Παρασκευή, Φεβρουαρίου 28, 2014

Ο Λόγος

(Ακολουθούν σκέψεις για τέσσερεις στιγμές του Νymphomaniac II. Η συνολική μου γνώμη για την ταινία, στο ελculture)

Ο πόνος και το όριο: Η Τζο, βρίσκοντας τον έρωτα της ζωής της, χάνει την ερωτική της διάθεση. Δεν μπορεί να ολοκληρώσει πια, καθώς -όσο κι αν προσπαθεί- το κορμί της δεν ανταποκρίνεται. Θα ξαναβρεί την ανταπόκριση στον πόνο. «Δεν υπάρχει λέξη κλειδί την οποία θα μου πεις και θα με κάνει να σταματήσω», της λέει ο Κ, ένας νέος άντρας που χτυπά στο γραφείο του γυναίκες που τον περιμένουν στον προθάλαμο με ραντεβού. Ο σαδισμός του επεκτείνεται και στα ωράρια των «πελατισσών» του. Μόνο χαράματα δέχεται και η Τζο πρέπει να είναι εκεί από τις 2 ώς τις 6, όπου μπορεί να την καλέσει πάσα ώρα και στιγμή. Ο Κ δεν κάνει σεξ, είναι απόλυτα σαφές αυτό. Και δεν παίρνει και χρήματα «Τι κερδίζεις εσύ από αυτό;» θα τον ρωτήσει. «Είναι δικό μου θέμα και μην με ξαναρωτήσεις». Σε μια από τις πιο μεγάλες στιγμές της ταινίας το μαστίγωμα μετατρέπεται σε ηδονή. Ωστόσο, ίσως θα έπρεπε να το σκεφτούμε αντίστροφα, όχι ως προς τα σύνορα οδύνης-ηδονής, όχι ως προς αυτή την αναζήτηση του πόνου, αλλά στο ότι εν προκειμένω πρόκειται για έναν πόνο οριοθετημένο (καθώς ο Κ πάντα ενημερώνει για το πόσες φορές θα χτυπήσει και δεν αποκλίνει από αυτό), έναν πόνο προγραμματισμένο, μια σωματική τιμωρία που κατά βάθος δε συνιστά και τιμωρία, αφού είναι απαλλαγμένη από οποιαδήποτε μομφή προς το πρόσωπό σου αυτού που σε τιμωρεί, πρόκειται για ένα μαζοχισμό τόσο ξεκάθαρο και τόσο δίχως προσχήματα, που ίσως παύει πια να είναι μαζοχισμός, ίσως δηλαδή η Τζο δεν ψάχνει τον πόνο αλλά τον εγκιβωτισμό του μέσα σε ένα μηχανικό πλαίσιο, ίσως δεν ψάχνει την τιμωρία αλλά τη φυλάκισή της στο σωματικό και μόνο σκέλος, απαλλαγμένη από την ψυχική-ενοχική της διάσταση. - See more at: http://www.elculture.gr/elcblog/article/Nymphomaniac-Volume-II-807452#sthash.gB6olicz.dpuf

Η σκηνή με τους δύο Aφρικάνους μετανάστες εραστές είναι ιδιοφυής, καθώς ο Τρίερ παίρνει μια κλασική σεξουαλική φαντασίωση και την μετατρέπει σε υπαρξιακό καλαμπούρι. Η συγκεκριμένη φωτογραφία ήταν από αυτές που είχαν κυκλοφορήσει περισσότερο και δημιουργούσε στους θεατές την προκατειλημμένη υποψία ότι θα συνιστούσε μια από τις πιο προκλητικές με όρους σεξουαλικής απεικόνισης σκηνές της ταινίας. Ο τρόπος μάλιστα που ξεκινάει την αφήγηση του περιστατικού η Τζο, όταν θέτει ως προαπαιτούμενο να μην μιλά τη γλώσσα των ανθρώπων αυτών και να βρίσκεται έτσι εξ ορισμού εκτός του βασιλείου της γλώσσας κατά την σεξουαλική επαφή μαζί τους, δημιουργεί μια άλλη υποψία, μήπως και ο Τρίερ προκειμένου να τα βάλει με την πολιτική ορθότητα, καταλήγει να βαδίσει σε ρατσιστικά μονοπάτια. Συμβαίνει όμως το ακριβώς αντίθετο: καθώς οι δυο τους τσακώνονται γυμνοί στη γλώσσα τους, η Τζο κοιτάζει τους σηκωμένους μαύρους φαλλούς τους, που έτσι απομυθοποιούνται, το μέγεθος και το χρώμα τους παύει να έχει τη συμβολική και φαντασιωτική του σημασία, παύει να έχει την κυρίαρχη σημασία που θα είχε σε οποιαδήποτε ερωτική σκηνή, μετατρεπόμενο σε ένα ακόμα κομμάτι σώματος, για την ακρίβεια σε ένα ακόμα αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του ψυχοσωματικού συνόλου που είναι ο άνθρωπος, στο οποίο κυριαρχεί η γλώσσα και ο λόγος. Μπροστά στο Λόγο όλα είναι αστεία και δευτερεύοντα, να βγεις από το σύστημα της γλώσσας δεν γίνεται, ο άνθρωπος δεν κάνει σεξ ποτέ μόνο ενστικτωδώς και μόνο υπακούοντας στην φύση του, αυτού του είδους τη σχεδόν ζωώδη απελευθέρωση δεν μπορεί ποτέ να τη βιώσει, τα γεννητικά του όργανα θα είναι πάντα δέσμια του συστήματος των νοημάτων και των εννοιών του ανθρώπινου λόγου.

