Δευτέρα, Αυγούστου 31, 2009

H ευφορία της εβραϊκής εκδίκησης

Όλα όσα θέλατε ν ;κ[[[[[[[[;`]ρ4[]]5]]]]]4[-;οα
Τα ανωτέρω ιερογλυφικά είναι του μπέμπη, που μόλις είδε τη θέση πίσω απ' το λάπτοπ να αδειάζει, έσπευσε να την καταλάβει και να κάνει την παρέμβασή του στο ημιτελές ποστ.
Κάτι θα θέλει να πει, αλλά δεν ξέρω τι.
Αντίθετα, ξέρω τι θέλει να πει ο Ταραντίνο και στο αποκαλύπτω:
---
Oι ταινίες ως πατρίδα: Κατάσκοπος των Βρετανών ντυμένος Γερμανός αξιωματικός κινδυνεύει να προδοθεί από την προφορά του. Κινεί υποψίες: Από πού είσαι κι έχεις αυτήν την προφορά; Πριν τον πόλεμο ο κατάσκοπος ήταν κριτικός κινηματογράφου. Χωρίς να σαστίσει καθόλου απαντάει ρωτώντας: Έχετε δει την «Λευκή Κόλαση του Pitz Palu»; Από εκεί λοιπόν είμαι, από ένα χωριό εκείνου του βουνού, συμμετείχα μάλιστα στην περίφημη σκηνή των χιονοδρόμων με τους πυρσούς. Ο τύπος δεν βγαίνει απλώς μέσα από μια αγαπημένη του ταινία, βγαίνει μέσα από μια αγαπημένη του σκηνή. Και αν έχεις νιώσει ποτέ πώς είναι να μπαίνεις μέσα σε μια ταινία, αν έχεις νιώσει ποτέ το σινεμά ως δική σου πατρίδα, θα καταλάβεις πως δεν λέει ψέμματα για να γλιτώσει. Την αλήθεια λέει, αφού η πατρίδα της ταυτότητάς του είναι τελικά τυχαία, δεν την διάλεξε εκείνος, ενώ αντίθετα το σινεμά είναι η βαθύτερη του πατρίδα, αυτή που διάλεξε και τον διάλεξε, αυτή που αγαπά πέρα από κάθε τυχαιότητα.
Οι ταινίες ως ζωή μετά τη ζωή: Στρατιώτης γίνεται ήρωας πολέμου και υποδύεται τον εαυτό του αναπαριστώντας τα ανδραγαθήματα του σε προπαγανδιστική ταινία. Την ώρα που η ταινία προβάλλεται τον πυροβολούν στον κινηματογράφο. Πέφτει κάτω. Το αμέσως επόμενο πλάνο τον δείχνει να ζει, να βασιλεύει και να πυροβολεί αυτός. Στην ταινία την προπαγανδιστική. Κακώς ψαχουλεύει ο Γιάλομ στον κήπο του Επίκουρου μπας και νικήσει τον τρόμο του θανάτου. Στον κήπο του Ταραντίνο θα έβρισκε όλες τις σωστές απαντήσεις. Άπαξ και βρεθείς μέσα σε μια ταινία, η ζωή σου συνεχίζεται ακόμη και τη στιγμή που η ζωή σου έχει μόλις τελειώσει. Απαθανατίζεσαι. Εκτός κι αν την ταινία σου δεν την θυμάται πια κανείς. Αλλά ακόμη και τότε παίζει πάρα πάρα πολύ σοβαρά να την θυμάται ο μέγας σαβουρολάτρης Κουεντιν.
Οι ταινίες ως εκρηκτική ύλη: Πανηγυρική προβολή ταινίας σε γαλλικό σινεμά, με τη ναζιστική ελίτ να την παρακολουθεί. Το σινεμά πρέπει να ανατιναχθεί. Δεν υπάρχει πιο εύφλεκτο υλικό από το αρνητικό των φιλμ, το μάθαμε και στο «Σινεμά ο Παράδεισος». Ό,τι ταινία υπάρχει στις αποθήκες του κινηματογράφου μαζεύεται και δημιουργείται ένας μεγάλος σωρός. Αρκεί μια σπίθα και όλες αυτές οι κλεισμένες στα φιλμ εικόνες θα γίνουν φωτιά. Η διαδικασία είναι ολόδια: όλες οι ταινίες που έχει δει ο Ταραντίνο συσσωρεύονται στο μυαλό του, οι συνάψεις των νευρώνων του παίρνουν φωτιά και από όλα αυτά που έχει αλέσει προκύπτει μια χημική μεταβολή της ύλης, ένας νέος κόσμος συντεθειμένος από ολότελα αταίριαστες εικόνες που ενώθηκαν οργανικά σε ένα ενιαίο φλογερό σώμα.
Οι ταινίες ως ορθή επανάληψη της Ιστορίας: Δεν μπορεί, θα το έχεις ήδη πληροφορηθεί. Επιτέλους ο Χίτλερ τον πίνει. Μαζί με τον Γκέρινγκ, τον Γκέμπελς και τον Μπόρμαν. Αll four to end the war. Και όχι, δεν πρόκειται για δημιουργική τρέλα. Αντίθετα, ήταν δείγμα πνευματικής νωθρότητας και καλλιτεχνικής ευήθειας, το ότι μετά από τόσες δεκαετίες ταινιών για τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο κανείς δεν είχε διανοηθεί να τολμήσει (ή μάλλον δεν είχε τολμήσει να διανοηθεί) να ξεπαστρέψει τον Χίτλερ. Ο Ταραντίνο μάς δείχνει ότι εκείνο που κατεξοχήν αποτυγχάνει στην «Επιχείρηση Βαλκυρία» και σε κάθε παρεμφερή επιχείρηση δεν είναι το σχέδιο δολοφονίας του Χίτλερ. Μας δείχνει ότι το κρισιμότερο και εκείνο που σε διαφοροποιεί σε κάθε παρεμφερή επιχείρηση, δεν είναι καν η αίσθηση του τι επιτρέπεται να κάνεις και τι όχι ως δημιουργός, αλλά κάτι πολύ πιο θεμελιώδες: Το πώς αντιμετωπίζεις το σινεμά σου: Διεκπεραιωτικά ή ελεύθερα; Επαγγελματικά ή με λατρεία;
Οι ταινίες ως ευφορία: Οι «Μπάσταρδοι» τελειώνουν και η ευφορία με αρπάζει και μου φωτίζει το πρόσωπο, η ίδια ακριβώς ευφορία που με άρπαξε και μου φώτισε το πρόσωπο πριν 15 χρόνια, όταν τελείωνε μια μεταμεσονύκτια προβολή του «Pulp Fiction» και βγαίνοντας ξημερώματα απ' το σινεμά κοιτούσα ευτυχισμένος τον ουρανό πάνω απ' την Πανεπιστημίου.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Το περιβάλλον μου

