Κυριακή, Ιουλίου 31, 2011

Το αειφόρο χαμόγελο

Η απόσταση
από το για πάντα αστραφτερό χαμόγελο της Έιμ Γουάιτ Νάου
ως το για πάντα σβησμένο χαμόγελο της της Έιμι Γουάινχάουζ
θυμίζει κάπως την απόσταση ανάμεσα
στην ντροπή που ένιωθε η Πολιτεία για τα αντίσκηνα στο Σύνταγμα
& στην ντροπή που δεν νιώθει για τους άστεγους στις γύρω πλατείες.
Το χαμόγελο της κάθε Έιμ
ήταν η εικόνα που έβλεπε στον καθρέφτη του ο δυτικός κόσμος,
η τελική αναγωγή του,
η εικόνα που εξοβέλιζε όλες τις άλλες,
των δαιμόνων της κάθε Έιμι συμπεριλαμβανομένων.
Ένας κόσμος πλασμένος κατ΄εικόνα και καθ΄ομοίωσιν
μιας αειφόρου διαφημιστικής λάμψης.
Στη διαφήμιση δεν υπάρχει μαυρίλα, οδύνη, φθορά, καταστροφή,
το ίδιο λοιπόν να συμβαίνει και στη ζωή.
Δεν ήταν ένας κόσμος στηριγμένος στην απάτη,
ήταν ένας κόσμος διαρκούς αναστολής της δυσπιστίας,
ένας κόσμος διαρκούς υστερικής παρηγοριάς,
ένας κόσμος που λεφτά υπήρχαν κι άρα όλα ήταν εξαγοράσιμα.
Και για όσους δεν υπήρχαν, ούτε αυτοί υπήρχαν ισότιμα για μας.
Ήταν κάποιοι άλλοι,
κάποιοι είτε αλλόχρωμοι κι αλλόγλωσσοι,
είτε γουεϊνχαουζικά αυτοερειπωμένοι.
Κι έτσι όταν αρχίζει να τρέμει
η βάση του καθρέφτη του δυτικού κόσμου,
όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα για τα οποία καυχιόταν
-το ανθρωπιστικό, το νομικό, το δημοκρατικό, το πνευματικό, το καλλιτεχνικό-
αποδεικνύονται αδύναμα να εμφανίσουν πειστικά την μορφή τους,
αδύναμα να παρεμβληθούν ανάμεσα στα απαστράπτοντα δόντια
και τη λεία του μυαλού όλων εκείνων που τα κοιτάζουν,
που τα κοιτάζουν ακόμη κι αν ξέρουν
πως είναι πια οι ίδιοι που μετατρέπονται στους άλλους.
Όταν γίνουν οριστικά οι άλλοι,
μπορεί να εξεγερθούν κατά της μετατροπής τους,
αλλά όχι κατά του χαμόγελου,
η τάξη του οποίου είναι βαθιά εγκαθιδρυμένη στη συνείδησή τους.

Τετάρτη, Ιουλίου 27, 2011

Δημοσυμβουλή

Υπάρχει που λες το Σύνταγμα που μιλάει στο άρθρο 44 για τα δημοψηφίσματα. Υπάρχει μέχρι τώρα και ένας νόμος του 1976, ο 350/76, που ορίζει τα της διεξαγωγής τους. Τα παλιά εκείνα χρόνια, που οι πολιτικοί μας δεν είχαν αυτή την παθολογική αγάπη για τα δημοψηφίσματα που έχει ο Γιώργος Παπανδρέου, τα δημοψηφίσματα ήταν βάσει και του νόμου -τι άλλο;- δεσμευτικά (Άρθρο 1 παρ. 4: «Η απόφασις επί του τιθεμένου υπό την κρίσιν του Λαού κρισίμου εθνικού θεματος, λαμβάνεται διά της πλειοψηφίας του ημίσεως πλεόν του ενός του συνόλου των εγκύρως ψηφοφορησάντων εκλογέων»).

Τώρα τα πράγματα αλλάζουν (συνταγματικά - αντισυνταγματικά, τί σημασία έχει άραγε;). Πλέον με το σχέδιο νόμου που προωθείται για να αντικαταστήσει την προηγούμενη νομοθετική ρύθμιση η ετυμηγορία του εκλογικού σώματος θα είναι συμβουλευτική για την κυβέρνηση (με εξαίρεση την περίπτωση δημοψηφίσματος για ψηφισμένο νομοσχέδιο, οπότε έχει δεσμευτικό περιεχόμενο, αρκεί να πάρει μέρος στην ψηφοφορία τουλάχιστον το 50% όσων είναι γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους).

Είναι εξαιρετικά τιμητικό για τον λαό ότι καθίσταται έτσι, δια της εκδηλώσεως της βουλήσεώς του, σε έναν ακόμη σύμβουλο του Πρωθυπουργού. Δέκα εκατομμύρια άνθρωποι θα κληθούν στις κάλπες, ώστε αυτό που θα αποφασίσουν να έχει την ισχύ μιας συμβουλής. Θα μπορεί έτσι ο λαός να σταθεί επάξια δίπλα στον Κέβιν Φέδερστοουν, στον Λέιφ Παγκρότσκι και -ακόμη τιμητικότερα- στο Νίκο, τον Αντρίκο και την Μητέρα Παπανδρέου.

Έχουμε έναν Μονάρχη που δεν θα διστάσει να δώσει το λόγο στον λαό, έναν Μονάρχη που δεν θα φεισθεί εξόδων και νταβαντουριού για να ακούσει και τη δική σου πολύτιμη γνώμη, ελληνικέ λαέ.

ΤΟ ΕΧΕΤΕ ΧΑΣΕΙ ΤΕΛΕΙΩΣ.

ΕΝΤΕΛΩΣ ΤΕΛΕΙΩΣ.

Τρίτη, Ιουλίου 26, 2011

Φίλις & Κόνι, Τάνο & Ρίβερ.

Στο αμέσως προηγούμενο ποστ έβαλα μια -εντελώς άσχετη με το κείμενο- φωτογραφία, που είχα μόλις δει και μου άρεσε πολύ. Η Φίλις Σίγκελ, ετών 76, φιλάει στο μάγουλο την Κόνι Κόπελοφ, ετών 84, αμέσως μετά την τέλεση του γάμου τους στη Νέα Υόρκη. Η Φίλις με την Κόνι είναι ζευγάρι επί 23 χρόνια. Να περίμεναν μια ζωή μια τέτοια στιγμή ή να τους φαινόταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας πριν πέντε - έξι δεκαετίες ότι μια γυναίκα θα μπορεί κάποτε να παντρευτεί μια άλλη γυναίκα;
Κάπου κοντά τους ηλικιακά, μάλλον λίγο μικρότερος, είναι ο Τάνο Πασμαν που έχει γίνει μεγάλο χιτ στο ίντερνετ, από τη στιγμή που η οικογένειά του ανέβασε στο you tube τις αντιδράσεις του σε ένα ματς μπαράζ της Ρίβερ Πλέιτ. Να φοβόταν μια ζωή μια τέτοια στιγμή ή να του φαινόταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας ότι μια μέρα η Ρίβερ θα έπεφτε στη Β' Εθνική; Έπεσε όμως, για πρώτη φορά στα 110 χρόνια της ιστορίας της.
Και όσο κι αν βλέπω το βίντεο και το βρίσκω κι εγώ απολαυστικό, σκέφτομαι πάντως ότι υπάρχει ένα υπόγειο νήμα που ενώνει τις δύο γριές γυναίκες που φιλιούνται, με τον γέρο άντρα που χτυπιέται μπροστά στην τηλεόρασή του: ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα - ένας εφιάλτης που γίνεται πραγματικότητα / μια βεβαιότητα που τόσο αργά στη ζωή τους αλλάζει / η δικαίωση - η ντροπή / η αντίδραση μπροστά σε -διαφορετικού διαμετρήματος, σύμφωνοι- ιστορικές στιγμές.
Από την άλλη, πέρα από τα χαρτιά και τις θεσμικές αναγνωρίσεις, η πρώτη ύλη κάθε σχέσης είναι τα συναισθήματα, οπότε αν η Φίλις αγαπούσε και πριν την Κόνι και η Κόνι αγαπούσε και πριν τη Φίλις, η ζωή τους θα αλλάξει μεν προς το καλύτερο, αλλά ταυτόχρονα το καλύτερο το είχαν ήδη κατακτήσει. Και πέρα από τα χαρτιά και τις θεσμικές κατατάξεις, η πρώτη ύλη κάθε σχέσης είναι τα συναισθήματα, οπότε αν ο Τάνο Πασμαν αρρώσταινε με την Ρίβερ στην Α΄Εθνική, θα αρρωσταίνει μαζί της και στην Β'.
Η αγάπη ούτε από ένα κομμάτι χαρτί προκύπτει, ούτε μπορεί στα αλήθεια να υποβιβαστεί. Το τελευταίο το 'χει πει κι ο Απόστολος Παύλος, κι ας μην υπήρχε ακόμα ποδόσφαιρο.

Δευτέρα, Ιουλίου 25, 2011

Στη δευτερογενή αγορά των λέξεων

Όταν ξέσπασε η κρίση, στη σκηνή πρωταγωνιστούσαν τα παιχνίδια με τους αριθμούς, τα μαγειρεμένα νούμερα των greek statistics. Τον τελευταίο καιρό τη θέση τους κατέλαβαν οι μαγειρεμένες έννοιες, τα παιχνίδια με τις λέξεις σαν το selective default. Πέρυσι η περιγραφή της πραγματικότητας είχε ξεφύγει από τη δικαιοδοσία των λέξεων και είχε περιέλθει στη δικαιοδοσία των αριθμών. Ένα κι ένα κάνουν δύο, τόσα έσοδα τόσα έξοδα, δεν σε δανείζουν πια, καληνύχτα σου. Και καληνύχτα λέξεις και θεωρίες. Ό,τι κι αν μας λέγατε επί δεκαετίες, ό,τι ιδεολογίες κι αν είχατε αναπτύξει, η πραγματικότητα δεν έχει να κάνει με το τι λέτε εσείς, αλλά με το τι λένε οι αριθμοί.

