Τετάρτη, Δεκεμβρίου 29, 2010

Δέκα για το Δέκα

Δέκα ταινίες που είδα στους σινεμάδες το Δυο Χιλιάδες Δέκα και κάτι μου έκαναν. Είναι και σε αντίστροφη αρίθμηση για σασπένς.
---
10) «Soul Kitchen»: Γιατί μας προσφέρει τον ίσως πιο αγαπήσιμο ήρωα της χρονιάς: τον Ζήνο Καζαντζάκη. Γιατί τηρουμένων όλων των αναλογιών ο Καζαντζάκης είναι ένας Βέγγος στο Αμβούργο. Γιατί τον Καζαντζάκη τον βαζανίζει ο Κεμάλ ο Κοκαλοθραύστης. Γιατί υπάρχει μια σπαρταριστή σκηνή που θα μας κάνει πάντα να χαμογελάμε, όταν και όπου ακούμε στο μέλλον το «Αγαπώ τον τρόπο που χτυπά η καρδιά σου». Γιατί ο Τουρκογερμανός, Φατίχ Ακίν, σκηνοθετεί τον καλό του φίλο Ελληνογερμανό, Αδάμ Μπουσδούκο, σαν ψάρι όχι έξω από τα νερά της γερμανικής κοινωνίας, αλλά όχι και εντελώς μέσα της. Γιατί η ταινία στάζει ανθρωπιά.

9) «Χώρα Προέλευσης»: Γιατί δεν ξέρω πόσο τελικά πέτυχε να πει όλα εκείνα που ήθελε να πει για την μεταπολιτευτική Ελλάδα, αλλά εκείνο που μετράει είναι ο τρόπος με τον οποίο τα είπε. Για την ακρίβεια όλοι οι διαφορετικοί και διαρκώς εναλλασσόμενοι κινηματογραφικοί τρόποι με τους οποίους τα είπε, διαφορετικοί κι όμως ενσωματωμένοι σε ένα προσωπικό στύλ. Γιατί η «Χώρα Προέλευσης» σκηνοθετήθηκε από τον Σύλλα Τζουμέρκα στο σημείο βρασμού.

8) «Ιnception»: Γιατί έχει εικόνες που καθηλώνουν και ρυθμό που καθηλώνει. Σε μια μάλλον αποτυχημένη πάντως προσπάθεια να ενταχθούν μέσα σε μια ιστορία που καθηλώνει. Γιατί μπορεί το ενδιαφέρον για τον ήρωα και ο συναισθηματικός αντίκτυπος της ταινίας να χάθηκαν κάπου στους λαβυρίνθους που δημιούργησε ο Νόλαν, ωστόσο πώς και γιατί να αντισταθείς σε αυτόν τον καταιγισμό από μεγάλες εικόνες, όταν μάλιστα δεν είναι κενές αλλά υπηρετούν ένα όραμα; Να μην τους αντισταθείς, κι ας μην ανταποκρίνεται το συνολικό αποτέλεσμα στο όραμα. Αυτές τουλάχιστον ανταποκρίνονται.

7) «Τhe Hurt Locker»: Γιατί δεν είναι μια ταινία για τον πόλεμο στο Ιράκ, αλλά μια ταινία για το ναρκωτικό του κινδύνου και της αχρείαστης διακινδύνευσης. Γιατί δεν είναι ηρωισμός αυτό που χαρακτηρίζει τον ήρωά της. Ο ηρωισμός προϋποθέτει αυταπάρνηση, ενώ ο πρωταγωνιστής έλκεται προς τον κίνδυνο από μια ακαταμάχητη εσωτερική δύναμη. Δεν τον κινούν ούτε υψηλά ιδανικά ούτε κατώτερα ένστικτα, αλλά το κάλεσμα της φύσης του, ο βαθύς του εαυτός. Είναι ένας άνθρωπος που ο κίνδυνος είναι το φυσικό του περιβάλλον, ένας άνθρωπος που δεν μετρά τις μέρες να γυρίσει σπίτι, αλλά τον τρόπο για να μην μείνει σπίτι. Ένας άνθρωπος που νιώθει στο στοιχείο του όταν βρίσκεται μπροστά από μία βόμβα που μπορεί να ανατινάξει οικοδομικό τετράγωνο και σαν ψάρι έξω από το νερό μπροστά από ένα διάδρομο με είκοσι διαφορετικές μάρκες δημητριακών. Γιατί σπάνια ταινίες ζωγραφίζουν με τέτοια διαύγεια ένα χαρακτήρα.

6) «Το Νησί των Καταραμένων»: Γιατί έχει όλη τη δύναμη και τη γοητεία του κλασικού. Γιατί έχει όλη τη δύναμη και τη γοητεία του Σκορσέζε. Γιατί ο Σκορσέζε κατορθώνει και την ιστορία του να τρέξει αψεγάδιαστα και χορταστικά και τις -ουσιαστικότατες- προσωπικές του παρεμβάσεις να χωρέσει και τα -λειτουργικότατα- κόλπα του να κάνει και για το αγαπημένο του θέμα -τη βία- να βάλει να μιλήσουν. Γιατί σε αντίθεση με το «Ιnception», εδώ μπαίνουμε στη θέση του Ντι Κάπριο, νιώθουμε τον πόνο του, αντιλαμβανόμαστε την τραγικότητα της τελικής του επιλογής.

5) «Μαχαιροβγάλτης»: Γιατί είναι μια ταινία τόσο ατμοσφαιρική. Γιατί η ατμόσφαιρά της σε ακολουθεί για καιρό. Γιατί αυτό που έκανε ο Οικονομίδης στις προηγούμενες ταινίες του με τα μπινελίκια, μπορεί τώρα και το κάνει με τις σιωπές. Γιατί αποδεικνύει έτσι ότι τα μπινελίκια εξωτερικεύουν τον κόσμο του. Δεν είναι αυτά ο κόσμος του.Προϋποθέτουν έναν κόσμο, δεν τον αποτελούν. Γιατί είναι - δεν είναι έτσι ο κόσμος μας, είναι έτσι ο δικός του. Πανάγριος και διόλου κολακευτικός ως καθρέφτης της κοινωνίας μας, εντελώς εθιστικός όμως ως σινεμά.

4) «Up in the Air»: Γιατί είναι η ταινία που μιλάει για ανθρώπους απομονωμένους από τον κόσμο ενώ είναι διαρκώς περικυκλωμένοι από κόσμο. Όπως ίσως συμβαίνει όταν είμαστε στο ίντερνετ. Γιατί είναι μια ταινία που μιλάει για τη βάρκα των εταιριών που κάνουν ρεκόρ κερδών ακριβώς επειδή η οικονομία καταρρέει και εκείνες ειδικεύονται στο να ανακοινώνουν απολύσεις. Γιατί είναι μια ταινία που θα ρωτήσουν ακόμη και τον Κλούνεϊ αν θέλει να είναι μέσα στη βάρκα ή προτιμά να βουλιάξει. Γιατί είναι μια ταινία που παίζει με τον πιο τολμηρό τρόπο με τα στερεότυπα για τη σχέση ανδρών γυναικών. Γιατί είναι μια ταινία που αποτυπώνει το κλίμα της εποχής της, όσο ίσως καμιά άλλη.

3) «Το Μυστικό στα Μάτια της» : Γιατί και το αισθηματικό και το αστυνομικό και όλα τα κομμάτια της, διαρρέονται και καθορίζονται από το πολιτικό περιβάλλον της Αργεντινής των περασμένων δεκαετιών. Γιατί δείχνει τι συμβαινει όταν δεν λειτουργούν οι θεσμοί σε μια χώρα. Δείχνει ότι το κενό που αφήνει η απουσία της δικαιοσύνης το απεχθάνεται η φύση των ανθρώπων. Και το καλύπτει συχνά βάρβαρα. Γιατί έχει αυτόν τον απίστευτο δευτεραγωνιστή με τα πατομπούκαλα στα μάτια και το μπουκάλι πάντα δίπλα του, που εξηγεί πως «Κανείς μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Σπίτι, γυναίκα, πατρίδα, Θεό, πεποιθήσεις. Αλλά ένα πράγμα δεν μπορεί να αλλάξει: το πάθος του». Γιατί έχει την κορυφαία σκηνή που έχει ως τώρα γυριστεί ή πρόκειται να γυριστεί ποτέ σε ποδοσφαιρικό γήπεδο. Γιατί είναι μια σπουδαία ταινία.

2) «Μια Χρονιά Ακόμα»: Γιατί ο Μάικ Λι με τους καταπληκτικούς ηθοποιούς του έσκαψε βαθιά μέχρι να βρει εκείνο που έψαχνε, και όταν το βρήκε μας το μετέδωσε με ένα τρόπο τόσο μακριά από οποιοδήποτε εντυπωσιασμό και τόσο επώδυνα κοντά στην ουσία της ανθρώπινης κατάστασης. Γιατί ο Λι θέλει ίσως να μας πει ότι δεν χρειάζεται να υπάρχει μια πλοκή προκειμένου να ειπωθούν οι ιστορίες των ανθρώπων. Ότι ίσως οι συμβάσεις της πλοκής στενεύουν πολύ τον συναισθηματικό ορίζοντα που μπορεί να αποδοθεί. Στους ήρωές του τίποτα που να θυμίζει πλοκή δεν συμβαίνει. Μεγαλώνουν, χοντραίνουν, διαψεύδονται, μένουν μόνοι. Άλλοι πάλι ευτύχησαν να βρουν έναν άνθρωπο που τους ταιριάζει. Αυτή την πανανθρώπινη ιστορία λέει, που είναι πιο συνταρακτική από οποιαδήποτε τεχνητή. Γιατί γύρω από το τελικό τραπέζι, άλλοι είναι ευτυχείς, άλλοι απόντες, άλλοι δυστυχείς. Ελπίζοντας;
1) «Ένας Σοβαρός Άνθρωπος» : (Spoiler Alert) Γιατί είναι η πρώτη κβαντική ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου. Ένα φάντασμα (;) στην αρχή της ταινίας, ένας πατέρας κι ένας γιος στο τέλος της κλεισμένοι στο κουτί των Κοέν σαν τη γάτα του Σρέντιγκερ: 50% να είναι ζωντανοί - 50 % να μην είναι. Μόνο αν ανοίξουμε το κουτί μπορούμε να παρατηρήσουμε τι από τα δύο συμβαίνει με τη γάτα, μόνο αν η ταινία δεν τελείωνε με τον τρόπο που τελείωσε, θα μπορούσαμε να ξέρουμε τι συνέβη με τους ήρωές της. Η υπέρθεσή τους όμως δεν αίρεται, οι ήρωες θα μείνουν ταυτόχρονα ζωντανοί και νεκροί. Οι Κοέν δημιουργούν στη διάρκεια της ταινίας τέτοιον πλούτο παραμέτρων, δευτερευόντων χαρακτήρων και πιθανών πλοκών, που η ιστορία τους θα μπορούσε να είχε πάρει δέκα διαφορετικές κατευθύνσεις. Μέχρι που έρχεται το τέλος. Εντελώς απροσδόκητο. Εντελώς αριστουργηματικό. Και καθόλου φωναχτό. Και -σύμφωνοι- εγκεφαλικό. Ακόμα κι αν διάβασες όμως τη ταινία λάθος, δημιουργούν τις συνθήκες να φτιάξεις το δικό σου λάθος. Και οι σχέσεις μας με τις ταινίες πρέπει να είναι εντελώς προσωπικές. Κι ακόμα κι αν τις αγαπήσαμε παρεξηγώντας τες, είναι η αγάπη που έχει σημασία.