Ένας χώρος ιδιωτικός. Που περικλείεται από τοίχους. Που κλειδώνει για να μην μπορεί να μπει κανείς. Κανείς ξένος. Που έχει ηλεκτρικό. Ώστε –πέραν της κουζίνας, του ψυγείου κλπ- να έχει τηλεόραση. Από μια εποχή και ύστερα και βίντεο. Που στην πορεία έγινε DVD. Που μελλοντικά θα γίνει Blue Ray ή οτιδήποτε άλλο. Που έχει υπεραπαραιτήτως νερό. Θέρμανση. Από μια εποχή κι ύστερα και ψύξη. Τηλέφωνο, φυσικά. Εδώ και αρκετά χρόνια που να πιάνει και το κινητό. Εδώ και λιγότερα χρόνια που να έχει πρόσβαση στο ίντερνετ. Γρήγορο κατά προτίμηση. Που μάλλον είναι πια ανάγκη. Αυτά προς το παρόν. Σε λίγα χρόνια πιθανότατα και κάποια άλλα, όσο η τεχνολογία προχωρά. Και η απομόνωση να είναι τόση όση. Να μπορεί δηλαδή να διακοπεί ανά πάσα στιγμή, προς ταχύτατη κάλυψη άλλων αναγκών - επιθυμιών. Κοντά να έχει περίπτερο. Σούπερ μάρκετ. Ντελίβερι διάφορα. Κινηματογράφους. Γήπεδα. Θέατρα. Συναυλιακούς χώρους. Mπαρ. Καφετέριες.
Αυτά με περιβάλλουν, αυτά θέλω να με περιβάλλουν, αυτό είναι το περιβάλλον μου, η πόλη είναι το δικό μου περιβάλλον, ο φυσικός μου χώρος, κι ας έχω διδαχθεί να το βλέπω ως κάτι το περίπου αφύσικο, ως μια έκπτωση από τον χαμένο φυσικό παράδεισο, αφού η Εδέμ ήταν πάντοτε κήπος και πάντοτε εκτός σχεδίου πόλης.
Στην Αθήνα γεννήθηκα, στην Αθήνα μεγάλωσα, στην Αθήνα ζω. Εξαρχής χωρίς αλάνες, χωρίς ρυάκια να τρέχουν στα πόδια μου, εξαρχής χωρίς κυριακάτικα τουρ στα δάση του Λεκανοπεδίου. Πώς θα γινόταν άλλωστε αυτό, αφού εδώ και τριάντα τόσα χρόνια καίγεται και ο τελευταίος πνεύμονας πρασίνου της Αττικής, πώς θα γινόταν άλλωστε αυτό αφού το περιβαλλοντικό τετέλεσται το τραγουδάμε χρόνο παρά χρόνο; Η αλήθεια είναι βέβαια ότι όσο έχω γυρίσει οδηγώντας την Ελλάδα, παντού πράσινο βλέπω και καμμένες εκτάσεις σπάνια. Με αυτό δεν θέλω προφανώς να αμφισβητήσω την πραγματικότητα, αλλά άλλο τόσο δεν είμαι διατεθειμένος να αμφισβητήσω και τα μάτια μου, που μου έχουν δείξει ότι δεν ζω σε μια κατακαμένη χώρα.
Κι αν η Ιστορία τελικά αποφασίσει ότι τις τελευταίες δεκαετίες καταστράφηκαν τα δάση της Αττικής, δεν παύει να είναι ένα κομμάτι της δικής μου ζωής που το πέρασα στεναχωρημένος για αυτά ακριβώς τα δάση, όπως και για όλα τα υπόλοιπα. Θέλω να πω ότι αν επί (και) της γενιάς μου δεν έχει μείνει πλαγιά για πλαγιά άκαυτη, δεν παύει να έχω πληρώσει ένα σημαντικό τίμημα, όταν κάθε μα κάθε μα κάθε καλοκαίρι μου μαυρίζει η καρδιά, όταν όσο κι αν προσπαθώ να το παλέψω, να το συνηθίσω και να βρω αντεπιχειρήματα, τελικά πάντα επικρατεί μέσα μου αυτή η εικόνα της αρχετυπικής καταστροφής της καμένης γης.
Και παλιά –δεν σε νοιάζει, αλλά θα στο πω ούτως ή άλλως- ήμουν πήχτρα στις ενοχές. Κι όσο περνάνε τα χρόνια τις πετάω μία μία από το παράθυρο και, δεν ξέρω, μπορεί αυτό να με καθιστά χειρότερο άνθρωπο, ξέρω όμως σίγουρα ότι με καθιστά και πολύ πιο απελευθερωμένο εσωτερικά, δηλαδή με άλλα λόγια περνάω εγώ καλύτερα, προσπαθώντας αυτή η απενοχοποίηση να μην προξενεί κακό στους άλλους. Απλά στον εαυτό μου δεν θέλω να κάνω άλλο κακό.
Νομίζω λοιπόν ότι αρκετά στενοχωρήθηκα για τις φωτιές. Από του χρόνου το κόβω μαχαίρι. Και από το άγχος του σε τι φυσικό περιβάλλον θα μεγαλώσει το παιδί μου, θα προτιμήσω το άγχος του σε τι ψυχικό περιβάλλον θα μεγαλώσει, θα προτιμήσω δηλαδή το άγχος να μην μαυρίζει την καρδιά του για τους χαμένους και καμένους παραδείσους. Και το πνεύμα το οποίο υποκρύπτεται πίσω από τον οδυρμό για αυτούς τους καμένους παραδείσους ίσως δεν είναι ριζικά διαφορετικό από το πνεύμα που διατρέχει κείμενα που αναπαράγονται συχνότατα στο ίντερνετ με τίτλο «Για τους γεννημένους πριν το 1980» (ή το 1983 ή το 1978 ή το 1985, αφού η ημερομηνία αλλάζει διαρκώς), το πνεύμα δηλαδή της οξείας νοσταλγίτιδας, ένα πνεύμα απόλυτης ωραιοποίησης του παρελθόντος κι απόλυτου αναθέματος του παρόντος.
Μα δεν αξίζει ανάθεμα στο παρόν, όταν κάηκε η Αττική; Αξίζει, ναι. Αλλά στο παρόν δεν αξίζει μόνο ανάθεμα. Όπως και το παρελθόν της οργανικής ένταξης στην παραδείσια φύση αποτελεί εξιδανίκευση, που αποσιωπά ένα σωρό μαλακίες που σέρνει μαζί της η φύση και από τις οποίες η πόλη μας έχει απαλλάξει κάνοντας τη ζωή μας καλύτερη.
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Παρασκευή, Αυγούστου 28, 2009

Ο επίμονος κηπουρός

Αντίθετα, η κοινωνία καίγεται για την 3η Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ το φθινόπωρο, στην οποία ο Αλέκος Αλαβάνος διεκδικεί κόκκινη κάρτα για να ψηφίζει, καίγεται για την μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ από συμμαχικό σε ενιαίο σχήμα.
Η Αριστερά δεν είναι φυτό εσωτερικού χώρου, ούτε ο ίδιος ανακάτεψε τους τελευταίους μήνες τα χώματά της περισσότερο από τον καθένα, μετατρέποντας μια εκλογική ήττα σε ένα όργιο εσωστρέφειας με χαρακτηριστικά εγωστρέφειας.

