Τρίτη, Ιουλίου 31, 2007

Τα ρομπότ κι οι κραδασμοί

Τα βράδια εκείνα του Ιουνίου και του Ιουλίου του 2004, όταν μεγάλο μέρος της Ελλάδας έβγαινε μετά από τα παιχνίδια στους δρόμους, υπήρξαν κάποιοι που δεν ενέδωσαν, κάποιοι που αντιστάθηκαν, ξίνισαν τα μούτρα, σήκωσαν τα φρύδια, τέντωσαν το δάχτυλο και αρθρογράφησαν με εμβρίθεια για το κόμπλεξ του Έλληνα και την βαθιά του ανάγκη να πανηγυρίσει για επιτεύγματα στα οποία δεν έχει συμβάλλει προσωπικά, την βαθιά του ανάγκη να νιώσει περήφανος τη στιγμή ακριβώς που η χώρα του είναι ουραγός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που τα προβλήματα της καθημερινότητας τον πνίγουν. Πρόβλεψαν τότε ότι τίποτα δεν θα άλλαζε στην ζωή όσων χοροπηδούσαν αλλόφρονες σε πόλεις και χωριά· οι επόμενες μέρες, μήνες, χρόνια, ίδια και απαράλλακτα θα κυλούσαν, όσο κι αν ο πανηγυριτζής λαουτζίκος θεωρούσε πως παίρνοντας το Euro είχε κατακτήσει και το κουραδόκαστρο.
Φαντάζομαι ότι η αρθρογραφία αυτή δικαιώνεται στο πολλαπλάσιο με τους φουκαράδες τους Ιρακινούς, που εν μέσω πολέμου και καθημερινών εκατόμβων, ξεχύθηκαν κι αυτοί με τις σημαίες τους, επειδή, λέει, το Ιράκ κατέκτησε το πανασιατικό κύπελλο ποδοσφαίρου.
Είστε δυστυχισμένοι, ρε ζώα! Δεν το βλέπετε; Πόσο ηλίθιοι μπορείτε να είστε για να εκστασιάζεστε με κάποιους που έβαλαν την μπάλα στα δίχτυα; Δηλαδή είστε εθνικά υπερήφανοι τώρα; Ενώ η χώρα σας είναι υπό κατοχή;
Γαμημένο όπιο των λαών: παίρνεις το μυαλό των ανθρώπων από τη δυστυχία τους και τους κάνεις ευτυχισμένους για πέντε βράδια· ώστε να βγουν στο δρόμο παρά την απαγόρευση και να καταλάβουν τί; Όσοι δεν πρόλαβαν να σκοτωθούν κατά τους πανηγυρισμούς από παγιδευμένα αυτοκίνητα, επιστρέφουν από σήμερα στα ίδια ακριβώς δεινά.
Αν κάτι βαθιά απεχθάνομαι στη ζωή μου, είναι αυτούς που σχολιάζουν τα ανθρώπινα υπό την οπτική γωνία ενός ρομπότ, ενός ρομπότ τυφλού και κουφού στους κραδασμούς της ανθρώπινης ψυχής.








Δευτέρα, Ιουλίου 30, 2007

Πες στην Μαρφίν, ακόμα την ψάχνω

Κυριακή 15 Ιουλίου («Καθημερινή»): «Η Ελλάδα μπαίνει σε μια νέα εποχή. Το εκδοτικό και επιχειρηματικό κατεστημένο αυτοπροστατεύθηκε για χρόνια αλλά τώρα ήλθε η ώρα να δει αν μπορεί να επιβιώσει ή αν θα γίνει το ακριβό παιχνίδι ενός εφοπλιστή ή παράρτημα μιας πολυεθνικής. Ενα κομμάτι του συνεχίζει να φέρεται με την αλαζονεία της δύναμης που κάποτε είχε αλλά μοιάζει τόσο μα τόσο πολύ με τη βρετανική αυτοκρατορία μετά τον πόλεμο... Τέλος εποχής, πραγματικό τέλος όμως αυτή τη φορά».
Κυριακή 22 Ιουλίου («Βήμα»): «Ο κ. Δασκαλόπουλος, ο μέχρι πρότινος κήρυκας της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, ο υπέρμαχος της παραγωγής, των επενδύσεων και της παραγωγικότητας, «λύγισε» μόλις ένιωσε την αύρα των εκατοντάδων εκατ. ευρώ του πρώτου δυναμικού private equity fund που έκανε την εμφάνισή του στην ελληνική επιχειρηματική αγορά.
Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν μόλις μιάμιση ημέρα και μάλιστα δεν ήσαν συνεχείς. Την Παρασκευή 13 Ιουλίου, λίγο μετά το μεσημέρι, το μέγα «ντιλ» ανακοινώθηκε και μια κατεστημένη επιχειρηματική δύναμη της χώρας, ένας ιστορικός παραγωγικός όμιλος, με δεσμούς και σχέσεις δεκαετιών με πλήθος μικρών παραγωγών αλλά και εκατομμύρια καταναλωτών, παρέδιδε σώμα και πνεύμα στις εκφράσεις του «νέου καπιταλισμού» που έρχονται να κυριαρχήσουν και σε τίποτε δεν μοιάζουν με τα παλιά τζάκια.
Ο συμβολισμός της πράξης του κ. Δασκαλόπουλου είναι μέγας. Οταν το σήμα έρχεται από τον πρόεδρο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών, όλοι αντιλαμβάνονται ότι η συντελούμενη αλλαγή είναι μεγάλη και θα επηρεάσει πολλαπλώς την οικονομική, την πολιτική και την κοινωνική ζωή της χώρας. Ηδη η «αυλή» του κ. Βγενόπουλου έχει μεταβληθεί σε πασαρέλα για εγχώριους επιχειρηματίες που πουλάνε την πραμάτειά τους. Απειρες φήμες διατρέχουν τις τελευταίες ημέρες την επιχειρηματική και χρηματιστηριακή αγορά. Πολλοί αναμένουν ότι ως το τέλος Ιουλίου θα ανακοινωθεί και νέα εξαγορά. Στη διαχεόμενη λίστα αναφέρονται ο όμιλος Μυτιληναίου, η Intralot και η Altec»
Εν τω μεταξύ.
Δευτέρα 16 Ιουλίου («Νέα»): «Ποινικές ευθύνες για το κακούργημα της εκβίασης σε βάρος των υπευθύνων τεσσάρων γαλακτοβιομηχανιών εντόπισε ο εισαγγελέας, ο οποίος διενήργησε αυτεπάγγελτη έρευνα για το καρτέλ στην αγορά του γάλακτος. Ο εισαγγελέας Εφετών Ισίδωρος Ντογιάκος, μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, ζητά να ασκηθεί ποινική δίωξη για εκβίαση κατ΄ εξακολούθηση, κατ΄ επάγγελμα και κατά συνήθεια σε βάρος των νομίμων εκπροσώπων των εταιρειών VΙVΑRΤΙΑ ΑΒΕΕ, ΑΓΝΟ Βιομηχανία Γάλακτος Α.Ε., ΦΑΓΕ Βιομηχανία Επεξεργασίας Γάλακτος Α.Ε. και Μακεδονική Βιομηχανία Γάλακτος- ΜΕΒΓΑΛ Α.Ε.»
Κυριακή 28 Ιουλίου («Παρόν»): «Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, στην εισήγησή της, διαπιστώνει την ύπαρξη δύο διαφορετικών καρτέλ: το πρώτο αφορά τις συνεννοήσεις των εταιρειών για την αγορά γάλακτος από τους παραγωγούς σε τεχνητά μειωμένες τιμές και το δεύτερο τις συμφωνίες μεταξύ βιομηχανιών και σούπερ μάρκετ για τη διατήρηση τεχνητά υψηλών τελικών τιμών. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες του «Π», η ολομέλεια θα είναι καταπέλτης για τις εταιρείες, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το καρτέλ για την «αφαίμαξη» των παραγωγών: τα πρόστιμα που θα επιβληθούν θα εξαντλούν τα όρια αυστηρότητας της νομοθεσίας και θα ανέλθουν σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ.
Η Vivartia υποστηρίζει, εύλογα από τυπική άποψη, ότι η έρευνα για τα καρτέλ στο γάλα πρέπει να ακυρωθεί, αφού κατά τη διάρκειά της, τον περασμένο Δεκέμβριο, τροποποιήθηκε ο κανονισμός λειτουργίας της επιτροπής. Η εισηγήτρια του Γ' Τμήματος του ΣτΕ κυρία Παναγιώτα Καρλή έχει πειστεί από την επιχειρηματολογία της Vivartia και προτείνει τη διαγραφή των όποιων προστίμων τυχόν επιβληθούν στις βιομηχανίες, αφού είναι σοβαρό τυπικό ολίσθημα η αλλαγή του κανονισμού λειτουργίας, η οποία επηρεάζει ουσιωδώς μια εν εξελίξει έρευνα.
Στο μεταξύ, οι εταιρείες συνεχίζουν ανεπηρέαστες από το δήθεν «ανελέητο» κυνήγι τους από τον κ. Ζησιμόπουλο να «στραγγαλίζουν» τους εγχώριους παραγωγούς γάλακτος, με τελικό στόχο να συμπιέσουν την παραγωγή και να ανοίξει ο δρόμος για την αύξηση των εισαγωγών από τη Βουλγαρία, που είναι πλέον μέλος της ΕΕ και προσφέρει νωπό γάλα στο ένα τρίτο του εγχώριου κόστους. Παραγωγοί καταγγέλλουν ότι η προσφερόμενη ενιαία τιμή του καρτέλ έχει πέσει από τα 30 στα 26 λεπτά του ευρώ, με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε οικονομικό μαρασμό…»
Kαι τέλος
Κυριακή 28 Ιουλίου («Bήμα»): Ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, παραχωρεί συνέντευξη, στην οποία μεταξύ άλλων ομολογεί πως είναι απογοητευμένος από το ελληνικό κράτος - Λεβιάθαν, το οποίο υποθάλπει τη διαφθορά, δηλώνει ότι ο ΣΕΒ, ως θεσμικός και βασικός κοινωνικός εταίρος, έχει "πολιτικές" φιλοδοξίες, προσβλέποντας σε ένα μέλλον εθνικής ανάπτυξης και κοινωνικής προόδου και θέλοντας να παίξει ενεργό ρόλο σε αυτό, ενώ ζητά εκλογές, αλλά ως πολίτης, όχι ως επιχειρηματίας, «αφού η επιχειρηματική ζωή ευτυχώς εκτυλίσσεται πια ανεξάρτητα από τις πολιτικές εξελίξεις» .
Βαρετά δεν είναι όλα αυτά καλοκαιριάτικα όμως;
Βαρετά και ανούσια.
Να μιλήσουμε για κάτι ενδιαφέρον καλύτερα.
Τί να λέμε τώρα, ότι το ψάρι «Chipita» που έφαγε τους ανταγωνιστές του στα κρουασάν, θα το φάει το ψάρι «Δέλτα», που θα το φάει το ψάρι «Marfin», που θα το φάει κάποιο άλλο μεγαλύτερο, μέχρι να μείνουν πέντε τεράστια ψάρια παγκοσμίως, που θα τους ανήκουν τα πάντα, της ζωής σου συμπεριλαμβανομένης;
Γραφικότητες.
Γι' αυτό προφανώς και δεν τις συζητούν στα παράθυρα των ειδήσεων.
Εκεί είναι έγκυροι επώνυμοι επαγγελματίες της ενημέρωσης - εδώ είμαστε άκυροι ψευδώνυμοι χομπίστες του μπλόγκιν.
Το παρήγορο είναι ότι, τουλάχιστον, σε ένα καθεστώς ελεύθερης αγοράς ο ανταγωνισμός ρίχνει τις τιμές, άρα ευνοεί εμένα κι εσένα ζώον, το παρήγορο είναι ότι τα περί καρτέλ είναι μυθεύματα και ότι «από τη δική μας πλευρά έχουμε στοιχειοθετήσει με απόλυτη καθαρότητα ότι "καρτέλ γάλακτος" δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει. Οι συνθήκες της ελληνικής αγοράς καθιστούν ανέφικτο κάτι τέτοιο».
Η αιώνια ελληνική καθυστέρηση.
Άμποτε οι συνθήκες της ελληνικής αγοράς να το καταστήσουν εφικτό, είτε με την επικράτηση ενός μονοπωλίου, είτε με τη λήξη του μπλεξίματος στα πόδια μας του κράτους Λεβιάθαν, ώστε να μην χρειάζεται να πληρώνουμε δικηγόρους για να εντοπίζουν διαδικαστικές ανωμαλίες που θα οδηγούν στο ευνοϊκό για μας αποτέλεσμα, χωρίς η υπόθεση να μπει στην ουσία της.
Γιατί αυτό είναι όλο και όλο το κόστος: οικονομικό.
Κόστος δικηγορικό ή -ω μη γένοιτο- κόστος πληρωμής προστίμων ή εξαγοράς ποινών.
Ηθικό κόστος δεν υπάρχει και κανείς δεν μας μέμφεται, κανείς δεν λέει δημόσια ότι μπορεί και να έχουμε ευθύνη εμείς, προσωπικά, ως Δημήτρης Δασκαλόπουλος.
Αυτά δεν παίζουν.
Ακόμη κι αν υπάρχει καρτέλ, αυτόματα γεννήθηκε, από την αγορά.
Όχι και με δική μας ευθύνη.
Εμείς έχουμε εξαιρεθεί των ηθικών κρίσεων.
Αυτές είναι για το πολιτικό παιχνιδάκι και προς άγραν ψηφοφόρων.
Eμάς δεν μας ψηφίζει κι άρα δεν μας ελέγχει κανείς.
Εμείς δεν παντρευτήκαμε τον Καίσαρα για να φαινόμαστε τίμιοι.
Εμείς αγοράσαμε τον Καίσαρα σετάκι με την Αρχαία Ρώμη, μέσω ενός εξαιρετικά επιθετικού Private Equity Fund, το οποίο αφού αγόρασε τα πάντα στο παρόν αναζητεί επενδυτικές ευκαιρίες στο παρελθόν.