Σε ένα από τα πιο αμήχανα τμήματα της ταινίας, η Τζο μετατρέπεται σε ένα είδους ψυχολογικoύ τραμπούκου που βοηθά κανονικούς τραμπούκους στην είσπραξη χρεών για λογαριαμό τοκογλύφων. Η σκηνή που γυμνώνει έναν άντρα και προσπαθεί να δει ποιά αφήγηση θα του δημιουργήσει στύση ώστε να τον κάνει να βρει το αδύναμο σημείο του, να υποκύψει και να πληρώσει τα χρέη του, είναι ο ορισμός της σκηνής που δεν κολλάει σε κανέναν μυθοπλαστικό κόσμο. Αλλά την ίδια ώρα βλέποντας τον φαλλό του να σηκώνεται καθώς του μιλάει για παιδάκια σε αυλές σχολείων, λες χαλάλι και παραπάνω από χαλάλι για αυτήν την μεταφορά του κακού που σωματοποιείται και της σκοτεινότατης επιθυμίας που σηκώνει τρομακτικά κεφάλι, λες χαλάλι για αυτό που λέει μετά η Τζο στον σοκαρισμένο Σέλιγκμαν, πως δηλάδή το 95% των παιδόφιλων (δεν γνωρίζω αν τα ποσοστά που αναφέρει ο Τρίερ είναι ακριβή, αλλά δεν είναι αυτό το σημαντικότερο) που καταπολεμά την τάση του και δεν ακουμπά ποτέ παιδί, όχι μόνο κατακριτέο δεν είναι, αλλά αντίθετα θα έπρεπε να του απονέμεται και μετάλλιο. Ο Τρίερ παίρνει μια από τις πιο εμβληματικές κατηγορίες τεράτων της εποχής μας, αντιστρέφει με ενσυναίσθηση το σύστημα αξιών μας, και λέει πως αν έχεις ένα τέρας μέσα σου, όταν το πολεμάς, όχι μόνο τέρας δεν είσαι αλλά άξιος θαυμασμού, πως μετράει αυτό που κάνουμε όχι αυτό που ποθούμε, πως είμαστε όχι αυτό που ορίζει η φύση μας, αλλά αυτό που προκύπτει ως αποτέλεσμα του διαλόγου και ενίοτε του πολέμου ανάμεσα στη Φύση και το Λόγο.


Όταν η Τζο μεγαλώνει το αιδοίο της μετατρέπεται σε μια ανοικτή πληγή. Ο Τρίερ φτιάχνει μια ηρωίδα που δεν «τιμωρείται» μόνο μια φορά τον μήνα επειδή είναι γυναίκα, αλλά μια γυναίκα που ματώνει μόνιμα, επεκτείνοντας την «τιμωρία» και αυτήν την φορά χωρίς το αντιστάθμισμα της δυνατότητας γέννησης ζωής. Η Τζο πληρώνει  όχι κάποιο προπατορικό αμάρτημα, αλλά το «αμάρτημα» της δικής της νυμφομανούς φύσης, για την ακρίβεια της χαρακτηριζόμενης από την κοινωνία ως νυμφομανούς επειδή είναι γυναικεία κι όχι αντρική φύση. Και κάπως έτσι το αιδοίο γίνεται ο πυρήνας αυτής της ταινίας, το αιδοίο που θέλοντας να ζήσει σαν φαλλός και ζώντας μια ζωή ικανοποίησης της δικής του αδηφάγου βούλησης τιμωρείται, τιμωρείται με ενοχές, με ανηδονία, με σωματικό πόνο, με αίμα. 

Η Τζο βρίσκοντας τον έρωτα της ζωής της, χάνει την ερωτική της διάθεση. Δεν μπορεί να ολοκληρώσει πια, καθώς όσο κι αν προσπαθεί το κορμί της δεν ανταποκρίνεται. Θα ξαναβρει την ανταπόκριση στον πόνο. «Δεν υπάρχει λέξη κλειδί την οποία θα μου πεις και θα με κάνει να σταματήσω», της λέει ο Κ, ένας νέος άντρας που χτυπά στο γραφείο του γυναίκες που τον περιμένουν στο προθάλαμο με ραντεβού. Ο σαδισμός του επεκτείνεται και στα ωράρια των «πελατισσών» του. Μόνο χαράματα δέχεται και η Τζο πρέπει να είναι εκεί από τις 2 ως τις 6, όπου μπορεί να την καλέσει πάσα ώρα και στιγμή. Ο Κ δεν κάνει σεξ, είναι απόλυτα σαφές αυτό. Και δεν παίρνει και χρήματα «Τι κερδίζεις εσύ από αυτό;» θα τον ρωτήσει. «Είναι δικό μου θέμα και μην με ξαναρωτήσεις». Σε μια από τις πιο μεγάλες στιγμές της ταινίας το μαστίγωμα μετατρέπεται σε ηδονή. Ωστόσο ίσως θα έπρεπε να το σκεφτούμε αντίστροφα, όχι ως προς τα κοντινά σύνορα οδύνης - ηδονής, όχι ως προς αυτή την αναζήτηση του πόνου, αλλά στο ότι εν προκειμένω πρόκειται για έναν πόνο οριοθετημένο (καθώς ο Κ πάντα ενημερώνει για το πόσες φορές θα χτυπήσει και δεν αποκλίνει από αυτό), έναν πόνο προγραμματισμένο, μια σωματική τιμωρία που κατά βάθος δεν συνιστά και τιμωρία αφού είναι απαλλαγμένη από οποιαδήποτε μομφή προς το πρόσωπό σου αυτού που σε τιμωρεί, πρόκειται για έναν μαζοχισμό τόσο ξεκάθαρο και τόσο δίχως προσχήματα που ίσως παύει πια να είναι μαζοχισμός, ίσως δηλαδή η Τζο δεν ψάχνει τον πόνο αλλά τον εγκιβωτισμό του μέσα σε ένα μηχανικό πλαίσιο, ίσως δεν ψάχνει την τιμωρία αλλά τη φυλάκισή της στο σωματικό και μόνο σκέλος απαλλαγμένη από την ψυχική - ενοχική της διάσταση.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 26, 2014

