Κυριακή, Αυγούστου 31, 2014

Η κτηνώδης ελπίδα

 
Βλέπω αυτές τις φώτο απ' τη Γάζα. Δεν έχω τσεκάρει εκατό τοις εκατό αν είναι αυθεντικές, ακόμη κι αν τυχόν δεν είναι όμως, δεν παύουν να είναι αληθινές. Μετά την εκεχειρία τα παιδιά βγήκαν στη θάλασσα και το γιορτάζουν. Αυτή η κτηνώδης δύναμη της ζωής να μη σταματά να συνεχίζεται. Να προσπερνά τους νεκρούς και να προχωρά με τους ζωντανούς. Και να λέει στον θάνατο, μπορεί να είσαι πιο αμετάκλητος από μένα, αλλά εγώ είμαι πιο ξεροκέφαλη από σένα. Επιμένω παρά την παρουσία σου. Δεν κοιτάζω άλλο πίσω. Κοιτάζω μόνο μπροστά. Κι ας ξέρω ότι στο τέρμα του μπροστά είσαι εσύ. Σε αψηφώ. Σε περιγελώ. Γελάω. Κολυμπάω. Παίζω. Ζω.

Παρασκευή, Αυγούστου 29, 2014

Όταν

Όταν ο Αλέξανδρος έτρωγε βαλάνους,
στο Λουξεμβούργο τρώγαν βαλανίδια.

Τετάρτη, Αυγούστου 27, 2014

Fun Time Beach café

Πριν την έναρξη των προημιτελικών του μουντιάλ, οι αρχηγοί των ομάδων διάβασαν ένα μήνυμα της FIFA: «Καταδικάζουμε ολόψυχα τις διακρίσεις από όποια αιτία κι αν προέρχονται, συμπεριλαμβανομένης της φυλής, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της εθνικής καταγωγής και της θρησκείας». Και όσο άνετα μπορεί να προσυπογράψει κανείς αυτή την καταδίκη, άλλο τόσο άνετα μπορεί να εντοπίσει τη φωναχτή απουσία από την λίστα: τις διακρίσεις ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους. Οι ταξικές διακρίσεις δεν αναφέρονται επειδή μάλλον κατά τη FIFA -και γενικότερα στον μετά το 1989 κόσμο- δεν θεωρούνται αθέμιτες, επειδή ζούμε σε έναν κόσμο ίσων ευκαιριών, όπου ο καθένας ανταμείβεται για αυτό που προσφέρει, κι άρα αν π.χ. μένει σε φαβέλες, τότε δεν υπάρχει τίποτα το περίεργο στην «κοινωνική εκκαθάριση» που προηγήθηκε του μουντιάλ, καθώς αυτή δεν ήταν προϊόν καταδικαστέας διάκρισης, αλλά τμήμα της φυσικής τάξης των πραγμάτων.

Λίγα βράδια αργότερα, στους ημιτελικούς, στο παραθαλάσσιο Fun Time Beach café, στην περιοχή Καν Γιουνίς της Γάζας, εννέα πολίτες σκοτώθηκαν από πύραυλο κι άλλοι τρεις τραυματίστηκαν. Είχαν μαζευτεί εκεί για να παρακολουθήσουν το Αργεντινή – Ολλανδία. Αλλά δεν πρόλαβαν. Απέναντί τους, σε ένα λόφο στην πόλη Σντερότ, Ισραηλινοί με ποπ κορν στο χέρι είχαν καβατζάρει ένα λόφο για να απολαύσουν το θέαμα. Θεατής ο βομβαρδιζόμενος, θεατής κι ο βομβαρδιστης. Θεατές κι όλοι εμείς οι τρίτοι, καταναλώνουμε στα σόσιαλ μίντια τις εικόνες της φρίκης, σε ένα timeline που δεν σταματά να μας τροφοδοτεί και να αυτοτροφοδοτείται, υπερκθέτοντάς μας στον ζόφο, ίσως ευαισθητοποιώντας μας - ίσως αναισθητοποιώντας μας, ποιός ξέρει, όλα στο τέλος θα αποδειχθούν έτσι ή αλλιώς. Προς το παρόν κοιτάζουμε αυτούς που κοιτάζουν εκείνους που, ενώ κοιτούσαν τον Μέσι, δολοφονήθηκαν.

