Σάββατο, Οκτωβρίου 31, 2009

The end of reproductive art

Ο Κόπολα είπε ότι πιστεύει πως το μέλλον του σινεμά θα είναι διαδραστικό, πως οι ταινίες θα πάψουν δηλαδή να έχουν μια παγιωμένη και κοινή για τον κάθε θεατή μορφή, μια μορφή που αναπαράγεται και άρα υπόκειται και σε «πειρατεία»,
και πως η προβολή μιας ταινίας μπορεί να έρθει πολύ πιο κοντά στην παρακολούθηση μιας θεατρικής παράστασης ή μιας συναυλίας, υπό την έννοια ότι αυτές είναι κάθε φορά περισσότερο ή λιγότερο διαφορετικές.
Το πώς ακριβώς θα γίνεται η επέμβαση στο σώμα της ταινίας δεν μπορώ να πω ότι το κατάλαβα, όπως δεν κατάλαβα και πόσο πρακτικό θα είναι ο σκηνοθέτης να πειράζει την ταινία του την ώρα της προβολής της επιλέγοντας την άλφα ή τη βήτα εκδοχή της, ανάλογα με τις αντιδράσεις του κοινού.
Κατάλαβα πάντως ότι προφήτεψε ή οραματίστηκε ένα μέλλον που το κινηματογραφικό έργο θα είναι ρευστό κι εξαρτημένο από τον θεατή του.
Μα γίνονται αυτά τα πράγματα;
Το «γίνονται» έχει πάντα δυο σκέλη: το της τεχνολογικής δυνατότητας και το της οικονομικής βιωσιμότητας.
Μα θα είναι ωραίο να γίνουν αυτά τα πράγματα;
Ποιός μπορεί να ξέρει αν δεν τα δει πρώτα;
Μα δεν πρέπει τελικά να υπάρχει σιγουριά στη τέχνη; Ότι το έργο είναι αυτό και ότι δεν θα υπάρχουν πολλαπλές δυνατότητές του (όχι πολλαπλές δυνατότητες υποκειμενικής ερμηνείας πάνω στο ίδιο αντικειμενικά έργο, αλλά πλέον πολλαπλές εκδοχές του ίδιου του έργου); Και ποιός θα ξεβολευόταν έτσι περισσότερο; Ο θεατής, ο κριτικός ή ο ίδιος ο δημιουργός;

Παρασκευή, Οκτωβρίου 30, 2009

Η απόφαση του Σωκράτη Κόκκαλη να μην κάνει μια ακόμα ένσταση και να μην πάρει ένα ακόμα παιχνίδι (κι ίσως και έναν ακόμα τίτλο) στα χαρτιά, δυο αναγνώσεις θα μπορούσε να έχει: την αρνητική, βάσει της οποίας, πρόκειται για μια ακόμα κραυγαλέα ανακολουθία, αντίφαση, κωλοτούμπα και την θετική, βάσει της οποίας ομολογεί -έστω σιωπηρά- πως την προηγούμενη φορά έκανε λάθος.
Υπάρχει όμως και η τρίτη, η δημοσιογραφική προσέγγιση, βάσει της οποίας ο Πρόεδρος και τότε και τώρα έκανε το σωστό.
Κάπου εδώ η κοινή λογική πάει περίπατο κι εγώ -έχοντας γράψει το χιλιοστό αντιολυμπιακό ποστ- πάω να δω τον Κόπολα λάιβ.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 29, 2009

Νοthing gets between me and my AK


O Tσε, ο Μαρξ κι ο Άρης φεύγουν, ο Ορντέλ κι ο Γιούρι έρχονται.
---
---
---

Τρίτη, Οκτωβρίου 27, 2009

«Αυτό είναι το σωστό»


Ο δημιουργός του «Κυνόδοντα», Γιώργος Λάνθιμος, επαναλαμβάνει στις συνεντεύξεις του πως η ταινία του είναι «ανοικτή», ώστε να αφήνει τον θεατή να δίνει τις δικές του απαντήσεις. Στη θεωρία ωραία κι εύκολα είναι όλα αυτά. Και της μόδας. Πρέπει να δει όμως κανείς την ταινία για αντιληφθεί πόσο πολύ τα εννοεί, αφού δεν υποκύπτει ποτέ στον πειρασμό να πάρει θέση και να σε επηρεάσει συναισθηματικά. Και πρέπει να είναι κανείς πάρα πολύ συνειδητοποιημένος ως προς το έργο που θέλει να φτιάξει, ώστε να μην κρίνει τους ήρωές του: Ένα ζευγάρι έχει κρατήσει τα τρία του παιδιά (ηλικίας ήδη γύρω στα 25) εντελώς αποκομμένα από τον έξω κόσμο. Όλος ο κόσμος που έχουν ποτέ γνωρίσει είναι το σπίτι τους. Δεν έχουν δει καν εικόνες του έξω κόσμου. Το ζευγάρι έχει διδάξει στα παιδιά πως θα είναι έτοιμα να βγουν από το σπίτι μόνο όταν τους πέσει ο κυνόδοντας («ο αριστερός ή ο δεξιός, δεν έχει σημασία»).
Και για αυτό ακριβώς είναι και η ταινία γυμνή από μουσική (χρησιμοποιούνται μόνο ελάχιστα τραγούδια, κι αυτά όχι ως μουσική υπόκρουση έξω από την πραγματικότητα των ηρώων, αλλά ως κομμάτι της): επειδή στο σινεμά η μουσική είτε έτσι είτε αλλιώς είναι σχόλιο. Σε καλεί να συγκινηθείς, σου υπαγορεύει πώς να νιώσεις. Ακόμα και στις περιπτώσεις ταινιών που η μουσική χρησιμοποιείται αντιστικτικά, πάλι για «απ’ έξω» επέμβαση στο συναίσθημά σου πρόκειται.
Στον «Κυνόδοντα» εναπόκειται σε σένα –δίχως την παραμικρή σκηνοθετική, σεναριακή, μουσική ή δια του μοντάζ υπόδειξη- να κρίνεις ό,τι είναι να κρίνεις και να σκανδαλιστείς απ’ ό,τι είναι να σκανδαλιστείς. Οι ήρωές του πάντως δεν σκανδαλίζονται από την αιμομιξία, αλλά από μια λαθραία βιντεοκασέτα του «Ρόκι». Γιατί ο «Ρόκι» δείχνει εικόνες ενός άλλου κόσμου, ενώ το σώμα του συγγενή δεν παύει να είναι τμήμα του ήδη γνωστού.
Αν η οικουμενική συνθήκη όλων των οικογενειών είναι ότι οι γονείς προσπαθούν να επεμβαίνουν, ώστε ο έξω κόσμος να επηρεάσει τα παιδιά τους όσο το δυνατόν αργότερα κι όσο το δυνατόν λιγότερο, η συνθήκη της ελληνικής οικογένειας είναι πολύ πιο παρεμβατική από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Ο «Κυνόδοντας» δεν κάνει τίποτα άλλο από το να τραβά αυτή την συνθήκη ως τα άκρα της. Ως τα τόσο μεγάλα άκρα της που καθίσταται από κάθε έννοια αφύσικη. Κι όταν εσύ, ως θεατής, έρχεσαι αντιμέτωπος με έναν αφύσικα ακραίο κόσμο, έχεις δυο επιλογές: είτε να δεις αυτή την κατάσταση σε αντιδιαστολή με τη νορμάλ δική σου και να επαναπαυθείς, είτε, αντίθετα, να σε βοηθήσει αυτή η υπερβολική κατάσταση να φωτίσεις λίγο καλύτερα τη δική σου.
Παράδειγμα: ο πατέρας σκίζει τα ρούχα του και βάφεται με κόκκινη μπογιά. Παριστάνει ότι του επιτέθηκαν προκειμένου να πουλήσει στα παιδιά του ένα ακόμα παραμύθι. Και αναρωτιέσαι: είναι τελικά τόσο ακραία η σκηνή; Πόσες φορές δεν έχει τύχει γονείς να ορκιστούν κάτι –διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους- προκειμένου να διαφυλάξουν την εικόνα τους ή να προστατεύσουν τα παιδιά τους από μια επικίνδυνη πληροφορία; Αντίστοιχα, πόσο πολύ απέχει το «σε προστατεύω από κάθε επαφή με τον έξω κόσμο», από το «σε προστατεύω από τον έξω κόσμο βρίσκοντάς σου με μέσο δουλειά»; Πόσο πολύ απέχει το «σου φέρνω γυναίκα στο σπίτι να ξεδώσεις», από το «έχω λόγο για το ποιος είναι το ταίρι σου»; Πόσο πολύ απέχει το «σου λέω πως θάλασσα ονομάζεται η πολυθρόνα στο σαλόνι», από το «σου λέω πως η τάδε συμπεριφορά ονομάζεται εντιμότητα ή, αντίθετα, ηλιθιότητα»;
Κι αν θελήσουμε να δούμε κι από άλλη ευρύτερα μεταφορική σκοπιά την ταινία, μας παρουσιάζει τις πρώτες ύλες με τις οποίες ασκείται η εξουσία: εξουσία σημαίνει να ορίζεις τους κανόνες του παιχνιδιού, να ορίζεις την έννοια των λέξεων, να ορίζεις ως που επιτρέπεται να κινηθεί ο εξουσιαζόμενος, να τρομοκρατείς, να παραπλανείς, να επιβραβεύεις, να τιμωρείς, να δημιουργείς συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ αυτών που εξουσιάζεις, να τους επιβάλλεσαι όχι τόσο σωματικά όσο πνευματικά, ώστε να σε υπακούν «με τη θέλησή τους».
Σε μια κεντρικής σημασίας σκηνή, ο πατέρας λέει στη μάνα ότι πρέπει να αφήσουν το γιο τους να διαλέξει ανάμεσα στις δύο δυνατότητες που του έχουν απομείνει. «Αυτό είναι το σωστό», συμπληρώνει. Ο «Κυνόδοντας» δεν είναι ένας κόσμος όπου το σωστό απουσιάζει, ούτε ένας κόσμος που στερεί την ελευθερία επιλογής από τα παιδιά. Είναι ένας κόσμος με διαφορετικό σωστό από το δικό μας, όχι όμως επειδή διαφέρει η αρχική κοσμοθεωρία (του όσο το δυνατόν μεγαλύτερου ελέγχου των γονιών πάνω στη ζωή των παιδιών), αλλά επειδή η κοσμοθεωρία αυτή τραβήχθηκε στα άκρα.
Σωστό είναι τέλος να πω, πως δεν μπορείς παρά να νιώσεις πάρα πολύ όμορφα, που μια τέτοια (σημαντική, διαφορετική, φρέσκια και γενναία) ταινία είναι ελληνική.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Κυριακή, Οκτωβρίου 25, 2009

