Τετάρτη, Αυγούστου 24, 2016

Ευθεία, πλάγια ή μπουσουλητά


Μερικές σκέψεις μετά το τέλος των Ολυμπιακών του Ρίο:
1) Παλιότερα, η παράλληλη πραγματικότητα της κάθε μεγάλης αθλητικής διοργάνωσης ήταν -για μένα τουλάχιστον- αδιαμφισβήτητη και αυτάρκης. Τα τελευταία χρόνια καθίσταται ολοένα και δυσκολότερο -για μένα τουλάχιστον- το να αποσπώ το τι συμβαίνει στην μια ή την άλλη μεγάλη αθλητική διοργάνωση από το τι συμβαίνει στον κόσμο στον οποίο διεξάγονται. Παραταύτα, κι ενώ μέχρι να αρχίσει η κάθε διοργάνωση η εστίαση είναι σε μεγάλο βαθμό στην υποψία ότι αυτή τη φορά το αθλητικό σόου δεν θα συνεχιστεί, ότι αυτή τη φορά το αθλητικό σόου θα τρακάρει με την πραγματικότητα και θα στραπατσαριστεί, οι σοουάρχες κατορθώνουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να πηγαίνουν το προϊόν τους ως τέλος του και μάλιστα σταδιακά και προϊούσης της κάθε διοργάνωσης να εγκαθιστούν ξανά για λίγο αυτή την αδιαμφισβήτητη παράλληλη πραγματικότητα. 
///
2) Η πραγματικότητα αυτή κουβαλάει μαζί το δικό της μύθο, το δικό της παραμύθιασμα, τις δικές της συγκινήσεις. Προσωπικά λοιπόν, η κατηγορία των σχολιαστών που με στραβώνει περισσότερο από όλες δεν είναι αυτή που καταδεικνύει, οσοδήποτε σκληρά, τα μύρια όσα κακώς κείμενα του επαγγελματικού αθλητικού θεάματος, αλλά αυτή που με έναν ελιτίστικο τρόπο προσπαθεί να αποδομήσει την ίδια την έννοια του αθλητισμού, του πρωταθλητισμού και του αθλητικού κατορθώματος. Δεν υπάρχουν υποχρεωτικές συγκινήσεις, ο καθένας συγκινείται με αυτά που τον συγκινούν. Ίσως λοιπόν είναι καλύτερα να αφήνουμε ήσυχες τις συγκινήσεις που δε μπορούμε να νιώσουμε και να ασχολούμαστε με εκείνες που γεμίζουν εμάς τους ίδιους.
///
3) Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν τις ζωές τους κατακερματισμένα. Ο χρόνος είναι πολύ ρευστή έννοια και κυρίως σε μεγάλο ποσοστό δεν συνδέεται με συγκεκριμένους στόχους. Όνειρα κι ονειροπολήσεις ναι, σωρό, οι εντελώς συγκεκριμένοι στόχοι όμως είναι άλλο πράγμα. Δεν αναφέρομαι προφανώς σε όλους. Υπάρχει και ένα σημαντικό ποσοστό ανθρώπων που ζει έχοντας επίγνωση ότι τα χρόνια δεν περνάνε για να περνάνε, ότι εντός ενός δεδομένου ορίζοντα θέλουν να έχουν φτάσει εκεί και να έχουν πετύχει αυτό. Και μια τέτοια αντιμετώπιση του χρόνου και της ζωής θέλει πειθαρχία, θυσίες, πρόγραμμα. Ναι, δεν χρειάζεται να είναι κανείς αθλητής για να ζει έτσι. Οι αθλητές όμως για όσο διαρκεί η καριέρα τους έτσι ζουν: στοχοπροσηλωμένα και όχι χύμα. Αυτή η διάκριση δεν έχει να κάνει με το ποιός ζει πιο ζόρικα. Ένας άνθρωπος που τρώει όλη του την μέρα δουλεύοντας και τρέχοντας σε διαφόρων λογιών υποχρεώσεις μπορεί να ζει πιο ζόρικα και από τον πιο σκληρά γυμναζόμενο αθλητή.
///
4) Το να γυρνάει λοιπόν όλη η ζωή σου γύρω από μια συγκεκριμένη εκγύμναση ενός συγκεκριμένου αθλήματος: όχι το πιο ζόρικο πράγμα στον κόσμο, αλλά ούτε και κάτι που μπορεί να δει κάποιος που είναι απ' έξω με υπεροψία. Κι είναι ωραία σύμπτωση ότι ο Έλληνας αθλητής που κέρδισε όντας αδιαφιλονίκητα καλύτερος από όλους τους υπόλοιπους αθλητές του αγωνίσματός του, ο Λευτέρης Πετρούνιας, για ένα διάστημα στην εφηβεία του δεν την πάλεψε άλλο και σταμάτησε να ζει σαν αθλητής για να ζήσει λίγο χύμα. Κι ίσως όταν επέστρεψε στα γυμναστήρια, ο χρόνος της ελευθερίας που είχε κερδίσει να του έδωσε τέτοια ψυχική ώθηση ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο κυνήγι της υπεροχής.
