άνθρωποι ή η ισορροπία του καθενός είναι μια ισορροπία υπόρρητου τρόμου;
~~~
Αγάπα το είδος σου με τα ελαττώματά του. 
~~~
Για να ζεις έντονα θα πρέπει να πληρώσεις το τίμημα. Το ίδιο και για να ζεις νωθρά.
~~~
Κάθε βράδυ στον ύπνο όλων σκηνές από άλλη ταινία. Είναι τρέλα που δεν τρελαινόμαστε με αυτό. Είναι μνημειώδης τύφλωση ότι το φαινόμενο του ύπνου έχει προκαλέσει τόσο μικρό σούσουρο στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης σε σχέση με το φαινόμενο του θανάτου.
~~~
Εκείνοι που πουλάνε πικραμένο ήθος, εκείνοι που τους πνίγει δηλαδή η αδικία για το ότι οι υποκριτές περνάνε καλύτερα, εκείνοι που τους πνίγει πάντα μια αδικία.
~~~
Κι ύστερα εκείνοι που πουλάνε ακεραιότητα και παρρησία και ντομπροσύνη στις δημόσιες αγορές, διατηρώντας ιδιωτικά ενεχυροδανειστήρια όπου αγοράζουν σκοτωμένα τιμαλφή. Το τελευταίο δεν είναι σίγουρο ότι σημαίνει κάτι, αλλά όσο πιο θολό ακούγεται κάτι, τόσο περισσότερο εντυπωσιάζει μια κατηγορία ανθρώπων.
~~~
Μου αρέσει να γράφω ρε μαλάκα. Μίσησέ με όσο θες για αυτό. Άλλα δεν μου αρέσουν. Έτυχε να μου αρέσει αυτό.
~~~
Αυτούς που γράφουν μουσική πάλι δεν μπορώ να τους καταλάβω. Έχεις δηλαδή ένα συναίσθημα και το κάνεις μουσική. Πώς γίνεται; Και τι σημαίνει; Σημαίνει κάτι; Ωραία, ωραίο είναι. Πέραν από αυτό; Σημαίνει κάτι ειδικό; Ή η διάκριση είναι ωραίο - άσχημο; Τι σημαίνει μι φα ντο και τι λα σολ σι; Σημαίνουν τίποτα; Παιδευόμαστε με τις λέξεις να βγάλουμε νόημα κι αν δεν βγάλουμε αλίμονό μας, κι εσείς είστε ασύδοτοι. Εντελώς ελεύθεροι από νοήματα και ειρμούς και ακριβολογίες. Δεν είναι ανθρώπινο αυτό. Ο άνθρωπος είναι Λόγος. Είστε πίθηκοι. Οι πίθηκοι του πνεύματος. Σας μισώ.

~~~
Φλόγα. Σε έκαψε ποτέ η φλόγα; Κι αν σε έκαψε με τι νομίζεις ότι συνορεύει; Είναι υγιές φαινόμενο η φλόγα; Έτσι σου ΄πανε; Νόσος είναι η φλόγα. Αν θες υγείες, να μένεις μακριά από τη φωτιά. 
~~~
Θέλω να κάνω αστεία με τα πάντα. Θέλω να κοροϊδεύω ειδικά αυτά που δεν κάνει να κοροϊδεύω. Ειδάλλως ποιά η αξία; Το αστείο είναι μια ανατροπή. Αν ο χώρος είναι ήδη πρόσφορος για αστείο, τότε δεν ανατρέπεις τίποτα. Αστεία που δεν παίζουν με τα όρια δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Είναι λεκτικά γαργαλητά.
~~~
Μόνο κανιβαλίζοντας όσα είναι υπεράνω κανιβαλισμού βγαίνεις από το role play που σου αναλογεί. Ειρωνευτείτε τα πάντα. Τα παιδιά σας, τα αισθήματά σας, τους αντιφασίστες, ό,τι είναι ταμπού.
~~~
Καθόμαστε, περιμένουμε τη νηπιαγωγό. Ένα ζευγάρι γονιών μας προσεγγίζει. Πάνε να πιάσουν κουβέντα. Τι θέλουν από μένα αυτά τα εξωτικά πλάσματα, αυτοί οι άγνωστοι άνθρωποι; Γιατί διακόπτουν με τέτοια βιαιότητα την αφηρημάδα μου; Επενέβην εγώ στη δική τους; Μιλούν και συζητούν όσοι βαριούνται να αφαιρεθούν. 
~~~
Ο ύπνος είναι η αφηρημάδα στην πιο ολοκληρωμένη μορφή της. Συμπυκνώνεται και γίνεται όνειρο. Μια ιστορία διαδραματίζεται. Πολλές ιστορίες κάθε βράδυ. Δεν θα τις θυμηθείς ποτέ. Ίσως θραύσματά τους μια στις χίλιες. 
~~~
Ξυπνάμε κάθε πρωί και το πρώτο που θυμόμαστε είναι η μία και μόνη ιστορία που ζούμε στο ξύπνιο. Χρόνος, τόπος, άνθρωποι δίπλα, αριθμός χρημάτων στην τσέπη. Φοράμε την πανοπλία του ρόλου μας και υποδυόμαστε αυτόν τον άλλο που είμαστε εμείς.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 19, 2012

15 χρονών Φασίστας

Αύγουστος του 1944, βόρεια Ιταλία, Τοσκάνη. Οι συμμαχικές δυνάμεις επελαύνουν, οι ναζί υποχωρούν αφήνοντας πίσω τους καμμένη γη. Σε ένα χωριό, το Σαν Μαρτίνο, οι κάτοικοι διατάσσονται να συγκεντρωθούν στην εκκλησία, καθώς τα σπίτια τους θα ανατιναχθούν κατά τη γερμανική υποχώρηση. Ένας χωρικός ρωτά έναν Ιταλό συνεργάτη τους τι είναι σωστό να κάνουν: να υπακούσουν ή μήπως πρόκειται για κάποια παγίδα και οι Γερμανοί τους εκτελέσουν για αντίποινα; «Μην περιμένεις να σου πω ποιό είναι το σωστό και ποιο το λάθος σε μια τόσο ταραγμένη εποχή», του απαντά. Το χωριό χωρίζεται στα δύο. Άλλοι αποφασίζουν να μείνουν, άλλοι να φύγουν και να ψάξουν να βρουν τον στρατό των Αμερικάνων που πλησιάζει. Τι κάνεις λοιπόν όταν η κατάσταση έχει ξεφύγει από κάθε νόρμα, όταν έχει ξεφύγει και από αυτήν ακόμα την νόρμα της κατοχής; Γιατί ακόμα κι εκεί οι επιλογές σου είναι πιο ξεκάθαρες. Εδώ όμως που η κεντρική εξουσία είναι διαφιλονικούμενη, εδώ που μια δύναμη υποχωρεί και μια άλλη έρχεται, η σωφροσύνη από την αποκοτιά απέχουν πολύ λίγο ή ίσως δεν υπάρχουν καν ξεκάθαρα κριτήρια για να πεις τι είναι σωφροσύνη και τι αποκοτιά. Οπότε; Μένεις και παίζεις το φαινομενικά πιο ασφαλές παιχνίδι; Μένεις υπάκουος ως το τέλος ελπίζοντας πως η υπακοή σου στους κανόνες -το ότι εσύ παραμένεις νομοταγής, οποιοσδήποτε κι αν είναι ο νόμος- θα επιβραβευθεί και θα επιζήσεις; Ή φεύγεις ψάχνοντας την απελευθέρωση μια ώρα αρχύτερα; Ρισκάρεις να πεθάνεις στο δρόμο αν σε ανακαλύψουν οι ναζί ή οι φασίστες, ή ρισκάρεις να πεθάνεις σαν σφάγιο μέσα στην εκκλησία; Υπακούς, καθηλώνεσαι και προσεύχεσαι να τηρήσουν το λόγο τους και να μην σε πειράξουν; Ή φεύγεις, ψάχνεις και γίνεσαι κυρίαρχος της μοίρας σου (όσο κυρίαρχος βέβαια μπορείς να είσαι σε μια τέτοια κατάσταση); Στα χέρια τίνος προτιμάς να εμπιστευθείς τη ζωή σου; Του δεσπότη σου (της εξουσίας που σε δεσποτεύει) ή της τύχης;
---
Οι κάτοικοι που έφυγαν έχουν απομακρυνθεί αρκετά μέσα στη νύχτα. Οι Γερμανοί έχουν πει ότι θα ανατινάξουν τα σπίτια του χωριού στις τρεις τα ξημερώματα. Σταματάνε και περιμένουν να δουν αν θα ακούσουν εκρήξεις. Για μια γυναίκα μέσης ηλικίας το σπίτι είναι το κέντρο της ζωής της. Ό,τι είναι μέσα του το νιώθει δικό της. Συμπονά ακόμα και τις κατσαρίδες στο νεροχύτη που θα ανατιναχθούν. Προσεύχεται να μην το χάσει: «Όχι από την αρχή. Ας μην χρειαστεί να ξεκινήσουμε πάλι από την αρχή». Για μια νεαρή κοπέλα, το σπίτι, το σπίτι που πέρασε ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή, είναι ταυτόχρονα και μια καταπίεση. Εκπλήσσσεται που επιθυμεί ενδόμυχα αυτό που επιθυμεί: «Μα πώς είναι δυνατόν να θέλω να ανατιναχθεί αυτό το σπίτι με τον κίτρινο καναπέ;». Για ένα εξάχρονο κορίτσι, όλο αυτό που ζει είναι και μια συναρπαστική περιπέτεια. Προσεύχεται να δει εκρήξεις στο βραδυνό ουρανό. Τρεις ηλικίες, τρεις οπτικές: το σπίτι ως κέντρο βάρους του κόσμου και ως κατάκτηση – το σπίτι ως τόπος που συμβολίζει το μη αυτεξούσιο- το σπίτι ως ένα ακόμα παιχνίδι που μπορεί να προσφέρει θέαμα. Η ζωή ως κάτι που είναι επώδυνο να ξαναχτιστεί από την αρχή – η ζωή ως ανάγκη για επανάσταση, για αυτοδιάθεση, για άνοιγμα των φτερών – η ζωή ως μια διαρκής έκπληξη. Όταν οι εκρήξεις ακούγονται, τα κρεμασμένα στο λαιμό ή κρατημένα σφιχτά στο χέρι κλειδιά δεν έχουν πια λόγο ύπαρξης και αφήνονται να πέσουν στο έδαφος, αφού δεν έχουν πλέον κλειδωνιά στην οποία να αντιστοιχούν, δεν έχουν πλέον κάτι να ξεκλειδώσουν και να κλειδώσουν. Αυτό που προορίζονταν να προστατεύουν καταστράφηκε, αυτό που προορίζονταν να ανοίγουν αναιρέθηκε.
