Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 29, 2011

Υπάρχουν

Σε κάθε νέα δόση είσαι μια ζωντανή αντίφαση, δανεισμένε. Εμ τρέμεις μην τυχόν και λύσουν το λουρί,

εμ δυσανασχετείς που δεν το λύνουν.

Είχες μάθει να έχεις και την πίτα και τον σκύλο, και τώρα που σκύλος γίνεσαι εσύ σου κακοφαίνεται. Θα σου κακοφαίνεται όσο συνεχίσεις να αντιφάσκεις, όσο συνεχίσεις να το πολεμάς, όσο συνεχίσεις να φέρεσαι με βάση το προηγούμενο στάτους σου. Πάει αυτό, άλλαξε. Αποδέξου το. Η μισή μαυρίλα σου οφείλεται στο ότι σκέφτεσαι ακόμη με βάση τις προσδοκίες του πριν. Αναδιαρθρώσου. Άρχισε να μένεις στα τέσσερα κι από μόνος σου. Μάθε τη νέα σου γλώσσα. Είναι τόσο απλούστερη. Μάθε τα νέα σου θέλω. Είναι τόσο απλούστερα. Ψάχνε για κόκαλα. Υπάρχουν.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 28, 2011

H σχεδόν ανάσα

Tο «Drive» με αφήνει αμφίθυμο. Πώς να μην μου άρεσε μια τόσο αξιομνημόνευτα σκηνοθετημένη ταινία; Προφανώς και μου άρεσε. Από την άλλη ψάχνω να βρω ένα κομμάτι της ιστορίας ή των χαρακτήρων της για να μπορέσω να κρατηθώ. Και δυσκολεύομαι. Είχε στην πραγματικότητα κάτι να πει αυτή η ταινία, που κέρδισε μάλιστα βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες; Δεν μπορώ να το εντοπίσω. Θα την ξανάβλεπα όμως; Με ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Αν κάπου εδώ φωλιάζει ένα παράδοξο, αναρωτιέμαι αν το παράδοξο αυτό είναι ίδιον του κινηματογράφου ή απαντάται και σε άλλες τέχνες. Πώς θα κρίναμε π.χ. ένα λογοτεχνικό έργο που θα έσκιζε από στυλ, αλλά που η ουσία του θα ήταν φτωχότατη; Ακόμα κι αν εντυπωσιαζόμαστε από τον τρόπο που ήταν γραμμένο, πάλι δεν θα προβάλλαμε με ένταση την ένσταση της κενότητας του περιεχομένου; Γιατί άραγε στον κινηματογράφο είμαστε τόσο πιο ευεπίφοροι στη σαγήνη της μορφής, γιατί άραγε στον κινηματογράφο είμαστε τόσο πιο έτοιμοι να μεροληπτήσουμε υπέρ της και άρα εις βάρος του περιεχομένου; Μια πρώτη μεροληψία είναι άλλωστε μισοομολογημένη στην θέση που καταλαμβάνουν στην κινηματογραφική ιεραρχία οι σκηνοθέτες συγκριτικά με τους σεναριογράφους. Όχι βέβαια επειδή η σκηνοθεσία είναι μόνο μορφή. Εννοείται πως κατ' εξοχήν είναι και περιεχόμενο. Αλλά επειδή αυτό το σημαντικότατο κομμάτι του περιεχομένου που είναι το σενάριο αντιμετωπίζεται τελικά σαν δευτερεύουσας σημασίας συντελεστής μιας ταινίας.
Αφού πιάσαμε τα παράδοξα, να κι ένα δεύτερο. Αν όχι και οι καλύτερες πάντως σίγουρα οι εντυπωσιακότερες σκηνές του « Drive» είναι σκηνές που ο Νίκολας Γουίντιγκ Ρεφν κάνει ματωμένο πάρτι. Μπαμ και μπουμ οι κουμπουριές και αντάξια στο πλάι τους και μαχαιριές και πηρουνιές και κλωτσιές, με το αίμα να εκτινάσσεται και να ποτίζει τοίχους, πατώματα, ρούχα, πρόσωπα. Πώς εξηγείται ψυχολογικά ότι με την αληθινή βια φρίττουμε ενώ στην κινηματογραφική επιφυλάσσουμε τόσο διαφορετική αντιμετώπιση; Τις τελευταίες μέρες σοκάρει μια φωτογραφία που δεν δείχει καν ένα βίαιο γεγονός, που το μόνο που δείχνει είναι ένα κοριτσάκι στην αγκαλιά του πατέρα του, τρομαγμένο από τα ΜΑΤ. Όποτε γίνονται επεισόδια και βλέπουμε στο ίντερνετ βιντεάκια με ΜΑΤ να χτυπούν διαδηλωτές μας γυρνάει το στομάχι .Στο σινεμά γιατί αλλάζουν τόσο πολύ οι όροι πρόσληψης της βίας; Το ότι δεν πρόκειται για πραγματικότητα και ότι κανείς δεν υποφέρει είναι αρκετό για να μας απαλλάξει από το σκέλος της ενοχής: δεν συμβαίνει κάτι στα αλήθεια κακό κι άρα δεν είναι κακό που δεν φρίττω. Με το σκέλος της απόλαυσης όμως τι γίνεται; Αυτό γιατί υφίσταται; Μπορεί να είναι υπερβολική ή διαστρεβλωτική η λέξη « απόλαυση», αλλά δεν μπορώ να βρω άλλη κατάλληλη. Κι όλα αυτά δεν τα λέω για να δηλώσω πλαγίως αντίθεση στην κινηματογραφική βία, αλλά για να δηλώσω ευθέως μια απορία: Γιατί αντί να μας απωθεί, μας ελκύει;
Αρκετά όμως με τα μπανάλ παράδοξα, ας πούμε και τίποτα για την ταινία. Που όχι, δεν είναι ολόκληρη βουτηγμένη στη βία. Αντίθετα η βία αργεί πολύ να ξεσπάσει. Ο Ρεφν δεν επείγεται καθόλου να μας τη δείξει, χτίζει με την ησυχία του την πλοκή και μόνο όταν αυτή το απαιτεί πατάει το γκάζι στο τέρμα. Μέχρι τότε οδηγεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οδηγεί ο ήρωάς του στην εναρκτήρια σεκάνς: βραδυφλεγώς, συγχρονιζόμενος, αναμένοντας, σίγουρος για τον εαυτό του και τις δυνατότητές του πίσω απ' το τιμόνι. Ο Ράιαν Γκόσλινγκ ειδικεύεται στο να οδηγεί αυτοκίνητα με τα οποία διαφεύγουν ληστές. Το έργο ξεκινά, στην πρώτη ατάκα ενημερώνει τηλεφωνικά τους ληστές για τον τρόπο που δουλεύει (έχετε πέντε λεπτά στη διάθεσή σας στα οποία θα σας περιμένω ό,τι κι αν γίνει, αλλά αν περάσει το πεντάλεπτο έφυγα), μετά μπαίνει στο αυτοκίνητο, τους βρίσκει, μπαίνουν να ληστέψουν, το πεντάλεπτο αρχίζει να μετράει και τότε αρχίζουν οι εκπλήξεις. Γιατί περιμένεις τα απίστευτα αυτοκινητοκυνηγητά και ο Ρεφν παραδίδει ένα μάθημα ύφους. Διαπιστώνεις ότι υπάρχει κι ένα άλλου είδους σασπένς, αυτό του να σταματάς στα φανάρια. Ένας ασύρματος, ένα ραδιόφωνο, ένα ελικόπτερο, κλειστά φώτα. Αρκούν και περισσεύουν.
Μολονότι έχει δύο από τους πιο αξιοσημείωτους ηθοποιούς της γενιάς τους στους κεντρικούς ρόλους (τον Γκόσλινγκ και την Κάρεϊ Μάλιγκαν) και μολονότι αυτό που διαδραματίζεται μεταξύ τους είναι ο κινητήριος μοχλός όλης της πλοκής, είναι ταυτόχρονα και το πιο αμήχανο κομμάτι της τανίας. Ο Ρεφν είναι σαν είτε να μην ξέρει τι να κάνει μαζί τους, είτε να μην τον ενδιαφέρει να ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη σχέση τους. Η Μάλιγκαν έχει ένα αγοράκι κι ένα άντρα στη φυλακή. Λίγο καιρό αφού γνωρίζει τον Γκόσλινγκ ο άντρας της αποφυλακίζεται. Οι εξελίξεις θα αρχίσουν να τρέχουν, αλλά σου μπαίνει η ιδέα πως αν στη θέση της Μάλιγκαν βρισκόταν μια γιαγιά με εγγονάκι και γιο που αποφυλακίζεται, θα μπορούσαμε να έχουμε λίγο πολύ την ίδια ταινία.
Ο χειρισμός των δεύτερων χαρακτήρων είναι πολύ επιτυχέστερος, από τον Όσκαρ Άιζακ ως τον Μπράιαν Κράνστον και την Κριστίνα Χέντρικς, που μια έκφρασή της αρκεί για να κλέψει την παράσταση. Ο Άλμπερτ Μπρουκς σε ρόλο αρχικακοποιού δεν θα με εξέπληττε καθόλου αν βρεθεί στα όσκαρ, όχι μόνο επειδή η ερμηνεία του είναι εξαιρετική, αλλά και επειδή όσο σπάνιο είναι το να σου δίνουν ρόλο ενάντια στον τύπο σου στο Χόλιγουντ, άλλο τόσο κερδίζει την προσοχή της Ακαδημίας όταν συμβαίνει.
Mε την οδοντογλυφίδα στο στόμα, με τα γάντια οδηγού στα χέρια, με το μπουφάν με τον σκορπιό στην πλάτη, ο Γκόσλινγκ καλείται περισσότερο να παίξει ένα σύμβολο παρά ένα ρόλο. Σε μια σκηνή σκηνοθετικής βιρτουζιτέ ο σκορπιός σχεδόν αναπνέει. Και για κάτι τέτοιες σχεδόν ανάσες, λες χαλάλι κι η ουσία, χαλάλι και το περιεχόμενο.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 26, 2011