Πέμπτη, Αυγούστου 27, 2009

Μπάτε σκύλοι και χτίστε

Αμέσως μετά τις ευρωεκλογές ο λαθρομετανάστης μετατράπηκε σε κεντρική φιγούρα του πολιτικού σκηνικού· η κυβέρνηση έσπευσε να «καθαρίσει» τις πόλεις από κάποια από τα μέρη που συγκεντρώνονταν ή ζούσαν και να τους μαντρώσει αλλού, οι περισσότεροι κάναμε τα στραβά ματιά, το γενικό δημοσιογραφικό κλίμα ήταν πως μόνο ο ΛΑΟΣ είχε ακομπλεξάριστο λόγο απέναντι στο πρόβλημα, στο πρόβλημα που φορτώθηκε σε μεγάλο βαθμό στην Αριστερά, η οποία ήθελε τη χώρα σκορπιοχώρι. «Επιτέλους πόσους λαθρομετανάστες μπορεί να αντέξει η χώρα;» ήταν το κεντρικό ερώτημα.
Αμέσως μετά τις φωτιές ο ιδιοκτήτης αυθαιρέτου δεν φαίνεται να μετατρέπεται σε κεντρική φιγούρα του πολιτικού σκηνικού. Είναι λίαν αμφίβολο αν σε αντιστοιχία με τον καθαρισμό των πόλεων από όσους κυκλοφορούν χωρίς χαρτιά, θα επιχειρηθεί καθαρισμός των δασών από όσους έχουν χτίσει σπίτια χωρίς χαρτιά, ενώ η δοξολογημένη στο θέμα της μετανάστευσης νομιμόμητα παύει να δοξολογείται και τόσο, την ώρα που το επάρατο «μπάτε σκύλοι αλέστε» φαίνεται ότι δεν πειράζει και τόσο εφόσον οι σκύλοι μπαίνουν στο δάσος και χτίζουν σπίτια. Αν για το μεταναστευτικό αποφασίστηκε πως φταίνε τα θολά ιδεολογήματα της Αριστεράς περί αλληλεγγύης, στο θέμα των πυρκαγιών δεν ενοχοποιείται αντίστοιχα η μη Αριστερή ιδεολογία του να χτιστεί όσο περισσότερη γη γίνεται. Η αλληλεγγύη και τα ανθρωπιστικά κριτήρια περνάνε τώρα στα χέρια του ΛΑΟΣ που δηλώνει πως «όλα τα σπίτια που κάηκαν θα πρέπει απαραιτήτως - εφόσον αυτά αποτελούν 1η κατοικία - να επανέλθουν στην κατάσταση που είχαν όταν ανεγέρθησαν». Δεν είναι λοιπόν κριτήριο αν είναι αυθαίρετα. Αν είναι πρώτη κατοικία πρέπει να αποκατασταθούν. Απαραιτήτως. Εξίσου απαραιτήτως με το κλείσιμο των συνόρων. Γιατί δεν αντέχουμε άλλους ξένους. Γιατί τα δάση της Ελλάδας ανήκουν στους Έλληνες. Γιατί η αυθαίρετη δόμηση στα δάση δεν συνιστά εγκληματικότητα, δεν συνιστά ασυδοσία, γιατί στο ερώτημα «Επιτέλους, πόσα χτισμένα δάση μπορεί να αντέξει η χώρα;» η απάντηση είναι τα πάντα όλα, αρκεί επί των πλαγιών τους να χτίζονται πρώτες κατοικίες.

Δευτέρα, Αυγούστου 24, 2009

Ποστ της επικαιρότητας

Δεν ξέρω αν το λες βίλα, ένα πανέμορφο πάντως σπίτι, εντελώς μέσα στο δάσος, στο Διόνυσο. Οι φλόγες το πλησιάζουν. Παρακολουθούμε με αγωνία αν θα το φτάσουν. Περίπου σε εθνικό δίκτυο. Τελικά το σπίτι σώζεται. Ευτυχώς.
---
Στο Βουτζά τα αεροπλάνα ρίχνουν νερό. Ανεβασμένοι στη στέγη ενός σπιτιού δυο νεαροί. Φωτογραφίζουν με τα κινητά τους τη ρίψη.
---
Ένα τεράστιο Lapin κι ένας τεράστιος Μουστάκας. Ασπίδες από μπετόν. Η φωτιά δεν θα φτάσει στο λάπτοπ μου. Η πόλη είναι φίλος μου. Η φύση όχι.
---
Μετά τις φωτιές του επτά έλεγα να κάνω τουρ στην Ηλεία. Δεν το έκανα. Τώρα θα το κάνω· τα μέρη τα καμμένα είναι οικεία και πολύ κοντινά. Όσο σταχτί κι αν αντικρύσω, έχω την αίσθηση ότι το πράσινο και πάλι θα κυριαρχεί. Και δεν το λέω ειρωνικά, το λέω ως κάτι παρήγορο.
---
Εκείνο που τελικά μου αφαιρούν οι φωτιές είναι το άλλοθι του να τα ρίχνω όλα σε κάτι έξω από μένα, όπως π.χ. το κράτος. Η μη ενεργή συμμετοχή μου αφενός στην πρόληψη και αφετέρου στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών, δείχνει το πόσο τελειωμένος τυπάκος είμαι, δείχνει εν τέλει και γιατί ανέχομαι όλα τα υπόλοιπα, στα οποία η συμμετοχή μου δεν μπορεί να είναι τόσο ενεργή.
---
Αν οι πυρκαγιές καταστρέφουν, περισσότερο καταστρέφει η ειδησεογραφική μετατροπή τους τις τελευταίες δεκαετίες σε αφορμή οδυρμού δίχως τέλος. Δεν αντέχεται τόση μαυρίλα. Ειλικρινά.
---
Για την ακρίβεια, σε οδυρμού δίχως τέλος, μέχρι το τέλος που θα σημάνει η έξοδος από την επικαιρότητα. Η επικαιρότητα είναι τελικά το μεγαλύτερο δομικό κακό μιας κοινωνίας που ασχολείται με το κάθε πρόβλημα υπερεπισταμένως όσο βρίσκεται σε αυτή και το σβήνει εντελώς από κάθε άλλο σημείο του σώματός της πλην των γεννητικών της οργάνων όταν βγαίνει από αυτήν.
---
Συμπερασματικά: με νοιάζει ο εαυτός μου, η ατομική μου ιδιοκτησία, η ατομική μου βολή, η ατομική μου καλοπέραση. Αυτά περιφρουρώ, αυτά φροντίζω, για αυτά σου γράφω απ' το λάπτοπ μου. Έννοιες όπως «συλλογικά αγαθά» και «συλλογική ευαισθητοποίηση» είναι ξένες αφενός με την ιδιοσυγκρασία μου και αφετέρου με το μοντέλο πολίτη - καταναλωτή - τηλεθεατή που έχει εδραιωθεί.

Πέμπτη, Αυγούστου 20, 2009

Αρεία

Αν ο θρίαμβος του Τζέσε Όουενς στο Βερολίνο του 1936 μετατράπηκε σε σύμβολο της εποχής, ο θρίαμβος του Γιουσέιν Μπολτ στο Βερολίνο του 2009 μπορεί -και πρέπει- να μετατραπεί σε σύμβολο μιας νέας εποχής, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας θα είναι ότι κανένα ρεκόρ δεν μπορεί πλέον να θεωρείται εξωπραγματικό. Όταν αλλάζουν οι όροι και τα συστατικά της πραγματικότητας, αναπροσαρμόζεται και ο ορισμός του εξωπραγματικού. Εξωπραγματικά θα ήταν τα παγκόσμια ρεκόρ του Μπολτ στην αμέσως προηγούμενη εποχή, όταν ο μέσος άνθρωπος σκοτείνιαζε ακόμη τη σκέψη του γύρω από τον άξονα ντόπινγκ - αντιντόπινγκ. Τώρα πια, δεν πέρασαν μόνο τα χρόνια της δηλητηριώδους υποψίας, αλλά και τα χρόνια της αηδιασμένης βεβαιότητας που ακολούθησαν. Τώρα πια, απαλλαγμένοι από όλα αυτά τα ηθικολογικά βαρίδια μπορούμε να αφεθούμε στον ανυπόκριτο θαυμασμό για τα νέα μοντέλα σπρίντερ. Το να είσαι ο γρηγορότερος άνθρωπος όλων των εποχών είναι ομαδική δουλειά. Την ανθρώπινη -όπως και κάθε είδους- φύση ποτέ δεν την αφήσαμε ανεπηρέαστη: ο άνθρωπος είναι φύσει επεμβατικό ον. Θα ήταν αμαρτία να μείνει ακατέργαστη η φοβερή πρώτη ύλη του Μπολτ. Εάν θέλουμε να δούμε ως πού μπορεί να φτάσουν τα ανθρώπινα όρια, πρέπει να διασφαλίσουμε όλες τις συνθήκες ώστε ο πιο γρήγορος άνθρωπος να τρέξει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Στο καλύτερο ταρτάν κι όχι στην άσφαλτο. Με τα ταχύτερα παπούτσια κι όχι με σκαρπίνια. Με την υψηλότερη φαρμακευτική τεχνογνωσία κι όχι με πρωτεϊνες. Αυτό μπορούμε λοιπόν έως σήμερα να παρατάξουμε, έναν από εμάς που έχει φτιαχτεί έτσι ώστε να τρέχει τα 100 σε 9.58 και τα 200 σε 19.19. Αρεία είναι πλέον ολόκληρη η ανθρωπότητα.

