Πέμπτη, Οκτωβρίου 30, 2014

Διαφωνώ με αυτό που λες

Να μην πούμε σε όλες, γιατί θα είναι υπερβολικό. Να πούμε στο 98,9 έως 99,8 τοις εκατό των περιπτώσεων, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι. Οι αντιλήψεις που έχουν οι άνθρωποι για τα πράγματα, για τα όποια πράγματα, για τα πάσης φύσεως πράγματα, δεν είναι στα αλήθεια ούτε επιδεκτικές αλλαγής ούτε ανοικτές σε αντίλογο. Δεκτικός κριτικής στα αλήθεια δεν είναι κανείς. Ο άλλος καλείται να προσυπογράψει την όποια αντίληψη έχουμε, να συμφωνήσει μαζί της, να την επιβεβαιώσει, να τη δεχθεί. Οτιδήποτε διαφορετικό είναι εξ ορισμού ύποπτο. Τις αντιλήψεις μας τις έχουμε γιατί θεωρούμε ότι είναι σωστές. Ειδάλλως δεν θα τις είχαμε, σωστά; Όταν λοιπόν ο άλλος, ο όποιος άλλος, αντιδρά απέναντι στο σωστό, όπως κι αν αντιδρά, τότε είναι λάθος. Αυτονόητα. Διαφωνείς με αυτό που λέω ή με αυτό που κάνω, άρα θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά μου να χαρακτηρίσω τη διαφωνία σου κάπως αλλιώς: επιθετικότητα, κόλλημα, πρόβλημα, εμπάθεια, οτιδήποτε. Χαρακτηρισμοί υπάρχουν. Δεν υπάρχει στα αλήθεια σύνθεση, υπάρχει στα αλήθεια μόνο θέση και αντίθεση. Και βαθμοί υποχωρητικότητας. Κι αν υποχωρείς και δέχεσαι την εφαρμογή μιας λάθος αντίληψης, ποτέ δεν θα δεχθείς και ότι δεν είναι λάθος. Δεν υπάρχει, δεν υπήρχε ποτέ, δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ η κοινή συνισταμένη μέσα από τη συζήτηση. Υπάρχει η αντίληψη η δική σου και η αντίληψη των άλλων. Αν συμπίπτουν είστε όλοι ευτυχισμένοι. Αν δεν συμπίπτουν, από τη στιγμή που αρχίζουν οι διαφοροποιήσεις και οι διαφορετικές οπτικές, τότε αρχίζεις κι εσύ να βλέπεις ότι κάτι δεν πάει καλά με τον άλλο για να βλέπει τα πράγματα έτσι, δικαίωμά του βέβαια να τα βλέπει έτσι, αλλά κάτι δεν πάει καλά μαζί του, κάτι έχει, κάτι έχει γαμώτο για να τα βλέπει τα πράγματα έτσι, κάτι έχει μην συμπίπτοντας μαζί σου και το βγάζει, το βγάζει αυτό το πράγμα που δεν μπορεί να κρυφτεί, αυτό το θέμα της αντίδρασης για την αντίδραση, της διαφωνίας για τη διαφωνία, της επίθεσης για την επίθεση. 