Κι έτσι η κυβέρνηση δεν είχε να επιλέξει πλέον ανάμεσα σε λύσεις που είχαν υπέρ και κατά για την κοινωνία, είχε να επιλέξει ανάμεσα στη σωτηρία και την καταστροφή της πατρίδας. Έτσι μας έλεγε τουλάχιστον. Σε όλους τους τόνους και με τη μέγιστη δυνατή δραματικότητα. Ενάμιση χρόνο τώρα ό,τι απόφαση παίρνει, την παίρνει για να αποφύγει τον Αρμαγεδδώνα. Ωστόσο, σε κάθε επανάληψη της φράσης περί πατρίδας που σώθηκε, αντιστοιχούσαν μερικές δεκάδες μαγαζιά που έκλειναν, μερικές εκατοντάδες θέσεις εργασίας που χάνονταν, μερικές χιλιάδες συμπολίτες μας που έβλεπαν ότι αυτό που τους συνέβαινε μόνο σωτηρία δεν συνιστούσε. Δεν συγκρίνω αυτό που συνέβη με αυτό που θα μπορούσε να συμβεί. Δεν εξετάζω αν οι εναλλακτικές θα είχαν χειρότερες ή καλύτερες συνέπειες. Γιατί είναι ακριβώς αυτή η σύγκριση που ουδέποτε τέθηκε ενώπιόν μας ως τέτοιας φύσης δίλημμα. Συγκρίνω αυτό που συνέβη με τον τρόπο που προπαγανδίστηκε: Σωτηρία εναντίον Αρμαγεδδώνα· δίλημμα μη πολιτικό, δίλημμα πέραν από τη στάθμιση σχετικών πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων, δίλημμα αυτονόητης απάντησης, τελικά μη δίλημμα.
Στην πρωτογενή αγορά των εννοιών, όταν μια λέξη πρωτοβγαίνει για χρήση, η σημασία της βρίσκεται στο 100%. Διατηρείται εκεί όσο η πραγματικότητα που περιγράφει μας εξυπηρετεί. Οταν παύει να μας εξυπηρετεί, μια λύση είναι να μην παραδεχθούμε τη νέα πραγματικότητα, αλλά να μεταχειριστούμε με μεγαλύτερη ελευθερία τη λέξη. Δυνατότητες υπάρχουν πολλές. Μπορούμε να τη διαπραγματευτούμε στη δευτερογενή αγορά νοημάτων, να αναδιαρθρώσουμε το νόημά της κουρεύοντάς το κατά 30% ή κατά 60%, να το επιμηκύνουμε ανταλλάσσοντας τη λέξη με ομόλογή της, μεταγενέστερης λήξης. Και αν τίποτα από αυτά δεν αρκεί, μπορούμε να βγούμε εντελώς από την επικράτεια της γλώσσας, προτιμώντας τον αγγλικό όρο του ελληνικού.
Έτσι, στη μια πλευρά του διλήμματος, η λέξη «σωτηρία», έχοντας ζωή όσο η εκταμίευση της κάθε δόσης (οπότε και η διασωσμένη χώρα έπρεπε να ξανασωθεί), ανταλλασσόταν κάθε φορά με νεότερη σωτηρία. Επίσης, ακόμη και αν υποτεθεί πως όντως χάρη σε αυτήν αποφεύγαμε μια πιο βίαιη κατάρρευση, κουρεύονταν από την έννοια της σωτηρίας όσοι πολίτες με τις εφαρμοζόμενες πολιτικές αντί να σωθούν καταστρέφονταν. Στην άλλη πλευρά του διλήμματος, πληροφορούμαστε τώρα πως μερικές μορφές χρεοκοπίας δεν συνιστούν στ' αλήθεια χρεοκοπία. «Κάποιοι παίζουν με τις λέξεις, συγχέοντας σκόπιμα την ορολογία των οίκων αξιολόγησης με καταστάσεις επώδυνες για την πραγματική οικονομία», θα πει ο πρωθυπουργός, λες και τόσον καιρό δεν ήταν οι αγορές εκείνες που μας εξόρισαν και εκείνες που, με το βάναυσο για την πραγματική οικονομία πρόγραμμα, θελήσαμε να πείσουμε πως αξίζουμε να μας εμπιστευτούν και να μας αξιολογήσουν ξανά θετικά. Όπως κι αν μεταφράζεται στα ελληνικά το selective default, ακόμα κι αναγκαστικά να πτωχεύσουμε μελλοντικά, το «δυστυχώς» του Τρικούπη θα μεταφραστεί σε «ευτυχώς».

(Καθημερινή, 24.7.11)

Κυριακή, Ιουλίου 24, 2011


Ένας 32χρονος Νορβηγός και μια 27χρονη Αγγλίδα. Έχουν ξανασκοτώσει όπως αυτός, έχουν ξαναπεθάνει όπως εκείνη. Μπορεί να μην εκπλησσόμαστε και τόσο, ωστόσο σοκαριζόμαστε. Τόσο κι άλλο τόσο.

Ο πρώτος που μπουκάρει κάπου και αρχίζει να εκτελεί εν ψυχρώ όποιον βρει μπροστά του, δεν σκοτώνει μόνο τα θύματά του, αλλά και τα θύματα όλων εκείνων που θα αντιγράψουν τα επόμενα χρόνια την ιδέα του. Άπαξ και ένας άνθρωπος κάνει κάτι που ως τότε «δεν χωρούσε ο νους», ο νους αρχίζει να το χωράει. Και δη ο νους των ψυχάκηδων που είναι εξαιρετικά ευρύχωρος. Από την στιγμή που ένας άνθρωπος κάνει κάτι αδιανόητο, αποδεικνύει ότι δυνάμει όλοι μας θα μπορούσαμε να το κάνουμε. Κάθε διαπραττόμενη από άνθρωπο κτηνωδία, σε ένα απειροελάχιστο βαθμό μας καθρεφτίζει και μας αντιπροσωπεύει. Την διέπραξε ένας από εμάς, όχι ένας εξωγήινος, ένας βρικόλακας, μια αντιλόπη, ο Θεός.

Είμαι σε τραπέζι γάμου όταν μαθαίνω για την Έιμι. Έχω πιει κρασί και προσποιούμαι στον εαυτό μου ότι έχω πιει αρκετό. Μαλακίες. Αρκούσαν μερικοί εμετοί της νιότης για να με κάνουν να ξενερώσω μια για πάντα με το χοντρό μεθύσι και να πίνω έκτοτε το πολύ μέχρι το όριο. Δεν υπαινίσσομαι κρυφό δέος για την Έιμι που τα ξέσκισε όλα τα όριά της. Όσο γοητευτική κι αν μοιάζει συχνά η αυτοκαταστροφή, μια παπαριά και μισή είναι και αυτή. Και εύκολη τελικά. Κλείνεις τα μάτια και μετά βαθύτερα και μετά βαθύτερα και αντέχεις ολοένα και λιγότερο να τα έχεις ανοιχτά και τα λοιπά και τα λοιπά.

Δίπλα μου δυο άνθρωποι μη αυτοκαστροφικοί παντρεύονται. Είναι χαρούμενοι, ελπίζουν και ξέρουν, ξέρουν και ελπίζουν. Στη Νορβηγία καμιά εκατοστή σαν αυτούς ούτε ξέρουν ούτε ελπίζουν πια. Στην Αγγλία η Έιμι ούτε πονάει ούτε κρύβεται πια.

Η κατάφαση της ζωής δίπλα μου, η καταστροφή της ζωής μακριά μου αλλά και μέσα μου, η καταστροφή της ζωής της μακριά μου αλλά και μέσα μου. Γιατί, ρε Έιμι; Γιατί, ρε γαμιόλη;

Ο νους μπορεί να χωράει τις ανθρώπινες πράξεις, αλλά το αμετάκλητο του θανάτου δεν ξέρω αν το χωράει ποτέ στα αλήθεια. Πολύ ξένο πράγμα. Ας πεθαίναμε. Αλλά όχι έτσι. Όχι τόσο απόλυτα.

Μέτριο γράψιμο. Μέτριο μεθύσι. Μέτριες σκέψεις. Μέτριος πόνος. Μέτρια χαρά; Μέτρια χαρά ακόμα και για τους δυο ανθρώπους δίπλα μου; Μήπως γενικότερα η χαρά της ζωής δεν είναι το φόρτε μου εξ ου και η συχνή μιζερολαγνεία; (Ναι).

Λίγα ποτήρια ακόμα και οι γραμμές αυτές δεν θα είχαν γραφτεί ποτέ.

Να ζήσετε, παιδιά. Ακόμα κι αν είναι μέτρια η χαρά μου, δεν έχει να κάνει με σας, αλλά με μένα και μόνο. Το μέτριο είναι το όριό μου. Με το απόλυτο αποφεύγω να μεθώ. Αλλά εσείς μεθύστε.

Παρασκευή, Ιουλίου 22, 2011

Seductive Default

Live your default in Greece.

Βαφτίστε την όπως θέλετε, αγορές· και χρεοκοπία να την πείτε, πρόκειται για μια χρεοκοπία όνειρο, μια χρεοκοπία να την πιεις στο ποτήρι, μια χρεοκοπία θριαμβευτική, μια χρεοκοπία που δεν θα είχε καταστεί δυνατή δίχως τις άοκνες προσπάθειες της κυβέρνησης και τις σοφές οικονομικές κατευθύνσεις που χάραξε η τρόικα πέρσι, επικαιροποιώντας τες και ελέγχοντάς τες άλλωστε διαρκώς, μην τυχόν και ξεφύγει το πράγμα.
Και το πράγμα δεν ξέφυγε. Η καταστροφή απεφεύχθη: χρεοκοπήσαμε.
Η σωτηρία μας από την περσινή σωτηρία ανεβάζει ακόμα περισσότερο τον πήχυ. Τι θα απαιτηθεί για να σωθούμε από την αποψινή σωτηρία; Ποιό θα είναι το επόμενο άλμα; Η ανάκτηση του εθνικού μας νομίσματος; Και μετά; Τι θα απομείνει να χαρούμε; Για τι θα απομείνει να θριαμβολογήσουμε; Για την επιστροφή στην ανταλλακτική οικονομία; Για την ξεανακάλυψη του τροχού; Για τον Ξεπρομηθέα Δεσμώτη; Για το Βang Big;

Πέμπτη, Ιουλίου 21, 2011

Ερωτευμένος θα πει αυτάρκης

Αυτοκίνητα που ξαφνικά ο οδηγός τους τα ρίχνει με τέρμα το γκάζι πάνω στον τοίχο. Φλέβες που ξαφνικά ο κάτοχός τους τις κόβει και το αίμα τους πετάγεται σε πίδακες. Μπουκάλια που ξαφνικά εκσφενδονίζονται προς τον άλλο από οργή. Ποτήρια που ξαφνικά θρυμματίζονται από ευτυχία. Οι εκρήξεις καραδοκούν και σε κάθε απροσδόκητη εμφάνισή τους κάνουν εμφατικά το κομμάτι τους στο «Μαζί Ποτέ». Δίνουν τον τόνο σε μια ταινία που ο αυθεντικός της άλλωστε γερμανικός της τίτλος είναι «Στον τοίχο» και ο αγγλικός «Κατά μέτωπο». Η εκρηκτική ταινία του Φατίχ Ακίν που επαναπροβάλλεται, είναι πλημμυρισμένη από πιθανά κι απίθανα τραγούδια και όπως ακριβώς συνέβη και με το «Soul Kitchen», το σάουντρακ είναι μια από τις βασικές κινητήριες δυνάμεις της.