Πλανεύτρα Σελήνη

H Eλένη Κούρκουλα δίνει συνέντευξη στο «Ε» και ερωτάται για τις τρεις πιο ευτυχισμένες στιγμές της στην πολιτική. Απαντά:
1) «Τη βραδιά που με εξέλεξαν πρώτη φορά. Όταν κατάλαβα ότι 49.000 άνθρωποι -περίπου όσοι χωράνε στο Ολυμπιακό Στάδιο- με ψήφισαν!».
Ή οι συγκεκριμένοι 49.000 ψηφοφόροι είναι εξαιρετικά παχύσαρκοι ώστε να γεμίζουν ένα στάδιο 75.000 θέσεων ή η Ελένη έχει παρερμηνεύσει καταλυτικά την έννοια της λέξεως «περίπου» ή ευτυχώς που η Ελένη δεν έγινε ποτέ υφυπουργός εθνικης οικονομίας.
2) «Η δεύτερη ήταν όταν με πήρε τηλέφωνο ο Σημίτης και μου είπε ότι θα γίνω υφυπουργός. Ίσως η πιο σημαντική στιγμή της ζωής μου».
Και αναμφίβολα μια από τις πιο σημαντικές στιγμές στην μεταπολεμική ιστορία του τόπου: (Συμφωνία Βάρκιζας - Πρώτος Καραμανλής - Αποστασία - Χούντα - Πολυτεχνείο - Μεταπολίτευση - Αλλαγή - Συγκυβέρνηση - Ειδικό Δικαστήριο - Υφυπουργία Κούρκουλα) .
3) «Και η τρίτη ήταν την ημέρα της έναρξης της Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών στο Ίλιον, που την είχα φτιάξει εγώ. Είχε πλημμυρίσει ο τόπος από νέους, πολλοί από τους οποίους έρχονταν για πρώτη φορά σε επαφή με την τέχνη».
Εδώ η Ελένη αναφέρεται στο περίφημο γκρουπ των «Νέων Μόγληδων», το οποίο ανακάλυψε στη ζούγκλα και μετέφερε με ειδικά ναυλωμένα ελικόπτερα του υπουργείου στην Μπιενάλε που είχε φτιάξει εκείνη (χειροποίητα), προκειμένου να το φέρει για πρώτη φορά σε επαφή με την τέχνη. Αμέσως μετά την Μπιενάλε, οι Νέοι Μόγληδες παρακολούθησαν ποτ πουρί επεισοδίων της «Λάμψης» υπό τον γενικό τίτλο «Σεληνάλε».