Γίνε η μπάλα θαλάσσης

Αυριανέ αθλητικογράφε, καλό μου παιδί, γεια σου. Όπως θα διαπιστώνεις και μόνος σου, το επίπεδο του ανταγωνισμού στον κλάδο έχει αρχίσει να αγγίζει δυσθεώρητα ύψη. Δεν είναι όπως παλιά, όταν οι γραφικοί ήταν δακτυλοδειχτούμενοι με την κακή την έννοια. Τώρα πια δακτυλοδείχνονται με την καλή την έννοια, αφού έχουμε μπει στην εποχή που ο γραφικότερος τα παίρνει όλα: τα σοβαρά λεφτά τα βγάζουν οι γραφικοί και τα γραφικά λεφτά οι σοβαροί (όπως άλλωστε συμβαίνει και σε όλους σχεδόν τους επαγγελματικούς τομείς στην Ελλάδα που έχουν να κάνουν με τα εν τη ευρεία εννοία θεάματα). «Stupid is, as stupid does» δεν έλεγε η φουκαριάρα η μάνα του Φόρεστ Γκαμπ; Ε, αντίστοιχα, γραφικός είναι αυτός που βγάζει γραφικά λεφτά· όπως επίσης γραφικός είναι όποιος χρησιμοποιεί ακόμη αυτόν τον όρο ωσάν να διατηρούσε την αρνητική φόρτιση του παρελθόντος, γραφικός είναι όποιος θα κατακρίνει τον επιτυχημένο κι εκείνον που θέλει η αγορά. Όταν η αγορά είναι εξ ορισμού μη γραφική, γραφικό είναι να αμφισβητείς τα κελεύσματά της.
Σε βλέπω να προβληματίζεσαι όμως: όταν μεσήλικοι φτάνουν σε τέτοια στάνταρ απόδοσης, εσύ πως θα μπορούσες να τους ξεπεράσεις; Τα περιθώρια είναι πράγματι περιορισμένα, αλλά προς Θεού δεν είναι και ανύπαρκτα. Γιατί η γενιά των μεσηλίκων έχει ακόμη το ταμπού να περιορίζει τη δραστηριότητά της στο λόγο. Εσύ, που είσαι και νέο παλικάρι και βράζει και το αίμα σου, μπορείς να κάνεις πάρα πολύ δυνατό μπάσιμο στο χώρο. Στο πρώτο σου ρεπορτάζ ή εκπομπή ή περιγραφή αγώνα, έλα στα χέρια. Δείρε. Βρίσε. Σπάσε. Γιατί θα σε πνίγει το δίκιο για την ομάδα σου. Ει δυνατόν, η σκηνή σου να καταγραφεί κιόλας. Να παίζει στο You Tube ξανά και ξανά. Άσε να σε συλλάβουν με το αυτόφωρο. Μην ζητήσεις αναβολή, πες στο δικαστή ότι έδειρες γιατί δεν πήγαινε άλλο. Πες ότι δεν γουστάρεις αναστολές και εξαγορές. Εσύ για τα πιστεύω σου θα μείνεις μέσα. Στέλνε ανταποκρίσεις από τη στενή. Μετά από μερικές εβδομάδες βγες σαν ήρωας. Από εδώ και πέρα κανείς δεν θα τολμήσει να αμφισβητήσει την οπαδοσύνη σου. Μια περίλαμπρη δημοσιογραφική καριέρα ανοίγεται διάπλατα μπροστά σου.
Έχεις αναστολές; Αυτές είναι οι πρώτες από τις οποίες πρέπει να απαλλαγείς. Το είπε κι ο Μάικλ Τζόρνταν τον περασμένο μήνα: «Τα όρια, όπως οι φόβοι, είναι συχνά μια ψευδαίσθηση». Και η ύπαρξη ορίων στη σύγχρονη νεοελληνική πραγματικότητα ασφαλώς και είναι ψευδαίσθηση. Δεν υπάρχει κανένα απολύτως όριο. Μπορείς να πεις ό,τι θέλεις, όσο εξωφρενικό κι αν είναι. Όσο θεαματικότερη είναι η παπάρα που θα υποστηρίζεις, τόσο μεγαλύτερη αίσθηση θα κάνεις. Και αφού είναι ανύπαρκτα τα κοινωνικά όρια, πρέπει να τσιτώνεις συνεχώς τα προσωπικά σου, ώστε να είσαι έτοιμος να λες πράγματα που θα φαίνονται ακραία ακόμα και σε σένα. Ώστε να μην βαρεθούν να αρρωσταίνουν μαζί σου. Ώστε να δουν ως που είσαι διατεθειμένος να φτάσεις. Κι έτσι θα τριγυρνούν όλοι γύρω από ό,τι γράφεις ή λες, σαν τις μύγες γύρω απ' το σκατό.
Η υπέρτατη φιλοδοξία σου θα είναι μια μέρα μετά από χρόνια να καταφέρεις να γίνεις κάτι σαν τη μπάλα θαλάσσης στο Σάντερλαντ - Λίβερπουλ. Να γίνεις η δεύτερη αντικανονική μπάλα στο γήπεδο πάνω στην οποία θα γκελάρει η κανονική, ώστε να αλλάζει πορεία και να μπαίνει στα δίχτυα, την ώρα που ο μπερδεμένος τερματοφύλακας θα προσπαθεί να αποκρούσει τη δική σου. Να είσαι το ξένο σώμα που θα μπαίνει στον αγωνιστικό χώρο (σαν κλίμα, σαν περιρρέουσα ατμόσφαιρα, σαν αποπροσανατολισμός) και θα επηρεάζει καθοριστικά το αποτέλεσμα. Να είσαι ο αληθινός πρωταγωνιστής.
Μα, θα ρωτήσεις, έχει σβήσει εντελώς η σημασία της σοβαρότητας, του κύρους; Φυσικά και όχι. Και τότε όσοι τα έχουν, δεν θα σε βάλουν στη γωνία; Το αντίθετο. Με στοργή και προδέρμ θα σε περιθάλψουν, θα σε φέρουν κοντά τους και θα σου ζητήσουν να τους βοηθήσεις να πουλήσετε μαζί. Την ίδια ώρα θα κατακρίνουν τον ευτελισμό στη δημοσιογραφία που έχουν φέρει τύποι σαν εσένα (αλλά ποτέ ονομαστικά εσύ). Καλός μπάτσος και κακός μπάτσος. Όλοι οι καλοί χωράνε. Κι όλοι οι κακοί. Σε δουλειά να βρισκόμαστε. Και σε δουλειά μας κρατάει μόνο ο -φυσικά επάρατος- οπαδισμός.
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 22, 2009

Site Specific

Mε την ευκαιρία της ανακαίνισης του «Floral», πραγματοποιήθηκε χθες βράδυ με κάθε λαμπρότητα η πρεμιέρα του site specific έργου του Δημήτρη Παπαϊωάννου «Πουθενά (αλλού στον κόσμο τέτοια γαμημένη καθήλωση)». Ο Παπαϊωάννου προσπάθησε να κατασκευάσει ένα έργο, αξιοποιώντας απογυμνωμένους τους -όχι ακριβώς- καινούργιους μηχανισμούς της Κεντρικής Σκηνής του Θεάτρου της Εθνικής μας Μεταπολιτευτικής Καθήλωσης: της Πλατείας Εξαρχείων.
Προκειμένου την παράσταση να μπορέσει να παρακολουθήσει (από θεωρείο στον «Κάβουρα») και ο Αρχιεπίσκοπος, ο σκηνοθέτης διέταξε να καλυφθούν όλα τα επίμαχα σημεία των ερμηνευτών. Εξού και κρίθηκε απαραίτητο να διατηρηθούν τα κράνη των «Μπάτσων».
Τότε, σε μια εκδήλωση έντονης καλλιτεχνικής αντιζηλίας, ο δημιουργός του -ήδη μυθικού- «Νηρέα του Βάρα», Δημήτρης Παπαχρήστος, επιχείρησε να αφαιρέσει το κράνος από ερμηνευτή, γεγονός που έφερε αναπόφευκτα στη μνήμη τα αποτρόπαια γεγονότα του περασμένου Δεκέμβρη, όταν θεατρικές παραστάσεις -η καρδιά δηλαδή της Δημοκρατίας κατά τους Μάρκαρη, Θεοδωρόπουλο, Δοξιάδη- διακόπτονταν εξεγερτικώ δικαίω.
Όπως ήταν φυσικό, ο Παπαχρήστος προσήχθη στη ΓΑΔΑ για εξακρίβωση στοιχείων, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε διατελέσει εκφωνητής στο Πολυτεχνείο. Ειδοποιήθηκε τότε αμέσως ο Πρωθυπουργός, ο οποίος πρότεινε στον προσαχθέντα θέση Υφυπουργού στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Ο Παπαχρήστος αρνήθηκε επειδή θεώρησε ότι στο τηλέφωνο ήταν ο Θανάσης Λάλας (γέλια).

Τετάρτη, Οκτωβρίου 21, 2009

O βοσκός κι ο λύκος

Αργά ή γρήγορα ο βοσκός θα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα για όσους ανθρώπους γνώριζε. Θα τους το φώναζε κατάφατσα και τεντώνοντας το δάκτυλό του: «Είσαι λύκος! Είσαι λύκος!».
Μια μέρα ο βοσκός αντιμετώπισε πρόβλημα. Άρχισε να φωνάζει σε βοήθεια: «Ένας άνθρωπος δεν υπάρχει; Ένας άνθρωπος;».
Οι λύκοι τον κοιτούσαν απαθείς.
Δεν γνώριζαν και οι ίδιοι αν σωστά τους είχε διαβάσει και ήταν λύκοι εξαρχής ή αν λάθος τους είχε διαβάσει και μετατράπηκαν σε λύκοι από πίκα.