Τρίτη, Οκτωβρίου 28, 2014

Η σύγκρουση με το συγκριτικά καλύτερο

H κριτική που γίνεται στον ΣΥΡΙΖΑ -καλόπιστη και με ειλικρινή ανησυχία από φίλους, κακόπιστη και παραπειστική από εχθρούς- για την στροφή του προς το πιο μετριοπαθές, γίνεται μέχρι τώρα με βάση όσα ο ΣΥΡΙΖΑ λέει από μόνος του. Ας μη λησμονούμε δηλαδή αυτόν τον βασικό παράγοντα: ότι αν ακούγεται πιο προσγειωμένος σε σχέση με παλιότερα, ακούγεται μέχρι τώρα με δική του επιλογή κι ενώ μιλά αποκλειστικά εξ ονόματός του. Ένα φαινομενικά προβοκατόρικο λοιπόν, αλλά νομίζω, βάσιμο, ερώτημα, είναι αν το -κάθε άλλο παρά απίθανο με τα σημερινά δεδομένα- ενδεχόμενο μη αυτοδύναμης πρωτιάς του, θα αποτελεί στην πραγματικότητα για τον ίδιο πρόβλημα που θα του δένει τα χέρια ή, αντίθετα, ένα ανακουφιστικό άλλοθι που σε μεγάλο βαθμό θα του τα λύνει, προκειμένου να μπορεί να κάνει αναδιπλώσεις χωρίς να είναι ο ίδιος ο αποκλειστικά υπόλογος: δεν φταίμε εμείς, δεν μας έδωσε αυτοδυναμία ο λαός, δεν μπορούμε να κάνουμε όλα όσα θα θέλαμε και με τον τρόπο που θα θέλαμε, για να μπορέσουμε να κάνουμε όμως τα περισσότερα από αυτά είναι αναγκαίο να συμβιβαστούμε με τον κυβερνητικό μας εταίρο (είτε Ποτάμι λέγεται αυτός είτε όπως λέγεται). Για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε είναι αναγκαίο να υποχωρήσουμε.
Ας σκεφτούμε λοιπόν το σενάριο στο τέλος του δρόμου να προκύψει κυβέρνηση συνεργασίας με βασικό κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ να δίνει μεν τον τόνο, αλλά με τον τόνο να είναι υπονομευμένος και πάντως χαλιναγωγημένος. Τι είδος τέλος του δρόμου θα είναι αυτό; Πόσο αναντίστοιχο θα είναι με όλη την προηγούμενη διαδρομή του; Και κυρίως πόσο ασύμβατο με όλη την ριζικότητα της σύγκρουσης που βιώσαμε σε κάθε επίπεδο τα τελευταία χρόνια, πόσο αναντίστοιχο με την τομή που μας χώρισε στα δυο; Ή ίσως πάλι θα είναι αναντίστοιχο μόνο με το πνεύμα της διετίας μέσα του 2010 - μέσα του 2012. Ίσως από τον Ιούνιο του 12 και ύστερα τα γεγονότα έπαψαν να συνδιαμορφώνονται από τους δρόμους (αν και εν προκειμένω οι δυο βασικές τομές της περιόδου, το κλείσιμο της ΕΡΤ και όσα ακολούθησαν τη δολοφονία του Φύσσα, μπορούν να διαβαστούν και έτσι και αλλιώς στο πόσο καθοριστική υπήρξε η λαϊκή αντίδραση). Πού πήγε όλη αυτή ο οργή; Εκτονώθηκε; Θα ξανάρθει; Η ομαλότητα νίκησε πάνω στα κουφάρι της ελληνικής κοινωνίας, που επέλεξε τελικά ομαλότητα με κάθε τίμημα; Είναι η ίδια ομαλότητα που καθιστά τον ΣΥΡΙΖΑ ολοένα και λιγότερο τρομακτικό προς τον μέσο χρήστη και που απαιτεί από αυτόν προκειμένου να του δώσει ακόμη μεγαλύτερη ώθηση, να γίνει ακόμη περισσότερο «υπεύθυνος»;
Αργά αλλά σταθερά ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει την εντύπωση πως μεταβαίνει από μια ταυτότητα ριζοσπαστική σε μια ταυτότητα διαχειριστική. Μας αρκεί λοιπόν να κάνει δικαιότερη διαχείριση των πραγμάτων; Γνώμη μου είναι πως αν εκλεγεί είναι προτιμότερο να συγκρουστεί, κι αν το διεθνές σύστημα είναι τέτοιο ή οι εγχώριοι νταβατζήδες τόσο ισχυροί ή η παγκόσμια οικονομία λειτουργεί έτσι που δεν μπορεί να σταθεί μια κυβέρνηση της αριστεράς, ας αναλάβει το τίμημα. Κι ας αναλάβει επίσης το και το ρίσκο ο λαός αντί να το εκτιμήσει, να θυμώσει που δεν τα κατάφερε και τον διαολοστείλει. Με αυτά καθόλου δεν ισχυρίζομαι ότι πρέπει να έρθει ως καμικάζι στην εξουσία, καθόλου δεν ισχυρίζομαι ότι πρώτο του μέλημα δεν πρέπει να είναι η άμεση ανακούφιση των πιο χτυπημένων. Φυσικά και πρέπει. Είναι προφανώς τεράστιο το διακύβευμα να βελτιώσεις τη ζωή των ανθρώπων, πάντα ήταν, μετά από μια τέτοια κρίση είναι στη νιοστή, αλλά είναι άλλο αυτό και άλλο να αναγορεύσεις σε βασικό σου κριτήριο το ότι, παιδιά μην το συζητάμε τώρα, όσο πολύ πραγματιστής κι αν γίνω, όσο κι αν συμβιβαστώ, ανάμεσα σε μένα και την άλλη λύση, για το προοδευτικό κομμάτι των ψηφοφόρων εγώ θα είμαι πάντα το συγκριτικά καλύτερο. Και αυτό δεν με εξασφαλίζει μόνο απέναντι σε σένα που θα με στηρίξεις κι ας μουρμουράς. Αυτό μπορεί πρώτιστα να με εξασφαλίζει απέναντι στη συνείδησή μου: καλύτερος είμαι από τους άλλους. Το συγκριτικά καλύτερο όμως δεν είναι αριστερό. Το συγκριτικά καλύτερο είναι συστημικό. Είναι αφομοιωμένο, υποταγμένο, ξεδοντιασμένο. Το συγκριτικά καλύτερο είναι ως πνεύμα αναβίωση του παλιού δικομματισμού (και αν όχι απόλυτα, αφού ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είχαν πάψει να έχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους, πάντως μεσολάβησαν και πολλά χρόνια μέχρι να φτάσουν στο σημείο να μην έχουν). Το να θες να κυβερνήσεις είναι αριστερό, αντίθετα το να μην θες, -όπως αυτό που κάνει ουσιαστικά το ΚΚΕ- δεν είναι αριστερό. Υπό αυτή την έννοια ακόμη και οι συμβιβασμοί μπορεί να είναι αριστεροί, ακόμη και ο πραγματισμός. Αλλά αριστερό δεν είναι ότι να σου αρκεί ότι όσο νερό κι αν βάλεις στο κρασί σου σε κάθε περίπτωση θα είσαι καλύτερος από τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο.
Αντιλαμβάνομαι ότι όσα λέω είναι υπέρ το δέον γενικόλογα, ίσως ξύλινα, ίσως και ταυτολογικά, αντιλαμβάνομαι ότι χρησιμοποιώ το επίθετο «αριστερά» λες και σημαίνει χωρίς εξειδίκευση από μόνο του κάτι. Αλλά ρεαλισμό, έκτακτες ανάγκες, αποφυγή του μεγαλύτερου κακού, έστω και κατ' όνομα, έστω και σε επίπεδο διακήρυξης, είχαμε κι από τη ΝΔ, είχαμε κι από το ΠΑΣΟΚ, ήταν το μάντρα του μνημονιακού λόγου. Και όποιος ήθελε να κυβερνήσει και να αλλάξει τα πράγματα προς το κάπως καλύτερο και δεδομένων όλων των παραμέτρων και μπλα μπλα μπλα και μπλα μπλα μπλα, ονομαζόταν «αριστερά της ευθύνης» και προσδιοριζόταν από αυτόν τον ρεαλισμό του.
Με άλλα λόγια, πιστεύω ότι στο ενδεχόμενο που έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση (και για ενδεχόμενο προφανώς πρόκειται ακόμη κι όχι για κάποια νομοτέλεια, αφού κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με σιγουριά ότι δεν θα μεσολαβήσουν άλλες εξελίξεις και κυρίως κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει τη δύναμη των αντιπάλων του στην επικοινωνία και την επιβολή της ατζέντας), οφείλει να έρθει στην εξουσία όχι ως αυτός που θα κάνει την καλύτερη διαχείριση εντός των ορίων της πραγματικότητας. Οφείλει πρωταρχικά να συγκρουστεί με αυτή την πραγματικότητα, να αψηφίσει την παντοδυναμία της, να προσπαθήσει να αποδείξει ότι αυτή η πραγματικότητα είναι μια πολιτική κατασκευή που μπορεί να γκρεμιστεί και να οικοδομηθεί στη θέση της μια άλλη. Δεν μας ενδιαφέρει μια άλλη διαχείριση, δεν θέλουμε μια πιο ανθρώπινη διαχείριση, την θέλουμε δηλαδή και είναι απόλυτα ζωτικής σημασίας, αλλά δεν είναι από μόνη της αρκετή. Αν μετά από τέτοια κρίση έρθει στην εξουσία μια κυβέρνηση της αριστεράς για να κάνει καλύτερη διαχείριση, τότε την ιστορική στιγμή της εκλογής της θα διαδεχθεί το ιστορικό ατόπημα του να έρθει και να μην κυβερνήσει σαν αυτό που πρεσβεύει, αλλά μόνο σαν αυτό που «γίνεται», μόνο σαν αυτό που της επιτρέπει η «πραγματικότητα» και το σύστημά της. 
(Kείμενο γραμμένο για το Unfollow Οκτωβρίου,
 που κυκλοφορεί για λίγες ακόμη μέρες)

Σάββατο, Οκτωβρίου 25, 2014

Άνθρωποι και Σκυλιά

Xθες το πρωί βολτάριζαν μαζί ένα σκυλί κατάμαυρο, με δέρμα άτριχο, αρχετυπικά αδέσποτο, κι ένα αρκετά πιο φλώρικο, εμφανισιακά τουλάχιστον, χρώματος ζαχαρί, με τρίχωμα σαν ξεβαμμένη φλοκάτη, είχε στο λαιμό λουρί, προφανώς πρώην δεσποτευόμενο και προστατευόμενο, τώρα απροστάτευτο, ελεύθερο και, φαινομενικά τουλάχιστον, ωραίο.
Κάνοντας δουλειές, τα πετύχαινα πότε στην μία γωνία, πότε στην επόμενη, αυτά δουλειές δεν είχαν, άλλοτε κυνηγιόντουσαν, άλλοτε καβαλιόντουσαν, άλλοτε απλά προχωρούσαν δίπλα - δίπλα, δίνοντας σου την αίσθηση ότι σχεδόν τα έλεγαν. 
Με την μεσημεριανή μπόρα κάπου θα στάθηκαν για να προφυλαχθούν, λογικά ακόμα δίπλα - δίπλα, για όσο κρατήσει ο σκυλίσιος έρωτάς τους.
Όντας αδέσποτοι σκύλοι καλής συνοικίας διασφάλισαν εν αγνοία τους πως η βροχή θα έμενε βροχή, πως δεν θα τους έπαιρνε κανένα ξαφνικό αστικό ποτάμι, καθώς όλη η πολιτική ιστορία της ανθρωπότητας θα μπορούσε να συνοψιστεί σε έξι λεξούλες: όπου φτωχός κι η μοίρα του· κι ανάλογα με την κλίμακα της φτώχειας και η κλίμακα της μοίρας, από τον Έμπολα στη Δυτική Αφρική ως τις πλημμύρες στη Δυτική Αττική.
Σήμερα Σάββατο όμως, ο ήλιος ξαναβγήκε πάνω σε ολόκληρη την Αττική, δυτική, ανατολική, κεντρική, νότια και βόρεια, ξαναζεσταίνοντας κυριολεκτικά, αλλά κυρίως μεταφορικά, τους ανθρώπους και τους σκύλους της, τους δεσπότες και τους δεσποτευόμενούς της, τους ερωτευμένους και τους μη της, τους πλούσιους και τους φτωχούς της, και όλες τις ενδιάμεσες ταξικά και συναισθηματικά κατηγορίες της. 

