Πέμπτη, Ιουνίου 29, 2006

Στο ίδιο ασανσέρ

Συμπτωματικά. Εντελώς. Βρέθηκαν μόνες τους στο ίδιο ασανσέρ.
Η κραυγή του ποιητή και η κραυγή του σκυλά.
Λίγο πριν τον δεύτερο, η κραυγή του ποιητή γύρισε και της είπε ότι τις χωρίζει άβυσσος.
Λίγο μετά τον τέταρτο, η κραυγή του σκυλά της απάντησε ότι έπεσε στην άβυσσο μια νύχτα στην Ανάβυσσο.
Τότε η μία προσπάθησε να καταπιεί την άλλη.
Φτάνοντας στον έβδομο, με μια κοινή κραυγή άνοιξαν αγκαλιασμένες την πόρτα. Και δεν μπορούσες να καταλάβεις αν ο ήχος που έφτανε μέχρι το ισόγειο ήταν ο ήχος της σκύλευσης της ποίησης ή, αντίθετα, ο ήχος της ποιητικής ενός συναισθήματος άτεχνου κι όμως όχι λιγότερο αυθεντικού.

Ξεκαρδισμένος.

To θέμα είναι ότι -απ' όσο τουλάχιστον θυμάμαι- πρόκειται για το μοναδικό εκτός έδρας παιχνίδι μπάσκετ του Παναθηναϊκού που πήγα να δω. Απρίλιος του 1993 και σφυρίζεται επιθετικό φάουλ στον Γιάνκοβιτς. Τότε τον βλέπουμε να παίρνει φόρα, να κουτουλάει στην (ελαστική) βάση της μπασκέτας και αμέσως μετά να πιάνει το κεφάλι του και να πέφτει κάτω. Αρχίζω να γελάω με τον κολλητό μου σαν σπαστικός. Έχω ξεκαρδιστεί με τον σωριασμένο μαλάκα και την κωμική σκηνή που μας προσέφερε. Όλη η εξέδρα μας τον βρίζει. Δεν σηκώνεται όμως, έρχεται ο γιατρός και μετά από κάποια λεπτά τον παίρνουν με φορείο. Οι Πανιώνιοι χειροκροτούν, εμείς έχουμε παγώσει και σωπάσει, με την εξαίρεση φυσικά μιας -όχι εντελώς ασήμαντης- μειοψηφίας, που εξακολουθεί και τον μπινελικώνει ενώ μεταφέρεται με το φορείο. Το παιχνίδι συνεχίζεται, κερδίζουμε κι αν θυμάμαι καλά προκρινόμαστε. Πανηγυρισμοί, τραγούδια, άγρια χαρά.
Φεύγοντας φοβάμαι μην μου την πέσουν σε κανένα στενό οι Πανιώνιοι. Δεν μου την πέφτουν.
Κι έτσι, εκείνο το σούρουπο της Άνοιξης του 93, γύρισα σπίτι μου αρτιμελής.

Τετάρτη, Ιουνίου 28, 2006

Ιδανικός κι Ανάξιος Περιπτεράς

Xρόνια τώρα η ίδια ιστορία: όποια στιγμή κι αν περάσω μπροστά από το περίπτερο της γειτονιάς μου, ο περιπτεράς θα είναι έξω από αυτό και κάτι θα επιθεωρεί με τα χέρια περασμένα στην μέση: τα γάλατα, τις εφημερίδες, τις σοκολάτες, κάτι. Με χιόνια και με καύσωνες, χαράματα ή μεσάνυχτα, πάντα μα πάντα θα κόβει βόλτες έξω απ' το περίπτερο.
Χρόνια τώρα αποφάσισα ότι η συμπεριφορά αυτή με βιδώνει. Τον Βασιλόπουλο ή τον Σκλαβενίτη να είχε υπό την εποπτεία του, λιγότερες ταξινομήσεις προϊόντων θα έκανε. Χρόνια τώρα η συμπεριφορά του με βίδωνε, μέχρι προχθές που τον είδα να κάθεται σε μια πλαστική καρέκλα έξω απ' το περίπτερο και να ρεμβάζει προς την λεωφόρο, οπότε με ασυγχώρητα μεγάλη καθυστέρηση συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν και περιπτεράδες με ψυχή ναυτικού, άνθρωποι που η ζωή τους έκλεισε σε ένα κουβούκλιο 2 Χ 1,5 ενώ αυτοί έχουν ανάγκη από ανοιχτούς ορίζοντες.
Τότε φαντάστηκα το περίπτερο του στην μέση μιας βάρκας, μιας βάρκας στην μέση της θάλασσας, κι εκείνον να κάθεται σε μια γωνιά της βάρκας, με το βλέμμα του επιτέλους να μην προσκρούει στο μπετόν, αλλά να σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων.
Mετά αγόρασα τσίχλες.