Τρίτη, Οκτωβρίου 20, 2009

Έλλην που γαβγίζει δεν δαγκώνει

Το πλουσιότατο μωσαϊκό του Σπαϊκ Λι στο «Κάνε το Σωστό» περιλαμβάνει σε μια άκρη του τρεις μεσήλικους Αφροαμερικάνους, που κάθονται όλη μέρα σε ένα πεζοδρόμιο, πίνουν μπύρες και είτε παραπονιούνται για τον ρατσισμό των λευκών είτε παραπονιούνται για το ότι η ως τότε ολόδική τους νεοϋρκέζικη γειτονιά γεμίζει με κορεάτικα παντοπωλεία. Δυο λευκοί αστυνομικοί κάνουν περιπολία, τους κοιτάζουν και διαβάζουμε τα ρατσιστικά τους χείλια την ώρα που λένε «What a waste!». Τι σπατάλη, τι ξόδεμα ζωής!
Στην «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου, οι τέσσερεις μεσήλικοι Έλληνες, που κάθονται όλη μέρα στο πεζοδρόμιο και πίνουν φραπέδες και μπύρες βλέποντας την ως τότε ολόδική τους αθηναϊκή γειτονιά να γεμίζει με κινέζικα μαγαζιά, βρίσκονται στο κέντρο της ιστορίας. Δεν έχουν να παραπονεθούν για εις βάρος τους ρατσισμό, στην περίπτωσή τους ο ρατσισμός είναι μονόπλευρος. Και λογικό είναι, αφού εκείνοι δεν είναι Αφροαμερικάνοι αλλά Ελληνοέλληνες εξ αίματος, αφέντες και μαγαζάτορες στον ιστορικό τους τόπο, την Ακαδημία Πλάτωνος. Περνάνε την ώρα τους μετρώντας Κινέζους (κάθε μέρα τους φαίνονται και περισσότεροι) και παρακολουθώντας αν ο σκύλος του ενός (oνόματι Patriot) θα γαβγίσει τους Αλβανούς, όπως είναι εκπαιδευμένος. Ξοδεύουν και σπαταλούν τη δική τους ζωή, με ένα τρόπο όμως που καθόλου δεν τους ενοχλεί, αφού ίσως υπό μια έννοια πραγματοποιούν το ιδανικό του μέσου Έλληνα: δεν κουράζονται, κάθονται, κωλοβαράνε.
Έχεις την αίσθηση ότι οι τέσσερεις φίλοι δεν θα σου πουν αυτό που θα σου πουν οι περισσότεροι, δηλαδή το κλασσικό: «Προς Θεού, μην με παρεξηγήσεις, εγώ δεν είμαι ρατσιστής». Έτσι, αν δεχθούμε ότι αν ακούσεις κάποιον να ξεκινάει με αυτή την φράση, ξέρεις πως αμέσως μετά θα ακολουθήσει σειρά ρατσιστικών σχολίων, οι τέσσερεις φίλοι είναι ένα σκαλί πιο πέρα· και πράγματι είναι, όταν τους βλέπουμε να πειράζουν φραστικά έναν Αλβανό. Λίγες μέρες μετά όμως θα τον φωναξουν να παίξει μπάλα μαζί τους.
Γιατί τελικά οι τέσσερεις φίλοι (αν και με κάποιες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους) είναι σαν το συγκεκριμένο σκυλί της ταινίας: άκακοι. Ο ρατσισμός τους περιορίζεται στο γάβγισμα. Δαγκώματα τύπου Χρυσής Αυγής όχι μόνο δεν περιλαμβάνονται στο ρεπερτόριό τους, αλλά φαίνεται και ότι είναι ολότελα έξω από το χαρακτήρα τους. «Δεν θα γίνεις αγριόσκυλο ποτέ, Πάτριότ, Πάτριότ».
Ίσως είναι ένας τρόπος με τον οποίο θέλουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας· ότι δηλαδή ακόμη κι αυτός που τον ρατσισμό του δεν θα τον καλύψει, αλλά θα τον φωνάξει ελεύθερα, έχει κατά βάθος χρυσή καρδιά· ότι ο ρατσισμός μας είναι τελικά επιφανειακός, αφού και σπίτι μας θα τον βάλουμε τον Αλβανό και αδελφός μας θα δεχτούμε –έστω με προσωπική συντριβή- ότι είναι, σε αντιδιαστολή, ας πούμε, με το –ρατσιστικό;- στερεότυπο ενός κεντροευρωπαίου ή βορειοευρωπαίου ρατσιστή, που θα είναι πολιτικά ορθός και προσεκτικός στα τυπικά, στην ουσία όμως πάντα θα σε θεωρεί κατώτερό του.
Ωστόσο η ταινία ούτε κατατάσεις ωραιοποιεί ούτε την πραγματικότητα μακιγιάρει. Δεν βλέπει τους ήρωές της εξιδανικευμένα, αλλά με ζεστασιά. Δεν αρνείται τα μειονεκτήματά τους, απλά προτιμά να δει πίσω από αυτά. Αν το βλέμμα στην -περίπου αντίστοιχης κοινωνικής τάξης- πραγματικότητα των ταινιών του Γιάννη Οικονομίδη είναι δυσοίωνο κι εξαιρετικά σκληρό, δίχως χαραμάδες για να πάρεις ανάσα, το βλέμμα στην «Ακαδημία Πλάτωνος» είναι αγαπητικό και ζεστό. Σε αντιστοιχία με τη διαφορά στο βλέμμα και η διαφορά στη γλώσσα: στην «Ακαδημία» τα μπινελίκια είναι ελάχιστα, ωστόσο η γλώσσα ακούγεται εξίσου δουλεμένη, εξίσου αυθεντική, με τους διαλόγους, τις ατάκες, και γενικότερα το σενάριο της ταινίας να αποτελούν τις κύριες αρετές της Η σκηνοθεσία του Φίλιππου Τσίτου δεν προδίδει το -άλλωστε εν μέρει δικό του- σενάριο, κατορθώνοντας να διατηρήσει το σωστό τόνο και να μην ξεφύγει ποτέ ούτε προς την πλευρά της καρικατούρας ούτε προς την πλευρά της σοβαροφάνειας.
Εκτός από το σενάριο, η ταινία δικαιώνεται στο παρόν και πιθανότατα θα αντέξει και στη μνήμη, επειδή ο Αντώνης Καφετζόπουλος προσφέρει μια ερμηνεία γεμάτη ευαισθησία. Οι αποχρώσεις στη φωνή και τη ματιά του, όταν τρώει την μία μετά την άλλη τις ήττες, αξίζουν πολλά. Ο ήρωάς του μπορεί να είναι ο ορισμός του λούζερ, αρνείται ωστόσο να παραιτηθεί. Η μη παραίτησή του δεν έχει τίποτε το επικό. Δηλώνει απλώς ότι είναι εκεί· ίσως επειδή ακόμα και όταν όλος ο κόσμος του συνταράσσεται, ακόμα και όταν η ταυτότητά του παύει να αποτελεί το καταφύγίο των βεβαιοτήτων του, βρίσκει να πατήσει σε ένα στέρεο έδαφος ανθρωπιάς, βρίσκει να κρατηθεί από άλλες βεβαιότητες: από όπου κι αν ήταν η μάνα του, ακόμη κι αν του χάλασε εξ αντικειμένου τον γάμο του, ακόμη κι αν δεν τον άφησε να ωριμάσει ποτέ, τουλάχιστον τον έμαθε να αγαπά. Κι όταν ξέρεις να αγαπάς, ξέρεις και να μην πέφτεις.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Κυριακή, Οκτωβρίου 18, 2009