Μήπως όμως ο ειδικός αποτροπιασμός μας για τη συμπεριφορά τους θέλει να συγκαλύψει κάτι κρυμμένο; Πόσο καθοριστική είναι η διαφορά ανάμεσα στο να κάθεσαι να βλέπεις τους βομβαρισμούς λάιβ και στο να κάθεσαι να τους βλέπεις σπίτι σου από ένα live feed, ή έστω από το να έχεις κάτσει σπίτι σου και να καταριέσαι άλλους στο δικό σου ηλεκτρονικό μετερίζι; To ίδιο δεν βομβαρδίζονται; Το ίδιο δεν θα σκοτωθούν; Και γιατί το πρόβλημα να είναι η αποκτήνωση του να τα παρακολουθείς κι όχι η αποκτήνωση του να τα επιτρέπεις, να τα επιτρέπεις τουλάχιστον στο βαθμό που σου αναλογεί; Και ποιός είναι αυτός ο βαθμός; Μήπως ένα είναι τελικά το ζήτημα, ότι έχουμε στάση θεατή απέναντι σε όσα συμβαίνουν στους άλλους και σε μας; Ως ποιόν βαθμό είμαστε θεατές και σχολιαστές αυτού του κόσμου; Και πώς θα μπορούσαμε να γίνουμε πιο ενεργοί διαμορφωτές του; Θεσμικά; Ή μήπως με τη βία; Κάνει όμως να καταφύγουμε σε αυτήν;

Ας μιλήσουμε λίγο για μια θεμελιώδη αντίφαση. Ο κάθε λάτρης της εγχώριας νομιμότητας κι ο κάθε διαπρύσιος κήρυκας κατά της βίας επικαλείται ως δικαιολογητική του βάση ότι στις αστικές δημοκρατίες όλα είναι ρυθμισμένα όπως πρέπει, τουλάχιστον ως προς τις καταστατικές αρχές τους. Το κράτος έχει το μονοπώλιο της βίας, προκειμένου να προστατεύσει το δικαίωμα όλων μας να απολαύσουμε τη δημοκρατία. Όποιος βιαιοπραγεί σε δημοκρατικό καθεστώς, το κάνει επειδή οι ιδέες του χάνουν. Η βία δεν είναι μέσο επίλυσης των διαφορών, επειδή έχουμε κάθε δυνατότητα να τα συζητήσουμε ειρηνικά τα θέματα. Κάθε τετραετία τα ξαναβάζουμε όλα κάτω κι όλοι μαζί αποφασίζουμε ποιός τα λέει πειστικότερα. Και αν πείσει, μετά γίνεται αυτό που εκείνος θέλει. Έτσι παίζεται το παιχνίδι και είναι ένα παιχνίδι που η βία έχασε από τη πειθώ.