Τρίτη, Ιουνίου 27, 2006

Το Δωράκι και το Αιγάλεω

H Iταλία λοιπόν είχε ένα ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα - ντροπή. Ενώ η Ελλάδα δεν είχε ποτέ ένα ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα - ντροπή. Γιουβέντους, Μίλαν: ονόματα ελαφριά, φανέλες δίχως ιστορία, με προέδρους δίχως δύναμη. Λατρεύουμε τη διαφθορά σε αυτόν τον τόπο. Την λατρεύουμε. Όλοι τα κάνουν, άρα τα κάνουμε κι εμείς. Όλοι ντοπάρονται, άρα γιατί τα έβαλαν με τα δικά μας τα παιδιά; Μέσα στο περιβάλλον της συνευθύνης, της διαχεόμενης παντού ανηθικότητας και ενοχής, μέσα στο περιβάλλον του «είπαμε να κάνει ένα δωράκι στον εαυτό του, αλλά όχι κι έτσι», μέσα στο περιβάλλον του να χωθούμε κάπου κι εμείς με μέσο και μετά να κατηγορήσουμε τον άλλο όταν το δικό του μέσο υπερισχύσει, μέσα στο περιβάλλον της απόλυτα φαρισαϊκής ηθικολογίας, ποτέ δεν θα δεχθούμε ότι το δικό μας πρωτάθλημα ήταν ντροπή. Ποτέ. Και το πρωτάθλημα είναι ένα μόνο από τα πολλά αντίστοιχα παραδείγματα. Ας το παραδεχθούμε: λατρεύουμε τη διαφθορά σ' αυτόν τον τόπο - μας επιτρέπει να είμαστε κι εμείς διεφθαρμένοι.
Κώστα Κεντέρη και Κατερίνα Θάνου, πουλήστε τώρα στους ιθαγενείς το καθρεφτάκι της «δικαίωσής» σας.
Αλλά κι εγώ πανηγύριζα με τον Κώστα και την Κατερίνα, πανηγύριζα κι ας ήξερα, άρα ούτε εγώ είμαι καλύτερος, ούτε εγώ.
Η κατρουλίλα του προπέρσινου καλοκαιριού μας καλύπτει ακόμα όλους.
Κι αν η ιστορία τελικά δεν φανεί τόσο επιεικής με τον Κώστα και την Κατερίνα, σίγουρα θα φανεί πολύ πιο επιεικής με τις μεγάλες μας ομάδες, απ΄ότι με την Γιουβέντους και την Μίλαν.
Κρετίνοι Ιταλοί, η ντροπή δεν εξαρτάται από τα γεγονότα, εξαρτάται από την τοποθέτησή μας απέναντι σε αυτά. Ντροπή υπάρχει μόνο αν την νιώθεις. Αν πάνω από την ιταλική κοινωνία υπάρχει η σκιά της ντροπής, τη δική μας κοινωνία δεν τη σκιάζει ντροπή καμιά.