To μωρό της διασημότητας

Το βράδυ που ανακοινώθηκε η σύνθεση της κυβέρνησης ο Παύλος Τσίμας ανέλυε την πρόταση Παπανδρέου προς τους Οικολόγους για την ανάληψη του Υπουργείου Περιβάλλοντος. Η πρόταση ουδέποτε είχε γίνει, αλλά τα κοκόρια του Γιώργου γεννάνε τόσο αυτή την περίοδο, που του πιστώνεται ως πράξη πολιτικής τόλμης ακόμη και η δεύτερη πιο πετυχημένη φάρσα του αιωνίως χαρά γεμάτου Θανάση Λάλα (η πρώτη ήταν βέβαια η εκπομπή του για το περασμένο μουντιάλ). Με αφορμή λοιπόν την άρνηση Χρυσόγελου, ο Τσίμας επικαλέστηκε μια φράση του Λένιν (δεν μπορώ να την βρω στο google, αλλά για τον Βλαδίμηρο Ίλιτς Ουλιάνωφ εδώ στην Ελλάδα είμαστε από μια ηλικία και πάνω καλύτερα ενημερωμένοι από κάθε αντιδραστικό ψαχτήρι), που λέει περίπου ότι στις 12 παρά 5 θα είναι πολύ νωρίς και στις 12 και 5 θα είναι πολύ αργά: για όλα υπάρχει ένα τάιμινγκ.
Κι όταν δεν υπάρχει τα πράγματα αρχίζουν να μπερδεύονται: ένας Αμερικάνος που θα βραβευθεί στην Ευρώπη πολύ -μα πάρα πολύ- πρόωρα και ένας Ευρωπαίος που η Αμερική κατορθώνει να συλληφθεί στην Ευρώπη, πολύ -μα πάρα πολύ- καθυστερημένα. Το Νόμπελ Ειρήνης απονέμεται στον Ομπάμα χωρίς να κάνουμε υπομονή 8 χρόνια («μηδένα προ του τέλους της θητείας του νομπέλιζε») και ο Ρομάν Πολάνσκι συλλαμβάνεται στην Ελβετία προκειμένου να εκδοθεί στις ΗΠΑ, με 32 χρόνια καθυστέρηση. Εκτός αν το Νόμπελ απονέμεται όχι για ό,τι έχεις κάνει, αλλά για ό,τι δεν πρέπει να κάνεις. Εκτός και αν η σύλληψη για αδίκημα του 1977 (και ενώ έχεις φτάσει 76 ετών και ενώ τρεις δεκαετίες τώρα δεν είναι ότι δεν ταξίδευες σε κράτη που θα μπορούσες να συλληφθείς), γίνονται όχι ότι για ό,τι έχεις κάνει, αλλά για ό,τι είσαι. Και τι είσαι; Διάσημος.
Μα είσαι και φυγόδικος; Μα είσαι και καταδικασμένος για παράνομη σεξουαλική συνεύρεση με ανήλικη; Ναι, είσαι κι αυτά. Αλλά αν δεν ήσουν διάσημος, δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό να ασχολούνταν ακόμη μαζί σου, καθώς εικάζει κανείς ότι τα 32 αυτά χρόνια που μεσολάβησαν θα προέκυψε ένας άλφα φόρτος εργασίας, που θα έπαιρνε το μυαλό της Πολιτείας της Καλιφόρνια από την υπόθεσή σου. Και πράγματι δεν έχουν στην Καλιφορνια διωκτικές αναδουλειές, αφού πρόσφατα διατάχθηκε η πρόωρη αποφυλάκιση 40.000 κρατουμένων επειδή οι φυλακές έχουν φουλάρει.
Η μάχη ανάμεσα στην τυφλή κυρία με τη ζυγαριά και στην εκτυφλωτική κυρία με τα φλας είναι ανισοβαρής: όποτε η Δικαιοσύνη πρέπει να συμπορευθεί με τη Διασημότητα, είναι τελικά η δεύτερη που θα επιβάλλει τους δικούς της όρους στης πρώτη. Στην υπόθεση Ο Τζέι Σίμπσον το μεγαλύτερο σκάνδαλο δεν ήταν η αθώωσή του, αλλά αυτή καθαυτή η υπόθεση. Όχι η ετυμηγορία, αλλά η δίκη. Οι εκπομπές του Λάρι Κινγκ ασχολούνταν μήνες ατελείωτους αποκλειστικά με τη δίκη, καθρεφτίζοντας το βαθμό αλλοτρίωσης μιας κοινωνίας, που έχει χάσει κάθε αίσθηση του μέτρου.
Στο ντοκιμαντέρ «Roman Polanski: Wanted and Desired» βλέπουμε ότι επιδίωξε και ανέλαβε την υπόθεση δικαστής που είχε δικάσει στο παρελθόν πολλές υποθέσεις διασήμων. Ένας δικαστής που έφτασε να δώσει συνέντευξη Τύπου. Ένας δικαστής που έλεγε στους δικηγόρους να δίνουν παράσταση και τους ανακοίνωνε εκ των προτέρων τι είχε αποφασίσει και πώς θα το περνούσε στον Τύπο, το οποίο ήταν η μόνη του έγνοια. Ο συνήγορος του Πολάνσκι κατορθώνει τελικά να βγάλει το δικαστή από την υπόθεση και χρόνια μετά ξαναφέρνει την υπόθεση ενώπιον νέου δικαστή. Ο νέος δικαστής είπε ότι το θέμα θα λήξει και ο Πολάνσκι θα πάψει να καταζητείται, αλλά υπό έναν όρο: η δίκη να καλυφθεί τηλεοπτικά. Ο Πολάνσκι αρνήθηκε.
Ο μιντιακός κανιβαλισμός του διάσημου που θα εμπλακεί σε δικαστική υπόθεση είναι η προεξόφληση της τιμωρίας του, ιδιαίτερα αν τελικά καταφέρει λόγω των πανάκριβων δικηγόρων του να έχει επεικέστερη μεταχείριση. Γιατί πράγματι μπορεί να έχει επιεικέστερη, όπως μπορεί να έχει και αυστηρότερη. Το σίγουρο είναι ότι δεν θα έχει την ίδια: θα σκαλιστεί κάθε πτυχή της υπόθεσής του κι όλα θα μπουν στο μικροσκόπιο. Κι αν το 32 χρόνια μετά καθιστά στη συγκεκριμένη περίπτωση το χρόνο σκανδαλώδη, ακόμη πιο σκανδαλώδης είναι ο χρόνος και το ενδιαφέρον που επενδύεται σε κάθε διάσημη υπόθεση, όταν συγκριθεί με το χρόνο και το ενδιαφέρον που επενδύεται στις άσημες.
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Παρασκευή, Οκτωβρίου 16, 2009

Μια άλλη εκδοχή της επιτυχίας

Πρώτα εδώ.
Είχα πρόσφατα μια συζήτηση σχετικά με ένα τρίτο πρόσωπο, αν έχει ή δεν έχει κύρος. Στο ένα σκέλος της επαγγελματικής του δραστηριότητας είναι σούπερ, στο άλλο (το τηλεοπτικό) είναι κάπως. Ο συνομιλητής μου μού απαντά πως αυτό το τρίτο πρόσωπο «ψωνίζει Δελούδη έπιπλα από τη δουλειά του = 3000 ευρώ η πολυθρόνα, αυτό δεν το θεωρώ υποτιμητικό, είναι μια άλλη εκδοχή της επιτυχίας». Για να μην είμαι άδικος, συνεχίζει λέγοντάς μου πως το κάπως επαγγελματικό σκέλος έχει όντως ένα τίμημα στη σοβαρότητα αυτού του τρίτου προσώπου. Αλλά αυτό ακριβώς θέλω να πω, ότι προφανώς το ένα δεν αναιρεί το άλλο, προφανώς δεν είναι πια υποτιμητικό να χάνεις σε σοβαρότητα, εάν και εφόσον βγάζεις λεφτά από την έκπτωσή σου. Αντίθετα είναι μια άλλη εκδοχή της επιτυχίας.
Εννοείται λοιπόν ότι το βίντεο με τον Αυτιά είναι ο ορισμός της απόλαυσης, εννοείται ότι η πρώτη αντίδραση (και η δεύτερη και η τρίτη και εις τη νιοστή, έως εξαντλήσεως των αποθεμάτων) θα είναι αυτή της ευφορίας. Ωστόσο, το γεγονός παραμένει ότι ο Γιώργος Αυτιάς δεν είναι καλεσμένος της Αννίτα Πάνια, δεν κάνει εκπομπή μαζί με τον Φίλιππο Καμπούρη, το γεγονός παραμένει πως ο Γιώργος Αυτιάς αύριο θα έχει καλεσμένη την Μπακογιάννη και μεθαύριο τον Σαμαρά -και αυτοί θα πάνε-, μεθαύριο θα κληθεί στην εκπομπή του Χατζηνικολάου και ούτω καθεξής. Το αν όλοι αυτοί είναι πιο σοβαροί, είναι άλλης τάξεως ζήτημα. Ή ίσως της ίδιας ακριβώς τάξεως, της τηλεοπτικής.
Μπορούμε να γελάσουμε όσο θέλουμε με το βίντεο Αυτιά και να συνεχίσουμε να το απολαμβάνουμε. Αλλά την ίδια στιγμή ας μη σβήσουμε οριστικά και από το πίσω πίσω μέρος του μυαλού μας το γεγονός ότι ο άνθρωπος αυτός παρουσίασε τρεις διαφορετικές μέρες την ίδια συνέντευξη ως καινούρια χωρίς να φοβηθεί ότι θα τον κράξει το λίγο πριν - λίγο μετά το αλτσχάιμερ κοινό του, ότι ο άνθρωπος αυτός συζητούσε με ένα βίντεο κι ότι όλα αυτά τα κάνει γνωρίζοντας πως δεν πρόκειται να πληρώσει κανένα πραγματικό τίμημα, αφού στην τελική δεν πρόκειται για αληθινό καραγκιόζη, αλλά για τηλεοπτικό καραγκιόζη, άρα για επιτυχημένο καραγκιόζη, άρα για πλούσιο καραγκιόζη, άρα για μη καραγκιόζη, για ένα ιδιότυπο τηλεοπτικό διασκεδαστή, για ένα επιτυχημένο τηλεοπτικό διασκεδαστή, για ένα υπερεπιτυχημένο επαγγελματία, που όλο και σε κάποια σχολή δημοσιογραφίας θα διδάσκει.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 15, 2009