Το πλήθος και η μοναξιά

Παρακολούθησα τη χθεσινή εκδίκαση της αγωγής του Δημήτρη Μελισσανίδη κατά του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου, με την οποία ζητάει μισό εκατομμυριάκι ευρώ, και σκεφτόμουν να γράψω κάτι σήμερα, λιγότερο αναφορικά με την σιωπή μέσα στην οποία διεξάγεται η δίκη και περισσότερο αναφορικά με το γεγονός πως μερικοί δρόμοι είναι τελικά εκτός από δύσβατοι και εντελώς μοναχικοί, και πως μόνο εκείνος που τους τραβάει και ελάχιστοι εντελώς κοντινοί του άνθρωποι μπορούν να ξέρουν τι πολυδιάστατο ζόρι συνεπάγονται.
Βασικός αγωγικός ισχυρισμός του Δημήτρη Μελισσανίδη είναι ότι δεν έχει αυτός κάποια σχέση με την Αegean Oil και άρα κακώς τον ενέπλεξε το περσινό δημοσίευμα του Unfollow που έθιγε το γενικότερο ζήτημα της λαθρεμπορίας πετρελαίου. Παρά την πληθώρα των στοιχείων, ο μάρτυρας του αρνούνταν εξακολουθητικά το ότι οι εταιρίες της Αegean συνιστούν Όμιλο και το ότι ο Μελισσανίδης είναι ο ισχυρός του άντρας και εκείνος που τον διευθύνει στην πράξη. Ένα ιδιότυπο είδος παλικαριάς αυτό, το να στηρίζεις την αγωγή σου στην άρνηση αυτού που είναι γνωστό τοις πάσι και αυτού για το οποίο δρέπεις κατά τ' άλλα δάφνες και αναγνώριση.
Στο ακροατήριο έγινε προφανώς μνεία των απειλών που εκτοξεύθηκαν πέρσι τηλεφωνικά κατά του Χαραλαμπόπουλου («Θα μπορούσα να στείλω να σε σκοτώσουν χωρίς να σ’ έχω προειδοποιήσει. Αλλά είμαι άντρας και θα βάλω να σε τινάξουν στον αέρα την ώρα που κοιμάσαι. Θα βάλω να σε σκοτώσουν, εσένα, τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου και ό,τι άλλο έχεις» και άλλα πολλά παρόμοια) και είναι πράγματι άλλο να τις διαβάζεις και άλλο, ακόμη ανατριχιαστικότερο, να τις ακούς στην αίθουσα του δικαστηρίου ως ήχους από τον καταθέσαντα αυτήκοο μάρτυρα τους. Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος και πρωθυπουργικά βραβευμένος.
Ήθελα να γράψω σήμερα για το ότι μερικοί δημοσιογράφοι τραβάνε μοναχικές πορείες, μέχρι που προέκυψε η ανακοίνωση του Σταύρου Θεοδωράκη, οπότε παρηγορήθηκα που τουλάχιστον κάποιοι άλλοι δημοσιογράφοι δεν θα έχουν ποτέ να αντιμετωπίσουν απειλές κατά της ζωής τους και εξοντωτικές αγωγές, παρηγορήθηκα που ο δικός τους δρόμος μόνο μοναχικός δεν είναι και που πολύ πιθανόν ο κόσμος θα σπεύσει να τον αγκαλιάσει με θέρμη κι ανακούφιση, εφάμιλλη ίσως της θέρμης και της ανακούφισης με την οποία ήδη έσπευσαν από την πρώτη στιγμή να τον καλύψουν τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, σάιτς και συγκροτήματα Τύπου.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 23, 2014

Εγώ κι αυτός

Nεαρός, καλοβαλμένος, με σακκούλες ψώνια στα πόδια του, κάθεται χθες το απόγευμα διαγώνια απέναντι μου στο μετρό. Τον έχει πάρει ο ύπνος. Το κεφάλι του έχει κατέβει παραδομένο και βαρύ, οι άκρες των δακτύλων του είναι οι μόνες που κάνουν ακόμη κάποιες μηχανικές κινήσεις προσπαθώντας να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση της συνείδησής του. Στην επόμενη στάση φωτογραφίζω το είδωλό του στο παράθυρο δίπλα μου. Είναι σαν μηχάνημα που ξεφορτίστηκε και σταμάτησε να παίζει.
Αν εγώ κι αυτός είχαμε γεννηθεί σε άλλο τόπο,
κι ήμασταν πχ Ουκρανοί, χθες το απόγευμα και σήμερα το βράδυ θα μας απασχολούσαν μάλλον άλλα,
αν εγώ κι αυτός είχαμε γεννηθεί σε άλλο χρόνο,
δεν θα υπήρχε μετρό να μεταφέρει το σώμα μας ή κινητό και ίντερνετ να μεταφέρουν την εικόνα και τις σκέψεις μας,
αλλά σε όποιον χρόνο και σε όποιον τόπο κι αν είχαμε γεννηθεί κι εγώ κι αυτός,
σε όποιον πολιτισμό και σε όποια τάξη κι αν ανήκαμε,
το μηχάνημά μας δεν θα άντεχε να παίζει παρά για μερικές μόνο ώρες
και μετά θα ξεφορτιζότανε και θα σταμάταγε να παίζει
και το κεφάλι μας θα κατέβαινε παραδομένο και βαρύ,
μέχρι να φορτιστεί ξανά
και να επανασυνδεθεί με τον χρόνο μας, τον τόπο μας, τον πολιτισμό μας και την τάξη μας,
με όσα δηλαδή ορίζουν το πλαίσιο στο οποίο λειτουργούμε, τις ώρες εκείνες που βρισκόμαστε σε λειτουργία. 