Σάββατο, Ιουλίου 28, 2007

My name is Bond, Death Bond

Τι είναι όμως τα «ομόλογα θανάτου»; Πρόκειται για τίτλους που στηρίζονται στην πρόωρη λύση των ασφαλειών ζωής. Υπολογίζεται ότι κάπου 90 εκατ. Αμερικανοί διαθέτουν ασφάλεια ζωής, πολλοί όμως βρίσκουν τα ασφάλιστρα πολύ ακριβά και προτιμούν να εξαργυρώσουν την υποσχόμενη αποζημίωση εν ζωή. Τα εν λόγω χρεόγραφα δίνουν τη δυνατότητα στον ασφαλισμένο να πουλήσει μέρος της ασφάλειάς του (συνήθως 20%-40%) σε επενδυτές, οι οποίοι αποκτούν με τον τρόπο αυτό την ιδιοκτησία του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και συνεχίζουν να πληρώνουν τα ασφάλιστρα μέχρι εκείνος να πεθάνει, οπότε εισπράττουν από την ασφαλιστική εταιρεία ολόκληρο το ποσόν του ασφαλιστηρίου.
~~~

Παρασκευή, Ιουλίου 27, 2007

FREEDOM 07

O κόσμος στη συναυλία του Τζωρτζ Μάικλ φωνάζει ενθουσιωδώς «Γιώργος - Γιώργος». Μπλιαχ. Μπλιαχ, δηλαδή. Η ανάγκη μας να νοιώσουμε ως δικό μας και ως ελληνικό ακόμη κι αυτό που δεν είναι, αυτό που έχει αρνηθεί στην ελληνικότητα να προσδιορίζει στο παραμικρό την ταυτότητά του· λες και δεν είναι αρκετά δικό μας από μόνο του, λες και τα τραγούδια του δεν είναι ούτως ή άλλως τμήμα της δικής μας ταυτότητας. Ίσως όμως υποσυνείδητα αυτό ακριβώς να είναι το θέμα: του οφείλουμε εν μέρει την ταυτότητά μας ή μας οφείλει εν μέρει την ταυτότητά του; Ποιός κληρονομεί πολιτιστικά ποιόν; Εμείς αυτό ή αυτό εμάς; Η λάμψη στη σκηνή είναι ολόδική του ή και λίγο δική μας; Βασιλιάς ο George λοιπόν, αλλά εμείς προτιμάμε τον Γιώργο, τον Γιώργο τον ωραίο ως Έλληνα. Μεταξύ μας είμαστε άλλωστε, μακριά από τους ξένους· μπορεί να αποκαλύψει τα πραγματικά του αισθήματα.
Τα «Γιώργος - Γιώργος» δίνουν και παίρνουν. Πανικοβάλλομαι στην ιδέα ότι ξαφνικά θα εμφανιστεί επί σκηνής ο Νταλάρας και θα πουν ντουετάκι το «Ι want your sex» κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο στα μάτια. Ο Γιώργος όμως δεν εμφανίζεται και αντ΄αυτού ο George λέει ότι εδώ είναι το πρώτο μέρος του κόσμου που προφέρουν σωστά το όνομά του. Ένας ρούμπος για το πλήθος, μείον ένας ρούμπος για μένα και το μπλιαχ μου. Αργότερα μας λέει ότι τη συναυλία παρακολουθεί και η οικογένειά του. Δεύτερο εκούσιο ψιλοανήκειν, δεύτερος ρούμπος για το πλήθος, μείον δύο ρούμποι για μένα.
Και μετά έρχεται το encore και σκάει μύτη ζωσμένος με ελληνική σημαία σαν την Πατουλίδου χωρίς το αρκουδάκι. Το τί είναι κάθε φορά η ελληνική σημαία, το πότε είναι πανέμορφη και πότε ακόμη και άσχημη, το είχα ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου εδώ και καιρό. Και άρθρο του Γιάννη Χάρη υπήρχε και ποστ είχα γράψει με παραδείγματα γαλανόλευκων σημαιών που βρίσκονταν εκεί που δεν περίμενε κανείς να τις δει, δημιουργώντας έτσι ένα συγκινητικό κοντράστ χρωμάτων. Τι ήταν λοιπόν η γαλανόλευκη στην πλάτη του μαυροντυμένου ποπ σούπερ σταρ; Καταρχήν και πέραν πάσης αμφιβολίας παράδοξη. Αμέσως μετά το παράδοξο κοντράστ όμως -αφού έδιωξα τη σκέψη ότι μπορεί να κάνει κάτι παρόμοιο σε όλες τις χώρες που δίνει συναυλίες με τις αντίστοιχες σημαίες και αφού απέρριψα εξαρχής τη σκέψη να το κάνει με οποιαδήποτε υστεροβουλία στο πλαίσιο του μάρκετινγκ προκειμένου να πουλήσει πέντε σιντί παραπάνω- αποφάσισα ότι με τα ίδια κριτήρια που είχα πει μπλιαχ, έπρεπε να δω κι αυτή τη σημαία ως όμορφη -έστω ως παράδοξα όμορφη-, καθώς όποιος νοιώθει έστω και λίγο Έλληνας είναι Έλληνας.
Η ελληνική σημαία στην σκηνή κάτω από τις γιγαντοοθόνες και τα γιγαντοηχεία και ο Ύμνος στην Ελευθερία για κλείσιμο της συναυλίας:
«Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή».
Όχι, όχι αυτός. Ο άλλος· εκστασιασμένος ο κόσμος τραγουδά χοροποηδώντας και χοροπηδά τραγουδώντας με όλη τη δύναμη της φωνής του:
«All we have to do now
Is take these lies and make them true
All we have to see
Is that I don't belong to you
And you don't belong to me
Yeah, yeah, yeah
Freedom
Freedom»
εννοώντας βέβαια στην πραγματικότητα την δική του εκδοχή ελευθερίας:
«All we have to do now
Is take these lies and make them true
All we have to see
Is that I don't belong to you
But you do belong to me
Yeah, yeah, yeah
Freedom
Freedom».

Ο Δεύτερος Πρόεδρος της Δημοκρατίας

Ο πυροσβέστης είναι κάτι σαν τον «Φύλακα στη Σίκαλη»: δουλειά του είναι να στέκεται στην άκρη του γκρεμού και να σώζει τα παιδιά που πάνε να πέσουν. Ποιό ευγενικότερο και πιο αξιοθαύμαστο επάγγελμα από αυτό;
«Μπορεί την ώρα που εσείς δίνετε σκληρή μάχη με τις φλόγες να ακούγονται από κάποιους εκ του ασφαλούς αβασάνιστα σχόλια για το έργο σας», είπε ο Πρωθυπουργός στους πυροσβέστες και έχει δίκιο. Και εκ του ασφαλούς είναι πολλά από τα σχόλια και αβασάνιστα. Όπως εκ του ασφαλούς είναι σίγουρα και αυτό το ποστ.
Μόνο που τα εμψυχωτικά «μπράβο» στους πυροσβέστες είναι λίγο πολύ αυτονόητα και εν πάση περιπτώσει τμήμα της πρωθυπουργικής ευθύνης του.
Το υπόλοιπο -και μεγαλύτερο- τμήμα, το τμήμα πέραν του συνοφρυωμένου βλέμματος και του «Πάμε γερά, παιδιά», θα έπρεπε να είναι οι δικές του βασανισμένες αποφάσεις, βασανισμένες και εκ του ανασφαλούς, από την ανασφάλεια που θεωρητικά θα έπρεπε να νοιώθει ενόψει των εκλογών, όποτε κι αν τελικά γίνουν, αφού λήξει η κωμωδία του μαδήματος της μαργαρίτας.
Ο Πρωθυπουργός ολοένα και περισσότερο δείχνει να έχει μπερδέψει και υποκαταστήσει τον ρόλο του με τον ρόλο ενός ακόμη Προέδρου της Δημοκρατίας.
Για τα θεσμικά, τα εμψυχωτικά, τα αυτονόητα, τα της πολιτικής συναίνεσης, φτάνει και περισσεύει ο Πρόεδρος.
Ο Πρωθυπουργός εκλέχθηκε για να μην σχολιάζει τα γεγονότα ως τεθλιμμένος θεατής, αλλά για να επεμβαίνει και να τα διορθώνει ως ο κατεξοχήν υπεύθυνος να το κάνει, ο Πρωθυπουργός εκλέχθηκε για να παίρνει αποφάσεις, να απολύει μνημειωδώς αποτυχημένους Υπουργούς Δημοσίας Τάξεως, να μην ανέχεται πόλεμο μεταξύ Φούρλα και Κόη, να μην ανέχεται πόλεμο μεταξύ πυροσβεστικής και δασολόγων, να μην ανέχεται τον αρχηγό της Πυροσβεστικής, στις μέρες του οποίου κάηκε η χώρα, να λέει ειρωνικά ότι «Ο καθένας θέλει κι ένα πυροσβεστικό έξω απ΄το σπίτι του»· το οποίο δεν είναι λάθος ως διαπίστωση· αλλά η ειρωνεία και το στιλάκι μαρτυρούν την έλλειψη τσίπας, πόνου και συναίσθησης της ευθύνης.

Πέμπτη, Ιουλίου 26, 2007

Η άβυσσος που

Τελειώνοντας ένα από τα τραγούδια της απόψε, η Νόρα Τζόουνς παίρνει μια μικρή φωτογραφική κάμερα που είχε ακουμπισμένη πάνω στο πιάνο. Η σκηνή είναι φωτισμένη, οι κατάμεστες εξέδρες του Ηρωδείου ολοσκότεινες. Με την κάμερα στο χέρι, η Νόρα κοιτά στο σκοτάδι εμπρός της και μας λέει:
I wanna take a picture
of the abyss
that is you.
Θέλω να φωτογραφίσω την άβυσσο. Που είστε εσείς.
Ο καλλιτέχνης και το κοινό του. Το πρόσωπο στη φωτισμένη σκηνή, το πρόσωπο με το τόσο ταλέντο που ξεχωρίζει ανάμεσα στα εκατομμύρια άλλα πρόσωπα που γράφουν και τραγουδούν, ώστε να έρχεται να παίζει κάτω από την Ακρόπολη, το πρόσωπο στη σκηνή που ακτινοβολεί ως ο εαυτός του, η Νόρα, και απέναντί του όλοι εμείς, 5.000 πρόσωπα, που για όσο διαρκεί η συναυλία συναπαρτίζουμε όλα μαζί το σκοτεινό παζλ ενός συνολικά προσώπου, του προσώπου του κοινού της Νόρα.
Η Νόρα είπε την φράση αυθόρμητα. Τώρα την έχει ξεχάσει. Θα συνεχίσει να την ξεχνά. Σε ένα χρόνο από τώρα θα ερωτευθεί πολύ. Κι εκείνος το ίδιο. Έτσι θα της δείχνει. Τις φορές που δεν θα της δείχνει αλλιώς. Η Νόρα θα προσπαθεί να καταλάβει πώς σκέφτεται και τί τον κινεί. Mαταίως. Μετά από δέκα μήνες θα της πει να χωρίσουν. Ξαφνικά. Η Νόρα θα αμφισβητήσει τότε αν ήταν ποτέ αληθινά ερωτευμένος μαζί της. Θα τσακωθούν άσχημα. Εκείνος θα ανοίξει την πόρτα για να φύγει. Περίμενε, θα του πει. Θα πάρει την κάμερα της και τα λόγια θα ξανάρθουν από μόνα τους στο στόμα της:
Ι wanna take a picture
of the abyss
that is you.
Πάνω στο πιάνο του σπιτιού της θα υπάρχουν εφεξής δυο κορνίζες: η τελευταία φωτογραφία του δίπλα σε αυτή του Ηρωδείου. Είδες; Δεν σκέφτηκα δίπλα στη δική μου. Μολονότι είναι και το πρόσωπό μου εκεί. Στο σκοτάδι. Τμήμα του. Δυο άβυσσοι πάνω στο μουσικό όργανο. Η Νόρα θα κάθεται, θα κοιτάζει την μία και θα γεννιούνται τραγούδια που θα την φέρουν ενώπιον νέων, παρομοίων με τη δεύτερη. Κι ενώ το πρόσωπό μου είναι τμήμα του σκοταδιού, στη διπλανή φωτογραφία το σκοτάδι είναι τμήμα του δικού του προσώπου.

Τρίτη, Ιουλίου 24, 2007

Did you love me as a loser?

Πριν τρία χρόνια ο Χρήστος Χωμενίδης είχε μια ραδιοφωνική εκπομπή, στην οποία αυτός και ο συμπαρουσιαστής του (το όνομα του οποίου δεν μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή) σχολίαζαν υπό ένα ειρωνικό πρίσμα και κάπως αφ' υψηλού την επικαιρότητα. Ώσπου σε μια εκπομπή ο συμπαρουσιαστής άρχισε να συγχαίρει τον Χωμενίδη, επειδή ο Παπανδρέου, κάνοντας άνοιγμα προς την κοινωνία, τον είχε τοποθετήσει μαζί με πολύ ακόμη κόσμο σε μια επιτροπή ανασυγκρότησης του ΠΑΣΟΚ. Τα συγχαρητήρια ήταν μεταξύ σοβαρού και αστείου, όπως και η απάντηση του Χωμενίδη. Το περιστατικό μού έχει μείνει στη μνήμη, γιατί αν δεν είχε προταθεί ο Χωμενίδης το πιθανότερο είναι η εκπομπή να ανάλωνε μεγάλο τμήμα της σε αφ΄υψηλού ειρωνικό σχολιασμό της νεοσυσταθείσας επιτροπής ανασυγκρότησης. Μου έχει μείνει στη μνήμη, επειδή είναι ένα εύγλωττο παράδειγμα του εντελώς ευμετάβλητου τρόπου με τον οποίο τοποθετούμαστε απέναντι στα πράγματα, της σχετικότητας των κριτηρίων που σχηματίζουν την κοσμοθεωρία μας, της ρευστότητας των ορίων ανάμεσα σε αυτό που κριτικάρουμε ειρωνικά σήμερα και σε αυτό που θα κάνουμε ψιλοαμφίθυμα αύριο.
Τί ποσοστό να αποδώσεις στην ανθρώπινη φύση και τί στην εποχή, προσπαθώντας να εξηγήσεις αυτήν την απουσία σταθερής ματιάς, άγνωστο. Ως προς την ανθρώπινη φύση πάντως, δεν είναι παράλογο ο τρόπος που βλέπεις, κρίνεις και παρατηρείς τα φαινόμενα γύρω σου να εξαρτάται απόλυτα από το μέρος που στέκεσαι και παρατηρείς: στέκεσαι έξω από την επιτροπή ή μέσα στην επιτροπή, στέκεσαι στο σημείο που σου έχει ή που δεν σου έχει γίνει πρόταση συμμετοχής; Αλλά και στα προσωπικά σου: είσαι με την Κική και αποθεώνεις τον τρόπο ζωής «Κική», βλέποντας ότι δεν σου πάει ο τρόπος ζωής «Κοκώ», μέχρι που η Κική δίνει την θέση της στην Κοκώ και αποθεώνεις τον τρόπο ζωής «Κοκώ», βλέποντας ότι δεν σου πάει ο τρόπος ζωής «Κική».
Ως προς την εποχή δε, είμαστε μέρος ενός πολιτικού και ενός οικονομικού συστήματος τα οποία στο μεγαλύτερο βαθμό τους τα εγκρίνουμε. Σε μια χούντα τα όρια καλού - κακού είναι πιο δεδομένα. Σε μια δημοκρατία μπορείς να απαξιώσεις τις διαδικασίες των κομμάτων ως διαβρωμένες και την άλλη στιγμή να βρεθείς να συμμετέχεις χαρωπά σ' αυτές. Παράδειγμα: στέκεσαι υπέρ της μεταφοράς ενός φαινομένου σαν τις ερωτήσεις μέσω ΥouΤube στο χθεσινό ντιμπέιτ των Δημοκρατικών ή κατά; Αν θα γίνει κάτι παρόμοιο στις ελληνικές εκλογές θα το ειρωνευθείς ή θα το καλοδεχθείς; Όσο για τον καπιταλισμό, πόσο τελικά έξω του μπορείς να κινηθείς, πόσο μπορείς να πεις ότι πρακτικά, στη δική μου ζωή, απέχω από τις αξίες του; Πού στέκεσαι οικονομικά; Θέλεις απλά να επιβιώσεις; Θέλεις να βγάλεις λεφτά; Πού μπαίνει το όριο ανάμεσα στο έχω και δεν έχω ανάγκη; Τι λες και τι δεν λες ανάγκη;
Έχει ξεκινήσει μια συζήτηση για τη διαφήμιση στα μπλογκ, με ποστ που είτε είναι πολύ ή πάρα πολύ επικριτικά ως προς το φαινόμενο διαφήμιση (γενικά και ειδικά), είτε μεταγράφουν άγαρμπα στα μπλογκ το πνεύμα της κωστοπούλειας έντυπης απενοχοποίησης των περασμένων δεκαετιών.
Όσο για μένα –επειδή ξέρω ότι σε έχει κατασπαράξει η αγωνία, φίλε αναγνώστη- τι να σου πω αν είμαι υπέρ των διαφημίσεων στα μπλογκ, τι να σου πω αν είμαι υπέρ ή κατά του να έχει κανείς κάποιο εισόδημα από το γράψιμο;
Υποψιάζομαι (και για να μην παρεξηγηθώ διευκρινίζω ότι για μένα μιλάω από εδώ και πέρα και τον εαυτό μου ειρωνεύομαι), ότι όσο δεν έχω προτάσεις για διαφήμιση θα είμαι υπέρ της απόλυτης αγνότητας του μπλογκ μου, ότι όσο δεν έχω προτάσεις για να γράφω σε εφημερίδα θα είμαι υπέρ της απόλυτης ελευθερίας της φωνής μου και κατά των διαπλεκόμενων μεγαλοεκδοτών, ότι όσο δεν με παίζουν θα είμαι ιδεολόγος και ρομαντικός κι ότι αν τυχόν αρχίσουν να με παίζουν θα σκεφτώ ότι δεν είναι και τόσο κακό -κάθε άλλο- να αμείβεσαι κάνοντας αυτό που αγαπάς, θα σκεφτώ ότι είμαι πανάξιος που κατόρθωσα να πάρω χρήματα από το γράψιμο, μόνος μου, αξιοκρατικά και χωρίς βύσματα.
Υποψιάζομαι ακόμη, ότι η μόνη αλήθειά μου υπεράνω σχετικότητας είναι η ανάγκη και η καύλα μου να γράφω, και ότι θα συνεχίσω να το κάνω μέχρι δέκα λεπτά μετά τον φυσικό μου θάνατο, είτε μιασμένος από χρήμα και δόξα είτε αμίαντος, είτε πουλημένο τομάρι είτε εξ ανάγκης όσιος, γιατί όλα, ναι όλα, μπορούν να γίνουν γραφή και θα συνεχίσουν να γίνονται, είτε με διαβάζεις είτε όχι, είτε σου βάλω αύριο διαφήμιση είτε όχι, είτε γράφω για κάπoιον νταβατζή είτε για τον νταβά της εμμονής μου, γιατί για όποιον κι αν γράφω και όπου κι αν γράφω, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν γράφω για σένα που με διαβάζεις αλλά για μένα που γράφω. Και μόνο όταν έχω τελειώσει αυτό που έγραψα σκέφτομαι εσένα που διαβάζεις, ευχόμενος να προκληθεί κάτι έντονο μέσα σου, είτε για σκέψεις πρόκειται, είτε για συγκίνηση, είτε για τάση προς εμετό.

Κυριακή, Ιουλίου 22, 2007

Παρακάμψεις

Aύγουστος 2004: στους Ολυμπιακούς της Αθήνας η εθνική μπάσκετ έχει προκριθεί στην οκτάδα, έχοντας την ευχέρεια να επιλέξει αντίπαλο και να αποφύγει την πανίσχυρη Αργεντινή· αρκεί να χάσει στο τελευταίο παιχνίδι του ομίλου από το Πόρτο Ρίκο. Το ελληνικό μπάσκετ έχει να δει επιτυχία της εθνικής πολλά χρόνια, η Ολυμπιάδα γίνεται στην Ελλάδα (είναι οι μέρες που το κοινό γιουχάρει επιδεικτικά τους δρομείς των 200 μέτρων, γιατί είχε πληρώσει εισιτήριο εδώ και μήνες περιμένοντας να δει έναν ακόμη εθνικό θρίαμβο και σκασίλα του πώς θα τον κατακτούσε, αφού και οι αμερικάνοι αράπηδες που ήταν στο στίβο ντοπαρισμένοι ήταν), ενώ πρόκειται για τη δεύτερη ευκαιρία που δίνεται στο Γιαννάκη ως προπονητή, καθώς στην πρώτη κρίθηκε σχετικά αποτυχημένος. Παραταύτα ο Γιαννάκης αποφασίζει πως είναι προτιμότερο για την υγεία και το πνεύμα της ομάδας να προσπαθεί να κερδίζει όλα τα παιχνίδια. Συντρίβει το Πόρτο Ρίκο, βρίσκει την Αργεντινή στα προημιτελικά, η Αργεντινή κερδίζει και λίγες μέρες μετά γίνεται και Ολυμπιονίκης. Η εθνική έχει αποτύχει ξανά. Μέρος του Τύπου ασκεί κριτική όλο νόημα για την παιδική αφέλεια της επιλογής Γιαννάκη. Τα επόμενα δυο χρόνια η εθνική παίρνει χρυσό στο ευρωπαϊκό και αργυρό στο παγκόσμιο· κύριο γνώρισμά της η άρνηση της να χάσει, άρνηση με την οποία γυρνά συνεχώς χαμένα παιχνίδια στο τελευταίο λεπτό.
Ιούλιος 2007: σε μια διοργάνωση με πολύ μικρότερη προβολή και πίεση για επιτυχία, στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου νέων, δεκαοκτάχρονα παιδιά παίζουν ένα ματς παρωδία με την Ισπανία, γιατί η ισοπαλία βολεύει και τις δύο ομάδες. Το ματς έρχεται 0-0, ένα πέναλτι που κερδίζουμε εκτελείται με τρόπο που αν μη τι άλλο σε βάζει σε σκέψεις, το τελευταίο μισάωρο όλοι αλλάζουν πασούλες. Όταν ένα αποτέλεσμα εξυπηρετεί δύο ομάδες, εννέα στις δέκα φορές το αποτέλεσμα αυτό έρχεται. Καλώς ή κακώς έτσι γίνεται στο ποδόσφαιρο, είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, είναι κάτι που σε ένα βαθμό έχουμε αποδεχθεί· δεν χάλασε κι ο κόσμος. Χάλασε όμως ένα μικρό κομματάκι της ομορφιάς του, ένα κομματάκι που θα ήθελε κι εδώ την αφελή επιλογή, την επιλογή άνθρωποι που μόλις ξεκινάνε το επαγγελματικό ποδόσφαιρο να μην ενδιαφέρονται μόνο για το αποτέλεσμα, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο φτάνεις σε αυτό. Εκτός χορού ηθικολογίες ενός ανθρώπου που δεν έχει παλέψει χρόνια στα γήπεδα για να φτάσει σε ένα σκοπό; Πιθανώς. Από την άλλη βέβαια, αν ήταν η δική μας εθνική που είχε μείνει έξω, θα διαβάζαμε στον Τύπο λυσσαλέες αναλύσεις κατά της αδικίας και της απατεωνιάς. Οι ποδοσφαιριστές μας θα έκλαιγαν στα αποδυτήρια για το γαμώτο. Χθες προφανώς έκλαιγαν οι συνομήλικοι τους Πορτογάλοι, που κι αυτοί πάλευαν χρόνια για να φτάσουν στον ίδιο ακριβώς σκοπό.
Χθες γίναμε ακόμη μια σταλιά πιο κυνικοί· ένας ακόμη σκοπός που άγιασε τα μέσα, όπως τα άγια κάτουρα του Κώστα, από τα οποία -δεν θα το αρνηθώ- κι εγώ κοινωνούσα όταν τα σάρωνε όλα. Και ο Κώστας είναι πάλι ολοσέλιδη διαφήμιση στις εφημερίδες, γιατί παραμένει είδωλο, γιατί τον αθώωσε ο Μάκης, γιατί όλοι ντοπάρονται, γιατί, εντάξει, και το άγιο τροχαίο ήταν ένα ακόμη μέσο που άγιασε ο σκοπός της μη καταδίκης του για non show, γιατί εν τέλει αποδείχθηκε καπάτσος και τους την έφερε και στο αθλητικό δικαστήριο.
Θέλω να πάρει η εθνική το ευρωπαϊκό νέων. Αν το πάρει θα το έχει πάρει άξια. Άξια, αλλά με μια κηλιδίτσα. Θέλω να το πάρει και να βγουν μετά τα παιδιά να ζητήσουν μια συγγνώμη. Μία θα είναι αρκετή. Δεν είναι όλα χαμένα σε επίπεδο αρχών. Χάνονται κάθε φορά που τα αφήνουμε να χαθούν.
Ο μέσος νεοέλληνας, πάντως, μαθαίνει στην αρχή από τον πατέρα του και στη συνέχεια «από τον τρόπο που λειτουργεί το σύστημα» να μην παίξει τον ρόλο του μαλάκα - να μην παίξει τον ρόλο του Γιαννάκη, να κλέψει αυτός πριν προλάβουν να τον κλέψουν οι άλλοι - να παίξει τον ρόλο του Τζέκου.
Τον Τζέκο θαυμάζεις, φίλε. Ο Γιαννάκης δεν ταιριάζει στις παρακάμψεις που καθημερινά κάνεις στη ζωή σου. Κι ίσως τελικά αν δεν υπήρχε η βαρβαρότητα του συστήματος, να μην ήξερες τι θα γίνεις χωρίς αυτή, γιατί η βαρβαρότητα αυτή είναι μια κάποια λύση, μια λύση που σου επιτρέπει να αγιάζεις στη συνείδησή σου τα δικά σου μικροκατεργάρικα μέσα.

Σάββατο, Ιουλίου 21, 2007

Βουλωμένο Γράμμα

Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις, Νίκο. Να προσθέσουμε επίσης, πως πέραν της συλλογικής πολιτικής δράσης, το διαδίκτυο καταργεί δια της υποκατάστασης την ανθρώπινη επικοινωνία και το σεξ.
«Και όταν υπάρχουν τόσες πολλές φωνές». Πράγματι, μεγάλο μειονέκτημα αυτό. Μας μπερδεύει και μας ξεβολεύει. Αλλιώς τα είχαμε μαθημένα. Μια ατζέντα, ρε παιδιά. Μια ατζέντα κι έναν επίσημο φορέα. Τι συζητήσεις, ανταλλαγές απόψεων, ζυμώσεις ιδεών και σαχλαμάρες; Τι είναι αυτά, ρε; Τι πρεσβεύετε, ρε; Τι ζητάτε; Ζητάτε κάτι; Μια θέση σε ένα τηλεοπτικό παράθυρο; Μια θέση στη βουλή; Μια επιδότηση; Κάτι που να βγάζει νόημα;
«Αλλά μέχρι εκεί»: σαν να παίρνεις στα χέρια σου ένα νεογνό και να του προσάπτεις ότι δεν μπορεί να οδηγήσει αυτοκίνητο.

Παρασκευή, Ιουλίου 20, 2007

Όλα άλλαξαν δραματικά

Όλα άλλαξαν δραματικά όταν ήρθαν στα πράγματα οι Είρωνες. Απηυδισμένος από αιώνες εξουσίας των Σοβαρολογούντων, ο κόσμος ψήφισε Είρωνες θέλοντας να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Ο προεκλογικός τους λόγος ήταν αναμφίβολα χαριτωμένος, αποδομώντας κάθε προσπάθεια των αντιπάλων τους να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη και να εκπέμψουν κύρος. Μα το προεκλογικά χαριτωμένο μετατράπηκε αμέσως σε μετεκλογικά μοιραίο: οι Είρωνες έφεραν προς ψήφιση στη βουλή καταιγισμό νόμων που εννοούσαν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που έλεγαν, επιτρέποντας έτσι αυτό που ρητά απαγόρευαν. Η κοινωνία βυθίστηκε στο χάος και την αναρχία. Προκειμένου να διαφυλαχθεί η δημόσια τάξη οι Είρωνες δεν είχαν άλλη επιλογή απ' το να επιβάλουν δικτατορία. Το πρώτο τους μέτρο προκειμένου να καταστεί ξανά δυνατή η επικοινωνία και η συνεννόηση (που είχαν πληγεί στη ρίζα τους με την αμφιβολία του τί τελικά εννοεί η κάθε λέξη), ήταν να επιβάλουν τον υποχρεωτικό ειρωνικό λόγο σε κάθε τομέα της ζωής, όχι μόνο της δημόσιας αλλά και της ιδιωτικής («Αναγκαστικός Νόμος Περί Μονοκρατορίας της Ειρωνείας»). Τα παλιά λογοτεχνικά έργα καταστράφηκαν και ξαναγράφηκαν από την αρχή, με μέριμνα ώστε να συνεχίσουν να μεταδίδουν τα ίδια μηνύματα, τα οποία όμως δεν θα προέκυπταν ευθέως, αλλά δια της ειρωνείας. Π.χ. το ποίημα του Καβάφη «Επήγα» μετατράπηκε σε «Έμεινα»:
«Επήγα»
Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κ’ επήγα.
Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές,
μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν,
επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα.
Κ’ ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς
που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής.
~~~
«Έμεινα»
Καθηλώθηκα. Τελείως κρατήθηκα και έμεινα.
Μακριά απ' τες απολαύσεις που μισό πραγματικές,
μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν,
έμεινα σπίτι μες στην φωτισμένη νύχτα.
Κ΄ήπια από χλιαρά νερά, καθώς
που πίνουν οι ξενέρωτοι της εγκράτειας.
Όσον αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις, μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα αύξησης της επικοινωνιακής σύγχυσης, όλα ξαναβρήκαν το δρόμο τους: π.χ. στην ερώτηση «Μ' αγαπάς;», η απάντηση «Πιο πολύ απ' τη ζωή μου» δεν σήμαινε πλέον «Πιο πολύ απ' τη ζωή μου» αλλά «Πας καλά που θα αγαπήσω εσένα;».