---

Ο Τσάιτ είναι ένας σαραντάρης τουρκογερμανός, που δουλειά του είναι να μαζεύει τα πεταμένα μπουκάλια σε ροκ σκηνή του Αμβούργου. Το σπίτι του είναι ο ορισμός της λέρας, μια τρύπα που έχει περισσότερα πεταμένα μπουκάλια κι από ροκ σκηνή. Ο Τσάιτ έχει τα θέματά του και κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Στο ψυχιατρείο μια νεαρή, εμφανίσιμη κοπέλα, που βρίσκεται εκεί για τον ίδιο λόγο, όταν ακούει το όνομά του, τον πλευρίζει. «Είσαι Τούρκος;». «Ναι». «Παντρέψου με». Τον Τσάιτ δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα η τουρκική πλευρά της ταυτότητάς του. Τη Σιμπέλ όμως, όχι μόνο την απασχολεί, αλλά τη πνίγει η ταυτότητά της. Δεν θέλει να ζει σαν Τουρκάλα αλλά σαν Γερμανίδα. Θέλει να ζήσει έντονα, να γλεντήσει τα νιάτα της, να κάνει σεξ με διάφορους άντρες. Αν εμφανίσει έναν Τούρκο προς παντρειά, η οικογένειά της θα συναινέσει. Και η Σιμπέλ θα είναι ελεύθερη να κάνει τη ζωή που θέλει. Ο Τσάιτ δεν πείθεται αμέσως, αλλά η Σιμπέλ έχει το δικό της ακραίο τρόπο να γίνεται πειστική. Την ώρα που παντρεύονται θα μάθει ότι είναι χήρος. Φτάνοντας στο αχούρι του για την πρώτη νύχτα του λευκού τους γάμου θα τον ρωτήσει πώς έλεγαν τη γυναίκα του. Θα εκραγεί και θα την πετάξει έξω. Μόλις η Σιμπέλ φεύγει ο Τσάιτ θα ψιθυρίσει «Καταρίνα».

---

Αλλά όπως ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα δεν ήταν η ιστορία του Ρωμαίου και της Ροζαλίνας (με την οποία ήταν ερωτοχτυπημένος πριν γνωρίσει την Ιουλιέτα), έτσι κι αυτή δεν είναι η ιστορία του Τσάιτ και της Καταρίνα. Γιατί σιγά σιγά ο Τσάιτ θα ερωτευτεί και τη δεύτερη γυναίκα του. Ο έρωτας του για την Σιμπέλ θα τον αναστήσει και θα τον κάνει να συνέλθει από τον πόνο για την απώλεια της πρώτης του γυναίκας και τη γενική του εγκατάλειψη. Ό,τι κι αν του τύχει στη συνέχεια, όσο δυσάρεστα και αν εξελιχθούν τα πράγματα, έχει λόγο να ζει, έχει όραμα να προσδοκά. Το «Μαζί Ποτέ» δεν είναι μια ιστορία για την καταστροφική, αλλά για την ιαματική δύναμη του έρωτα. Από εντελώς παραιτημένος ο Τσάιτ μετατρέπεται σε εντελώς αποφασισμένο.

---

Όταν ο Τσάιτ φωνάξει «Είμαι ερωτευμένος, με έχει μαγέψει», βρισκόμαστε σε ένα σημείο της ταινίας, που ακριβώς επειδή ο έρωτας του ήταν βραδυφλεγής, μπορούμε να έρθουμε στη θέση του και να καταλάβουμε πως νιώθει. Καταλαβαίνουμε ότι μόλις τη στιγμή που φωνάζει τις λέξεις το συνειδητοποιεί και ο ίδιος. Όλα στο μυαλό του παύουν πια να είναι θολά και γίνονται διαυγέστατα. Αντιλαμβάνεται ότι έχει γίνει το κλικ και ότι αυτό που νιώθει για τη Σιμπέλ δεν είναι ούτε αυτό που ένιωθε αρχικά, ούτε καν αυτό που ένιωθε στην πορεία. Μέσα του η εικόνα της έχει μετατοπιστεί οριστικά. Περνά στο επόμενο στάδιο, στο στάδιο του ερωτευμένου, που είναι παραδόξως ένα στάδιο αυτάρκειας, καθώς η έκπτωση από αυτό δεν εξαρτάται κυριαρχικά από το αντικείμενο του έρωτά μας. Έτσι, όταν αμέσως μετά αρχίζει να χορεύει μόνος μέσα στη συναυλία, ματωμένος και διονυσιασμένος, ταιριαστά χορεύει. Δικός του είναι ο έρωτας, εκείνον θα γεμίζει εφεξής η σκέψη της, δικός του κι ο χορός.

---

Παγιδευμένη ανάμεσα στις κουλτούρες η Σιμπέλ ξεχνά ότι η πληθώρα ερωτικών συντρόφων είναι ένα ζήτημα που ανεξάρτητα από τις επιταγές και τα ταμπού της κάθε κοινωνίας, μπορεί να προκαλέσει από μόνο του επιπλοκές. Η ζήλεια κι η ανάγκη για αποκλειστικότητα ή έστω για προτίμηση, είναι πολύ πιθανό να εμφιλοχωρήσουν, όσο ξεκάθαρες κι αν είναι οι εκ των προτέρων εξηγήσεις, αφού ο διαχωρισμός σεξουαλικής επιθυμίας και ερωτικών συναισθημάτων δεν είναι πάντα το πιο ξεκάθαρο πεδίο.

---

Όταν ρωτούν τον Τσάιτ γιατί δεν μιλά καλά τα τούρκικα, εκείνος θα απαντήσει «Τα έχω πετάξει». Έτσι και η Σιμπέλ θέλει να πετάξει από πάνω της ό,τι την βάραινε στην ταυτότητά της. Αλλά την καταγωγή σου όπως και τη γλώσσα σου δεν είναι σίγουρο ότι μπορείς να τα ξεφορτωθείς. Ο Ακίν άλλοτε βάζει τις δυο πλευρές της ταυτότητας να συγκρούονται κατά μέτωπο κι άλλοτε να συμφιλιώνονται. Σε μια απολαυστική κατά μέτωπο σκηνή ο Τσάιτ είναι με τον αδελφό της Σιμπέλ και δυο φίλους του, τουρκογερμανούς επίσης. Μπροστά στον αδελφό -που σε όλη την ταινία κόπτεται για την τιμή της αδελφής του και της οικογένειάς του- προτείνουν να πάνε όλοι μαζί σε μπουρδέλο. Ο Τσάιτ τους κοιτά παράξενα. «Γιατί δεν γαμάτε τις γυναίκες σας;». Ξεσπάει καυγάς και ο ένας πάει να του χυμήξει: «Πώς τολμάς να μιλάς έτσι για τις γυναίκες μας;». Μετωπική.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Ιουλίου 19, 2011

Νε με κίτε πα


Εκείνο που δυσκολεύομαι να χωνέψω είναι η έκφραση του προσώπου του. Φαίνεται να εννοεί κάθε λέξη. Να εννοεί το τραγούδι και να μην το ερμηνεύει. Ερμηνεύοντας το, να το εννοεί. Και γιατί να μην το εννοεί; Δικό του δεν είναι; Ναι, αλλά τότε με ποιόν τρόπο το εννοεί; Απευθύνεται σε εκείνη για την οποία το έγραψε; Ή όχι πια; Κι αν όχι πια, τότε πώς μοιάζει αληθινό; Επειδή είναι ικανός ερμηνευτής; Σαν ηθοποιός που έχει μπει στο πετσί ενός ρόλου; Ναι, αλλά οι ηθοποιοί υποδύονται άλλους. Εδώ, αν ο Μπρελ υποδύεται, υποδύεται έναν παρελθόντα εαυτό του. Ένα συναίσθημα που του πέρασε. Μην με εγκαταλείπεις. Θα σου φτιάξω λέξεις χωρίς νόημα, που εσύ θα καταλάβεις. Θα σου δώσω πέρλες βροχής από χώρες που δεν βρέχει ποτέ. Μην με εγκαταλείπεις. Δεν θα κλάψω ξανά, δεν θα μιλήσω ξανά, θα κρυφτώ εκεί να σε βλέπω, να σε ακούω, άσε με να γίνω η σκιά της σκιάς σου, η σκιά του χεριού σου, η σκιά του σκυλιού σου. Μην με εγκαταλείπεις. Μα αν του έχει περάσει πού την βρίσκει τόση αλήθεια στο βλέμμα του; Ίσως την βρίσκει εκεί που βρίσκεται η αληθινότερη αλήθεια, η αλήθεια που δεν εξαρτάται από τη διάρκεια των συναισθημάτων, που δεν εξαρτάται καν από την αλήθεια της αρχικής στιγμής, του αρχικού συναισθήματος. Ίσως την βρίσκει απεξαρτημένη πια από συγκεκριμένο πρόσωπο κι από την ανάγκη συγκεκριμένης ειλικρίνειας απέναντί του. Ίσως η αληθινότερη αλήθεια, η αλήθεια που γίνεται τραγούδι, είναι πάντοτε αφηρημένη, τόσο αφηρημένη ώστε να μπορεί να την συγκεκριμενοποιεί ο καθένας που το ακούει, ο καθένας που βλέπει τον Ζακ Μπρελ να το τραγουδά. Ίσως η αληθινότερη αλήθεια, η αλήθεια που περιέχει μέσα της τόση δύναμη και ομορφιά ώστε να γίνει κοινό κτήμα, να εμπεριέχει πάντα ένα ποσοστό ψέμματος ως προς τον αρχικό αποδέκτή της, αφού θα μπορούσε πιθανότατα να μην είχε πρωτοτραγουδήσει αυτά τα λόγια σε εκείνη, αλλά δεν θα μπορούσε να τα είχε συνθέσει παρά μόνο εκείνος.

Δευτέρα, Ιουλίου 18, 2011

Selective Delphi


Το «Αrt» συναντά τη «Δυνατότητα ενός νησιού», γιατί πράγματι, όπως αν βάλεις μπροστά στο "Default" το "Selective", παύει να είναι Default και μετατρέπεται σε πρόσκαιρη αλλαγή ραγών, έτσι και στο Delphi αν βάλεις μπροστά το Selective, οι Δελφοί μετατρέπονται σε Επιλεκτικούς Δελφούς: είσαι πλέον εσύ ο κλειδούχος που τους παίρνει από τις ράγες στις οποίες τους τοποθέτησε ο ζωγράφος και τους βάζεις στις ράγες της δικής σου πρόσληψης, ανιχνεύοντας στη γραμμή που σκίζει το μπλε του πίνακα όχι πια Δελφούς, αλλά τη δυνατότητα ενός νησιού. Η διασταύρωση του βλέμματος του δημιουργού με το βλέμμα του απλού δέκτη του έργου τέχνης είναι μια στιγμή μαγική, μια στιγμή συνδιαμόρφωσης του έργου. Υπάρχουν τόσα έργα όσοι και οι θεατές τους ή μάλλον τόσα όσες και οι φορές που θα τα δούμε. Κάθε φορά και μια καινούρια διασταύρωση, κάθε φορά και μια καινούρια συνδημιουργία.