Όταν όμως η διεθνής νομιμότητα γίνεται εξακολουθητικά κουρέλι, αλλάζει ο σκοπός του τραγουδιού: εκεί καταφεύγουμε στον πραγματισμό, στη γεωπολιτική σκακιέρα, στο δεν θα κάνουμε εμείς τους μάγκες εις βάρος των εθνικών συμφερόντων. Ο καλά καμωμένος κόσμος φεύγει, το δίκαιο της ισχύος έρχεται. Κι έτσι κατ΄ αποτέλεσμα η ένστολη βία του ισχυρού και στην μία και στην άλλη περίπτωση επιδοκιμάζεται. Στα της εγχώριας εξουσίας της βάζουμε κι ένα νόμιμο περιτύλιγμα, στα της παγκόσμιας εξουσίας το περιτύλιγμα πετιέται εκ των πραγμάτων, αλλά δεν πειράζει, το αποτέλεσμα το ίδιο είναι, αρκεί η στολή να φοράει τα χρώματα της Δύσης. Όταν η βία ασκείται από σημείο ισχύος είναι μια αποδεκτή βία κι οι ένστολοι είναι ο σκληρός πυρήνας του φαντασιακού μας. Αν όμως ο κυνισμός και το δίκαιο του ισχυρότερου είναι οκ, τότε γιατί να μην πάρω κι εγώ το όπλο; Αν το δίκαιο του ισχυρότερου δεν ενοχλεί, αν δεν είναι όλα φτιαγμένα όπως πρέπει, αν τα όπλα τα διεθνή δεν ενοχλούν γιατί να ενοχλούν τα εγχώρια; Ή έτσι παίζεται το παιχνίδι ή αλλιώς. Αν ο κόσμος δεν είναι καμωμένος καλά και αν θεσμικά φτάνουμε μέχρι το σήκωμα των ώμων, γιατί να μην αντιδράσει κανείς εξωθεσμικά;

Ίσως, επειδή εκτός όλων των άλλων ενστάσεων και αντιρρήσεων, παίρνοντας το όπλο γίνεσαι οργανικότατο μέρος του θεάματος και της κυρίαρχης αφήγησης. Και το γεγονός ότι το κράτος δεν σταματά να κάνει ό,τι μπορεί για να παράξει «τρομοκράτες», δείχνει πόσο απόλυτα χρήσιμοι του είναι ως εχθροί του. Και έτσι ο κάθε Μαζιώτης καταλήγει να συμπρωταγωνιστεί στην ίδια φαντασίωση με την κάθε Μίνα Καραμήτρου. Και κάπως έτσι, για κάθε δέκα ρεπορτάζ για τον κάθε Μαζιώτη αντιστοιχούν μηδέν ρεπορτάζ για τον κάθε Μαρινάκη. Πριν λίγα μόλις χρόνια η δικαστική έρευνα για τον Μαρινάκη θα προξενούσε σκάνδαλο. Και πουθενά να μην οδηγούσε, το θέμα ως θέμα θα συζητούνταν και με το παραπάνω. Τώρα δεν υπάρχει σοκ ούτε καν για την αποσιώπησή του από τα ΜΜΕ. Αυτού του βαθμού ο μιθριδατισμός της κοινωνίας είναι καινούριο εξελικτικό στάδιο. Και τρέχει παράλληλα με την υποχώρηση της κοινωνίας στην προέλαση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας.

Ο λόγος στον κομπέρ του καθεστώτος, Άδωνη: «Έχουμε τον μεγαλύτερο αιγιαλό στον πλανήτη. Να μην βγάλουμε κανένα φράγκο, να βρει και κανένας άνθρωπος δουλειά, να μειωθούν οι φόροι να περνάμε καλύτερα; Να τα έχουμε μονίμως έτσι, επειδή γουστάρει ο κάθε αριστερός;». Να μην τα έχουμε μονίμως έτσι λοιπόν, όχι μόνο σε αιγιαλούς, αλλά και στις δασικές εκτάσεις με το νομοσχέδιο που προωθείται τώρα για ψήφιση, ό,τι ήταν δάσος θα παραμείνει δάσος, εκτός από αυτό που δεν θα παραμείνει δάσος πια, ό,τι ήταν αιγιαλός ή δάσος θα μας βοηθήσει να βγάλουμε κανένα φράγκο, ό,τι είναι περιβάλλον μάς περιβάλλει ακριβώς ως μια ακόμη ευκαιρία για φράγκα, ο ρόλος των μεν είναι να βγάλουν κανένα φράγκο, ο ρόλος των δε να σχολιάσουν τα του περιβάλλοντος, σαν να βλέπουν από τον απέναντι λόφο την ίδιο τους τη ζωή να βομβαρδίζεται. Ό,τι ήταν θέαμα θα παραμείνει θέαμα.
(Κείμενο γραμμένο για το Unfollow) 