Δευτέρα, Ιουνίου 26, 2006

Παγκόσμιο Κέντρο Ομορφιάς

Tην Πρωτοχρονιά του σωτηρίου έτους 2250, έγιναν με κάθε επισημότητα τα εγκαίνια του «Παγκόσμιου Κέντρου Ομορφιάς», του γιγαντιαίου δηλαδή θόλου, εκτάσεως είκοσι δύο χιλιομέτρων και ύψους σαράντα μέτρων, εντός του οποίου η Παγκόσμια Κυβέρνηση στέγασε και ταξινόμησε τα κορυφαία έργα τέχνης του ανθρώπινου πολιτισμού, καθώς και οργανικές αναπαραστάσεις από τις εκλεκτότερες τοποθεσίες της γήινης φύσης (εννοείται της περιόδου πριν την Καταστροφή).
Ένα έτος αργότερα και παρά τις ανησυχίες δεν εκδηλώθηκε καμία απόπειρα δολιοφθοράς του Κέντρου από τους τρομοκράτες, οι ενέργειες των οποίων γίνονται άλλωστε ολοένα και πιο αναιμικές. Επιτέλους η κατάσταση φαίνεται πως σταθεροποιείται οριστικά. Μέσα σ' αυτό το έτος έχει ολοκληρώσει την επίσκεψή του στο Κέντρο το 63% του «ενεργού πληθυσμού». Μόνη υποχρέωση που έχει κάθε ενεργός πολίτης (πέραν της επίσκεψης), είναι η υποβολή προς την Κυβέρνηση ενός σύντομου μνημονίου με τις εντυπώσεις του από το Κέντρο. Όταν ολοκληρωθεί ο κύκλος της πρώτης υποχρεωτικής επίσκεψης του συνόλου του «ενεργού πληθυσμού», θα αρχίσει η ελεύθερη επίσκεψή του και, βάσει των ήδη καταγεγραμμένων αιτήσεων, θα υπάρχει πληρότητα τουλάχιστον για την επόμενη δεκαετία.
Τα μνημόνια είναι ενθουσιώδη και όλοι συμφωνούν ότι το Κέντρο άξιζε και με το παραπάνω τόσο τις πολυετείς θυσίες που απαιτήθηκαν για την ολοκλήρωσή του, όσο και τον περιβόητο «Φόρο των Πέντε Γενεών».
Μόνο ένα μνημόνιο έχει προξενήσει προβληματισμό στην Κυβέρνηση. Είναι ενός δεκατριάχρονου αγοριού και τελειώνει ως εξής: «Όσο εντυπωσιακό κι αν ήταν το Κέντρο, πιστεύω ότι η ομορφιά δεν μπορεί ποτέ να περιοριστεί σε ένα σημείο, πιστεύω ότι η ομορφιά δεν είναι απαραίτητα εκεί που μας λένε να κοιτάξουμε, αλλά κι εκεί που κοιτάμε εμείς οι ίδιοι, πιστεύω ότι η ομορφιά βρίσκεται παντού, στη διαδρομή προς το Κέντρο και στην επιστροφή στο σχολείο, πιστεύω ότι η ομορφιά δεν βρίσκεται μόνο στις θάλασσες και τα λιβάδια που μας δείξατε μέσα στο Κέντρο, αλλά και στο γκρίζο χώμα που πατάμε καθημερινά στον καμμένο μας πλανήτη».
- «Ένας αυριανός τρομοκράτης; Να επέμβουμε, Κυρία Κυβερνήτη;»
- «Όχι, να τον έχετε στο νου σας, αλλά να μην κάνετε κάτι αν δεν σας δώσω πρώτα εντολή. Ας μην φοβόμαστε τόσο. Κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας αυριανός κακός ποιητής».

Με αποτέλεσμα

Ο Βασίλης ως παιδί παράκουγε· όχι τόσο τους γονείς του όσο τις λέξεις. ΄Ετσι, όταν σε ηλικία οκτώ ετών πήγε με τον καλύτερο του φίλο σε κάτι βραχάκια, ο μεν φίλος του πάτησε έναν αχινό (με αποτέλεσμα να πονάει για λίγες ώρες), ο δε Βασίλης πάτησε έναν παχινό (με αποτέλεσμα να παχαίνει για πολλά χρόνια).

Κυριακή, Ιουνίου 25, 2006

Ξαπλωμένοι Ανάσκελα

Ξαπλωμένος ανάσκελα στην θάλασσα, με τα χέρια περασμένα πίσω απ' το κεφάλι, κοιτάζω προς τον ουρανό κι αναρωτιέμαι αν την ίδια ώρα κάποιος άλλος, ξαπλωμένος ανάσκελα στον ουρανό, με τα χέρια περασμένα πίσω απ' το κεφάλι, κοιτάζει προς την θάλασσα κι αναρωτιέται αν την ίδια ώρα κάποιος άλλος, ξαπλωμένος ανάσκελα στην θάλασσα, με τα χέρια περασμένα πίσω απ' το κεφάλι, κοιτάζει προς τον ουρανό.

Παρασκευή, Ιουνίου 23, 2006

Το Παγώνι κι η Αντλία

Διαβάζω εδώ: «Ένα περίεργο ειδύλλιο έχει αναπτυχθεί εδώ και χρόνια στη Μεγάλη Βρετανία. Στο Μπρίρλεϊ του Γκλόστερσαϊρ, ένα αρσενικό παγώνι έχει ερωτευθεί μια αντλία βενζίνης εξαιτίας του ήχου της! Σε μόνιμη βάση εδώ και τέσσερα χρόνια, το παγώνι πηγαίνει την εποχή του ζευγαρώματος να συναντήσει την αγαπημένη του αντλία. Ο Πι, όπως είναι το όνομα του παγωνιού, δεν λέει να ξεκολλήσει από την αντλία, με τον ιδιοκτήτη του βενζινάδικου να το διασκεδάζει, αφού ο κόσμος μαζεύεται τριγύρω από περιέργεια».
Ο κόσμος μαζεύεται και διασκεδάζει.
Επειδή ακριβώς κανείς ανθρώπινος έρωτας δεν είναι τόσο γελοίος.
Επειδή ακριβώς κανένας άνθρωπος - παγώνι δεν ερωτεύθηκε ποτέ άνθρωπο - αντλία.
Το παγώνι όμως εδώ και χρόνια κατάλαβε, εδώ και χρόνια έπεσε από το βάθρο του έρωτα κι ανέβηκε στο βάθος της αγάπης, εδώ και χρόνια κατάλαβε ότι η αντλία δεν είναι παγώνι αλλά αντλία και την αγάπησε ως τέτοια, ως αντλία, και δεν επιθυμεί πια να ζευγαρώσει μαζί της, παρά μόνο να τον ποτίσει με την βενζίνη της, να βάλει το στόμιο της στο στόμα του και να φιληθούν, αντλία και παγώνι, παγώνι και αντλία, και να αρχίσει να αδειάζει εκείνη από βενζίνη και να γεμίζει αυτό, κι όταν επιτέλους ξεδιψάσει να το λούσει ολόκληρο, ώστε να αρκεί μια σπίθα, μια σπίθα μόνο, για να γίνουν ένα, για να ενωθούν παγώνι και αντλία σε ένα σώμα, σε ένα σώμα φωτιάς.
Το θέμα είναι η αντλία τί σκέφτεται.