Πέμπτη, Οκτωβρίου 23, 2014

ολόκληρη η διευθέτηση

Λες και το πρόσωπό σου θα μπορούσε να μείνει ποτέ έτσι.
Ή λες και δικαιούσουν να μεγαλώσεις φυσιολογικά,
υπό το βλέμμα της αδηφάγου οικουμένης,
που θα καταβρόχθιζε είτε τις ρυτίδες σου
είτε την άρνησή τους.
Πήγες την άρνηση ως τα κωμικοτραγικά της άκρα
και τώρα ένα άλλο πρόσωπο φοράς.
Επέλεξες τη μάσκα του από τη μάσκα της φθοράς.
Της φθοράς που μας είχε απ' το καλημέρα,
που had us at hello,
απλά περιμένει υπομονετικά
να ανθήσουμε πρώτα,
ώστε να έχει κι αυτή λόγω ύπαρξης.
---
(άλλο βέβαια αν από το καλημέρα έως την άφιξή της,
μεσολαβεί εκείνο που αξίζει
για δέκα ζωές
και έντεκα θανάτους,
άλλο βέβαια αν και μια ανθισμένη μέρα
αρκεί για να ανθήσει μαζί της
ολόκληρη η διευθέτηση της ύπαρξης)
---
Εκτός όμως από την αυτονόητη φθορά του χρόνου
υπάρχει και η όχι αυτονόητη.
Σαν αυτή εδώ ας πούμε,
σαν αυτή που προσποιείσαι
ότι δεν βλέπεις τις ρυτίδες στις λέξεις,
ότι δεν βλέπεις την παραμόρφωση ενός προσώπου
κάποτε φρέσκου
κι ότι μπορείς να γράφεις εσαεί
τα ίδια τα ποστάκια,
λες και δεν γεννήθηκες για να χάνεις
και να αποπνέεις λουζεριά
ακόμη κι εκεί που έχεις νικήσει.

Σάββατο, Οκτωβρίου 18, 2014

Tι έχουμε κάνει ο ένας στον άλλο;

Έτσι πρέπει να ξεκινούν οι ταινίες: «Όταν σκέφτομαι τη γυναίκα μου, σκέφτομαι πάντα το κεφάλι της. Με φαντάζομαι να σπάω το υπέροχο κρανίο της, να ξεκουβαριάζω τον εγκέφαλό της και να προσπαθώ να βρω απαντήσεις· στις πρωταρχικές ερωτήσεις κάθε γάμου: Τι σκέφτεσαι; Πώς αισθάνεσαι; Τι έχουμε κάνει ο ένας στον άλλο;». Καθώς ακούμε τον Μπεν Άφλεκ να μας τα εξομολογείται αυτά με φωνή υπνωτισμένη και καθώς βλέπουμε την κατάξανθη κώμη που καλύπτει το υπέροχο κρανίο της Ρόζαμουντ Πάικ να στρέφει προς την κάμερα και την ίδια να μας κοιτά αινιγματικά, «To Κορίτσι που Εξαφανίστηκε» μας βάζει εξ αρχής στο κλίμα του. Και αμέσως μετά το διαπροσωπικό πλαίσιο, πέφτουν οι τίτλοι και βλέπουμε το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το διαπροσωπικό, καθώς εναλλάσσονται εικόνες από ερειπωμένα μαγαζιά, κλειστά εργοστάσια, άδειους δρόμους, μια μικρή πόλη στο Μιζούρι: η Αμερική στα χρόνια της ύφεσης.


Ανήμερα την πέμπτη επέτειο του γάμου τους, η Έιμι εξαφανίζεται, ίχνη πάλης υπάρχουν στο σπίτι, ο Νικ φωνάζει την αστυνομία και ανησυχεί, αλλά όπως ένα -αυτοτελώς καταπληκτικό- τρέιλερ της ταινίας υπό τη συνοδεία του "She" που είχε κυκλοφορήσει μας είχε προειδοποιήσει, η βασική απορία είναι μία: Ευθύνεται ο Νικ για την εξαφάνιση της Έιμι ή όχι; Την σκότωσε; Το έκανε ή δεν το έκανε; Με αυτήν την μπαναλιτέ περνάμε πάνω από μια ώρα ταινίας. Και είναι μια μπαναλιτέ γραμμένη και σκηνοθετημένη υπέροχα, είναι ένα μυστήριο με το οποίο περνάμε παραπάνω από ωραία. Αλλά τι νόημα θα είχε να γυρίσει ο Φίντσερ μια τέτοια ταινία; Γιατί, ναι, υπέροχα θα περνούσαμε, αλλά θα μας έμενε ένα τελικό «ε και;». Μεγάλος σκηνοθέτης δεν είναι αυτός που ξέρει να σκηνοθετεί, αλλά αυτός που ξέρει να μιλάει και για ζητήματα ουσιαστικά, αυτός στον οποίο φόρμα και περιεχόμενο αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοαπογειώνονται. Μετά λοιπόν αυτό το πρώτο μέρος ακολουθεί ένα ζαλιστικό επτάλεπτο που προφανώς θα διδάσκεται σε όλες τις σχολές σκηνοθεσίας για τη συμπύκνωση του και μας λέει: «ξεχάστε τις αμφιβολίες, νά τι έγινε». Ωραία θα πεις και με το δίκιο σου, οι ανατροπές στην πλοκή και το ξάφνιασμα του θεατή δεν είναι και αυτό αναπόσπαστο χαρακτηριστικό των θρίλερ; Το «Κορίτσι που Εξαφανίστηκε» είναι σαν να παίρνει τα θρίλερ του σωρού και τους λέει, κοιτάχτε, κοιτάχτε πού μπορώ να πάω. Το τρίτο μέρος συνεχίζει την πλοκή με τα νέα δεδομένα και ολοκληρώνεται με μια σκηνή αισθητικοποιημένης βίας βγαλμένη από βαθιά σκοτάδια κι ακόμη βαθύτερο ταλέντο. Και μετά, στην τελική ευθεία, στο τέταρτο μέρος, τα πράγματα μπαίνουν στη σωστή τους βάση: εδώ το θέμα δεν είναι η ψυχοπαθολογία κανενός, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κανένα Fatal Attraction, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που συνομιλεί με το "Eyes Wide Shut" του Κιούμπρικ και δρα η μία πιο υπόγεια, πιο ανατρεπτικά, πιο σαρδόνια από την άλλη.   