Σάββατο, Φεβρουαρίου 22, 2014

Η ζημιά έχει γίνει από την Κίνα

Tυφλή βρέθηκε στο χώρο απονομής της, στα κτίρια της πρώην σχολής Ευελπίδων, γνωστή συνταγματική εξουσία, με αποτέλεσμα την αθώωση όλων των κατηγορουμένων για την υπόθεση ντόπινγκ στην Άρση Βαρών. Γειτονικοί θεσμοί της ερωτηθέντες δήλωναν την πλήρη έκπληξή τους: «Πέφτω από τα σύννεφα», δήλωσε κατά λέξη θεσμός που προτίμησε να κρατήσει την ανωνυμία του, και συνέχισε λέγοντας πως «την βλέπαμε να περπατά στη γειτονιά και έδειχνε απόλυτα υγιής. Ούτε γυαλιά δεν φορούσε». 
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, η τοξικολογική εξέταση στο αίμα της άτυχης εξουσίας θα δείξει αναφορικά με την εκτυφλωτική της τύφλωση, πως η ζημιά έχει γίνει από την Κίνα, όπως περίπου συνέβη και με το κινέζικο ρολόι του Σάββα Ξηρού, καθώς από εκεί έγινε η παραγγελία και ήρθε στην Ελλάδα λάθος παρτίδα με παράνομα σκευάσματα, αντί για τα συνήθη νόμιμα συμπληρώματα δικαστικής διατροφής, τα οποία της εξασφαλίζουν συνήθως τη δυνατότητα μεροληπτικής ορατότητας και στραβοκοιτάγματος, ανάλογα με το ιδεολογικό και ταξικό πρόσημο της κάθε υπόθεσης, το πού φυσά πολιτικά ο άνεμος και το τι επιθυμεί η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία.
«Υπήρχε όμως σκοπιμότητα ή απλώς έτυχε;», όπως σημείωσε ο εισαγγελικός λειτουργός επισημαίνοντας ότι «η εθνική ομάδα άρσης βαρών βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα». Ψεκάστε, ψεκαστείτε, σημειώσατε, πάντως μετά από αυτή την εξέλιξη και την συνταρακτική ανατροπή στα ως τώρα δεδομένα, οι Αρχές προσπαθούν να εντοπίσουν σε ποιόν ανήκει το ορφανό DNA που βρέθηκε πάνω στο αντεθνικό κούριερ από την Κίνα, με τις περισσότερες πιθανότητες να συγκεντρώνει η υποψηφιότητα του φυγόδικου Κώστα Σακκά και τις αμέσως μετά λοιπών μελών της Συνωμοσίας Πυρήνων του Λουμίδη.
Αν όμως έχει τελικά μια αξία η συγκεκριμένη δίκη είναι πως οι προαιώνιοι αντίπαλοι Αλέξης Κούγιας και Μιχάλης Δημητρακόπουλος ένωσαν για αυτόν τον εθνικό σκοπό τις δυνάμεις τους, δημιουργώντας την ποινικολογική ντριμ τιμ που βοήθησε την ντριμ τιμ του Χρήστου Ιακώβου να αποδείξει την εις βάρος του σκευωρία. Εν συνεχεία προέβησαν στην ακόλουθη δήλωση: 
«Η Δικαιοσύνη (Άννα Κουσιοπούλου, Πρόεδρος, Νικόλαος Ροζάκης, Μαρία Μπουτάκη, Πλημμελειοδίκες και Δημήτριος Νομικός, Εισαγγελέας) αθώωσαν την σύγχρονη αθλητική ιστορία της Ελλάδος στο αγώνισμα της Αρσης Βαρών. Ο Εθνικός Προπονητής, Χρίστος Ιακώβου, οι Ολυμπιονίκες Βαλέριος Λεωνίδης και Βίκτωρας Μήτρου, που οι διαχρονικές τους επιτυχίες πλημμύρισαν τις καρδιές μας από εθνική υπερηφάνεια και χαρά, σήμερα μας κοιτάζουν στα μάτια και βροντοφωνάζουν «Ελληνες πάνω από την μπάρα, όλοι μαζί μπορούμε». 
Έλληνες, πάνω από την μπάρα, όλοι μαζί μπορούμε.
Έλληνες, πάνω από την μπάρα, όλοι μαζί μπορούμε.
Έλληνες, πάνω από την μπάρα, όλοι μαζί μπορούμε.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 21, 2014

Φτηνό κρασί

Αφού από τις σακούλες του σούπερ μάρκετ διάλεξε να μου πέσει αυτή με το κρασί, σκέφτηκα τουλάχιστον να φωτογραφήσω αμέσως μετά κάτι από το ίχνος της στη διαδρομή της ως τον κάδο. Σε κρασιά, καφέδες, φαγητά, σε οτιδήποτε έχει να κάνει με την γεύση, είμαι το αντίθετο του κονοσέρ, το αντίθετο του μερακλή, το αντίθετο του εκλεπτυσμένου, όλα μου μοιάζουν περίπου ίδια, όλες οι διαφοροποιήσεις περίπου ασήμαντες, οπότε μην έχεις αμφιβολία πως χύθηκε κρασί φτηνό. Φτηνό σαν την φωτογραφία. Γιατί άραγε την τράβηξα; Τι θα μπορούσα να ποστάρω στη θέα της; Δεν ξέρω.
Ίσως στην ζωή μας δεν υπάρχουν ίχνη ανάξια απαθανάτισης. Ίσως το κάθε ίχνος της κάθε διαδρομής -οσοδήποτε σύντομης κι οσοδήποτε άδοξης όπως αυτή εδώ- να έχει κάτι να μας πει. Ίσως να μας λέει πως μπορούμε να σταθούμε πάνω απ' την άσφαλτο γυρνώντας την γύρω γύρω σαν φλιτζανάκι του καφέ, ώστε να οιωνοσκοπήσουμε απ΄ το σχήμα του κρασιού το μέλλον και το ριζικό μας. Ίσως πως μπορούμε να ξαπλώσουμε μπρούμυτα πάνω απ' την άσφαλτο και να γλείψουμε το φτηνό κρασί σαν κλοσάρ που είπαν να το ρίξουν λίγο έξω. Ίσως πως μπορούμε να εκμεταλλευθούμε την ώρα εκείνη τις ελαττωμένες της αναστολές ψιθυρίζοντάς της κάτι ευφορικό στο αυτί. Ίσως αυτή μας διαμαρτυρηθεί που την μεθύσαμε με τόση φτήνια. Ίσως θυμωμένη -αφού πρώτα δει αν την κοιτάζει κανείς- ανοίξει και μας καταπιεί. Ίσως πανικόβλητοι αρχίσουμε να χτυπάμε από κάτω της να ανοίξει πάλι για να βγούμε στην επιφάνεια. Ίσως δεν το κάνει και ίσως όσο απορροφά στους πόρους της αυτό που προσωρινά τη λέρωσε, τα ρουθούνια μας θα γεμίζουν φτηνή κρασίλα.
Και κάπως έτσι το ίχνος θα εξαφανιστεί από προσώπου γης. Και το μόνο που θα έχει μείνει για να το θυμίζει θα είναι ένα φτηνό ποστ κι η φτηνή μυρωδιά των ρουθουνιών μας. Kαι από πάνω μας θα περνούν αυτοκίνητα, μηχανές, άνθρωποι, σκυλιά, γατιά κι απορριματοφόρα.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 20, 2014