///
5) Η υπεροχή της Κατερίνας Στεφανίδη δεν είναι αντίστοιχα αδιαφιλονίκητη. Είναι όμως αδιαφιλονίκητο ότι είναι μια από τις καλύτερες στο αγώνισμά της. Και μετάλλια σαν και το δικό της δείχνουν ότι η δήθεν προχωρημένη λαϊκή σοφία «ε, αφού όλοι ντοπάρονται» που συνόδευε χρυσά σαν αυτό της Χαλκιά, δεν έκανε τίποτα άλλο από το να εξισώνει αθλητές κομήτες με εξωπραγματικές χρονιές, με αθλητές που η πορεία τους είναι σταθερή, συνεπής, νορμάλ, πραγματική. Ακόμη κι αν όλοι ντοπάρονται, εγώ θα είμαι με το ντοπαρισμένο χρυσό που έχει στην πορεία των χρόνων μια εξέλιξη ανθρώπινη και κατανοητή, όχι με περιπτώσεις που καταργούν ό,τι ξέρει κανείς για τον αθλητισμό. 
///
6) Την επόμενη του δεκαπενταύγουστου γυρνούσα στην Αθήνα από την Ήπειρο. Άκουγα στο ραδιόφωνο την κούρσα του Γιαννιώτη. Δεν την μετέδιδαν ολόκληρη γιατί κρατούσε και δυο ώρες, είχαν όμως συχνότατη μετάδοση πληροφοριών. Στην αρχή έλεγαν για έναν Αυστραλό νομίζω που είχε ξεφύγει πάρα πολύ. Κάποια στιγμή αυτός δεν άντεξε. Μετά λέει ήταν όλοι μαζί και κάπου μαζί τους ήταν κι ο Γιαννιώτης. Όταν οδηγείς πολλές ώρες μπορείς ίσως να σκεφτείς περισσότερο κάποιον που την ίδια ώρα κολυμπά ασταμάτητα. Κι όταν άρχισαν να φτάνουν στην τελική ευθεία, ο σπίκερ δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιός είναι αυτός με το άσπρο σκουφάκι. Βλέπω κάποιον με άσπρο σκουφάκι έλεγε, είναι ή δεν είναι ο Γιαννιώτης; Και μετά άρχισε να ουρλιάζει ότι είναι ο Γιαννιώτης. Και ναι, εκείνη την ώρα που οδηγείς κι από την μια βλέπεις θάλασσα κι από την άλλη βουνά, φτιάχνεις την εικόνα στο μυαλό σου και θες - δεν θες ανατριχιάζεις. Και ο σπίκερ φώναζε πως ήταν πρώτος, ήταν πρώτος, ήταν πρώτος. Μέχρι που ήρθε δεύτερος. Και είναι ο ορισμός της χολιγουντιανής ταινίας όλο αυτό, από το μετάλλιο που έχασε στο τσακ στο Λονδίνο, ως το ότι ήταν 36 χρονών και οι άλλοι εικοσικάτι, κι ως τον τρόπο που τελικά έχασε. Και μετά τον ακούς στο ραδιόφωνο να μιλάει. Να λέει ότι στην τελική ευθεία έκλεισε τα μάτια και πήγαινε. Ότι δεν άντεχε τον πόνο και πήγαινε με τα μάτια κλειστά, δίνοντας όχι ό,τι είχε, αλλά κι από αυτά που δεν είχε. Κι όταν μετά βλέπεις και στην τηλεόραση την κούρσα, όταν βλέπεις πώς φεύγει ένα σώμα μπροστά στην ευθεία, ξέρεις ότι όσο υπάρχουν άνθρωποι θα υπάρχει αθλητισμός και αθλητικά κατορθώματα και αθλητικοί μύθοι και αθλητικοί συγκλονισμοί.
///
7) Κι όταν βλέπεις τον Μο Φάρα να κερδίζει ακόμη κι όταν πέφτει κάτω στα δέκα χιλιόμετρα και να μην αφήνει τον άλλο να τον περάσει στο πεντάρι διακόσια μέτρα πριν το φίνις, σπριντάροντας περισσότερο στο δικό του σπριντ, εξηγώντας μας για μια ακόμη φορά ότι τις νίκες τις παίρνει ο νικητής κι αυτός που σπάει το πνεύμα των άλλων, καταλαβαίνεις πως αν και όταν τον πιάσουν κι αυτόν ντοπαρισμένο, θα σε νοιάζει λιγότερο ακόμη και κηροζίνη να έκαιγε, γιατί ό,τι κι αν καίει, καίει κάτι κι η ψυχή του, κάτι μεταδοτικό.
///
8) Κι όταν στον Μαραθώνιο πανηγυρίζει ο 88ος, πανηγυρίζει κι ο 89ος, κι όταν ο 137ος τερματίζει με πλάγια βήματα κι ο 135ος με κουτσό, ξέρεις ότι ναι, όλοι αγωνίζονται για να νικήσουν, αλλά ακόμη περισσότερο όλοι αγωνίζονται για να αγωνιστούν, ότι και να καταργηθεί τελείως ο επαγγελματικός αθλητισμός, οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να τρέχουν Μαραθώνιους, με στόχο να αντέξουν, να μην ηττηθούν από το σώμα τους, να βάλουν το μυαλό τους σε ένα χώρο αδιανόητης μυθοποίησης του ποιος είμαι και τι κάνω τώρα, του ποιό νόημα έχει αυτό που κάνω,  όπου το σώμα θα υποφέρει μεν, θα συνεχίζει δε, ευθεία, πλάγια ή μπουσουλητά.
Ως το τέλος