Τετάρτη, Ιουλίου 18, 2007

Comic Relief

To έργο είχε καταντήσει αποπινικτικά βαρετό, ακολουθώντας μια πορεία εντελώς προβλέψιμη: οκ, ό,τι είχε μείνει να καεί θα καιγόταν, το είχαμε όλοι εμπεδώσει. Κάηκαν και δυο - τρεις πυροσβέστες στην πορεία, τους ψιλοθρηνήσαμε κι αυτούς, κάηκαν και δυο εργάτες στα ναυπηγεία, αλλά αυτοί δεν πιάνονται, κάναμε και την σχετική διαδήλωση για να εκφράσουμε την έντονη αντίθεσή μας στις πυρκαγιές (διαδήλωση που ίσως να μην είχε λάβει ποτέ χώρα αν ο αρχικός εμπνευστής της είχε ξεχάσει να φορτίσει το κινητό του την μέρα που έστειλε το ιστορικό του sms), είπαμε ό,τι είχαμε να πούμε, στενοχωρεθήκαμε όσο ήτανε να στενοχωρηθούμε, αλλά ινάφ ιζ ινάφ: είχαμε πια γκώσει.
Το έργο χρειαζόταν επειγόντως μια στιγμή κωμικής εκτόνωσης, ένα comic relief, ώστε μετά το τέλος του να είμαστε ξανά μανά συναισθηματικά πρόσφοροι για να φορτώσουμε θλίψη. Ποιός θα παρίστανε τον γελωτοποιό όμως; Οι περιστάσεις απαιτούσαν να βγουν τα δυνατά χαρτιά: ο Βύρων είχε καεί από την πολλή χρήση, ο Πάγκαλος έκανε υπερωρίες με το Κουκουέ, ο Ψωμιάδης ήταν μάλλον διακοπές, ποιός απέμενε; Ο Γκατούζο της Δεξιάς.
«Το δράμα απ' τη φωτιά ποιός θα το βγάλει;
Ο Γιακουμάτος που 'χει δύναμη μεγάλη.
Ορμά στις φλόγες
Και μετά τις δηλώσεις στον Flash, ο Μάκης βγήκε στις ειδήσεις του ΑΝΤ1, ανακοινώνοντας με τσακίρικη πολιτικάντικη σπίθα στο βλεμμα, ότι ο Πέτρος Ευθυμίου έχει σπίτι στα καμένα, διευκρινίζοντας αμέσως μετά ότι δεν εννοεί κάτι κακό, εφαρμόζοντας έτσι το γνωστό κόλπο των δικηγόρων στις αμερικάνικες ταινίες, όπου λένε ότι ο πελάτης τους έχει περάσει από ανιχνευτή ψεύδους, ο αντίπαλος δικηγόρος κάνει ένσταση, ο δικαστής την κάνει δεκτή δίνοντας εντολή στους ενόρκους να μην λάβουν υπόψη αυτό που μόλις άκουσαν αφού ο ανιχνευτής ψεύδους δεν είναι νόμιμο αποδεικτικό μέσο, ο πελάτης ρωτάει τον δικηγόρο «Μα πώς γίνεται να μην λάβουν υπόψη κάτι που ήδη άκουσαν;» κι εκείνος του απαντάει χαμογελώντας «Δεν γίνεται».
Υποστηρίζεται πάντως και η εκδοχή ότι τα όσα είπε ο Μάκης περί πρασίνου που καίει το πράσινο, δεν υπαγορεύθηκαν από την επιτακτική ανάγκη να χαλαρώσουμε, αλλά εκστομίστηκαν επειδή κάποιοι όντως αρέσκονται να τα πιστεύουν, όπως υποδεικνύει το πρωτοσέλιδο του «Αδέσμευτου Τύπου» της Τρίτης.
Μίλια μακριά από αυτό το κλίμα, το πρωτοσέλιδο των «Νέων» της ίδιας ημέρας, έχοντας συμπτωματικά και την ίδια φωτογραφία, ερμηνεύει τα γεγονότα με ένα μυθικό «Οι εμπρηστές τους έπιασαν στον ύπνο».
Τους έπιασαν. Τους. Αυτούς. Τους άλλους. Τους εχθρούς. Τους δεξιούς.
Και καλά, η κουτοπονηρίλα του Μάκη θα αποδειχθεί πιθανότατα ευεργετική για αυτόν στην Β΄Αθήνας. Στα «Νέα» όμως, που κατά τ' άλλα μια χαρά εφημερίδα είναι, δεν έχουν επιτέλους καταλάβει ότι όλος αυτός ο παλαιοκομματικός φανατισμός που εξακολουθούν -σχεδόν νοσταλγικά- να μεταφέρουν, τους αφαιρεί φύλλα και κύρος;


Nέος Ασιάτης, Μόνος, Ψάχνει.

O μπλόγκερ ανηφόριζε την Πανεπιστημίου, όταν το μάτι του έπεσε στο κολλημένο χαρτί στην στάση του τρόλεϊ έξω από τον καθολικό ναό του Αγίου Διονυσίου, τον ναό που εκκλησιάζεται το υπηρετικό προσωπικό της χώρας, τον ναό που εκκλησιάζονται οι Φιλιππινέζοι, που ευτύχησαν να μην είναι μουσουλμάνοι και να έχουν έτσι ένα μέρος να θρησκευθούν. Το φωτογράφισε: τριαντατετράχρονος τίμιος και εμφανίσιμος Ασιάτης θέλει να γίνει φίλος με ένα κορίτσι από την Ασία· οποιασδήποτε ηλικίας· απλά να είναι απ' την Ασία.
Ο μπλόγκερ ήξερε ότι είχε βρει πάλι υλικό για ποστ. Θα συνδεόταν ψυχικά με την μοναξιά του Ασιάτη σε μια ξένη ήπειρο κι όλα μετά θα έβρισκαν τον δρόμο τους. Γιατί ο Ασιάτης να κατέφυγε σε ένα τέτοιο έσχατο μέσο; Δεν μπορούσε να βρει γυναίκα στην κοινότητά του; Να ήταν πιο απελπισμένος ή απλά πιο τολμηρός από τους υπόλοιπους; Μήπως δεν έψαχνε για Ασιάτισσα αλλά ήλπιζε κατά βάθος σε θερμοχτυπημένη Ελληνίδα, εξίσου απελπισμένη ή τολμηρή;
Ο μπλόγκερ έγραφε τις σκέψεις του στο ποστ προσπαθώντας να μεταφερθεί σε έναν άλλο κόσμο, στον κόσμο της ερωτικής μοναξιάς και των απεγνωσμένων διαβημάτων που την ακολουθούν. Προσπαθούσε φιλότιμα, αλλά όσο κι αν προσπαθούσε να καταλάβει πώς ένιωθε ο Ασιάτης, ποτέ δεν θα κατάφερνε να ταυτιστεί αληθινά μαζί του, καθώς αυτός διαβιούσε εδώ και καιρό στο οικοσύστημα των ελληνικών μπλογκ, σε ένα οικοσύστημα όπου όλοι και όλες ανοίγουν μπλογκ και κάνουν σχόλια επειδή τους αρέσει να γράφουν ή επειδή προσδοκούν ένα καλύτερο κόσμο, σε ένα οικοσύστημα όπου η ερωτική απελπισία, η απόλυτη μοναξιά και το κυνήγι ενός κορμιού και μιας ψυχής (ή το κυνήγι πολλών κορμιών και πολλών ψυχών) είναι στοιχεία ξένα, στοιχεία παράταιρα, στοιχεία μακρινά, τόσο μακρινά όσο η Μανίλα απ' την Πανεπιστημίου, όσο ένα κολλημένο σε στάση μήνυμα από ένα καινούριο ποστ.