Πέμπτη, Ιουνίου 22, 2006

Κύρος

Σύμφωνα με το πόρισμα Διώτη, ο Τσαλικίδης είχε πει στους δικούς του ότι συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό στην Vodafone, που θα μπορούσε να οδηγήσει στο κλείσιμο της εταιρίας.
Η πραγματικότητα απέδειξε ότι για να κινδυνεύσει με κλείσιμο η εταιρία, θα πρέπει να υπάρξει τουλάχιστον πρακτικό συνεδρίασης του Διοικητικού της Συμβουλίου, δημοσιευμένο στο ΦΕΚ, με το οποίο θα αποφασίζεται:
1) Ο εμπρησμός από ειδικά εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους της εταιρίας του 80% των διασωμένων ακόμη ελληνικών δασών.
2) Η πώληση προς ξένα κράτη τηλεφωνικά υποκλαπέντων κρατικών μυστικών, προς τον σκοπό αυξήσεως του μερίσματος των μετόχων.
3) Η απαγωγή και εν συνεχεία η δολοφονία τριψήφιου αριθμού ανηλίκων παιδιών, έτσι, χάριν παιδιάς.
Είναι πάντως παρήγορο, ότι -παρά τις Κασσάνδρες- δεν έχει χαθεί εντελώς το κύρος από την εποχή μας. Κύρος που μπορεί να μην έχουν πια ούτε οι πολιτικοί, ούτε η εκκλησία, ούτε οι πνευματικοί άνθρωποι, αλλά που αναμφίβολα ενσαρκώνεται και σημαίνεται από λογότυπα τύπου Vodafone.
Πες με γελοίο, μικρός έκανα τον σταυρό μου όποτε περνούσα έξω από εκκλησία, αλλά τελευταία -σχεδόν υποσυνείδητα- τον κάνω όποτε περνάω έξω από μια Vodafone.
Πες με γελοίο, μα με κάνει να νιώθω μια αγαλλίαση και μια ασφάλεια.
Αμήν.

Τετάρτη, Ιουνίου 21, 2006

Οδός Προμόσιον

Μα κυρά μου εσύ
Έλα να κάνουμε ένα deal
Μην κοιτάς τ’ αστέρια
Οnly money is for real
Δώς μου τα μαλλιά σου
Να πουλήσω σαμπουάν
Δως μου το φιλί σου
Να πουλήσω λιποζάν