Δευτέρα, Αυγούστου 25, 2014

Το διαμαντένιο αηδόνι

Παίζαμε τον γιατρό. Εγώ δηλαδή τον παρίστανα. Εσύ παρίστανες μια μεγαλύτερη γυναίκα κατώτερης τάξης. Πολύ πιο πειστικά από μένα. Δεν ξέρω αν με θορύβησε περισσότερο το παράπονο στη φωνή σου, το κόκκινο στα μάτια σου ή ότι δεν περίμενα να σε δω στα αλήθεια, να μιλήσουμε στα αλήθεια, ότι δεν είχα χώρο πουθενά για σένα, ότι περίμενα να ανταλλάξουμε απλώς μια τυπική καλημέρα. Επέμεινες όμως να μου μιλάς. Και τα μάτια σου ήταν περισσότερο ταραγμένα κι απ' τα λόγια σου. Και τι άλλο στα αλήθεια μου λεγες, απ' το ότι είναι άδικο αυτό που συμβαίνει; Στη χώρα; Στη ζωή; Σε σένα; Δεν ξέρω. Άδικο πάντως, άδικο. Μου είπες και για αυτά που θα ΄πρεπε να μας κρατάνε. Την πατρίδα, τη θρησκεία, την οικογένεια. Τι άλλο εκτός απ' αυτά; Να ενωθούμε μου ΄πες. Εγώ με τους ομοίους μου. Να φτιάξουμε ομάδες, να είμαστε κοντά. Όπως κάνουν στο εξωτερικό. Να μην πηγαίνουμε να βγάλουμε ο ένας το μάτι του άλλου. Αλλά και να μην αφήσω καμιά ευκαιρία να πάει χαμένη. Να διεκδικήσω αυτό που μου ανήκει. Να μην αφήσω να μου το πάρουν. Οι όμοιοί μου. Εγώ όμως ποτέ δεν διεκδικώ αυτό που μου ανήκει. Ό,τι μου δώσουν. Και παράπονο ως τώρα δεν έχω· μου δίνουν. Κι έτσι παίρνω. Κι έτσι παριστάνω. Κι έτσι μεγαλώνω. Και μεγαλώνοντας προσπαθώ να απαλλαγώ από το διαρκώς παρόν μεγάλο μάτι που μας ελέγχει και μας κρίνει. Και την ίδια ώρα που κάπως καταφέρνω να το κάνω, εφευρίσκω κρυφές κάμερες. Λαιστρυγόνες, κύκλωπες και κάμερες κρυφές. Όλοι οι πόλεμοι στην εσωτερίκευση κρίνονται. Κι όλες οι αδιόρατες αλλαγές εσωτερικού ρυθμού. Αποδραματοποιείς το σήμερα, του χαμογελάς, αποδέχεσαι ό,τι σου δίνει με χαρά κι ενίοτε μ' ευγνωμοσύνη, ώστε να αρχίσεις επιτέλους να σκέφτεσαι το αύριο. Εσύ που ζούσες πάντα σαν να μην υπάρχει. Υπάρχει και μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Κολυμπάει πάνω σου ως τη σημαδούρα. Λίγο πριν απ' αυτήν σ΄αφήνει για να φτάσει μόνο του. Πρώτο. Είσαι πια δεύτερος; Στο ίδιο σου το έργο; Όχι, όχι. Λέξεις σαν αυτές το ίδιο μου το έργο. Ασυνάρτητες αλλά αληθινές. Αληθινές επειδή είναι ασυνάρτητες.  