---
Σε μια σκηνή ένας παπάς και μια γυναίκα μεταφέρουν έναν βαριά τραυματία. Έτσι όπως τον κουβαλάνε, βρίσκονται αντικριστά, τα πρόσωπά τους είναι σχεδόν κολλημένα, και η ένταση με την οποία κοιτάζει ο παπάς τη γυναίκα, δεν μπορείς να είσαι σίγουρος αν προέρχεται μόνο από το σοκ του τρόμου τον οποίο βιώνουν, ή ταυτόχρονα -και σε αντιδιαστολή με όλον αυτόν τον θάνατο γύρω τους- προέρχεται και από το ένστικτο του έρωτα, από την έλξη που νιώθει ένας ζωντανός άντρας για μια ζωντανή γυναίκα απέναντί του, ενώ κουβαλάνε έναν σχεδόν νεκρό. Πόσο μάλλον αν πρόκειται για έναν άντρα που λόγω της ιδιότητάς του κανονικά του απαγορεύεται να έχει ενα γυναικείο πρόσωπο τόσο κοντά του, κανονικά του απαγορεύεται να έχει τις λειτουργίες και τα ένστικτα ενός ζωντανού άντρα.
---
Σε ένα χωράφι με στάχυα, τα μαύρα πουκάμισα του φασισμού, οι μελανοχίτωνες, δίνουν μάχη με τους χωρικούς και τους παρτιζάνους. Ένας πατέρας με τον δεκαπεντάχρονο γιο του ντυμένοι στα ομοιόμορφα μαύρα. Ο δεκαπεντάχρονος ζει το φασισμό σαν άγρια χαρά, τους σκοτωμούς σαν ζωογόνο παιχνίδι. «Θα σας βρούμε. Ξέρουμε ότι κρύβεστε», φωνάζει. Σαν να παίζει ένα πιο εξελιγμένο κρυφτό. Τι ιδεολογία δική του να έχει; Τι άλλο κάνει από το να ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα του; Κι όμως, με όλη τη διεστραμμένη άψη και ροδαλότητά του είναι το πιο τρομακτικό πρόσωπο. Πατέρας και γιος τελικά θα σκαρφαλώσουν να κρυφτούν πάνω σε δέντρα. Οι χωρικοί θα βρουν το γιο. Θα του στρέψουν το όπλο. Θα φωνάξει: «Πατέρα που είσαι;». Αυτός θα απαντήσει: «Εδώ είμαι παιδί μου». Θα τους κατεβάσουν κάτω. Θα εκλιπαρήσει: «Σκοτώστε εμένα, είναι μόνο δέκα πέντε χρονών, είναι μόνο δέκα πέντε χρονών». Θα σκοτώσουν τον γιο. Ο πατέρας θα σφαδάξει από τον πόνο σέρνοντας το κεφάλι του στη γη. «Σκότωσέ τον, λυπήσου τον, δεν βλέπεις πώς υποφέρει», λέει ο ένας χωρικός στον άλλο. Είτε επειδή τον λυπάται, είτε επειδή τον μισεί, είτε επειδή είναι πόλεμος κι αυτός είναι ένας φασίστας που προσπαθούσε μέχρι πριν από λίγο να τους σκοτώσει, τον σκοτώνει.
---
«Η Νύχτα του Σαν Λορέντζο» είναι η νύχτα που πέφτουν τα άστρα και οι ευχές γίνονται πραγματικότητα. Στον πόλεμο οι κανόνες μοιάζουν διαφορετικοί, όλα σχετικοποιούνται, όλα αποκτούν άλλες διαστάσεις. Ένας άντρας κοντά στα γηρατειά, μια γυναίκα κοντά στα γηρατειά. «Νέος ήμουν ερωτευμένος μαζί σου». «Το ξέρω». Ο έρωτας στα χρόνια της πολεμικής χολέρας. Ένα κοινό κρεβάτι. Για μια μόνο νύχτα. Το πρωί έρχονται τα νέα της απελευθέρωσης.
---
Μια μάνα που νανουρίζει το παιδάκι της. Βρισκόμαστε πολλά χρόνια μετά (πιθανότατα στο 1982 που γυρίστηκε η ταινία), η μάνα είναι το εξάχρονο κοριτσάκι που διηγείται την ιστορία του Αυγούστου του 1944 στο δικό της μωρό. Ο ουρανός κρύβει μόνο άστρα και ευχές, δεν κρύβει σύννεφα, δεν κρύβει πόλεμο, δεν κρύβει φασισμό. Το παιδικό δωμάτιο είναι προστατευμένο, είναι σχεδόν ονειρικό. Ωστόσο η μάνα κοιτάζει δεξιά και αριστερά θορυβημένη. Χωρίς προφανή αιτία. Οι μνήμες του πολέμου που μόλις διηγήθηκε; Είναι θορυβημένη για το κακό που έζησε ή για ένα κακό που θα μπορούσε να απειλήσει το παιδί της; Η Ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα ή το κακό επανέρχεται σε κύκλους; 
                                                                                                         (Κείμενο γραμμένο για το ελculture

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 16, 2012

Ένας πάνθηρας και μια μπάλα με καπέλο μωβ

Μια φορά κι έναν καιρό 

ήτανε ένα στρώμα που το λέγανε άσπρο και περπάταγε και βρήκε μετά μια σκούπα και τη ρώτησε πού πας κι αυτή απαντησε πάω στις σκάλες τις βρεμμένες και η μαμά της σκούπας της είπε σου απαγορεύω να πας, αλλά η σκούπα πήγε, δεν άκουσε την μαμά της, γλίστρησε, την κλέψαν, τρελοκομείο, και μετά πήγε το στρώμα κι αυτό στις σκάλες, ούτε αυτό άκουσε τη μαμά του, οπότε πέσαν και τα δυο κάτω και πήγαν φυλακή και έμειναν εκεί τοοοόσες μέρες και μετά είδαν ένα πάνθηρα που τον λέγανε μαύρο, Σωτήρη μαύρο (είπα το όνομά μου), και ο Σωτήρης είπε τι κάνετε εδώ και του απάντησαν ότι είμαστε φυλακή, δεν ακούσαμε τις μαμάδες μας και πήγαμε νοσοκομείο, και μετά τους πήγε ο πάνθηρας στη σαβάνα και μετά τους βρήκε ένας ελεφαντας καλός, ήτανε φιλικός, και πήγαν μαζί στην Ινδία, στην Κυπρο, στην Μαδαγασκάρη, στην κοινωνία, στη Βόρεια Ελλάδα, στη Νότια Αμερική και στο βυθό του μπικίνι, και παντού τους πήγε ο ελέφαντας, αλλά το σπίτι τους ήταν στο δάσος και εκεί υπήρχαν δύο σπιτάκια, ένα δεξιά ένα αριστερά, δεξιά ήταν η σκούπα, αριστερά το στρώμα, και μετά μπήκαν στο σπίτι μέσα και είχε δύο σημάδια, το ένα ήταν εξωγήινο και το άλλο Μπεν Τεν, και μετά βρεθήκανε όλοι σε ένα ποτήρι γεμάτο λαχανικά και ήταν μέσα σε ένα σπίτι με Νότιο Πόλο και τότε έτρεξε ένα άλογο και μια ζέβρα και ένας όρυγας και μετά έγινε σεισμός και εμφανίστηκε ένα πουλί δεινόσαυρος και μία πέτρα και ένας τυραννόσαυρος και μετά φαγωθήκανε και μετά είδαν η σκουπα και το στρώμα τον τυραννόσαυρο και μετά τρέχανε να σωθούν και το πουλί δαγκώνει αυτούς και μετά ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

και τότε ήρθε μια άλλη εποχή

και μια φορά κι έναν καιρό τα μαντιλάκια βρήκανε τη σκούπα και το στρώμα και τη μαμά στρώμα και τον μπαμπά σκούπα και ζήσανε όλοι αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

(Ιστορία υπαγορευμένη από τεσσεραμισάχρονο, με ελαφρύ έντιτινγκ από σαραντάχρονο)

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 13, 2012

Ξεπαραλύοντας

Αντιγράφω αποσπάσματα από το ξεχωριστό αυτό ποστ του Βυτίου: 

«Δεν ήμουν φτιαγμένος για αυτό, θα πεις.