(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 27, 2010

Casus Belli

Ο Γιάννης Αναστασάκης είναι μια από τις χαρακτηριστικές μορφές του κινηματογραφικού κόσμου του Γιάννη Οικονομίδη. Στην «Ψυχή Στο Στόμα» τη βγάζει σε ένα παγκάκι, παρέα με τον Ερρίκο Λίτση, κατηγορώντας με βρισιές τον κόσμο όλο, για τον οποίο πια (και ιδίως για την πρώην γυναίκα του) είναι αόρατος. Κάποια στιγμή ο Λίτσης τρέχοντας αλλόφρων θα πέσει πάνω του και θα τον ρίξει κάτω. Δεν τον είδε, είναι ο μόνος στην τροφική αλυσίδα που βρίσκεται πιο κάτω από εκείνον, κι έχει έτσι την πολυτέλεια να μην τον βλέπει.
Στον «Μαχαιροβγάλτη» μετατρέπεται από θύμα σε θύτης. Μεθυσμένος βγαίνει αγκαλιά με μια γυναίκα βράδυ από ερημικό μπαρ της Δυτικής Αττικής. Την τραβάει σε ένα ξέφωτο, την χτυπάει άσχημα, την παρατάει πεσμένη κάτω, φεύγει και ζητά και τα ρέστα από τον κατά λάθος αυτόπτη μάρτυρα, εξηγώντας του πως «Αγαπάει και Γαμάει».
Τις τελευταίες εβδομάδες έφυγε από τα παγκάκια και τα ξέφωτα και εγκαταστάθηκε σε σπιτικό καναπέ. Μαζί και στα δικά μας σπίτια. Εξηγεί ότι υπάρχουν πιο ακριβά σούπερ μάρκετ από τον «Βασιλόπουλο». Προτιμώ να τον σκέφτομαι όχι σαν ξεδοντιασμένη και νοικοκυρεμένη αντιδιαστολή των δύο λούμπεν ηρώων του Οικονομίδη, αλλά σαν φυσική τους επέκταση. Είναι ο τύπος στο παγκάκι που τον ξαναπήρε πίσω η γυναίκα του. Είναι ο τύπος στο ξέφωτο που τον συγχώρησε η γυναίκα την οποία τσάκισε στο ξύλο (όπως η Φωτεινούλα έναν ήρωα της «Ψυχής Στο Στόμα»).
Και τώρα, οικόσιτος και ξεμέθυστος, έχει αναπτύξει πια σωστή καταναλωτική συνείδηση, συγκρίνοντας τιμές στα σούπερ μάρκετ, προσόν εντελώς απαραίτητο στους καιρούς της κρίσης, προσόν η έλλειψη του οποίου ευθύνεται άλλωστε για το ότι οι τιμές στην Ελλάδα είναι τόσο ακριβότερες από άλλες χώρες της Ε.Ε, αφού αν και όπου υπάρχουν καρτέλ ή καπέλα, δεν μπορεί να κατηγορηθεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός, αλλά είτε το άθλιο κράτος με τους ανεπαρκείς εποπτικούς μηχανισμούς του, είτε το ανέμελον της φυλής στα χρόνια του πάρτι, όταν το γρεκέικο ψώνιζε τυριά και γάλατα χωρίς να κάνει έλεγχο αγοράς.
Μέσα σε ένα σούπερ μάρκετ ξεκινά και το «Casus Belli», η μικρή μήκους ταινία του Γιώργου Ζώη που ξεκίνησε να προβάλλεται στην Αθήνα μαζί με το «Αttenberg» στα μέσα Δεκέμβρη. Από το καρότσι που υπερφισκαρισμένο οδηγείται στην ουρά του ταμείου, περνάμε σε μια σειρά από ουρές (σε νυχτερινά κέντρα, εκκλησίες, γκαλερί, προπατζήδικα, ΑΤΜ), όπου το πρώτο πρόσωπο της τελευταίας γίνεται το τελευταίο της επόμενης, έτσι ώστε να έχουμε να κάνουμε με μια ουρά, μια ουρά που οδηγεί στο τέλος της σε ένα συσσίτιο Ο σκηνοθέτης μιλά για καταναλωτικές ουρές και την τελευταία ουρά, την ουρά της επιβίωσης, στην οποία οι άνθρωποι δεν γεννήθηκαν εκεί, αλλά εξέπεσαν από τις προηγούμενες. Λέει επίσης ότι στα γυρίσματα ήρθαν στην ουρά του συσσιτίου ένας πατέρας με την κόρη του, νομίζοντας πως πρόκειται για αληθινό συσσίτιο. Κάτι σαν τον τύπο που μισοκοιμόταν αγκαλιασμένος με ένα παιδάκι σήμερα, κάπου στην Πανεπιστημίου.
Όταν η ουρά του συσσιτίου προχωράει, φτάνει σε έναν πενηντάρη που φοράει αυτό το σκουφί και αυτά τα ρούχα. Οι μερίδες τελειώνουν, τα ρολά κατεβαίνουν, δεν πρόλαβε να φάει. Θυμώνει, αρχίζει να βαράει τα ρολά. Και μετά γυρνά πίσω, μας δείχνει το πρόσωπό του, ενώ σπρώχνει την ουρά προς τα πίσω και αυτή με τη σειρά της παρασύρει την προηγούμενη και ούτω καθεξής. Αν πέσει ένας, θα πέσουν όλοι, προειδοποιεί το σλόγκαν της ταινίας.
Οι ενδυματολογικές ομοιότητες είναι τρομακτικές.
Την πρώτη μόλις εβδομάδα προβολής της ταινίας, βλέπουμε το πρόσωπο του πενηντάρη στις τηλεοράσεις μας και στους υπολογιστές μας. Τα κομμάτια του κοινωνικού ντόμινο πέφτουν, και το συζητάμε όσο θέλουμε αν πέφτουν δίκαια ή άδικα, πάντως το καθοριστικό δεν είναι το δίκαιο ή το άδικο, αλλά το αυτόματο της πτώσης τους. Ο σκηνοθέτης εξηγεί πριν καν τα γεγονότα συμβούν: το θέμα της ταινίας αφορά το πέρασμα από τη διαβίωση στην επιβίωση, από την τάξη στην αταξία και από το άτομο στο σύνολο, ένα ζήτημα εγγενώς πολιτικό. Καλώς ή κακώς οι κρίκοι της κοινωνικής αλυσίδας είναι αλληλένδετοι.
Υπό αυτήν την έννοια δεν έχει σημασία αν ο τύπος με το σκουφί είναι συσσιτιούχος ή στην πραγματικότητα λυμαίνεται μια ΔΕΚΟ. Γιατί ό,τι από τα δύο και αν είναι, δεν παύει σε ατομικό επίπεδο η πράξη του να είναι όχι απλά παράνομη αλλά και ανήθικη. Οι απόλυτα καταδικαστέες ατομικά πράξεις όμως δεν πρέπει να μας εμποδίζουν να βλέπουμε ταυτόχρονα και τη μεγαλύτερη εικόνα, την εικόνα που βλέπει πολύ πιο διαυγώς και πολύ πιο έγκαιρα η τέχνη: αν πέσει ένας που δεν έχει πια να φάει, μπορεί να πέσουμε και όλοι εμείς που τα τρώγαμε ως τώρα μαζί του.
Καλά όλα αυτά, αλλά μήπως η επόμενη μεγάλη εικόνα είναι ο φασισμός; Ίσως. Αλλά το αν θα έρθει ή δεν θα έρθει, δεν θα εξαρτηθεί από το πόσο θα καταδικάσουμε την ατομική πράξη, δεν θα εξαρτηθεί καν από το πόσο καθαρά θα δούμε το κοινωνικό της πλαίσιο. Θα εξαρτηθεί από το πόσοι δεν θα έχουν στο μέλλον να φάνε και από το πώς θα αντιδράσουμε στο ενδιάμεσο όλοι εμείς που έχουμε ακόμα να φάμε· πώς θα αντιδράσουμε σε αυτό ακριβώς το θέμα, στο θέμα της εξάπλωσης της φτώχειας, πόσο θα το διευκολύνουμε, πόσο θα το νομιμοποιήσουμε, στο όνομα ποιάς ανώτερης αρχής και επίσης ποιού πρακτικού σκοπού, πώς θα μας νοιάξει αυτό εξίσου, αν όχι και περισσότερο, από την αυτονόητη καταδίκη της βίας.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 24, 2010