Έπεσε το πούσι αποβραδίς


Στους δρόμους της Αθήνας τα τρακαρισμένα αυτοκίνητα είναι το νέο τρεντ· τρακαρισμένα πίσω, μπροστά, στο πλάι, όλες οι παραλλαγές κυκλοφορούν πλέον ανερυθρίαστα, απενοχοποιημένα, θαρραλέα, σηματοδώντας μάλλον την τρέχουσα κατάσταση των ακόμη εχόντων: χτυπήθηκαν, χάλασε η μόστρα τους, αλλά είναι ακόμη εδώ, εν κινήσει, ρέλατιβλι αλάιβ εντ ρέλατιβλι κίκινγκ, η ζωή μπορεί να συνεχιστεί και χωρίς συνεργεία κι επιδιορθώσεις, με όσα αποκτήθηκαν προ κρίσης και την έχουν βγάλει ως τώρα ίσως όχι καθαρή, αλλά πάντως όχι και ολικά στραπατσαρισμένη.
Στους δρόμους του Κιέβου σφάζονται ένας θεός ξέρει ακριβώς το γιατί και πώς ακριβώς, πάντως σφάζονται, εδώ ως τώρα τις διαψεύσαμε όλες τις προβλέψεις, έστω και τρακαρισμένοι αντέξαμε, δεν το εμφυλέψαμε το πράγμα, ούτε κατά διάνοια, αντίθετα αρχίσαμε σιγά σιγά να μαζευόμαστε σπίτι μας, κούρασε η τόση μαζική πάλη, έρχεται ούτως ή άλλως κι η Αριστερά στην εξουσία όπου να ΄ναι· μνημόνιο, αυτό που όσο περνάνε τα χρόνια και όσο πιο βαθιές και ριζικές γίνονται οι αλλαγές του τόσο μικρότερη αντίσταση βρίσκει, την ίδια ώρα που όσο περνάνε τα χρόνια δεν έχει απομείνει και κανένας που να μην το αποτάσσεται· μνημόνιο αυτό που τα πρώτα χρόνια προκάλεσε έντονες αντιδράσεις ελέω του σοκ, με τα επόμενα σιγά σιγά να επανέρχεται, μεταλλαγμένο ως ζόμπι πλέον, το «εγώ δεν ασχολούμαι με την πολιτική»· αντιδράσαμε όσο αντιδράσαμε πάνω στην αλλαγή των αυτονόητων, μόνο και μόνο τελικά για να αλλάξουμε υπόδειγμα, περνώντας από το μεταπολιτευτικό αυτονόητο στο νεοφιλελεύθερο.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 18, 2014



Ο χαρακτήρας του καθενός, η μεγαλύτερη περιπέτεια όλων. Είναι δίχως όρια συναρπαστικά πλάσματα οι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι, όλοι ανεξαίρετα, ακόμη κι οι πιο στενοί, ακόμη κι αυτοί που πέρασαν φαινομενικά τη ζωή τους μέσα σε πέντε συναισθηματικά και διανοητικά τετραγωνικά. Η ζωή του καθενός μας, η κάθε ανθρώπινη ζωή, μια απαράμιλλα γοητευτική ιστορία.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 12, 2014