Δεν ήμαστε φτιαγμένοι για να βαδίζουμε ατρόμητοι καταπάνω σε όλα τα ζόρια – λογαριασμοί, απολύσεις, ερημιές, μπάτσοι, φασίστες, βιβλιάρια υγείας. Εμείς υπολογίζαμε ότι θα κλαίγαμε μόνο από έρωτα και εθιμοτυπικά, σε μεγάλες αθλητικές νίκες και επετείους. Άντε πότε πότε κι ένας θάνατος. Εμείς υπολογίζαμε ότι θα διαβάζαμε τους θεωρητικούς για λόγους κουλτούρας και ότι θα τα βάζαμε με την υπερκατανάλωση, την αλλοτρίωση και άλλες έννοιες απ’ τις εκθέσεις ιδεών.


Και όσο αυθεντική αποτύπωση και υποδειγματική συμπύκνωση μιας γενιάς (ή και περισσοτέρων) το βρίσκω, άλλο τόσο αναρωτιέμαι για το αν η τελευταία του παράγραφος («Θα γυρίσεις με ένα θυμό, όλο χαμόγελο, και το τσιγάρο στο στόμα και θα μου πεις, μη φοβάσαι ρε. Από δω και πέρα, δεν είμαστε φτιαγμένοι για να μας παγώνει ο φόβος. Από δω και πέρα είμαστε φτιαγμένοι για να ζήσουμε») βγήκε εξίσου αβίαστα, ή μήπως υπαγορεύτηκε βεβιασμένα από την ανάγκη να μην μας πάρει τελείως από κάτω, από την υποχρέωση να πούμε κάτι εμψυχωτικό, από τον φόβο της παραδοχής της παράδοσης. Δεν θέλω να πω πως η παράδοση θα είναι οριστική και αμετάκλητη. Θέλω ίσως να πω ότι μάλλον βρισκόμαστε ακόμα (αλλά όχι και για πολύ ακόμα) στο στάδιο του «Δεν ήμουν», στο στάδιο που χωνεύουμε το σοκ του τέλους του προηγούμενου κόσμου, παρά στο στάδιο που τον έχουμε αφήσει οριστικά πίσω μας και είμαστε έτοιμοι να πέσουμε γεμάτοι απελπισία κι ελπίδα μαζί στη διαμόρφωση του καινούριου. Με αποτέλεσμα ο καινούριος να διαμορφώνεται ακόμα (αλλά όχι και για πολύ ακόμα) λίγο πολύ ερήμην μας. 

Λίγο πολύ, αλλά όχι εντελώς. Άκουγα το απόγευμα στο ραδιόφωνο την εκπομπή του Βασίλη Κουφόπουλου στον Σκάι. Ήταν στο Πέραμα με τους Γιατρούς του Κόσμου και τον τύπο από τους Αctive Member. Μισό να δω αν υπάρχει λινκ. Υπάρχει. Πιθανόν να διαρκεί για μια μέρα (μέχρι την επόμενη εκπομπή), αλλά μπας και διαβάζει κανείς ποστ μετά την πρώτη του μέρα; Αξίζει να πατήσει κανείς το λινκ και να ακούσει όσα λένε οι άνθρωποι αυτοί (στην έμπρακτη αλληλεγγύη που επιδεικνύουν οργανώσεις σαν τη δική τους, αλλά και άλλα πολύ πιο αυτοσχέδια σχήματα που ξεπηδούν μέσα από την κοινωνία, αναφέρεται άλλωστε το «όχι εντελώς» που είπα παραπάνω), ωστόσο θα ήθελα να σταθώ σε κάτι άλλο: μου φαίνεται τελικά πιο αξιοθαύμαστο ότι ο Κουφόπουλος επιμένει και κάνει τις εκπομπές που κάνει από τη συγκεκριμένη συχνότητα, όπως μου φαίνεται αξιοθαύμαστο ότι στο συμψηφιστικό δρόμο ναζιστών και περιβαλλοντικών διαδηλωτών που έχει πάρει η Καθημερινή, ο Παντελής Μπουκάλας γράφει άρθρα σαν  το χθεσινό και το σημερινό. Άρθρα αυτονόητα ίσως. Αλλά είμαστε στην εποχή που είναι αξιοθαύμαστο να τολμάς να συνεχίζεις να λες το αυτονόητο.

Κλείνω με δυο λινκ. Μια αίτηση για τη Χρυσή Αυγή (κι όποιος εκφράζεται από όσα λέει, ας την υπογράψει) και μια (οκ, όχι πολιτική κίνηση με τη στενή έννοια του όρου, αλλά με την ευρεία ναι) δήλωση για δωρεά οργάνων (όπου όποιος θέλει να γίνει δωρητής, ας την κάνει).

Πάσχει από συνεκτική ιδέα το ποστ, θα πεις. Ίσως. Αλλά ίσως και προσπαθεί να αναιρέσει εν μέρει την ένσταση που διατύπωσα για την κατακλείδα του ποστ του Βυτίου. Μολονότι δηλαδή εξακολουθώ να κατοικώ στο πένθος του «Δεν ήμουν» και μολονότι δεν είμαι έτοιμος να κάνω τα πρώτα βήματα στην μάχη για το νέο κόσμο, κουνάω τουλάχιστον τα δάκτυλα των χεριών και των ποδιών για να δω αν κουνιούνται. Κουνιούνται. Δεν παύω να είμαι ακινητοποιημένος θα πεις. Ναι, έχεις δίκιο. Αλλά κουνιούνται.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 12, 2012

Eρότο


Ι) Βάρος εναντίον Βάρους.
Ξαφνικά μπροστά σου ένας ξένος άνθρωπος: ένας διπλά ξένος· ξένος όχι μόνο με την έννοια του μη μέλους της οικογενείας σου, του φίλου σου ή καν του γνωστού σου, αλλά ξένος και στην εθνικότητα· τριπλά ξένος, ξένος και στην φυλή αφού αυτός είναι ένας νεαρός Κινέζος που ο ταξιτζής τον πετάει έξω από το ταξί του κι εσύ είσαι ένας μεσήλικος Αργεντίνος που ζει την μοναχική ζωή του στο Μπουένος Άιρες και έτυχε να βρίσκεσαι μπροστά στη σκηνή· τετραπλά ξένος, ξένος και στη γλώσσα, αφού δεν έχετε καν μια κοινή γλώσσα να συνεννοηθείτε και να καταλάβετε τι λέει ο ένας στον άλλο, ποιός είναι ο ένας και ποιός ο άλλος, εσύ μιλάς μόνο ισπανικά κι αυτός μόνο κινέζικα. Όσο διατηρεί το στάτους του ξένου, όσο η σχέση μου μαζί του παραμένει σχέση απόστασης, όσο εσύ διατηρείς την ασφάλεια της απόστασης, την συναισθηματική άνεση να λες «δεν με αφορά, δεν είναι δική μου δουλειά», δεν έχεις και καμία προσωπική τύψη, δεν αισθάνεσαι και καμία προσωπική ευθύνη. Δεν γνωρίζω τι γίνεται στο Μπουένος Άιρες από μετανάστες και αστέγους, αλλά αν μιλάμε για την Αθήνα το πολύ πολύ να σε ενοχλεί το φαινόμενο στην ολότητά του, το πολύ πολύ να αισθάνεσαι άσχημα για όλους τους Έλληνες που ζουν στο δρόμο ή για όλους τους αλλοδαπούς που ζητιανεύουν. Αισθάνεσαι άσχημα για κάτι κακό που συμβαίνει έξω από το σπίτι σου, για κάτι που χαλάει τον περίγυρο της ζωής σου, αλλά για κάτι που πάντως δεν είναι μέρος αυτής καθαυτής της δικής σου ζωής. Αυτό δεν ανατρέπεται ούτε καν αν αρχίσεις να βοηθάς, είτε με κριτήρια φιλανθρωπικά είτε με κριτήρια πιο πολιτικής δράσης. Κλονίζεται ίσως σε ένα βαθμό, αλλά η βασική σχέση δεν ανατρέπεται: ο ξένος (συμπατριώτης σου ή μη) παραμένει ξένος, η ζωή σου παραμένει ζωή σου, το σπίτι σου παραμένει σπίτι σου, ακόμα και αν δέχεσαι ότι έχεις ευθύνη να βοηθήσεις, πάντως η ευθύνη σου αυτή δεν είναι προσωπική με την στενή έννοια, το κάνεις επειδή έτσι νιώθεις κι όχι επειδή είσαι υποχρεωμένος.