Τετάρτη, Αυγούστου 20, 2014

Σινεφίλ αναφορές

Έλα να παίξουμε σινεφίλ αναφορές,
έλα να μιλήσουμε για πολιτισμικές ηγεμονίες,  
έλα να πούμε για αυτό που διατρέχει όλες τις κουλτούρες,
τι είν' αυτό που μας ενώνει, μας χωρίζει, μας πληγώνει,
καμιά τζιχάντ δεν μπορεί να κερδίσει στ' αλήθεια,
όσο οι δυνατότερες εικόνες είναι με τη δική μας μεριά
κι όσο σ' αυτές θα καταφεύγετε.
Got it, motherfuckers?

Σάββατο, Αυγούστου 16, 2014

Τρέχοντας στα σκαλοπάτια

Kι έρχεται Γερμανία - Βραζιλία επτά - ένα, σε ημιτελικό μουντιάλ μέσα στη Βραζιλία, και δεν γράφεις τίποτα, κι αυτοκτονεί κοτζάμ Ρόμπιν Ουίλιαμς και δεν γράφεις τίποτα, κι αν δεν γράψεις γι' αυτά για τί θα γράψεις δηλαδή, για άλλα που δεν ξέρεις, στον μισό πλανήτη σφάζονται κι ούτε γι' αυτά γράφεις τίποτα, κι όχι δεν φταίει ότι είναι καλοκαίρι, αλλά κάτι πρέπει να γραφτεί, έστω κάτι να επαναληφθεί, οι λέξεις πρέπει να συνεχίσουν να φτύνονται, ποτέ η σιωπή δεν είναι όντως μεταβατική, η μετάβαση της σιωπής είναι συνήθως μετάβαση προς τα κάτω, προς το τίποτα, προς το μηδέν, κάτι πρέπει πάντα να γράφεται ως αντίδραση στη δράση, ως ανταπόκριση στο ερέθισμα, ως συνομιλία με το συμβάν, ως δεν ξέρω τι, ξέρω πως δεν είναι καλύτερη η σιωπή κι ας παριστάνει την ωριμότητα, οπότε ας γράψω τουλάχιστον για εκείνη τη φράση που λέει στον Ουίλιαμς ο Ντε Νίρο στο "Αwakenings", όταν έχει ξυπνήσει από κώμα δεκαετιών και τώρα ζητά απ' αυτόν, τον γιατρό και ξυπνητή του, να βγαίνει έξω μόνος του, κι εκείνος τον ρωτάει τι θα έκανες αν έβγαινες έξω μόνος σου, κι αυτός του δίνει έναν ορισμό της ελευθερίας απροσδόκητο, ότι στη βόλτα του θα αποφάσιζε αν θα έστριβε από την μία ή την άλλη πλευρά, ή αν θα συνέχιζε να πηγαίνει ευθεία, αυτό είναι η ελευθερία τελικά και τίποτα περισσότερο, μια ψευδαίσθηση θεωρητικής δυνατότητας να πας μπροστά, δεξιά, αριστερά ή πίσω, για τα υπόλοιπα είμαστε πολύ περισσότερο προγραμματισμένοι απ΄ό,τι νομίζουμε, και εδώ φτάσαμε στο σημείο της επανάληψης που λέγαμε νωρίτερα, το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ "Μan on Wire" μιλά για το εγχείρημα του Γάλλου σχοινοβάτη, Φιλίπ Πετί, που τον Αύγουστο του 1974 περιφερόταν επί 45 λεπτά στον ουρανό ανάμεσα στους Δίδυμους Πύργους, πάνω σε ένα 43 μέτρων συρματόσχοινο που είχε δέσει ανάμεσα στις οροφές του και ένας συνεργός του την ώρα που έχουν μπει σε έναν Πύργο και κρύβονται, φοβάται, και στην αφήγησή του στο ντοκιμαντέρ ο συνεργός μιλάει απενοχοποιημένα για την ανακούφιση που ένιωθε φεύγοντας, για την έξαψη που ένιωθε κατεβαίνοντας τρέχοντας τα σκαλιά προς την έξοδο, έτσι ίσως ακόμα και ο Πετί πραγματοποιώντας το όνειρό του 417 μέτρα πάνω από το έδαφος να μην νιώθει μεγαλύτερη έξαψη από τον συνεργό του, την ώρα που εκείνος αποδρά μακριά από κάθε φόβο και κάθε κίνδυνο, δεν είναι δηλαδή καθόλου σίγουρο ότι το συναίσθημα επάνω στο σχοινί είναι πιο έντονο από την ηδονή της ασφάλειας, άλλοι ποθούν σχοινιά στον ουρανό, άλλοι το έδαφος κάτω από τα πόδια τους να είναι σταθερό, κι αυτό το φιξάκι που σου δίνει το συναίσθημα της διαρκούς επιστροφής σε οτιδήποτε μπορεί να ονομαστεί ασφάλεια ή κανονικότητα, είναι ένα φιξάκι υποτιμημένο, ένα φιξάκι που δεν έχει αναλυθεί επαρκώς, η αδρεναλίνη δεν εκκρίνεται μόνο στο επικίνδυνο και το παραβατικό, η ακόμα μεγαλύτερη αδρεναλίνη εκκρίνεται όταν τρέχεις μακριά του, όταν επιστρέφεις με τα χίλια στην ασφαλή αγκαλιά του Κανόνα.  