Τρίτη, Ιουλίου 17, 2007

Ανοιχτή Παλάμη

Ακόμη και με μούντζες. Αδυνατεί να φανταστεί κανείς πόσο πιο ακραία θα ήταν η έκφραση της οργής (φτυσιές; συνθήματα με κακές λέξεις;) αν η συγκέντρωση είχε γίνει πράγματι Δευτέρα και όχι Κυριακή.
Eπειδή όλοι καταλαβαίνουμε ότι το κτίριο δεν μπορεί να ευθύνεται για την καταστροφή, οι μούντζες πρέπει να απευθύνονταν σ’ αυτό που εκπροσωπεί, δηλαδή την πολιτική. Και αν η μουτζωμένη από την Κοινωνία των Πολιτών πολιτική δεν μπορεί να προστατεύσει τα δάση, τότε ποιος μπορεί; Οι bloggers;
Κυκλοφορεί και -η εντελώς ακραία είναι η αλήθεια- εκδοχή ότι οι μούντζες δεν απευθύνονταν ούτε προς το κτίριο (φέροντα οργανισμό και τοιχοποιία) ούτε προς αυτήν καθαυτήν την πολιτική, αλλά προς τις μέρες και τα έργα των πολιτικών στον τομέα της προστασίας των δασών.
Κάποιοι θα ισχυριστούν ότι ήταν λίγες οι ανοιχτές παλάμες κατά του Κοινοβουλίου. Πιθανώς να έχουν έτσι τα πράγματα, δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια ούτε πόσοι συμμετείχαν στην εκδήλωση. Το ανησυχητικό δεν είναι οι απρεπείς χειρονομίες ενάντια στο Κοινοβούλιο. Το ανησυχητικό είναι ότι όλοι έκλεισαν τα μάτια στο φαινόμενο. Το θεώρησαν στην καλύτερη περίπτωση ως έκφραση οργής και στη χειρότερη χαριτωμένο. Δεν υπήρξε ένα σχόλιο, μια καταδίκη γι’ αυτό. Αφού είναι λαϊκό και οργισμένο, είναι σωστό.
Το έκλεισαν τα μάτια είναι σχετικό. Όταν επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας, όταν οι ορδές των βαρβάρων βγαίνουν στο δρόμο, λογικό είναι ο κάθε δημοσιογράφος να φοβάται μήπως όλος αυτός ο ποταμός της λαϊκής βίας στραφεί προς την μεριά του και τον πνίξει.
Ο λαϊκισμός θεοποιεί οποιαδήποτε πρωτοβουλία προέρχεται από κάτω. Ο,τι χαρακτηριστικά κι αν πάρει αυτή. Ακόμη και αντιδημοκρατικά, όπως ήταν οι μούντζες της περασμένης Δευτέρας. Ισχύει και το αντίστροφο του «Φωνή λαού, οργή Θεού»; Οπως κι αν ορίζεται ο λαός, όπως κι αν εκφράζεται;
Σκίστε τα εγχειρίδια συνταγματικού δικαίου και ξαναγράψτε τα απ' την αρχή: η στιγμή κατά την οποία ανοίγεις τα δάκτυλα της παλάμης σου σε μια συγκέντρωση στρέφοντάς τα προς την Βουλή, είναι η στιγμή που παύεις να διαδηλώνεις την άποψή σου, που παύεις να ασκείς το θεμελιώδες δικαίωμά σου να αποδοκιμάσεις συμβολικά έναν τρόπο άσκησης της τρέχουσας πολιτικής.
Έχουμε παρεξηγήσει πολλά, κι ένα από αυτά είναι η «Κοινωνία των Πολιτών». Βέβαια δεν ξέρουμε τι είναι, αλλά κι αυτό που εμφανίζεται ως «Κοινωνία των Πολιτών», σε όλο τον κόσμο διαμορφώνεται ως μέρος της πολιτικής διαδικασίας, όχι ενάντια σ’ αυτή. Προσπαθεί να επηρεάσει τις αποφάσεις της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, κινητοποιώντας τους πολίτες-ψηφοφόρους προς κάποια κατεύθυνση. Δεν μουντζώνει την πολιτική. Στηρίζει υποψήφιους με οικολογικές ευαισθησίες, δεν αφορίζει με τον λαϊκιστικό αφορισμό «όλοι το ίδιο είναι».
Ο συνήθως εύστοχος και διορατικός Πάσχος Μανδραβέλης αστοχεί κατά τη γνώμη μου στο άρθρο του, σκανδαλιζόμενος με μια χειρονομία (μούντζα) που στο πλαίσιο το οποίο έγινε, σαχλή την λες, παιδιάστικη την λες, αυτοϊκανοποιούμενη την λες, αλλά κάτι επικίνδυνο δεν νομίζω πως μπορείς να την πεις. Δηλαδή το να θεωρείς ότι έχουν ξεφύγει των θεμιτών ορίων ακόμη και συγκεντρώσεις που περιέχουν μηδενική βία, είναι σαν να λες ότι εν τέλει κάθε συγκέντρωση αποτελεί ένα συζητήσιμης δημοκρατικότητας μέσο έκφρασης και πίεσης. Αστοχεί πιστεύω επίσης, όταν παραβλέπει πως το κατεξοχήν πολιτικώς ενδιαφέρον στην συγκεκριμένη συγκέντρωση δεν ήταν το αίτημά της, αλλά ο τρόπος διοργάνωσης και διεξαγωγής της. Αυτό που έγινε ήταν πολιτική, ήταν μέρος της πολιτικής διαδικασίας (ένα μέρος απάτητο ακόμη, που πιθανώς στο μέλλον να πατηθεί πολύ περισσότερο και να αλλάξει σε ένα βαθμό τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού) και υπό αυτό το πρίσμα αν τελικά κάποιος μουτζώνει -ηθελημένα ή αθέλητα- την πολιτική, ίσως είναι ο ίδιος ο αρθρογράφος.

Ψευδαισθήσεις

Στον διάδρομο κάποιου αστυνομικού τμήματος κρύβουν τα πρόσωπά τους από τον φακό.
Τα πιθανότατα πανέμορφα πρόσωπά τους.
Ντρέπονται ακόμα.
Πόσοι άντρες να έχουν τελειώσει κοιτάζοντας αυτά ακριβώς τα πέντε πρόσωπα;
Αυτά τα πέντε πρόσωπα να είναι υπεύθυνα για την πρόκληση πόσων συνολικά οργασμών;
Πόσοι άντρες να έχουν ερωτευθεί αυτά ακριβώς τα πέντε πρόσωπα;
Αυτά τα πέντε πρόσωπα να είναι υπεύθυνα για την πρόκληση πόσων συνολικά ερώτων;
Αυτά τα πέντε πρόσωπα στην ζωή πόσων ανθρώπων πρόσφεραν αντίδωρο ομορφιάς;
Ποιό λόγο έχει να κρύβεται η ομορφιά;
Ποιό λόγο έχει να ντρέπεται η ομορφιά για τον εαυτό της;
(Βρήκα την φωτογραφία εδώ και το άρθρο συνεχίστηκε εδώ και μετά εδώ, όπου διαβάζω: «Τα θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης, επειδή κερδίζουν χρήματα από τους διακινητές τους, ζουν με την ψευδαίσθηση ότι δεν αποτελούν θύματα εκμετάλλευσης!»
κι αναρωτιέμαι μήπως η με το ζόρι θυματοποίηση όσων τυχόν δεν αισθάνονται θύματα συνιστά μιαν άλλης τάξεως ψευδαίσθηση,
όπως αναρωτιέμαι για το βάθος και την ποιότητα της διαφοράς αυτού του είδους της εκμετάλλευσης από την ηθική και νόμιμη εργασιακή εκμετάλλευση,
όπως αναρωτιέμαι σε ποιό χρώμα του Κισλόφσκι, στο Μπλε ή το Κόκκινο, ήταν η σκηνή όπου η πόρνη γυρνά και απαντά στη φίλη της που σκανδαλισμένη την ρωτά, μα γιατί επιτέλους κάνει αυτή τη δουλειά: «Επειδή μου αρέσει»).
Δεν μοιάζουν τόσο με πέντε αγκαλιασμένες γυναίκες, αλλά με ένα ενιαίο πλάσμα, δεν μοιάζουν τόσο με πέντε σώματα, αλλά με πέντε σώματα ενωμένα σε ένα, σε ένα σύμπλεγμα προσώπων που κρύβονται ενοχικά κάτω από φυσικά πέπλα μαύρων μακριών μαλλιών, σε ένα σύμπλεγμα που σου δίνει την εντύπωση ότι θα στρέψει το κορμί του φανερώνοντας τα πέντε κεφάλια του, τα οποία θα σε κοιτάξουν όλα μαζί στα μάτια και θα σου πουν «Ντροπή δεν είναι η ηθική διαφορά της πόρνης από την μη πόρνη, ντροπή είναι η οικονομική διαφορά της πατρίδας μου από την πατρίδα σου, και το κορμί που χρησιμοποιώ είναι το ίδιο κορμί που χρησιμοποιεί κάθε ποδοσφαιριστής χώρας του τρίτου κόσμου, είναι το ίδιο κορμί που χρησιμοποιεί κάθε μετανάστης χτίζοντας και σκάβοντας, και το πρόσωπο που τώρα κρύβω απ' τον φακό είναι το πρόσωπο του ποδοσφαιριστή που σκοράρει και δεκάδες φακοί το καταγράφουν καθώς σηκώνει το κεφάλι ψηλά κι ευχαριστεί τον Θεό, είναι το πρόσωπο του μετανάστη που κανείς φακός δεν θα νοιαστεί για αυτό, είναι το πρόσωπο το δικό σου που έτυχε να γεννηθείς στον πρώτο κόσμο, είναι το πρόσωπο της κολλητής μου που επέλεξε να μείνει στην τίμια φτώχεια της πατρίδας μας και άριστα έκανε κι αυτή, όπως ίσως καλά έκανα κι εγώ, κι ας ντρέπομαι τώρα να σας δω, ενώ θα έπρεπε να ντρέπεστε εσείς να με δείτε, αλλά να ντρέπεστε όχι επειδή μια νύχτα με γαμήσατε, αλλά επειδή την επόμενη μέρα επιστρέψατε στις δουλειές σας με την ψευδαίσθηση ότι εσάς δεν σας εκμεταλλεύεται κανείς, με την ψευδαίσθηση ότι αυτός ο κόσμος είναι καλά καμωμένος, με την ψευδαίσθηση ότι το κακό σε αυτόν τον κόσμο είναι σεξουαλικό, με την ισχυρότερη δηλαδή ψευδαίσθηση όλων των εποχών».

Δευτέρα, Ιουλίου 16, 2007

Tα Πορφυρά Πέδιλα των Ουρανών


«TOP GUN II: Take My Luck Away»

Το ποστ δομήθηκε και εκτελέστηκε υπό την λινκούμενη ηχητική συνοδεία και την ισχυρή οπτική ντόπα του κατωτέρω ενσταντανέ:



* Ως γνωστόν, η τραγουδίστρια των Βerlin αποτέλεσε κωμωτικό role model για την Άννα Παναγιωταρέα, η οποία τιμής ένεκεν θα τραγουδά και το ομώνυμο τραγούδι του σάουντρακ του «Τake My Luck Away».

Κυριακή, Ιουλίου 15, 2007

Ήταν τόσο απίθανο

Ήταν τόσο απίθανο να γεννηθούμε, κι όμως γεννηθήκαμε.
Ελάχιστα λιγότερο απίθανο απ' το να μην πεθάνουμε.
Ήταν τόσο απίθανο από όλες τις γυναίκες του κόσμου (έστω της χώρας, έστω της πόλης) ο πατέρας σου να γονιμοποιήσει την μητέρα σου και τόσο απίθανο από όλους τους άντρες του κόσμου (έστω της χώρας, έστω της πόλης) η μητέρα σου να γονιμοποιηθεί από τον πατέρα σου, κι όμως έγινε.
Κι επειδή έγινε υπάρχεις.
Κι ενώ σε απασχολεί όχι μόνο το πώς θα ζήσεις, αλλά και το αν θα συνεχίσεις να υπάρχεις μετά θάνατον, δεν σε απασχολεί σχεδόν ποτέ το ότι δεν υπήρχες πριν συλληφθείς.
Είσαι τόσο σημαντικός, που όχι μόνο θέλεις να ζεις αιώνια, αλλά το θεωρείς και παράλογο να τελειώνει έτσι απλά η ζωή σου. Δεν σου κολλάει με τίποτα ότι ξαφνικά παύεις να υπάρχεις και πασχίζοντας να τιθασεύσεις το άγνωστο μετά, φτιάχνεις Θεούς και τους πιστεύεις. Το άγνωστο πριν δεν σε τρομάζει, δεν το έχεις εμπρός σου κι έτσι δεν έχεις ανάγκη και να το φέρεις στα μέτρα σου. Μια θρησκεία που δεν θα ασχολούταν με την μετά θάνατον, αλλά με την προ συλλήψεως ζωή θα ήταν μια θρησκεία ανέκδοτο, μια θρησκεία αντιτουριστική.
Κι όμως, ίσως τελικά το αληθινό σκάνδαλο δεν είναι ότι παύουμε κάποια στιγμή να ζούμε, αλλά το ότι ξεκινάμε κάποια στιγμή να ζούμε.
Αν ζούμε αυτή τη στιγμή στη γη γύρω στα επτά δισεκατομμύρια άνθρωποι, και τα επτά έχουμε έρθει στη ζωή ως αποτέλεσμα μιας αλληλοδιαδοχικής σειράς συμπτώσεων.
Θα μπορούσαν στη θέση μας να βρίσκονται επτά δισεκατομμύρια άλλοι άνθρωποι.
Πώς αντέχει κανείς το εντελώς τυχάρπαστο της ύπαρξής του; Βαφτίζοντας τις συμπτώσεις μοίρα: όλα γίνονται για έναν λόγο.
«Όλα γίνονται για έναν λόγο», νά μια σκέψη που μας βοηθά να κοιμηθούμε το βράδυ.
«Όλα είναι στο έλεος της τύχης», νά μια σκέψη μη δημοφιλής.
Μια στραβοτιμονιά και όλα τέλειωσαν. Δεκάδες «αν δεν» και τίποτα δεν θα είχε αρχίσει.
Και το ανθρώπινο πνεύμα, η ύπαρξη συνείδησης, παραμένει ένα δώρο - άδωρο, ένα δώρο στα χέρια δειλών, όταν ψάχνουμε για σιγουριά εκεί που δεν υπάρχει: στην ανθρώπινη ζωή.
Ας παραιτηθούμε από το αίτημα της ασφάλειας κι ας εγείρουμε το αίτημα της μαγείας.
Αφού ήταν τόσο απίθανο να υπάρξουμε, ας μαγευθούμε από τη σειρά των συμβάντων που έπρεπε να συντρέξουν για να υπάρξουμε κι ας αναρωτηθούμε τί απέγιναν όλες οι εναλλακτικές υπάρξεις που δεν υπήρξαν επειδή οι γονείς μας γνωρίστηκαν και έμειναν μαζί.
Ας προσδοκήσουμε όχι μόνο ανάσταση νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνος, αλλά και γέννηση αγεννήτων και ζωή των παρελθόντων αιώνων.
Κι ας αποδεχθούμε πως οι δυνατότητες του πνεύματος μας μπορεί να είναι πεπερασμένες ως προς την κατανόηση του φαινομένου της ζωής, αλλά απεριόριστες ως προς την συγκίνηση, την έκπληξη και την άντληση ομορφιάς από το βαθύτατα τυχάρπαστο της δικής μας ζωής.