Από τη στιγμή όμως που εσύ ο Αργεντίνος βάζεις τον Κινέζο σπίτι σου, για μια νύχτα μόνο, η σχέση σου μαζί του αλλάζει διάσταση, η αφηρημένη υποχρέωση φιλανθρωπίας ή σκέτα ανθρωπιάς μετατρέπεται σε εντελώς πρακτική υποχρέωση να μην αφήσεις αυτόν τον άνθρωπο στην τύχη του. Όχι επειδή άρχισες να τον συμπαθείς, όχι επειδή αρχίσες να τον βλέπεις σαν κάποιον που ξέρεις. Αλλά επειδή η ασφάλεια της απόστασης καταλύθηκε και έχεις αρχίσει να νιώθεις υπεύθυνος. Η ευθύνη σου έχει πλέον προσωποποιηθεί. Πλέον είναι απευθείας οι δικές σου πράξεις ή παραλείψεις, αυτό που θα επιλέξεις να κάνεις ή να μην κάνεις, που επιδρούν επάνω στη ζωή του άλλου. Σε μεγάλο μέρος της ταινίας ο Αργεντίνος που έχει σπίτι βλέπει τον Κινέζο που φιλοξενεί σαν βάρος. Είναι ένα βάρος από το οποίο θέλει να απαλλαγεί, αλλά από την άλλη το βάρος της ενοχής του, το βάρος που θα έχει η πράξη στη συνείδησή του είναι μεγαλύτερο.
Το ζήτημα δηλαδή με τον συγκεκριμένο ήρωα της ταινίας, αλλά και με τον κάθε αληθινό άνθρωπο δεν είναι τόσο ηθικό όσο «τεχνικό». Έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε και να δρούμε σαν το σπίτι μας να είναι ένα απαραβίαστο βασίλειο, ένας χώρος που ανήκει μόνο σε μας και όπου εντός των ορίων του αυτό που συνιστά τη ζωή μας έχει κάθε δικαίωμα να είναι αποκομμένο από αυτό που συμβαίνει εκτός των ορίων του, αποκομμένο από αυτό που συνιστά τη ζωή του ανθρώπου που δεν έχει να φάει, αποκομμένο από τη ζωή του σε απόσταση ξένου. Εάν περνούσε ένας νόμος που έλεγε θα βάλεις στο σπίτι σου αναγκαστικά για μια βδομάδα κάποιον άστεγο, ο ίδιος τρόπος σκέψης που μας είχε κάνει να τον θεωρούμε ως τότε κάποιον για τον οποίον δεν είχαμε προσωπική ευθύνη, θα μας έκανε να τον θεωρούμε πλέον κάποιον για τον οποίον είμαστε υπόλογοι. Υπερβάλλω; Αναμφίβολα. Είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας όσα λέω; Αμφιβάλλω.

ΙΙ) Τρελές Αγελάδες.
Ένα αταίριαστο ζευγάρι, ο Ρομπέρτο και ο Τζουν. Ο Ρομπέρτο ζει -ή εν πάση περιπτώσει ζούσε μέχρι την άφιξη του Τζουν- ολομόναχος. Κι όχι επειδή δεν μπορούσε να βρει μια σύντροφο, αλλά επειδή δεν ήθελε. Ο Ρομπέρτο είναι συλλέκτης. Συλλέγει γυάλινα ζωάκια και τα τοποθετεί σε ένα ράφι της τραπεζαρίας του, ένα για κάθε γενέθλια της μητέρας του που πέθανε στη γέννα του. Η αναφορά στον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς είναι προφανής, αφού κι ο Ρομπέρτο έχει σχέση απομόνωσης με τον έξω κόσμο. Έχει ένα μαγαζί με σιδηρικά. Σαν τον μαγαζάτορα στον «Καπνό» που φωτογράφιζε επί δεκαετίες κάθε πρωί τον δρόμο έξω από το μαγαζί του και διατηρούσε άλμπουμ με τις φωτογραφίες της κάθε ημέρας, το χόμπι του Ρομπέρτο -και αυτό που κατεξοχήν τον κάνει συλλέκτη- είναι ότι μαζεύει ό,τι εφημερίδες μπορεί, εφημερίδες όχι μονο αργεντίνικες αλλά και από άλλες ισπανόφωνες χώρες, και ψάχνει να εντοπίσει ειδήσεις εντελώς παράλογες. Ιστορίες σουρεαλιστικές και συνάμα τραγικές. Τον τελευταίο καιρό θα μπορούσε να εντοπίσει αυτήν ας πούμε. Το άλμπουμ του αποτελείται από τα αποκόμματα αυτών των ειδήσεων, οι οποίες επιβεβαιώνουν τη βασική του κοσμοθεωρία, ότι δηλαδή η ζωή είναι μια τεράστια φάρσα που δεν βγάζει νόημα. Για να έχει αυτή τη κοσμοθεωρία, σημαίνει πως κάποιο τραύμα ποτίζει μέσω αυτής. Και το τραύμα του Ρομπέρτο δεν είναι από την πρόσφατη κρίση στην αργεντίνικη Ιστορία, την κρίση της χρεοκοπίας εξαιτίας της οποίας η λέξη Αργεντινή επανέρχεται διαρκώς στο δημόσιο πολιτικό διάλογο, αλλά από την κάπως παλιότερη, από τον πόλεμο των Φόκλαντς. Ο Ρομπέρτο συλλέγει μια ζωή ιστορίες που θα επιβεβαιώσουν το πόρισμα του ότι η ζωή είναι παράλογη και άρα δεν αξίζει να επενδύεις συναισθηματικά επάνω της. Κι όταν ο παραλογισμός και η απιθανότητα έρχονται να τον χτυπήσουν εντελώς στην μούρη, όταν συμβαίνει το πλέον απίθανο πράγμα, λειτουργεί ως σοκ που τον αφυπνίζει. Η μορφή μιας ζωγραφισμένης σε έναν τοίχο αγελάδας να συμβολίζει το παράλογο είναι ίσως η δυνατότερη εικόνα της ταινίας

ΙΙΙ) Συνείδηση: αυτό το τεχνικό πράγμα.
«Η Αγελάδα που έπεσε από τον ουρανό» μοιάζει λιγότερο ψαγμένη και εξελιγμένη σκηνοθετικά και σεναριακά από τις επίσης αργεντίνικες «Μεσοτοιχίες» που προβλήθηκαν στην Ελλάδα πριν λίγο καιρό. Οι αρετές της ταινίας όμως είναι τόσο καίριες, που σε κάνουν να ξεπερνάς τις όποιες σεναριακές ευκολίες και την όποια έλλειψη σκηνοθετικής έμπνευσης, και να στέκεσαι πολύ θετικά απέναντί της. Κατ' αρχάς η ιδέα στην οποία στηρίχθηκε: ένα πραγματικό περιστατικό που το βλέπουμε στους τίτλους του τέλους. Πράγματι μια αγελάδα έπεσε πριν από χρόνια από ελικόπτερο και προσγειώθηκε πάνω σε γιαπωνέζικο αλιευτικό. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Σεμπαστιάν Μπορενζτάιν εντυπωσιάστηκε από το παράλογο που προκύπτει από ένα τόσο σουρεαλιστικό γεγονός και το τίμησε αναπτύσσοντας μια ταινία πάνω του. Δύσκολα ξεχνάει ο θεατής μετά κάτι τόσο σουρεαλιστικό, ξεκινώντας από τον (ελληνικό) τίτλο του έργου, που σε κάνει να θες να μάθεις κατ΄αρχάς δυο πράγματα παραπάνω και κατόπιν να μπεις στη διαδικασία να το δεις. Έπειτα ο πρωταγωνιστής, Ρικάρντο Νταριν (γνωστός μας από το «Μυστικό στα Μάτια της» και τις «Εννέα Βασίλισσες»). Η γυναικα που σε όλη την ταινία προσπαθεί να τον σαγηνεύσει, του λέει σε μια σκηνή ότι έχει ένα βλέμμα «που της κόβει τα γόνατα». Δεν είμαι λόγω φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού αρμόδιος να κρίνω αν αυτό ισχύει σε ερωτικό επίπεδο, σε επίπεδο κινηματογραφικής παρουσίας όμως ο Νταριν γράφει στην οθόνη και μένει στη μνήμη. Τέλος, η βασική, κατά τη γνώμη μου, αρετή της ταινίας, είναι το διακύβευμά της που υποφώσκει σε όλη τη διάρκειά της. Πέραν του κλισέ του στριμμένου μονόχνωτου με τη χρυσή κατά βάθος καρδιά, η ταινία μιλά για μια σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων και θέτει ένα δίλημμα: αν έβαζες στο σπίτι σου ένα βράδυ έναν ξένο, μετά πόσο εύκολα θα τον άφηνες στην τύχη του; Πού αρχίζει και πού τελειώνει η προσωπική μας ευθύνη;. Μάλλον πώς αρχίζει: πώς ένας παντελώς ξένος από το «δεν είναι πρόβλημά μου» μετατρέπεται σε πρόβλημά σου. Πόσο περίεργο πράγμα είναι η συνείδηση.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 11, 2012

Η Σαξές Πεθαίνει Πάντα Τελευταία



Δυο πρόσωπα των ημερών, ο νέος Γενικός Διευθυντής Ενημέρωσης της ΕΡΤ και η απόλυτα πενόμενη ελληνίδα σταρ, σε βίντεο όπου με νοσταλγία μπορεί να χαρεί κανείς τις παλιές καλές ημέρες της ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς.