Στο λαιμό σου

(Η φώτο από εδώ)

Καλό μου κορίτσι, το δυστύχημα δεν είναι ότι βρέθηκες μπροστά σε μερικές ψιλοαψιμαχίες (άλλωστε αν ο πατέρας σου είχε μυαλό θα σε πήγαινε Tζάμπο, που να τον πάρει, όχι σε ιστορίες άρτσι μπάτσοι και λουλάς), το δυστύχημα είναι ότι την ώρα εκείνη επιλέγεις να κρατηθείς από τον λάθος άνθρωπο.

Αυτόν τον άνθρωπο που τη ζωούλα του την έζησε, το παρτάκι του το έκανε, τα ωραία του τα είχε, χρεώνοντας και χρεώνοντας και χρεώνοντας εσένα. Έλα λοιπόν να ζήσεις τώρα ε σ ύ στη χώρα που έχτισε. Ό,τι σκατά θα τρως επί δεκαετίες, καλό θα είναι να μην ξεχάσεις ποτέ ότι είναι δικά του και μόνο δικά του.

Μα ήθελε το κακό σου; Όχι, προφανώς και δεν το ήθελε. Τουναντίον. Αν ήταν στο χέρι του θα σε είχε βασίλισσα. Με τι λεφτά όμως; Είσαι ήδη σε μια ηλικία που ξέρεις ότι δεν φυτρώνουν στα δέντρα. Αυτός με ποιά δικαιολογία δεν το ήξερε; Με ποιά δικαιολογία χαντάκωσε το δικό σου μέλλον;

Να κατέβεις αμέσως από την αγκαλιά του. Να τον καθήσεις κάτω. Να τον ρωτήσεις: όταν έπαιρνες μισθούς και επιδόματα σε ένοιαξε ποτέ αν το ελληνικό κράτος μπορεί να αντέξει το κόστος ενός τέτοιου δημοσίου τομέα; Πίστεψες ότι θα συνέχισαν να μας δανείζουν εσαεί για ποιόν ακριβώς λόγο; Για να γίνω κι εγώ σαν τα μούτρα σου; Για να μεγαλώσω κι εγώ σε μια κοινωνία σαν τη δική σου; Όπου θα μας θρέφει όλους αμέσως ή εμμέσως το κράτος (άρα οι αγορές που το δανείζουν), όπου θα κλέβουμε όλοι αμέσως ή εμμέσως το κράτος (άρα τις αγορές που το δανείζουν);

Περάσατε καλά, πατέρα, εις βάρος του κράτους και άρα εις βάρος των δανειστών του; Φάγατε και ήπιατε εις υγεία των κορόιδων που σας δάνειζαν; Και τώρα πάτε να τους φάτε και το 50% από όσα τους χρωστάτε; Ήταν ωραίο αυτό το κολπάκι, πατέρα; Και με έκανες και εμένα να νιώσεις και τη χαρά της πατρότητας; Να μου παρέχεις; Παραπαιδείες και γλώσσες και μουσικές και αθλητισμούς και γραμμένο διαμέρισμα;

Έτσι έμαθες, λαμόγιο πατέρα; Έτσι νόμιζες;

Ακόμα κι αν παραμένω στην αγκαλιά σου, δεν θα περάσουν πολλά χρόνια. Θα κατέβω. Θα συνειδητοποιήσω. Θα δω. Ότι μου στέρησες τη δυνατότητα να ζήσω εξ αρχής σε μια κοινωνία απελευθερωμένη, εξωστρεφή, ανταγωνιστική, αντιγραφειοκρατική, ανταγωνιστική, πλεονασματική, αυτοδύναμη, υγιή, παραγωγική. Ότι όλα αυτά πρέπει να τα χτίσω εγώ και η γενιά μου.

Και θα τα χτίσουμε, πατέρα. Σιγά σιγά κι απ' την αρχή. Θα προσαρμοστούμε. Θα μάθουμε να βγάζουμε το ψωμί μας μόνοι μας, θα μάθουμε κάθε κομμάτι ψίχας και κόρας να αντιστοιχεί σε ανταγωνιστική εργασία, σε αληθινή εργασία, σε εργασία που θα μετράει εκεί έξω.

Και θα βλέπω αυτή τη φωτογραφία και εντός της θα βρίσκεται το μόνο για το οποίο θα έχω εγώ να ντρέπομαι: ότι κάποτε σε κρατούσα σφιχτά από το λαιμό και ήταν σαν να σε δικαίωνα και ήταν σαν να ήθελα να με προστατεύσεις εσύ από το κράτος, ενώ θα έπρεπε να ζητήσω να με προστατεύσει το κράτος από εσένα. Εκείνο που στην πραγματικότητα κρατούσα σφιχτά στο λαιμό σου ήταν το κρίμα.

Κρίμα που σε είχα πατέρα. Κι εγώ και όλοι μας. Ξεφτιλισμένη, κακομαθημένη και χρεοκοπημένη γενιά. Μας πήρες στο λαιμό σου. Και τον λαιμό σου είναι που θα κόψουμε. Όχι κυριολεκτικά. Συνειδησιακά: τον τρόπο που έζησες εις βάρος ασφαλιστικών ταμείων, τραπεζών, φαντς και λοιπών ομολογιούχων. Τον τρόπο που έζησες εις βάρος μας.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 24, 2011

Μοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα

Παρέλαβε το γενικό δείκτη στις 2.600 μονάδες και τα σπρεντ στις 130 και είναι πλέον κάτι παραπάνω από εφικτός ο στόχος να παραδώσει τον γενικό δείκτη στις 130 μονάδες και τα σπρεντ στις 2.600. Το φράγμα των 902 μονάδων αριστερά στο Χ.Α.Α έσπασε χωρίς να προκληθεί κομμουνιστική επανάσταση όπως πολλοί φοβούνταν, οπότε το τελευταίο σημειολογικό εμπόδιο είναι οι 666 μονάδες του γνωστού νούμερου του κτήνους. Αλλά χρειάζεται να φτάσουμε και σε αυτό, προκειμένου να έρθει στη συνέχεια η Δευτέρα Παρουσία κι η ανάσταση νεκρών.


Μετά όλα θα είναι απλούστερα. Θα επιβληθεί ειδικό τέλος για τους μη επενδυτές, με το σκεπτικό πως όλοι όσοι δεν στήριξαν ετούτες τις δύσκολες ώρες το χρηματιστήριο, χαντάκωσαν την οικονομία της χώρας. Το τέλος θα ενσωματωθεί στον επόμενο λογαριασμό της ΕΥΔΑΠ και αν δεν πληρωθεί θα κόβεται αμέσως το νερό. Εξετάζεται η πρόταση το νερό αντί να κόβεται να δηλητηριάζεται, μόνο όμως για οφειλές μη επενδυτών που ξεπερνούν τα 1.000 ευρώ (εκτός αν η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ μετατραπεί σε καζάνι που βράσει και κατορθώσει να ανεβάσει το ποσό στα 1.100 ευρώ). Δυσάρεστα προφανώς όλα αυτά -και ειδικά για την κυβέρνηση που τα αποφασίζει- αλλά τα διλήμματα είναι πιο ξεκάθαρα από ποτέ: ή συντεταγμένος μοσιαλισμός ή η βαρβαρότητα της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας και της εξόδου από το ευρώ.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 21, 2011

