Δευτέρα, Ιουνίου 07, 2021

H πετσέτα


Κάθε που έμπαινε να πλυθεί, ξεκούμπωνε προσεκτικά το στέρνο του κι έβγαζε ένα - ένα ό,τι συναισθήματα είχε. Τα ακουμπούσε στην μπανιέρα, γονάτιζε κι άρχιζε να τα λούζει και να τα πλένει. Καμιά φορά τα άφηνε να παίξουν μεταξύ τους και να κάνουν και μπουρμπουλήθρες. Περισσότερο ίσως απ’ όλα, του άρεσε όταν τα έβγαζε και τους στέγνωνε τα μαλλιά και το κορμί με την πετσέτα τους. Αυτά, τυλίγονταν όλα γύρω απ’ την πετσέτα, περιμένοντας υπομονετικά να κάνει κι εκείνος μπάνιο. Παρατηρούσαν το νερό, το σαμπουάν και το σαπούνι να κυλάνε πάνω στο γυμνό του σώμα, στο γυμνό τόσο από ρούχα όσο και από συναισθήματα σώμα. Ήταν ένα σκέτο κορμί. Όχι δηλαδή - όχι σκέτο. Το μυαλό του συνέχιζε να δουλεύει κανονικά. Απλά τα συναισθήματα ήταν στην πετσέτα και τον περίμεναν, σίγουρα πως τα είχε ανάγκη, σίγουρα πως χωρίς αυτά δεν μπορούσε, σίγουρα πως τελειώνοντας θα ξανάνοιγε το στέρνο του και θα τα επέστρεφε στη θέση τους, φρεσκοπλυμένα και μοσχομυριστά. Καμιά φορά τα ψιλοβασάνιζε κι έκανε ότι σηκωνόταν να φύγει, αφήνοντάς τα εκεί. Δεν έφευγε πέραν της πόρτας, γύρναγε και τα έβαζε πίσω. Αυτή την φορά δεν είχε πολύ κέφι για πειράγματα. Άνοιξε το στέρνο του, τα έβγαλε απ’ την πετσέτα τους, έβαλε την πετσέτα μέσα του κι έκλεισε την πόρτα. Βρίσκοντας πολύ χώρο κενό, η πετσέτα αποφάσισε να φορεθεί σαν μπέρτα και να λειτουργήσει σαν μπέρτα. Χωρίς να καταλάβει πώς, άρχισε να πετάει εσωτερικά, σαν υπερήρωας. Αλλά υπερήρωας χωρίς ειδική υπερδύναμη δεν νοούνταν. Έπρεπε να βρει την υπερδύναμή του. Θα είναι η ανοικτότητα είπε. Θα είμαι ανοικτός. Το στέρνο του άνοιξε μόνο του, μαζί και το μέτωπό του. Τέντωσε τα χέρια και ζήτησε να μπει μέσα στο στέρνο και το μέτωπό του, όποιο συναίσθημα και όποια σκέψη ήθελαν. Δικά του ή άλλων ανθρώπων. Δικά του και άλλων ανθρώπων. Θα τα χωρούσε όλα.