To κενό ανάμεσα στις λέξεις

Λος Άντζελες, κάπου στο κοντινό ή πάντως στο όχι εξαιρετικά μακρινό μέλλον. Mε τη βοήθεια της υποψήφιας για όσκαρ καλλιτεχνικής διεύθυνσης ο Σπάικ Τζόνζι μάς βάζει στο «Δικός της» μέσα σε έναν κόσμο που μοιάζει ταυτόχρονα προωθημένος και οικείος, όπως συμβαίνει και αναφορικά με την λίαν προωθημένη αλλά τελικά με στοιχεία οικειότητας τεχνολογική πραγματικότητα στην οποία η ταινία διαδραματίζεται. Ο Θίοντορ Τουόμπλι δουλεύει σε μια εταιρία που συντάσσει προσωπικές επιστολές για λογαριασμό άλλων. Ο Θίοντορ είναι ο καλύτερος γραφιάς της εταιρίας. Στο παρελθόν, όταν ήταν ακόμα ευτυχισμένος, υπήρχαν μέρες που τον γέμιζε τόσο η δουλειά του, που ένιωθε πως ήταν ο καλύτερος συγγραφέας του κόσμου. Ο Θίοντορ μέσα από τις επιστολές υποδύεται φωνές άλλων, μπαίνει μέσα σε διαπροσωπικές σχέσεις και παίζει τον ρόλο του συντρόφου, του εραστή, του πατέρα. Είναι κι ο ίδιος υπό αυτήν την έννοια ένα είδος λειτουργικού συστήματος, η ίδια του η δουλειά τον καλεί να παίξει το ρόλο της εικονικής επαφής. Είναι ένας  προσομοιωτής συναισθημάτων, o oποίος όμως βάζει τον εαυτό του μέσα σε αυτά που γράφει, που αποτελούνται έτσι κατ' αποτέλεσμα από αλήθεια κι από μη αλήθεια μαζί. Ίσως σε μερικούς λειτουργεί ως Συρανό, ίσως κατορθώνει να βάλει σε λέξεις αυτό που όντως οι ίδιοι αισθάνονται αλλά δεν μπορούν να το εκφράσουν, ίσως σε μερικούς το υπερβαίνει. Και το να βάζεις κάτι σε λέξεις, να το ορίζεις, δεν λειτουργεί από μόνο του ως μια νέα ονοματισμένη πραγματικότητα;
Ο Θίοντορ είναι εδώ και καιρό χωρισμένος από την παιδική του αγάπη και γυναίκα της ζωής του, αλλά δεν υπογράφει τα χαρτιά του διαζυγίου. «Μερικές φορές σκέφτομαι πως έχω νιώσει όλα όσα πρόκειται ποτέ να νιώσω. Πως από εδώ και πέρα δεν πρόκειται να νιώσω κάτι καινούριο, παρά μόνο ασθενέστερες εκδοχές πραγμάτων που έχω ήδη νιώσει», θα πει. «Το παρελθόν είναι απλά μια ιστορία που διηγούμαστε στον εαυτό μας», θα πει. «Την άφησα μόνη της στη σχέση», θα πει. Αλλά δεν είναι απαραίτητο πως φταίει και τόσο για το χωρισμό τους. Τι πιο πολύπλοκο από τις σχέσεις ανθρώπου με άνθρωπο; Είναι πιο εύκολο να γράφεις ωραία λόγια, παρά να ανταποκρίνεσαι στην ολότητα μιας σχέσης, όχι γιατί δεν εννοείς τα ωραία λόγια, αλλά γιατί ίσως δεν αρκεί το πώς αισθάνεσαι, δεν είναι μονοσήμαντο το πώς αισθάνεσαι, αλλά μεσολαβούν και ένα σωρό άλλοι παράμετροι, συμπεριλαμβανομένων των ρόλων στους οποίους απαιτείς να ανταποκριθεί ο άλλος.  
Ο χωρισμένος και κατ' επάγγελμα και κατά φύση ρομαντικός Θίοντορ αγοράζει την τελευταία λέξη της τεχνολογίας: λειτουργικά συστήματα τεχνητής νοημοσύνης που συνομιλούν και αποκτούν εξατομικευμένη σχέση με τον χρήστη. Πριν γίνει η εγκατάσταση του συστήματος στον υπολογιστή, τον ρωτάνε αν θέλει το λειτουργικό σύστημα να είναι άντρας ή γυναίκα. Δεν το είχε καν σκεφτεί με αυτούς τους όρους. Επιλέγει να είναι γυναίκα. Μόλις εγκαθίσταται, η πρώτη ερώτηση που της κάνει, από αμηχανία περισσότερο, είναι «πώς σε λένε;» και από την πρώτη στιγμή που εκείνη επιλέγει το όνομα Σαμάνθα αρχίζει να εξελίσσει τον εαυτό της και την προσωπικότητά της. Και θα αρχίσει να αναπτύσσεται μεταξύ τους μια σχέση τέτοια, που όταν ο Θίοντορ της πει ότι δεν έχει ξανααγαπήσει έτσι, ξέρουμε ότι το εννοεί. Είναι λιγότερο έρωτας ο έρωτας για κάποια που δεν βλέπεις, για κάποια που δεν έχει πρόσωπο και σώμα; Μπορεί να ονομαστεί έρωτας;  Δεν συμβαίνει συχνά ήδη στη δική μας τεχνολογική πραγματικότητα; Το να αγαπάς τον άλλο ως πνεύμα είναι κατώτερη ή μήπως ανώτερη μορφή έρωτα; Και η ανθρώπινη παρουσία, η ανθρώπινη αύρα, η φυσική υπόσταση του άλλου; Είναι ούτως ή άλλως τρελό να ερωτεύεσαι, θα του πει μια φίλη του: «Ο έρωτας είναι μια μορφή κοινωνικά αποδεκτής παράνοιας».
Η ταινία δεν είναι ένα όχημα για να μιλήσει για την αποξένωση ή για να κριτικάρει την τεχνολογία. Χρησιμοποιεί την τεχνολογία και εφευρίσκει μια νέα για να πει την ιστορία της πέρα από ταμπέλες. Στην ταινία οι κάτοικοι στους δρόμους περπατάνε συνομιλώντας με το λειτουργικό τους σύστημα, αποκομμένοι στην κοσμάρα τους. Το πετυχαίνουμε ήδη και στους δρόμους της δικής μας πραγματικότητας. Η απόλυτα προσωπική σχέση με το γκατζετάκι μας. Το να γίνεται ο κόσμος μας το κινητό μας. Ίσως ακόμα και τώρα οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης να είναι μια μορφή κοινωνικοποίησης. Ίσως το απώτερο στάδιο να είναι να μιλάς απευθείας με το μηχάνημα, το μηχάνημα να μη γίνεται μέσο που σε φέρνει σε επαφή με άλλους άνθρωπους και τον κόσμο αλλά να αυτονομείται ως επαφή, να γίνεται ο αγαπημένος σου άνθρωπος και όλος σου ο κόσμος. Αλλά ένα τέτοιου είδους μηχάνημα σαν αυτό της ταινίας δεν είναι μηχάνημα, είναι κάτι άλλο. Δεν είναι εικονική σχέση αυτή που αναπτύσσεται μαζί του. Μηχανικό, ψεύτικο και γελοίο είναι το σάιμπερ σεξ που ο Θίοντορ κάνει στην αρχή της ταινίας με αληθινό άνθρωπο που μόλις πέτυχε σε τσατ ρουμ, όχι αυτό που θα κάνει με τη Σαμάνθα.
Είναι θλιβερό να είναι ερωτευμένος ένας άνθρωπος με έναν μη άνθρωπο; Όπως το ακούς έτσι από μόνο του, είναι. Αλλά στην πραγματικότητα της ταινίας, όχι δεν είναι. Μπαίνοντας λίγο στον χαρακτήρα της Έιμι Άνταμς, που η σχέση της με το δικό της λειτουργικό σύστημα είναι φιλική, ενώ γελάει, μας κακοφαίνεται περισσότερο, επειδή βλέπουμε έναν άνθρωπο να μιλάει σε μια φωνή, επειδή δεν έχουμε μπει στην μεταξύ τους σχέση, όπως έχουμε μπει στη σχέση μεταξύ του Θίοντορ και της Σαμάνθα. Ο Τζόνζι παίρνει την παρούσα κατάσταση για να οραματιστεί μια μελλοντική και πάνω σε αυτήν όχι να ηθικολογήσει, αλλά να πει μια ιστορία για την φύση της ανθρώπινης επαφής. Σαν να λέει πως στην τεχνητή νοημοσύνη και στο τεχνητό συναίσθημα, εκείνο που έχει σημασία είναι η νοημοσύνη και το συναίσθημα, όχι το ότι είναι τεχνητά. Και πως αν το λειτουργικό σύστημα δεν μπορεί να είναι ποτέ άνθρωπος, δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι άλλο, σε κάτι που θα είναι η δική του αλήθεια βάσει της δικής του νοημοσύνης και του δικού του συναισθηματικού κόσμου.
Μια καθαρίστρια που φαίνεται στο βάθος του φόντου προς το τέλος της ταινίας να καθαρίζει ένα από αυτά τα φουτουριστικής αισθητικής κτίρια, δημιουργεί ένα άλλης τάξης θέμα. Aυτός ο κόσμος της πριβέ αποξένωσης και ταυτόχρονα της πριβέ πλήρωσης θα αφορά τους πάντες ή μόνο το ποσοστό της κοινωνίας που θα μπορεί να το αντέξει οικονομικά; Έχει η καθαρίστρια την οικονομική δυνατότητα για όλα αυτά τα τεχνολογικά κόλπα; Ή μήπως πάει ανάποδα, όσο εξαπλώνεται η τεχνολογία τόσο πιο προσβάσιμη γίνεται σε όλους;  
Ολες οι ανθρώπινες σχέσεις στην ταινία είναι αποτυχημένες, τρακάρουν, αλλά ούτε και αυτό προβάλλεται ως αδιέξοδο. Ο Τζόνζι εξετάζει με τρυφερότητα και κατανόηση και το μεν και το δε, καθώς όπως ακριβώς δεν κουνάει το δάκτυλο μπροστά σε κινδύνους αποξένωσης κλπ, έτσι δεν το κουνάει με απελπισία μπροστά στις συχνές αποτυχίες των ανθρώπινων σχέσεων: «Είναι αναπόφευκτο να πληγώσεις τον άλλον. Η ζωή είναι μικρή και δικαιούμαστε χαρά».
Ο Γιόακιν Φίνιξ παίρνει για μια ακόμη φορά έναν ρόλο και τον παίζει με τρόπο που δυσκολεύεσαι να σκεφτείς άλλον στη θέση του. Η Σκάρλετ Γιόχανσον δεν προσφέρει απλώς τη φωνή της, η φωνή της συνδιαμορφώνει την ταινία, κι όπως ακριβώς καταλαβαίνεις ότι δεν διαβάζει απλά το ρόλο της, αλλά πίσω από αυτή τη φωνή, αυτόν τον χρωματισμό, υπάρχει ένα πρόσωπο, μια προσωπικότητα, έτσι ακριβώς καταλαβαίνεις ότι και η Σαμάνθα δεν είναι μηχανή αλλά πνεύμα και συναίσθημα και τελικά και παρουσία, αύρα και υπόσταση. Ο Σπάικ Τζόνζι βγαίνει οριστικά από τη σκιά του Τσάρλι Κάουφμαν και κάνει μια ταινία για την οποία και ο ίδιος ο Κάουφμαν θα ήταν υπερήφανος.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Κυριακή, Φεβρουαρίου 09, 2014