Για ένα νόμισμα αδειανό


Mετρηθήκαμε με την εποχή μας και βρεθήκαμε λίγοι. Όταν είδαμε το κύμα να έρχεται, το σαρκάσαμε, το καταδικάσαμε, το βρίσαμε, αλλά ποτέ δεν προσπαθήσαμε στα αλήθεια να το πολεμήσουμε. Δεν ήμασταν μαθημένοι να πολεμάμε στα αλήθεια, δεν ήμασταν μαθημένοι στις απότομες στροφές της Ιστορίας. Όλα πάντα συνέβαιναν κάπου αλλού, κάπου πιο πέρα από μας. Κάπου πιο πέρα χρονικά, όπως η χούντα και η πτώση της. Κάπου πιο πέρα τοπικά, όπως το ανατολικό μπλοκ και η πτώση του. Μεγαλώνοντας μέσα στην ευλογία της ομαλότητας, γίναμε μαλθακοί στο πνεύμα και λειψοί στο φρόνημα. Έτσι, όταν το πράγμα σκάλωσε, το μόνο που κάναμε ήταν να διασχίσουμε τα πέντε προβλεπόμενα στάδια: άρνηση - οργή - παζάρεμα - κατάθλιψη - αποδοχή. Εντός του προστατευμένου περιβάλλοντος της ομαλότητας, ξέραμε μια χαρά να λεονταρίζουμε, να αντιστεκόμαστε, να διεκδικούμε. Όλα αυτά ουσιαστικά έληξαν ακριβώς τη στιγμή που θα είχαν τη μεγαλύτερη αξία. Οι λέοντες της ομαλότητας έδωσαν τη θέση τους στα παραζαλισμένα κοτόπουλα της κρίσης. Ο κόσμος μάς πέφτει υπερβολικά περίπλοκος ώστε να καταλάβουμε πώς λειτουργεί και να αποφασίσουμε τι είναι προτιμότερο να κάνουμε. Το να συγκρουστούμε αληθινά και να αποδεχτούμε ότι η σύγκρουση συνεπάγεται θυσίες, μας φαίνεται υπερβολικά έξω από τον τρόπο που μάθαμε να σκεφτόμαστε. Αφού φοβόμαστε να επιλέξουμε εμείς τι θα θυσιάσουμε, οι θυσίες έρχονται συστημένες από ψηλά. Καταπλακωμένοι από το φόβο μην τυχόν και αλλάξει ριζικά η ζωή μας, παρακολουθούμε τη ζωή μας να αλλάζει ριζικά. Αν πέσαμε δίχως μάχη, είναι αφενός επειδή είχαμε συνηθίσει να μαχόμαστε με τα άσφαιρα της ομαλότητας και οι αληθινές σφαίρες μας τρόμαξαν και αφετέρου επειδή δεν θέλαμε να πολεμήσουμε αυτό που διασφάλιζε τον ως τότε τρόπο ζωής μας. Με το μέρος του ήμασταν. Κι ακόμα είμαστε. Απλά δεν είναι πια αυτό με το δικό μας. Μιας πεταλούδας τίναγμα, το πούπουλο ενός κύκνου, για ένα νόμισμα αδειανό, για ένα ευρώ. Ναι, μην εκπλήσσεσαι που τρέχω να προσκολληθώ πάντα σε ό,τι πιο οπισθοδρομικό. Η πλειοψηφία μας τέτοια φάρα είμαστε. Αν δεν ήταν άλλωστε τόσο ελάχιστες οι υγιείς δυνάμεις του τόπου που προσπαθούν με νύχια και με δόντια να μας κρατήσουν στην καρδιά της Ευρώπης, θα τα είχαν καταφέρει και δεν θα τις είχαμε πάρει κι αυτές στο λαιμό μας. Μετρηθήκαμε με την εποχή μας και βρεθήκαμε -εμείς οι πολλοί- λίγοι. Μετρήθηκαν με την εποχή τους και βρέθηκαν πολλοί, εκείνοι οι λίγοι που μένουν όρθιοι, οι λίγοι που δικαιώνονται, οι λίγοι που είχαν πάντα δίκιο, ο Μητσοτάκης, ο Μάνος, ο Ανδριανόπουλος, ο Μπάμπης, η Μιράντα, ο Γεωργελές, ο Παπαχελάς, ο ΓΑΠ, ο Αντιπρόεδρος πασών των θυσιών, ο Μόσιαλος, ο Λοβέρδος, ο Ραγκούσης, ο Παπακωνσταντίνου, η Ντόρα, κι εκείνοι που θα έρθουν για να πάρουν το δικό τους μερτικό από το δίκιο, εκείνοι που θα έρθουν να τους αντικαταστήσουν υπερήφανα και εθνικά, ο Σαμαράς σε ρόλο Καραμανλή, ο Μιχελάκης σε ρόλο Ρουσόπουλου, στις πλάτες και τις ατάκες o μοναδικός Γιώργος Καρατζαφέρης. Με δραχμή ή με ευρώ στη στενή ούτε λεπτό, της Δικαιοσύνης Μάκη νοητέ κι Αγαπούλα εσύ δοξαστική, μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου.

Habemus Gleeson

Ένας Πάπας που λιώνει υπό το βάρος της ευθύνης και φοβάται να αναλάβει τα καθήκοντά του στο «Έχουμε Πάπα», ένας αντισυμβατικός αστυνομικός που φέρνει εις πέρας τα καθήκοντά του με αντισυμβατικούς τρόπους στο «Εκτός Νόμου και Χρόνου». Μια αρχική ιδέα γεμάτη προοπτικές, σε αντιδιαστολή με μια αρχική ιδέα χιλιοχρησιμοποιημένη. Κι όμως: μια αρχική ιδέα που αναπτύσσεται άτσαλα, σε αντιδιαστολή με μια αρχική ιδέα που αναπτύσσεται απολαυστικά. Ο Νάνι Μορέτι θα μπορούσε από τη βάση που ξεκινά να παραδώσει μια σημαντική ταινία, ωστόσο αποτυγχάνει. Ξεκινώντας από πολύ ταπεινότερη βάση ο Τζον Μάικλ ΜακΝτόνα παραδίδει περισσότερα απ' όσα υπόσχεται. Ίσως επειδή ήξερε ακριβώς τι ήθελε να πει και ακριβώς το στυλ με το οποίο θα το έλεγε, την ώρα που η αμηχανία του Μορέτι στο τι ακριβώς ήθελε να πει αντανακλάται και στον τρόπο που το λέει.
Στους τρόπους μάλλον, αφού η ταινία έχει τόσο το πρόσωπο του Μισέλ Πικολί στον ρόλο του Πάπα, όσο και το πρόσωπο του ίδιου του Μορέτι στον ρόλο του ψυχαναλυτή, ο οποίος καλείται μυστικά και εσπευσμένα στο Βατικανό για να δει τι συμβαίνει με το νέο Ποντίφικα. Γιατί κάτι συμβαίνει, γιατί ήδη συνέβη το αδιανόητο: μόλις βγαίνουν στο μπαλκόνι να αναγγείλουν στο μέγα πλήθος των πιστών το «Ηabemus Papam!», αυτός βγάζει μια κραυγή πανικού και το βάζει στα πόδια. Δεν εμφανίζεται στους πιστούς και δεν θέλει να κάνει τον Πάπα. Πρέπει να τον δει ψυχαναλυτής (χα, χα), ο Μορέτι είναι ο καλύτερος (χα, χα), μόνο που τον βλέπει λίγο, κι από εκείνο το σημείο και ύστερα είναι σαν να έχουμε μια ταινία που δείχνει το θέμα των παπικών αμφιβολιών και μια άλλη ταινία που δείχνει τον Μορέτι να χαριεντίζεται με τους καρδινάλιους. Το σκέλος του Πάπα είναι το βασικά σοβαρό και το σκέλος του Μορέτι το βασικά ανάλαφρο.
Και στην αλαφράδα επάνω οι καρδινάλιοι απεικονίζονται με κραυγαλέα αναληθοφάνεια. Καμία δολοπλοκία, καμία μνησικακία ή και αντίστροφα κανένα βάθος, καμία σοφία. Ένα μάτσο άκακα παιδάκια. Ο ένας αγαθότερος από τον άλλο, τα πιο αξιαγάπητα γεροντάκια του κόσμου. Δεν θα υπήρχε θέμα αν είχαμε να κάνουμε είτε με καθαρόαιμη κωμωδία είτε με στοχευμένη σάτιρα. Αλλά δεν έχουμε να κάνουμε με τίποτα από τα δύο. Κάτι που μας φέρνει στην παραφωνία της πομπώδους τελικής σκηνής. Αν είχε προηγηθεί μια διαφορετικού είδους ταινία, μια διαφορετικού είδους προσέγγιση, θα ήταν πιθανότατα μια σκηνή που θα είχε έντονη δραματικότητα. Τώρα όμως μοιάζει εντελώς ξεκάρφωτη, λες και είναι δυνατό η ταινία να αλλάξει χαρακτήρα στο τελευταίο της πλάνο.
Ένας άνθρωπος που φοβάται να παίξει τον ρόλο του Άγιου Πατέρα λοιπόν, ένας άνθρωπος που αδυνατεί να ανταποκριθεί στην Θεία αποστολή του. Υπάρχει μια ατάκα στον -άρτι βραβευθέντα με Εmmy- 4ο κύκλο του «Mad Men» που ταιριάζει γάντι: "In a nutshell, it all comes down to what I want versus what is expected of me". Ήμουν χθες σε ένα κολυμβητήριο που μαθαίναν στα μικρά παιδιά κολύμπι. Ένα παιδί ωρυόταν να βγει έξω. Δεν ήθελε το νερό, δεν ήθελε το άγνωστο, για οποιονδήποτε λόγο κι αν ήθελε να βγει απ' το νερό, το κρίσιμο ήταν να βγει. Κάτι αντίστοιχο έχουμε κι εδώ: για οποιονδήποτε τυχόν βαθύτερο λόγο δεν θέλει να αναλάβει τα καθήκοντά του Πάπα, το κρίσιμο είναι να μην τα αναλάβει, το κρίσιμο είναι να μην είναι μέσα στην πισίνα που τον βούτηξαν. Ο Μισέλ Πικολί περιφέρεται σε όλη την ταινία χωρίς να χρειάζεται να μας δείξει τίποτα περισσότερο από έναν άνθρωπο που τα έχει ξαφνικά χαμένα λόγω του δυσβάσταχτου φορτίου που του προέκυψε, αλλά καταφέρνει να μετατρέψει ένα σεναριακό μειονέκτημα σε υποκριτικό πλεονέκτημα, αφού ό,τι δεν αναλύεται στον χαρακτήρα του, είναι ζωγραφισμένο παραστατικότατα στο πρόσωπό του. Ο σεναριογράφος Μορέτι δεν ξέρει τι ακριβώς συνέβη στον Πάπα, αλλά το ίδιο δεν ξέρει κι ο ηθοποιός Πικολί, κι αυτό αποτυπώνεται στην έκφρασή του με τρόπο που σε κάνει να λες χαλάλι όλα τα υπόλοιπα, αξίζει που τον είδα.
Μιλώντας για πρωταγωνιστές, στο «Eκτός Νόμου και Χρόνου», η ταινία μπορεί πράγματι να είναι χτισμένη πάνω στον Μπρένταν Γκλίσον, αυτός μπορεί πράγματι να δίνει ρέστα και να είναι εκείνος που θα θυμάται κανείς όταν έρχεται στο μυαλό του η ταινία, ωστόσο είναι ο Ντον Τσιντλ που κάνει κάτι ακόμα δυσκολότερο. Έχοντας το ρόλο του συμπαίκτη, το ρόλο εκείνου που δεν θα πει την φαρμακερή ατάκα, αλλά εκείνου που πρέπει να αντιδράσει σε αυτήν, συγχρονίζει σε αυθεντικό κωμικό τάιμινγκ τις σιωπές του, τις εκφράσεις του, τις απαντήσεις του. Αντίθετα, θα παρακαλούσα τον Μαρκ Στρονγκ να αλλάξει ατζέντη το ταχύτερο, σήμερα κιόλας αν είναι δυνατόν, γιατί δεν γίνεται να παίζει μονίμως τον ίδιο ρόλο.
Η ταινία είναι αρκετά Ταραντινιά, αλλά με την καλύτερη του όρου έννοια, κι έχοντας το βασικότατο ατού ότι είναι ενταγμένη σε ένα αληθινό φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον (κι όχι σε κάποιο σινεφιλικό εγκεφαλικό σύμπαν), παίρνοντας διαρκώς ανατροφοδότηση από αυτό. Ο ήρωάς της πατά κι αναπνέει μέσα στην ιρλανδική επαρχία. Μολονότι η ταινία δεν είναι διόλου αδούλευτη και σε επίπεδο εικόνας, είναι στη γλώσσα και στις ατάκες που ο ΜακΝτόνα οργιάζει. Ο ΜακΝτόνα είναι ο αδελφός του δημιουργού του «Αποστολή στην Μπριζ». Αν και οι ταινίες των δυο αδελφών είναι συγγενείς θεματικά και αισθητικά (και μάλιστα μοιράζονται και τον Γκλίσον), αν και κολλάνε μια χαρά η μία δίπλα στην άλλη, θα ήταν καλύτερο να μην υπήρχε η σύγκριση με την «Αποστολή στην Μπριζ», γιατί συγκρίνοντάς τες καταλαβαίνεις τι σου λείπει απ' το «Εκτός Νόμου και Χρόνου»: το συστατικό που θα μετέτρεπε την απόλαυση της ευρηματικότατα μαγειρεμένης συνταγής σε μια αληθινά διαφορετική γεύση.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 19, 2011