Ο άνθρωπος πίσω

«Οι διοργανωτές δεν κάνουν πίσω σε θέματα που έχουν να κάνουν με την προστασία των χορηγών του Μουντιάλ. Έτσι, σε δύο περιπτώσεις, τη μία με Αγγλους φιλάθλους που φορούσαν ρούχα της αμερικανικής αθλητικής εταιρείας Nike και την άλλη με Ολλανδούς που φόραγαν πορτοκαλί αμφιέσεις, προσφορά της εταιρείας ζυθοποιίας Bavaria, τους ανάγκασαν να τ' αφήσουν στην είσοδο του γηπέδου και να μπουν σε αυτό σχεδόν ημίγυμνοι!».
«Ελεύθερος Τύπος», 19 Ιουνίου 2006.
Την 19η Ιουνίου του 2009, ο Παναγιώτης βγαίνει το δεύτερο ραντεβού του με την Βασιλική, έχοντας δαγκώσει για τα καλά την λαμαρίνα. Πιστεύει ότι ο έρωτας έχει χτυπήσει ταυτόχρονα κι εκείνη (και ως γνωστόν δεν έχει διαγνωστεί μεγαλύτερη απόσταση στη φύση από αυτήν που χωρίζει τον μονομερή από τον αμοιβαίο έρωτα). Το ερωτευμένο ζεύγος βρίσκεται σε ένα σχεδόν κρυμμένο μπαράκι που ακουμπάει στη θάλασσα και ο Παναγιώτης της προτείνει να πιει μια γουλιά από το δικό του ουίσκυ.
«Το έχεις δοκιμάσει ποτέ; Είναι καταπληκτικό».
Η Βασιλική τον κοιτάζει με ένα βλέμμα βαθιάς θλίψης και διάψευσης.
«Μα γιατί χλώμιασες;».
«Στο πρώτο ραντεβού μού πρότεινες να δοκιμάσω ένα από τα τσιγάρα που κάπνιζες. Ήθελα να πιστεύω -ανάγκασα τον εαυτό μου να πιστέψει- ότι ήταν τυχαίο. Και τώρα αυτό. Λυπάμαι, αλλά πρέπει να φύγω. Μην σηκώνεσαι, μείνε, θα πάρω ταξί».
Ο Παναγιώτης μένει αποσβoλωμένος, ενώ εκείνη αποχωρεί φουριόζα και εξοργισμένη. Αρχίζει να πνίγει τον πόνο του στο ουίσκυ της αρεσκείας του. Το οποίο προωθούσε και διαφήμιζε ακριβώς επειδή ήταν το ουίσκυ της αρεσκείας του. Όπως και τα τσιγάρα. Εκείνος δεν ήταν ρόμπας, εκείνος δεν ήταν σαν αυτούς που προωθούσαν προϊόντα που δεν γούσταραν. Απλώς προσπαθούσε να βγάλει κανένα έξτρα φράγκο, λέγοντας αυτό που ούτως ή άλλως πίστευε. Πίνει και σκέφτεται να πάρει την Βασιλική τηλέφωνο, να της εξηγήσει. Αλλά αξίζει τον κόπο; Μήπως κορόιδευε τον εαυτό του ως προς τον τρόπο που τον κοίταγε;
Μια αληθινά ερωτευμένη γυναίκα δεν θα έπρεπε να μπορεί να διακρίνει τον άνθρωπο πίσω από τη διαφήμιση;

Τρίτη, Ιουνίου 20, 2006

Ως συνήθως

Έχει περάσει ένας χρόνος και ακόμα να ξεπεράσει το γεγονός του θανάτου του. Του δικού του θανάτου. Ένα χρόνο τώρα καθημερινά μουρμουράει, καθημερινά μεμψιμοιρεί, καθημερινά τρώγεται με τα ρούχα του. Οι φίλοι του τον παίρνουν με το κακό («Λες και είσαι ο πρώτος που πέθανε. Λες κι είσαι ο τελευταίος. Τόσος εγωισμός πια;»), τον παίρνουν με το καλό («Κλαψομουνιάζεις τόσο πολύ για το θάνατό σου, που αφήνεις τη ζωή να κυλά μέσα απ’ τα χέρια σου»), αλλά ματαιοπονούν· έχει πάντα κάτι να αντείπει. Ισχυρίζεται ότι δεν είναι και τόσο άνευ σημασίας το να είσαι νεκρός, ισχυρίζεται ότι δεν πρόκειται για κάποια ασήμαντη μικροενόχληση.

Παύση.

Ως εδώ οι γελοίοι ισχυρισμοί του.
Τον αποσπώ βιαίως από την συντροφιά των φίλων του και τον κατουράω. Εγώ τον σκέφτηκα, δικός μου είναι, έρμαιό μου είναι, ό,τι θέλω θα τον κάνω. Θα ‘θελα να τον αναπτύξω, να τον κάνω ιστορία, να πάψω να μπορώ να τον κάνω ό,τι θέλω, να μπορεί να κάνει κι εκείνος το δικό του. Θα ‘θελα αλλά δεν μπορώ.
Γι’ αυτό και τον εκδικούμαι, γι' αυτό και τον ξεφτιλίζω, γι’ αυτό και σταματάω εδώ να γράφω γι’ αυτόν.
Μείνε τώρα έτσι, αγαπητέ μου.
Κατουρημένος και νεκρός.
Χωρίς ιστορία να φιλοξενήσει τις εγωκεντρικές σου γκρίνιες.
Ήσουν ένα σπέρμα ιστορίας που ως συνήθως χύθηκε έξω.
Πάλι καλά να λες που έγινες ποστάκι.
Πάλι καλά να λέω κι εγώ.

Δευτέρα, Ιουνίου 19, 2006

Στο βάθος ένα πλοίο με κίτρινη σημαία.