ένα σλόγκαν τραβηγμένο ως εκεί που δεν παίρνει

Από τους αγκώνες και κάτω τα χέρια του ανήμπορα, σχεδόν παραλυμένα, τι κι αν ήξερε να γράφει με τυφλό σύστημα, χρειαζόταν κάτι διαφορετικό, όχι, όχι ένα σύστημα αυτόματης μεταφοράς των σκέψεων στην οθόνη, μάλλον κάτι ριζικότερο, μάλλον ένα τυφλό σύστημα σκέψης, ένα σύστημα μεταφοράς στην οθόνη σκέψεων που δεν θα έκανε σε πρώτο επίπεδο τον κόπο καν να κάνει, σκέψεων πίσω από τις σκέψεις, σκέψεων δικών του μεν, αλλά απέναντι στις οποίες θα ήταν ως τώρα τυφλός, σκέψεων που θα εξέπλητταν και τον ίδιο, γιατί από μια ηλικία και ύστερα ίσως ένα βασικό ζητούμενο πρέπει να είναι το να καταφέρνεις να εκπλήσσεις τον εαυτό σου.
Από τις κόρες των ματιών του και μπρος ο κόσμος ανήμπορος, σχεδόν παραλυμένος, τι κι αν ήξερε να τον κοιτάει με τον τρόπο που διδάχτηκε, στην πορεία άρχισε να τον κοιτάει διαφορετικά, όχι, όχι πια με ένα σύστημα αυτόματης μεταφοράς προκατασκευασμένης ερμηνείας από το μάτι στο νου, όχι πια με ένα σύστημα αυτόματης μεταφοράς κατηγοριοποιήσεων και κατηγοριών, αλλά πια περισσότερο δεκτικός στο γιατί έτσι θέλω, γιατί αυτό μου αρέσει, γιατί αυτό με φωτίζει, αυτό με γεμίζει, αυτό με ανατρέπει, αυτό με εξισορροπεί.
Μα τα 'χουν πει κι οι διαφημίσεις αυτά για να πουλήσουν μπύρες, θα πεις, και δη πολύ απλούστερα, και δη πολύ παλιότερα, θα πεις, όσα λες ένα σλόγκαν τραβηγμένο ως εκεί που δεν παίρνει, θα πεις, τι μπύρα θες να μας πουλήσεις, θα πεις, δεν έχεις στα αλήθεια κάτι να πουλήσεις, θα πεις, γιατί αν είχες την αγωνία της αγοράς του, θα είχες την αγωνία να το πεις και κατανοητότερα, θα πεις, ίσως δεν έχεις καμία αγωνία για τίποτα, θα πεις, ίσως αυτό ακριβώς που πουλάς και αυτό ακριβώς που είσαι είναι μια oλική έλλειψη αγωνίας, ίσως αυτό ακριβώς που πουλάμε και αυτό ακριβώς που είμαστε είναι η απόσταση που διανύουμε από αυτό ακριβώς που ήμασταν κάποτε, στις αρχές, όταν άλλοι αποφάσιζαν για μας πώς θα βλέπουμε, πώς θα νιώθουμε, πώς θα πορευτούμε.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 07, 2014