Τετάρτη, Αυγούστου 19, 2009

Εκτενή διαστήματα βόειας ενατένισης

(Λίμνη Ιωαννίνων, η πίσω πόρτα)
---
Αυτό το καλοκαίρι μ' έπιασε απροσδόκητα η διάθεση να τσαλαβουτήσω ανάμεσα σε βιβλία, κυρίως προϋπάρχοντα. Πριν περάσω σ' αυτά, ε καπλ οφ -νοτ σόου κουικ άφτερ ωλ- νόουτς.
---
Στην «Επαφή» οι εξωγήινοι μάς στέλνουν μήνυμα να έχουμε μια επαφή μαζί τους. Δίνουν αναλυτικές οδηγίες για το πώς να κατασκευάσουμε το διαστημόπλοιο. Το κατασκευάζουμε με απόλυτο σεβασμό στα όσα λένε, αλλά πριν μπει μέσα η Τζόντι Φόστερ για να ταξιδέψει, έχουμε ενσωματώσει ένα κάθισμα για ασφάλεια. Το Τζοντάκι λέει να μην μπει, γιατί οι τύποι ξέρουν τι κάνουν, αλλά οι δικοί μας επιμένουν ότι δεν μπορούν να την αφήσουν απροστάτευτη σε τέτοιες ταχύτητες. Το τι συμβαίνει όταν ξεκινά το ταξίδι μπορείς να το δεις στα πρώτα δυο - τρία λεπτά αυτού του βίντεο. Ολοένα και περισσότερο λοιπόν, έχω την αίσθηση ότι αυτή η σκηνή έχει αναλογίες με τον τρόπο που δεν πρέπει να επιδράμε στην φυσική κίνηση ενός μικρού παιδιού: το διαστημόπλοιο είναι ο χώρος και το κάθισμα εμείς που το κρατάμε, τραβολογάμε κλπ.
Με άλλα λόγια, αν έχεις παιδάκι, ας το να τρέξει και να πέσει μόνο του.
---
Πολύ λιγότερο απροσδόκητα από τα βιβλία, με κέρδισε και το τελευταίο Βιβλιοδρόμιο. Τώρα αν πω ότι έχω βγάλει τα πέντε τελευταία χεσίματα με αυτό θα νομίζεις ότι το λέω ειρωνευόμενος κάτι, κι όμως το λέω προς έπαινο. Ξεχωρίζω ανάμεσα σε άλλα το «ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΡΟΥΚΟΥΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ ΣΑΝ ΝΑ ΑΚΟΥΣ ΚΑΠΟΙΟΝ ΕΥΡΥΜΑΘΗ, ΠΝΕΥΜΑΤΩΔΗ ΚΥΡΙΟ ΝΑ ΣΟΥ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΚΡΕΜΕΣΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΧΕΙΛΗ ΤΟΥ» (και μπορώ να βεβαιώσω ότι όσοι είχαμε την τύχη να τον έχουμε καθηγητή, πράγματι κρεμόμαστε από τα χείλη του), την διπλή καταδίκη Πλουμπίδη και τον τρόπο που αποδέχτηκε στωϊκά την καταδίκη του από το κόμμα του, που μοιάζει ίσως αρκετά με τον τρόπο που αποδέχτηκε στωϊκά την καταδίκη του από την πόλη του κάποιος άλλος, ο οποίος δεν μπορεί την τελευταία στιγμή να κακοποιήσει τους νόμους που υπερασπίστηκε μια ολόκληρη ζωή. Κι αφού έχει εξαντλήσει τα επιχειρήματά του, γυρνάει και λέει: «Μα αν φύγω τώρα θα γελοιοποιηθώ». Και συνεχίζει λίγο πιο κάτω ο αρθρογράφος «Για σκεφθείτε κάποιον σημερινό κατάδικο, ούτε καν κατάδικο, υπόδικο, ο οποίος θα έλεγε ότι προκειμένου να γελοιοποιηθώ καλύτερα να πεθάνω». Εδώ θα μπορούσαμε ίσως να σκεφτούμε τον σημερινό υπόδικο Θοδωρή Ηλιόπουλο, που κάνει απεργία πείνας, ωστόσο δεν έχω πρόθεση να ειρωνευτώ τον αρθρογράφο -ειλικρινά-, αντίθετα, έχω πρόθεση να επιχειρήσω μια άλλη αναλογία, που μπορεί να ακουστεί σόλοικη, ωστόσο δεν νομίζω ότι στερείται εντελώς βάσης: όσο ολότελα διαφορετικοί ανθρωπότυποι κι αν είναι ο Ηλιόπουλος και ο Χριστοφοράκος, κι όσο ολότελα διαφορετικά μέσα κι αν μετέρχονται για να αποκρούσουν τη φυλακή, υπάρχει πάρα ταύτα ένα νήμα που ενώνει την απεργία πείνας του ενός με τα επιχειρήματα του Γερμανού δικηγόρου του άλλου, που λέει πως δεν πρέπει να έρθει στην Αθήνα γιατί έχει καύσωνα και θα κινδυνεύσει η υγεία του. Υπό μια έννοια το αταίριαστο δίδυμο Ηλιόπουλου - Χριστοφοράκου βρίσκεται στην άλλη όχθη του αταίριαστου διδύμου Σωκράτη - Πλουμπίδη. Και κλείνω την βιβλιοδρομική αναφορά μου, με μια κατινιά και μικρότητα: στο διήγημα της Σώτης Τριανταφύλλου ο ήρωας διαβάζει «βασικά, μόνο «Σπορτάιμ»», γεγονός αξιοπρόσεκτο, μια και η Σπορτάιμ έχει κλείσει χρόνια, σε αντίθεση με τη Σπορντέι, που μάλλον βασικά διαβάζει ο ήρωας και στην οποία μακάρι να διαβάζει και μένα κάθε Κυριακή, στην παραλία ή -γιατί όχι- αφοδεύοντας κι αυτός.
---
Τις δε μη βιβλιακές σημειώσεις μου θα τις κλείσω με ένα λινκ στο τελευταίο ποστ του καλού αυτού ανθρώπου που λέγεται Σραόσας. Δες τι ωραία τα λέει στο τέλος, όταν παραδίνεται στη «συμπόνοια για τους ανθρώπους και στην κόπωση από τους ανθρώπους». Ο Σραόσας είναι μάλαμας (έχω πάει να δω και Μάλαμα μαζί του - είχαμε πάρει και γυναίκες μαζί για ξεκάρφωμα), αλλά σε αντιδιαστολή με την μαλαμοσύνη του μπορώ να πω ότι όσο περνάνε τα χρόνια αντιλαμβάνομαι πως τελικά εγώ είμαι άνθρωπος που κάνει πολύ πιο ευχάριστα συντροφιά με ιδέες παρά με ανθρώπους, που βρίσκει τελικά πιο ενδιαφέρουσες ιδέες παρά ανθρώπους, εξού και το παρόν ποστ μιλάει για ιδέες και βιβλία κι όχι για ανθρώπους.
---