H ίδια η Έιμι από παιδί μαθαίνει ότι υπάρχει ο εαυτός, υπάρχει και η αφήγησή του, η κατασκευή του. «Οι γονείς σου λογόκλεψαν την παιδική σου ηλικία» της λέει ο Νικ. Του απαντάει κάτι σαν «Όχι, βασίστηκαν σε αυτή για να τη βελτιώσουν». Η Αμερική μεγαλώνει με μια σειρά παιδικών βιβλίων την «Yπέροχη Έιμι». Μεγαλώνοντας η Έιμι, μεγαλώνει και η «Υπέροχη Έιμι». Και τώρα που εξαφανίστηκε την «Υπέροχη Έιμι» ψάχνει. Που δεν είναι αυτή του βιβλίου, αλλά είναι επίσης μια αφήγηση, μια κατασκευή, μια μυθοπλασία, αυτή τη φορά όχι από βιβλία, αλλά από τα πρότυπα γυναίκας που έχει η κοινωνία και τα οποία διογκώνουν τα μίντια. Κυρίαρχη προβληματική στην ταινία και το βιβλίο είναι αυτή: αντίστοιχα το φλερτ, ο έρωτας, τα πρώτα χρόνια ενός ζευγαριού, σημαίνουν πως παίρνεις τον εαυτό σου και τον βελτιώνεις, φτιάχνεις έναν άλλο, ιδεατό, αρεστό στον έρωτά σου. Η ίδια η συγγραφέας και σεναριογράφος Τζίλιαν Φλιν λέει: «o γάμος είναι ένα είδος απάτης μακράς διαρκείας, γιατί κατά τη διάρκεια του φλερτ βάζεις στην βιτρίνα τον απολυτα καλύτερο εαυτό σου. Από την άλλη ο άνθρωπος που παντρευόμαστε υποτίθεται πως πρέπει να σε αγαπάει ό,τι κι αν γίνει. Αλλά ο σύζυγός σου δεν μπορεί να διακρίνει τα κουσούρια σου μέχρι να μπεις βαθύτερα στον γάμο και να αφήσεις τον εαυτό σου να ξεδιπλωθεί». Ο αληθινός εαυτός. Ο βασισμένος στον αληθινό εαυτό και ο βελτιωμένος των βιβλίων. Ο βασισμένος στον αληθινό εαυτό και βελτιωμένος της αρχής του έρωτα. Και η σταδιακή εγκατάλειψη των εφευρεμένων εαυτών, η επιστροφή στους αληθινούς όσο τα χρόνια του γάμου κυλούν. Οι καλύτερες εκδοχές φεύγουν, οι λιγότερο καλές είναι εδώ. Και στην περίπτωση του Νικ και της Έιμι ίσως αν το κοινωνικό πλαίσιο ήταν αλλιώς να καθυστερούσε η φθορά τους. Ή να μην προλάβαινε να γίνει φθορά, να ερχόταν ένα παιδί και να περνούσε σε άλλη φάση. Αλλά χάνουν και οι δύο τις δουλειές τους -γραφιάδες, σε ανδρικό περιοδικό αυτός, σε γυναικείο εκείνη, όπου φτιάχνει τεστ προσωπικότητας, καθώς δεν υπάρχουν πια αληθινά αληθινοί εαυτοί, όλα μπορούν να αναλυθούν σε συντεταγμένες και προκατασκευασμένες ψηφίδες προσωπικότητας- και από την ψαγμενη ζωή της Νέας Υόρκης πάνε στην πατρίδα του Νικ, στο Μιζούρι. Υπάρχει μια εικόνα ζευγαριού που πάντοτε σιχαίνονταν και οι δύο. Δεν θα γίνουμε ποτέ αυτό το ζευγάρι που κάνει το ένα ή το άλλο. Το ξέρουν καλά το κλισέ, το σιχαίνονται το κλισέ, ζουν απέναντί του, μόνο και μόνο για να το βρουν μετά από χρόνια εμπρός τους. Και τότε; Τότε τι έχουμε κάνει ο ένας στον άλλο; Πώς πληγώσαμε ο ένας τον άλλον; Πώς κάναμε ο ένας τον άλλον θύμα; Η καταπίεση και η προδοσία. Τα παράπονα και η ασφυξία. Μέχρι την εξαφάνιση της Έιμι ο γάμος τους ήταν ιδιωτική τους υπόθεση. Όταν γίνεται δημόσια και μπαίνει στο μικροσκόπιο, όλα πλέον στρέφονται στο πώς θα πειστεί η κοινή γνώμη για το ποιός είναι θύμα και ποιός θύτης. Το δικαστήριο της κοινής γνώμης και η κοινή γνώμη ως δικαστήριο σε μια χώρα που έχει το σύστημα των ενόρκων κορωνίδα. Αλλά όχι, η ταινία δεν θέλει να σχολιάσει το τσίρκο των μίντια, αυτά είναι προβληματικές ξεπερασμένες και σίγουρα δεν είναι ένα θέμα που θα αφορούσε τον Φίντσερ, αυτά ενσωματώνονται ως αυτονόητο μέρος της πλοκής. Άλλα τον αφορούν. Όπως η χειραγώγηση των τεκμηρίων. Το πρώτο βράδυ που γνωρίστηκαν ο Νικ και η Έιμι συμφώνησαν έναν κώδικα. Αν της κρύβει με το χέρι το πηγούνι τότε θα λέει την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Ό,τι φαίνεται ως υπεράνω αμφιβολίας, καταντά να έχει μεγαλύτερη σημασία από την αλήθεια. Δυσπιστώντας στις διαβεβαιώσεις των ανθρώπων αφεθήκαμε να πιστεύουμε ως θεότητες τα τεκμήρια. Η γραφή ως τρόπος κατασκευής του παρελθόντος. Διαρκείς κατασκευές αληθειών. Η εφεύρεση του παρελθόντος, η εφεύρεση του παρόντος, η εφεύρεση του μέλλοντος. Οι ταυτότητες είναι ρευστές, όλα είναι αντικείμενο αφήγησης, το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, οι ρόλοι μας, οι εαυτοί μας. Εδώ τίποτα δεν γίνεται με το ζόρι, εδώ το θέμα είναι η εφεύρεση νέων εαυτών και νέων κοινωνικών ταυτοτήτων μέσω του περάσματος σε ένα επόμενο επίπεδο. Όπως ο «Κυνόδοντας» τραβώντας μια συνθήκη στα άκρα μιλά για κάθε οικογένεια, έτσι και το «Κορίτσι που Εξαφανίστηκε» μιλά για κάθε γάμο τραβώντας τις αντιδράσεις στα άκρα, μόνο και μόνο για να τις ξαναφέρει πίσω εκεί που πραματικά ανήκουν: στην εκούσια και συνειδητή απόφαση ζωής που ενίοτε μπορεί να είναι ακόμη πιο τρομακτική κι από την ψυχοπάθεια.