Κυριακή, Αυγούστου 10, 2014

Γράψου πάνω μου

Στην καθιερωμένη απογευματινή ηπειρώτικη μπόρα, ο παππούς πήρε την ομπρέλα και είπε στο εγγόνι γράπ'σου πάνω μου, δηλαδή γραπώσου πάνω μου, καθώς η γλώσσα κόβοντας το ένα ρήμα βοήθησε να έρθει στο φως μια ακόμη ερμηνεία του άλλου, αφού γράφοντας τί άλλο κάνεις απ' το να προσπαθείς να γραπωθείς, είναι οι λέξεις που σου λένε γράπ'σου πάνω μας και ταυτόχρονα γράψου πάνω μας, είναι η γραφή που σου εξηγεί με ακλόνητα στέρεη φωνή πως μπορείς να γραπωθείς πάνω μου, είμαι εδώ για να σου προσφέρω κάτι σημαντικότερο κι από την προστασία απ' τα φυσικά ή τα ανθρώπινα φαινόμενα, είμαι εδώ για να σου προσφέρω τη βεβαιότητα πως ακόμη κι αν παρ΄ελπίδα γίνεις μούσκεμα θα έχεις να κατηγορείς εμένα, εγώ θα γίνω το αλεξικέραυνο της οργής και της ματαίωσής σου, εγώ θα γίνω αυτή που υποσχέθηκε και δεν παρέδωσε, εγώ που σου ζήτησα να με εμπιστευτείς και σε πρόδωσα, εγώ και όχι οι ουρανοί που έχουνε ανοίξει.


(Κι αν τελικά του είπε «ράψου πάνω μου», κι αν τελικά όλα οφείλονται σε μια ακόμη παρερμηνεία, αυτό δεν σημαίνει ότι τα ποστ που γεννούν οι παρερμηνείες δεν πρέπει να γραφτούν, και αν για κάτι μπορεί κανείς να κατηγορήσει μια παρερμηνεία δεν είναι για το ερέθισμα που έδωσε, αλλά μόνο για το ερέθισμα που δεν έγινε ποστ επειδή η φράση δεν ακούστηκε σωστά, για τη σχέση δηλαδή του «ράψου πάνω μου» με το «γράψου πάνω μου» και ούτω καθεξής και ούτω καθεξής, δεν έχουν τελειωμό οι αφορμές γραπώματος ή ίσως ραψίματος πάνω στο λέξεις, κι είναι παντός καιρού, με τους ουρανούς κλειστούς ή ανοικτούς)