Οι στόχοι


Βίντεο που προβάλλεται κατά τη διάρκεια της τηλεδιασκέψεως με θέμα τους στόχους για το 2012.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 18, 2011

Κομματάκια

Είτε αυτοπαρωδείται είτε την παρωδούν, είτε αυτοεξευτελίζεται είτε την εξευτελίζουν, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η Κυβέρνηση της Ελλάδας έχει απωλέσει κάθε έννοια κύρους και αξιοπρέπειας. Είτε παριστάνει το πανικόβλητο ενεργούμενο που του κάνουν διαρκώς γυμνάσια είτε όντως είναι το πανικόβλητο ενεργούμενο που του κάνουν διαρκώς γυμνάσια, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: υποβάλλει τους πολίτες της σε ένα ασταμάτητο ψυχικό βασανιστήριο. Είτε εσκεμμένα είτε αθέλητα, τα πράγματα οδηγούνται στο σημείο που ολοένα και περισσότεροι δίνουν επιτέλους απάντηση στην αρχική ερώτηση ματ, στο περιβόητο «Τι αντιπροτείνεις;»: ε, οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Είτε θέλουν να υποδεχτούμε το τελικό κραχ με ανακούφιση είτε όχι, αυτό πάντως έρχεται. Η ακριβής μορφή του απομένει να αποσαφηνισθεί. Αλλά όπως και να 'χει έχουμε ήδη σπάσει. Κι όταν δεν πατάς πια πάνω σε ανθρώπους αλλά σε κομματάκια, το πιθανότερο είναι ότι θα κοπείς.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 16, 2011

Ο ποταμός Χάντσον

Όταν κοιτάς από ψηλά μοιάζει η γη με ζωγραφιά. εκείνο το «κολασμένο δίμηνο» ένα συγκεκριμένο κομμάτι της έμοιαζε πολύ με τρίπτυχο του Ιερώνυμου Μπος, ίσως επειδή οι κάτοικοί του δεν είχαν συναίσθηση της τάξης μεγεθών, αφού αν το ίδιο ακριβώς διάστημα κοιτούσες από ψηλά τη Σομαλία θα έβλεπες πράγματα που θα έκαναν κάθε Έλληνα που είχε απλώς ξεμείνει από λεφτά, κουράγια και προοπτικές να καταλάβει πως είναι ύβρις το να μιζεριάζει.

Ύβρις - ξεϋβρις, ένα κλικ ήθελε η συλλογική κατάθλιψη για να μετατραπεί σε συλλογική μανία. Kαι μετατράπηκε. Και αυτό δεν ήταν απαραίτητα η χειρότερη εκείνη τη στιγμή λύση, αφού επρόκειτο για μανία ερωτική, για μανία σεξουαλική, με την ερωτική πράξη να αποκτά μετά από δεκαετίες «Κλικ» μια διάσταση καθαρτήρια, μια διάσταση λυτρωτική, πάνω απ' όλα μια διάσταση υπαρξιακή, αφού οι άνθρωποι άρχισαν να γαμιούνται σε μια απέλπιδα προσπάθεια να επανασυνδεθούν με τα βασικά της υπάρξεώς τους, με αυτά που δεν ενέπιπταν στο ρυθμιστικό πεδίο κυβερνήσεων και δανειστών, με αυτά που είτε αριστουργηματικά συντελούνταν είτε πλημμελώς, το μέγεθος του χρέους και του ελλείμματος δεν θα επηρεαζόταν ούτε θετικά ούτε αρνητικά, με αυτά από τα οποία δεν εξαρτώταν η τύχη της πατρίδας, με αυτά τα οποία δεν άπτονταν της καταστροφής της, με αυτά τα οποία δεν έχουν την παραμικρή δημοσιονομική βαρύτητα, με αυτά που μπορούν να συντελεστούν και με ευρώ και με δραχμή και με φοίνικα, αλλά κυρίως και χωρίς ευρώ, χωρίς δραχμή και χωρίς φοίνικα στην τσέπη, αφού εκείνη την ώρα συνήθως οι άνθρωποι δεν φοράνε τσέπες, όντας γυμνοί, όντας εξ ορισμού ακάλυπτοι, προσπαθώντας να καλύψουν ο ένας τον άλλο μέσα σε μια αγκαλιά, προσπαθώντας να κρύψουν ο ένας τον άλλο μέσα σε μια ένταση σωματοψυχική, προσπαθώντας να μη σκέφτονται όλα αυτά που λίγο λίγο τους εξοντώνουν, όλα αυτά που λίγο λίγο τους εκμηδενίζουν, προσπαθώντας να αντιπαρατάξουν στο ακατάπαυστο οικονομικό μίκρυμά τους τη μεγέθυνση που προξενεί ένα κορμί σε ένα άλλο, προσπαθώντας να αντιπαρατάξουν στην ασταμάτητη καταστροφολογική οχλοβοή της μέρας, τον βαθύ αναστεναγμό της ερωτικής πλησμονής της νύχτας.