---
Σε συνέχεια του αποκαλυπτικού ρεπορτάζ τους, τα «Νέα» επανέρχονται αύριο με τις φορολογικές δηλώσεις των Ψυχάρη, Μπόμπολα, Βαρδινογιάννη, Αλαφούζου, Κοντομηνά, Κόκκαλη, Κουρή και πολλών άλλων τρανταχτών ονομάτων της επιχειρηματικής πίστας, αποκαλύπτοντας επίσης το «χρυσό κόλπο» που τους επιτρέπει δια εταιριών (άλλων υπεράκτιων, άλλων πέρα απ' το ποτάμι) και λοιπών επενδυτικών κινήτρων να πληρώνουν πολύ λιγότερη εφορία από ό,τι ο μέσος έλληνας νταβαντζής.
 ---
Αίσθηση εξακολουθεί να προκαλεί το αδυσώπητο «κατηγορώ» του Νίκου Μπίστη κατά του Λάκη Λαζόπουλου. Ειδικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι αν εξαντλήσει κανείς την καλή του θέληση και δεχθεί ότι ο Λαζόπουλος συνεισέφερε με την απερίσκεπτη ρητορική του στην έλευση της Χρυσής Αυγής, η αναλογία στο συνεισφορόμετρο διαμορφώνεται ως εξής: για κάθε μία μονάδα συνεισφοράς  Λαζόπουλου αντιστοιχούν εκατόν μία μονάδες συνεισφοράς Μπίστη, για κάθε μία μονάδα συνεισφοράς τυχόν ισοπεδωτικού λόγου για τις ευθύνες του πολιτικού συστήματος, αντιστοιχούν εκατόν μια μονάδες του ίδιου του πολιτικού συστήματος.
---
Αδιανόητο ατόπημα του Προκόπη Παυλόπουλου, που καταφέρθηκε σήμερα στη Βουλή μόνο κατά των ακροδεξιών ταγμάτων εφόδου, ενώ για τα αντίστοιχα ακροαριστερά στη Χαλκιδική (την ύπαρξη των οποίων επισημαίνει με το καίριο κύριο άρθρο της η σημερινή Καθημερινή) δεν έβγαλε κουβέντα. Αυτή η τακτική της τήρησης άνισων αποστάσεων και της καταδίκης των ταγμάτων εφόδου όχι από οπουδήποτε κι αν προέρχονται, αλλά μόνο αν προέρχονται από τους ναζιστές, πρέπει να τσακιστεί στη ρίζα της. Δεν υπάρχουν μόνο οι ναζιστές, υπάρχουν και όσοι εμποδίζουν τους επενδυτές, κύριε Παυλόπουλε. Το να ξεχωρίζει κανείς τους μεν και να τους διαφοροποιεί από τους δε, δεν μυρίζει αστική δημοκρατία, δεν μυρίζει ευρωπαϊκές αρχές, είναι λαϊκισμός και χάιδεμα αυτιών.
---
Πάμε να κλείσουμε το ποστάκι επιτυχημένα, με ένα πολιτισμικό - δημοσιογραφικό success story. Για τη δημόσια τηλεόραση που όλοι ονειρευόμαστε. Βουλιάξαμε, γι' αυτό αλλάξαμε. Η κρίση δεν αντιμετωπίζεται με μιζέρια αλλά με luxury.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 10, 2012

Το Λόμπι της Σφαγής

Είμαι ένα ανερμάτιστο παραζαλισμένο κοτόπουλο. Είμαι ένα τσουλάκι της Ιστορίας. Είμαι ένας παρατηρητής της Ιστορίας. Είμαι αυτός που βρίσκεται πάντα δυο σελίδες πίσω από το έργο. Όσο οργίζομαι με τη σελίδα οκτώ, η σελίδα δέκα γράφεται. Φτάνω απεγνωσμένος στη σελίδα δέκα και η δώδεκα είναι πια ολοκληρωμένη. Δώδεκα. Η ελπίδα μου κρεμάστηκε. Είδες; Το έριξα στην πλάκα. Ή στην πλάκα θα το ρίχνω ή στην κακομοιριά. Όχι στη δράση. Ακόμα χειρότερα, όχι στην κατανόηση. Δεν με ενδιαφέρει να καταλάβω. Είναι πολύπλοκο πράγμα η κατανόηση. Απαιτεί προσπάθεια διαρκή. Κι ίσως δεν με συμφέρει να καταλάβω. Γιατί αν καταλάβω, θα καταλάβω ότι έφταιξα, ότι έφταιξα πολιτικά, ότι έφταιξα ως πολίτης. Αν καταλάβω θα καταλάβω ότι φταίω και τώρα. Αυτήν την στιγμή. Ειδικά αυτήν τη στιγμή. Ότι φταίω τώρα για όλους τους επόμενους μήνες και χρόνια, που τώρα, αυτή τη στιγμή, διαμορφώνω. Με το να μην σηκώνομαι να δράσω. Και με το να μην κάθομαι να καταλάβω.
Αν σου τη δίνουν όλοι αυτοί που λένε «στα 'λεγα», κακώς σου τη δίνουν. Να σου τη δίνουν όλοι αυτοί που δεν στα 'λεγαν. Εγώ λοιπόν δεν στα ΄λεγα. Γιατί δεν τα ήξερα. Γιατί πάντα έπαιζα τις νότες της σελίδας που η Ιστορία άνοιγε μπροστά μου. Οκ, άλλοι σου τα έλεγαν. Ο Γιαννίτσης και ο Μητσοτάκης από την μία. Οι κομμουνιστές από την άλλη. Παραδόξως είναι ταυτόχρονα δικαιωμένοι. Το ως τώρα σενάριο δικαιώνει τις αφηγήσεις και των μεν και των δε.
Μέχρι πριν ελάχιστους μήνες παίζαμε όλοι το παιχνίδι μνημόνιο. Τώρα το έχουμε αφήσει κάπως στην άκρη (κάπως, γιατί τελείως και να θες δεν γίνεται) και παίζουμε ένα από τα πολλά του απότοκα: το παιχνίδι φασισμός - αντιφασισμός, νεοναζισμός - αντινεοναζισμός. Μετά μπορεί να το αφήσουμε κι αυτό στην άκρη και να παίξουμε ακόμα πιο ακραία παιχνίδια. Επιστρέφοντας απ' τους νεκρούς ο Ανδρέας Λοβέρδος μιλάει στο νέο του βιβλίο για τη «Δημοκρατία της Έκτακτης Ανάγκης». Ο πρωθυπουργικός συνομιλητής Φαήλος Κρανιδιώτης τα λέει κι αυτός, αλλά στο πολύ πιο γλαφυρό, ορίστε πάρτε ένα άρθρο του Συντάγματος για πρόσχημα και καταλύστε το για όσο χρειαστεί.