Βιβλία λοιπόν: Το «Σαββατοκύριακο» του Μπέρνχαρντ Σλινκ το βρήκα απογοητευτικό, ξεπέτικο, εύκολο, αλλά μάλλον αυτό είναι ένα από τα κακά του να γίνεσαι πολύ της μόδας και να γράφεις υπό την παραπειστική της πίεση. Το «Περί Τυφλότητος» του Σαραμάγκου ως εκεί (το λίγο πάντως) που έχω φτάσει, είναι εντελώς ίδιο με την ταινία, όσο για το κόλπο με τις πολλές προτάσεις σε μία, ενδιαφέρον το βρίσκω, χωρίς να κόψω όμως και φλέβες, ενώ το ενδεχόμενο να έχω κληρονομήσει στην γάμπα τον πατρικό φλεβίτη παραμένει ανοικτό. Ούτε ο Μπουβάρ ούτε ο Πεκισέ με έχουν συναρπάσει ως τώρα, έχουν αφήσει ωστόσο αρκετές υποσχέσεις συναρπάσματος για τη συνέχεια. Ξαναξεφύλλισα τα άπαντα του Ελύτη και βρήκα αρκετούς στίχους ή αποφάνσεις του να έχουν, πώς να το πω, μια αφέλεια, και όχι με την καλή, την ποιητική έννοια. Ρισπέκτ πάντως, σε κάθε περίπτωση, για να μην παρεξηγιόμαστε.
---
Για τον Ντε Μποτόν και το βιβλίο για τον Προυστ, ήδη έγραψα λίγα ποστ πιο κάτω, μου άρεσε πολύ, να ξέρεις, αν και βρήκα και λίγα σημεία αχρείαστα, συνταγογραφικά κλπ. Να και δυο αποσπάσματα απ΄το βιβλίο, το πρώτο του ίδιου του Προυστ:
«Ο μόνος τρόπος να υπεραμυνθούμε της γλώσσας είναι να της επιτεθούμε, μάλιστα, ακριβώς, κυρία Στρος!». Φακ, γιέα :)
Το δεύτερο αντιδιαστέλλει προφορικό και γραπτό λόγο, γραφή και συζήτηση και λέει για το νου ότι «... πρόκειται για όργανο που λειτουργεί αδιαλείπτως, αλλά κινδυνεύει διαρκώς να χάσει τον ειρμό ή να περισπαστεί και το οποίο γεννά ζωτικές σκέψεις περιστασιακά μόνο, περνώντας μεγάλα διαστήματα σε αδράνεια ή στην ασημαντότητα ... Στο άλλο άκρο η γραφή επιτρέπει να αποστάξουμε τη σποραδικότητα του νου μας ... να συλλέξουμε τις εμπνευσμένες στιγμές ... ανάμεσα στις οποίες, ενδεχομένως, μεσολάβησαν εκτενή διαστήματα βόειας ενατένισης».
Κι εδώ πρέπει να σου εξομολογηθώ ότι τον τελευταίο καιρό, όταν πρέπει να γράψω κάθομαι στο κομπιούτερ και τα διαστήματα της βόειας ενατένισής μου γίνονται συνεχώς και εκτενέστερα. Το ΄χω κάψει. Τουλάχιστον it was better to burn out, than it would be to rust.
---
To «Ξενοδοχείο Lutetia» του Πιερ Ασουλίν -που είναι και κανονικός μπλόγκερ λέει- κοντεύω να το τελειώσω. Στην αρχή το βρήκα σούπερ ατμοσφαιρικό, και είναι σούπερ ατμοσφαιρικό, αλλά όσο προχωρούσε είδα να μην πηγαίνει πουθενά πέραν της ατμόσφαιρας, της λεπτομερειακής καταγραφής αχρείαστων για λογοτεχνία πληροφοριών και να διακατέχεται από ένα ανεπανάληπτο name dropping. Aπογοητευτικό αν και γοητευτικό μαζί, με πλήθος πάντως ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, από τις οποίες θα ξεχωρίσω εκείνη στην οποία ο ήρωας λέει «να γλιστρήσω από τις παραχωρήσεις στο συμβιβασμό κι από τον συμβιβασμό στη συνενοχή». Μου αρέσει αυτή η διάκριση, η διαφοροποίηση, το σταδιακό των εκπτώσεων, που ποτέ δεν γίνονται μονομιάς, αλλά πάντα λίγες λίγες.
---
Τρέχοντας στην Εθνική, φτάνεις να αντιλαμβάνεσαι ότι από ένα σημείο και ύστερα τρέχεις για να τρέχεις, κι ότι όσο κι αν τρέχεις είναι σαν τρύπα στο νερό, όχι γιατί υπάρχει πάντα το ασύγκριτα πιο γρήγορο, αλλά γιατί έτσι, γιατί τελικά όλο αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Οπότε με έπιασε η διάθεση να ξαναδω λίγο την «Βραδύτητα», ξαναπιάνοντας έτσι τον Κούντερα στο στόμα μου (με τον κίνδυνο να μου κάνει Ασφαλιστικά η Βιβ). Και μόλις αρχίζεις τον Κούντερα θες να τον πας όλο και παρακάτω, όλο και παρακάτω, αλλά ας μείνουμε στο θέμα μας: «Όλα αλλάζουν όταν ο άνθρωπος εκχωρεί την ικανότητά του για ταχύτητα σε μια μηχανή: από εκείνη τη στιγμή το σώμα του βρίσκεται εκτός παιχνιδιού και βρίσκεται σε μια ταχύτητα που είναι ασώματη, άυλη, ταχύτητα αμιγής, ταχύτητα καθαυτήν, ταχύτητα έκσταση». Σώμα εκτός παιχνιδιού και άνθρωπος εκτός χρόνου λέει λίγο παραπάνω. Δεν ξέρω αν συμφωνώ, συμφωνώ πάντως με την αρχική παρατήρηση του βιβλίου, πόσο παράδοξο είναι να φοβόμαστε τη σκιά μας και μόλις πιάνουμε τιμόνι να αγνοούμε τους υπαρκτότατους κινδύνους.
---
Τον «Οδυσσέα» τον έχω χρόνια, φυσικά αδιάβαστο. Προσπάθησα μια - δυο φορές, αλλά τα παράτησα αμέσως. Μέχρι που πριν δυο χρόνια ανακάλυψα το 17ο κεφάλαιο. Μου προξένησε πνευματική απόλαυση για μερικές μέρες και μετά το ξέχασα. Το ξαναθυμήθηκα πρόσφατα. Και είναι ένας συνδυασμός ευφορίας και δέους αυτό που εισπράττω χαζεύοντάς το. Για τους πιο απερίσκεπτους υπάρχει και στα αγγλικά.
Λίγα ελληνικά ακολουθούν και προς το παρόν με αυτά σε αποχαιρετώ (κι όχι, οι αμέσως επόμενες δεν είναι λογοτεχνικά άχρηστες χρηστικές πληροφορίες, αλλά το διονυσιακό όργιο της γλώσσας και του πνεύματος, μεταφρασμένο υπέροχα απ' τον Σωκράτη Καψάσκη):

«Τι είδε ο Μπλουμ πάνω στη φουφού;
Στο δεξί (μικρότερο) μάτι μια μπλε εμαγιέ κατσαρόλα, στο αριστερό (μεγαλύτερο) μάτι έναν μαύρο σιδερένιο βραστήρα.