Αντίστοιχα ισχύουν και για την τέχνη της πολιτικής. Σε περιόδους έκτακτων συνθηκών οι λεπτές κόκκινες γραμμές που βρίσκονται στην καρδιά του πολιτικού κάδρου δεν μπορούν να οριοθετούνται εκ των προτέρων και περιοριστικά ως Default, Delphi ή οτιδήποτε άλλο συγκεκριμένο, απτό και ελέγξιμο. Mόνη κόκκινη γραμμή είναι το συμφέρον της χώρας και των πολιτών, ό,τι δηλαδή ο ίδιος ο πρωθυπουργός κρίνει με το δικό του προσωπικό αισθητήριο ως τέτοιο, αφού δουλειά του αυτή είναι, όχι να κινείται βάσει προγράμματος, αρχών και ιδεολογίας, αλλά να ερμηνεύει συνεχώς αυθεντικά και ανέλεγκτα ποιό του φαίνεται πως είναι το συμφέρον της χώρας και των πολιτών. Χθες κοιτάζοντας μέσα στο κάδρο μπορεί η κόκκινη γραμμή να ήταν η μη αναδιάρθρωση του χρέους, σήμερα μπορεί να είναι η αναδιάρθρωση, αύριο η επιστροφή στη δραχμή, μεθαύριο η πώληση των Δελφών στη τιμή μικρού νησιού, αντιμεθαύριο κάτι άλλο.

Σε περιόδους δηλαδή εκτάκτων συνθηκών ο εντός του πολιτικού κάδρου πίνακας είναι αφηρημένη τέχνη και ο κάθε πολιτικός ηγέτης τον ερμηνεύει με γνώμονα την ελευθερία του βλέμματός του και μόνο. Δεν μπορείς να του καταλογίσεις ασυνέπεια ή εσφαλμένη ανάγνωση. Ό,τι βλέπει ως κόκκινη γραμμή είναι κόκκινη γραμμή.

Πέμπτη, Ιουλίου 14, 2011

50 ways to leave your language

Ακούω στις ειδήσεις ότι στην κυβέρνηση συσκέπτονται με θέμα την «αποφόρτιση» όρων όπως επιλεκτική χρεοκοπία και εμπράγματες εγγυήσεις. Το βρίσκω ποιητικό. Έχουμε φτάσει στο σημείο που εξαντλήσαμε τα ευφημιστικά όρια της γλώσσας και μόνη διέξοδος είναι η απευθείας σύγκρουση μαζί της. Αν πια η γλώσσα τσινάει και δεν αντέχει άλλο τέντωμα, αν πια η γλώσσα δεν είναι σύμμαχός μας στην προσπάθεια διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, τόσο το χειρότερο για τη γλώσσα. Yπάρχει η δυνατότητα αποφόρτισής της. Yπάρχει πάντα και η επιλογή οριστικής φυγής από την επικράτειά της. Υπάρχει η προτίμηση στον αγγλικό όρο. Υπάρχει τέλος κι η μετάφραση της Google, που ανοίγει καινούριους κόσμους επικοινωνίας και επαφής των κυβερνώντων με τους πολίτες:

seçmə default (αζέρικα), default selektive (αλβανικά), انتقائية الافتراضي (αραβικά), ընտրովի default (αρμένικα), selektiewe standaard (αφρικάανς), gaikako lehenetsi (βάσκικα), lựa chọn mặc định (βιετναμέζικα), селективен подразбиране (βουλγάρικα), estándar selectivo (γαλικιακά), défaut sélectif (γαλλικά), selective default (γερμανικά), შერჩევითი default (γεωργιανά), סעלעקטיוו פעליקייַט (γίντις), પસંદગીયુક્ત મૂળભૂત (γκουτζαρατικά), סלקטיבית מחדל (εβραϊκά), selektiivne default (εσθονικά), selektif standar (ινδονησιακά), réamhshocraithe roghnaíoch (ιρλανδικά), default selectivo (ισπανικά), ಆಯ್ದ ಡೀಫಾಲ್ಟ್ (κανάντα), default selectiu (καταλανικά), selektivno zadani (κροάτικα), selektīva maksātnespēja (λετονικά), выбарачны дэфолт (λευκορωσικά), atrankinis įsipareigojimų nevykdymas (λιθουανικά), lalai terpilih (μαλέι), selettiv nuqqas (μαλτέζικα), diofyn dethol (ουαλικά), вибірковий дефолт (ουκρανικά), منتخب پہلے سے طے شدہ (ουρντού), به طور پیش فرض انتخابی (περσικά), selektywnie nie wywiązuje się (πολωνικά), padrão seletivo (πορτογαλικά), выборочный дефолт (ρωσικά), селективно подразумевано (σέρβικα), селективен стандардно (σλαβομακεδονικά), nekatere obveznosti (σλοβένικα), kuchagua default (σουαχίλι), เริ่มต้นการเลือก (ταϊλανδέζικα), தேர்ந்தெடுக்கப்பட்ட முன்னிருப்பு (ταμίλ), ఎంపిక డిఫాల్ట్ (τελούγκου), seçici varsayılan (τούρκικα), pumipili default (φιλιπινέζικα), चयनात्मक डिफ़ॉल्ट (χίντι).

Τετάρτη, Ιουλίου 13, 2011

Εκτός έδρας

Κωμωδία με θέμα τη νύφη και τις κολλητές της που ξεκινάνε για γυναικείο μπάτσελορ στο Λας Βέγκας; Υποπτεύεσαι αμέσως ό,τι πιο ανέμπνευστο, ό,τι πιο αντιγραφή και ό,τι πιο αρπαχτή, αλλά δεν έχουμε να κάνουμε με τίποτα από αυτά, δεν έχουμε να κάνουμε με το «Hangover αλά Θηλυκά». Αντίθετα, οι «Φιλενάδες» είναι πολύ διασκεδαστικότερες, τολμηρότερες και γενικά πολύ καλύτερες από το τρελά υπερτιμημένο «Ηangover». Η Μάγια Ρούντολφ παντρεύεται κι αναθέτει στην παιδική της φίλη Κρίστεν Γουίγκ την διοργάνωση των σχετικών προγαμιαίων τελετουργικών. Μόνο που η Γουίγκ βρίσκεται σε εντελώς χάλια φάση της ζωής της, με αποτέλεσμα οι βδομάδες πριν τον γάμο να μετατραπούν σε υλικό για κωμωδία. Οι κωμωδίες και οι ρομαντικές κομεντί δεν κινδυνεύουν από spoiler. To τέλος τους, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι το αναμενόμενο. Οπότε τι απομένει να καταστρέψεις σχολιάζοντας; Τα καλά τους αστεία ίσως; Ναι, αλλά κι αυτά συνήθως αποκαλύπτονται στο τρέιλερ. Μισή ντροπή δική μου λοιπόν - μισή των συμβάσεων του είδους, αφού στη συνέχεια θα μιλήσω τόσο για το τέλος όσο και για την πιο αστεία σκηνή της ταινίας. Αν θες να την δεις ακατάστρεπτη, σταμάτα να διαβάζεις.
Συνεχίζεις; Πρόβλημα σου. Χάπι εντ. Κι όμως χάπι έντ. Στο τέλος η Ρούντολφ θα παντρευτεί κανονικά και η Γουίγκ θα τα βρει με τον σωστό άντρα. Ωστόσο ενώ η ταινία μένει τελικά πιστή στις συμβάσεις του είδους, ταυτόχρονα τις υπονομεύει κιόλας σε ένα βαθμό, γειώνοντάς τες και φέρνοντάς τες κοντύτερα στην πραγματικότητα. Τις υπονομεύει όχι τόσο όταν μας δείχνει πράγματα που δεν περιμένουμε να δούμε (όταν συμβαίνει αυτό έχουμε σκηνές που βγάζουν γέλιο), όσο μην δείχνοντας μας πράγματα που κανονικά θα περιμέναμε να δούμε (μην δείχνοντας μας εξισορροπητικά γλυκανάλατα ψευτίσματα). Συγκεκριμένα:
Μολονότι εντελώς γυναικεία ταινία (το σενάριο είναι της Γουίγκ και μιας ακόμη γυναίκας, της Αννι Μαμολο) και ταινία για γάμους, το ρομάντζο βγαίνει από την μέση. Ο πατροπαράδοτος ρομαντισμός σχεδόν απουσιάζει. Η Ρούντολφ στην αρχή της ταινίας, όταν ο φίλος της δεν της έχει κάνει ακόμα την πρόταση γάμου, μιλά για αυτόν απαξιωτικά, σαν να της είναι αδιάφορος. Η ταινία μας απαλλάσσει από τη συνήθη γλυκερή σκηνή προς το τέλος, όπου θα μας πει πόσο σημαίνει τα πάντα για εκείνη και πόσο τρυφεροπίτσουνος είναι. Τα συναισθήματά της για εκείνον είναι σε όλη τη διάρκεια της ταινίας σε δεύτερη μοίρα έως εκτός θέματος, ακόμα κι όταν τρώει την κλασική φρίκη της παραμονής του γάμου. Η Γουίγκ πάλι προτιμά τον άντρα που της φέρεται σαν μια γυναίκα με την οποία κάνουν σεξ και μόνο. Ακόμα και στο σεξ σκέφτεται μόνο την πάρτη του και δεν την ικανοποιεί καν σεξουαλικά, όμως εκείνη τον θέλει. Κλείνει τα μάτια στα σαφή μηνύματά του ότι δεν σημαίνει κάτι για εκείνον, ελπίζοντας κι επιμένοντας. Θα επιλέξει τελικά κάποιον άλλον που ενδιαφέρεται για εκείνη και της φέρεται όμορφα. Μερικές από τις σκηνές που έχουν προηγηθεί στη διάρκεια της ταινίας μεταξύ τους είναι αληθινά γλυκές, δεν γίνεται όμως ποτέ το κλικ στη σκηνή του μεγάλου ρομαντισμού και του ακέραιου έρωτα. Φεύγοντας στο τέλος μαζί του, δεν φεύγει με τον μεγάλο έρωτά της, ούτε με κάποιον που είχε ερωτευθεί αλλά άργησε να το συνειδητοποιήσει, φεύγει με κάποιον που την κέρδισε με το ενδιαφέρον του. Κάνει μια πολύ υγιή και πολύ γαμάτη επιλογή, είμαστε 100% μαζί της γιατί το παλικάρι όντως σκλαβώνει, δεν έχουμε όμως να κάνουμε με μια νίκη του έρωτα, του έρωτα όπως έχουμε συνηθίσει να τον βλέπουμε στις ταινίες. Έχουμε να κάνουμε με πολύ πιο απομυθοποιημένα πράγματα, πολύ περισσότερο κοντά στη γη παρά στα σύννεφα.
Αντίστοιχα και στο πεδίο της οικογένειας και των παιδιών. Μια από τις φίλες έχει τρία αγόρια που έχουν μπει ή θα μπουν σε λίγο στην εφηβεία και είναι -όπως η ίδια λέει- μηχανές παραγωγής βωμολοχιών και γενετικού υλικού. Και σε άλλες ταινίες μπορεί να είχαμε αστεία με τα παιδιά. Σε αυτήν εδώ όμως δεν θα εμφιλοχωρήσει πουθενά η καθησυχαστική σκηνή που λέει «βρίζουν - ξεβρίζουν, ζέχνουν - ξεζέχνουν, εγώ τα λατρεύω τα σκασμένα και είναι όλη η ζωή μου και τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει το πόσο πλήρης νιώθω κοντά τους».
Ακόμα και αν η ταινία δεν αντέξει στο χρόνο, η σκηνή ανθολογίας στο μαγαζί με τα νυφικά θα αντέξει. Μα αστεία από τροφικές δηλητηριάσεις; Μα δεν είναι εύκολο ένα τέτοιου είδους γέλιο; Ακόμα κι αν είναι, γελάς. Αβίαστα και πηγαία. Και από την άλλη, όχι δεν είναι σκέτα εύκολο, γιατί παίρνει το πιο αηδιαστικά αντρικό είδος αστείων και το βάζει να παίξει εκτός έδρας: στην έδρα των γυναικείων σωμάτων. Και δεν το βάζει απλώς στη δική τους έδρα, το βάζει και μέσα σε ένα γυναικείο «ιερό». Ο λουσάτος οίκος με τα νυφικά, ο τόπος ο ονειρικός για κάθε αισθηματική κομεντί κανιβαλίζεται και μαγαρίζεται ως εκεί που δεν παίρνει. Σκέψου τον κλαυσίγελο της Κάρι όταν κοπανάει τον Μπιγκ με τη νυφική ανθοδέσμη και σκέψου σε απόλυτη αντιδιαστολή την Μάγια Ρούντολφ να την πιάνει κόψιμο μέσα στο νυφικό της και να στρογγυλοκάθεται μέσα στην μέση του δρόμου με τις φουφούλες. Ανεκτίμητο :)
Αν θες και λεπτότερο χιούμορ η ταινία έχει κι από αυτό (αλλά δεν αρχίζω να αναλύω τις σκηνές γιατί και χωρίς αυτές το κείμενο κοντεύει σε τετραψήφιο αριθμό λέξεων). Η ταινία βρίσκει όλες τις σπίθες της στο σενάριο (η σκηνοθεσία του Πολ Φιγκ απλά το υπηρετεί, άλλοτε επιτυχημένα άλλοτε λιγότερο, ποτέ πάντως εμπνευσμένα), έπειτα στις ερμηνείες όλων των ηθοποιών και τελικά στο βλέμμα της Κρίστεν Γουίγκ, που εκπέμπει μια απροσδιόριστα ευπρόσδεκτη αλήθεια, σε μια απροσδόκητα ευπρόσδεκτη ταινία. Αν τώρα την παράσταση τής την μισοκλέβει η εντελώς αντισυμβατικού κινηματογραφικά σουλουπιού Μελίσα Μακάρθι είναι επειδή της έχουν φυλάξει τις καλύτερες ατάκες της ταινίας, είναι επειδή και η ίδια μοιάζει αυθεντικό κωμικό ταλέντο, αλλά και επειδή όταν λέει, πως λόγω της εμφάνισής της στο σχολείο πέρασε τα πάνδεινα, έφτασαν να της βάζουν δυναμιτάκια στα μαλλιά και παρόλα αυτά τα έβγαλε πέρα στη ζωή χωρίς να κλαίγεται, έχεις την αίσθηση ότι μπορεί και να περιγράφει δικά της βιώματα.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Ιουλίου 12, 2011