Και σίγουρα όσο έχουν αμολυθεί τα μαύρα σκυλιά στους δρόμους και αλωνίζουν ολοένα και πιο προκλητικά, ολοένα και πιο ασύστολα, το να γίνει με την οποιαδήποτε αφορμή ένα γενικευμένο μπραφ και να αρχίζουμε να σφάζουμε οι μεν τους δε για κάνα δυο μερόνυχτα, κάθε άλλο παρά με επιστημονική φαντασία μοιάζει πια. Και να μην έρθει τότε η συνταγματικοφανής χουντίτσα να βάλει λίγο τάξη; Να έρθει. Όλοι θα την δεχτούν με αγαλλίαση. Στα Νέα, το Βήμα, την Καθημερινή και το Protagon η άφιξή της θα γίνει δεκτή περισσότερο ως αναγκαίο καλό παρά ως αναγκαίο κακό. Η υπόμνηση πάντως πως θα χρειαστεί η χουντίτσα να έχει σύντομη διάρκεια και να γίνουν σεβαστές οι προβλέψεις του Συντάγματος, θα συνοδεύει κάθε σωστό εντιτόριαλ. Οι ευθύνες θα διαμοιραστούν στη μέση: η παλαβή Αριστερά δια της μεταπολιτευτικής ιδεολογικής της ηγεμονίας μπόλιασε με ανομία το έδαφος, με αποτέλεσμα όταν σε αυτό βγήκαν και τα φυτά του ακροδεξιού χώρου η σύγκρουση να είναι αναπόφευκτη. Καταδικάζαμε τη βία από οπουδήποτε κι αν προέρχεται και δεν μας ακούγατε και μας λοιδορούσατε; Τώρα φάτε τα αποτελέσματά της. Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας θα εκδώσουν καμία γεμάτη ανησυχία και νουθεσίες ανακοίνωση, αλλά, στην Ευρώπη που έχτισαν, το βασικό τους ζητούμενο θα είναι η επίπτωση που θα έχει το νέο καθεστώς στο κοινό μας νόμισμα. Εφόσον βέβαια θα είναι ως τότε ακόμα κοινό μας. Μπορεί πάλι να χρησιμοποιηθεί και ως άλλοθι για να μας πετάξουν έξω. Θα πουλήσουν και δημοκρατία έτσι.
Τίποτα από όλα αυτά δεν θα συμβεί βέβαια, γιατί το είπα και στην αρχή: προσπαθώ να ερμηνεύσω την Ιστορία διαβάζοντας την τωρινή της σελίδα και μόνο. Με τα τωρινά της εργαλεία προβλέπω τα μελλούμενα. Τρίχες λοιπόν προβλέπω. Τα πράγματα εξελίσσονται πάντα με τρόπο διαφορετικό από ό,τι περιμένουμε (εκτός αν είμαστε κομμουνιστές ή νεοφιλελεύθεροι). Όπως όμως και αν εξελιχθούν, το γεγονός παραμένει πως αν η οικονομική κρίση μας βρήκε σε κατάσταση άρνησης μία φορά, η έξοδος των μαύρων σκυλιών στους δρόμους μας βρίσκει σε κατάσταση άρνησης πενήντα.
Από το «Δεν είναι τόσο επικίνδυνοι ώστε να αντιδράσουμε» ως το «Είναι πάρα πολύ επικίνδυνο τώρα πια να αντιδράσουμε» είναι μια αδράνεια δρόμος. Ένας δρόμος μερικών ημερών, βδομάδων, μηνών. Όχι παραπάνω. Και άσχετα με το τι κάνει ο καθένας από μας, η αδράνεια θεσμών, φορέων, κομμάτων -και δη αριστερών κομμάτων- είναι εξίσου και περισσότερο εφιαλτική. Όσο για την αδράνεια του κράτους, θα μπορούσα μέχρι πρότινος να δεχτώ -και να υπερασπιστώ ακόμη- την άποψη περί ανεκτικότητας της δημοκρατίας (ανεκτικότητας ίσως μαζοχιστικής, ίσως όμως και ενδεικτικής του ανώτερου ήθους της ως πολιτεύματος). Πλέον είναι προφανές πως τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά με τα οποία αντιμετωπίζει όσους φορούν κουκούλες και όσους βάζουν γκαζάκια από την μία, κι όσους μαχαιρώνουν και τραμπουκίζουν με την ελληνική σημαία στο χέρι ως όπλο από την άλλη, είναι ενδεικτική άλλων πραγμάτων. Θα μπορούσε η Χρυσή Αυγή να είχε βγει εγκαίρως εκτός νόμου, με το εγκαίρως να είναι ας πούμε, αν όχι από παλιότερα, πάντως σε έσχατη λύση όταν τα γκάλοπ άρχισαν να δείχνουν πως μπαίνει στη Βουλή; Θα μπορούσε. Καλή θέληση να υπήρχε και θα μπορούσε. Από τα σώματα ασφαλείας τουλάχιστον -η δράση των οποίων καθορίζει και σε μεγάλο βαθμό το ποιό έγκλημα εξιχνιάζεται και ποιό όχι- μόνο τέτοια θέληση δεν έχει επιδειχθεί. Οι δεσμοί άλλωστε ένστολου κράτους και δήθεν αντισυστημικού παρακράτους είναι εντονότατοι. Μπορεί να φανταστεί κανείς αντίστοιχη ακροαριστερή οργάνωση που θα είχε τέτοιο παρελθόν καταγεγραμμένης βίας και η οποία θα είχε την αντιμετώπιση νόμιμου πολιτικού κόμματος; Όχι. Ναι, αλλά δεν θα ωρυόταν η ΧΑ αν την απέκλειαν απ΄ τις εκλογές; Θα ωρυόταν. Αλλά θα ωρυόταν μια ιστορία που ως τότε αφορούσε λίγους. Που εν πάση περιπτώσει το πόσους πολλούς αφορούσε πλέον στην Ελλάδα που έσωσε ο Γιώργος Παπανδρέου δεν θα είχαμε την ευκαιρία να το μάθουμε. Αλλά τελικά δεν μας ενοχλούσε και τόσο να το μάθουμε. Και όχι, δεν τα βάζω με την αφορμή, αντί για την αιτία. Γιατί πέραν του πόσο φασίστας είναι ο καθένας, έχει τεράστια σημασία το αν του απενοχοποιείς τον φασισμό ως θεωρία και πράξη, έχει τεράστια σημασία το αν του λες, οκ ανερμάτιστε απολιτίκ καταναλωτή, είναι κι αυτή μια επιλογή σου, θεμιτή προς πολιτική κατανάλωση όπως όλες οι άλλες.
Αντιγράφω από έναν καλό φίλο: «όσο δεν κατανοούμε ότι και "η ερμηνεία και η ανάλυση" είναι οι ίδιες καταστατικές μιας κοινωνικής συνθήκης - επομένως οφείλουν να ανακαλύπτουν τη συγχρονικότητα του λόγου τους αλλά και να δημιουργούν το αύριο, θα παραμένουμε εγκλωβισμένοι σε βολικά παραμύθια που εξηγούν τα πάντα αλλά δεν αλλάζουν τίποτα». Ίσως δηλαδή όλη αυτή η μεμψιμοιρία και ο πεσιμισμός να λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Ίσως όσο μιλάμε για το ενδεχόμενο να έχουμε νεκρούς στους δρόμους, πολιτειακές εκτροπές κλπ, αντί να προειδοποιούμε, να συνεισφέρουμε στη δημιουργία ενός χειρότερου αύριο. Ωστόσο δεν μπορούμε νομίζω και να συνεχίσουμε να καμωνόμαστε ότι είναι υπερβολικό να ασχολούμαστε τόσο με τα τάγματα εφόδου.
Μέσα στα πάρα πολλά πράγματα για τα οποία ντρέπομαι στη ζωή μου, εξέχουσα θέση καταλαμβάνει πια ότι «επί των ημερών μου», ότι «στη βάρδια μου», οι φασίστες βγήκαν και βρώμισαν τη ζωή μας και την Ιστορία μας. Είναι επιτακτική ανάγκη να πολεμηθεί η ιδεολογία τους και οι πρακτικές τους. Είναι ήδη αργά. Ας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μην είναι πολύ αργά.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 05, 2012

Aπ' την Ουτόγια στην Ορόρα

 Ι) Τhat innocent and hopeful place

Μετά τη σφαγή της 20ης Ιουλίου στην Ορόρα του Κολοράντο, όπου ένας ένοπλος μασκοφόρος μπήκε στην πρεμίέρα του “Τhe Dark Knight Rises και άρχισε να πυροβολεί, σκοτώνοντας τελικά 12 θεατές και τραυματίζοντας άλλους 58, ο Κρίστοφερ Νόλαν δήλωσε: «Πιστεύω ότι οι ταινίες είναι μια από τις κορυφαίες μορφές της Αμερικάνικης τέχνης και ότι η κοινή εμπειρία του να βλέπουμε μια ταινία να ξεδιπλώνεται στην οθόνη είναι ένας σημαντικός και ευχάριστος τρόπος να περνάς την ώρα σου. Οι κινηματογραφικές αίθουσες είναι το σπίτι μου και η σκέψη πως κάποιος θα παραβίαζε, με έναν τόσο ανυπόφορα άγριο τρόπο, αυτό το αθώο και γεμάτο ελπίδα μέρος, με ισοπεδώνει».