(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 15, 2014

Η πλάτη που θα μπει ξανά

Προσωπικά πάντως έχω εμπιστοσύνη στην ωριμότητα του πολιτικού συστήματος και νομίζω δικαιολογημένα την έχω, όσα κι αν του καταλογίζει κανείς στα προ της κρίσης, μετά την κρίση σοβαρεύτηκε και πήρε όλες τις αναγκαίες και μερικές φορές επώδυνες αποφάσεις προκειμένου να αποφευχθεί η καταστροφή. Και αποφεύχθηκε. Οι όποιες παλινωδίες του τώρα και οι όποιοι λεονταρισμοί του θα λήξουν πολύ σύντομα. Μπροστά στο φάσμα μιας νέας οικονομικής τρικυμίας έχω τη βάσιμη υπόνοια ότι αφενός η πλευρά της κυβέρνησης θα βρει μια συμβιβαστική λύση με τους δανειστές μας για την ομαλή συνέχιση της χρηματοδότησής μας κατά το μεταβατικό διάστημα των επόμενων ετών και ότι αφετέρου οι μέχρι και αυτή τη στιγμή αντιδρώντες βουλευτές θα αφήσουν στην άκρη την αρχική τους βούληση καταψήφισης του προέδρου και έστω και με βαριά καρδιά, έστω και την ύστατη ώρα, θα συναινέσουν. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ θα φωνάξει μια, θα φωνάξει δυο, μετά θα βάλει κάτω τα κουκιά της ομαλότητας και του ακόμη ωριμότερου φρούτου, θα πειθαρχήσει την ανυπομονησία του μετατρέποντάς την σε σοφή υπομονή, θα καλέσει ίσως τον περήφανο ελληνικό λαό σε μια μεγαλειώδη συγκέντρωση, ίσως ούτε αυτό, ίσως αυθόρμητα αυτή σχεδιαστεί, οι ένστολοι θα βγάλουν τμήμα του αναδρομικού ψωμιού τους, ο κόσμος μη νομίζεις ότι θα κάνει πολλά κι αυτός, έχει ωριμάσει αντίστοιχα με το πολιτικό σύστημα και κάπου εκεί θα ξαναπάμε όλοι σπίτια μας, περιμένοντας τις εκλογές στην καλή τους συνταγματική ώρα, γιατί θα είναι κρίμα να βγάλουμε μόνοι μας τα μάτια μας τώρα που φάγαμε το γάιδαρο κι απομένει η ουρά του, θα είναι κρίμα να ξαναδούμε να ορίζουν τις ζωές μας τα σπρεντ και μάλιστα χωρίς έναν Μητσάρα να βγάλει κανένα πλακάτ και να στανιάρουμε, οι Μητσάρες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τρένο του πολιτισμού της ιδιωτικής τηλεόρασης, οι Μητσάρες διαστρεβλώθηκαν και μετεξελίχθηκαν στις κυρίες Λουκά της απολιτίκ λάιφ στάιλ υστερίας, γιατί αν έχει ένα νόημα να βγαίνεις στο δρόμο σήμερα είναι για να αγγίξεις με τα χείλη σου τα ιερά μάγουλα που πουτσοσκαμπιλίζει ο Κλούνεϊ, ώστε να πεις αυτά τα χείλη εγώ δεν θα τα πλύνω, με αυτά τα χείλη θα πάω να κοινωνήσω αύριο, είμαι χριστιανή μετα-ορθόδοξη, ακόμη και ο θεουσισμός είναι μια πρόφαση στον πολιτισμό της εικόνας, στον πολιτισμό που στυλώνουν τα επιτόκια δανεισμού, στον πολιτισμό που απειλείται από βαλκάνιους εθνικισμούς, αφρικανικούς φονικούς ιούς και τζιχαντικούς μηδενισμούς, στον πολιτισμό που θα αναβαπτισθεί και θα δικαιωθεί ξανά, καθώς θα βροντοφωνάξουμε πως ανήκουμε στη Δύση και με τον Χρυσοβαλάντη και με τον Τατσό και με την αριστερά της ευθύνης και με όλους όσους πουν μπρος στη σωτηρία της χώρας τα ξεχνάμε όλα και βάζουμε προσωρινά πλάτη, το απαιτούν πια όχι μόνο οι Παπαχελάδες και οι Πρετεντέρηδες που τράβηξαν τόσα χρόνια το κουπί, αλλά και παλιοί ντούροι αντιμνημονιακοί κι ο Τράγκας κι ο Νίκος ο Χατζηνικολάου απόψε, όχι τρέλες με την προεδρική εκλογή και τα μνημόνια, βάλτε τα κάτω και βρείτε τα, η χώρα δεν γίνεται να πέσει πάλι στην παράνοια του δέκα.

Κυριακή, Οκτωβρίου 12, 2014

Καλά είμαστε κι εδώ

Ίσως εκείνο που στα αλήθεια ονειρεύτηκε η γυναίκα του ψαρά
είναι πως η ζωή είναι ταυτόχρονα στόμα και αιδοίο,
πως αν με τα μάτια ανοιχτά η ζωή είναι πότε το ένα πότε το άλλο
και πολύ συχνά και τίποτε από τα δύο,
με τα μάτια κλειστά όποιος μπορεί να τα γεμίσει είναι ευπρόσδεκτος,
με τα μάτια κλειστά στόμα και αιδοίο μπορούν να γεμίσουν μαζί,
με τα μάτια κλειστά οι εικόνες μπορεί να είναι ολοκληρωτικές.
οι αισθήσεις μπορεί να είναι ολοκληρωτικές,
όλα μπορούν να ικανοποιηθούν
μέχρι την τελική τους πλήρωση,
μέχρι δηλαδή το επόμενο πρωινό,
την επιστροφή στο φως της μέρας
και την τύφλωση της καθημερινότητας,
την επιστροφή των απαγορευμένων χταποδιών,
την επιστροφή των απαγορευμένων πληρώσεων,
την επιστροφή των εκλογικευτικών συμβιβασμών,
την επιστροφή στο 
ή το στόμα ή το μουνί,
την επιστροφή
στην μη πλεονεξία,
στην μη ευελιξία,
στην μη ευεξία,
την επιστροφή
στο καλά είμαστε κι εδώ,
κοίτα πόσα άλλα στόματα μένουν αγέμιστα,
κοίτα πόσα άλλα σώματα μένουν αγέμιστα,
κοίτα πόσοι άλλοι δεν έχουν καν τη δυνατότητα
να φτιάξουν ένα έργο τέχνης
ή έστω να ονειρευτούν 
για ένα και μόνο βράδυ.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 08, 2014