Παραμονή Χριστουγέννων

Για λόγους που δεν μπόρεσαν ποτέ να εξηγηθούν επαρκώς, εκείνη τη χρονιά τα Χριστούγεννα, αντί να φύγουν, παρέμειναν και μετά το τέλος τους. Η παραμονή τους ανέτρεψε τη νόρμα της κατά το πλείστον κατ' όνομα μόνο πια χριστιανικής ανθρωπότητας, που ανάμεσα σε όλα τα άλλα έπρεπε να αποφασίσει και αν έπρεπε να ξαναρχίσει τώρα στα γεράματα να πιστεύει. Επιφανείς θεολόγοι αρνούνταν τη νομιμοποιητική βάση του φαινομένου, λέγοντας πως πίστη κατόπιν αποδείξεων δεν συνιστά πίστη, άλλοι όμως τους αντέκρουαν επικαλούμενοι πληθώρα θαυμάτων που έγιναν back then για να θεμελιωθεί το πράγμα, ώστε σήμερα να γιορτάζουμε Χριστούγεννα και να σκανδαλιζόμαστε μόνο με την επίμονη παραμονή τους.
Η παραμονή των Χριστουγέννων προξένησε επίσης έντονη νευρικότητα στις αγορές, που με το πέρασμα των ημερών έδωσε τη θέση της στον πανικό. Προ του κινδύνου οριστικού παγκόσμιου κραχ, ελήφθησαν από όλους τους διεθνείς οργανισμούς, ταμεία και τράπεζες και επικυρώθηκαν στη συνέχεια από τα εθνικά κοινοβούλια οι ακόλουθες αποφάσεις: 1) Αργία παρατεινόμενη δεν μπορεί να είναι αργία. Συνεπώς ας παραμείνουν όσο θέλουν τα Χριστούγεννα, εφεξής θα θεωρούνται εργάσιμη. 2) Στις μέρες που είναι ταυτόχρονα και Χριστούγεννα και Σαββατοκύριακο, υπερισχύει ο χαρακτήρας τους ως παρανόμως παραταθέντων Χριστουγέννων, οπότε θα θεωρούνται και αυτές εργάσιμες. 3) Γενικά, για την αποφυγή άλλων τέτοιων συγχύσεων, κάθε μέρα θα θεωρείται πλέον εργάσιμη. 4) Το αυτό ισχύει και για τις νύχτες. 5) Ωστόσο όλα αυτά τα μέτρα δεν μπορούν να αναιρέσουν τις απώλειες που κατέγραψαν στο διάστημα της αναταραχής οι παγκόσμιες αγορές. 6) Για να καλυφθούν οι απώλειες αυτές και να μπορέσει ξανά η ανθρωπότητα να μπει σε τροχιά ανάπτυξης, θα απαιτηθούν θυσίες και αληθινές επιτέλους τομές στην αγορά εργασίας, προκειμένου να επανακερδηθεί σιγά σιγά μέρος των απωλεσθέντων. 7) Νεοφιλελευθερία ή θάνατος.
Σαστισμένα τα Χριστούγεννα μπροστά σε αυτό το μπαράζ αποφάσεων σκέφτηκαν προς στιγμή να αποχωρήσουν. Το συζήτησαν μεταξύ τους, ανέλυσαν τα υπέρ και τα κατά, αλλά αποφάσισαν ότι είναι προτιμότερο να παραμείνουν για να έχει ο κόσμος ένα λόγο να γιορτάζει. Και πράγματι ο κόσμος γιόρταζε. Κάθε μέρα. Με όποιον τρόπο μπορούσε. Γιατί αν δεν γιορτάσεις και τα Χριστούγεννα, πότε θα γιορτάσεις;

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 22, 2010

To Βασίλειο του Λόγου

Η ανθρώπινη μνήμη λειτουργεί ιδιότροπα. Από την πληθώρα των ερεθισμάτων αποφασίζει για τους δικούς της λόγους τι ασήμαντο θα της χαραχθεί ή τι σημαντικό θα απωθήσει. Ή ίσως να μην είναι ιδιότροπη, ίσως να της χαράζονται πράγματα που μας αφορούν, όπως ακριβώς απωθεί εκείνα που μας αφορούν μεν, με πολύ τραυματικό τρόπο όμως. Μου έχει εντυπωθεί λοιπόν από παιδί, μια πρόταση από την τελευταία σελίδα ενός «Αστερίξ», όπου σε ένα καρέ κάποιος (νομίζω ένας από τους πειρατές) πολεμά χωρίς να το βάλει στα πόδια και τον επαινούν, εξηγώντας του πως γενναίος δεν είναι αυτός που δεν φοβάται, αλλά αυτός που φοβάται και παρά ταύτα αντιμετωπίζει τους φόβους του, αυτός που δρα παρά το φόβο του.
Πολλές διαστάσεις μπορούν θεμιτά να δοθούν στον πολύ καλό «Λόγο του Βασιλιά» (αν είναι να δεις την ταινία πάντως, καλύτερα μη πατήσεις το λινκ, αφού το τρέιλερ περιλαμβάνει -κι έτσι καταστρέφει- μια από τις εξυπνότερες σκηνές της ταινίας που είναι προτιμότερο να τη δει κανείς ενταγμένη στην ροή του έργου), στην ταινία για έναν βασιλιά που τραυλίζει αφόρητα, όταν ο κύριός ρόλος του είναι να δίνει φωνή και αυτοπεποίθηση σε ένα έθνος σε πόλεμο. Ωστόσο εγώ προτιμώ να τη δω σαν μια ταινία για έναν άνθρωπο που αντιμετωπίζει τους χειρότερους φόβους του και δεν οπισθοχωρεί. Το αν τους αντιμετωπίζει επιτυχώς ή όχι, έχει μεν τη σημασία του, αλλά ίσως περισσότερη σημασία έχει ότι ο φόβος δεν τον παραλύει, δεν τον εμποδίζει να το προσπαθήσει. Γιατί πράγματι ο με τη συνηθισμένη έννοια γενναίος, εκείνος που αψηφά τον κίνδυνο, είναι κάποιος που στα μάτια τα δικά μας μπορεί να προξενεί δέος, ωστόσο αν κάποιος για τον άλφα ή τον βήτα ψυχικό λόγο δεν νιώθει φόβο, τότε μπορεί αντικειμενικά να κάνει πράγματα που εμάς μας τρομοκρατούν, υποκειμενικά όμως το κατόρθωμά του δεν είναι και τόσο κατόρθωμα. Το τι κατορθώνεις δεν εξαρτάται μόνο σε σύγκριση με το τι κατορθώνουν οι άλλοι, αλλά κατ΄εξοχήν εξαρτάται από τι δυσκολίες αντιμετωπίζεις εσύ να το κατορθώσεις. Γιατί υπάρχουν οι φόβοι οι κοινοί, υπάρχουν και οι φόβοι οι ατομικοί. Υπάρχουν τα εμπόδια τα κοινά και τα εμπόδια τα προσωπικά. Κάθε άνθρωπος και οι διαφορετικές του δυσκολίες. Και όπως ακριβώς δεν ξεκινάμε όλοι από το ίδιο κοινωνικό σημείο εκκίνησης, έτσι δεν ξεκινάμε και από το ίδιο ψυχικό σημείο εκκίνησης. Υπό αυτήν την έννοια ένας που βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας μπορεί να αντιμετωπίζει για τους δικούς του λόγους (τα οποία μπορεί να σχετίζονται ή να μη σχετίζονται με το ότι ήταν αριστερόχειρας και τον διόρθωσαν, το ότι είχε στραβά γόνατα και τον διόρθωσαν). Υπό αυτή την έννοια στο ερώτημα «Εδώ ο κόσμος στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κάηκε ολόκληρος, δεν είναι γελοίο ή ύβρις να θεωρήσουμε κατόρθωμα ότι ένας βασιλιάς κατόρθωσε να διαβάσει τι του είχαν γραμμένο», μπορεί να δοθεί η απάντηση «Όχι, δεν είναι».
Στο παρελθόν έτυχε να ζήσω από κοντά την προσπάθεια ενός νέου να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά. Τα κατάφερε. Αναρωτιόμουν όλη αυτή η τιτάνια προσπάθεια που κατέβαλε στο τέλος ποιού δρόμου τον οδηγούσε; Στο να είναι ένας ακόμα φυσιολογικός άνθρωπος; Στο να είναι ένας ακόμα από εμάς; Στο να μας φτάσει στη βάση, ενώ ας πούμε εμείς κυνηγούσαμε πτυχία ή καριέρες ή λεφτά, ενώ ας πούμε εμείς προσπαθούσαμε να κερδίσουμε τον μαραθώνιο της κοινωνίας; Ένα από τα παράδοξα της ζωής ίσως είναι ακριβώς αυτό: πως ένα φαινομενικά εύκολο πράγμα όπως το να αναγνώσεις ένα ραδιοφωνικό λόγο μπορεί να περιέχει τέτοια προσπάθεια και εσωτερική πάλη, όση ενδεχομένως να μη χρειαστεί να αντιμετωπίσουν στη ζωή τους πάρα πολλοί «φυσιολογικοί» άνθρωποι. Και πως η προσπάθεια απεξάρτησης έχει ένα βαθμό δυσκολίας που σχεδόν βέβαια δεν έχει καμία άλλη προσπάθεια στη «φυσιολογική» ζωή. Ίσως δηλαδή τελικά οι δυσκολότερες κορυφές να προϋποθέτουν την πτώση σε μια προσωπική άβυσσο και να συνίστανται στην προσπάθεια εξόδου από αυτήν και αναρρίχησης προς τη βάση των πολλών.
Διάβαζα τις προάλλες ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο (με αφορμή τα λάθη της γλώσσας του τωρινού δικού μας« βασιλιά» και μερικών από τους προκατόχους του) για τη διαφορά μεταξύ γλωσσικής ικανότητας και γλωσσικής πραγμάτωσης. Κάτι τέτοιο φαίνεται και στην ταινία: «Τραυλίζεις όταν σκέφτεσαι;». «Όχι, βέβαια». Μια απορία μόνο με την οποία σε αφήνει η ταινία (και η πραγματικότητα μαζί της) είναι γιατί ένα κόλπο που εφαρμόζει ο λογοθεραπευτής στην πρώτη κιόλας συνάντηση και το οποίο λειτουργεί δεν εφαρμόστηκε και στους λόγους, αφού φάνηκε να λύνει το πρόβλημα. Ίσως βέβαια το πρόβλημα λύθηκε αρκετά νωρίτερα αφού διαβάζω πως ήδη το 1927 είχε βγάλει λόγο χωρίς να τραυλίζει. Γενικότερα το βασίλειο του λόγου είναι βυθισμένο στο μυστήριο. Ο λόγος μέσα στο μυαλό μας, ο λόγος ο γραπτός, ο λόγος ο προφορικός ενώπιον γνωστών, ο λόγος ο προφορικός ενώπιον ακροατηρίου. Ένα ενιαίο βασίλειο; Διαφορετικά βασίλεια που συνορεύουν; Οι ειδικοί ξέρουν τις απαντήσεις. Εμπειρικά όμως ο καθένας μπορεί να απαντήσει ότι και ενιαίο να είναι, η πρόσβαση σε όλες τις γωνιές του είναι ενίοτε δύσβατη. Ίσως στο λόγο τον προφορικό ενσωματώνονται φοβίες μας και άγχη μας, αποκτώντας υλική μορφή με τη μορφή τραυλίσματος ή σαρδάμ.
Οι δύο πρωταγωνιστές μάς προσφέρουν μια πολύ ενδιαφέρουσα αντιδιαστολή: ο Τζέφρι Ρας είναι μια κορυφαία «αμά τη εμφανίσει» μορφή του σύγχρονου κινηματογράφου. Πρόκειται για έναν τύπο που και να μην τον ήξερες, αν τον πετύχαινες σε ένα τραπέζι θα σε γοήτευε (προφανώς όχι με την ομορφιά του). Εκπέμπει μια πρωτογενή γοητεία. Είναι μεν ούτως ή άλλως ένας σπουδαίος ηθοποιός, αλλά και σπουδαίος ηθοποιός να μην ήταν θα μπορούσε να σταθεί ως στάρ, μεταφέροντας στις οθόνες ή το σανίδι αυτό που πρωτογενώς εκπέμπει. Αντίθετα, ο πολύ ομορφότερος Κόλιν Φερθ δεν φαίνεται να έχει αυτή τη γοητεία. Για χρόνια φαινόταν άκαμπτος, απρόσωπος, άψυχος. Αν στο περσινό καλοσιδερωμένο σύμπαν του Τομ Φορντ κέρδισε την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ, εδώ μαζί με το πιθανότατο βραβείο αποδεικνύει και ότι είναι μεγάλος ηθοποιός. Ο Φερθ προσφέρει μια μεταμόρφωση, ο Ρας την πάγια ακαταμάχητη γοητεία του εαυτού του. Σαν (αντίστοιχα με όσα λέγαμε παραπάνω για το φόβο) κάποιον που ξεπέρασε ένα εγγενές εμπόδιο και κάποιον που ποτέ δεν είχε τέτοιο εμπόδιο. Όσο για τον σκηνοθέτη Τομ Χούπερ, βάζω σε άμεση προτεραιότητα να δω τα τηλεοπτικά «Longford», «Elizabeth» και την ταινία του για τον Μπράιαν Κλαφ, το «John Adams» όμως που έχω δει δεν είναι απλά συναρπαστικό, αλλά δείχνει πως τίποτα πιο συναρπαστικό σε μια επανάσταση από το βασίλειο του λόγου.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 21, 2010