Μέχρι πριν λίγα χρόνια θα προσυπέγραφα με τα χίλια αυτήν, ή κάθε παρόμοια δήλωση. Ωστόσο πλέον αμφιβάλλω για το πόσο σκέτα «αθώο» και πόσο σκέτα «γεμάτο ελπίδα μέρος» είναι οι αίθουσες που προβάλλουν αυτό το είδος του αμερικάνικου κινηματογράφου. Είδος το οποίο, για να μην παρεξηγούμαι, εξακολουθώ να αγαπώ, όχι στη συνήθη μπλοκμπάστερ εκδοχή του, αλλά στην ποιοτική, την αλα Νόλαν, εκδοχή του, όπως κατ' εξοχήν αυτή εκπροσωπείται από την τριλογία του Σκοτεινού Ιππότη. Φυσικά και δεν θέλω να πω ότι κάποιος αρχίζει να σκοτώνει επειδή απλώς κατάναλωσε στη ζωή του πάρα πολλές ταινίες με σκοτωμούς και εκρήξεις. Θέλω όμως να πω πως τελικά και αυτού του είδους το σινεμά αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι του παζλ της αμερικάνικης κουλτούρας, η οποία παράγει τις τελευταίες δεκαετίες κατά συρροή μοναχικούς λαλημένους δολοφόνους, που ζώνονται μια ωραία μέρα μερικά όπλα και εκτελούν όποιον βρουν μπροστά τους. Aυτό φυσικά δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση πως το κύριο πολιτικό ζήτημα είναι η οπλοκατοχή. Η οπλοκατοχή κάνει την τεράστια διαφορά, αλλά το να αποκλείουμε εντελώς από τη συζήτηση το πόσο αυτή η εξοικείωση με τη βία ως θέαμα μπορεί να έχει και τέτοιου είδους παρενέργειες, μου φαίνεται λάθος. 
20 Ιουλίου του 2012 η σφαγή στην Ορόρα, 22 Ιουλίου του 2011 η σφαγή στην Ουτόγια της Νορβηγίας από τον Μπρέιβικ. Στην Ευρώπη ένας άνθρωπος σκοτώνει με πολιτικά κίνητρα, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής εξακολουθούν να σκοτώνουν πιο τυφλά, σκοτώνουν παριστάνοντας κινηματογραφικούς κακούς. Τι είναι εφιαλτικότερο να είσαι; Ρατσιστής με απεχθή ατζέντα ή ο Τζόκερ; Ο μιμητισμός, η αλλοτρίωση, η μοναχικότητα, υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία στις μαζικές δολοφονίες στις ΗΠΑ, που αν έχουν κάτι πολιτικό είναι ακριβώς η μη διατύπωση πολιτικών θέσεων: η ατζέντα των δολοφόνων είναι ατομική. Παίρνω τα όπλα μου και δολοφονώ. Βάφω και τα μαλλιά μου σαν τον Τζόκερ. Ίσως στις ΗΠΑ η πολιτική στο επίπεδο που την αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι άνθρωποι είναι διαχείριση, κάτι που δεν αφορά πάντως ριζικές αλλαγές στη ζωή τους, αφού το σύστημα είναι ένα και αναμφισβήτητο. Ίσως στις ΗΠΑ η εικονικότητα είναι μια βασική πολιτική τους πραγματικότητα. Ίσως λοιπόν η αίθουσα ενός κινηματογράφου να μην παραβιάζεται και τόσο βάναυσα από έναν αληθινό ένοπλο μασκοφόρο. Αυτό που οι θεατές θα έβλεπαν στην οθόνη δεν διαφέρει τόσο από αυτό που τους έτυχε στην αίθουσα. Βέβαια ο Μπάτμαν δεν σκοτώνει. Αλλά για αυτό υπάρχει και ο Τζόκερ.
ΙΙ) Στους καιρούς του 99% 
 
Η Αν Χάθαγουέι ενώ χορεύει με τον Κρίστιαν Μπέιλ του ψιθυρίζει στο αυτί: «Η καταιγίδα έρχεται, κύριε Γουέιν. Εσύ και οι φίλοι σου προετοιμαστείτε για αυτό που έρχεται, γιατί όταν ξεσπάσει θα αναρωτιέστε πώς είχατε πιστέψει ως τώρα, ότι θα έχετε τη δυνατότητα να ζείτε τόσο πολυτελώς, αφήνοντας τόσα λίγα για όλους εμάς τους υπόλοιπους». Οι αδελφοί Νόλαν άρχισαν να σχεδιάζουν την ταινία πριν το κίνημα Οccupy, πριν καν κι από το κραχ του 2008. Η «Ιστορία Δύο Πόλεων» υπήρξε σημαντική πηγή αναφοράς για την ταινία. Σε ένα από τα πολλά φινάλε της -αλλά όχι στο τελευταίο- ο Γκάρι Όλντμαν διαβάζει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Ντίκενς: «Βλέπω μια όμορφη πόλη με σπουδαίους ανθρώπους να βγαίνουν από αυτήν την άβυσσο. Βλέπω τους ανθρώπους για τις οποίους έδωσα τη ζωή μου, να ζουν ειρηνικά, ωφέλιμα, να ευημερούν και να είναι ευτυχισμένοι». Η Γαλλική επανάσταση και η περίοδος της τρομοκρατίας δίνουν τη θέση τους στο χάος που επικρατεί στη Γκόθαμ (που είναι φτυστή η Νέα Υόρκη). Το χρηματιστήριο καταλαμβάνεται κυριολεκτικά, μόνο που αυτό συμβαίνει από τον κακό της ταινίας. Ο Μπέιν μιλάει στο όνομα των καταπιεσμένων και του απλού λαού. Απελευθερώνει τους φυλακισμένους, κλείνει τους αστυνομικούς στους υπονόμους. Λέει ότι ένας από εσάς, ένας απλός πολίτης θα πυροδοτήσει τη πυρηνική βόμβα. Παρωδίες δικαστηρίων που καταδικάζουν χωρίς καν συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς καθόλου διαδικασίες, απλώς σου λένε να επιλέξεις την ποινή σου. Δεν είμαι όμως καθόλου σίγουρος πόσο βάσιμες είναι οι ενστάσεις πως ο Νόλαν θέλει να ενστερνιστεί τις κατηγορίες του Tea Party εναντίον του κινήματος Occupy. Γνώμη μου δηλαδή είναι πως αν έχει κάποια πολιτική αξία η ταινία δεν είναι στο πώς αναπτύσσει την ιδέα της κατάληψης της Γκόθαμ από τον Μπέιν και τους άντρες του. Ο Νόλαν δεν είχε την πρόθεση να μετατρέψει την τριλογία του σε πολιτική αλληγορία. Για μένα περισσότερο σημασία από την ανάπτυξη της ιδέας, έχει ακριβώς ότι τίθεται το θέμα της Αμερικής του 99% εναντίον αυτής του 1%. Για μένα δηλαδή το σημαντικό είναι το μήνυμα που υπάρχει στον αληθινό αέρα και αποτυπώνεται στον κινηματογραφικό, ένα μήνυμα που αρχίζουμε να συναντάμε με αρκετή πια συχνότητα σε μέινστριμ ταινίες.

ΙΙΙ) Το γερασμένο πρόσωπο
Αν θέλει πάντως κανείς να μιλήσει για την ταινία ως σινεμά, δεν μπορεί παρά να πει ότι είναι σπουδαίο σινεμά και πως ο Νόλαν είναι ένας από τους πιο συναρπαστικούς σκηνοθέτες της εποχής μας, ένας συναρπαστικός αφηγητής κινηματογραφικών ιστοριών. Όντας τόσο ενεργά ανεμεμειγμένος στα σενάρια των ταινιών του, φτιάχνει πολύπλοκες ιστορίες και τις σκηνοθετεί εξίσου πολύπλοκα, εξίσου πυκνά. Η τριλογία του σκοτεινού του ιππότη σημαδεύει ανεξίτηλα τις ταινίες υπερηρώων, κάνοντας τις υπόλοιπες να μοιάζουν παιδιάστικες. Ίσως η ταινία που κλείνει την τριλογία να υστερεί λίγο σε σύγκριση από τη δεύτερη, όπως και ο Μπέιν από τον Τζόκερ, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι ξεχωριστή ταινία, όπως κι ο Μπέιν σπουδαίος κακός. Το Dark Knight Rises δεν είναι μια ταινία για να συγκινηθείς, αλλά στη μοναδική ίσως σκηνή της που σε καλεί να συγκινηθείς, συγκινείσαι απροσδόκητα: όταν ο Άλφρεντ του Μάικλ Κέιν παρακαλεί τον κύριό του να μη σκοτωθεί και του λέει ότι απέτυχε να τον προστατέψει όπως θα ήθελε, δεν ξέρεις αν συγκινείσαι περισσότερο από την ερμηνεία του Μάικλ Κέιν ή από το πώς αυτή καταγράφεται στο καταγερασμένο πρόσωπό του.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2012

Και Unfollow στους καφενέδες τα παλικάρια να κερνάς

Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες τρεις του Σεπτέμβρη να κυκλοφοράς. Η Σοφία Γιαννακά πήρε πρωί πρωί το ένατο τεύχος του περιοδικού, το βρήκε ανανεωμένο σε εμφάνιση και ύλη, στάθηκε στις νέες στήλες του Γιάννη Χάρη και του Νικόλα Σεβαστάκη, ξεζούμισε το πλούσιο περιεχόμενό του, και όταν προς έκπληξή της είδε ότι ο τύπος στο εξώφυλλο δεν είναι ο Τεν Τεν αλλά ο Αλέξης Τσίπρας, διάβασε με προσοχή την συνέντευξή του.  