Πέμπτη, Ιουλίου 12, 2007

Το δίλημμα

Η μικρή του πόλη είχε δυο θέατρα κι εκείνος ήταν ηθοποιός. Η μικρή του πόλη, όπως και η υπόλοιπη χώρα, είχε κηρυχθεί τον τελευταίο χρόνο σε καθεστώς «εκτάκτου ανάγκης»: είχαν περισταλεί μερικά ατομικά δικαιώματα, αλλά η περιστολή αυτή αφορούσε κυρίως όσους αντιδρούσαν. Η καθημερινότητα των υπολοίπων δεν ήταν πολλή διαφορετική από την καθημερινότητα τους υπό το προηγούμενο ομαλό καθεστώς. Δεν ήταν πολύ διαφορετική στην ουσία της, ήταν όμως πολύ διαφορετική στην επικεφαλίδα της, στον κεντρικό της μύθο, στην εικόνα της, αντανακλώντας έτσι πολύ διαφορετικά και στην εικόνα που είχαν οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Και ίσως ήταν αυτός ένας από τους βασικούς λόγους που ο κόσμος δυσανασχετούσε υπόκωφα και που οι τολμηρότεροι δεν δίσταζαν σε ιδιωτικές συζητήσεις να χρησιμοποιούν βαρύγδουπες λέξεις, να ψιθυρίζουν οργισμένα, να χτυπάνε το χέρι στο τραπέζι.
Η μικρή του πόλη είχε δυο θέατρα κι εκείνος ήταν ηθοποιός. Είχε μόλις επιστρέψει σε αυτήν μετά από λίγα χρόνια (ανοδικής) καριέρας στην μεγάλη πόλη. Οι λόγοι της επιστροφής του άλλοι έλεγαν πως ήταν πολιτικοί, άλλοι ερωτικοί, αλλά εν τέλει όλοι συμφωνούσαν στο ότι ήταν μυστηριώδεις.
Η μικρή του πόλη είχε δυο θέατρα κι εκείνος ήταν ηθοποιός. Είχε ανάγκη να δουλέψει και είχε προτάσεις κι από τα δύο. Το ένα ήταν θέατρο με κύρος που ξεπερνούσε τα όρια της πόλης και είχε φτάσει μερικές φορές και στις εφημερίδες της μεγάλης πόλης. Το άλλο ήταν θέατρο με μεγαλύτερη εμπορική απήχηση στην πόλη και ειδικευόταν σε κωμωδίες σχεδόν πάντοτε σαχλές. Το θέατρο με το κύρος άνηκε στον τοπικό καναλάρχη, ο οποίος στο μεν ομαλό παρελθόν είχε την ταμπέλα του διαπλεκόμενου, το δε εκτάκτου ανάγκης παρόν το προπαγάνδιζε ασύστολα με το κανάλι του και την εφημερίδα του. Το θέατρο με τις κωμωδίες ανήκε σε δυο αδέλφια, τα οποία στο μεν ομαλό παρελθόν δεν είχαν καμία ταμπέλα να τους βαραίνει, στο δε εκτάκτου ανάγκης παρόν φημολογούταν πως ανήκαν σε εκείνους που αντιστέκονταν εμπράκτως. Το θέατρο με το κύρος φέτος θα έπαιζε το «Ποιός Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;», ενώ το θέατρο με τις κωμωδίες φέτος θα ανέβαζε για πρώτη φορά επιθεώρηση, μια επιθεώρηση που είχαν γράψει τα ίδια τα δύο αδέλφια.
Η μικρή του πόλη είχε δυο θέατρα κι εκείνος ήταν ηθοποιός. Η Βιρτζίνια Γουλφ ήταν από τα πιο αγαπημένα του έργα. Τα κείμενα της επιθεώρησης που του έδωσαν να διαβάσει τα αδέλφια του φάνηκαν άθλια. Πριν του τα δώσουν του άφησαν να εννοηθεί ότι τα κείμενα θα είναι πολύ πιο αιχμηρά στην πράξη, αλλά έπρεπε πρώτα η τυπωμένη εκδοχή τους να πάρει την άδεια της επιτροπής ελέγχου. Τους ρώτησε αν υπάρχουν κάπου και οι επικίνδυνες προσθήκες. Αφού κοιτάχτηκαν για λίγο μεταξύ τους, ο μεγαλύτερος αδελφός τού είπε ότι έχουν ακουστεί πολλά για τους πραγματικούς λόγους της επιστροφής του και για αυτό θα τον εμπιστεύονταν και θα του τις έδειχναν. Οι προσθήκες έκαναν τα κείμενα ακόμη πιο ανυπόφορα.
Η μικρή του πόλη είχε δυο θέατρα κι εκείνος ήταν ηθοποιός. Έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα σε έναν ηθικό και σε έναν αισθητικό συμβιβασμό. Έπαιξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη Βιρτζίνια Γουλφ. Στην επίσημη πρεμιέρα ήρθε κι ο Υπουργός Πολιτισμού, παλιός φίλος του καναλάρχη. Η κρατική τηλεόραση έστειλε συνεργείο της και η κριτική της ήταν θριαμβευτική. Η επιθεώρηση απαγορεύθηκε μετά από πέντε μόλις παραστάσεις. Τα δυο αδέλφια ανακρίθηκαν για ώρες. Αναγκάστηκαν να ανεβάσουν στην θέση της επιθεώρησης κωμωδία δωματίου. Το απαγορευμένο έργο όμως πρόλαβε να αποκτήσει διαστάσεις θρύλου και οι ατάκες του παραλλαγμένες συνόδευαν τώρα τις βαρύγδουπες λέξεις, τους οργισμένους ψίθυρους, τα χτυπήματα των χεριών στο τραπέζι.
Η μικρή του πόλη είχε δυο θέατρα κι εκείνος ήταν ηθοποιός. Στη ζωή του είχε κάνει κι άλλες ηθικές εκπτώσεις, αλλά μπορούσε να τις αντέξει, αφενός επειδή κατόρθωνε πάντα να τις σχετικοποιεί, εντάσσοντάς τες στο γενικότερο πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων, όπου τελικά όλα εξηγούνταν, αν όχι και δικαιολογούνταν, και αφετέρου επειδή έπαιρνε τις τύψεις του και τις αξιοποιούσε στην τέχνη του, προσπαθώντας να καθαρθεί εκεί. Όσο σκατάς κι αν ήταν στη ζωή του, μπορούσε να λέει στον εαυτό του ότι στην τέχνη του μόνο την ομορφιά και την αλήθεια είχε κυνηγήσει. Πώς να συμμετείχε σε κάτι που δεν του πήγαινε, πώς να έλεγε κρυάδες και κοινοτοπίες, πώς να άντεχε τον εαυτό του αισθητικά;
Η μικρή του πόλη είχε δυο θέατρα κι εκείνος ήταν ηθοποιός. Υπήρχε η ζωή κάτω από το σανίδι με όλο της τον μέσο όρο, με όλα της τα πολιτικά, αισθηματικά και υπαρξιακά κλισέ. Σε αυτήν συμμετείχε γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Αλλά εκεί που μπορούσε να κάνει αλλιώς θα έκανε αλλιώς. Γιατί υπήρχε κι η ζωή η πάνω στο σανίδι, η ζωή η εξαιρετική, η ζωή η έξω από τον μέσο όρο και το μπανάλ, η ζωή με το βλέμμα το διαφορετικό, η ζωή με τις λέξεις τις με ακρίβεια διαλεγμένες και με μόχθο ξεσκαρταρισμένες, η ζωή η γραμμένη, η σκηνοθετημένη και προβαρισμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να προσπαθεί να αφαιρέσει από την κάτω ζωή το επουσιώδες και να διασώσει κάθε τι ουσιώδες και άξιο.
Η μικρή του πόλη είχε δυο θέατρα κι εκείνος ήταν ηθοποιός. Ένας ηθοποιός που βρέθηκε σε δίλημμα μεταξύ δύο εκπτώσεων και επέλεξε μετά από μικρή πάλη την μία αντί της άλλης. Τώρα περπατούσε στους δρόμους της μικρής του πόλης, ακούγοντας από πίσω του το όνομά του να ψιθυρίζεται οργισμένα και να ακολουθείται από βαρύγδουπες λέξεις όπως «βολεμένος» και «πουλημένος». Εν τω μεταξύ οι φήμες για βασανισμούς στην μεγάλη πόλη μεγάλωναν. Ένα μήνα μετά την επιθεώρηση κατέβηκε και η δική του παράσταση, καθώς ο κόσμος αντιστεκόμενος σιωπηρά δεν πήγαινε να τη δει.
Η μικρή του πόλη είχε δυο θέατρα, αλλά το ένα έμενε προς το παρόν κλειστό.
Εκείνος ήταν ηθοποιός.

Τρίτη, Ιουλίου 10, 2007

Η νοητή γραμμή

Τρέχει στο μεσαίο κουλουάρ. Εμπρός του η νοητή γραμμή του τερματισμού. Δεξιά κι αριστερά του δεν αντιλαμβάνεται κανέναν. Τους έχει προσπεράσει όλους ή τον έχουν προσπεράσει όλοι; Δεν ξέρει αλλά επιταχύνει. Πλησιάζει στο τέρμα. Φρενάρει απότομα κι ένα μέτρο πριν σταματάει. Στέκεται εκεί για λίγο. Μετά κάθεται οκλαδόν. Σε απόσταση ανάσας η νοητή γραμμή. Την κοιτάζει, την κοιτάζει και αρχίζει να βυθίζεται στις σκέψεις του, ενώ η καρδιά του χτυπά δυνατά από το σπριντ. Το σώμα του λαχανιασμένο ξαποσταίνει, το μυαλό του αφηρημένο εργάζεται. Να σηκωθεί και να τερματίσει; Έχει νόημα; Κι αν έχει νόημα έχει κουράγιο; Κοιτάζει τη γραμμή μα δεν την βλέπει. Σκέφτεται μήπως δεν είναι νοητή μόνο η γραμμή του τερματισμού, αλλά και το κουλουάρ στο οποίο τώρα κάθεται, το στάδιο στο οποίο τώρα βρίσκεται, ο αγώνας στον οποίο τώρα συμμετέχει, η στιγμή την οποία τώρα ζει, οι σκέψεις τις οποίες τώρα κάνει.
Νοητός ή ανόητος αποφασίζει να σηκωθεί. Απλώνει θριαμβευτικά τα χέρια, τεντώνει περήφανα το στήθος και σκίζει τη νοητή γραμμή.
Είναι πρώτος; Είναι τελευταίος; Είναι;
Είναι η ώρα να πάρει το βλέμμα του από το κουλουάρ του και να δει αν υπάρχει κανείς άλλος στο στάδιο. Εξαντλημένος από την κούραση πέφτει και φιλάει το ταρτάν.

Δευτέρα, Ιουλίου 09, 2007

Ο Ποιητής Γιώργος Οικονομέας

2007: Ο Γιώργος Οικονομέας φωτογραφίζεται στο εξώφυλλο του τηλεοπτικού περιοδικού των «Νέων». Την φωτογραφία το περιοδικό την απέκτησε έναντι αδράς αμοιβής από έναν από τους παπαράτσι που οδήγησαν την Λέιντι Ντι στον θάνατό της και ο οποίος τα τελευταία χρόνια μετέρχεται κάθε κατεργαριάς για να απαθανατίσει τον Γιώργο σε ιδιωτικές στιγμές χαλάρωσης.
1980: Ξεφυλλίζοντας το περιοδικό μαθαίνουμε ότι ο Γιώργος Οικονομέας (εφεξής και για τις ανάγκες του ποστ ο Ποιητής Γιώργος Οικονομέας) εξέδωσε το 1980 μια ποιητική συλλογή. Στο εξώφυλλο της ο Ποιητής Γιώργος Οικονομέας με λουκ Πωλ Μπράιτνερ και βλέμμα ντοστογιεφσκικότατου ήρωα κοιτάζει το φακό δυσοίωνα, διατηρώντας μια στάση σώματος ολότελα αντισυμβατική. Τίτλος της ποιητικής συλλογής του Ποιητή Γιώργου Οικονομέα:
«ΜΗΝ ΠΕΡΠΑΤΑΣ ΠΙΑ ΜΕ ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ
ΜΑΣ ΚΥΚΛΩΝΟΥΝ»
Παίρνω το θάρρος (αν και πρόκειται για θράσος στην προκειμένη περίπτωση) να σκαρώσω ένα μικρό ποίημα ως ελάχιστο φόρο τιμής στον Ποιητή, Αγωνιστή και Άνθρωπο Γιώργο Οικονομέα:
«Μην περπατάς πια με τα τέσσερα.
Μας κυκλώνουν.
Λακέδες του Συστήματος,
απαγωγείς της Ευαισθησίας μας,
κολαούζοι των Ισχυρών,
μας κυκλώνουν
και με τα ψιχία της εξουσίας τους καυλώνουν
κι όσο είσαι στα τέσσερα,
όσο τουρλώνεις τον πρωκτό σου,
τους προκαλείς να έρθουν πίσω σου
και να σου πάρουν μια για πάντα
τον ανδρισμό σου.
Μη, σε ξορκίζω,
μη, σε παρακαλώ,
μην τους δοθείς.
Ας πάνε να χύσουνε αλλού
τα κροκοδείλια δάκρια του θεμελιακού συμβιβασμού τους,
ας πάνε να πουν αλλού
τα «Δεν είχαμε άλλη επιλογή, έπρεπε κι εμείς να ζήσουμε»,
ας πάνε να πουν αλλού
τα «Πρέπει κι εσύ να μας ακολουθήσεις».
Μην περπατάς πια στα τέσσερα.
Σήκω στα δύο σου πόδια,
πάτα στην μάνα γη γερά
και κοίτα τους αγέρωχα στα μάτια.
Πες τους «Εδώ είναι μια ψυχή που αντιστέκεται.
Ακόμα.
Ξέρετε τι θα πει αντίσταση, ρε;
Θυμάστε, ρε;».
Μην περπατάς πια στα τέσσερα,
σήκω στα δυο σου πόδια
κι άρχισε το τζόγκινγκ.
Κι αν νομίσουν ότι επιτέλους παίζεις το παιχνίδι τους,
ασ' τους να το νομίζουν.
Εσύ παραμένεις μέσα σου ο Μπράιτνερ της νιότης σου.
Εσύ δεν άλλαξες ποτέ.
Κι αυτή είναι η μόνη αλήθεια,
γιατί και στα δυο εξώφυλλα ο ίδιος άνθρωπος είσαι:
εξίσου δήθεν τότε, όσο και τώρα,
εξίσου αποτρόπαιος, εξίσου γλοιώδης».