Πέμπτη, Αυγούστου 07, 2014

Εθνική Οδός

Αυτό δεν είναι ένα ποστ. Ούτε καν η αναπαράστασή του.
Αυτό δεν είναι ένα τυφλό σημείο γραφής. Ούτε καν η προσομοίωσή του.
Αυτές δεν είναι λέξεις που προσπαθούν να φανερώσουν κάτι. Ούτε καν να κρύψουν.
Μόνο να ασφαλτοστρώσουν θα ήθελαν κάποτε μια Εθνική Οδό
με τις χειρότερες προθέσεις,
μπας και μας οδηγήσει στον παράδεισο
ή έστω σε μια ζωγραφιά του,
που θα προειδοποιεί ότι
αυτό δεν είναι παράδεισος,
αλλά πολύ περισσότερο ούτε και κόλαση.
Κι αν μπορεί να το πετύχει αυτό μια αναπαράσταση,
τότε, ναι, θα άξιζε κανείς, κάπου, κάποτε
να έγραφε επιτέλους 
με απόλυτη ειλικρίνεια,
με απόλυτη κυνικότητα,
με απόλυτη χυδαιότητα,
μην κρατώντας απολύτως τίποτα για τον εαυτό του,
μην αφήνοντας καμιά ευγενική πρόθεση
για τους άλλους
και πολύ περισσότερο για τον εαυτό του
να οδηγήσει στη γνωστή κατάληξη
όλων των τέτοιου ήθους δρόμων. 