Το παράδοξο παράσημο

Πρέπει να ήταν γύρω στο 70' του χθεσινού αγώνα με το Λουξεμβούργο, όταν σκέφτηκα ότι, όσο κι αν το πολεμάς, όσο κι αν δεν το θέλεις, αυτή η ομάδα (η ελληνική) σου γεννά ενστικτωδώς ένα αίσθημα μπουχτίσματος, που οριακά φτάνει και στην αηδία. Αυτή η ομάδα δηλαδή, με τον τρόπο που λειτουργούσε, σε καλούσε να μην θες το καλό της, σε καλούσε να ζητάς να μη κερδίσει το Ισραήλ και να μη προκριθεί απευθείας, σε καλούσε να σκεφτείς ότι αν είναι να προκριθεί, ας προκριθεί από τα μπαράζ, αφού εκεί μπορεί να καταφέρει να σε ξανασυγκινήσει, να σε κάνει να ξαναανακαλύψεις αρετές της από καιρό ξεχασμένες, και για την ακρίβεια από την εποχή που το «αμύνομαι υποδειγματικά έναντι υπέρτερων αντιπάλων» μετατράπηκε στο «αρνούμαι πεισματικά να επιτεθώ έναντι υποδεέστερων ή ισοδύναμων».
Έχω γράψει στο παρελθόν κατά λέξη πως «ο Ρεχάγκελ παρέλαβε μια εθνική ομάδα από την απόλυτη ανυποληψία και την οδήγησε στην ίσως μεγαλύτερη έκπληξη της ιστορίας του παγκοσμίου αθλητισμού. Κατά τη δική μου αντίληψη, έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να την ξαναγυρίσει πίσω στην απόλυτη ανυποληψία και να την πάει ακόμη πιο κάτω, χωρίς να ακουστεί εις βάρος του κιχ».
Εξακολουθώ να το πιστεύω. Σε περίπτωση που δεν περάσουμε τελικά στο μουντιάλ, οι φωνές που τώρα ακούγονται εις βάρος του θα μετατραπούν σε βουητό, σε λαϊκή απαίτηση, σε κατακραυγή. Για αυτό, το να λήξεις τη συνεργασία μαζί του επειδή απέτυχε θα συνιστά σε τελική ανάλυση πραγματική αχαριστία. Γιατί όσο κι αν πει κανείς πώς δεν θα φταίει η αποτυχία, αλλά όλα όσα οδήγησαν σε αυτή και ο τρόπος με τον οποίο ήρθε, θα είναι εξίσου πειστικό το αντεπιχείρημα πως πρόκειται για αποτυχία μόνο και μόνο επειδή οι προηγούμενες επιτυχίες του μας έδωσαν το δικαίωμα να είμαστε σε εύκολο όμιλο ή στους ισχυρούς των μπαράζ. Γιατί, επίσης, με όσους επαίνους και αν τον διώξεις και όσο και αν η ιστορία τον τοποθετήσει στην υψηλότατη θέση που του ανήκει, το γεγονός θα παραμένει πως εκείνη τη στιγμή θα τον έχεις διώξει ως αποτυχημένο, τελειωμένο, ξεπερασμένο.
Αντίθετα όμως, πιστεύω πως αν περάσουμε, τότε είναι το καλύτερο χρονικά σημείο για να τερματιστεί η συνεργασία. Να του πούμε δηλαδή ως εδώ ήταν, μολονότι πέτυχε ξανά. Στον Ότο Ρεχάγκελ αξίζει να φύγει μόνο ως επιτυχημένος. Στον Ότο Ρεχάγκελ αξίζει να φύγει έχοντας δικαιωθεί για μια ακόμη φορά αγωνιστικά. Ώστε να μην εισπράξει κανένα ψόγο για το ότι δεν κατάφερε να μας πάει στο μουντιάλ. Γιατί στην τελική ανάλυση δεν δικαιούμαστε a priori να πάμε σε κανένα μουντιάλ. Δικαιούμαστε όμως για πρώτη φορά να δείξουμε ότι δεν τα εξαρτάμε όλα από το αποτέλεσμα. Να δείξουμε ότι όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου είμαστε διατεθειμένοι να φανούμε φαινομενικά αχάριστοι, ενώ στην πραγματικότητα δεν θα υπάρχει μεγαλύτερο παράσημο για τον Ότο Ρεχάγκελ από το να φύγει θριαμβευτής, να φύγει όχι γιατί η μπάλα πήγε λίγο πιο 'κει και χάσαμε αντί να πάει λίγο πιο δω και να νικήσουμε, αλλά έχοντας κερδίσει ένα Euro, έχοντας πετύχει να φέρει τρεις προκρίσεις στις τέσσερεις διοργανώσεις που ήταν προπονητής, έχοντας οδηγήσει την ομάδα στο μουντιάλ.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 14, 2009

Γενικά

Υπήρξε ένα σύντομο, μεταβατικό διάστημα, κατά το οποίο όλοι νόμιζαν πως μπορούν να μιλάνε για όλα. Ένα διάστημα που ο λόγος διαχύθηκε δίχως καμία τάξη, κανένα μπούσουλα, καμία τελικά ασφάλεια για το ποιός δικαιούται να πει τι και για το αν είναι αρμόδιος να μιλήσει για αυτά που μιλάει. Το διάστημα αυτό έληξε μόλις έγινε αντιληπτό πως το να έχεις γνώμη επί παντός του επιστητού είναι αναπόφευκτα ισοδύναμο του να αερολογείς. Η τάση της εποχής που απαιτούσε ειδίκευση, ολοένα και μεγαλύτερη ειδίκευση, ειδίκευση επί της ειδίκευσης, ήταν άλλωστε μακροχρόνια, οπότε το διάστημα που φάνηκαν γοητευτικοί όσοι επιδίδονταν σε γενικεύσεις επί γενικεύσεων έμεινε στη μνήμη ως ανεύθυνη παρένθεση. Κοινωνία που πηγαίνει μπροστά είναι η υπεύθυνη κοινωνία, εκείνη που ο καθένας έχει μελετήσει σε βάθος τον τομέα του, μιλά μόνο για αυτόν, συνομιλεί για αυτόν μόνο με αντίστοιχους ειδικούς και δεν μπορεί να μιλήσει -αν δεν θέλει να γίνει καταγέλαστος- για τομείς άλλων. Βέβαια, ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις -στις περιπτώσεις συνομιλιών ειδικών- ερχόταν η στιγμή που η συζήτηση θα έφτανε στον ειδικότατο εκείνο τομέα, που ο ένας από τους δύο θα ήταν πιο αρμόδιος, πιο εξειδικευμένος, έχοντας εννοείται το αντίστοιχο πιστοποιητικό εξειδικευμένης ειδικεύσεως να αποδείξει του λόγου το αληθές και κυρίως του λόγου του το έγκυρο. Του λόγου του το αυθεντικό. Εννοείται επειδή δημοκρατία εξακολουθούσαμε να έχουμε και επειδή κανείς είναι ελεύθερος να λέει τη γνώμη του, μπορούσες να αντικρούσεις ελεύθερα τις αυθεντικές κουβέντες του άλλου, αρκεί να έχεις επίγνωση της αυταπόδεικτης γελοιότητάς σου, μιας γελοιότητας εκ των προτέρων δεδομένης βάσει τίτλων και χαρτιών. Όταν με το πέρασμα των χρόνων -και στην περίπτωση μας ο χρόνος μετριέται σε πολλές δεκαετίες- οι κοινωνίες κατόρθωσαν να εξορθολογιστούν πλήρως, μην αφήνοντας επαγγελματικό τομέα ακάλυπτο από πλευράς εξειδίκευσης, προέκυψαν αγωνιώδη ερωτήματα του στυλ: «Καλά, έχουμε επιτέλους οργανώσει τα δευτερεύοντα ζητήματα της κοινωνίας αναθέτοντας το καθένα στον κατεξοχήν αρμόδιο, τι θα κάνουμε με τα πρωτεύοντα;». Τα παιδιά π.χ., παρόλη την ως τότε πρόοδο, εξακολουθούσαν και τα μεγάλωναν οι γονείς τους εμπειρικά, δίχως όχι διδακτορικά, δίχως ούτε καν πτυχία, δίχως να έχουν παρακολουθήσει ούτε καν σχετικά σεμινάρια. Στις εκλογές π.χ. εξακολουθούσαν και ψήφιζαν όλοι, κουτσοί, στραβοί, άσχετοι με την πολιτική, άσχετοι με τα θέματα της οικονομίας, άσχετοι με τα θέματα των διεθνών σχέσεων. Το σεξ π.χ. εξακολουθούσε κανείς και το έκανε όπως του ερχόταν βολικότερο, όπως του φαινόταν εμπειρικά καλύτερο. Η διαδικασία τακτοποίησης αυτών των ανωμαλιών πήρε αρκετές ακόμη δεκαετίες, γιατί, όπως είναι προφανές, από τη στιγμή που εντοπίζεται η ανάγκη μέχρι τη στιγμή που θα καλυφθεί, μέσω της διαδικασίας οργάνωσης εξειδικευμένων σπουδών για τους αντίστοιχους γνωστικούς τομείς, πρέπει να μεσολαβήσει πολύς χρόνος. Ειδικά αν είναι να γίνει δουλειά σε βάθος, ώστε οι απόφοιτοι να έχουν όντως όλα τα απαραίτητα εφόδια για να ανταποκριθούν σε αυτές τις ανάγκες. Έτσι, οι απόφοιτοι της Πανεπιστημιακής Σχολής Γονέων αναλάμβαναν την ανατροφή των παιδιών, εγκαθιστάμενοι στο σπίτι των γονέων και ορίζοντας αυστηρά τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει ο κάθε γονέας ανάλογα με την εκάστοτε αντίδραση του παιδιού, οι απόφοιτοι της Πανεπιστημιακής Σχολής Εκλογέων διοργάνωναν σεμινάρια όπου ενημέρωναν αναλυτικά όλους τους ψηφοφόρους σχετικά με τους (δημοσιονομικούς, διπλωματικούς, περιβαλλοντικούς κλπ) λόγους για τους οποίους είχαν επιλέξει να ψηφίσουν το ένα ή το άλλο κόμμα (και ο αριθμός των ψηφοφόρων που θα έπειθαν ήταν και ο αριθμός των ψήφων που αντιστοιχούσαν στις εκλογές σε κάθε Εκλογέα), ενώ οι απόφοιτοι της Πανεπιστημιακής Σχολής Εραστών στέκονταν δίπλα σε κάθε συνουσία και εξηγούσαν πώς πρέπει να τοποθετείται ο φαλλός ή πώς πρέπει να γίνεται η μεταχείριση της κλειτορίδας, προς το σκοπό της επίτευξης του μέγιστου δυνατού βαθμού αμοιβαίας ηδονής. Αφού λύθηκαν και αυτά τα ζητήματα, θεωρητικά θα έπρεπε όλοι να είναι πια ευτυχισμένοι και το συνολικό ποσό της ακαθάριστης κοινωνικής προόδου και ευημερίας να αγγίξει τα ύψη. Και πράγματι τα άγγιξε. Μοναδικό μελανό σημείο ήταν οι ελάχιστοι που ένιωθαν πως ασφυκτιούσαν μέσα στον τομέα της δικής τους ειδικότητας, όσοι ένιωθαν πως θα μπορούσαν να δοκιμάσουν να βγουν από αυτόν και να επιχειρήσουν κάτι άλλο. Η περίπτωσή τους δοκιμάστηκε στην αρχή να αντιμετωπιστεί με ψυχοθεραπευτές, οι οποίοι προσπάθησαν να ερμηνεύσουν ψυχαναλυτικά την αντίδρασή τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις το έργο τους στέφθηκε με επιτυχία. Στις λιγοστές περιπτώσεις εκείνων που εξακολουθούσαν να αντιδρούν, διεκδικώντας το δικαίωμα της γενίκευσης, του τσαλαβουτήματος, της αερολογίας, επικαλούμενοι πονηρά -για να είναι νομότυποι- το γεγονός πως ειδικεύονταν στον εαυτό τους, πως ειδικεύονταν στην ιδιοσυγκρασία τους, πως ειδικεύονταν στην δική τους ματιά, η οποία εξ αντικειμένου ήταν υποκειμενική και δεν μπορούσε να την έχει οποιοσδήποτε άλλος, τη λύση κλήθηκε να δώσει ένα νεοσύστατο σώμα που ονομάστηκε «Σώμα Επαναφοράς Παραπλανηθέντων στην Πραγματικότητα», αν και για ένα σύντομο διάστημα -το διάστημα που έκαναν οι παραπλανηθέντες να συμμορφωθούν- οι παραπλανηθέντες τους αποκαλούσαν «Μπάτσους της Ψευδαίσθησής τους». Τελικά και αυτό το διάστημα της αντίστασης ήταν σύντομο. Έληξε όταν και ο τελευταίος παραπλανηθείς κατάλαβε ότι δεν δικαιούταν να ειδικευθεί στον εαυτό του, αφού η ματιά του καθενός είναι προσωπική του υπόθεση και όχι κοινωνική ώστε να μπορεί να γίνει -μη γραφικό- αντικείμενο δημοσίου λόγου. Η ελευθερία του καθενός τελειώνει εκεί που αρχίζει η ειδίκευση και η αρμοδιότητα του άλλου.