Κυριακή, Ιουλίου 08, 2007

Κυριακή βράδυ - Δευτέρα πρωί

Μία ακόμη συναρπαστική, μεστή εμπειριών και παραστάσεων, Κυριακή, την οποία θα μοιραστώ μαζί σου θερινέ μου αναγνώστη, ώστε να γίνει κοινό κτήμα, ένα κτήμα όπου ελεύθερα θα κάνεις τον περίπατό σου, αύριο Δευτέρα, μεθαύριο Τρίτη, αντιμεθαύριο Τετάρτη και ούτω καθεξής. Απόλαυσε λοιπόν τις ανθισμένες του εκτάσεις, άπλωσε την αράδα σου να ξαποστάσεις, ούρησε σε μια γωνιά του, είναι και δικό σου κτήμα, καθώς έχω πλέον παραιτηθεί από την κυριότητα των σκέψεών μου και τους έχω επιβάλλει καθεστώς ιστολογικής κοινοκτημοσύνης.
Εν αρχή ην η παραλία. Ίσως να είναι η ιδέα μου, αλλά παρατηρώ ότι χρόνο με το χρόνο ολοένα και περισσότερος κόσμος βρίσκεται έξω από τη θάλασσα παρά μέσα σε αυτήν. Κάνω να μπω και αναρωτιέμαι μην τυχόν έχω κάνει κάτι λάθος, μήπως μου ξέφυγαν κάπου οι οδηγίες χρήσεως, μήπως η θάλασσα δεν είναι παρά το μέρος στο οποίο πηγαίνουμε για να πάρουμε ξαπλώστρα. Θέλω να πω, στη ζωή οφείλεις πάντα να εξετάζεις τη συμπεριφορά των πολλών και αν τυχόν αποκλίνεις από αυτή πρώτα τον εαυτό σου πρέπει να ρωτάς αν πάει καλά και μετά το πλήθος. Αν, ας πούμε, στην αποβάθρα του μετρό πας να πέσεις στις γραμμές ενώ όλοι οι άλλοι περιμένουν υπομονετικά, το πιθανότερο είναι οι άλλοι να έχουν το πρόβλημα ή εσύ; Εν πάση περιπτώσει, κοιτάζω προσεκτικά να δω αν υπάρχει κόκκινη γραμμή στην άμμο πριν αρχίσουν οι ράγες και αφού δεν υπάρχει βρέχω σκανταλιάρικα τις πατούσες μου. Ούτε από το μεγάφωνο μού φωνάζει κανείς να κάνω πίσω κι έτσι ενθαρρημένος διασχίζω περπατώντας τα πενήντα μέτρα με τα φύκια και τα πράσινα νερά, περιμένοντας στωικά να γίνουν γαλάζια. Όταν γίνονται βουτώ. Κολυμπώ. Λίγο. Δεν διακρίνομαι για τις κολυμβητικές μου επιδόσεις. Ούτε για επιδόσεις άλλου είδους διακρίνομαι. Αλλά αυτό είναι άλλης τάξεως θέμα, το οποίο πάντως ο ψυχαναλυτής μου μού συνέστησε να αρχίσω να το θίγω σιγά σιγά στο μπλογκ. Στην επόμενη συνεδρία θα του εισηγηθώ την ιδέα, ότι ίσως τα βαθύτερα αίτια των πάσης φύσεως συμπεριφορών μου εξηγούνται από την υστερική ανάγκη μου να διαφέρω (ενώ είμαι στην παραλία δεν μένω εκεί αλλά πέφτω στη θάλασσα, ενώ είμαι νεοέλληνας δεν είμαι και ασύλληπτα κα-τα-πλη-κτι-κός στο κρεβάτι κ.λ.π). Όπως και να 'χει, την στιγμή που κατάκοπος επιστρέφω από την αγκαλιά της θάλασσας στην αγκαλιά της παραλίας, συνειδητοποιώ ότι όλο αυτό το παραλιακό πλήθος έχει συρρεύσει για (μη) μπάνιο χωρίς να έχει προηγηθεί διαδικτυακή καμπάνια, χωρίς να έχουν φτάσει σχετικά sms στο κινητό του. Αυτό κι αν είναι αυθορμητισμός συμπεραίνω, ενώ σκουπίζω το μαγιό μου και με κοιτούν σοκαρισμένοι από τις διπλανές ξαπλώστρες που έβρεξα το ρούχο της παραλίας.
Μόλις στεγνώνω τραβώ γραμμή για το Σύνταγμα. Ο σκοπός που μας έχει φέρει εδώ είναι καλός. ΟΚ, ίσως όχι και ο πιο αμφιλεγόμενος της ιστορίας. Δηλαδή το «Ζήτω το Περιβάλλον - Κάτω οι Εμπρηστές» πρέπει να είναι λιγότερο αμφιλεγόμενο και από το «Κάτω η Παιδεραστία». Οπότε τι ακριβώς συμβαίνει εδώ; Η γιορτή του αυτονόητου;
Ένα μέρος του εαυτού μου θέλει πάλι να ξεχωρίσει από το πλήθος και λέει ναι. Αυτό ακριβώς συμβαίνει εδώ.
Ένα άλλο μέρος όμως, παίρνει το βλέμμα του από το καμένο δέντρο που έφερε αυτήν την Κυριακή τον κόσμο έξω από το Κοινοβούλιο (από την αιτία που συγκέντρωσε τον κόσμο) και κοιτά πίσω του, πλάι του κι εμπρός του το δάσος στο οποίο ανήκει (τον τρόπο με τον οποίο συγκεντρώθηκε ο κόσμος), το δάσος των δυνατοτήτων και των ευκαιριών που προσφέρει η εξάπλωση των διαδραστικών τεχνολογικών μέσων.
Βέβαια για να άλλαξουν προς το ουσιαστικό τα πράγματα θα πρέπει πρώτα να αλλάξει ο τρόπος σκέψης μας.
Αλλά και πάλι, ποιό προσφορότερο μέσο αλλαγής του τρόπου σκέψης από ένα μέσο όπου ελεύθερα θα ανταλλάσσονταν ιδέες;
Από εδώ δηλαδή.
Υπερβολές, το δέχομαι.
Αλλά, κατ' εξαίρεση και καταπιέζοντας την φύση μου, είπα να υπερβάλω και να σκεφτώ αισιόδοξα αυτήν την Κυριακή.
Ξαναρχίζω την παραίτηση από Δευτέρα.

Ο Εννιά Σαρανταένα

(Η φωτογραφία από εδώ, μέσω Ασάρωτου Οίκου)
Ο Εννιά Σαρανταένα καθυστερεί να φτάσει στο γραφείο του τέσσερα λεπτά και πενήντα έξι δευτερόλεπτα. Ταράζεται. Κανονικά δεν θα έπρεπε να ταραχθεί τόσο (είναι σχεδόν σίγουρος ότι κι άλλοι συνάδελφοί του θα έχει τύχει να πάνε καθυστερημένοι κάποια μέρα στην Υπηρεσία). Ταράζεται όμως τόσο επειδή τα τελευταία επτά χρόνια της απόσπασής του στην Υποδιεύθυνση Βυθού έρχεται ανελλιπώς στην ώρα του και κανείς (και πρώτα και κύρια ο ίδιος) δεν θα μπορούσε να του προσάψει το παραμικρό. Έως σήμερα.
Ξέρει βέβαια ότι στατιστικά δεν είναι πολύ πιθανό να παρουσιάστηκε πελάτης κατά το διάστημα της καθυστέρησής του, να βρήκε το γραφείο άδειο και να έφυγε, αλλά δεν υπάρχει και κανένας τρόπος να είναι βέβαιος. Και θα είναι φριχτή ασυνέπεια και αποτυχία εκ μέρους του να έλειπε την μοναδική φορά που θα είχε πραγματικά χρειαστεί να είναι παρών. Καθ' όλη την επταετία είχε επιμελώς αποφύγει να ασχοληθεί με το παραμικρό κατά τη διάρκεια του ωραρίου του, ακριβώς επειδή ήθελε όταν εμφανιζόταν ο πελάτης να βρίσκεται σε απόλυτη ετοιμότητα και να είναι απόλυτα διαθέσιμος. Έτσι καθόταν στο γραφείο του και περίμενε, περίμενε, περίμενε. Όταν σχολούσε πήγαινε να κοιμηθεί για να μαζέψει δύναμη για την επόμενη. Στον ύπνο του έβλεπε πάντα το ίδιο όνειρο: αντί να έχει τεταμένη την προσοχή του στο να περιμένει, αφαιρενόταν κι έκλεινε με δύναμη το ανοιγμένο δεξί συρτάρι του γραφείου. Ήταν ακριβώς ο κρότος του κλεισίματος που τον ξυπνούσε για να ξεκινήσει μια ακόμη μέρα δουλειάς. Αλλά απόψε είχε επιτέλους επιβληθεί στον εαυτό του και στον ύπνο του, κατορθώνοντας να μην παραμελήσει στιγμή το καθήκον του ούτε εκεί. Για πρώτη φορά σε ολόκληρο το όνειρό του περίμενε, περίμενε και μόνο περίμενε, χωρίς να υποκύψει στο συρτάρι. Η έλλειψη του κρότου όμως τον έκανε για πρώτη φορά και να παρακοιμηθεί.
Και τώρα κάθεται στο γραφείο του και περιμένει, περιμένει, περιμένει, χωρίς να ξέρει πια αν περιμένει άσκοπα, χωρίς να ξέρει αν ο πελάτης ήρθε κι έφυγε ενώ αυτός κοιμόταν.
Κι είναι αυτή η νεοαποκτηθείσα αμφιβολία που κάνει τα δέκα οκτώ εναπομείναντα χρόνια για την λήξη της απόσπασής του να φαντάζουν ξαφνικά πολλά.
Σκέφτεται να επαναστατήσει, σκέφτεται να σηκωθεί από την καρέκλα του, σκέφτεται να κλείσει το συρτάρι. Ίσως αν το κλείσει να ξυπνήσει από τον κρότο, να αποδείξει έτσι ότι ονειρεύεται κι όλα να ξαναγίνουν όπως πριν: πλήρη νοήματος.

Πέμπτη, Ιουλίου 05, 2007

Να μην οργανωθούμε, ρε παιδιά

Το αν μπορεί μελλοντικά να υπάρξει κάτι αληθινά ελπιδοφόρο από όλη αυτήν την ιστορία των ιντερνετικών κινητοποιήσεων θα κριθεί κατά τη γνώμη μου στο πεδίο της εκπροσώπησης. Η διατήρηση της δυναμικής και η ενδεχόμενη μετατροπή της σε αυριανή δύναμη θα εξαρτηθεί από το αν όλη αυτή η ιστορία αποκτήσει οργάνωση, εκπροσώπηση, επίσημη φωνή: την στιγμή ακριβώς που θα τα αποκτήσει θα αυτοαναιρεθεί και σε μεγάλο βαθμό. Το «Να οργανωθούμε, ρε παιδιά» του γνωστού ανεκδότου θα πρέπει στην προκειμένη περίπτωση να μετατραπεί σε «Να μην οργανωθούμε, ρε παιδιά». Γιατί όσο κι αν η οργάνωση συνιστά δύναμη, η φύση του μέσου μάς δείχνει ότι δύναμή του δεν είναι η οργάνωση αλλά το χάος, δεν είναι η συγκέντρωση των φωνών αλλά η διασπορά τους. Η οργάνωση θα σημάνει έλεγχο και προβλεψιμότητα. Δεν πρέπει να αποκτήσει συγκεκριμένο πρόσωπο η όλη ιστορία. Όταν δεν βλέπεις το πρόσωπό του άλλου, όταν ο άλλος δεν είναι μετρήσιμο μέγεθος, όταν δεν ξέρεις με ποιόν έχεις να κάνεις και να συναλλαχθείς, τότε αρχίζεις να τον υπολογίζεις και να τον φοβάσαι περισσότερο. Τα παιχνίδια των μικροεξουσιών, των καπελωμάτων και εν τέλει της απαξίωσης και απογοήτευσης ξεκινούν ακριβώς στο επίπεδο της επίσημης εκπροσώπησης. Κι όσο κι αν η επίσημη εκπροσώπηση, η οργάνωση κι οι θεσμοί είναι αναγκαία κακά (ή καλά) για τη λειτουργία της κοινωνίας, η μέχρι τώρα εμπειρία ίσως υποδεικνύει ότι διαδικτυακά τα πράγματα μπορούν να λειτουργούν κάθε φορά αυθόρμητα και ο αναγκαίος συντονισμός τους να γίνεται ad hoc.
Μπορεί και να λέω βλακείες, αλλά κι έτσι αν είναι, ούτε η πρώτη φορά είναι ούτε προφανώς η τελευταία :)