Ήταν μια από αυτές τις νύχτες που η χώρα ξέφευγε γαμώντας και γαμούμενη, που ο υπαρξιακότερος των εραστών σκεφτόταν τη μικρή χελιδονοφωλιά φαλάκρας στην κορυφή του κεφαλιού του Μάκη Ψωμιάδη, την οποία είχε παρατηρήσει νωρίτερα στην τηλεόραση, καθώς ο πολιτικός κρατούμενος οδηγούνταν με χειροπέδες προς την προσωρινή του νέμεση. Τη σκεφτόταν κι άρχισε να ψιθυρίζει ακατάληπτους ψιθύρους στο αυτί της ερωμένης του, λέγοντάς της, ορίστε, οι ισχυροί πέφτουν, ορίστε, όλοι έρμαια της φθοράς είμαστε, ορίστε, κανείς μας δεν είναι άτρωτος, ορίστε, ο χρόνος όλων μας πεπερασμένος, ορίστε, ο χρόνος όλων μας λειψός, ακόμη κι οι Μάκαροι γερνούν, ακόμη κι οι Μάκαροι δεν είναι αιώνιοι, μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται, για αυτό κι εγώ τώρα δια του Μάκαρου πενθώ για τη φθορά μας, για αυτό κι εγώ τώρα σε παρακαλώ, τώρα, τώρα, ας φτύσουμε στα μούτρα τη φθορά με απαράμιλλα ηδονικά υγρά.

Ήταν μια από αυτές τις νύχτες που σε κάποια τουαλέτα κάποιου διαμερίσματος κάποιο ξυραφάκι έκανε να κόψει κάτι φλέβες. Μπήκε μέσα και την βρήκε να κοκκινίζει το νιπτήρα. «Κόβω δημόσιο», του είπε γελώντας. «Επιτέλους κόβω δημόσιο». Παρά τα δεδομένα -μικρά μεν, πολύτιμα δε- δημοσιονομικά πλεονεκτήματα του διαβήματός της αποφάσισε να την σώσει. Το διάβημά της έμεινε έτσι ανολοκλήρωτο, γεγονός μάλλον αναμενόμενο, αφού οι δημόσιοι υπάλληλοι αδυνατούν να ολοκληρώσουν μια δουλειά στην ώρα τους, ακόμη κι αν πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 15, 2011

Γεύση στάχτης

Η Τζαστίν νέα κι όμορφη, ο Μάικλ νέος κι όμορφος, εκείνη στο νυφικό της, εκείνος στο γαμπριάτικο φράκο του. Φιλιούνται, γελάνε, διασκεδάζουν, ακόμη κι όταν η τεράστια λιμουζίνα που νοικιάσανε δεν χωράει να στρίψει στο δρομάκι που βγάζει στον πύργο όπου γίνεται η γαμήλια δεξίωση. Η δεξίωση είναι πανάκριβη, αλλά χαλάλι τα έξοδα αρκεί να είσαι ευτυχισμένη, Τζαστίν. Είσαι ευτυχισμένη, Τζαστίν; Θα τη ρωτήσουν και θα την ξαναρωτήσουν. Ναι, φυσικά και είμαι. Χαιρόμαστε που σε βλέπουμε ευτυχισμένη. Εκείνη προσπαθεί να ενστερνιστεί πλήρως τη φωτεινή πλευρά της ζωής, αλλά δεν το 'χει. Καθόλου.Δεν δίνονται ιδιαίτερες εξηγήσεις γιατί η Τζαστίν είναι έτσι όπως είναι. Βλέπουμε ότι η μητέρα της δεν είναι και τόσο διαφορετική από αυτήν (και άρα ίσως από εδώ να εκπορεύεται ένα ισχυρό κοίτασμα της δικής της ψυχικής κατάστασης), βλέπουμε ακόμα ότι κι ο πατέρας της δεν είναι παρών όταν τον χρειάζεται, αλλά αυτά τα βλέπουμε μάλλον παρεμπιπτόντως. Η «Μελαγχολία» δεν θέλει να αναρωτηθεί γιατί ένας καταθλιπτικός άνθρωπος είναι καταθλιπτικός, η «Μελαγχολία» θέλει να μας δείξει τη δυσοίωνη πλευρά του να θριαμβεύει ακριβώς το βράδυ που θα έπρεπε κατ' εξαίρεση να του φαίνονται όλα ευοίωνα. Η γιορτή βάφεται σταδιακά μαύρη, όχι επειδή συμβαίνει κάτι απρόοπτο, αλλά επειδή η ζωή είναι κατά την Τζαστίν μαύρη. Και μάλλον ο λόγος που δεν θέλει να ψάξει ο Τρίερ τα τι και τα πώς της, είναι επειδή ο ίδιος ο αναφορικά με τη δική του περίπτωση κατάθλιψης τα έχει θεωρητικοποιήσει και εκλογικεύσει. Με την Τζαστίν δεν ξορκίζει από μέσα του τη δυσοίωνη οπτική της ζωής, αλλά αντίθετα της δίνει σάρκα και οστά. Ακόμα κι αν δεν του φαίνονται νορμάλ όλα όσα κάνει, του φαίνονται σίγουρα νορμάλ όλα όσα λέει. Δεν πρόκειται για προσπάθεια να ψάξει τι του συμβαίνει, αλλά για προσπάθεια να δείξει τι του συμβαίνει και εν μέρει να το δικαιώσει.

Αυτό τουλάχιστον το συμπέρασμα βγαίνει από μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στο επίσημο σάιτ της ταινίας (που πραγματικά αξίζει τον κόπο να τη διαβάσει κανείς). Σε αυτήν ο Τρίερ χρησιμοποιεί και μια πολύ παραστατική μεταφορά: η μελαγχολία αρχίζει να κατεβαίνει σαν κουρτίνα ανάμεσα στη Τζαστίν και όλη αυτήν την μακροσκελή δεξίωση. Την σκιάζουν οι αμφιβολίες: Αξίζουν όλα αυτά; Έχει νόημα η τελετή; Το ερώτημα όμως που μπορεί να αντιγυρίσει κανείς στον Τρίερ είναι γιατί δεν έχει νόημα; Επειδή ο Μάικλ δεν είναι ο κατάλληλος άντρας; Επειδή ούτε η αγάπη δεν έχει νόημα στη ζωή; Η Τζαστίν δεν θέλει το σεξ της εγγύτητας, το σεξ με τον άνθρωπο που την αγαπάει, το σεξ ως σύνδεση με τον άλλο, θέλει το σεξ για να νιώσει περισσότερο μόνη από ποτέ. Και κάπως έτσι η τελετή δεν έχει νόημα, ο γάμος δεν έχει νόημα, το να ξυπνάς δεν έχει νόημα, το να τρως δεν έχει νόημα, το να κάνεις μπάνιο δεν έχει νόημα, το να μπορείς να κουνήσεις τα πόδια σου δεν έχει νόημα. Παραλύεις. Το αγαπημένο σου φαγητό που έχει γεύση στάχτης. Η ύπαρξη έχει γεύση στάχτης.

Αλλά ουδέν κακόν αμιγές καλού. Ακόμα και μια τέτοια οπτική για τη ζωή υπάρχουν περιστάσεις που μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη. Λίγες μέρες μετά το γάμο ο πλανήτης Μελαγχολία θα πλησιάσει οριακά στη γη. Η αδελφή της Τζαστίν, η Κλερ, έχει έναν φόβο μήπως η Μελαγχολία πέσει πάνω στον πλανήτη μας και έρθει το τέλος του κόσμου. Ο Τζον, ο άντρας της, την μαλώνει που έχει τέτοιους παράλογους φόβους και της λέει ότι το πέρασμα του πλανήτη δίπλα από τη γη θα είναι το ομορφότερο θέαμα που θα αντικρύσουν ποτέ. Ο Τζόν πιστεύει την επίσημη θέση της επιστημονικής κοινότητας. Η Κλέρ ψάχνει στο ίντερνετ τους προφήτες της καταστροφής. Επιστημονικές ή επιστημονικοφανείς οι εξηγήσεις τους, το ίδιο κάνει. Ο Τζον κι η Κλερ, οι άνθρωποι που πιστεύουν πως όλα θα πάνε καλά κι οι άνθρωποι που φοβούνται πως θα συμβεί το χειρότερο. Η Τζαστίν λοιπόν το ζει το χειρότερο σχεδόν σε όλη της τη ζωή. Χειρότερο πράγμα από την καταστροφή του κόσμου είναι ο ίδιος ο κόσμος, η ύπαρξή του. Έτσι ακόμα κι αν η αδελφή της έχει δίκιο να φοβάται, της εξηγεί ότι εκείνη δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Δεν έχει να ελπίζει τίποτα. Είναι άρα ελεύθερη; Όχι, είναι μόνη. Ολομόναχη. Είμαστε ολομόναχοι στο σύμπαν. Δεν υπάρχει ζωή αλλού, δεν υπάρχει ζωή μετά. Μόνο στη γη και όχι για πολύ ακόμα.