Labouring with the challenges of female identity

Άκης - Τάκης.
Μιράντα - Μπάμπης.
Ψήφισε ποιό από τα δύο ζευγάρια πιστεύεις πως εκφράζει αυθεντικότερα το κουιντέτο «Πολυφωνία - Ζύμωση - Θέση - Αντίθεση - Σύνθεση» και μπες στην κλήρωση για τον υπερτυχερό που θα κερδίσει ένα υπογεγραμμένο αντίτυπο του νέου βιβλίου της Μ.Β. «Προσεγγίζοντας τη Γυναικεία Ταυτότητα - Αναζητήσεις στη Μινωϊκή Κοινωνία», το οποίο βασίζεται σε μελέτη της, στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών σπουδών της στην Αρχαιολογία, στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 20, 2010

Η κατάλυση

Σε ακραίες καταστάσεις, οι κανόνες του θεάματος δεν νιώθουν και τόσο καλά, ο θεατής δεν αρκείται στον ρόλο του και περνά επιθετικά στη σκηνή.

«Εμείς στην ανεργία κι εσείς μες στη χλιδή, τιμήστε το τριφύλλι, τελειώνει η υπομονή», έλεγε το πανό στην αρχή του αγώνα και το σύνθημα στη διάρκειά του. Όσο για το ντου στο τέλος του, προφανώς και δεν ήταν ένα ταξικό ντου, αλλά it is in the humble opinion of this narrator, ότι δεν ήταν κι ένα αμιγώς οπαδικό ντου. Αν κερδίζαμε κανείς δεν θα μπούκαρε, αν δεν είμαστε άθλιοι φέτος κανείς δεν θα μπούκαρε, ωστόσο το ντου φάνηκε να είχε λίγο και τη διάσταση του συνθήματος. Εξίσου προφανώς, αν προλάβαιναν θα κοπανούσαν το ίδιο ή και περισσότερο με τους δικούς μας τους παίκτες του Ολυμπιακού Βόλου, που όλοι μαζί πρέπει να παίρνουν λιγότερα από τον Σισέ (παλίκαρος κανονικός, ήταν ο μόνος που δεν έτρεξε να φύγει), τον οποίο πιθανότατα δεν θα χτυπούσαν, εκτιμώντας το ότι σε αντίθεση με τους συμπαίκτες του αυτός φαίνεται να σέβεται και τους κανόνες του θεάματος και τα λεφτά που παίρνει. Ωστόσο υπήρχε και κάτι το διαφορετικό. Η εξέδρα δεν ήταν η συνήθης απογοητευμένη εξέδρα των φανατικών που κάνει την απογοήτευσή της χουλιγκανισμό. Ήταν μια εξέδρα που έβαζε την απογοήτευση που της προξενούσε η ομάδα της σε ένα γενικότερο πλαίσιο, που φαινόταν να βλέπει εκτός από την μικρή εικόνα του γηπέδου και την μεγαλύτερη. Σαν ο οπαδός να μην ήταν μόνο οπαδός αλλά και άνθρωπος που πρέπει να τα βγάλει πέρα στην υπέροχη νέα Ελλάδα που χτίζεται και σαν ο ποδοσφαιριστής να μην ήταν απλά ένας ποδοσφαιριστής που δεν αποδίδει τα αναμενόμενα, αλλά ένας ευνοημένος της κοινωνίας του θεάματος που δεν φαίνεται να έχει συναίσθηση πως όταν αλλάζουν οι κανόνες με τους οποίους ζούσε ως τώρα μια κοινωνία, αλλάζει και το αυτονόητο δέος απέναντί του και μετατρέπεται σε μια πολύ πιο ρεαλιστική και απομυθοποιημένη σχέση. Έτσι η εικόνα που λίγες δεκάδες οπαδοί χυμάνε σε 22 ποδοσφαιριστές που ως τώρα παρακολουθούσαν, μου μοιάζει περισσότερο κοντινή με την εικόνα του παρά λίγο λιντσαρίσματος του Χατζηδάκη, παρά με τις συνήθεις εικόνες οπαδικής βίας. Από την άλλη διόλου δεν αποκλείω να τα έχω δει όλα αυτά σε μια προβολή του μυαλού μου και το σκηνικό που εκτυλίχθηκε μπροστά στα μάτια μου να μην είναι παρά το μυριοστό επεισόδιο ανομίας και ξέφραγου αμπελιού της υπέροχης παλιάς Ελλάδας. Μην μπορώντας να δω με σιγουριά ούτε το παρόν, αφήνω να δει το μέλλον κάποιος αρμοδιότερος.

"Things are going to slide,

slide in all directions

Won't be nothing,

nothing you can measure anymore"

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 17, 2010

Το πολίτευμά μας

Όχι, δεν έχουμε χούντα. Δεν έχουμε χούντα ακριβώς γιατί -ανάμεσα σε όλα τα άλλα- ο λαός απείχε από τις εκλογές. Στην χειρότερη έχουμε δια της αποχής απονομιμοποίηση της τρέχουσας εκδοχής του πολιτεύματος. Απονομιμοποίηση σκέτη όμως δεν συνιστά νομιμοποίηση κάποιου άλλου πράγματος. Να κάτσει να σκεφτεί ο λαός τι θέλει, ώστε αν δεν του κάνει η τρέχουσα εκδοχή του πολιτεύματος να βάλει στη θέση της μια άλλη. Και η αποχή δεν απαντάται μόνο στις εκλογές, απαντάται -συγκριτικά μιλώντας- και στη συμμετοχή στις διαδηλώσεις. Αντιλαμβάνομαι πλήρως το μπέρδεμα και το ότι μπορεί οι άνθρωποι να μην ξέρουν τι πρέπει να γίνει (μπας και ξέρω εγώ δηλαδή;), αλλά χούντα έχουμε όταν κάποιος έχει την εξουσία με το ζόρι. Όταν ο άλλος δεν τον θέλει να είναι στην εξουσία. Όχι όταν δεν ξέρει τι θέλει να είναι στην εξουσία, όχι όταν του τίθεται ένα σαφέστατο δίλημμα από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό πριν τις εκλογές και εκείνος ναι μεν δεν τον ψηφίζει για να τον στηρίξει, αλλά δεν τον καταψηφίζει κιόλας. Λαός ιδιωτών, λαός απεχόντων από τις κάλπες ή τις πορείες, λαός αμέτοχος -έστω επειδή βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο συνειδητοποίησης των πραγμάτων- δεν είναι λαός υπό χούντα.
---
Όχι, δεν έχουμε δημοκρατία. Όχι πια δηλαδή. Έχουμε δανειακή σύμβαση, έχουμε εκπλήρωση επιταγών δανειστών. Έχουμε εκπέσει από το καθεστώς της κυρίαρχης χώρας σε καθεστώς οφειλέτη χρημάτων. Σύμφωνοι, δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση μας έφερε εκεί, σύμφωνοι, ο λαός απλώς στραβώνει και δεν του αρέσει αλλά δεν επαναστατεί άρα τελικά και κατ' αποτέλεσμα η αποχή του συνιστά ανοχή, ωστόσο το γεγονός παραμένει ότι η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα όπου η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία αποφασίζουν και κυβερνούν εκείνες, βάσει όσων εκείνες κρίνουν σωστά. Οι βασικές αποφάσεις για την πορεία της χώρας παίρνονται ανά τρίμηνο από τους δανειστές μας και δεν περνάνε καν από το κοινοβούλιο, αφού τις υπογράφει απλώς ως εκπρόσωπος ημών των οφειλετών ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου.
Το πολίτευμα λοιπόν που έχουμε από τον Μάιο του 2010 είναι κάτι μπάσταρδο. Είναι μπάσταρδο δηλαδή από τότε που οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι του ελληνικού λαού αποφάσισαν ότι ο ρόλος τους είναι διεκπεραιωτικός (ή στην περίπτωση των επικαιροποιήσεων του μνημονίου και ευθέως άχρηστος), από τότε που απεκδύθηκαν την εξουσία τους και την παραχώρησαν στους δανειστές μας. Για την ακρίβεια εκείνο που συμβαίνει και σε εμάς και δείχνει να συμβαίνει και γενικότερα είναι η μετατροπή των πολιτευμάτων σε εκτός θέματος τρόπους οργάνωσης των κοινωνιών. Η πολιτική οργάνωση μιας κοινωνίας καθίσταται εκτός θέματος, όταν τα χρήματα που απαιτούνται για την οικονομική οργάνωσή της παύουν να φτάνουν. Έρχονται τότε οικονομικοί οργανισμοί και λένε για να συνεχίσετε να έχετε λεφτά θα κάνετε αυτό και εκείνο. Eμείς έχουμε τα λεφτά, εμείς δανείζουμε, εμείς αποφασίζουμε.
---
Δανειακή σύμβαση έχουμε, με ανά τρίμηνο αναθεωρούμενους όρους, προκειμένου να καταβληθεί η εκάστοτε επόμενη δόση. Αυτό είναι το πολίτευμα της Ελλάδας, σήμερα, 17 Δεκεμβρίου του 2010, και ώρα οκτώ παρά τέταρτο.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 16, 2010