Τρίτη, Οκτωβρίου 13, 2009

Λαμπατέρ, τραπέζι, καρέκλες and all that jazz


Μέσα στις «Ραγισμένες Αγκαλιές» μπορεί κανείς να μετρήσει τουλάχιστον οκτώ αφηγήσεις: την αφήγηση της ιστορίας της ταινίας που διαδραματίζεται στο παρόν· μέσα σε αυτήν δυο αφηγήσεις πρωταγωνιστών που μας λένε (κι εμείς βλέπουμε) τι συνέβη στο παρελθόν· την αφήγηση μιας ταινίας που γυριζόταν στο παρελθόν· την αφήγηση ενός ντοκιμαντέρ τύπου «Making of» για αυτήν την ταινία· και τέλος τρεις ιδέες που θα μπορούσαν να γίνουν ταινίες, η αφήγηση των οποίων γίνεται μόνο από το στόμα των ηρώων, χωρίς αντίστοιχες εικόνες, χωρίς αυτό όμως να εμποδίζει τη συγκίνηση να προλαβαίνει να γεννηθεί ακόμα και μέσα από τις λέξεις, όπως στην ιστορία του γιου του Άρθουρ Μίλερ.
Ο Ματέο Μπλάνκο είναι ένας τυφλός σεναριογράφος. Όσο έβλεπε, εκτός από σεναριογράφος ήταν και σκηνοθέτης. Τυφλώθηκε και αποφάσισε πως δεν θα είναι σκηνοθέτης πια. Γιατί; Επειδή, όπως πληροφορούμαστε, «οι εικόνες ήταν η βάση του έργου του». Μαζί με την ακούσια απώλεια της όρασής του αποφασίζει να αρνηθεί εκουσίως και το όνομά του. Πλέον ακούει μόνο στο ψευδώνυμό του. Η ταινία που γυρνούσε πριν τυφλωθεί λέγεται «Γυναίκες και Βαλίτσες». Είναι σχεδόν δίδυμο αδελφάκι των «Γυναικών στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης». Άρα και ο Ματέο αντιπροσωπεύει σε μεγάλο βαθμό την οπτική του Αλμοδοβαρ για το σινεμά. Ο παραγωγός του «Γυναίκες και Βαλίτσες» λαδώνει τον μοντέρ για να την μοντάρει απαίσια. Αυτός το κάνει. Την ταινία τη θάβουν οι κριτικοί και πατώνει. Όταν ο Ματέο το ανακαλύπτει αποφασίζει να τη μοντάρει σωστά. Η ταινία αποκαθίσταται και είναι έτοιμη να θριαμβεύσει.
Είναι λοιπόν το μοντάζ τόσο κρίσιμο στις ταινίες του Αλμοδοβαρ; Μιλά εδώ για ένα θέμα που τον καίει; Την απάντηση ίσως την βρούμε εξ αντιδιαστολής, αν στη θέση των «Ραγισμένων Αγκαλιών» βάλουμε το «Αll That Jazz» και στη θέση του Αλμοδοβαρ τον Μπομπ Φόσι. Eκεί o πρωταγωνιστής – alter ego του σκηνοθέτη σκηνοθετεί επίσης δίδυμο αδελφάκι μιας προηγούμενης ταινίας του και συγκεκριμένα του «Λένι, ο Βρωμόστομος» Ο Φόσι μας δείχνει λοιπόν τον ήρωά του να περνά ατέλειωτες ώρες στην αίθουσα του μοντάζ, μέχρι να βρει πώς το καλύτερο πάντρεμα των πλάνων θα «γεννήσει» την ταινία του. Δεν είναι καν σίγουρος για το τι ψάχνει. Ψάχνει να βρει κάτι εκεί. Στο μοντάζ.
Η αντίστοιχη διαδικασία του μοντάζ που βλέπουμε στις «Ραγισμένες Αγκαλιές» έχει να κάνει με το ποιο πλάνο είναι καλύτερα φωτισμένο και σε ποιο οι ηθοποιοί είναι περισσότερο εκφραστικοί. Η σειρά τους είναι δεδομένη και όταν θα του καταστρέψουν την ταινία, θα του την καταστρέψουν απλά επιλέγοντας τα λιγότερο πετυχημένα πλάνα. Αυτήν την κατεξοχήν κινηματογραφική διαφορά (του πώς δηλαδή με διαφορετικό μοντάζ μια ταινία μπορεί να μετατραπεί από απολαυστική σε βαρετή) δεν την εισπράττουμε με κινηματογραφικούς όρους. Δεν βλέπουμε π.χ. ένα κρίσιμο «κόψιμο» που κάνει την ταινία να αλλάζει τέμπο. Βλέπουμε την υπέροχη τελική εκδοχή, αλλά είναι υπέροχη ως ολοκληρωμένα πλάνα, όχι συγκριτικά με την προηγούμενη εκδοχή.
Αντίθετα, βλέπουμε να καίει τον Ματέο το θέμα του ντεκόρ της ταινίας του, που δεν είναι αρκετά «gráfico». Ζητά άλλα λαμπατέρ, άλλες καρέκλες, άλλα τραπέζια. Γιατί ένας κακομονταρισμένος Αλμοδοβαρ, θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι και πάλι αναγνωρίσιμος Αλμοδοβαρ. Αλλά δεν θα ήταν ποτέ Αλμοδοβαρ, αν η ιστορία των «Γυναικών στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης» συνέβαινε σε ένα σπίτι που η μάνικα δεν θα ήταν μοβ, που τρεις πολύχρωμες πετσέτες δεν θα κρέμονταν σε μια γωνία της κουζίνας, που τα σκουλαρίκια της Καντέλα δεν θα είχαν αυτό το σχήμα, που τα ρούχα, τα έπιπλα, η ταπετσαρία, δεν θα δημιουργούσαν από κοινού αυτό το ολότελα εμπριμέ σύμπαν. Ο Αλμοδοβαρ γουστάρει να ξανακινηματογραφήσει στις «Ραγισμένες Αγκαλιές» το κόψιμο των ντοματών για την παρασκευή του γκασπάτσο, μόνο και μόνο γιατί είναι κατακόκκινες.
Αυτές λοιπόν οι εικόνες μπορεί και να είναι η βάση του έργου του. Αλλά σε καμία περίπτωση μόνες τους. Εξίσου, αν όχι και περισσότερο, βάση του έργου του είναι τα σενάριά του, το πάθος του του για τις ιστορίες και τα συναισθήματά που βγαίνουν από αυτές, όπως στην περίπτωση του γιου του Άρθουρ Μίλερ. Η εικόνα θα έρθει να τις ντύσει. Πολύχρωμα, παραστατικότατα, χωρίς καμία φειδώ. Η εικόνα αυτή θα του δώσει πράγματι και τη στάμπα της. Αλλά ο τυφλός Ματέο Μπλάνκο συνεχίζει να γράφει και - έστω και κολοβά- συνεχίζει να υπάρχει καλλιτεχνικά, κάνοντας αυτό που του είναι φυσικό, πιθανότατα πολύ περισσότερο φυσικό από ό,τι θα ήταν για τον Αλμοδοβαρ να σκηνοθετήσει κάποιο ξένο σενάριο.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Κυριακή, Οκτωβρίου 11, 2009

Tιτανομαχία











Πέμπτη, Οκτωβρίου 08, 2009

Με έλεγαν μάγισσα, που καρδιές ράγισα.