Η στιγμή εκεί




'Αλλοι έψαχναν το απόκρυφο νόημα του κόσμου στους αριθμούς και τα πι, άλλοι στις καββάλες και στις ιερές γραφές, άλλοι στα αστέρια και τις τροχιές των πλανητών, άλλοι στο ψάρεμα ιουλιανών αχινών, εκείνος στους στίχους των τραγουδιών. "For a minute there, I lost myself, I lost myself".

Προσπάθησε να φανταστεί πέρα από τον άνθρωπο, κάποιο άλλο νοήμον είδος σε κάποιον άλλο πλανήτη. Θα μπορούσε να τραγουδά κι αυτό με τέτοιο πάθος για την απώλεια του εαυτού του; Μήπως αυτή ήταν η ανθρώπινη ιδιαιτερότητα, η ιδιαιτερότητα που σε έκανε άνθρωπο, η ιδιαιτερότητα πάνω στην οποία θα στηριζόταν ο ορισμός του λήμματος «άνθρωπος» στο μεγάλο διαγαλαξιακό λεξικό των ειδών και των πολιτισμών; Ίσως ο άνθρωπος δεν σχεδιάστηκε να είναι θνητός, αλλά επέλεξε να είναι θνητός, εξελίσσοντας γονιδιακά αυτή την πληροφορία ως την προτιμότερη για το σινάφι του, αφού μέσα σε αυτήν μπορούσε να μετατρέψει την ποθητή στιγμή του στίχου σε αιωνιότητα και απολυτότητα, καθημερινό λαμπρό αλλά ατελές υποκατάστατο της οποίας ήταν ο ύπνος. Αν ήταν έτσι, οι θρησκείες δεν είχαν φτιαχτεί για να προσφέρουν παρηγοριά και ελπίδα, αλλά υποσυνείδητο τρόμο, τον τρόμο της ζωής μετά, τον τρόμο της συνέχισης ύπαρξης εαυτού, έναν τρόμο απαραίτητο για να υπάρξουν κοινωνίες και ζωή πριν, αφού χωρίς αυτόν η ανθρωπότητα θα άντεχε ελάχιστες γενιές. Ποιός θα έβρισκε νόημα στην καθυστέρηση δεκαετιών; Όλοι θα έψαχναν να βρουν τώρα τη στιγμή που βρίσκεται εκεί.

Κυριακή, Ιουλίου 10, 2011

A date which will live in infamy

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011. Πέτρου και Παύλου. Πέτρας και Ράβδου. Σε μια ζωτικής σημασίας μάχη, πρέπει να αποδειχθούν αρραγείς τόσο οι δυνάμεις της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ εντός του κοινοβουλίου, όσο και οι δυνάμεις της Ελληνικής Αστυνομίας περιμετρικά αυτού. Ως γνωστόν η ράβδος πίπτει εκεί που δεν πίπτει ο λόγος. Ο λόγος του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης πχ πείθουν την ύστατη ώρα τον Αλέκο Αθανασιάδη. Εάν πειθόταν και ο κόσμος μένοντας σπίτι του, στη θέση της θα έμενε και η ράβδος. Οι πεισμένοι αντιμετωπίζουν διαχρονικά τα λιγότερα προβλήματα με την έννομη τάξη. Έτσι, την ώρα που μέσα στη Βουλή ο Πρωθυπουργός μιλούσε για την επιλογή «ανάμεσα στην Ελλάδα της πόλωσης, της ανομίας, της βίας και της αυθαιρεσίας, ή την Ελλάδα της ευνομίας, του δικαίου και της συνοχής», έξω απ' τη Βουλή δεν ήξερες για τί απ' όλα -την ευνομία, το δίκαιο ή τη συνοχή- να πρωτοκλάψεις, αφού πάνω απ' τη Βουλή το χημικό νέφος προσπαθούσε για το καλό του τουρισμού να κρύψει τα επί ξηράς διαδραματιζόμενα αίσχη. Το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη θα δώσει την ιστορική αυτή ημέρα στους προστατευόμενους πολίτες του 2.860 διαφορετικές ευκαιρίες για δάκρυα, συντρίβοντας πιθανότατα το παγκόσμιο και διαπολιτευματικό ρεκόρ.
Αλλά για όλα αυτά υπάρχει λόγος σοβαρός, υπάρχουν φήμες ότι η Βουλή θα καταληφθεί από τους ακραίους. Κανείς δεν επιτρέπεται να την πλησιάσει (εκτός και αν έχει παρουσιαστικό υπεράνω υποψίας, ήτοι είναι ημίγυμνος, τυλιγμένος με γάζες σαν τον Αόρατο Άνθρωπο, έχει μαύρη μπλούζα στο πρόσωπό του και κραδαίνει στο χέρι του μεγαλοπρεπές dexion ή οποιοδήποτε άλλο χαϊδευτικό του acrodexion). Στο συγκεκριμένο τόπο και τη συγκεκριμένη μέρα το δικαίωμα στην αναπνοή θα ανασταλεί. Όποιος θέλει να αναπνεύσει μπορεί απόλυτα ανεμπόδιστα να το κάνει αλλού. Παράδειγμα εγώ που μετά από κάποια ώρα φεύγω. Επιστρέφω στην θαλπωρή των social media. Aρχίζω να γράφω δηκτικά στάτους στο facebook του στυλ «Δημοκρατία, μόνο εσύ μπορείς να με κάνεις να κλαίω έτσι». Εξίσου ελεύθερα και εξίσου άφοβα με μένα, συμπολίτες μου μου κάνουν like. Δεν αποτελεί αυτό περίτρανη απόδειξη ότι -αν εξαιρέσεις τις γκρίζες ζώνες της, με τις οποίες προστατεύει την πράσινη ζώνη της- η δημοκρατία λειτουργεί αψεγάδιαστα;
Ωστόσο, επειδή είμαι εγωκεντρικός τύπος, εκλαμβάνω τα χημικά που εισέπνευσα σαν dislike που έκανε η κρατική εξουσία στο στάτους μου ως πολίτη, o οποίος προσπαθούσε να ασκήσει συνταγματικό του δικαίωμα. Τα παίρνω δηλαδή προσωπικά, ότι και καλά απαγορεύθηκε η δική μου ανάσα, δηλητηριάστηκαν τα δικά μου μάτια. Το βλέπω από την κλασική σκοπιά των ατομικών δικαιωμάτων, αντιμετώπιση όμως πολύ στενόμυαλη, αφού εδώ διακυβεύονται πολύ σημαντικότερα ζητήματα από τα ατομικά δικαιώματα του κάθε πικραμένου: η σωτηρία της πατρίδας, το στοίχημα να μείνουμε στην ευρωπαϊκή οικογένεια και να μην πισωγυρίσουμε. Γιατί προφανώς το πνεύμα της Ευρώπης, που επικαλείται και η μερίδα των πνευματικών δυνάμεων του τόπου που ζητά να «τολμήσουμε», δεν πλήττεται στη ρίζα του από τον τρόπο που αστυνομεύθηκε η πόλη στις 29 Ιουνίου.
Η Διεθνής Αμνηστία καταγγέλλει τα συμβάντα. Αλλά νισάφι πια με τους οίκους αξιολόγησης. Σε αυτές τις εποχές ένα κράτος πρέπει να διαλέξει τι από τα δύο θα υποβιβαστεί στην κατηγορία «σκουπίδια»: η πιστοληπτική του ικανότητα ή ο τρόπος που αντιμετωπίζει τους πολίτες του.