Τι έκανε ο Μπλουμ στη φουφού;
Μετέθεσε την κατσαρόλα στο αριστερό μάτι, σήκωσε και μετέφερε τον σιδερένιο βραστήρα στο νεροχύτη, με σκοπό να ελευθερώσει τη ροή, στρέφοντας τη βρύση για ν' αφήσει το νερό να τρέξει.

Έτρεξε;
Ναι. Από το υδραγωγείο Ράουντγουντ στην επαρχία Ουίκλοου, χωρητικότητας 2.400 εκατομμυρίων γαλονιών, διανεμόμενο μέσα από ένα υπόγειο παροχετευτικό σύστημα φιλτραρισμένων διόδων μονής και διπλής σωληνώσεως, κατασκευασμένο μ΄ένα αρχικό κόστος εγκαταστάσεως 5 λιρών ανά τρέχουσα γιάρδα, ενδιαμέσως από το Νταργκλ του Ράθνταουν, στο Γλεν οφ δη Ντάουνς, στο Γκάλογουιλ, μέχρι το υδραγωγείο των 104 στρεμμάτων στο Στίλοργκαν, μια απόσταση 22 στατικών μιλίων, κι από κει, μέσα από ένα σύστημα βοηθητικών δεξαμενών με κλίση 250 ποδιών, ως τα σύνορα της πόλεως, στη γέφυρα Γιούστεϊς, στην οδό Άνω Λήζον, πάρ΄όλο που λόγω παρατεταμένης καλοκαιρινής ξηρασίας και καθημερινής καταναλώσεως δωδεκάμισι εκατομμυρίων γαλονιών, το νερό είχε κατέβει κάτω από την στάθμη του υδατοφράκτου υπερχειλίσεως και για τον λόγο αυτό ο τοπικός επιθεωρητής και μηχανικός υδραυλικών έργων κ. Σπένσερ Χάρτυ, αρχιμηχανικός, κατ' εντολήν της επιτροπής υδραυλικών εργασιών, είχε απαγορεύσει τη χρήση δημοτικού νερού για σκοπούς άλλους απ΄αυτούς των οικιακών αναγκών (αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο προσφυγής στο μη πόσιμο νερό των καναλιών Γκραντ και Ρόγιαλ, όπως και το 1893), ιδιαιτέρως εις τους Σάουθ Ντάμπλιν Γκάρντιανς, οι οποίοι μη αρκούμενοι εις την ημερήσια μερίδα τους των 15 γαλονιών ανά τρόφιμο, την παρεχομένη μέσω ενός μετρητού 6 ιντσών, είχαν καταδικασθεί για σπατάλη 20.000 γαλονιών ανά νύκτα, συμφώνως προς την ανάγνωση του μετρητή τους, βεβαιωμένη από το νομικό αντιπρόσωπο της εταιρίας δικηγόρο κ. Ιγνάτιο Ράις, και ως εκ τούτου ενεργούντες προς ζημίαν ενός άλλου τμήματος δημοτών, αυτεξουσίων φορολογουμένων, αξιοχρέων και υγιών,

Τι θαύμαζε στο νερό ο Μπλουμ, νερολάτρης, νεροβγάλτης, νεροκουβαλητής, ξαναγυρίζοντας στη φουφού;»
(Παραλείπω την ακόμη πιο τεράστια από την αμέσως προηγούμενη, αν και φυσικά αποτελούμενη από μία και μόνο πρόταση, απάντηση)

«Όταν τοποθέτησε στ' αναμμένα τώρα κάρβουνα τον μισόγεμο βραστήρα, γιατί ξαναγύρισε στη βρύση που ακόμα έτρεχε;
Για να πλύνει τα λερωμένα χέρια του με μια μισοφαγωμένη πλάκα σαπουνιού με μυρωδιά λεμονιού, μάρκας Μπάρινγκτον, που είχε ακόμα κολλημένο πάνω της το χαρτί (αγορασμένη πριν από δεκατρείς ώρες για τέσσερις πέννες και ακόμη απλήρωτη) με φρέσκο, κρύο, που ποτέ δεν αλλάζει, που πάντα αλλάζει, νερό, για να σκουπίσει, πρόσωπο και χέρια, με μια μακριά μπαμπακερή πετσέτα με κόκκινη μπορντούρα, περασμένη γύρω από έναν ξύλινο περιστρεφόμενο κύλινδρο».

Παρασκευή, Αυγούστου 14, 2009

Κινούμενο φως στο σκοτάδι

Ένα φωτάκι διασχίζει το βουνό, ένα άλλο πετάει στον ουρανό, ένα τρίτο στο βάθος της θάλασσας.
Η νύχτα προσπαθεί να οικειοποιηθεί γη, αέρα και νερό, ώστε να σε πείσει πως τα τρία αυτά φωτάκια κινούνται πάνω στο ίδιο ακριβώς σκοτεινό υλικό.
Φωτάκια που μετακινούνται, φωτάκια που απομακρύνονται, φωτάκια που ταξιδεύουν.
Και καταλαβαίνεις ότι το φως δεν προέρχεται τόσο από το μέσο (από το αυτοκίνητο, το αεροπλάνο ή το πλοίο), όσο από αυτό καθαυτό το ταξίδι, που μεγαλύτερο ή μικρότερο, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικό, δεν παύει να έχει την φωτεινή του αυταξία.

Πέμπτη, Αυγούστου 13, 2009

Παραπάτησε

Χθες παραπάτησε στην άμμο.
Παρά λίγο να πέσει.
Τον κορόιδεψα (γιατί έτσι είναι η φτιαξιά μου).
Το κατάλαβε (πως τον κορόιδεψα, όχι πως έτσι είναι η φτιαξιά μου).
Κατέβασε το κεφάλι, έστρεψε προς τα μέσα το βλέμμα και σούφρωσε τα χείλια.
---
Σήμερα έβαλε στο παιχνίδι τον αγαπημένο του σκοπό.
Σήκωσε τα χέρια κι άρχισε να χτυπά τα πόδια.
Όπως κάνει πάντα σε αυτόν τον σκοπό.
Μια άγνωστή του κυρία άρχισε να γελάει.
Από χαρά.
Δεν το κατάλαβε.
Κατέβασε το κεφάλι, έστρεψε προς τα μέσα το βλέμμα, σούφρωσε τα χείλια κι έβαλε τα κλάμματα.
---
Εικάζω ότι έχει αρχίσει να αποχωρεί από τον κόσμο
της αυτάρκειας του βλέμματός του,
καθώς αυτό ετεροκαθορίζεται πια,
παίρνοντας την βοήθεια του κοινού.
---
Να ΄ναι άραγε αυτή η πρώτη έκπτωση απ' τον βρεφικό παράδεισο;
---
Εσύ συγκαθοριζόμενος καίρια από τη γνώμη των άλλων για σένα.
Τόσο νωρίς;
Τόσο λίγο;
Καλά δεν ήσουν εσύ ως σκέτο εσύ;
---
Παραπάτησε ξανά.
Κι αυτή τη φορά πέσε.
Στην άμμο την κανονική.
Η άλλη -της εξάρτησης από το πως θα σε δω εγώ- είναι κινούμενη.
Και θα σε πνίγει δια βίου·
σαν συνείδηση, σαν ενοχή, σαν μη ελευθερία.