Την γνώμη μου για την ταινία την έχω γράψει εδώ. Φοβάμαι πως ήδη σε αυτήν υπάρχουν έμμεσα ή άμεσα spoilers, αλλά αφού οι απόψεις που τώρα θα σχολιάσω είναι φουλ στα spoilers, θα του δώσω κι εγώ να καταλάβει.
---
Αντουανέττα Αγγελίδη (σκηνοθέτης) & Ρέα Βαλντέν (διδάκτωρ φιλοσοφίας):
Η ταινία βέβαια μάς δείχνει το παιδί να σηκώνεται από το κρεβάτι του και τελικά να ανεβαίνει στο παράθυρο, να γλιστράει και να πέφτει να σκοτώνεται, ενώ οι γονείς του κάνουν έρωτα. Και οι δυο τους. Μποθ. Μεταξύ τους. Δεν είναι η μάνα μόνη της σπίτι αυνανιζόμενη, η οποία προκειμένου να υπηρετήσει την δική της ηδονή δεν ακούει το παιδί τους. Δύο ηδονές υπηρετούνται, και η ανδρική και η γυναικεία, και είναι τόσο ο πατέρας όσο και η μάνα που δεν ακούν το παιδί.
Βέβαια την κατάθλιψη, τις τύψεις και την τρέλα την παθαίνει η γυναίκα. Αλλά αυτό γιατί να συνιστά κατηγορώ κατά της γυναίκας, που δεν μπορεί να συνέλθει, και να μην συνιστά από την ανάποδη κατηγορώ κατά του άντρα, που μια χαρά συνέρχεται, που συνέρχεται τόσο, ώστε αναλαμβάνει να ψυχοθεραπεύσει και τη γυναίκα του;
Και αυτό πάει σε μια σειρά ακόμα από στοιχεία. «Εσύ δεν ήξερες ότι τελευταία τα βράδια τελευταία σηκωνόταν από το κρεβάτι του», του λέει εκείνη γεμάτη τύψεις. Γιατί να μην το ήξερε; Η γυναίκα του έβαζε τα παπούτσια ανάποδα, με αποτέλεσμα να του στραβώσει τα ποδαράκια. Τα βλέπουμε και στον πρόλογο της ταινίας σε ανάποδη θέση κάτω από το κρεβατάκι του. Αυτός γιατί δεν το είχε προσέξει; Γιατί η δικιά του η απουσία, η σωματική ή η της φροντίδας, να θεωρείται εξαρχής αθώα; Ποιός ενοχοποιεί τη γυναίκα και αθωώνει τον άντρα; Ο Λαρς Φον Τριερ ή ο τρόπος που είδαν την ταινία οι Αγγελίδη - Βαλντέν;
Μόνη εξήγηση που έχω, είναι ότι αυτό πρέπει να αποτελεί κομμάτι από κάποιο άλλο κείμενο, τσιτάτο ή μανιφέστο, κι επειδή το έχουν αγαπήσει πολύ η Αγγελίδη και η Βαλντέν είπαν να το κολλήσουν εδώ. Απόλυτα σεβαστό και θα αποτελούσε μικροψυχία να κολλήσουμε σε σχολαστικισμούς του στυλ πως το υπέροχο αυτό απόσπασμα δεν έχει καμία σχέση με την ταινία.
Τα οποία όμως ποιά είναι; Ότι η ανθρώπινη φύση είναι κακή; Ότι οι γυναίκες είναι μάγισσες; Ότι η μητρότητα είναι φόνος;
Μαρία Ρεπούση (αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας ΑΠΘ):
«Στη διάρκεια του 16ου και του 17ου αιώνα, κάθε γυναίκα κινδύνευε να κατηγορηθεί σαν μάγισσα και να οδηγηθεί στο δικαστήριο. Πολλές από αυτές, δεκάδες χιλιάδες, σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις 110.000 δίκες το διάστημα 1450-1750, θα διωχθούν τελικά με κατηγορία τις προνομιακές τους σχέσεις με τις δυνάμεις του κακού. Πουλημένες στον Σατανά με αντάλλαγμα υπερφυσικές δυνάμεις για να πράξουν το κακό που έχουν μέσα τους, συλλαμβάνονται, βασανίζονται για να αποκαλύψουν τις μυστικές τους συμφωνίες με τον Αντίχριστο, αναγκάζονται να συνειδητοποιήσουν τη σατανική τους φύση και να την ομολογήσουν και πολλές από αυτές, οι μισές περίπου από όσες κρίνονται ένοχες, θανατώνονται δημόσια στην πυρά ή στην κρεμάλα.
Το χαλάζι που έπεσε και κατέστρεψε τα σπαρτά, το γελάδι που ψόφησε, η κότα του γείτονα που δεν γέννησε αβγά, το παιδί που αρρώστησε, ήταν συχνά τα σημάδια της μαγικής ικανότητας κάποιων γυναικών που είχαν πουλήσει την ψυχή τους στον διάβολο.
Την ιστορία αυτή ανακαλεί η τελευταία κινηματογραφική αφήγηση του Τρίερ, «ο Αντίχριστος». Οχι για να την καταγγείλει, να την αμφισβητήσει, να την προβληματίσει. Για να τη δικαιώσει».
!!!!!!
Τα θαυμαστικά δεν σημαίνουν πως ισχυρίζομαι ότι ο Τρίερ θέλει να καταγγείλει και να αμφισβητήσει την ιστορία αυτή. Αλλά σημαίνουν πως σίγουρα δεν θέλει και να τη δικαιώσει. Και νομίζω εδώ είναι και το κλειδί της αντίληψης της Ρεπούση, αλλά και του τίτλου που ρωτά αν πρόκειται για παραλήρημα μισογυνισμού ή παρεξηγημένο αριστούργημα. Δεν είναι ταινία αυτό που βλέπουμε. Είναι ιδεολογική πλατφόρμα, όπου ο σκηνοθέτης πρέπει είτε να καταγγείλει τη δαιμονοποίηση των γυναικών στο μεσαίωνα είτε να τη δικαιώσει. Άλλη λύση, όπως ας πούμε ο σκηνοθέτης να μην θέλει ούτε να καταγγείλει ούτε να δικαιώσει τον ισχυρισμό πως οι γυναίκες είναι διαβολικά όντα, αλλά να τον χρησιμοποιεί ως τμήμα της πλοκής της ταινίας του, που θα έχει μια επίπτωση στον χαρακτήρα της πρωταγωνίστριάς του, προφανώς δεν υπάρχει. Συμπεραίνω μάλιστα ότι πρόκειται για ένα ζήτημα που είναι ακόμα στο τραπέζι. Είναι ή δεν είναι οι γυναίκες όργανα του οξαπωδώ; Και στο μείζον αυτό ιδεολογικό δίλημμα των καιρών μας, ο Λαρς Φον Τρίερ δυστυχώς αποφαίνεται πως, ναι, είναι. Και πρέπει να καούν στην πυρά. Ή για να μην αδικήσω την Μαρία Ρεπούση, ίσως πρόκειται για μια ιδεολογική διαφορά που είχε κάπως ηρεμήσει για μερικούς αιώνες, αλλά την επαναφέρει τώρα στο προσκήνιο ο σκηνοθέτης, με μια απόφανση που μπορεί να δρομολογήσει σε πολύ -μα πάρα πολύ- επικίνδυνα πισωγυρίσματα.
Και μαζί με αυτήν και εσύ, Μαρία Ρεπούση. Βέβαια ο άντρας και γιατρός της, της επισημαίνει ότι κάνει ακριβώς αυτό, ότι πιστεύει ως αληθινές αυτές τις κατηγορίες, ενώ το θέμα ήταν να τις κατακρίνει και να δει τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτές.
Οπότε το σχήμα πάει ως εξής: εκείνη μελετώντας την ιστορία της δαιμονοποίησης της γυναικείας φύσης στον μεσαίωνα, πιστεύει ότι είναι όντως κακιά η φύση της. Στη συνέχεια η Μαρία Ρεπούση που βλέπει σε μια ταινία αυτή την ιστορία πείθεται και εκείνη με τη σειρά της ότι η φύση της πρωταγωνίστριας είναι κακιά.
Αλλά αν η πρωταγωνίστρια έχει τις δικαιολογίες της («σατανική φύση», γαρ), η Μαρία Ρεπούση τι δικαιολογία έχει; Μήπως -και συγγνώμη που το τραβάω, αλλά εδώ τα στοιχεία αρχίζουν και βοούν- είναι κι εκείνη (γυναίκα, γαρ) σατανική φύση;
Αυτός, ο άνθρωπος αυτός, όπως και στην περίπτωση των Αγγελίδη - Βαλντέν, όχι μόνο αθωώνεται πλήρως για το χαμό του παιδιού, για τον οποίο κρίνουν οι τρεις σχολιάστριες πως φταίει μοναχά εκείνη, αλλά αθωώνεται όπως φαίνεται και για το στραγγαλισμό της γυναίκας του και για το εν συνεχεία κάψιμό της. Εκείνος είναι που κλιμακώνει την βία στην πιο ακραία μορφή της, εκείνος είναι που τη σκοτώνει χωρίς να είναι δεδομένο ότι το κάνει σε αυτοάμυνα ή μόνο για να προστατέψει τη ζωή του, εκείνος στη συνέχεια την καίει. Αλλά αυτός προφανώς τίποτα το σατανικό δεν κάνει, τίποτα το ανορθολογικό, τίποτα το παρανοϊκό, τίποτα το επιλήψιμο. Και πώς αλλιώς, αφού η «πραγματική φύση» εκείνης ήταν τελικά διαβολική, άρα δικαίως κάηκε. Άρα, επαναλαμβάνω, ποιός ενοχοποιεί ποιόν και ποιός αθωώνει ποιόν; Ο σκηνοθέτης ή ο τρόπος που βλέπει την ταινία η Ρεπούση;
Κι εγώ με τη σειρά μου έχω δικαίωμα να αναρωτηθώ: εάν στην περιβόητη ιδεολογική μάχη της Ιστορίας της Έκτης, την πλευρά της προόδου, των φωτών και των ανοιχτών μυαλών, εκπροσώπησε το μυαλό της Μαρίας Ρεπούση, μήπως πρέπει να αυτοπυρποληθούμε όλοι μαζί, αφού τελικά λίγο πολύ όλοι έχουμε πουλήσει το μυαλό μας στο διάβολο των ιδεοληψιών μας;

Ερώτηση

Η Βασιλική Οικογένεια της Δημοκρατικής Παράταξης
Εάν ο Γ.Α.Π επαληθεύσει όλο αυτό το κλίμα αισιοδοξίας και ανάτασης, που αίφνης διαχύθηκε στην ατμόσφαιρα, και κυβερνήσει καταπληκτικότατα, ρωτώ τον πολιτειολόγο του μέλλοντος (γιατί δεν είναι οι ιστορικοί οι μόνοι επιστήμονες που έχουν μέλλον): αυτό θα συνιστά θρίαμβο ή πανωλεθρία για τη δημοκρατία ως πολίτευμα, ως φιλοσοφία, ως αρχή;