(Kαθημερινή, 10.7.11)

Σάββατο, Ιουλίου 09, 2011

Τεκτονικά χικ

Λίγα χρόνια μετά είχε βρεθεί να ζει εντελώς μέσα στην Ιστορία. Μην συμπεράνεις ντε και καλά πως συμμετείχε ενεργά σε όσα φοβερά και τρομερά συνέβαιναν εκείνη την εποχή. Θα μπορούσε να ζει εντελώς μέσα της και χωρίς να δρα, απλά παρατηρώντας τα, όντας απλά εκτεθειμένος στην επίδρασή τους. Άλλωστε τις στιγμές που συνέβαιναν, κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος πως ήταν όντως φοβερά και τρομερά. Αυτά τα πράγματα συνήθως τα αποφασίζει το μέλλον, ονοματίζοντάς τα αναδρομικά. Το παρόν είναι μονίμως συγκεχυμένο, έχοντας σαν μοναδικό ερμηνευτικό λυσάρι του το παρελθόν, λυσάρι παραπλανητικό, αφού προσπαθεί να εξηγήσει τα από εδώ και εμπρός με βάση τα ως τότε.

Και ο ίδιος λοιπόν διατηρούσε έντονες αμφιβολίες: είχε βρεθεί να ζει εντελώς μέσα στην Ιστορία ή μήπως είχε βαρεθεί να ζει όλη του την ζωή εντελώς έξω από την Ιστορία, με αποτέλεσμα ο τωρινός της στιγμιαίος λόξυγγας να του μοιάζει σεισμικός συγκρινόμενος με το ως τότε αργόσυρτο χασμουρητό της; Δεν είχε απάντηση, πάντως ακόμη και λόξυγγας να ήταν, εκείνος αναταρασσόταν. Και όλοι οι υπόλοιποι γύρω του. Ωστόσο για τον εαυτό του -που τον ήξερε αισθητά καλύτερα από όλους τους υπόλοιπους γύρω του- αυτό που μπορούσε να βεβαιώσει ήταν ότι ο κλονισμός δεν περιοριζόταν στο άμεσο διακύβευμα του λόξυγγα ή του σεισμού, αλλά αποκτούσε συνολικότερα χαρακτηριστικά. Δεν άλλαζε μόνο πολιτικό τρόπο σκέψης, άλλαζε γενικότερα τρόπο σκέψης. Γιατί κι ο ως τότε τρόπος σκέψης του είχε αναπτυχθεί σε σχέση με έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Δικής του αλλά και όλων των υπολοίπων γύρω του. Κι αν όχι όλων, πάντως των περισσοτέρων από τους υπολοίπους, πάντως των ίδιων με εκείνον.

Δεν μπορείς να πεις ότι δεν ήξερε πως ο κάθε άνθρωπος είναι σε πολύ μεγάλο ποσοστό παιδί της εποχής του. Το ήξερε. Αλλά θεωρητικά πάντα. Σαν μια ιδέα που του φαινόταν πολύ βάσιμη. Πρακτικά (βλέποντας τον εαυτό του να αλλάζει μαζί με την εποχή, και τις βαθιές σταθερές του αίφνης να ακροβατούν) τον σοκάριζε κάπως. Αν η αλλαγή εποχής παγιωνόταν, τότε μάλλον θα τον σοκάριζε ο ως τώρα εαυτός του, ο εαυτός που θα αντιστοιχούσε στην προηγούμενη εποχή.

Πέμπτη, Ιουλίου 07, 2011

Eνηλικίωση

Το «Χρίσμα» ξεκινά με τον δεκαεπτάχρονο Τζέι να βλέπει ένα τηλεπαιχνίδι με την μητέρα του. Κάθονται δίπλα δίπλα στον καναπέ. Εκείνη φαίνεται να την έχει πάρει ο ύπνος, αλλά ο Τζέι το παρακολουθεί κανονικά. Η πόρτα χτυπάει, νοσοκόμοι μπαίνουν, τους δείχνει τη μητέρα του. «Τι έχει πάρει;», τον ρωτούν. «Ηρωίνη», τους απαντά ατάραχος. Την εξετάζουν ενώ εκείνος, όρθιος πια, συνεχίζει να ρίχνει κλεφτές ματιές στο τηλεπαιχνίδι. Στην επόμενη σκηνή τηλεφωνεί στη γιαγιά του για να την ενημερώσει πως η κόρη της πέθανε και κυρίως για να την ρωτήσει τι πρέπει να κάνει τώρα αυτός με την κηδεία και τα σχετικά. Η γιαγιά του του απαντάει να φτιάξει μια βαλίτσα. Έρχεται να τον πάρει. «Θυμάσαι ακόμη που μένουμε;», τη ρωτάει. Η μάνα του είχε κόψει επαφές με τη δική της και την υπόλοιπη οικογένειά της, η οποία αποτελείται από τους τρεις αδελφούς της. Η γιαγιά -η υποψήφια για όσκαρ β' γυναικείου ρόλου Τζάκι Γουίβερ- έχει το ψευδώνυμο «Στρουμφίτα» και μολονότι για τον θάνατο της κόρης της δεν φαίνεται να πολυπονάει, έχει μεγάλη αδυναμία στα αγόρια της, αφού κάθε που είναι να τα χαιρετήσει ή να τα καληνυχτήσει τα φιλά περιπαθώς στο στόμα. Τα αγόρια της -οι θείοι του Τζέι- είναι διαβόητοι κακοποιοί της Μελβούρνης. Ο μεγάλος κάνει ληστείες. Ο μεσαίος είναι έμπορος ναρκωτικών. Ο μικρότερος, δεκαεννιά μόλις χρονών, δεν έχει μπει ακόμα για τα καλά στα κόλπα. Τον μεγάλο τον κυνηγά μια ειδική αστυνομική μονάδα αντιμετώπισης ληστειών, η οποία ενεργεί σαν σερίφης στο φαρ ουέστ και δεν διστάζει ενίοτε να σκοτώνει αντί να συλλαμβάνει, γλιτώνοντας έτσι τον Αυστραλό φορολογούμενο από ένα σωρό έξοδα που θα κόστιζε η ανάκριση, η δίκη, η φυλάκιση κλπ. Όλοι στο σπίτι φοβούνται, γιατί όπως μας πληροφορεί με φωνή οff o Τζέι, οι εγκληματίες στο τέλος πάντα την πατάνε. Βέβαια ο Τζέι είναι μόνο 17, οπότε δικαιούται να διατυπώνει τέτοιες απόψεις με τόση σιγουριά. Δεν γεννιόμαστε κυνικοί ή πικρόχολοι, μας παίρνει κάποια χρόνια για να γίνουμε.
Ο Τζέι αρχίζει λοιπόν να μένει με τη νέα του οικογένεια. Πάλι με φωνή off μας εξηγεί ότι ο εγκληματικός περίγυρος δεν του κάνει τόσο εντύπωση. Προσαρμόζεται, όπως θα προσαρμοζόταν και σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Είναι σε ευπροσάρμοστη ηλικία. Πολύ σύντομα βέβαια τα πράγματα θα στραβώσουν και ο Τζέι θα πρέπει να αποφασίσει πού ακριβώς ανήκει, θα πρέπει να αφήσει την ευκολία της προσαρμογής χωρίς επιλογή, και να κάνει την εντελώς δική του επιλογή, επωμιζόμενος και το κόστος της.
Ο Ντέιβιντ Μισό έχει γράψει και σκηνοθετήσει την ταινία και κατά τη γνώμη μου ο τρόπος που γράφει είναι πιο συναρπαστικός από τον τρόπο που σκηνοθετεί. Ίσως αυτό είναι που τελικά λείπει από την ταινία, μια σκηνοθεσία με εντονότερο αποτύπωμα (μαζί με μια πιο μεγάλη φροντίδα σε τομείς όπως η φωτογραφία κι η καλλιτεχνική διεύθυνση), ώστε να μετατραπεί σε κάτι περισσότερο από αξιοπρόσεκτη και ενδιαφέρουσα (που αναμφίβολα είναι). Γιατί σεναριακά έχει τις προϋποθέσεις για το κάτι περισσότερο, έχει και ευανάγνωστη πλοκή (η οποία στο τελευταίο κομμάτι του έργου πυκνώνει, με αποκορύφωμα μια πανέξυπνη σκηνή που διαδραματίζεται σε γκαλερί ζωγραφικής) και εξαιρετικές ατάκες και μια σειρά από σχηματισμένους χαρακτήρες και ενδιαφέρουσες σχέσεις μεταξύ τους και ένα αβανταδόρικο φινάλε (πολύ ευρηματικά πάντως αυτό σκηνοθετημένο). Επίσης μολονότι δεν έχει και τόσα πολλά εξωτερικά γυρίσματα, αυτά τα λίγα αρκούν για να δώσουν μια μυρωδιά Αυστραλίας, την οποία ακόμα περισσότερο τη δίνουν με την προφορά τους (αλλά και το σουλούπι τους και την κινησιολογία τους) οι ηθοποιοί, περισσότερο ή λιγότερο άγνωστοι -πλην του Γκάι Πιρς- και κατά τούτο ιδιαίτερα ευπρόσδεκτοι: το ίδιο ακριβώς έργο, γυρισμένο σε αμερικάνικη μεγαλούπολη με χιλοφορεμένους πρωταγωνιστές θα έχανε πολύ σε φρεσκάδα.
Ο μεγάλος αδελφός, με ένα παράταιρο χαβανέζικο πουκάμισο που θαρρείς πως δεν αλλάζει ποτέ, σκιαγραφεί έναν ασυνήθιστο «κακό», ο μεσαίος χωμένος στη σπίντα των ναρκωτικών που εμπορεύεται, ο μικρός σε παρόμοια περίπου φάση με τον Τζέι, μη κατασταλαγμένος ακόμα ποιός ακριβώς είναι, αδύναμος να αντισταθεί στην ισχυρή βούληση και στο μανιπουλάρισμα του μεγάλου. Στο μανιπουλάρισμα ειδικεύεται και η μάνα τους, η οποία δεν είναι ευθέως κακή όπως ο μεγάλος της γιος, είναι όμως πραγματίστρια κι αν χρειαστεί να κάνει το κακό, θα το κάνει. Σε μια σκηνή εξηγεί σε έναν απρόθυμο αστυνομικό ότι υπάρχουν πράγματα που μας είναι πολύ δυσάρεστα και προτιμούμε να μην τα κάνουμε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να τα κάνουμε. Του το εξηγεί ζητώντας του να κάνει κάτι εντελώς παράνομο, ενώ η συνομιλία διεξάγεται σε δικηγορικό γραφείο και αυτός την ακούει έχοντας στο φόντο νομικά βιβλία.
Το «Αnimal Kingdom» (όπως είναι ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας) είναι η ιστορία ενός νέου που καλείται να βρει τη δική του θέση μέσα στην τάξη των πραγμάτων, να βρει ποιός είναι, τι είναι σωστό να κάνει, ποιό από τα μεταξύ τους σπαρασσόμενα ζώα του ζωϊκού βασιλείου είναι το δυνατότερο και το ικανότερο να τον προστατεύσει, αφού αυτός έχει βρεθεί στο επίκεντρο της μεταξύ τους σύγκρουσης. Κάθε ενηλικίωση είναι μια έξοδος στη ζούγκλα.