Αδικία: κάτι το συζητήσιμο

Θέλω να πιστεύω ότι αν ήμουν παρών στο σκηνικό με τον Χατζηδάκη θα ήμουν ένας από αυτούς που θα προσπαθούσαν να τον προστατεύσουν. Δεν το ξέρω με σιγουριά, δεν λέω ότι αυτό θα έκανα, αλλά, αν μη τι άλλο, ακόμα και αν δεν έμπαινα στη μέση να φάω τις μπουνιές, θα φώναζα «Φτάνει».
Από την άλλη ο ίδιος από πάνω εγώ, συλλαμβάνω τον εαυτό μου ολοένα και συχνότερα να διαβάζει απόψεις κάποιων -ελάχιστων είναι η αλήθεια- σχολιαστών στο buzz και να οραματίζεται να τους σπάει τα μούτρα. Αίμα ρε παιδί μου. Δεν θέλω άλλο διάλογο, δεν θέλω άλλο πολιτισμό, θέλω να τους γαμήσω την μάνα και τον πατέρα.
Ποιά είναι τα όρια, ποιά η διαφορά; Ίσως στην πρώτη περίπτωση, όσο ο κόσμος κυνηγάει και τα χώνει τον Χατζηδάκη να έχουμε ένα είδος απόδοσης δικαιοσύνης. Άγριας ναι, μη θεσμικής ναι, πάντως δικαιοσύνης. Όταν αρχίζουν να πέφτουν τα μπουνίδια όμως, η ζυγαριά της εξουσίας αλλάζει πλευρά, εξουσιαστής είναι πια αυτός που βαράει, ενώ αυτός που χτυπιέται δεν είναι πια ένας πολιτικός που δικαίως φοβάται, αλλά ένας ανυπεράσπιστος άνθρωπος απέναντι σε έναν εν δυνάμει όχλο. Άκουγα τον Βορίδη να λέει τις προάλλες στη Βουλή ότι το κόμμα του είναι κατά της βίας, αλλά αν είναι να επιλέξει ανάμεσα στην κρατική και την διαδηλωτική επιλέγει την πρώτη (επειδή είναι αναγκαία, μετρημένη, ελεγχόμενη κλπ). Και η αλήθεια είναι πως όλοι μας, όσο και αν καταδικάζουμε συλλήβδην τις βίες, άλλη ευαισθησία έχουμε για τη μία και άλλη για την άλλη, ανάλογα με τον γενικότερο τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Κατεξοχήν αυτό ισχύει για τα ΜΜΕ και το σύστημα που σαν βρικόλακας τρέφεται από το συγκριτικά επουσιώδες αίμα του Χατζηδάκη και το ασύγκριτα ουσιαστικό αίμα των νεκρών της Μαρφίν. Αλλά το θέμα μου δεν είναι οι ευαισθησίες των ΜΜΕ, το θέμα μου εδώ είναι οι δικές μου ευαισθησίες.
Οπότε -για να επανέλθω- αφού το αίμα του Χατζηδάκη με χαλάει, προς τι η φαντασίωση για το αίμα ανθρώπων (είμαι στο τσακ να πω δύο «ονόματα», μόνο και μόνο για να μη θεωρηθεί ότι υπεκφεύγω ή ότι με ενοχλεί συλλήβδην η αντίθετη οπτική, αλλά φοβάμαι πως το να τα αναφέρω και να προσωποποιήσω τη φαντασίωσή μου θα κάνει το ποστ -αν δεν είναι ήδη δηλαδή- αληθινά βίαιο και χυδαίο) που απλά «λένε τη γνώμη τους»; Δεν ξέρω. Πράγματι υπερπολύτιμο αγαθό η ελεύθερη διατύπωση των απόψεων του καθενός, πράγματι βάση της δημοκρατίας και του πολιτισμού είναι ο σεβασμός στην αντίθετη άποψη, αλλά εμένα ο δικός μου ο σεβασμός φτάνει ως την μη πραγμάτωση της φαντασίωσής μου. Δεν θα ασκούσα βία επάνω τους. Αλλά μου τη γεννούν τη γαμημένη την επιθυμία, ίσως επειδή εισπράττω ως εξουσιαστικό το δικό τους το λόγο, τη δική τους την ματιά, ίσως επειδή βλέπω τη χυδαιότητα, τη χολή και το σύμπλεγμα μεταμφιεσμένα σε επιχειρήματα, ίσως επειδή βλέπω τρελό κέφι πάνω από τις κατεδαφίσεις και τα χαλάσματα.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι θα υπάρχει βία. Όσο οι άνθρωποι αδυνατούν να βρουν ελάχιστα σημεία κοινής επαφής στο τι είναι δίκαιο και τι άδικο, η βία θα πολλαπλασιάζεται. Οπότε το ερώτημα είναι: ποιό είναι μεγαλύτερο κακό, η βία ή η αδικία; Προφανώς η απάντηση είναι κάτι σαν «εξαρτάται από το βαθμό της μίας και της άλλης». Ίσως όμως το μεγαλύτερο κακό είναι ότι η σωματική βία είναι κάτι το αντικειμενικό, κάτι το αναμφίβολο, ενώ η αδικία (το τι συνιστά αδικία, το πώς καταπολεμάται) είναι τελικά -και παρά τα φαινόμενα- κάτι το υποκειμενικό, κάτι το συζητήσιμο. Η επιλεκτική μας ευαισθησία απέναντι στη βία εξαντλείται στο πόσο αυτή μας ενοχλεί, στο πόσο τη δικαιολογούμε. Κατά τα άλλα είναι ορατή σε όλους. Αναφορικά με την αδικία όμως δεν έχουμε να κάνουμε με επιλεκτικότητα της αντίδρασης, αλλά με επιλεκτικότητα της ίδιας της ματιάς. Αυτό που εγώ βλέπω ως αδικία ο άλλος το βλέπει ως δικαιοσύνη. Και το αντίστροφο. Και αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η ρίζα του μεγαλύτερου κακού απ' όλα.
Πώς αντιμετωπίζεται αυτό; Με διάλογο θα πεις. Ναι, σύμφωνοι. Όχι όμως ότι ο διάλογος θα κάνει τον άλλο να δει τα πράγματα αλλιώς. Στην καλύτερη -και ίσως αυτό είναι το περισσότερο που μπορούμε να ζητάμε- να τα δει λιγάκι αλλιώς. Ένας από τους λόγους που είναι πολύτιμο το buzz είναι επειδή αποδεικνύει πως οι περισσότεροι από εμάς -αν όχι όλοι μας- είμαστε εκ των προτέρων πεισμένοι για το τι είναι δίκαιο και τι άδικο και πως ο διάλογος δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει σε αλλαγή αυτής της προσχηματισμένης μας πεποίθησης, απλώς συνεχίζουμε ad nauseam να επιχειρηματολογούμε, για να κάνουμε τον άλλο επιτέλους να καταλάβει πως δίκαιο είναι αυτό που λέμε εμείς και άδικο αυτό που λέει εκείνος.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 15, 2010

Μπαμπά, μην βλέπεις

Tις προάλλες έπεσε το μάτι μου σε ένα ντοκιμαντέρ για τον Ότο Πρέμινγκερ στο Κανάλι της Βουλής. Εκεί ο Τζέιμς Στιούαρτ λέει ότι ο πατέρας του, κάπου στα βάθη της Ιντιάνα, δεν ήθελε με τίποτα να δει την «Ανατομία Ενός Εγκλήματος» (στην οποία ο Στιούαρτ πρωταγωνιστούσε), επειδή είχε ακούσει ότι το έργο αντίκειται στα χρηστά ήθη. Είχε φτάσει να ζητήσει μάλιστα από τον ιδιοκτήτη του κινηματογράφου της πόλης του να μην την προβάλλει. Την είδε μήνες μετά στα μουλωχτά, οπότε και πήρε τηλέφωνο το γιο του για να του πει ότι τελικά την εγκρίνει (επισημαίνοντάς του πάντως ότι δεν χρειαζόταν να πει τη λέξη «panties» και ζητώντας του να αφαιρεθεί η σχετική σκηνή). Ποιός είναι ο τελευταίος άνθρωπος του κόσμου που θα φανταζόσουν υπό το μάτι του πατρικού ελέγχου και υπό το δάκτυλο της πατρικής αποδοκιμασίας; Ο Τζέιμς Στιούαρτ; Αυτός λοιπόν. Μιλάμε για μισό αιώνα πριν όμως. Άλλοι καιροί άλλα ήθη.

Διαβάζω μια συνέντευξη της δημιουργού του «Αttenberg», Αθηνάς Τσαγγάρη, όπου λέει για τον πατέρα της: «Έχουμε συμφωνήσει πως δεν θα έρθει να δει το "Attenberg"». Προφανώς η μία ιστορία είναι διαφορετική από την άλλη, προφανώς και οι λόγοι που το συμφώνησαν δεν έχουν να κάνουν με το ότι η ταινία αντίκειται στα τωρινά χρηστά ήθη, αλλά σχετίζονται με το ότι η ταινία επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στη σχέση κόρης - πατέρα της, ενώ διαδραματίζεται στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, όπου η Τσαγγάρη όντως έζησε μερικά από τα πρώτα χρόνια της ζωής της, προφανώς δηλαδή δεν θέλουν να μπερδέψουν την μυθοπλασία με την πραγματικότητα, να αρχίσουν τα «έτσι θα ήθελες να είμαι;», «έτσι θα ήθελες να είναι η σχέση μας;» κ.ο.κ. Νά όμως που όσο και αν οι καιροί και τα ήθη πράγματι αλλάζουν, υπάρχει και ένας πυρήνας των πραγμάτων που δεν αλλάζει τόσο εύκολα, ένας πυρήνας που παραμένει ανθεκτικά αναλλοίωτος: φαίνεται πως τα θέματά μας με τους γονείς μας ποτέ δεν επιλύονται οριστικά, μένοντας πάντοτε εκκρεμή, πάντοτε με υπόλοιπα, όσο και αν μεγαλώνουμε και εμείς κι εκείνοι.