Τετάρτη, Αυγούστου 12, 2009

Πειραγμένη κάθαρση

Οι απροσδόκητα θεραπευτικές ιδιότητες του «Ιnland Empire» ως αιφνιδίως ανακληθείσας στη μνήμη αίσθησης: χαρτογραφώντας το εσωτερικό χάος, εικονογραφώντας λαβυρίνθους χωρίς διέξοδο και περιφρονώντας κάθε δυνατότητα ερμηνευτικής παρηγοριάς, η ταινία αυτή δεν γυρίστηκε για να αγαπηθεί, αλλά για να χαθεί περισσότερο απ΄ό,τι μπορείς ποτέ να χαθείς εσύ και να σου προσφέρει ομοιοπαθητικά τον κόσμο της ως απόδειξη πως στη ζωή δεν γίνεται να βγάζουν όλα νόημα.

Κυριακή, Αυγούστου 09, 2009

Δυο αυγουστιάτικες εικόνες

Κατσαρόλα στην οποία βράζει καρότο και κρέας.
Υou know, for kids.

Σ΄αυτήν την εικόνα δεν βάζω λεζάντα, έχει μόνη της.
Η φώτο είναι από το «Βήμα», αλλά την είδα χθες ασπρόμαυρη και στα «Νέα» και κάτι μου ΄κανε. Δεν με εξιτάρει τόσο η ιδεολογικοαισθητική μάχη που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια με φόντο την Επίδαυρο, όσο το ούλτρα παραμυθιασμένο βλέμμα των επτά. Σκεφτόμουν από χθες ότι το βλέμμα αυτό παρέχει πολλές περισσότερες δυνατότητες ανάπτυξης από όσες χωράνε σε ένα ποστ ή σε ένα άρθρο, αλλά μόλις τώρα συνειδητοποίησα πως σκεφτόμουν έναν τύπο ανθρώπου (έναν ηθοποιό που έχει προλάβει να θητεύσει σε νεαρή ηλικία δίπλα όχι σε απλούς σκηνοθέτες, αλλά σε Δασκάλους, οι οποίοι δεν κάνουν απλές πρόβες, αλλά σκάβουν τη ψυχή και αναρωτιόμουν πόσο σκάψιμο μπορεί να αντέξει μια ψυχή, αφού αν τον χειμώνα σκάβεται από την μια πλευρά και το καλοκαίρι από την άλλη και τον επόμενο χειμώνα από την παράλλη, τότε το επίπεδο της αυτογνωσίας, της ευαισθησίας, της σοφίας που έχει κατακτήσει πρέπει να αγγίζει ήδη το ανεπανάληπτο), αντί να σκεφτώ έναν άνθρωπο. Δηλαδή ανεξάρτητα από το αν αυτός ο τύπος ανθρώπου θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να αποτελέσει έναν ενδιαφέροντα λογοτεχνικό χαρακτήρα, βλέποντας τους επτά εγώ βλέπω έναν· ενώ είναι επτά διαφορετικοί· που και στον ίδιο τύπο ανθρώπου να ανήκουν, σκάβονται αλλιώς, παραμυθιάζονται αλλιώς, επηρεάζονται αλλιώς, αντιδρούν αλλιώς.

Παρασκευή, Αυγούστου 07, 2009

Η σελίδα 56

Ξεκινάω χθες να διαβάζω το βιβλίο του Αλαίν Ντε Μποττόν «Πως ο Προυστ μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου». Φτάνοντας στα σελίδα 54 διαβάζω: «Εξ ου, επίσης, και οι σχετικοί ισχυρισμοί του Προυστ ότι, δυνητικά, τα πάντα συνιστούν γόνιμη πηγή έμπνευσης και ότι είναι εφικτό να ανακαλύψουμε πράγματα πολύτιμα τόσο σε μια διαφήμιση σαπουνιού όσο και στους «Στοχασμούς» του Πασκάλ». Η σελίδα 54 συνεχίζεται και τελειώνει, η σελίδα 55 αρχίζει, συνεχίζεται και τελειώνει και γυρνάω σελίδα.
Ιδού η σελίδα 56:
Πάνω μια φωτογραφία από διαφήμιση του σαπουνιού Pears' Soap και στην υπόλοιπη σελίδα τα ακόλουθα λόγια:
«Φαίνεται δύσκολο να στηρίξει κανείς την άποψη ότι η ευδαιμονία που προσφέρει το σαπούνι είναι πράγματι σημαντική όσο και οι «Στοχασμοί» του Πασκάλ. Όμως ο Προυστ δεν είχε αυτό κατά νου - υποστήριζε απλώς ότι και μια διαφήμιση σαπουνιού μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία στοχασμών, οι οποίοι ίσως κατέληγαν να εμβαθύνουν στο θέμα τους όσο και οι αντίστοιχοι που διατυπώνονταν και αναπτύσσονταν έξοχα στους «Στοχασμούς». Αν τυχόν δεν έχουμε φτάσει ποτέ σε κάποιο βαθύ συλλογισμό με αφορμή το σαπούνι, αυτό ίσως οφείλεται στην προσκόλλησή μας σε συμβατικές αντιλή-».
Ελάχιστα πράγματα βρίσκω τόσο γοητευτικά όσο τις συμπτώσεις.
Μερικές συμπτώσεις μάς βγάζουν απ' το δρόμο μας, μερικές άλλες μάς δείχνουν το δρόμο μας, μερικές μάς κάνουν να αναρωτιόμαστε για πολλοστή φορά για τον οδοποιό.
Πιο ηλίθιο απ' όλους λέω αυτόν που παύει να εκπλήσσεται και πιο δειλό αυτόν που παύει να κλονίζεται από της ζωής του τις συμπτώσεις.

Δευτέρα, Αυγούστου 03, 2009

Καμία διαφορά

Ένοπλος εισέβαλε σε κέντρο που συχνάζουν νέοι ομοφυλόφιλοι στο Τελ Αβιβ, άνοιξε πυρ, σκότωσε δύο και τραυμάτισε αρκετούς ακόμα.
Βλέπω στις ειδήσεις αυτόν τον τύπο να λέει ότι ο δράστης δεν έχει καμία διαφορά από τρομοκράτη της Χαμάς και σκέφτομαι ότι η ατάκα του είναι ανεπίγνωστα μια ωδή στη σχετικότητα του απόλυτου κακού, υπό την έννοια ότι αυτό που μπορεί να έχει αυτός ως απόλυτο κακό στο μυαλό του μπορεί σε άλλες γωνιές της γης να θεωρείται από απόλυτο καλό ως αναγκαίο κακό στη χειρότερη.
Σκέφτομαι ακόμα ότι αυτή του η δήλωση μπορεί να σκανδαλίσει από Ισραηλινούς που θα θεωρήσουν προσβλητική την εξομοίωση κρατικών εχθρών με έναν κοινό εγκληματία, ως Παλαιστίνιους που θα θεωρήσουν προσβλητική από την ανάποδη την εξομοίωση αγωνιστών για την ελευθερία με έναν δολοφόνο.
Κι έπειτα υπάρχουν κι άλλου είδους τομές· μπορεί Ισραηλινοί που μισούν Παλαιστινίους και Παλαιστίνιοι που μισούν Ισραηλινούς να ενώνονται στην απέχθειά τους για τους ομοφυλόφιλους ή, αντίστροφα, στην προσδοκία τους για μεγαλύτερη ελευθερία των ομοφυλοφίλων.
Όσο για την Ελλάδα η πράξη μπορεί να έχει αντίκτυπο διαφόρων ειδών: από αυτούς που θεωρούν ότι ο συνδυασμός Εβραίος και πούστης συνιστά το φρικαλεότερο τζακ ποτ, ως τον Παναγιώτη Δημητρά που πρέπει να τον εκφράζει απόλυτα η εξομοίωση των δυο απόλυτων κακών (επίθεση με στόχο γκέι - επίθεση με στόχο Εβραίους).