Τρίτη, Αυγούστου 05, 2014

Zητείται κομπάρσος


Εφημερίδες δεν διάβαζε πια. Ποιός άλλωστε διάβαζε πια εφημερίδες; Όταν έπεσε στο χέρι του μία, την ξεφύλλισε σαν να κρατούσε αρχειακό υλικό. Πήγαινε από τις πίσω σελίδες προς τις εμπρός, όπως έκανε μικρότερος, όταν ξεκινούσε απ' τα αθλητικά. Το μάτι του σταμάτησε τελικά στις μικρές αγγελίες, ίσως γιατί δεν είχαν φωτογραφίες και του έκανε εντύπωση η αντίστιξη σε ένα εικονοκρατούμενο σύμπαν. Δεν έψαχνε για δουλειά, όχι επειδή είχε, αλλά επειδή δεν χρειαζόταν. Είχαν μεριμνήσει οι γονείς του για αυτόν, ανάγκες δεν είχε. Ναι, ακόμη και μέσα σε αυτήν την οικονομία, ανάγκες δεν είχε. Ανάγκη να πάψει να βαριέται μόνο. Γιατί βαριόταν πολύ. Από παιδί. Και τις αγγελίες τώρα βαριεστημένα τις διάβαζε. Η συγκεκριμένη όμως προφανώς και τον ξάφνιασε: «Ζητείται κομπάρσος για να παίξει στην βραβευμένη κινηματογραφική ταινία “Leaving Las Vegas”. Αμοιβή δεν προσφέρεται, αλλά όλα τα έξοδα μετάβασης και παραμονής στο Λας Βέγκας πληρωμένα».
Πήρε το τηλέφωνο που δινόταν, σίγουρος ότι ήταν ένα είδος φάρσας ή εν πάση περιπτώσει παιχνιδιού, το οποίο όμως άξιζε να διαπιστώσει σε τι ακριβώς συνίστατο. Του απάντησαν ευγενικά σε όλες τις απορίες του: Όχι, δεν ήταν ούτε φάρσα ούτε παιχνίδι, όχι, δεν ήταν κάποιο ριμέικ, την αυθεντική ταινία αφορούσε η αγγελία, ναι, οι παραγωγοί ήθελαν -άγνωστο γιατί- κάποιον Έλληνα να είναι παρών σε μια σκηνή σε καζίνο, όχι, φυσικά δεν θα γινόταν κάποιο ταξίδι πίσω στο χρόνο -μην κάνετε γελοίες ερωτήσεις, σας παρακαλούμε-, μόνο στον τόπο θα γινόταν ταξίδι, θα πήγαινε εκεί για μια μέρα γυρισμάτων, θα γνώριζε κι από κοντά το Νίκολας και την Ελίζαμπεθ, πολύ πιθανόν να του έδιναν κι αυτόγραφο, αλλά καλό θα ήταν να μην έχει περισσότερες προσδοκίες, τέτοιου βεληνεκούς σταρ ούτε φιλίες κάνουν εύκολα με απλούς θνητούς, ούτε σε μνημονεύουν ονομαστικά όταν τους απονεμηθεί το όσκαρ, άλλωστε ακόμη και να υποτεθεί ότι θα ήθελαν, το έχουν ήδη παραλάβει τόσα πολλά χρόνια πριν, έτσι δεν είναι;».
Δεν τους πήρε σοβαρά βέβαια. Και το γεγονός ότι βρέθηκε στο αεροδρόμιο την μέρα και την ώρα που του είπαν, το μόνο που αποδείκνυε ήταν ότι και χρόνο στη διάθεση του να χαλάσει είχε και να δει ως πού θα έφτανε η μπλόφα τους ήθελε. Όλα πάντως πήγαν όπως του είχαν τάξει. Του παρέδωσαν το εισιτήριο όπως είχε συμφωνηθεί και ούτε λίγο ούτε πολύ λίγες ώρες μετά πετούσε προς ΗΠΑ. Εκεί τον περίμενε άλλος αντιπρόσωπος με άλλα εισιτήρια για την ανταπόκριση και περαιτέρω οδηγίες και για να μην τα πολυλογούμε όλα πήγαν ρολόι. Η σκηνή ήταν ασήμαντη, ο Κέιτζ τον έσπρωχνε με τον ώμο καθώς τρέκλιζε, εκείνος τον κοιτούσε ενοχλημένος, η Σου του έλεγε συγγνώμη, αυτό ήταν όλο, σημασία έχει όμως ότι είχε γίνει πια ο ίδιος τμήμα, έστω μικρό, έστω ελάχιστο, μιας από τις αγαπημένες του ταινίες.
Τα επόμενα χρόνια την έβλεπε και την ξαναέβλεπε, με διαφορετικό στάτους τώρα από παλιά, χαρούμενος και συγκινημένος για τις αναμνήσεις του ταξιδιού, για την ασυνήθιστη εμπειρία, για όλα. Συχνά έφερνε και τους λιγοστούς φίλους του και την έβλεπαν μαζί. Εκείνοι δεν τον πίστευαν, μέχρι που σταματούσε την εικόνα στο επίμαχο δευτερόλεπτο και τον έβλεπαν με τα ίδια τους τα μάτια. Την εικοστή ή εικοστή πρώτη όμως φορά που έβαλε -ευτυχώς μόνος- να τη ξαναδεί διαπίστωσε φρικαρισμένος ότι η σκηνή του είχε κοπεί στο τελικό μοντάζ.
Έκτοτε μοίραζε μεγάλο μέρος του χρόνου του ανάμεσα στο να ξαναβλέπει την ταινία μήπως κάτι ξαναλλάξει και στο να ψάχνει μανιωδώς στις μικρές αγγελίες, για όσο ακόμη υπήρχαν εφημερίδες, για μια ακόμη ευκαιρία. Κι ας ήταν και σε λιγότερο αγαπημένη του ταινία, δεν πείραζε, αυτός θα ήταν σταντ μπάι.

Σάββατο, Αυγούστου 02, 2014

Συνηθισμένοι άνθρωποι

Χωρίς ομπρέλα,
χωρίς αντηλιακό,
χωρίς αντιβάιρους,
εκτεθειμένος.
μόνος μου,
να βραχώ,
να καώ,
να κολλήσω,
μήπως και με περιθάλψεις,
μήπως και με αγκαλιάσεις,
μάνα.