Ο Λαρς Φον Τρίερ με την «Μελαγχολία» του, μοιάζει να κάνει όχι ψυχοθεραπεία, αλλά προσηλυτισμό στην μαυρίλα. Από την οπτική του για τον κόσμο δεν θα πάρουμε, αλλά από τον κινηματογραφικό του κόσμο θα πάρουμε και θα ξαναπάρουμε. Η μαυρίλα της «Μελαγχολίας» είναι κινηματογραφικά πολύχρωμη.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 13, 2011

Οι συνέπειες του πολέμου

Για πόλεμο μίλαγε πριν λίγο ο Χρυσοχοϊδης, για πόλεμο μίλαγαν προχθές ο Παπανδρέου και ο Βενιζέλος. Και είναι άραγε τι απ' όλα, λαϊκισμός (;), εξυπνακισμός (;), ανεπίτρεπτη εκτροπή του δημοσίου λόγου (;), το να υποστηρίξεις ότι αν πρόκειται για πόλεμο, τότε σε περίπτωση που τελικά χαθεί, οι συνέπειες για εκείνους που οδήγησαν τα στρατεύματα στην ήττα, για εκείνους που υπέγραψαν στρατηγικά σχέδια νίκης και τα τραγουδούσαν ασταμάτητα ως τα σχέδια που έφεραν τη σωτηρία, δεν γίνεται να συνίστανται σε ένα απλό πατ πατ στην πλάτη. Ας υποθέσουμε όμως ότι είναι όλα μαζί, ότι είναι και λαϊκισμός και εξυπνακισμός και ανεπίτρεπτη εκτροπή του δημοσίου λόγου, το να υπαινίσσεσαι ότι πρέπει να υπάρξει τιμωρία τους σκληρότερη από την μη επανεκλογή τους. Ας πεταχτεί λοιπόν το μπαλάκι στους ίδιους και ας ερωτηθούν, αν τελικά ο κατ΄εκείνους πόλεμος χαθεί, τι προτίθενται να κάνουν; Απλά να στεναχωρηθούν; Επειδή λοιπόν δεν θέλω να εισηγηθώ οτιδήποτε βάρβαρο κι οτιδήποτε ακραίο, εισηγούμαι ένας τους να αυτοκτονήσει, επειδή με τα δικά του χέρια στο τιμόνι η χώρα έχασε τον πόλεμο. Εκτός και αν λένε μαλακίες, εκτός και αν διεκτραγωδούν διαρκώς την κατάσταση, προκειμένου να εξοντώνεται η κοινωνία στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου πολέμου. Ή αυτό ή ο πόλεμος είναι αληθινός. Και τα δυο μαζί δεν γίνονται. Αν είναι αληθινός και χαθεί, ας αυτοκτονήσει ένας τους. Ώστε στο νέο ξεκίνημα που θα κάνει η ηττημένη πατρίδα να έχει να θυμάται για παιδευτικούς λόγους τη δική του επιτέλους κυριολεκτική θυσία.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 12, 2011

‎9/11/01, NY, WTC. 9/11/11, THESSALONIKI, WTF.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 11, 2011

Λίγο πριν το πρωτογενές πλεόνασμα

Εάν όντως έχουμε να κάνουμε με το Δόγμα του Σοκ, πρόκειται πάντως για μια παραλλαγή του. Το σοκαριστικό γεγονός που σε αποπροσανατολίζει, σε ζαλίζει και σε κάνει να δέχεσαι υπό την επήρειά του αποφάσεις που χωρίς αυτό δεν θα δεχόσουν, δίνει τη θέση του στη βαθμιαία αναισθητοποίησή σου, η οποία σε κάνει να δέχεσαι υπό την επήρειά της αποφάσεις που χωρίς αυτή δεν θα δεχόσουν. Η θεραπεία στον ασθενή αλλάζει, το ηλεκτροσόκ δίνει τη θέση του στην αναισθησία, αναισθησία αρχικά μερική, και με κάθε δόση ολοένα και λιγότερο μερική, σχεδόν πλέον ολική. Αντίστοιχα, ο πανικός του αρχικού σοκ έδωσε τη θέση του στην κατάθλιψη επειδή δεν ένιωθες μέρος του σώματός σου, για να δώσει τη δική της στην μετατροπή σου σε κάτι σαν ψυχικό ζόμπι. Είμαστε στο σωστό δρόμο, όπως λέει κι ο Πρωθυπουργός.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 09, 2011

Μας ταλαιπωρεί το θέμα

Μπορεί και να κάνω λάθος, η εντύπωση όμως που έχω, είναι πως στον δημόσιο λόγο, πολιτικό και επιστημονικό, μέχρι να μυρίσει προχθές το βράδυ ο Ανδρέας τα πεντικιουρισμένα νύχια του, δεν είχε επισημανθεί αυτή η ανάγκη (αν και απόλυτη) για μα τέτοιου είδους «ριζοσπαστική» αναθεώρηση του Συντάγματος. Μπορεί να κάνω επίσης λάθος, η εντύπωση όμως που έχω είναι πως ούτε ο ίδιος ο Ανδρέας την υποστήριζε σαν μοναχικός λύκος εντός και εκτός Βουλής. Αλλά έτσι ίσως συμβαίνει με τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες. Το περίεργο είναι πως κατά τον Ανδρέα δεν δημαγωγεί ο ίδιος, αλλά όποιος δεν σπεύδει αμέσως να τις συνομολογήσει. Δώσε μας λίγο χρόνο, Δάσκαλε, να χωνέψουμε κι εμείς το όραμά σου. Μέχρι προχθές το βράδυ νομίζαμε πως όλες οι δυνάμεις του «συνταγματικού τόξου», όλες οι δυνάμεις της αυριανής κυβέρνησης προδραχμικής ενότητας, προάσπιζαν ένα Σύνταγμα που δεν χρειαζόταν άμεσα ριζοσπαστική αναθεώρηση. Μέχρι προχθές το βράδυ νομίζαμε πως αυτό το τμήμα του νομικού πολιτισμού δεν ήταν εχθρός σαν το Εργατικό Δίκαιο, νομίζαμε πως το Σύνταγμα ήταν με το μέρος μας. Όχι όμως, τελικά ήταν βραχνάς:
Η εξίσωση είναι λοιπόν απλή: σάπιο το μεταπολιτευτικό οικοδόμημα, άρα κατεξοχήν σάπια τα συνταγματικά μπετά του. Και σάπιος ο τρόπος που το Σύνταγμα ερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε. Αλλά εδώ μπαίνει ένα τεχνικό ερωτηματάκι, Ανδρέα. Καλά, τη δημόσια διοίκηση πες ότι την κουλαντρίζεις. Τη δικαιοσύνη με τι είδους ριζοσπαστική αναθεώρηση θα μπορούσες να ελέγξεις; Θα πας τόσο ριζοσπαστικά ως την αρχή της διάκρισης των εξουσιών; Πες ότι φτιάχνεις ένα Σύνταγμα βγαλμένο από τις πιο νεοφιλελεύθερες ονειρώξεις, ένα Σύνταγμα που π.χ. αντί για το περιβάλλον θα προστατεύει ρητά και κατηγορηματικά το φαστ τρακ. Και πάλι πώς θα διασφαλίσεις ότι θα γλιτώσεις τη "μακάρια" περιβαλλοντική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, που "κατέστρεψε τη χώρα για να προστατέψει άλλα αγαθά". Αν αυτοί οι τύποι δίκαζαν ως τώρα προστατεύοντας άλλα αγαθά, δεν θα μπορέσουν να βρουν και πάλι παραθυράκια, ώστε να μπλοκάρουν επενδύσεις, ώστε να στομώσουν την ανάπτυξη, ό,τι κι αν προβλέπει το νέο(κον) μας Σύνταγμα; Πώς θα μας απαλλάξεις, Ανδρέα, από τον βραχνά του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, του ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων της διοίκησης;
Ανδρέας Αντιμοντεσκιέ Λοβέρδος, ένας ριζοσπάστης ανάμεσά μας.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 08, 2011