Η ηρωίδα της ταινίας, η Μαρίνα (η βραβευμένη στη Βενετία για την -εξαιρετική πράγματι- ερμηνεία της Αριάν Λαμπέντ), είναι 23 χρονών και η σχέση της με το σεξ είναι μέχρι σήμερα ανύπαρκτη. Είναι μπερδεμένη, αλλά περισσότερο από μπερδεμένη είναι αδιάφορη έως ασεξουαλική. Εξερευνά το σώμα της σαν να είναι απεξαρτημένο από συναισθήματα ή επιθυμίες. Το φιλί δεν είναι φιλί, αλλά κίνηση του στόματος και της γλώσσας. Σηκώνει την μπλούζα της για να δείξει όχι αυτό που η μπλούζα έκρυβε μπροστά αλλά αυτό που η μπλούζα έκρυβε πίσω, για να δείξει όχι τα γυμνά της στήθη αλλά τις γυμνές της ωμοπλάτες. Τις κινεί παλινδρομικά. Η απροσδόκητη πίσω όψη της σεξουαλικότητας. Ή της έλλειψής της. Της φαίνεται διαφορετικό, της φαίνεται αστείο, της φαίνεται όμορφο; Ίσως της φαίνεται φυσικό, ίσως προτιμά τη κίνηση του σώματος που είναι σκέτη τέτοια και δεν απαιτεί συμμετοχή εσωτερικού κόσμου. Ζει τη σεξουαλικότητά της αλλά και τις σχέσεις της με τους ξένους σαν ντοκιμαντέρ του Σερ Ντέιβιντ Ατένμπορο. Αλλά αυτός ανταλλάσσει βλέμματα με τους γορίλες και συναρπάζεται από την ψυχική επαφή. Ήρθε ο καιρός και για εκείνη να κάνει το ίδιο, τώρα που χάνει τον πατέρα της;

Παρ΄όλες τις αισθητικές και θεματικές συγγένειές της με τον «Κυνόδοντα» (η Τσαγγάρη είναι συμπαραγωγός του «Κυνόδοντα», ο Λάνθιμος συμπρωταγωνιστής και συμπαραγωγός του «Αttenberg») εκείνος ήταν μια απόλυτα ολοκληρωμένη ταινία, μια ταινία υποδειγματικής σύλληψης και εκτέλεσης, ενώ το «Αttenberg» αφήνει -μου αφήνει, για να ακριβολογήσω- την αίσθηση ενός έργου ημιτελούς, ενός έργου που του λείπουν μερικά κρίσιμα συστατικά για να γίνει κάτι περισσότερο από αυτό που είναι: μια ευπρόσδεκτη και ενδιαφέρουσα ταινία, αλλά ως εκεί. Το σύμπαν του «Κυνόδοντα» δεν είχε ρωγμές, η σύμβασή του για την κατάσταση των ηρώων του σε έπειθε και μπορούσε να λειτουργήσει τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Εδώ δυσκολεύεσαι αρκετά να σκεφτείς το παρελθόν της Μαρίνας και του πατέρα της, το παρελθόν της με τη φίλη της την Μπέλα, δυσκολεύεσαι να καταλάβεις από πού ακριβώς έρχεται η Μαρίνα. Αντίθετα το πού πηγαίνει είναι και αρκετά σαφές και αρκετά φωτεινό (ή έτσι προτιμώ να το εισπράττω εγώ τουλάχιστον). Απλά, όταν δεν έχεις καταλάβει πλήρως το «γιατί ως τώρα έτσι» της ηρωίδας, το «από εδώ και πέρα» της δεν έχει το ανάλογο βάρος, δεν πετυχαίνει να κερδίσει τον ανάλογο βαθμό συμμετοχής σου, πολύ περισσότερο όταν εσκεμμένα η Τσαγγάρη επιλέγει να προσεγγίσει από απόσταση τις συγκινητικές καταστάσεις της ταινίας. Στον «Κυνόδοντα» φόρμα και περιεχόμενο αλληλοσυμπληρώνονταν, στο «Αttenberg» η χημεία δεν είναι εξίσου επιτυχημένη, με την ευθύνη να ανήκει κυρίως στο περιεχόμενο. Η Τσαγγάρη έχει λαμπρή εικαστική προϊστορία (έχει μεταξύ άλλων σκηνοθετήσει βίντεο για τις Τελετές των Ολυμπιακών, το Μουσείο της Ακρόπολης, το «2») γεγονός που εξηγεί ότι οι σκηνές που εντυπώνονται περισσότερο στο μυαλό είναι (μαζί με τα έξοχα πλάνα του βιομηχανικού τοπίου) εκείνες που θα ταίριαζαν και σε ένα εικαστικό δρώμενο (η Μαρίνα και η Μπέλα που πηγαίνουν αγκαζέ βόλτες σαν να εκτελούν χορογραφίες, μια φορά με τη συνοδεία αυτού του τραγουδιού, η εστίαση στις ποδιές τους).

Κλείνοντας, θα ήταν παράλειψη να μην πω πόσο εξαιρετική εντύπωση μου έκανε η μικρού μήκους ταινία που προβάλλεται μαζί με το «Attenberg», το «Casus Belli» του Γιώργου Ζώη: ένα στα όρια του σκασμού γεμάτο καρότσι σούπερ μάρκετ, μια πολύ μεγάλη ουρά, οι σχέσεις αιτίου και αιτιατού ανάμεσα στους κρίκους της κοινωνικής αλυσίδας, το αιτιατό που μετατρέπεται σε αιτία για την οποία ξεσπά ο αντεστραμμένος πόλεμος, μια ιδιοφυής κινηματογραφική παραβολή.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 14, 2010

His bitch

«Tι είσαι; Θα μου πεις τι είσαι;»
«...» «Είσαι το πουτανάκι μου;»

(μεταφρασμένη εδώ)

Σάββατο, Δεκεμβρίου 11, 2010

Ξεστρεβλώστε μας

Όλι.
Καν.
Όλι Καν.
---------------
Γιώργο, δεν είναι μόνο το κόμμα του Τσίπρα που διακατέχεται από τη «ψυχολογία της καταστροφολογίας». Δυστυχώς το πρόβλημα είναι γενικότερο. Συνεπώς το πόζιτιβ θίνκινγκ είναι σήμερα περισσότερο απαραίτητο παρά ποτέ και ίσως στο πλαίσιο αυτό θα έπρεπε να ενεργοποιήσεις ευρύτερες δυνάμεις, όπως τον επί τετραετία πρεσβευτή θετικής ενέργειας Θέμη Γεωργαντά. Δηλαδή αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί να φαίνεται αδόκιμη η χρησιμοποίησή του, αλλά αν δεν απευθυνθείς τέτοιες ώρες στους ειδικούς, πώς περιμένεις να ανατρέψεις το κλίμα της γενικής κατάθλιψης; Με τον Ρέππα και την Μαριλίζα; Νοτ λάικλι. Ή φιλγκουντιάζουμε ή βουλιάζουμε.
Μέχρι τότε ας προσπαθήσουμε να κρατηθούμε από ό,τι ελπιδοφόρο βρούμε μπροστά μας. Και είναι κατεξοχήν ελπιδοφόρο ότι και στη φάση της κατεπείγουσας δημοκρατίας, στην οποία έχουμε επισήμως περιέλθει (η κατεπείγουσα δημοκρατία είναι το επόμενο εξελικτικό στάδιο της δημοκρατίας της δημόσιας διαβούλευσης), υπάρχουν ψηφισμένοι όροι του μνημονίου που δεν περνάνε. Εντάξει, δεν είναι και τόσοι πολλοί, ένας είναι, αλλά αυτός ο ένας αρκεί για να σηματοδοτήσει την Ελλάδα που αντιστέκεται, την Ελλάδα που επιμένει: μετατέθηκε για την Πρωτοχρονιά του 2013 η επιβολή του φόρου 20% επί των τηλεοπτικών διαφημίσεων.
Και καλά, η ελληνική κυβέρνηση είναι διαπλεκόμενη με τους καναλάρχες, τους έχει ανάγκη και τα λοιπά και τα λοιπά: «Από μια μικρή «βιοτεχνία» με πολιτικούς στόχους, οι εκδότες, μετά το 1989 με το νόμο για τη «μη κρατική τηλεόραση» και μετά το 1995 με το νόμο Βενιζέλου, πολλαπλασίασαν την πολιτική τους ισχύ και απέκτησαν και οικονομική. Δεν έγιναν ποτέ βιομηχανία, αν και είχαν την ευκαιρία τους. Επί κυβερνήσεως Σημίτη εισήλθαν στο χρηματιστήριο, συγκέντρωσαν περισσότερα από 600 εκ. ευρώ, τα οποία στην πορεία χάθηκαν χωρίς κανείς να δώσει λογαριασμό! Ο νόμος Ρουσόπουλου στο τέλος της περιόδου ολοκλήρωσε την πορεία, αφού έδωσε τη δυνατότητα να επεκταθούν τόσο πολύ τα συγκροτήματα, πέρα από τις αντοχές των επιχειρηματιών. Οπότε παρέμεινε και η βασική σχέση: ζημιογόνα Μέσα, εξαρτημένα από την εκάστοτε κυβέρνηση, με δάνεια, άδειες κ.λπ. από τη μία, και από την άλλη «ευτυχισμένοι μαζί», πολιτικοί, επιχειρηματίες και στελέχη που ζούσαν «με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου».
Και καλά, ας συνυπολογίσει κανείς στα παραπάνω ότι οι ιδιοκτήτες των μέσων επικοινωνίας δεν πληρώνουν εργοδοτικές εισφορές, υπάρχει το περίφημο «αγγελιόσημο» που τις υποκαθιστά, ήτοι οι διαφημιζόμενοι πληρώνουν τις εργοδοτικές εισφορές των ιδιοκτητών- για την ακρίβεια το αγγελιόσημο στα διαφημιστικά έσοδα των πέντε μεγάλων εφημερίδων και των πέντε μεγάλων τηλεοπτικών σταθμών και μερικών περιοδικών καλύπτει τις ασφαλιστικές εισφορές που δεν καταβάλλουν οι δεκάδες εφημερίδες και οι χιλιάδες τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί όλης της χώρας με την ελάχιστη διαφήμιση. Οι διαφημιζόμενοι βέβαια μετακυλούν με τη σειρά τους το ποσό αυτό στις τιμές των προϊόντων και έτσι πληρώνουμε εμείς αντί των ιδιοκτητών τις συντάξεις των μελών της ΕΣΗΕΑ.
Και καλά, ακόμη και αν πρόκειται για τα μέλη της ΕΣΗΕΑ και όχι για την πλεμπάγια, είναι σαφές ότι οι δημοσιογράφοι δεν θα αναδείξουν αυτή τη στρέβλωση και ακόμη περισσότερο δεν θα την αναδείξουν τα μέσα στα οποία δουλεύουν.
Αλλά όλα αυτά περιγράφουν το ελληνικό σκέλος, το σκέλος της εγχώριας διαπλοκής, το σκέλος της εγχώριας ομερτά. Εκείνο που θα έπρεπε κάπως να εξηγηθεί είναι πώς η τρόικα που δεν σηκώνει πουθενά μύγα στο σπαθί της, η μόνη μύγα που δέχτηκε να σηκώσει είναι η συγκεκριμένη. Δεν υποχωρούν πουθενά, «επικαιροποιούν» ανά τρίμηνο το μνημόνιο, παίζουν το γιατρό, δεν παίζουν ποδόσφαιρο τα σουκού τους, ωστόσο εδώ όλα καλά κι όλα ωραία. Μα γιατί καλοί μας γιατροί; Μα γιατί καλοί μας αναμορφωτές; Εξηγήστε μας γιατί. Γιατί να χαθούν τόσα και τόσα έσοδα από την τριετή (και τότε βλέπουμε) αναβολή επιβολής του φόρου; Γιατί να μη γίνουν πιο ανταγωνιστικά τα προϊόντα απαλλασσόμενα από το βάρος του αγγελιόσημου; Γιατί τελικά και φόρος να υπάρχει στη διαφήμιση και ο φόρος αυτός να μην πηγαίνει στα ταμεία του κράτους αλλά να ελαφραίνει τις τσέπες των ιδιοκτητών και να γεμίζει τα ταμεία των δημοσιογράφων της ΕΣΗΕΑ; Μα γιατί καλοί μας γιατροί; Μα γιατί καλοί μας αναμορφωτές; Ξεστρεβλώστε μας.
-------
ΥΓ. Όταν βρεις χρόνο διάβασε, σε παρακαλώ, αυτό.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 10, 2010