(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τετάρτη, Ιουλίου 06, 2011

Αll your Junkies

Junk τα πορτογαλικά ομόλογα, χιλιάρα τα πορτογαλικά σπρεντ, γεγονότα που προξενούν τις εξής απορίες:

Λέει ή δεν λέει η ΝΔ πως στην Πορτογαλία πέτυχαν καλύτερο μείγμα με το δικό τους μνημόνιο; Το μείγμα δεν είναι το μεγάλο πρόβλημα;

Επαινούν ή δεν επαινούν διαρκώς οι ξένοι εταίροι και τα ελληνικά ΜΜΕ το παράδειγμα της Πορτογαλίας και της μαγικής συναίνεσης που τα υπεύθυνα εκεί μεγάλα κόμματα πέτυχαν; Η συναίνεση δεν είναι το μεγάλο πρόβλημα;

Ακούμε ή δεν ακούμε διαρκώς τους τελευταίους μήνες πως φυσικά και δεν απέτυχε το ελληνικό μνημόνιο και πως απλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ, σκαλωμένο στο κατενάτσιο της κυβέρνησης και την απροθυμία της να προχωρήσει; Η μη εφαρμογή του ελληνικού δεν είναι το μεγάλο πρόβλημα (αφού τα μνημόνια σχεδιάζονται από τους έξπερτς της παγκόσμιας οικονομικής τεχνογνωσίας και ορθοδοξίας);

Κράτη και διακρατικοί οργανισμοί αρχίζουν και ψελλίζουν αγανακτισμένα μουρμουρητά (σε λίγο θα στήσουν και αντίσκηνα σε καμιά πλατεία) κατά των οίκων αξιολόγησης, ωσάν τάχα να είναι οι οίκοι αξιολόγησης το μεγάλο πρόβλημα. Μα αν είναι οι οίκοι αξιολόγησης, τότε κατ΄επέκταση δεν είναι και ο τρόπος λειτουργίας των αγορών το μεγάλο πρόβλημα;

Παραφράζοντας όμως τα λόγια όμως που προ μηνών είπε στη Βουλή, ο μεγάλος αθωωμένος, «Μην κατηγορείτε τον γιατρό για τη διάγνωση. Κατηγορείστε την αρρώστια». Και η αρρώστια είναι αυτά τα οικονομικά αποτυχημένα πρότζεκτ, αυτά τα ανίκανα να αυτοεξυπηρετηθούν μορφώματα, αυτά τα αενάως απευθυνόμενα στο στιβαρό χέρι των αγορών μαγαζάκια, η αρρώστια είναι τα ίδια τα κράτη.

Έχει έρθει ο καιρός να διαλυθούν και να αυτορρυθμισθούν οι κοινωνίες μόνες τους, σαν να 'ταν αγορές. Θα τον βρουν τον δρόμο τους οι κοινωνίες, με θυσίες -σύμφωνοι- και εντάσεις στην αρχή, με αποβολή των πιο αδύναμων μελών τους, με επικράτηση των ισχυρότερων, ώστε να βαδίσουμε προς ένα συλλογικό μέλλον γονιδιακά πιο ελκυστικό. Οι λίγες καλές ιδέες που μας άφησαν σαν παρακαταθήκη τα κρατικά πειράματα, όπως το μονοπώλιο της βίας, μπορούν να συνεχιστούν ως ολιγοπώλιο. Οι αυτορρυθμίσεις άλλωστε σιχαίνονται τα μονοπώλια. Πέντε - δέκα μικρότερες και πιο ευέλικτες αστυνομίες, μπορούν να πενταδεκαπλασιάσουν τη δουλειά που κάνει η μία, πέντε δέκα μικρότεροι και πιο ευέλικτοι στρατοί, μπορούν να πενταδεκαπλασιάσουν τη φύλαξη των τραπεζών, στην οποία μάλιστα ο κανονικός φαντάζει -αντισυνταγματικά- απρόθυμος να προβεί εν ώρα -εκτάκτου βέβαια- ανάγκης.

Τρίτη, Ιουλίου 05, 2011

Οι Γάλλοι πάνε διακοπές

Συμπτώσεις, φίλε μου, συμπτώσεις. Προχθές το βράδυ διαβάζω αυτό (του Μισέλ Ουελμπέκ, απ' το βιβλίο «Δημόσιος Κίνδυνος»):
Ο πατέρας μου γεννήθηκε, τρίτο παιδί από τέσσερα, σε μια οικογένεια απόλυτα προλεταριακή, πρωτόγονη. Δεν επρόκειτο για εξαθλίωση, σίγουρα όχι (η εξαθλίωση ξεκινά όταν δεν ξέρει κανείς από τι θα είναι φτιαγμένο το αύριο, εάν θα έχει ακόμη στέγη πάνω απ' το κεφάλι του, με τι να ζεσταθεί ή να φάει· όταν είναι κανείς φτωχός ξέρει, μάλιστα ξέρει με μεγάλη ακρίβεια). Έζησαν τη σκληρή και αξιοπρεπή ζωή των προλεταριακών τάξεων (την εποχή της πλήρους απασχόλησης είχαν πραγματική αξιοπρέπεια οι τάξεις του προλεταριάτου, ο Όργουελ το περιγράφει με το common decency, κι ο Πωλ Μακάρτνεϊ μιλά για αυτό αναφερόμενος στην παιδική του ηλικία - δεν είναι επινόηση των δημοσιογράφων). Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν απ' τη δουλειά τους και ποτέ δεν χρειάστηκε ν΄απλώσουν το χέρι.
Η ζωή τους λοιπόν ήταν αξιοπρεπής, ήταν όμως και τρομακτικά περιορισμένη. Τίποτα δεν το μαρτυρά καλύτερα από εκείνες τις συγκλονιστικές εικόνες του ντοκιμαντέρ «36, το μεγάλο ορόσημο» όπου βλέπουμε τους πρώτους μετ' αποδοχών αδειούχους, με ποδήλατα, με τρίκυκλα, να εγκαταλείπουν τον ορίζοντα των προαστίων τους, τους βλέπουμε να ανακαλύπτουν τη θάλασσα οικογενειακώς.
Και τσουπ, καπάκι χθες το απόγευμα αυτό:
Ο γαλλικός ραδιοφωνικός σταθμός France Info και η ημερήσια εφημερίδα «20 minutes» πραγματοποίησαν δημοσκόπηση με θέμα τις καλοκαιρινές διακοπές των Γάλλων. Τα αποτελέσματα πρωτόγνωρα: το 55% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι θα φύγουν διακοπές αυτό το καλοκαίρι, σε αντίθεση με το υπόλοιπο 45% που δήλωσε ότι δεν έχει τα μέσα να κάνει το ίδιο.
Μεταξύ εκείνων που δεν σκοπεύουν να «αποδράσουν» φέτος, ένα 45% δηλώνει πως δεν έχει τα μέσα να πληρώσει για τις διακοπές, ενώ ένα 40% δηλώνει πως προτιμά να κάνει οικονομία μπροστά στους δύσκολους καιρούς που μας περιμένουν.
Kι αυτό χθες το διάβασα, που δεν το λες σύμπτωση, αλλά πάντως το λες σύνοψη:
Όλες οι κρίσεις χρέους και οι συνακόλουθες ρυθμίσεις στην Ευρώπη, δείχνουν τα ασφυκτικά στενά περιθώρια της οικονομίας της. Έχει πληθυσμό γερασμένο, εξαρτημένο από συντάξεις και περίθαλψη. Οι αμοιβές εργασίας, οι κοινωνικές κατακτήσεις και το βιοτικό επίπεδο ζωής των Ευρωπαίων θα αναγκαστούν να χαμηλώσουν δραματικά προκειμένου να συναντηθούν με το βιοτικό επίπεδο των ηλικιακά νεότερων πληθυσμών των αναδυομένων οικονομιών, όπου δεν υπάρχει δημοκρατία, κοινωνικό κράτος και το ελάχιστο όριο της διαβίωσης είναι πολύ χαμηλό.
2008, το μεγάλο ορόσημο. Η Δύση γυρνά ξανά. Αυτή τη φορά προς τα πίσω.

Δευτέρα, Ιουλίου 04, 2011

Του πολιτικού μας αναλυτή


Όταν τα δυο κόμματα εξουσίας έγιναν ίδια σε επίπεδο εφαρμοζόμενης πολιτικής, με τη μόνη -και όχι εντελώς αμελητέα- διαφορά που τους χωρίζει να βρίσκεται σε επίπεδο ποιότητας ανθρωπίνου δυναμικού (με το ΠΑΣΟΚ να υπερισχύει, εν μέρει για λόγους ιστορικής καταβολής και εν μέρει γιατί από ένα σημείο και ύστερα οι ικανοί πήγαιναν με το κόμμα που κυριαρχούσε και σάρωνε τα πρωταθλήματα),

κι όταν ο κόσμος βαριόταν να ασχολείται με την πολιτική και τους πολιτικούς και προτιμούσε να ασχολείται με τον πολιτισμό της ιδιωτικής τηλεόρασης, του λάιφ στάιλ και του all the fucking way καταναλωτισμού,

ο περίφημος μεσαίος χώρος έκανε την εμφάνισή του στην πολιτική ζωή της χώρας, υποδεχόμενος το μέγα πλήθος της μεγάλης απάθειας.