Αύγουστος, νησί, παραλία. Σχετικά άδεια για κάποιο λόγο. Διάβαζε το βιβλίο της στην ξαπλώστρα. «Πάω να βουτήξω, θα έρθεις;», την ρώτησε η φίλη της. «Σε λιγάκι».
Ένα λεπτό μετά, κι ενώ μέσα από τα γυαλιά ηλίου της παρακολουθούσε χαμογελώντας τη φίλη της, που έκανε ένα βήμα μπρος κι ένα πίσω μόλις το κύμα ακουμπούσε τα πόδια της, ήρθε και άπλωσε δίπλα της την πετσέτα του. «Καλημέρα, δεν ενοχλώ, ε;». Κανονικά θα ενοχλούσε. Κανονικά θα είχε λιγότερο παράδοξα μάτια· όχι εντελώς πράσινα, όχι εντελώς όμορφα, εντελώς μαγνητικά.
Δέκα λεπτά αργότερα, η φίλη της επέστρεψε. Τα οκτώ προσπαθούσε να μπει στη θάλασσα, τα δύο πλατσούριζε. Λίγο η θερμοκρασία του νερού και πολύ περισσότερο το απροσδόκητο θέαμα ενός στρατοπεδευμένου άντρα δίπλα στη φίλη της, και η έξοδός της από την θάλασσα ήταν πολύ πιο γρήγορη και πολύ πιο αποφασιστική από την είσοδό της. Μόλις σκουπίστηκε χαιρέτησε τον άγνωστο άντρα και εντυπωσιάστηκε από τα παράδοξα μάτια του· όχι εντελώς πράσινα, όχι εντελώς όμορφα, εντελώς μαγνητικά.
Το επόμενο μισάωρο η τριάδα μιλούσε και γελούσε. Μετά έπεσε μαζί για μπάνιο. Στην θάλασσα εξακολούθησε να μιλάει και να γελάει. Η προτίμηση του άντρα όμως είχε γίνει πια εμφανέστατη. Τόσο η μία όσο και η άλλη φίλη την εισέπραττε από τα διαρκή του σινιάλα, από το παιχνίδισμα του βλέμματός του. Η μία περίμενε την άλλη –με ολοένα αυξανόμενη ανυπομονησία, είναι η αλήθεια- να ομολογήσει επιτέλους την ήττα της, να υποχωρήσει και να την αφήσει λίγο μόνη μαζί του. Εις μάτην. Βγήκαν απ΄τη θαλασσα όπως ακριβώς μπήκαν: ως αδιαίρετος τριάς.
Άλλα τριάντα οκτώ λεπτά με στέγνωμα, κουβεντολόι, χαχανητά και λαθραία κοιτάγματα γεμάτα σημασία, και έφτασε η στιγμή της αποχώρησης.
«Πάμε να τσιμπήσουμε κάτι;», τις ρώτησε.
«Ναι», του απάντησαν.
Η ώρα είχε ήδη πάει μία, η παραλία σιγά σιγά γέμιζε με κόσμο και η τριάδα των εβδομηντάρηδων άρχισε να ανηφορίζει προς το κοντινό ταβερνάκι με ανάλαφρα βήματα.
(Κείμενο που γράφτηκε για το Hotel Memory, το ξενοδοχείο του Μισέλ Φάις).

Ρητορικό

Όταν γράφεται σε μεγάλη εφημερίδα ότι «τα περισσότερα μπλογκς είναι για πέταμα» και ότι «όλα μαζί τα μπλογκς σχηματίζουν μια τεράστια χωματερή ιδεών, όπου χρειάζεται να σκάψεις αρκετά για να βρεις κάτι που αξίζει τον κόπο να διαβάσεις», τότε αχός βαρύς ακούγεται και οι αρνητικές αντιδράσεις είναι μαζικές: υπερασπιζόμαστε τα του οίκου μας.
Όταν όμως, λίγες μόνο μέρες μετά, γράφεται σε άλλη μεγάλη εφημερίδα ότι «Τα blogs είναι η επιστροφή του ρομαντισμού στη γραφή. Ενώ όλο και περισσότεροι σήμερα γράφουν και δημοσιεύουν «μυθιστορήματα» κυνηγώντας τη φήμη, το χρήμα ή το ξέπλυμα του ονόματός τους, ενώ οι καθαυτό συγγραφείς λειτουργούν όλο και πιο πολύ σαν επαγγελματίες, με ό, τι καταναγκασμούς και σκοπιμότητες συνεπάγεται αυτό, ενώ τα δημοσιογραφικά κείμενα γίνονται όλο και πιο άψυχα, εξαιτίας των φραστικών αυτοματισμών και της μεθόδου του copy-paste, της άκριτης συρραφής αποσπασμάτων από κείμενα κατεβασμένα από το ΄Ιντερνετ, γενικά ενώ η γραφή αναπαράγει σήμερα τον κομφορμισμό της κουλτούρας που την αποθεώνει, οι bloggers ανακαλύπτουν ξανά την επαναστατικότητά της, τις δυνατότητες που κρύβει ως μέσο αβίαστης, αληθινά προσωπικής έκφρασης, την απελευθερωτικά ευρηματική επικοινωνιακότητά της.
Και, αν έχει σημασία μια τέτοια λεπτομέρεια, τα λέει όλα αυτά κάποιος που είναι κάθε άλλο παρά μανιώδης δικτυοπλόος, κοινώς net surfer.
Οι bloggers γράφουν μόνο για το κέφι τους (προσοχή: όχι για την πλάκα τους!), δεν αυτολογοκρίνονται (τα blogs είναι εξ ορισμού η άρνηση της αυτολογοκρισίας) και διαβάζονται από αυτενεργούς αναγνώστες, που η αναγνωστική συμπεριφορά τους απέχει παρασάγγας από τη ληθαργική συμμόρφωση με τις μόδες της βιβλιαγοράς ή από το βιαστικό, μισοαφηρημένο «ξεπέταγμα» των δημοσιογραφικών άρθρων».,
γιατί οι θετικές αντιδράσεις δεν έχουν αντίστοιχη μαζικότητα;
Τι στο διάολο θέλουμε τελικά;