Jus Sanguinis

Χανιά - Αθήνα - Λάρισα - Θεσσαλονίκη. Η μητέρα του πεθαίνει και ο σε δυόμιση μήνες δεκαεξάχρονος Ντάνι θα κάνει αυτό το δρόμο από τα νότια προς τα βόρεια. Από την Αθήνα θα πάρει μαζί τον αδελφό του, τον δεκαοχτάχρονο Οδυσσέα και θα πάνε Θεσσαλονίκη με διπλή αποστολή. Πρώτον να συμμετάσχει ο Οδυσσέας στα προκριματικά ενός τραγουδιστικού ριάλιτι και να γίνει ο επόμενος greek star. Greek star μπορεί να γίνει πιο εύκολα από ό,τι Έλληνας, γιατί μολονότι γεννήθηκε και μεγάλωσε εδώ τρέχει στις ουρές για την ανανέωση της άδειας παραμονής. Λίγο πριν πεθάνει η μητέρα του είπε στον Ντάνι ότι ο πατέρας τους, που τους εγκατέλειψε όταν ήταν μικρά παιδιά, ζει και είναι και φραγκάτος. Θα πάνε να τον βρουν για να τους δώσει λεφτά και να τους αναγνωρίσει ώστε να πάρουν την ιθαγένεια. Αν ο πατέρας τους είναι αυτός που νομίζουν, είναι υποψήφιος δήμαρχος της ακροδεξιάς. Έλληνας γεννιέσαι και δεν γίνεσαι, Έλληνες θα είναι αν τα αναγνωρίσει ο χρυσαυγίτης πατέρας τους. Το πιστοποιητικό της ελληνικότητας θα τους το αποδώσει ο χρυσαυγίτης, δεν είναι αρκετό για να τους κάνει νομικά Έλληνες το ότι γεννήθηκαν στην Ελλάδα, έζησαν όλη τη ζωή τους στην Ελλάδα, πήγαν σε ελληνικά σχολεία κλπ κλπ. Είναι «αλλοδαποί» των οποίων ο γνήσιος δεσμός με την ελληνική κοινωνία και των οποίων η ενσωμάτωση είναι αμφίβολη και αντικείμενο απόδειξης. Aξίζει ίσως στο σημείο αυτό να αντιγράψουμε τμήμα της περσινής απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, μπας και αντιληφθούμε τον παραλογισμό της σε σχέση με όλους εκείνους τους ανθρώπους που ζουν μια ζωή στην Ελλάδα και κυρίως με τα παιδιά που η Ελλάδα ήταν ο τόπος που μεγάλωσαν και ο μόνος τόπος που ξέρουν:
«Ελάχιστος όρος και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας είναι η ύπαρξη γνησίου δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, τα οποία δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, κοινότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με την βοήθεια μικρότερων κοινωνικών μονάδων (οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων (εκπαίδευση)
Εάν παρεγνωρίζετο η προϋπόθεση του ουσιαστικού δεσμού και ο νομοθέτης … μπορούσε να τον αγνοήσει και να ελαχιστοποιήσει τα προσόντα κτήσεως της ιθαγενείας, τότε πρακτικώς θα μπορούσε και να προσδιορίσει αυθαιρέτως την σύνθεση του λαού, με την προσθήκη απροσδιορίστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως, με χαλαρή ή ανύπαρκτη ενσωμάτωση, με ό,τι τούτο θα συνεπήγετο για την συνταγματική τάξη και τη λειτουργία του πολιτεύματος, καθώς και την ομαλή, ειρηνική εξέλιξη της κοινωνικής ζωής,
Συνεπεία των ανωτέρω παραδοχών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης, κατά τον καθορισμό των προϋποθέσεων αποκτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας από αλλοδαπούς, δύναται μεν, κατ’ απόκλιση από την βασική αρχή του δικαίου της καταγωγής (ius sanguinis) ως αυτόματου τρόπου κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας, να προβλέψει τρόπους κτήσεως της ιθαγενείας βάσει της αρχής του δικαίου του εδάφους (jus soli) και περαιτέρω, να θεσπίζει για τις περιπτώσεις αυτές και τυπικά κριτήρια, όπως είναι η νόμιμη παραμονή στην χώρα και η διάρκεια αυτής, αλλά θα πρέπει να τα συνδυάζει και με ουσιαστικά κριτήρια, ούτως ώστε να τεκμηριώνεται ο γνήσιος δεσμός του αλλοδαπού προς την ελληνική κοινωνία, δηλαδή η ενσωμάτωσή του σε αυτήν υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια».
Όταν ο Ντάνι φτάνει στην Αθήνα, ο Οδυσσέας τον προειδοποιεί ότι είναι επικίνδυνη η φάση, αφού είναι «κι Αλβανός και Πούστης». Ο Ντάνι του απαντάει ξέγνοιαστα «και βουνό και θάλασσα». Μολονότι το «Xenia» έχει μπόλικα στοιχεία δράματος, η ματιά του Κούτρα δεν είναι η στρέιτ, η πιο ευθεία ματιά στα πράγματα του Οδυσσέα, αλλά η γκέι, η πιο φωτεινή και η πιο ημιφυσικά - ημισκηνοθετημένα εύθυμη αντιμετώπισή τους. Ο Κώστας Νικούλι στο ρόλο του Ντάνι είναι κουρεμένος, ντυμένος και φτιαγμένος σαν κινηματογραφικός ήρωας έτσι, ώστε να αποτελεί μαζί τον ήρωα της ταινίας και την εικόνα του ύφους της. Τα προσωπικά τραύματα και τα κοινωνικά προβλήματα είναι διαρκώς παρόντα, αλλά παράλληλα παρόντα είναι και τα απόλυτα νιάτα, παρούσα είναι η χαρά της ζωής, η γιορτή της ζωής. Ένα εγκαταλελειμμένο και ρημαγμένο Ξενία δινει τον τίτλο του στην ταινία. Ο Οδυσσέας θα ενηλικωθεί και θα γιορτάσει τα δέκατα όγδοα γενέθλια του, τα 18 χρόνια ζωής, τα 18 χρόνια ζωής στην Ελλάδα, σε αυτό. Ανεξάρητα από το όποιο συμβολικό φορτίο κουβαλάει το ρημαγμένο Ξενία στη χώρα των στρατοπέδων μάντρωσης του Ξένιου Δία, στην ταινία γίνεται ένα σκηνικό γιορτής. Στο κουφάρι του Ξενία της Κοζάνης ο Κούτρας θα βάλει τους ήρωές του να χορεύουν Ραφαέλα Καρά και είναι οι σκηνές των τραγουδιών αυτών, και της Πάτι Πράβο, που κατ’ εμέ ανήκουν στα δυνατότερα σημεία της ταινίας.
Όπως και στην «Στρέλλα» έτσι κι εδώ, οικογένειες με έναν κεντρικό κλονισμό, με ένα κενό, μια απώλεια, οικογένειες ημιτελείς που πρέπει να αναζητηθούν ξανά, όχι όμως για να επανασυσταθούν με τον παραδοσιακό όρο, αλλά για να επανεξεταστούν τα συστατικά τους και να ξεκαθαριστούν οι λογαριασμοί με το παρελθόν. Το Στρέλλα ήταν η (παραδοσιακή) οικογένεια ως τραύμα που καταλήγει η οικογένεια ως γιορτή, μια οικογένεια με άλλους όρους όμως, μια οικογένεια δεσμών άλλων από αυτούς του αίματος. Το «δίκαιο του αίματος» του Συμβουλίου της Επικρατείας και η ελληνικότητα ως μια μεγάλη κλειστή και εχθρική προς τον ξένον οικογένεια, ήταν αυτά που ήδη από την Στρέλλα είχε ξεράσει ο Κούτρας.  Ο Κούτρας συνομιλεί με την έννοια της οικογένειας και κάθε άλλο παρά την απορρίπτει, απλά την επανατοποθετεί σε βάση διαφορετική. Και διόλου τυχαία στο “Xenia” η oμοφυλοφιλία λειτουργεί για τους ομοφυλόφιλους ήρωές της σε Αθήνα και Λάρισα και ως πόρτα αυτονόητης αποδοχής στον μετανάστη.
Το “Xenia” Στρέλλα δεν είναι, τρέλλα δεν είναι, αλλά έχει μέσα του μεγάλη δύναμη και ζωντάνια και φιλοδοξία και σύνθεση, ώστε να μείνει ως μια σημαντική κατάθεση του νεότερου ελληνικού σινεμά. Και έχει και μια καταπληκτική σκηνή ανθολογίας ακριβώς στην μέση της, όταν ο Κούτρας μας προσφέρει την μεγάλη της στιγμή απογειώνοντάς την και προσφέροντας μας λίγα λεπτά αληθινής μαγείας. Ο Ντάνι και ο Οδυσσέας μέσα σε μια βάρκα διασχίζουν ένα ποτάμι καθαρά μυθικό. Μέσα στο νερό αυτοί, ο Ντίσνεϊ κι ο Λαρς Φον Τρίερ στην ξηρά τους κοιτούν. Η παιδική ηλικία που σε εγκαταλείπει μια για πάντα. Τι είναι αληθινό και τι όχι. Το σινεμά βρίσκεται ανάμεσα ανάμεσα στο αληθινό και το φανταστικό, το σινεμά είναι το παραμύθι των ενηλίκων.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Παρασκευή, Οκτωβρίου 03, 2014