Ένα απόσπασμα της συνέντευξης στριφογύριζε στο κεφάλι της: «Πρέπει να αλλάξουν όμως πολλά και στην αντίληψη που έχει ο κόσμος για το πώς θα βγούμε από την κρίση. Διότι εγώ βλέπω ότι υπάρχει μια βεβαιότητα στον κόσμο ότι ερχόμαστε εμείς κι ένα κύμα το οποίο διευρύνεται - αλλά σε μια λογική ανάθεσης. Μου λένε, για παράδειγμα, «άντε, τώρα που καταλάβαμε ότι μας κοροϊδεύανε, να έρθεις εσύ να μας σώσεις». Σου αναθέτω την εργολαβία να μας σώσεις. Εγώ θα κάθομαι στον καναπέ. Εσύ να μας σώσεις. Αυτή είναι η λογική της ανάθεσης. Αυτό είναι τελείως λάθος κι αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα για μας. Ν' αλλάξουμε αυτήν τη νοοτροπία του κόσμου».   
Η Σοφία έκλεισε το περιοδικό, σηκώθηκε από τον καναπέ της και αντί να πάει να αντικρίσει τον νέο ήλιο του ΠΑΣΟΚ με τις «επτά αδρές και στέρεες ακτίνες», που ο Βαγγέλης ο Βενιζέλος θέλει «να λειτουργήσουν ως βάσεις για την ανασύσταση της παράταξης», πήγε να ακούσει την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα. Ξέρει κι η ίδια ότι δεν θα μας σώσει αυτός και ότι το θέμα είναι τι θα κάνει εκείνη και ο καθένας από μας.
Εκείνο που θα κάνω εγώ προσωπικά πάντως, είναι πως αν δεν σταματήσει αυτή η φαιδρή παλαιοπασοκολαγνεία, όπως κατεξοχήν σημειολογείται με εκδηλώσεις σαν την αποψινή, και κυρίως αν δεν ξεβραστούν με τον πλέον εμφατικό τρόπο πολιτικά ρετάλια τύπου Γιαννακά, θα προσπεράσω τη λογική της ανάθεσης και θα περάσω απευθείας στη λογική του αναθέματος.
Προεκλογικά δικαιολογούνται ίσως κάποιες εκπτώσεις. Εκδηλώσεις σαν τη αποψινή δεν συνιστούν έκπτωση αλλά εκδήλωση τρελής χαράς.
Και κάπως έτσι ένα ποστάκι που κανονικά θα διαφήμιζε το νέο τεύχος του περιοδικού μετατράπηκε σε what the fuck. Αλλά είμαι αυθόρμητο παιδί, αυτό είναι το μεγάλο μου ελάττωμα. Μαζί με την ειλικρίνεια, τη γενναιοδωρία και τη δοτικότητα.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 03, 2012

Περιφθόνηση

Έχουμε δηλαδή αυτόν τον μηχανισμό μέσα στο κεφάλι μας και δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να σκεφτόμαστε, σκεφτόμαστε, σκεφτόμαστε, και προσπαθούμε να χαρτογραφήσουμε το χάος, προσπαθούμε να δούμε αν οι χάρτες που μας παρέδωσαν αποτυπώνουν την πραγματικότητα ή μια πλάνη, προσπαθούμε να καταλάβουμε τι επιτέλους είναι τι, ποιό κριτήριο υπερισχύει ποιού, πού ακριβώς βρίσκεται το νόημα και η αξία, προσπαθούμε να καταλάβουμε με τι τρόπο πρέπει να ζούμε τη ζωή μας, προσπαθούμε να καταλάβουμε για τι από όλα αυτά αξίζει να παλεύουμε, για τι από όλα αυτά αξίζει να παραιτούμαστε, τι από όλα αυτά αξίζει να συγχωρούμε, τι από όλα αυτά πρέπει να τιμωρούμε, 
έχουμε δηλαδή αυτόν τον μηχανισμό μέσα στο κεφάλι μας και είναι ο ίδιος μηχανισμός με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο αλλά και τον εαυτό μας, είναι ο ίδιος μηχανισμός που μας λέει από εδώ αρχίζεις και εδώ τελειώνεις, ως εδώ είσαι εγώ, το παραπέρα είναι το έξω από σένα, είναι ο ίδιος μηχανισμός με τον οποίο καλούμαστε να εξερευνήσουμε τόσο εμάς τους ίδιους όσο και το έξω από εμάς, ο ίδιος μηχανισμός με τον οποίο πρέπει κατά τη διάρκεια της ζωής που ζούμε και να καταλαβαίνουμε τι παίζεται και να παίζουμε ακόρντινγκλι. Ταυτόχρονα.
Το οποίο μάλλον δεν γίνεται. 
Ή θα αφιερώσεις τη ζωή σου προσπαθώντας να καταλάβεις τι γυρεύεις εδώ, ποιός ακριβώς είσαι, και τι ρόλο βαράνε σε αυτό ακριβώς που είσαι ένα σωρό παράγοντες, όπως ο χρόνος που γεννήθηκες, ο τόπος που γεννήθηκες, ο τρόπος που μεγάλωσες, οι συμπτώσεις που συνάντησες στην πορεία, προσπαθώντας να ανιχνεύσεις εκτός από το μυστήριο του δικού σου εαυτού το μυστήριο των άλλων ανθρώπων, προσπαθώντας να καταλάβεις ποιός είναι ο ιδεατός τρόπος αλληλεπίδρασης του δικού σου αληθινού εαυτού με τους άλλους μυστηριώδεις και αμφιβόλου τελικής ανιχνευσιμότητας εαυτούς, προσπαθώντας να καταλάβεις ποιός είναι ο ιδεατός τρόπος επίδρασης του δικού σου εαυτού στον κόσμο στον οποίο του έτυχε να ζήσει,
ή θα αφιερώσεις τη ζωή σου στο να δρας, να προχωράς, να παρεμβαίνεις, να εξελίσσεσαι, να κατατάσσεσαι (με την έννοια του να σε κατατάσσουν, να ξέρουν όχι πού ανήκεις αλλά βασικά τι ακριβώς είσαι εσύ στη ζωή σου, τι είναι ακριβώς αυτό που κάνεις, πώς ακριβώς να σε ονομάσουν, σε ποιά από τις παραδεδομένες και παραδεκτές κατηγορίες του χάρτη ανήκεις).
Αλλά πώς μπορείς να ξέρεις τι ακριβώς είσαι εσύ στη ζωή σου, πώς θα μπορούσες ποτέ να ξέρεις, σιγά μην ξέρεις, σκέφτεσαι, εκπλήσσεσαι, δεν παύεις να εκπλήσσεσαι, άλλοτε με εσένα, άλλοτε με τους άλλους, τους άλλους που ξέρουν τι ακριβώς είναι στη ζωή τους, που το έχουν καταταγμένο και αδιαμφισβήτητο, τους άλλους που η δική σου εκκρεμότητα δεν παύει να τους ξενίζει, είτε ως πολυτέλεια είτε ως παραίτηση, τους άλλους που μπροστά στη δική σου εκκρεμότητα δεν παύουν να κοντοστέκονται, άλλοτε με φθόνο κι άλλοτε με περιφρόνηση.
Προσπαθείς να καταλάβεις πώς λειτουργείς. Εσύ, οι άλλοι, ο κόσμος. Δεν τα καταφέρνεις. Δεν προσπαθείς αρκετά. Η ίδια η έννοια της προσπάθειας έχει ίσως κάτι το μάταιο μέσα της. Αμφισβητείς την αυταξία της. Αμφισβητείς την απόλυτη αλήθειά της. Ίσως για να καταλάβεις κάτι, για να μάθεις κάτι, για να γευτείς κάτι, δεν πρέπει να προσπαθήσεις να το κατακτήσεις. Προσπαθείς επειδή είσαι σίγουρος ότι αν η προσπάθειά σου ευοδωθεί, θα αξίζει τον κόπο. Αλλά πώς μπορείς να είσαι σίγουρος; Πώς μπορείς να ξέρεις πως όλος ο χρόνος που θα σπαταλήσεις σε αυτήν δεν είναι χρόνος που θα μπορούσε να είχε αξιοποιηθεί απολαμβάνοντας το μέγιστο ίσως αγαθό, την έλλειψη σκοτούρας, την άκοπη δηλαδή απόλαυση αυτού του ίδιου χρόνου;
Και πόσο πιο ασυνάρτητο μπορεί να γίνει ένα ποστ για να δείξω πως δεν προσπαθώ να θεωρητικοποιήσω την μη δράση και την παραίτηση, για να δείξω πως, όπως και με το αμέσως προηγούμενο, έτσι και με αυτό, δεν προσπαθώ να εξάγω κανένα συμπέρασμα για το πώς πρέπει να φερθεί κανείς σήμερα, αλλά προσπαθώ μόνο να πω πώς νιώθει ο υποφαινόμενος κανείς σήμερα. Αλλά και πολλές από τις άλλες ημέρες.