Reality Blows

«Έλαβα με μέιλ δυο βιντεάκια. Το ένα φαίνεται να είναι μέσα σε σχολική τάξη, το δεύτερο κάπου έξω. Πρωταγωνιστές και στα δύο μαθητές Λυκείου. Αυτό στην τάξη δείχνει μια κοπέλα να παίρνει πίπα από έναν συμμαθητή της. Αυτό έξω δείχνει δυο κοπέλες να χαμουρεύονται. Και στα δύο ακούγεται μπούγιο από πίσω, άλλοι συμμαθητές που γελάνε, αποθεώνουν (στα ελληνικά) κλπ.
Είναι ίσως η πρώτη φορά που νιώθω να είμαι από την άλλη πλευρά του λόφου, από την πλευρά των «μεγάλων», από την πλευρά αυτών που σοκάρονται.
Τα ξαναβλέπω. Υπάρχει μια αθωότητα στο όλο σκηνικό. Παραμένω σοκαρισμένος, αλλά δεν βρίσκω προστυχιά σε αυτό που βλέπω· εκτός ίσως από την προστυχιά της αθωότητας. Tο αντιμετωπίζουν ως παιχνίδι, με μια φυσικότητα που μάλλον είναι πολύ πιο κοντά στην αλήθεια, απ' ότι ο δικός μου σκανδαλισμός. Τι να είναι τόσο σκανδαλώδες τελικά; Ένα κορίτσι γλείφει το πουλί ενός αγοριού. Από την άλλη βέβαια, ό,τι κερδίζεται σε φυσικότητα, μπορεί να χάνεται σε απομάγευση, σε μυστήριο: τα ταμπού πάντα πυροδοτούν την λαγνεία.
Ξαναβλέπω τα βίντεο, κι όσο κι αν το σοκ απλά υποχωρεί χωρίς να με εγκαταλείπει εντελώς, σκέφτομαι ότι είναι προτιμότερο αυτό που παρακολουθώ από εφηβικά χρόνια πήχτρα στα βρεγμένα σλιπάκια, στις ενοχικές ονειρώξεις και το ενοχικό χειρογλύκανο».
Στο εφημεριδάκι τους στη χθεσινή Ελευθεροτυπία, οι Schooligans αντιπαρέθεσαν στην άποψη που είχα διατυπώσει σ' αυτό το ποστ τη δική τους, η οποία, αν διαβαστεί μαζί με τα εξαιρετικά ενδιαφέροντα σχόλια που είχαν γίνει στο προηγούμενο ποστ, δίνει -νομίζω- μια αρκετά σφαιρική εικόνα του ζητήματος:
«Δυστυχώς δεν υπάρχει καμιά αθωότητα στο όλο σκηνικό. Το πρόβλημα, εννοείται, δεν είναι οι πίπες και τα χαμουρέματα. Το πρόβλημα είναι «το μπούγιο από πίσω». Οι συμμαθητές που παρακολουθούν και βιντεοσκοπούν, εν γνώσει των πρωταγωνιστών. Δεν είναι φυσικότητα αυτό. Είναι τσόντα live. Tα παιδιά του 2006 έχουν μεγαλώσει με τα ίδια ταμπού με τα παιδιά του ΄76, του ΄86, του ΄96. Μπορεί να κάνουν σεξ πιο εύκολα, αλλά τα περισσότερα το αντιμετωπίζουν πάντα σαν κάτι πρόστυχο. Το κορίτσι που το κάνει συχνά είναι πάντα η πουτάνα του σχολείου. Το αγόρι ο γαμιάς. Και το «άντε γαμήσου» είναι πάντα βρισιά, ποτέ ευχή.
Απλώς τα παιδιά του 2006 έχουν μεγαλώσει και με Βig Brother και Fame Story. Η κάμερα τα ερεθίζει - ίσως πιο πολύ και από το πουλί που χαϊδεύουν. Είναι το κουτσομπολιό τους, το απαραίτητο συμπλήρωμα στην άδεια τους σχολική ζωή. Επιτέλους το πρωινό στο σχολείο αποκτά και λίγο ενδιαφέρον, λίγη προστυχιά. Μόνο που η προστυχιά βρίσκεται όλη στην κάμερα».