Κυκλοφορεί το Unfollow 34, αναλυτικά την ύλη του τη βλέπεις εδώ, και σε ό,τι με αφορά αναρωτιέμαι σε μορφή άρθρου πόσο πρέπει να μας καλύπτει και πόσο παγίδα είναι ότι όσο νερό κι αν συνεχίσει να βάζει στο κρασί του ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι σε κάθε περίπτωση συγκριτικά καλύτερος από την τωρινή κυβέρνηση, αναρωτιέμαι πόσο ριζοσπαστικό και πόσο συστημικό είναι το συγκριτικά καλύτερο, αναρωτιέμαι αν μια τυχόν κυβέρνηση συνεργασίας με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ και κάποιο σύμμαχο δίπλα του θα αποτελέσει στην πραγματικότητα άλλοθι για τον ίδιο ότι δεν μπορεί να κάνει όλα όσα θα ήθελε, σκέφτομαι ότι ρεαλισμό, έκτακτες ανάγκες, αποφυγή του μεγαλύτερου κακού -έστω και κατ' όνομα, έστω και σε επίπεδο διακήρυξης- είχαμε κι από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ κι ήταν το μάντρα του μνημονιακού λόγου και τέλος υποδεικνύω στον ΣΥΡΙΖΑ με ποιόν τρόπο να κυβερνήσει ώστε να καλύψει τις απαιτήσεις μου. Αυτά τα γραφικά. Unfollow Oκτωβρίου από σήμερα στα περίπτερα.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 02, 2014

Ένα στάτους πιο κάτω


Το σπίτι σε κάποιον λόφο. Ψαγμένο αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά, απομονωμένο, προφανέστατα πανάκριβο. Η θέα στην θάλασσα σου κόβει την ανάσα. Η αντιδιαστολή με το κεντρικό πλάνο της Αθήνας και τα διαμερίσματά του είναι παραπάνω από ενδεικτική. Σε αυτήν εδώ την μοναχική κορυφή μένουν κάποιοι νικητές. Νικητές αλλά συμπαθέστατοι. O Στέφανος και η Εύη είναι ένα ζευγάρι σχετικά νέων ανθρώπων, αγαπημένων μεταξύ τους, που δεν φέρονται ως αφεντικά στη Νάντια, την Γεωργιανή οικιακή τους βοηθό. Η Νάντια δεν έχει καθόλου προφορά. Ήταν βασικό για αυτούς για το μεγάλωμα του παιδιού τους να βρουν έναν άνθρωπο που να μιλάει καλά ελληνικά. Η Νάντια ζει μαζί τους σε όλη τη διάρκεια της ζωής της δωδεκάχρονης κόρης τους. Αναγνωρίζουν διαρκώς ότι η Νάντια είναι θησαυρός. Κι αυτή όμως αναγνωρίζει. Στο μυαλό της, όπως και στο δικό τους, η σχέση τους είναι αμοιβαία επωφελής. Στο σπίτι έμενε άλλωστε και η δική της κόρη μέχρι που μπήκε στο Πανεπιστήμιο. Την πήγαν και στα καλύτερα σχολεία. Για την ακρίβεια δεν πρόκειται καν για σχέση αμοιβαίας ωφέλειας. Έχει προ πολλού πάψει να είναι τέτοια. Η Εύη νιώθει τη Νάντια σαν αδελφή της. Η Νάντια είναι ανασφάλιστη και δουλεύει χωρίς ένσημα, αλλά το Κράτος το έκλεβαν ακόμη και οι πιο συμπαθείς, όσο για την προστασία των δικών της δικαιωμάτων και την έκταση των υποχρεώσεών της ως εργαζόμενη, είπαμε, εδώ η σχέση ήταν διαφορετική.


Ο Στέφανος είναι κορυφαίο στέλεχος σε κάποια χρηματιστηριακή εταιρία ή κάτι τέτοιο. Κι αν από την κρίση μπορεί ίσως να βγάλουν λεφτά οι μεγαλοκεφαλαιούχοι, όλοι οι υπόλοιποι, ακόμη και τα πλούσια μεγαλοστελέχη, δεν μπορούν να μείνουν ανέπαφα. Επηρεάζονται. Κι αρχίζουν να πετούν στο νερό τα περιττά, τα μη απολύτως απαραίτητα βάρη. Κι αυτό που τελικά λέει η ταινία είναι ότι δεν πρόκειται για ζήτημα καλού ή κακού χαρακτήρα. Δεν χρειάζεται να είσαι παλιάνθρωπος για να προφυλάσσεις τα συμφέροντά σου. Είναι ακριβώς η δομή της κοινωνίας τέτοια. Είναι ζήτημα ταξικών επιλογών. Πριν λίγες μέρες ένα άρθρο που έκανε αποτίμηση της κρίσης μίλησε για «μια στραβή που στο κάτω-κάτω αφορούσε μόνο λεφτά, μείωση εισοδημάτων. Τι θα κάναμε δηλαδή αν μας συνέβαινε κάτι χειρότερο;». Μια απάντηση στο συγκεκριμένο σκεπττικό θα μπορούσε να υποδείξει η ταινία: ακόμη και αν όλο αυτό που βιώσαμε και βιώνουμε αφορά μόνο μείωση εισοδημάτων, ακόμη κι αν είναι απλώς ένα στάτους πιο κάτω, σε άλλους ανθρώπους το ένα στάτους πιο κάτω σημαίνει να μην μπορούν να συντηρήσουν πια το άλογό τους και σε άλλους να μην έχουν να ζήσουν, ακριβώς γιατί στο προ κρίσης στάδιο το στάτους δεν ήταν αυτό του πάρτυ για όλους, αλλά για τους φτωχότερους το πάρτυ συνίστατο στο ότι μπορούσαν ζορισμένα να τα βγάζουν πέρα.


Ένα στάτους πιο κάτω για όλους λοιπόν. Ο Στέφανος πουλάει το άλογο της κόρης του. Η κόρη εκπαιδεύεται να μαθαίνει κι εκείνη τι είναι σημαντικό σε αυτή τη ζωή. Πραγματισμός. Κι η γυναίκα καλείται να αποφασίσει με ποιόν είναι. Με την οικογένειά της ή με τη Νάντια; Κι όταν το δικό του αφεντικό λέει στον Στέφανο ότι πρέπει να απολυθεί ένας υφιστάμενός του στη δουλειά, ο Μίλτος, ο Στέφανος στεναχωριέται, αλλά συναινεί. Ο Μίλτος που «είναι σκυλί στη δουλειά», η Νάντια που σύμφωνα με τον φίλο της «δουλεύει σαν το σκυλί», δυο σαν σκυλιά κι ένα άλογο, ο Στέφανος αναγκάζεται να κάνει κάτι που δεν του είναι καθόλου ευχάριστο, καθώς τους πετά από το καράβι διαδοχικά, αλλά το κάνει συνειδητά και με σιγουριά, αφού μόνο με σταθερό χέρι κρατιέται το τιμόνι. Μπορεί να είμαστε τα πιο γαμάτα αφεντικά του κόσμου όσο οι υλικές συνθήκες το επιτρέπουν. Αλλά το πρωτεύον είναι να μείνουμε αφεντικά, όχι να παραμείνουμε γαμάτοι. Έχουμε τα καλύτερα συναισθήματά για σας όσο είστε τμήματα του στάτους ζωής μας. Αν το στάτους πέσει επίπεδο, θα συμπαρασυρθείτε. Δεν χωράτε πια στον εξοπλισμό του ονείρου μας.