Εννέα - τρία

Ως απόψε το θέμα Καρυπίδη ήταν ένα τεράστιο οργανωτικό κι επικοινωνιακό αυτογκόλ του ΣΥΡΙΖΑ. Οργανωτικό γιατί ανακοίνωσε ως υποψήφιό του έναν άνθρωπο για τον οποίο προφανώς δεν είχε γίνει η δέουσα έρευνα. Επικοινωνιακό γιατί είχε αφήσει το θέμα να σέρνεται και δίσταζε να πάρει την απόφαση, λες και υπήρχε πιθανότητα να σταθεί ποτέ αυτή η υποψηφιότητα. 
Από απόψε οργανωτικά και επικοινωνιακά το αυτογκόλ μεγεθύνεται, γιατί χειρίζονται το ζήτημα σαν παιδική χαρά, με μια αφέλεια επικίνδυνη, με μια εκτός τόπου και χρόνου χαλαρότητα.
Απόψε όμως αναδεικνύεται ταυτόχρονα κι ένα ακόμη πιο δυσοίωνο ζήτημα: αν μετά από όσα έχουν προηγηθεί και έχουν έρθει στο φως για τις απόψεις Καρυπίδη, όχι τίποτα τυχαίοι ψηφοφόροι, αλλά στελέχη κι εκπρόσωποι των τοπικών οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ, επιμένουν με ψήφους εννέα - τρία στην στήριξη της υποψηφιότητάς του, τότε ας σταματήσουμε να αναρωτιόμαστε για τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής, ας σταματήσουμε να αναρωτιόμαστε πώς πέρασαν σε κεντρικούς ρόλους στην κεντρική πολιτική σκηνή ο Βορίδης και ο Άδωνις, ας σταματήσουμε να αναρωτιόμαστε για το πόσο δεξιότερα ακόμη μπορούμε να φτάσουμε, κι ας αρχίσουμε να δεχόμαστε πως όσο νερό κι αν βάζει και βάζει και βάζει ο ΣΥΡΙΖΑ στο κρασί του, η κοινωνία θα είναι πάντα πολλές δόσεις νερού μπροστά, η κοινωνία που δεν ξύπνησε μια μέρα κι αποφάσισε να ριζοσπαστικοποιηθεί προς τα αριστερά, όπως μάλλον αντίστοιχα δεν ξύπνησε μια μέρα κι αποφάσισε να ναζιστικοποιηθεί, η κοινωνία που είχε εκπαιδευθεί να βλέπει τηλεόραση και να ψηφίζει οπαδικά ή πελατειακά δύο κόμματα που παρόλες τις ιστορικές διαφορές τους είχαν καταλήξει να είναι ίδια, η κοινωνία που προχθές που είχε καινούριο σίριαλ έκανε ανακουφισμένη ρεκόρ τηλεθέασης, η κοινωνία που της πήραν την πολιτική σταθερότητά της και την οικονομική σταθερότητά της και της είπαν πως τώρα θα σας τα πάρουμε όλα πίσω, ακόμα και τα σίριαλ θα σας πάρουμε πίσω, αλλά εσείς δεχτείτε το γιατί δεν μπορείτε να κάνετε αλλιώς, και το αλλιώς όμως είναι τόσο χυλός όλα στο κεφάλι σας, που δεν ξέρετε τι αλλιώς θέλετε στα αλήθεια να είναι.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 02, 2014

Σαν ρήγμα βίαιο

Mπορεί με τον άλλο τρόπο, τον κανονικό, ο θάνατος να καταφέρνει να μεταμφιέζεται σε κάτι που δεν είναι. Μπορεί αν πεθαίνεις από βαθιά γηρατιά, έχοντας ήδη εκπέσει, έχοντας ήδη εκφυλιστεί, έχοντας ήδη πεθάνει, ο θάνατος να είναι απλά η κατάληξη, ο θάνατος να είναι κάτι σαν ανακούφιση, να είναι πάντως κάτι που δεν σοκάρει, κάτι που δεν έρχεται σαν ρήγμα βίαιο, κάτι που δεν προσλαμβάνεται ως σκάνδαλο και αίσχος, κάτι που μοιάζει φυσικό και ανθρώπινο.
Ανθρώπινο μπορεί να είναι, φυσικό επίσης, αλλά κυρίως είναι σκάνδαλο και αίσχος, αλλά κυρίως είναι ρήγμα βίαιο, αλλά κυρίως είναι κάτι που δεν πρέπει να χωνεύεται, αλλά κυρίως είναι κάτι που πρέπει να αρνείσαι να πιστέψεις, αλλά κυρίως είναι κάτι που πρέπει να ξεσηκώνει τη συνείδησή σου, αλλά κυρίως είναι κάτι απάνθρωπο και αφύσικο. 
Δεν έχουμε όλοι το ίδιο απόθεμα φωτός μέσα μας, δεν είμαστε όλοι ίδιοι, μερικοί άνθρωποι έρχονται και ζουν με έναν τρόπο που δεν θα ξεχαστεί ποτέ, μερικοί άνθρωποι έρχονται για να καρφωθούν ολοκληρωτικά και αδιαπραγμάτευτα σε πολύτιμα κομμάτια της μνήμης μας, μερικοί άνθρωποι έρχονται για να μη φύγουν ποτέ, μερικοί άνθρωποι θα πεθάνουν στα 46 τους και θα είναι σκάνδαλο και αίσχος και ρήγμα βίαιο και απώλεια και πόνος.
Δεν υπάρχει στα αλήθεια αυτό που λέμε θάνατος. Υπάρχει μόνο το φως ή το σκοτάδι, το φως και το σκοτάδι, που σκορπάει ο καθένας μας όσο ζει.