Που είναι λοιπόν ο μεσαίος χώρος όταν τον χρειάζεσαι περισσότερο από ποτέ; Γιατί αραιώνουν συνεχώς οι τάξεις του, γιατί πια τραβούν όλοι στα άκρα, γιατί στην εποχή που οι εταίροι ζητούν και ξαναζητούν και ξαναζητούν συναίνεση, σε ολόκληρο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας η συναίνεση παραδίδει και ξαναπαραδίδει και ξαναπαραδίδει τη θέση της στη ρήξη;

Επειδή ο μεσαίος χώρος δεν ήταν χώρος ιδεολογίας, αλλά χώρος διαχείρισης της πραγματικότητας σε περιόδους μη οικονομικής κρίσης. Η εγκαθίδρυση της κρίσης, η ραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου, το άγχος για το παρόν και οι πίσσα μαύρες σκέψεις για το μέλλον, κάνουν τους κατοίκους του μεσαίου χώρου να αναρωτιούνται τι γυρεύουν πια εκεί.

Υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει πολυδιάσπαση του προς τα αριστερά και τα δεξιά, ενίοτε και προς αριστεροδέξια. Ο μεσαίος χώρος μετατρέπεται από μεγάλο χωνευτήρι της συναίνεσης, στον καθεστωτικό πόλο του νέου διχασμού. Θα θέσει τον εαυτό του σε θέση μάχης με τον ακραίο χώρο (αναγορεύοντας τον ο ίδιος ακραίο, έχοντας το προνόμιο της ονοματοδοσίας προσώπων και πραγμάτων και του ορισμού των εννοιών). Δεν είναι μια μάχη που φοβάται, δεν είναι μια μάχη που απεύχεται, είναι μια μάχη που εν μέρει έρχεται εκ των πραγμάτων και εν μέρει την προκαλεί ο ίδιος, τόσο με την προπαγάνδα του όσο και με την καταστολή του.

Άλλοτε στο όνομα της δημοκρατίας, άλλοτε στο όνομα της τάξης, άλλοτε στο όνομα της μη οικονομικής καταστροφής, ο μεσαίος χώρος δεν έχει κανένα πρόβλημα να τεντώνει συνεχώς το σχοινί, φλερτάροντας λάγνα με την πλήρη εκτροπή.

Ο όχι απλά σωστότερος αλλά και ο αποτελεσματικότερος τρόπος αντιμετώπισης αυτών των πρακτικών είναι οι μαζικές και μη βίαιες αντιδράσεις.

Φάτε τα ψάρια του Πάγκαλου, όχι τα δολώματα που συνεχώς ρίχνει. Όσο για τους Πεταλωτήδες και τους Καρχιμάκηδες, θα πέσουν από μόνοι τους θύματα της χειρότερης μορφής βιαιότητας: της βιαιότητας της λήθης στην οποία τόσο πολύ σύντομα θα βυθισθούν και της βιαιότητας της ασημαντότητάς τους με την οποία θα πρέπει να συμβιβαστούν για τα υπόλοιπο του βίου τους, όταν τόσο πολύ σύντομα η εξουσία και τα οφίτσια τους θα αποτελούν παρελθόν.

Σάββατο, Ιουλίου 02, 2011


- Που θες να πας;

- Στη Βουλή.

- Και γιατί να σε αφήσω;

- Dexion

- Δεν μου αρκεί.

- Αcrodexion.

- Αυτό μάλιστα.

Παρασκευή, Ιουλίου 01, 2011

Down to Earth

Και ξαφνικά ένα πρωί μένεις άνεργος. Και τώρα; Η πραγματικότητα αυτή και το ερώτημα αυτό (που στις μέρες μας καθόλου δεν αποκλείεται να αποτελούν δική σου πραγματικότητα και δικό σου ερώτημα), αποτελούν το θέμα του «Τhe Company Men» του Τζον Γουέλς. Οι συγκεκριμένοι company men ήταν μέχρι την απόλυσή τους από τους πολύ ευνοημένους του συστήματος. Για αυτό και τώρα έχουν να χάσουν τα περισσότερα. Ο Μπεν Άφλεκ, που ήταν μια δωδεκαετία στην εταιρία, έχει την γυναίκα του, τα δυο παιδιά του, το πανάκριβο σπίτι τους στα προάστια, την Πόρσε του, την κάρτα μέλους στο πριβέ γκολφ κλαμπ του. Πώς τα συντηρούν τώρα όλα αυτά, όταν είναι πηγμένος και στα δάνεια; Ο Κρις Κούπερ, που ξεκίνησε από εργάτης στο ναυπηγείο μέχρι να φτάσει σε διευθυντική θέση, συμπληρώνει τριάντα χρόνια στην εταιρία. Είναι σχεδόν εξήντα χρονών, οπότε αν για τον Άφλεκ οι συνέπειες της απόλυσης είναι μια φορά δύσκολες, για εκείνον είναι πέντε. Στην αγορά εργασίας των απολυμένων ο ηλικιακός ρατσισμός βασιλεύει. Ένας φίλος του του λέει ότι αν τον πρότεινε για μια θέση που έχει συνεχή ταξίδια στο εξωτερικό, οι συνεταίροι του θα έβαζαν τα γέλια. Η σύμβουλος ανεύρεσης εργασίας του λέει να βάψει τα μαλλιά του, να κόψει το κάπνισμα για να μην ανέβουν τα ασφάλιστρά του, να σβήσει από το βιογραφικό του πως υπηρέτησε στο Βιετνάμ. Για την αγορά είναι ξοφλημένος. Η απόλυσή του αποκτά χαρακτήρα υπαρξιακής συντριβής, ολικής του ακύρωσης. Παρατηρεί σοκαρισμένος τον κόσμο να συνεχίζει να γυρνά χωρίς να τον έχει την παραμικρή ανάγκη. Ο Τόμι Λι Τζόουνς πάλι βρίσκεται τόσο ψηλά στην ιεραρχία, όντας συνιδρυτής της εταιρίας και έχοντας τέτοιο στοκ μετοχών της, που ό,τι κακό και να του συμβεί, οικονομικά είναι κάτι παραπάνω από εξασφαλισμένος. Στο πρώτο κύμα απολύσεων με το οποίο διαφωνεί (γιατί σε αντίθεση με το μεγάλο αφεντικό της εταιρίας, εκείνος είναι ο ψυχοπονιάρης καπιταλιστής), παρατηρεί στη γυναίκα του ότι με την άνοδο της μετοχής (που συνέβη ακριβώς εξαιτίας του «downsizing» των απολύσεων) έγινε μέσα ένα πρωί πλουσιότερος κατά μερικά εκατομμύρια δολάρια.
Όταν ο Μπεν Άφλεκ τρώει την κρυάδα της απόλυσης, μετά το αρχικό σοκ η αντίδρασή του δεν είναι ηττοπαθής, αλλά τυπικά αμερικάνικη. Πιστεύει στον εαυτό του, στις δυνατότητές του, στο μέλλον του. Η αυτοπεποίθησή του αυτή όμως δεν είναι απαλλαγμένη από μια υποψία άρνησης συνειδητοποίησης του τι ακριβώς του έχει συμβεί. Δεν θέλει να ξαναπιάσει δουλειά η γυναίκα του, δεν θέλει να κάνει οποιαδήποτε άλλη δουλειά ο ίδιος, δεν θέλει να παρατήσει το γκολφ, να πουλήσει την Πόρσε του, να πουλήσει το σπίτι του για να ξεφορτωθεί το στεγαστικό. Προς το τέλος της ταινίας θα επαναλάβει το μότο που του έμαθαν σε ένα γκρουπ θετικής σκέψης την επόμενη μέρα της απόλυσης: «Θα πετύχω επειδή έχω "Πίστη, κουράγιο, ενθουσιασμό"». Θα άξιζε να είναι η τελευταία σκηνή. Αλλά δεν είναι, αφού το «Τhe Company Men» δεν θέλει να πατήσει στο ειρωνικό ή έστω στο αμφίσημο. Και αυτό είναι σε ένα βαθμό και το πρόβλημά του: σε αντίθεση με το «Up in the Air» (με το οποίο αναπόφευκτα συγκρίνεται λόγω της θεματολογικής τους συνάφειας) που οι ατάκες των ηρώων του ακροβατούσαν ανάμεσα στον σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό, στον κυνισμό και την ευαισθησία, στην ειρωνεία και την κυριολεξία, εδώ το κάθε τι που λέγεται έχει σαφές νόημα, όλα είναι όπως φαίνονται, εκπλήξεις δεν υπάρχουν, φαντάζεσαι ότι θα συμβούν όλα αυτά που θα συμβούν. Όλα είναι τρόπον τινά προοικονομημένα από την αρχή, ακόμη και οι αλλαγές των ηρώων.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως το σενάριο είναι κακογραμμένο ή πως οι ήρωες είναι χάρτινοι. Απλά όλα κινούνται μέσα στο πλαίσιο του μηνύματος της ταινίας. Έτσι μπορεί να δίνεται το περιθώριο ακόμη στους εκπροσώπους της πλευράς του ανάλγητου, ξεστρατισμένου καπιταλισμού (στο μεγάλο αφεντικό της εταιρίας, Κρεγκ Τ. Νέλσον και στην Διευθύντρια Ανθρωπίνων Πόρων, Μαρία Μπέλο) να υπερασπιστούν τις πράξεις τους και να εξηγήσουν τον τρόπο σκέψης τους, μόνο που και αυτές οι εξηγήσεις μάλλον ενισχυτικά για τα μηνύματα της ταινίας λειτουργούν, παρά ως κάτι που θα τα κλόνιζε. Η ταινία μοιάζει να υμνεί πέρα από οικονομικά συστήματα και έναν παλιότερο λιγότερο άυλο τρόπο εργασίας, όπου ο εργαζόμενος ένιωθε αξία βλέποντας το αντικείμενο της εργασίας του και καταλαβαίνοντας τι ακριβώς ήταν αυτό που έφτιαχνε, που παρήγαγε. Μοιάζει ακόμη να υμνεί ένα καπιταλισμό του μέτρου. Ο Κέβιν Κόστνερ έχει ένα ταπεινό συνεργείο ανακαίνισης και λέει πως σε μια δουλειά θα μπει μέσα, την επόμενη θα βγάλει χρήματα, το θέμα είναι το συνολικό ισοζύγιο να είναι θετικό. Η στάση του αντιδιαστέλλεται με την ανάγκη για προβλέψεις αδιάλειπτης ανάπτυξης, που έχουν ανάγκη να ακούν οι αγορές για να μην βουλιάζουν οι μετοχές των μεγάλων εταιριών.
Αν το «Up in the Air» πετυχαίνει να αποτυπώσει πολλαπλώς το πνεύμα της εποχής, το «Τhe Company Men» παίρνει ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό της εποχής και προσπαθεί να το περιγράψει. Είναι αξιέπαινο αυτό που κάνει και το τελικό αποτέλεσμα είναι ευπρόσωπο, αλλά του λείπει εμφανώς η πνοή της μεγάλης ταινίας.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)