Τρίτη, Οκτωβρίου 06, 2009

Το πλυντήριο τελείωσε

Το αγοράκι τους κοιμάται στην κούνια του, το πλυντήριο μπήκε, εκείνος κι εκείνη είναι στο μπάνιο, καθαροί πια, ελεύθεροι να κάνουν έρωτα. Κι αρχίζουν να κάνουν. Το μπάνιο είναι γεμάτο ατμούς. Έχει ζέστη εκεί. Έξω πάλι χιονίζει και φυσάει. Φυσάει τόσο που ανοίγει το παράθυρο. Δεν το είχαν κλείσει καλά; Δεν τους νοιάζει αν θα πουντιάσει το παιδί; Δεν το έχουν πάρει καν χαμπάρι. Έχουν την προσοχή τους στραμμένη αποκλειστικά στον έρωτα. Και κάνουν και θόρυβο. Πέφτουν πάνω σε ένα παιδικό παιχνίδι. Ρίχνουν το ποτήρι με την οδοντόβουρτσα. Στην κρεβατοκάμαρα ρίχνουν κι ένα γυάλινο μπουκάλι με νερό. Μα δεν τους νοιάζει αν θα ξυπνήσει το παιδί; Και το παιδί που όντως ξύπνησε και κάνει θορύβους γιατί δεν το ακούνε; Νά ο ασύρματος της ενδοσυνεννόησης. 'Εχει μπει στο mute. Ματαίως το παιδί χτυπάει το δικό του ασύρματο με το αρκουδάκι του. Στο mute έχουν βάλει και όλον τον έξω κόσμο. Όλες τους οι αισθήσεις είναι εκεί. Μα υπάρχει άλλος τρόπος να κάνεις άξιο λόγου σεξ; Έτσι σε προστάζει η φύση σου. Εκείνος κι εκείνη κάνουν έρωτα σαν άντρας με γυναίκα. Μόνο που εκείνος κι εκείνη είναι ταυτόχρονα πατέρας και μητέρα. Από τη μια η φύση σου η σεξουαλική διεκδικεί την πλήρη επικράτειά σου όσο διαρκεί ο έρωτας και από την άλλη η φύση σου η γονεϊκή σού ζητά να μην αναστείλεις ούτε στιγμή την προσοχή σου απ' το μικρό παιδί σου. Το ένστικτο που οδηγεί στη γέννηση της ζωής συγκρούεται με το ένστικτο που οδηγεί στην προστασία της γεννημένης ζωής. Το αγοράκι έχει ανοίξει την πόρτα της κούνιας του. Φτάνει έξω από την κρεβατοκάμαρα των γονιών του. Τους βλέπει. Το αποτέλεσμα μιας παλιότερης σεξουαλικής πράξης βλέπει τώρα την πράξη που το προκάλεσε. Γυρνά το κεφάλι προς την κάμερα με κάτι σαν αινιγματικό χαμόγελο. Μετά σπρώχνει την καρέκλα προς το παράθυρο. Εκείνοι δεν την ακούν να τρίζει. Με το αρκουδάκι στο χέρι ανεβαίνει στο παράθυρο.
Το χιόνι πέφτει τόσο όμορφα. Το αγοράκι γλιστράει; Παίζει; Τι σημασία έχει; Σημασία έχει ότι πέφτει τόσο όμορφα στον χιονισμένο δρόμο. Και το αρκουδάκι πέφτει εξίσου όμορφα· ελάχιστα αργότερα από το παιδί, λόγω της βαρύτητας, που απλά επιτείνει την ονειρική ομορφιά της σκηνής. Το μοντάζ είναι παράλληλο. Μέσα στο δωμάτιο ο άντρας τελείωσε. Μέσα στην αγκαλιά του η γυναίκα τελείωσε. Έξω στο χιόνι το παιδί τους τελείωσε. Στο μπάνιο το πλυντήριο τελείωσε.
Ο πρόλογος του «Αντίχριστου» του Λαρς Φον Τρίερ μόλις τελείωσε, μαζί με αυτήν την υπέροχη άρια, που είναι ο μόνος ήχος που ακούγαμε καθ΄όλη τη διάρκειά του προλόγου. Ούτε εμείς ακούγαμε μπουκάλια να πέφτουν, τον αέρα να φυσά, τις καρέκλες να τρίζουν, εκείνον κι εκείνη να αγκομαχούν: όπως το άξιο λόγου σεξ, έτσι κι ο άξιος λόγου κινηματογράφος επιβάλλει κυριαρχικά τους όρους της δικής του ατμόσφαιρας.
Μετά το χαμό του παιδιού τους εκείνη δεν μπορεί να συνέλθει. Εκείνος είναι ψυχοθεραπευτής και εκείνη (η μάνα που όντας για λίγο γυναίκα δεν ήταν για εκείνο το λίγο αρκετά μάνα) γίνεται τώρα ασθενής του. Εκείνος όμως γιατί μπορεί να συνέλθει; Αν είναι λογικό να μην τρελαίνεσαι για τον θάνατο του παιδιού σου, ίσως είναι η λογική παράλογη και το παράλογο λογικό. Όπως και να ΄χει εκείνος θεωρεί το Λόγο το μεγάλο του όπλο, στον Λόγο νιώθει σιγουριά, στον Λόγο είναι σίγουρος ότι θα ανακτήσει τον έλεγχο. Της ζητά να του αναλύσει τι είναι αυτό που φοβάται. «Πρέπει να φοβάμαι κάτι συγκεκριμένο»; Είναι όλοι οι φόβοι μας λογικά εξηγήσιμοι; Είναι ο Λόγος το ασφαλές μας καταφύγιο έναντι των πάντων;
Όταν τα πράγματα φύγουν από κάθε έλεγχο, όταν η ασθενής του ξεφύγει και το τέταρτο ζευγάρι ρόλων που θα διαδραματίσουν εκείνος κι εκείνη θα γίνει αυτό του θύματος και του θύτη, ο ψυχοθεραπευτής βρίσκει την πλέον δραστική θεραπεία, την μοναδική θεραπεία που διασφαλίζει ότι οι φόβοι οι λογικοί και οι παράλογοι έφυγαν οριστικά, η διανοητική αστάθεια έφυγε οριστικά, οι ενοχές κι ο πόνος έφυγαν οριστικά. Γιατί εκτός των άλλων η φύση ζητά και την αυτοσυντήρησή σου. Το αν ξεπέρασε εκείνος τα όρια, αν επισημοποίησε το πέρας των συνεδριών του με συμβολικές τελετουργίες, μπορεί να το συζητήσει αργότερα με το δικό του ψυχοθεραπευτή. Ή τη δική του ψυχοθεραπεύτρια. Όχι πάντως με τον δικό του άφυλο ψυχοθεραπευτή. Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχουν άφυλοι σκηνοθέτες, όπως δεν υπάρχουν και άφυλοι θεατές· και το φύλο μας μάς επηρεάζει στο πώς βλέπουμε αν όχι τα πάντα, σίγουρα όμως τα θέματα τα οποία αφορούν τη σχέση των δύο φύλων.
Έτσι, ως άντρας θεατής βρίσκω υπερβολικές τις κατηγορίες για μισογυνισμό του Λαρς Φον Τρίερ. Μπορεί να μην είμαι πεισμένος ότι είναι ακριβείς, αλλά πάντως βρίσκω συγκριτικά πολύ λιγότερο υπερβολικές τις διακηρύξεις του ότι είναι ο καλύτερος σκηνοθέτης του κόσμου.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Οκτωβρίου 05, 2009

Σκατζάρισες, μα σε κρατάει λύπη μεγάλη

Στον καιρό του δικομματισμού, κινητήρια δύναμη των μεγάλων εκλογικών ρευμάτων δεν είναι το όραμα εκείνου που παίρνει 45,36% το 2004 ή 44% το 2009, αλλά η συσσωρευμένη αγανάκτηση για τον προηγούμενο. Τα θηριώδη αυτά ποσοστά δεν εκφράζουν θέση αλλά αντίθεση. Όταν φτάνουμε να μην αντέχουμε καθόλου πια τον ένα, τον αλλάζουμε ψηφίζοντας όλοι μαζί τον άλλο. Τα δύο κόμματα μπορούν να συνεγείρουν ακόμα, αλλά ως υποδοχείς και εκφραστές της αηδίας για τον άλλο.
---
Εκείνη έπαψε να έχει το πρόσωπο του Ρουσόπουλου, εκείνο άρχισε να έχει το πρόσωπο του Παπακωνσταντίνου. Κι έτσι ήρθαν όλα τούμπα. Το Βατοπαίδι θα είχε μικρές εκλογικές επιπτώσεις, όπως τόσα άλλα σκάνδαλα, αφού σκάνδαλα μπορούσε να αντέξει η ΝΔ. Την απώλεια Ρουσόπουλου ήταν που δεν μπορούσε να αντέξει. Δεν είναι τα σκάνδαλα, δεν είναι η οικονομία, δεν είναι η πολιτική εκείνη που θα αλλάξει τις εκλογικές ισορροπίες ανάμεσα στα δυο κόμματα: είναι μόνο η επικοινωνία, είναι μόνο το ποιός θα μιλά για λογαριασμό του κόμματός σου, ποιά εικόνα θα έχει, ποιά εικόνα θα του δίνει.
---
Και του στραβού το δίκιο είναι ότι 11 στους 10 Έλληνες δεν αντέχουν την ιδέα των μη σταθερών κυβερνήσεων. Πού να τρέχουμε τώρα, πού να τραβιόμαστε τώρα, πού να ξεβολευόμαστε τώρα. Αφού ήρθε η σειρά του άλλου να σκατζάρει, ας τον ψηφίσουμε κι εμείς μην τυχόν και δεν προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Σάββατο, Οκτωβρίου 03, 2009

Μνήμη κάλπης.
Η εντονότερη μνήμη κάλπης που έχω είναι ηχητική:
«Αχ, Ραλφ, τι κάλπης που είστε! Κάλπης σαν άντρας, κάλπης σαν παπάς! ... Κάλπης είστε, κάλπης, κάλπης! Ένας κάλπης και τίποτα παραπάνω, Ραλφ!».
Έμοιαζαν.
Προχθές στο μετρό, μέσα στον ποταμό των σωμάτων και των κεφαλιών, είδα δυο γυναικεία χέρια με δαχτυλίδια να κρατάνε δυο διπλανές χειρολαβές. Ίσως η εικόνα από μόνη της δεν λέει τίποτα, αλλά εντελώς συμπτωματικά τα κοιτούσα από μία οπτική γωνία, όπου τα χέρια με τα δαχτυλίδια φαίνονταν να είχαν μια αυτοτέλεια, μια ανεξαρτησία από τα σώματα των οποίων υποτίθεται ήταν μόνο άκρα, αφού φαίνονταν να ήταν δυο διπλανές, παράλληλες ιστορίες. Έμοιαζαν. Σκέφτηκα να τα φωτογραφίσω, αλλά ντράπηκα.
Ο Άνθρωπος - Δρόμος.
Μισός σάρκα - μισός άσφαλτος,
ο Σουφλερίν είναι ο Σαρακατσάνος Γουλβερίν.