H θέα κάτω από το τανκ

Εναρκτήριο λάκτισμα της σεζόν. Πρώτη - πρώτη εικόνα μετά από ένα μήνα μακριά από τις κινηματογραφικές αίθουσες: η κάμερα βρίσκεται στο κάτω μέρος ενός τανκ που σουλατσάρει στο Σαντιάγο. 11η Σεπτεμβρίου όχι του 2001, αλλά του 1973, το πραξικόπημα του Πινοσέτ βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, αλλά εμείς δεν βλέπουμε τίποτα άλλο παρά την πόλη κάτω από τις ερπύστριες, την πόλη όπως την βλέπουν οι ερπύστριες, την πρωτεύουσα να καταπατάται και να διασχίζεται από ένα όχημα που δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί, κι όμως βρισκόταν εκεί, εκτραπέν από το φυσικό του χώρο και καθ' οδόν για την εκτροπή του πολιτεύματος και την κατάλυση της -υπερβολικά αριστερής για γίνει σεβαστή- δημοκρατίας. Πρώτη - πρώτη εικόνα της χρονιάς, μας θυμιζει ότι (και) αυτό είναι ο κινηματογράφος: ο απροσδόκητος τρόπος να βλέπεις τα πράγματα, η μη συνήθης οπτική, η πρόταση του διαφορετικού βλέμματος.
Στην αμέσως επόμενη εικόνα του, το «Post Mortem» μας γνωρίζει τον πρωταγωνιστή του: έναν μεσήλικα με στοιχειωμένο βλέμμα και αλησμόνητο χτένισμα, χτένισμα που σου δίνει την αίσθηση πως αποτελεί αναπόσαστο κομμάτι του παράταιρου χαρακτήρα του. Κοιτάζει έξω από το παράθυρό του. Έχει ερωτευθεί τη γειτόνισσα που μένει στο απέναντι σπίτι. Προς το παρόν δεν είναι παράλογο που έξω από το παράθυρό του κοιτάει να δει αυτή και όχι τα τανκς, αφού η ταινία κάνει μερικά μπρος πίσω στο χρόνο και το πραξικόπημα δεν έχει ακόμα συμβεί. Αλλά και μετά, στην καρδιά του πραξικοπήματος, με αυτήν θα ασχολείται. Αυτήν που είναι παρηκμασμένη αρτίστα σε καμπαρέ. Ήταν η σταρ του, αλλά τώρα την διώχνουν. Είναι σχεδόν σκελετωμένη, πιθανότατα ανορεξική. Ο στοιχειωμένος κι η σκελετωμένη, ένα παράξενο ζευγάρι. Ακόμη πιο παράξενο είναι το επάγγελμά του. Είναι υπάλληλος στο νεκροτομείο. Η δουλειά του συνίσταται στο εξής: είναι παρών στις νεκροψίες, τις γράφει πρώτα χειρόγραφα καθώς ο ιατροδικαστής του υπαγορεύει τα πορίσματα του και στη συνέχεια τις δακτυλογραφεί. Στην καθημερινότητά του περιστοιχίζεται από νεκρούς. Και τώρα με τη δικτατορία οι νεκροί θα πολλαπλασιαστούν.
Στρατιωτικός νόμος. Πλήθος φρέσκα πτώματα στοιβαγμένα στους διαδρόμους του νεκροτομείου. Ο Χιλιανός σκηνοθέτης Πάμπλο Λαρέν, μετά την αρχική σκηνή που υποδεικνύει ότι θα αντιμετωπίσει τη δραματικότερη στιγμή της σύγχρονης ιστορίας της χώρας του όχι ευθέως αλλά από την κάτω πλευρά της, συνεχίζει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας να μη δείχνει τις πράξεις αλλά τα αποτελέσματά τους. Όχι τους σκοτωμούς, αλλά τους νεκρούς. Ακόμα κι όταν ένα γειτονικό σπίτι θα καεί από το στρατό, θα ακούμε μόνο και δεν θα βλέπουμε, αφού θα βλέπουμε τον πρωταγωνιστή που θα κάνει εκείνη την ώρα μπάνιο, με αποτέλεσμα εκείνος ούτε καν να ακούει. Και όταν τελειώσει το μπάνιο του και ακούσει, θα δούμε μαζί του το αποτέλεσμα, το καμμένο και ρημαγμένο σπίτι.
Μέσα στο πλήθος των νεκρών, ένας που ξεχωρίζει. Παρουσία μιας ντουζίνας γαλονάδων διεξάγεται η ιστορική νεκροψία του προέδρου Αλιέντε. Αυτοκτόνησε ή τον δολοφόνησαν; Συμπτωματικά ελάχιστους μήνες πριν (κι αφού η ταινία είχε γυριστεί) έγινε εκταφή της σορού του και νέα νεκροτομή, όπου επιβεβαιώθηκε ότι ήταν αυτοκτονία. Ο Λαρέν ίσως το είδε κάπως έτσι: Μια νεκροψία που συγκλόνισε τη Χιλή. Ποιοί ήταν εκεί; Να η ευκαιρία να μιλήσω με άξονα αυτούς τους ανθρώπους. Κι αν το τι θέλει να πει για τους πρώτους δύο είναι εύκολα αναγνώσιμο (ο ιατροδικαστής που προ του πραξικοπήματος τραγουδάει με όλο του το προσωπικό τραγούδια για τον Χο Τσι Μινχ και μετά υπακούει πειθήνια τους πραξικοπηματίες, η βοηθός του που δεν αντέχει και εξεγείρεται) ο τρίτος, ο βασικός ήρωας της ταινίας που πάνω του χτίζεται η ταινία, παραμένει γα μένα μυστήριο. Θέλει να πει απλώς παράλληλα με την μεγάλη Ιστορία και τη δική του μικρή ή η μικρή του ιστορία συμβολίζει κάτι; Αποκτούν τόσο βάρος όσα κάνει στο τέλος που προφανώς έχουν και συμβολική διάσταση. Ωστόσο οι συμβολισμοί μου διαφεύγουν. Είναι λίαν πιθανό να μην φταίει η ταινία για αυτό, αλλά η δική μου ικανότητα αντίληψης. Κακό πράγμα να μην καταλαβαίνεις τι ακριβώς θέλει να πει ο ποιητής. Μπορείς όμως ακόμα κι έτσι να μην μένεις αδιάφορος απέναντι στους στίχους του.


(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 06, 2011

Το συμβολικό μίνιμουμ

Κόντευα να κλείσω τα τριάντα, όταν εντελώς αιφνιδιαστικά (και ενόψει του πρότερου ανεπίσκεπτου βίου μου απρόβλεπτα), με επισκέφτηκε από ψηλά η Φωνή / η Κλίση / η Μούσα. Έχεζα. Αλλά δεν φάνηκε να την πειράζει. Ίσως η Φωνή / η Κλίση / η Μούσα δεν μυρίζει μία. Ίσως πάλι δεν επρόκειτο στην πραγματικότητα για κάποια που ερχόταν από ψηλά, αλλά για κάτι που έβγαινε από μέσα μου, οπότε το μυστήριο μπορεί να ενταχθεί στο γενικότερο μεταφυσικό μυστήριο (Τουτέστιν: Με ποιόν ακριβώς τρόπο λειτουργεί η ανθρώπινη μύτη, τι αντισώματα άμυνας αναπτύσσει, ώστε όταν τα κάνουμε να μην μας πιάνει η μπόχα; Μήπως είμαστε ανίκανοι να δούμε την βρώμα αυτού που βγαίνει από μέσα μας; Μήπως είμαστε κατ΄ επέκταση τυφλοί απέναντι στα ελαττώματά μας;. Το ερώτημα γίνεται πιο βασανιστικά σύνθετο, αν αναλογιστεί κανείς ότι αν βγούμε από την τουαλέτα και ξαναμπούμε μετά από λίγο, τότε μας μυρίζει και μας. Χρειάζεται άραγε μια μικρή αποστασιοποίηση από τον εαυτό μας, μια αντικειμενική παρατήρησή του, μια σύντομη έξοδος από το αποχωρητήριο, για να ανοίξουν τα κλειστά μάτια και ρουθούνια μας και να μας πλημμυρίσει η απαίσια οσμή;).

Εν πάση περιπτώσει, από όπου κι αν ερχόταν κι ό,τι κι αν ήταν εκείνο που ξύπνησε μέσα μου το λυρικό κτήνος, η αφορμή ήταν μια παλιά φωτογραφία της Κατερίνας Θάνου σε σταυρόλεξο εφημερίδας, την οποία ξεφύλλιζα πάνω από τα γυμνά μου, για τις ανάγκες της αφόδευσης, μπούτια. Σου αντιγράφω: (Και ξαφνικά ξεφυλλίζοντας τις σελίδες της εφημερίδας, η φωτογραφία του σταυρόλεξου πάγωσε το χρόνο, διέκοψε τη λήθη και κραύγασε σιωπηλά: Έτσι ήμουν κάποτε. Όλα αυτά τα χρόνια που το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι άλλαζε και ξαναάλλαζε, η φωτογραφία του αρχείου παρέμεινε αναλλοίωτη, φυλακίζοντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, όπως τότε ήταν. Ανάμεσα σε οριζόντια και κάθετα ζητούμενα, εκεί, στη γωνιά του σταυρολέξου, μας εγκαλεί το παλιό, νεανικό, τρυφερό, όμορφο, αθώο, κοριτσίστικο βλέμμα της πρωταθλήτριας μας).