Κυριακή, Αυγούστου 02, 2009

Πες μου ποιόν φόβο αγάπησες πάλι

Δυο διαμετρικά αντίθετοι κόσμοι φιλοξενούνται διαδοχικά στην τηλεοπτική σου οθόνη. H μετάβαση από τις ειδήσεις στις διαφημίσεις είναι η μετάβαση από το βασίλειο του φόβου στο βασίλειο της προσδοκίας. Από την αφήγηση ενός κόσμου ο οποίος βάλλεται πανταχόθεν από κινδύνους που απειλούν να μετατρέψουν τη ζωή σου σε κόλαση, μεταφερόμαστε στην αφήγηση ενός κόσμου όπου το κάθε προϊόν είναι και μια υπόσχεση ετοιμοπαράδοτου παραδείσου.
Ας μην έχουμε αυταπάτες, τα πράγματα είναι πραγματικά σκούρα. Ο καύσωνας είναι αφρικανικός· η γρίπη νέα· η μετανάστευση ανεξέλεγκτη· η οικονομική κρίση παγκόσμια. Ευτυχώς, αμέσως μετά, τα πράγματα βελτιώνονται θεαματικότατα· γιατί τα επιτόκια είναι χαμηλά, ο χρόνος ομιλίας δωρεάν, οι τράπεζες ο καλύτερος σου φίλος και εκείνο που πραγματικά αγοράζεις στην τιμή ενός αναψυκτικού είναι η ευτυχία.
Ο φόβος διαπερνάει όλα τα ιδεολογικά ρεύματα. Άλλοι θα φοβηθούν την εγκληματικότητα και την τρομοκρατία, άλλοι θα φοβηθούν το υπερπανίσχυρο και αποτελεσματικότατο κράτος, που με τους δρακόντειους νόμους του και την υπερσύγχρονη τεχνολογία θα μπορεί να παρακολουθεί τους πάντες και τα πάντα. Ρούπι, σου λέει ο ένας, δεν θα μπορούμε να κουνηθούμε γιατί θα μας κόψουν το λαρύγγι οι εγκληματίες, ρούπι, σου λέει ο άλλος, δεν θα μπορούμε να κινηθούμε από το φακέλωμα, οπότε υπό τον φόβο του ελέγχου ας αυτοελεγχθούμε.
Αλλά μπας και δεν φοβάται το ίδιο το κράτος; Το κράτος φοβάται κατεξοχήν το πρόσωπο. Στην αρχή σου λέει μην του φορέσεις μάσκα και κουκούλα, γιατί τότε για το ίδιο ακριβώς αδίκημα πενταπλασιάζεται η ποινή σου, τώρα ετοιμάζεται να σου πει να του φορέσεις μάσκα για να μην μεταδώσεις το μικρόβιο της νέας γρίπης. H εμβληματική λέξη των διαφημίσεων, η λέξη «νέα», που προστίθεται επειδή το ίδιο ακριβώς προϊόν πρέπει να αναβαφτίζεται διαρκώς ονομαστικά για να μη μουχλιάζει η καταναλωτική σου φαντασίωση, έρχεται τώρα ειρωνικά να προσδιορίσει ενάν ιό.
Να φοβάσαι οπουδήποτε αλλού εκτός από την κατανάλωση. Εκεί να μη φοβηθείς να δανειστείς, να μη φοβηθείς να φεσωθείς. Εκεί όλα θα πάνε καλά. Εκεί ο κίνδυνος αποσιωπάται. Καταναλώνουμε φόβο χωρίς να φοβόμαστε την κατανάλωση. Και τελικά και ο δελτιοειδησεικός φόβος λειτουργεί εκ του αποτελέσματος διαφημιστικά, απλά είναι τα μεγέθη διαφορετικά και υποψήφιος αγοραστής είναι το κράτος που θα παραγγείλει συστήματα ασφαλείας και παρακολούθησης ή ένα εμβόλιο για τον καθένα (το εμβόλιο που ενώ υποτίθεται πως είναι η αποθέωση της επιστήμης και του ορθού λόγου, έχεις την αίσθηση πως μετατρέπεται ψυχολογικά σε placebo, σε ξόρκι, σε σταύρωμα των δακτύλων κάτω από τη σκαλωσιά). Στις διαφημίσεις κρίσιμο είναι το πορτοφόλι σου, στις ειδήσεις κρίσιμη γίνεται έτσι η διαμόρφωση της συνείδησής σου, η συναίνεσή σου στην αγορά από το κρατικό πορτοφόλι.
Και -ω της συμβολικότητας- στη Βρετανία φτάσαμε στο άκρο όπου το «Εθνικό Ίδρυμα για την Εγκυμοσύνη» πρότεινε στις γυναίκες να αποφύγουν να συλλάβουν μέχρι να περάσει η πανδημία. Να σταματήσουμε λοιπόν εντελώς να ζούμε για να μην κολλήσουμε καμιά αρρώστια, αρρώστιες και κίνδυνοι υπάρχουν μόνο εκεί που υπάρχει ζωή, κανείς νεκρός δεν κινδυνεύει, κανείς νεκρός δεν αρρωσταίνει, κανείς νεκρός δεν μένει άνεργος επειδή δεν υποχώρησε, κανείς νεκρός δεν πονά, ο θάνατος είναι η μόνη λύση και μέχρι να συμβεί αυτός το κοντινότερο υποκατάστατό του: ο φόβος που σε παραλύει, ο φόβος που σε καθηλώνει, ο φόβος που σε νεκρώνει.
Κάθε επικέντρωση σε μέτρα προφύλαξης από συγκεκριμένους κινδύνους μπορεί και να σημαίνει ότι έτσι αποκλείουμε από τον ψυχολογικό οπτικό μας ορίζοντα όλους τους υπόλοιπους. Θα αντιτείνει κανείς, πως όχι βέβαια, πως απλώς πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει απ’ το χέρι μας. Δεκτόν, αρκεί να μη νομίζουμε πως από το χέρι μας περνάνε όλα. Αρκεί να καταλάβουμε ότι υπάρχει ένα όριο ελέγχου που μπορούμε να έχουμε πάνω στα πράγματα.
Άπαξ δηλαδή και αποδεχθείς ότι αφενός δεν μπορείς να ελέγξεις τα πάντα και αφετέρου πώς, ακόμη και να μπορούσες, πάλι κάποια στιγμή στην άκρη του τούνελ παραμονεύει αναπόφευκτα η φυσική φθορά και η εκμηδένιση του θανάτου, τότε παύεις να είσαι τόσο υστερικός με τους κινδύνους, τότε παύεις να αποφεύγεις ζωογόνες δραστηριότητες επειδή σκέφτεσαι διαρκώς τι μπορεί να σου συμβεί. Γιατί το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να φοβηθείς να ζήσεις.
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)