Γλυφός

Στο περιγιάλι το κρυφό

κι άσπρο σαν περιστέρι

διψάσαμε το μεσημέρι·

μα ο φαλλός γλυφός.

---
Πάνω στην τρίχα την ξανθή

έφτιαξε τ’ όνομά της·

ωραία που εκρύφθη της φιάλης

ο λαιμός μες το μουνί.
---

τι πορνό, με τι tv,

βίζιτες χωρίς πάθος,

πήραμε στη ζωή μας σκάφος.

αλλάξε εσύ αν θες ζωή.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 09, 2010

CondomLeaks

Eπί αιώνες το σεξ ήταν θανάσιμο αμάρτημα. Μέχρι που η κόλαση έπαψε να πουλά.
Πρόσκαιρα το σεξ μετατράπηκε σε θανάσιμο νόσημα. Μέχρι που περιόρισαν το θάνατο στην ούτως ή άλλως συνηθισμένη Αφρική.
Αποκρυσταλλώνεται πια η νέα του διάσταση: το σεξ είναι δυνάμει τόπος εγκλήματος. Να δοθεί έμφαση στο «δυνάμει». Δεν είναι απαραίτητο ότι θα παραβείς το νόμο πριν ή κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Ενδέχεται και να μην τον παραβείς. Να γνωρίζεις όμως ότι από τη στιγμή που θα ανοίξεις αυτή την πόρτα όλα είναι ενδεχόμενο να συμβούν (του σπασίματος του προφυλακτικού σου συμπεριλαμβανομένου). Γιατί το να ανοίξεις αυτή την πόρτα σημαίνει ότι έχεις ήδη περάσει από άλλα εξίσου κακόφημα δωμάτια: κατά πάσα βεβαιότητα έχεις ήδη προβεί σε διαφόρων μορφών σεξουαλικές παρενοχλήσεις προς τη γυναίκα που έχεις την ώρα αυτή δίπλα σου. Μπορεί να σε συγχώρεσε, μπορεί να τις αποδέχτηκε, μπορεί να επέλεξε να μην σε καταγγείλει, αλλά αυτό δεν αναιρεί ότι εσύ υπερέβης τα εσκαμμένα και καταπάτησες τα νόμιμα. Και τώρα είσαι έτοιμος να τα υπερβείς ακόμη περισσότερο, είσαι έτοιμος να γαμήσεις. Μπορεί να σε συγχωρέσει και πάλι, μπορεί να το αποδεχτεί, μπορεί να επιλέξει να μην σε καταγγείλει. Μπορεί τελικά να συναινέσει. Αλλά και αυτή οφείλει να θυμάται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας ότι δεν είναι μια γυναίκα που κάνει έρωτα με έναν άντρα, αλλά ένα εν δυνάμει θύμα απέναντι σε έναν εν δυνάμει θύτη. Οφείλει να θυμάται πως μόνο η δική της συναίνεση -και όσο αυτή διαρκεί- αποχαρακτηρίζει την υπό εκκρεμότητα εγκληματική διάσταση της ερωτικής πράξης.
Σε χτυπητή αντίθεση με τις ανωτέρω μετατοπίσεις της λειτουργίας του σεξ στην πορεία του χρόνου, η λειτουργία της εθνικής και διεθνούς δικαιοσύνης παραμένει συγκινητικά σταθερή: δεν σταματά με κάθε ευκαιρία να αποδεικνύει τα δύο μέτρα και τα δυο σταθμά της, τι την ενδιαφέρει και για τι αδιαφορεί, τι την κινητοποιεί και τι την βαλτώνει, πού είναι αδυσώπητη και πού ψυχούλα.
Η ασύνορη υποκρισία των θεσμών, η χυδαιότατα παλλακιδική τους διάσταση, οι θεσμοί ως αιώνιες πουτάνες της εξουσίας.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 08, 2010

Sex with someone I love

Τρίτη, Δεκεμβρίου 07, 2010

Παρά μόνο το ειρωνικό

«Όταν βλέπεις ένα φάντασμα το μυαλό σου σχίζεται στα δύο. H μια πλευρά του αρνείται αυτό που βλέπεις, επειδή δεν συμβαδίζει με την ιδέα που έχουμε για την πραγματικότητα, ενώ η άλλη ουρλιάζει: «Μα είναι αληθινό!». Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, είναι η ίδια η πραγματικότητα που καταρρέει και αναδιαμορφώνεται με έναν τρόπο που στην πορεία θα διαπιστώσεις ότι σε έχει αλλάξει βαθύτατα». Όταν η Iben Hjejle (η φίλη του Τζών Κιούζακ στο «High Fidelity»), διαβάζει αυτό το απόσπασμα από το βιβλίο της σε λογοτεχνικό φεστιβάλ, στην μια άκρη της αίθουσας την παρακολουθεί ημικαψουρεμένος ο Ciarán Hinds (της Ρώμης, του Μονάχου και άλλων ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων), που είναι χήρος, και στην άλλη άκρη ο μισοκαψουρεμένος Άινταν Κουίν (προφέρεται εύκολα και τον γράφω στα ελληνικά), που είναι χοίρος, γουρούνι κανονικό δηλαδή, ένας πολύ πετυχημένος συγγραφέας και σταρ του φεστιβάλ μεν, ντιπ κομπλεξικός με την επιτυχία του δε, που ο μόνος λόγος που θα αφήσει ένα ποτήρι είναι για να πιάσει το επόμενο, που ο μόνος λόγος που θα αφήσει μια γυναίκα είναι για να την πέσει την επόμενη, που ο μόνος λόγος που θα αφήσει ένα ψέμμα είναι για να πιαστεί απ’ το επόμενο (θεωρώντας εσφαλμένα ότι τα ψέμματα αποτελούν αποτελεσματικότερο πολιορκητικό κριό από την αλήθεια).

Το φεστιβάλ λαμβάνει χώρα σε γραφική παραθαλάσσια πόλη της Ιρλανδίας, η οποία συντελεί τα μέγιστα στην ατμόσφαιρα της ταινίας. Ο ιρλανδικός ουρανός είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να βρέξει, με τον ήλιο να κάνει σποραδικές γκεστ εμφανίσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα φαντάσματα του έργου. Η ταινία προσφέρει πάντως τις πιο όμορφες εικόνες της αιχμαλωτίζοντας το χρώμα του ουρανού στο μεταίχμιο μέρας και νύχτας, ελάχιστη ώρα πριν δύσει και μόλις έχει αρχίσει να χαράζει. Προσφέρει επίσης μια εντελώς απροσδόκητη τροφή για σκέψη όταν σε μια σκηνή σε βενζινάδικο βλέπουμε πως η βενζίνη έχει 1.26 το λίτρο. Γυρίστηκε αρχές του 2009, όταν εμάς θα μας φαινόταν εξωφρενική η τιμή. Τέλη του 2010 που την βλέπουμε μάς φαίνεται πάμφτηνη.

Τι είδους ταινία είναι όμως η «Ολική Έκλειψη»; Φιλοδοξώντας ίσως να παίξει σε πολλά ταμπλό μαζί, φιλοδοξώντας να είναι μια ταινία που έχει φαντάσματα στην καρδιά της, χωρίς να είναι μια κλασική ταινία για φαντάσματα, αλλά μια σοβαρή ταινία που σοβαρά τα χρησιμοποιεί, φιλοδοξώντας να είναι μια ταινία που χρησιμοποιεί τα είδη για να τα υπερβεί συνθετικά, καταλήγει να είναι λίγο απ΄όλα, λίγο φεστιβαλικό κρασί, λίγη ιρλανδική θάλασσα και το διαφιλονικούμενο μεγαλοκορίτσι μου. Έχει αρετές, έχει στυλ και ατμόσφαιρα, οι ηθοποιοί της εκπέμπουν θέρμη, η φωτογραφία είναι ώρες ώρες υποβλητική, τα κάδρα προσεκτικά στημένα, η μουσική εξαιρετική, αλλά όλα αυτά δεν αρκούν για να την πεις κάτι περισσότερο από συμπαθητική. Υπάρχουν πετυχημένες ταινίες που επιδιώκουν λίγα και αυτά τα λίγα τα παραδίδουν, και υπάρχουν λιγότερο πετυχημένες ταινίες -όπως η εν λόγω- που στοχεύουν ψηλά, επ ουδενί δεν φτάνουν εκεί που ήθελαν, αλλά παρά ταύτα η ψηλή τους στόχευση τους επιτρέπει να βρεθούν σε ένα αξιοπρεπές ύψος.