Η αρχή είχε γίνει, η φλέβα έτρεχε αίμα, λίγες μέρες μετά ήταν η εικόνα της μικροκαμωμένης Γαλλίδας γυναίκας του Αλέξανδου Γιωτόπουλου στην πρώτη επίσκεψή της στις φυλακές, με μια πλαστική σακούλα στα χέρια της γεμάτη καθημερινά πράγματα που ήθελε να του δώσει, η οποία κάτι μου έκανε. Ωστόσο για εκείνη και την πλαστική σακούλα της δεν ξαναέγραψα ποτέ, ενώ για την Θάνου και τον Κεντέρη έχω γράψει δεκάδες φορές από τότε, γεγονός που με κάνει να αναρωτιέμαι: γιατί έχω φάει τέτοιο κόλλημα;

Και γιατί τώρα, μέσα σε ένα περιβάλλον όπου ψάχνεις να βρεις τι στέκεται ακόμη στη θέση του και όπου αν τυχόν το βρεις βάζεις κάτω να δεις για πόσο ακόμα θα αντέχει να στέκεται στη θέση του, βρίσκω τόσο σημαδιακά και ολότελα απελπιστικό γεγονός την αθώωση στο Εφετείο; Δεν ξέρω. Ίσως είναι απλά κόλλημα. Το κόλλημα ενός ανθρώπου που με τη Θάνου συνάντησε τη Φωνή / Κλίση / Μούσα του και στη Θάνου αυτή εξαντλείται. Ίσως πάλι στα ζητήματα που δεν άπτονται άμεσα οικονομικών επιλογών και πολιτικών κατευθύνσεων, στα ζητήματα που δεν υπάρχει παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο και υπερπολύπλοκες λύσεις, είναι εντυπωσιακότερη η απουσία ενός συμβολικού μίνιμουμ που να δείχνει ότι η κοινωνία βρίσκεται μεν υπό πολυδιάστατη κατάρρευση, αλλά πάντως την ενδιαφέρει ακόμα (ή τουλάχιστον προσποιείται ότι την ενδιαφέρει) το κοινό περί δικαίου αίσθημα, κάποιες στοιχειώδεις συγκολλητικές αρχές.

Αν αυτές απουσιάζουν, αν αυτό το συμβολικό μίνιμουμ απουσιάζει, τότε η κοινωνία δεν είναι κοινωνία, τότε νομιμοποιείται ο καθένας από εμάς να είναι μόνος του και όλοι σας.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 05, 2011

Αμφιβολίες το μυαλό μου βασανίζουνε πολλές

What's in the box?

Τα βιβλία που λείπουν (και, Άννα, όχι να ζητάς και συγγνώμη, όχι να αναλαμβάνεις και ευθύνες που δεν σου αναλογούν, έχει και η ευθιξία τα όριά της) είναι κάτι σαν τον Ολυμπιακό Βόλου και την Καβάλα της σχολικής σαιζόν. Απλά επειδή αναλογικά είναι κάπως περισσότερα (από τους 183 τίτλους για το δημοτικό σχολείο έτοιμοι είναι μόνο οι 15, στα Γυμνάσια από τους 178 τίτλους είναι έτοιμοι μόνο οι πέντε, στο Λύκειο από τους 207 τίτλους έτοιμοι είναι οι 13, ενώ για την τεχνική εκπαίδευση, από τους 419 τίτλους έτοιμοι είναι μόλις οι 26), σωστότερο είναι να πούμε πως είναι σαν να ξεκίνησε το πρωτάθλημα μόνο με τον Ολυμπιακό Βόλου και την Καβάλα, που θα παίζουν διαρκώς μεταξύ τους μέσα έξω μέχρι να διευκρινιστεί ποιές θα είναι οι υπόλοιπες 14 ομάδες που θα συμμετάσχουν. Η Νοva πάντως με επίσημη ανακοίνωση διέψευσε ότι τα σχολεία άνοιξαν παρά την έλλειψη βιβλίων, κατόπιν δικής της απειλής για ενεργοποίηση της σχετικής ρήτρας που περιλαμβάνεται στη σύμβασή της με το Υπουργείο Παιδείας.

Το παρήγορο στην όλη υπόθεση είναι πως δεν υφίσταται σχολικός τουρισμός και άρα δεν πρόκειται να δεχθεί ένα ακόμη πλήγμα το μοναδικό αποκούμπι της χώρας αυτές τις κρίσιμες ώρες. Ό,τι δεν βλάπτει τον τουρισμό είναι κάτι που αντέχεται και εν πάση περιπτώσει κάτι που δεν μπορεί να θεωρηθεί πρωταρχικής σημασίας. Το άνοιγμα της αγοράς των ταξί, το άνοιγμα της αγοράς των φορτηγών, αυτά είναι τα ζητήματα που καθορίζουν αν μια κοινωνία νοσεί ή θάλλει, αυτά είναι τα ζητήματα που πάντοτε έκαιγαν τους Έλληνες. Όχι αν τα παιδιά τους πάνε σε σχολεία που έχουν βιβλία. Παρά ταύτα ο επαγγελματίας πρωθυπουργογιός τα πήρε στο κρανίο όταν οι επαγγελματίες φοιτητοπατέρες του φώναξαν στη συνδιάσκεψη συνθήματα για παιδεία δημόσια και δωρεάν. Τα πήρε και τους εξήγησε πως πρέπει να σταματήσουν να υπερασπίζονται το παλιό χρεοκοπημένο μοντέλο και πως αυτός, η κυβέρνησή του, η Άννα του, αυτός κάνει όσα πρέπει για να υπάρχει αληθινή δημόσια και δωρεάν παιδεία (με ή χωρίς σχολικά βιβλία, μην κολλάμε στις παρωχημένες τυπικότητες την εποχή των ίντερνετς και των Α4).

Παρόλη λοιπόν την μεταρρυθμιστική κόπωση υπάρχουν διαρθρωτικές αλλαγές που πραγματώνονται, υπάρχουν σημάδια που δείχνουν ότι η κυβέρνηση αυτή ξεβολεύει την κοινωνία, αλλάζει τις σάπιες της δομές. Έτσι, δίπλα στην υπόθεση με τα σχολικά βιβλία στέκεται επάξια η υπόθεση με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής. Στο παλιό μεταπολιτευτικό μοντέλο θα υπήρχε μια θεσμοτυφία, μια αυτοσυγκράτηση του ελεγχόμενου που δεν θα διαολόστελνε τον ελεγκτή του, μολονότι πολύ θα το επιθυμούσε. Ε, αυτά τελείωσαν, οι θεσμοί υπάρχουν για να υπηρετούν την επίσημη κυβερνητική αλήθεια, όχι για να λένε τα δικά τους. Τον Βαγγέλη τον Βενιζέλο δεν θα τον αμφισβητεί κανείς. Θυσιάζει που θυσιάζει το πολιτικό του μέλλον, ας τον αφήσουμε τουλάχιστον να το θυσιάσει με τρόπο σινατρικό, ή μάλλον σινατρικό χωρίς καν τα few regrets του τραγουδιού. Ιt's his way or the highway.

Επειδή ετοιμάζω πρόταση να πάρω τις μετοχές της οικογένειας Βαρδινογιάννη, ώστε να επαναφέρω τον Παναθηναϊκό στο δρόμο της ευρωπαϊκής καταξίωσης (που χρονολογείται από την εποχή της δραχμής, σημάδι αν μη τι άλλο ευοίωνο για το μέλλον της ομάδας από την επόμενη αγωνιστική περίοδο), πρέπει να κλείσω. Όχι όμως προτού καταθέσω το τεράστιο ρισπέκτ μου για τον Γαληνό Μπρη, Εισαγγελέα του Τριμελούς Εφετείου της Αθήνας, που αμφιβάλλει για το ατύχημα του Κεντέρη και της Θάνου. Γιατί πέραν από τους λαϊκισμούς, έτσι είναι, για τίποτα δεν μπορείς να είσαι σίγουρος σε αυτήν τη κωλοζωή.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 01, 2011

Κοριτσάρα Μπράβο

Για όσους έκλεισαν τα ραδιόφωνά τους κι έχουν στερητικό:





Σαν τις κατσαρίδες της χρεοκοπίας, οι διαφημίσεις του Τζάμπο δεν πεθαίνουν ποτέ και θα συνεχίσουν να παίζουν, παραμένοντας το σάουντρακ της πόλης, ακόμη κι αν αυτή μεταβληθεί σε κάτι σαν την έρημο του Μαντ Μαξ προς το αστικότερο.

Ό,τι πιο επιθετικό έχει συλλάβει ποτέ νους ανθρώπου, χρόνια τώρα μπαίνουν από κάθε πλευρά της ατμόσφαιρας στα αυτιά σου και βιάζουν τον εγκέφαλό σου πιο ασταμάτητα, πιο επώδυνα και πιο βασανιστικά, απ' ό,τι βίασαν την Μπελούτσι στο τούνελ του μετρό. Ένα διαρκές παρόν από το οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις και το οποίο βιώνεις μέχρι την τελευταία του νότα.

Γι' αυτό πάμε όλοι μαζί: Ρε κορούλα τι είναι αυτά που τσαμπουνάς, ιστορίες άρτσι μπούρτσι και λουλάς, θα σε πάω τζάμπο.