Τετάρτη, Ιουλίου 04, 2007

ΑΛΛΑ mE ΠΛΗΡΗ ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΑ

Στο πλατύσκαλο της κλειστής παλιάς πίσω εξόδου του υπουργείου, την βγάζουν συχνά - πυκνά άνθρωποι που η κανονικότητα δεν είναι το φόρτε τους, άνθρωποι που εξοστράκισαν τον εαυτό τους από την κοινωνία, άνθρωποι που ό,τι κι αν ήταν κάποτε, πια δεν είναι.
Σήμερα το απόγευμα, εκείνη είχε αφήσει παρατημένο ό,τι πιθανώς συνιστά το βιος της ή εν πάση περιπτώσει μεγάλο μέρος του.
Να το άφησε στην παραζάλη αναζήτησης της επόμενης δόσης; Μάλλον.
Να το βρήκε ακέραιο όταν γύρισε; Παίζει.
Πώς φτάνεις εκεί; Η απάντηση είναι απλή: σιγά - σιγά· όχι με άλματα· λίγο - λίγο, βδομάδα με βδομάδα, μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο, με μικρές υποχωρήσεις, πας πιο κάτω και μετά λίγο πιο κάτω και μετά λίγο πιο κάτω.
Εν τω μεταξύ παραμυθιάζεσαι· χωρίς το παραμύθι δεν αντέχεται η κατρακύλα. Παραμυθιάζεις τον εαυτό σου ότι είναι προσωρινό, ότι θα αλλάξεις, ότι θα ξαναπάς καλά· και παράλληλα με το παραμύθιασμα έρχεται και η σταδιακή αποξένωση από την αξιοπρέπειά σου: το πώς σε βλέπουν οι άλλοι, το πώς ζεις, το τί αναγκάζεσαι να κάνεις, σε νοιάζει ολοένα και λιγότερο.
Ζωή σου είναι πια μόνο το βούλιαγμά σου και η παρηγοριά της μελλοντικής σου παλινόρθωσης.
Και τα δύο είναι απόλυτα, χωρίς περιπλοκές, χωρίς συγκρούσεις: βυθίζομαι πιο βαθιά γιατί αύριο θα αναδυθώ με μιας επάνω.
Η επιβίωση, οι μπελάδες, η προκοπή, η δουλειά, το νοίκι, τα έξοδα: δυσκολίες.
Είναι ωραία εδώ· εύκολα.
Μόνες μου σκοτούρες οι καθημερινές: να βρω τη δόση μου, να βρω τη τσάντα μου όταν γυρίσω πίσω.
Γυρνάω και η τσάντα δεν είναι εκεί. Το κέρατό μου. Και τώρα τι θα κάνω;
Κάτι θα κάνω.
Θα του κάτσω και θα μένω στο αχούρι του· τόσο καιρό μου το ζητάει.
Μετά θα τον κλέψω και θα φύγω.
Και μετά θα ανησυχώ για τη δόση μου και για το αν θα με βρει.
Και μετά θα με βρει. Ξύλο.
Το σώμα μου αγκαλιάζει τις σπασμένες πλάκες του πεζοδρομίου. Το αίμα μου δίπλα στις ξεραμένες κουτσουλιές. Στο κεφάλι μου στάζει ένα ερ κοντίσιον.
Ξυπνάω στο νοσοκομείο. Για λίγο την έχω βολέψει. Μετά θα δούμε. Αυτό το σοκ πρέπει να με αλλάξει και θα με αλλάξει.
Ήρθε επιτέλους η ώρα.
Μόλις πάρω εξιτήριο θα πάω στη μάνα μου.
Κι αυτήν την φορά θα με δεχθεί.

Τρίτη, Ιουλίου 03, 2007

Το Ποστ της Παρακμής

Και τώρα, αγαπητέ αναγνώστη (δεν λέω και αγαπητή αναγνώστρια, αφού είναι προφανές ότι καμιά αναγνώστρια δεν θα πατήσει το λινκ), μετά από τόση και τόση υπομονή που έκανες, ήρθε η ώρα να ανταμειφθείς και να σε παραπέμψω σε πορνοσάιτ.
Επειδή εγώ -ως γνωστόν- δεν ασχολούμαι με αυτά τα πράγματα, παραπέμφθηκα με τη σειρά μου στο λινκ από εκλεκτό συνάδελφο (ψευδώνυμα δεν λέμε - μπλογκοϋπολήψεις δεν θίγουμε), ο οποίος και εντόπισε το φιλμάκι του προϊστορικού πορνό που δεσπόζει στο μέσο της τσοντοσελίδας, χαρακτηρίζοντας το «σχεδόν συγκινητικό». Ήταν οι μέρες που καιγόταν η Πάρνηθα και μερικοί παρηκμασμένοι μπλόγκερς συγκινούνταν με τσόντες - αντίκες. Αλλά ούτως ή άλλως οι μέρες της αφθονίας μας είναι μετρημένες και είναι τα δικά μας κεφάλια τα οποία θα πέσουν πρώτα στις γκιλοτίνες που θα στηθούν, όταν γκρεμιστεί η Βαστίλη της αφασικής απάθειας στην οποία είναι φυλακισμένος ο μέσος e - πολίτης.
Ο βουβός κινηματογράφος συναντά το πορνό, ένα νέο υποείδος ψάχνει να βρει τη γλώσσα του και τον τρόπο αφήγησής του, ό,τι χθες σκανδάλιζε σήμερα προξενεί χάχανα, το βλέμμα του θεατή του τότε θα κοιτούσε γεμάτο λαγνεία αυτό που το βλέμμα του θεατή του σήμερα κοιτά αγνά, και πρόκειται για μια αγνότητα που δεν προέρχεται από την αντίσταση στο απαγορευμένο, αλλά από την επανειλημμένη τριβή με το απαγορευμένο, δεν πρόκειται για την αγνότητα πριν το ταμπού, αλλά για την αγνότητα μετά -πολύ μετά- το ταμπού.
Κι αυτό το ζευγάρι των πορνοσκαπανέων, αυτό το ζευγάρι των πορνοστάρ πριν καν εφευρεθεί η έννοια πορνοστάρ, αυτό το ζευγάρι των εραστών είναι πιθανότατα πια νεκρό. Κι οι σάρκες τους που κόλασαν παλιά τους θεατές έχουν πιθανότατα πια λιώσει.
Ο χρόνος κατέβαλε την καύλα τους, απομυθοποίησε την αμαρτία τους, γελοιοποίησε το σκάνδαλό τους.
Στην μικρή τους τσόντα δεν πρωταγωνιστούν πια τα κορμιά τους αλλά αυτός, ο χρόνος, κι είναι αυτός που παρακολουθούμε να δίνει το στίγμα του στα ρούχα τους, στο κούρεμά τους, στο αυτοκίνητό τους, στο χρώμα του φιλμ τους, στο πιάνο της μουσικής τους υπόκρουσης, στις γραμμένες ατάκες τους, στον τρόπο τους, στο κρύο χάδι και στο δειλό φιλί εκείνης, χάδι και φιλί που στις επόμενες δεκαετίες εκατομμύρια επίγονοί της θα μετατρέψουν σε πίπα, πίπα που αρκετές από αυτές θα παίρνουν και θα ξαναπαίρνουν με μια απόγνωση σχεδόν υπαρξιακή.

Δευτέρα, Ιουλίου 02, 2007

Το Θέατρο της Δευτέρας

Στο περιοδικό του κυριακάτικου Ελεύθερου Τύπου της περασμένης εβδομάδας υπήρχε ένα αφιέρωμα στην «Σπείρα - Σπείρα», στην ομάδα δηλαδή που έχει φτιάξει ο Κραουνάκης και η οποία δίνει ξεχωριστές μουσικές παραστάσεις εδώ και χρόνια. Στο αφιέρωμα υπάρχουν εκτός των άλλων και φωτογραφίες όλων των μελών της «Σπείρας - Σπείρας», με ένα μικρό κειμενάκι του καθενός από κάτω. Εκεί βρίσκονται και οι λίγες λέξεις που ξαφνιάζουν και αποσυντονίζουν: «Δουλεύω σε οικοδομές και σε αγροτικές δουλειές για να ζήσω» λέει ένας τραγουδιστής.
Ο Κραουνάκης εξηγεί σε άλλο σημείο ότι τα οικονομικά των μελών κυμαίνονται από 500 έως 1.000 ευρώ μηνιαίως, αλλά το σημείο που ξαφνιάζει και αποσυντονίζει δεν είναι η βιωσιμότητα του γκρουπ ή οι οικονομικοί όροι της συνεργασίας, το σημείο που ξαφνιάζει και αποσυντονίζει είναι ότι ο συγκεκριμένος τραγουδιστής δουλεύει σε οικοδομές και σε χωράφια, καθώς σκανδαλωδώς μπερδεύει δυο ολότελα διακριτούς κόσμους, τον κόσμο της σκηνής με τον κόσμο της χειρωνακτικής βαριάς εργασίας.
Πάνω στην ολόφωτη σκηνή οι επιτυχημένοι επώνυμοι,
κάτω από τη σκηνή οι αποτυχημένοι ανώνυμοι
κι έξω από το θέατρο οι μετανάστες.
Όσοι είναι κάτω από τη σκηνή θα λαχταρούσαν να είναι πάνω και τους τρώει ότι είναι θεατές, χωρίς να τους ικανοποιεί ότι τουλάχιστον βρίσκονται εντός του θεάτρου.
Όσοι είναι πάνω στη σκηνή θα λαχταρούσαν κεντρικότερη θέση, περισσότερα φώτα, περισσότερη αναγνώριση, χωρίς να τους ικανοποιεί ότι βρίσκονται πάνω σε αυτήν.
Όλοι εμείς οι γηγενείς που βρισκόμαστε στο θέατρο (το οποίο μπορεί και να είναι σαλόνι με τηλεόραση) έχουμε σχέση πάθους με την σκηνή, την επωνυμία, την επιτυχία : δικαιούμαστε να είμαστε στο κέντρο της γιατί το αξίζουμε. Όλοι μα όλοι έχουμε ένα ταλέντο που είτε δεν το αναπτύξαμε αρκετά όταν έπρεπε επειδή μάς ανάγκασε η ζωή, είτε γιατί όταν πήγαμε να το αναπτύξουμε μάς 'φάγαν τα κυκλώματα.
Κι αν δεν είμαστε θέσει, δυνάμει θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς στο κέντρο.
Όλοι μα όλοι θα μπορούσαμε να διαπρέψουμε στην τέχνη ή στην επιστήμη ή στις επιχειρήσεις.
Κανείς δεν είναι μέτριος, κανείς δεν είναι λίγος.
Κάποιος που έχει ανέβει στη σκηνή, έστω κι αν είναι σε μια γωνίτσα της, κάποιος που του έχει αναγνωρισθεί «επισήμως» το ταλέντο του, ακόμη κι αν παίρνει 500 ευρώ τον μήνα, οφείλει να σαρακώνεται με το ότι αυτός είναι ακόμη μικρό όνομα, ενώ οι άφωνοι σκυλάδες μεγάλα, οφείλει να σαρακώνεται με το ότι αυτός δεν έχει λεφτά, ενώ αυτοί φτιάχνουν περιουσίες.
Κι όσο τον τρώει το σαράκι του αυτό, ας δανειστεί λεφτά από συγγενείς για χάρη της τέχνης του ή ας κάνει δουλειές - συμβιβασμούς εν ονόματι του αυριανού καλλιτεχνικού του οράματος ή στην χειρότερη ας κάνει με καρδιά βαρύτατη τον κούριερ και το γκαρσόνι.
Αλλά στην οικοδομή;
Το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί έκανε άντρες τους παλιούς Έλληνες.
Το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί κάνει τους μετανάστες.
Πώς τολμάς να συγχέεις τους κόσμους; Τι γυρεύει ένας καλλιτέχνης στα εργοτάξια;
Μήπως δεν είσαι αληθινά ευαίσθητος, μήπως δεν είσαι αληθινός καλλιτέχνης;

Κυριακή, Ιουλίου 01, 2007

Le Fabuleux Destin d' Amélie Kapoutzidi

Στο Βιβλιοδρόμιο των «Νέων» του Σαββάτου, ο Δημήτρης Παπανικολάου, Λέκτορας Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, αναλύει οξυδερκέστατα την κοινή αισθητική γλώσσα της «Αμελί» και του «Παρά Πέντε»:
«Όμως η επιτυχία της σειράς οφείλεται νομίζω και σε κάτι άλλο, μάλλον βαθύτερο. Στην ικανότητά της να διαμεσολαβεί και να επιλύει στο επίπεδο του φαντασιακού τις υπαρκτές φοβίες μας, τις εντάσεις, τα άλυτα προβλήματα και τα απωθημένα της καθημερινότητάς μας. Ως τέτοιο, το Παρά Πέντε μάλλον μοιάζει η ελληνική εκδοχή της Αμελί - η επιτυχία του άλλωστε ήταν ευθέως ανάλογη. Όπως και η γαλλική ταινία, έτσι και η ελληνική σειρά πρότεινε έναν κόσμο όπου η φανταστική αφήγηση, το παραμύθι που βασίζεται σε μια σύγχρονη, ποπ αισθητική, μπορεί να εξισορροπήσει τα πάντα, να συμφιλιώσει, να εξουδετερώσει τις διαφορές που ορίζουν την πραγματικότητά μας».
Έλλαδα - Γαλλία - Ποπ αισθητική συμμαχία.
Όταν μεγαλώσω θα πάω στην Οξφόρδη να διδαχθώ την ποπ αισθητική του Ελύτη.