Η Νάντια είναι ξένη, όχι επειδή είναι Γεωργιανή, αλλά επειδή δεν είναι μέλος της οικογένειας. Kαι στην περίπτωσή της η έκπτωση από τον εξοπλισμό του ονείρου δεν είναι μόνο θέμα λεφτών. Στην περίπτωση της δεν πετιέται στη θάλασσα για τα λεφτά. Αυτό μπορεί να αργούσε ακόμη. Κι επειδή η Νάντια έχει άπειρη κατανόηση και υποχρέωση μαζί, κι αφού ακριβώς είχε εσωτερικεύσει το ότι είναι μια από αυτούς, ίσως και να μην έφτανε ποτέ. Αλλά η Νάντια αρρωσταίνει. Όχι ακόμα πολύ, αλλά στο μέλλον μπορεί και να χειροτερεύσει. Κι ο Στέφανος δεν μπορεί την αρρώστια. Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι δεν υπήρχε εκμετάλλευση, αλλά αμοιβαίο όφελος, όταν το ένα σκέλος παύει να μπορεί να αποδώσει τα συμφωνημένα, όταν το μηχάνημα - Νάντια υπάρχει ο φόβος πως θα πάψει να είναι το ίδιο αποδοτικό, την πετάει στο δρόμο. Η ιδέα της αρρώστιας, η παρουσία της, η παρουσία μιας δυσάρεστης αλήθειας, η υπενθύμιση μιας φθοράς, μιας ελαττωματικότητας. Πουλούν τα άλογα όταν γεράσουν και τα σκοτώνουν όταν αρρωστήσουν. Σκέλος της υποχρέωσης της Νάντιας ήταν και να μείνει υγιής και να μην είναι φορέας σκοτούρας και μαυρίλας.


Και δεν είναι μόνο το «φύγε». Είναι ουσιαστικά και παρά τις διακηρύξεις το «φύγε και μην σε ξαναδούμε μπροστά μας», το «τελειώσαμε», το «τι ακριβώς δεν καταλαβαίνεις». Είναι το ότι ζούσαμε μαζί στο ίδιο σπίτι δώδεκα χρόνια, αλλά σου ανακοινώνουμε ξαφνικά ότι πρέπει να εξαφανιστείς από μπροστά μας. Ανεπιθύμητη κάθε άλλη παρουσία σου. Είναι το «έληξε η συμβατική μας σχέση», σε μια σχέση που δεν ήταν επίσημα συμβατική, που δεν είχε τις υποχρεώσεις της σύμβασης, που εξαρχής ο άλλος είναι περίπου ο ευεργέτης αντί ο εργοδότης, με αποτέλεσμα να είναι κι απαλλαγμένος από τις υποχρεώσεις και τους περιορισμούς του εργοδότη. Η Νάντια είναι συγγενής της Άννας του «Προξενιού της Άννας», η ταινία με όλες τις διαφορές της έχει προφανείς θεματικές συγγένειες με τη σπουδαία ταινία του Βούλγαρη.


Όταν τη διώχνουν, ο φίλος της της λέει ότι η καλοσύνη της ξεπέρασε τα όρια. Ότι μετατρέπεται πλέον σε ηλιθιότητα. Πέραν από το άμεσο, το βιωτικό, το ζωτικό, η απόλυση είναι και έξοδος από μια θεμελιακή ψευδαίσθηση: ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν η οικογένειά της, ότι την είχαν αγαπήσει σαν μέλος της. Ο Αθανάσιος Καρανικόλας, σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας, λέει ότι για τον ίδιο η Νάντια είναι «παράδειγμα αξιοπρέπειας, αφοσίωσης και αυταπάρνησης. Είναι μια πραγματική ηρωίδα γιατί προτείνει ένα νέο πρότυπο συμπεριφοράς». Λέει ότι κατά τη γνώμη του «στέκει ψηλά γιατί βρίσκει τη δύναμη να συγχωρέσει αυτούς που την αδίκησαν». Δεν συμμερίζομαι απόλυτα το πώς βλέπει ο ίδιος την ηρωίδα του, αλλά δεν συμφωνώ και με το ότι η συμπεριφορά της είναι ηλίθια. Κατ’ εμέ, στον τρόπο που αποδέχεται η Νάντια την μοίρα της υπάρχει μαζί και κάτι υψηλό και κάτι χαμηλό. Θαυμάζω την αξιοπρέπειά της, αλλά δεν θαυμάζω την αποδοχή των όσων της συμβαίνουν σαν να είναι μια φυσική τάξη πραγμάτων, σαν οι άνθρωποί εκείνοι να ανήκουν δηλαδή εξ ορισμού σε ένα επίπεδο ευεργέτη από το οποίο απλώς εξέπεσαν.


Η Μαρία Καλλιμάνη έχει μια σκυφτή στάση, όχι δουλικά σκυφτή, σκυφτή τόσο όσο. Ο Καρανικόλας τη σκηνοθετεί κατά κόρον από πίσω, με πλάτη. Προτιμά να μας δείχνει φάτσα τα αφεντικά, τους κυρίαρχους, τους αληθινούς πρωταγωνιστές του ονείρου. Η ερμηνεία της Καλλιμάνη αναγνωρίζεται απ' όλους και απολύτως δίκαια. Δίπλα της ο Αλέξανδρος Λογοθέτης και η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου δεν δίνουν απλά ανθρώπινο πρόσωπο στο ζευγάρι, το βοηθούν να μην γίνει καρικατούρα. Εξίσου ανθρώπινο και μακριά από την καρικατούρα το παίξιμο του Γιάννη Τσορτσέκη στο ρόλο του φίλου της. Ο Καρανικόλας αποστασιοποιείται εντελώς από οτιδήποτε αβανταδόρικο. Οι συγκρούσεις περιγράφονται από απόσταση. Αυτό κάθε άλλο παρά εμποδίζει το συναίσθημα να σε πιάσει. Το μόνο που αναρωτιέμαι είναι αν χρειαζόταν στο τέλος λίγο μεγαλύτερη ένταση και λίγο περισσότερη δραματικότητα. Αναρωτιέμαι, χωρίς αλήθεια να ξέρω αν αυτό το ελάχιστα παραπάνω θα είχε υπονομεύσει τη συνολική του προσέγγιση ή αν θα έκανε το έργο ακόμη πιο συγκινητικό κι ακόμη πιο καίριο. Πρόκειται όμως ούτως ή άλλως για ένσταση μικρή. Το «Στο σπίτι» είναι μια ταινία που αξίζει να προσελκύσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό, γιατί έχει κάτι να του πει και κάτι να του αφήσει παρακαταθήκη.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)