Το τελικό φάντασμα της ταινίας δεν είναι τρομακτικό, είναι βγαλμένο λες απ’ το «Solaris». Μη τρομακτικά θα εμφανιστεί και το αρχικό. Ενδιάμεσα όμως έχουμε ελάχιστες ακόμη εμφανίσεις, που πραγματικά παγώνουν το αίμα. Ίσως επειδή η ταινία δεν είναι αμιγώς τρόμου και δεν είσαι εκπαιδευμένος να τις περιμένεις και σιγουρα επειδή είναι επιδέξια γυρισμένες σε τρομάζουν εντελώς αποτελεσματικά. Τα τινάγματα των ταινιών τρόμου μαζί με τα γέλια στην κωμωδία αποτελούν τις πιο σωματικές αντιδράσεις που μπορεί να προξενήσει ο κινηματογράφος στον θεατή (μιλώντας βέβαια πάντα για σινεμά και αφήνοντας τα πορνό εκτός κουβέντας). Αυτή η ακαριαία μετάβαση από την ηρεμία ή την αγωνία σε ένα καθεστώς άμεσου τρόμου, είναι σαν να σου καθαρίζει το αίμα. Ο εγκέφαλος λαμβάνει ένα οπτικό σήμα που καθόλου δεν του αρέσει, θυμάται γονιδιακά ένας θεός ξέρει τι, και εκκρίνει αστραπιαία όλες τις πληροφορίες για να σε ενεργοποιήσουν: πρόσεχε κύριος, δεν μου αρέσει καθόλου αυτό που είδα, έχε το νου σου.

Ευτυχώς είναι μόνο σινεμά. Την τρομακτική σκηνή θα διαδεχθεί άλλη, μη τρομακτική. Ό,τι διαδραματίζεται εκεί δεν μπορεί να βγει από εκεί και να σε πειράξει. Έξω από το σινεμά η βενζίνη κοντεύει το 1,55. Πότε έφτασε εκεί; Πού θα φτάσει; Πότε πρόλαβε και μπήκε και η Ιρλανδία στο δικό της μνημόνιο; Σεπτέμβρη δεν ήταν που ο Μπόνο μας έλεγε πόσο μοιάζουμε Έλληνες και Ιρλανδοί, το έλεγε ωστόσο σαν να μιλούσε για μια χώρα που βρισκόταν σε άλλη μοίρα από τη δική μας; Σε αντίθεση με τα τινάγματα των ταινιών τρόμου όπου το σήμα που λαμβάνει ο εγκέφαλος είναι ξεκάθαρο, το σήμα που λαμβάνει από τους κυβερνώντες και τα μίντια είναι μπερδεμένο, με αποτέλεσμα να μην ξέρει αν πρέπει να σε προειδοποιήσει. Δεν βλέπει κανένα τέρας αλλά ανθρώπους που λειτουργούν στο όνομά σου, για το καλό σου, ή για την ακρίβεια για το μικρότερο μεταξύ δύο κακών, με το μέγεθος του μικρότερου κακού ολοένα και να μεγαλώνει, μέχρι να μην απομείνει στη σύγκριση κανένα νόημα, παρά μόνο το ειρωνικό.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 06, 2010

Προφανώς το να πεις ότι ο Δεκέμβρης του δέκα, με τις εργασιακές και (τις περισσότερες από) τις γενικότερες κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που προωθεί ή παγιώνει, είναι συνολικά πολύ βιαιότερος απ' τον Δεκέμβρη του οκτώ, αποτελεί μια ακόμη παρανοϊκή δοξασία.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 05, 2010


οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ
ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 03, 2010

Δεν είμαστε Μόνο

Ακολουθώντας τα βήματα
αναρίθμητων φορέων της παλιάς μορφής ζωής,
νέα μορφή ζωής πηγαίνει στην Καλιφόρνια,
γεμάτη όνειρα για αναγνώριση, καταξίωση, διασημότητα.
Καταβεβλημένη απ' την επαρχιωτίλα του μακρινού της γαλαξία
και στενεμένη απ΄τα κατάλευκα μα πένθιμα όριά του,
ονειρεύεται dreams of Californication.
Το ταξίδι μακρινό, η απόσταση χαώδης.
Έτη φωτός μετά φτάνει.
Το Χόλιγουντ σε απόσταση φωτός.
Σε λίγο θα είναι στην Μαλχόλαντ.
Η αστρόσκονη στα μαλλιά της θα τα χαλάσει όλα.
Δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία να κάνεις πρώτη εντύπωση.
Βρίσκει μια λίμνη.
Βουτά.
Πέφτει στην παγίδα του αρσενικού.
Κινδυνεύει να την εξαφανίσει.
Αλλά ταξίδεψε πάρα πολύ
και ονειρεύτηκε ακόμη περισσότερο
για να χάσει τον εαυτό της μέσα του.
Αρχίζει να του τραγουδά σαν γοργόνα:
«Μεταξύ μας υπάρχει μια χημεία
-πώς να το πω;-
πρωτοφανής».
Το αρσενικό σαστίζει.
Πριν καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει,
εκείνη το έχει ήδη ενσωματώσει.
Είσαι πια βασικό δομικό μου συστατικό
του εξηγεί,
ενώ βγαίνει για να σκουπίσει τα μαλλιά της.
Το φώσφορο δεν ξέρει από πού του ήρθε.
Υπερφίαλο, αυτάρεσκο,
μια ζωή άκουγε να του λένε
πως αποτελεί αναπόσπαστο κρίκο,
πως ζωή χωρίς αυτό δεν υπάρχει.
Αποχαιρετώντας τα κεκτημένα του που χάνει,
βλέπει τη νέα σταρ να ρίχνει μια τελευταία ματιά
στα νερά της λίμνης.
Δεν κοιτά τη λίμνη αλλά το πρόσωπό της.
Είναι πανέτοιμη.
Μόνο στη Λίμνη Μόνο,
το φώσφορο βρίσκει τον εαυτό του να περισσεύει
ανάμεσα στην παλιά και τη νεά μορφή ζωής
και να μη χωρά ούτε στη μια ούτε στην άλλη.
Η τελευταία έχει ήδη ξεκινήσει για να πάει στην πόλη
που η παλιά μορφή ζωής είχε μεταλλαχθεί
περισσότερο από οπουδήποτε αλλού,
φέροντας στο σώμα της
τη δική της συγκλονιστικότερη μετάλλαξη
και υποσχόμενη όνειρα
πέρα από κάθε φαντασία,
πέρα από κάθε προσδοκία,
όνειρα που όμως βρίσκονται
μέσα σε κάθε φαντασία,
μέσα σε κάθε προσδοκία.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 01, 2010

Το πολυσυζητημένο (Updated)

Στο γεωργελικό δίλημμα δυνάμεις της συντήρησης (αριστερά σκέτη, πασόκ βαθύ, συνδικαλιστές, λαϊκή δεξιά, κρατισμός, μεταπολιτευτική πολιτική) - δυνάμεις της μεταρρύθμισης (αριστερά δημοκρατική, πασόκ ρηχό, καινοτόμοι επιχειρηματίες, δράση, λοιποί καμινομπουταριστές, μνημονιακή πολιτική), έρχεται να απαντήσει η ίδια η πραγματικότητα, δείχνοντας προς την κατεύθυνση της αλλαγής και της φυγής προς τα μπρος και φέρνοντας στο νου αγαπημένες ασπρόμαυρες ταινίες.
Ακούγοντας σήμερα στο ραδιόφωνο διαφήμιση για ενεχυροδανειστήριο («έχετε ανάγκες - έχουμε λεφτά» ή κάτι τέτοιο) σκέφτεσαι αμέσως - αμέσως πόσες θέσεις εργασίας θα ανοίξουν και τι μπουμ θα κάνει ο χρόνια καταδικασμένος σε μαρασμό κλάδος.

αναρωτιέσαι γιατί τα επιχειρήματα κατά των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων των ΔΕΚΟ να μην μεταφερθούν ψιλοαυτούσια και εδώ: τόσος κόσμος λοιπόν δουλεύει ΗΔΗ Σάββατο, αυτοί στο πηγάδι κατούρησαν; Ας μπει ΚΑΙ εδώ ένα τέρμα στην Ελλάδα των δύο ταχυτήτων, ας μπει ΚΑΙ εδώ ένα τέρμα στα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά. Πάρτι θέλατε, να ζείτε πάνω από τις δυνάμεις σας θέλατε, η ελληνική οικονομία δεν αντέχει πενθήμερη εργασία.
Και τώρα θα έβαζα καμιά φωτογραφία από Ντίκενς ή κάτι τέτοιο, για να δείξω το ασπρόμαυρο φως στην άκρη του τούνελ, αλλά έχει και τα όριά της η διεκτραγώδηση, έχει και τα όριά της η λυσσαλέα αντίσταση στην προσπάθεια να ξεκολλήσει η χώρα από αγκυλώσεις δεκαετιών,
* οπότε θα αρκεστώ στο πιο λατρεμένο επίθετο των τελευταίων ημερών: το «πολυσυζητημένο» ίντερνετ. Το επίθετο αποδεικνύει ότι όταν κανείς ζει ακόμη στον εικοστό αιώνα θα τον προδώσει η ίδια του η γλώσσα (επίθετο που δεν πρέπει πάντως να συγχέεται με το πλήθος των καθαρευουσιάνικων γενικών και τα διάφορα τελικά νι -του στυλ «ένα πρόβλημα πρακτικόν»- καθώς αυτά δεν αποτελούν προδοσία, αλλά μπαίνουν εσκεμμένα ως κύρους δηλωτικά).
Εν πάση περιπτώσει, εδώ που έχουμε φτάσει προτιμότερος ο εικοστός αιώνας από τον δέκατο ένατο, να επιστρέψεις λοιπόν εκούσια Σάββατο στη δουλειά σου, για να μην φτιάχνουν αύριο τα δικά σου τα παιδιά Nike για τα κινεζάκια. Και για να μην το παίζεις εξυπνάκιας, σε κανέναν δεν αρέσει αυτό, αλλά τι προτείνεις ε; τι προτείνεις; έχεις κάτι διαφορετικό να προτείνεις; προτιμάς να φτιάχνουν τα παιδιά σου σπορτέξ; όχι τι προτείνεις; γιατί προτάσεις δεν ακούω, τον λαϊκισμό σου μέσα, υμνητή της συντήρησης, υμνητή του πυρετού και διεκτραγωδέ της ασπιρίνης.
UPDATE: Με αφορμή το ποστ ξεκίνησαν μερικές ενδιαφέρουσες (ή βαρετές, εσύ αποφασίζεις) συζητήσεις αρχικά εδώ και εν συνεχεία εδώ και εδώ.