Σάββατο, Ιουνίου 17, 2006

Το Ζήτημα

Ρωτούν την χήρα του Γιώργου:
κι εκείνη απαντά:
κι αναρωτιέμαι αν έχω ξανακούσει πιο πειστικό ορισμό της αγάπης:
το ζήτημα δεν είναι ο δικός μου πόνος, το ζήτημα δεν είμαι εγώ, το ζήτημα δεν είναι τι παίρνω εγώ από τον σύντροφό μου, το ζήτημα είναι ο σύντροφος μου αυτός καθαυτός, αυτός που δεν ζει πια, αυτός που δεν χαίρεται πια,
το ζήτημα δεν είναι πόσο μου λείπει ο Γιώργος,
το ζήτημα είναι που εκείνος έχασε τη ζωή του.
Που εκείνος.
Εκείνος.
Όχι εγώ.
Εκείνος.

Παρασκευή, Ιουνίου 16, 2006

Μου την βάρεσε

Πήρε φόρα και κατέβασε την βιτρίνα του μαγαζιού με τα accessories. Κόπηκε σε διάφορα σημεία, αλλά σηκώθηκε αμέσως και άρχισε να γεμίζει τις τσέπες του με κολιεδάκια, βραχιολάκια, κοκκαλάκια, δαχτυλιδάκια, σκουλαρικάκια. Ο συναγερμός χτυπούσε, κομματάκια γυαλί ήταν καρφωμένα πάνω του κι αυτός έβαζε ό,τι ψευτοκόσμημα μπορούσε μέσα στην μπλούζα του, κι όταν γέμισε κι αυτή μέσα στο σώβρακό του. Mαζευόταν κόσμος. Έτρεξε έξω αλαλάζοντας κι o κόσμος έκανε πανικόβλητος στην άκρη.
Πέντε λεπτά μετά μπήκε στο σπίτι.
Τον είδε κι έβαλε τις φωνές.
Άρχισε να βγάζει τη λεία του και να την πετάει στον καναπέ.
Το αίμα του έσταζε στο πάτωμα, αλλά την διέταξε να καθίσει.
Γονάτισε κι άρχισε να της τα φοράει όλα μαζί, σαν να 'τανε λατέρνα.
«Μα τι σε 'πιασε;», τον ρώτησε τρέμοντας.
«Απλά μου την βάρεσε», της είπε και την φίλησε.

Κροκέτες στα Σκουπίδια

«Όμως τώρα μιλάμε για λογοτεχνία. Κι εκεί δεν βάζω στοίχημα ούτε τζόκερ. Αλλά και δεν κινούμαι πάντα συνειδητά. Κυρίως προορατικά, με τη μυρωδιά, σαν κοπρόσκυλο. Ο συγγραφέας είναι ημίαιμο κοπρόσκυλο, δεν είναι Λουλού. Εγώ ψάχνω για κροκέτες στα σκουπίδια. Σκάει μέσα μου η σημασία, η μυρωδιά και η τρέλα ενός θέματος, χωρίς να ξέρω ακριβώς γιατί. Με χαρμανιάζει. Κινούμαι από τον ενθουσιασμό και την ποίηση μιας σύλληψης - ακόμα και την ποίηση του ζόφου».
Γιώργος Σκαμπαρδώνης, από εδώ.

Πέμπτη, Ιουνίου 15, 2006

H PUMA ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΤΟΝ ΠΑΠΑ

Aν δεν μπορείς να αποφύγεις τον βιασμό, χαλάρωσε κι απόλαυσέ τον. Αφού εστέφθη με αποτυχία η φασίζουσα απόπειρα διακοπής της μεταμεσονύχτιας εκπομπής της ΝΕΤ, χαλαρώνω και συμμετέχω εθελοντικά στη δωρεάν διαφήμιση της PUMA. O Τάκης ο Γκώνιας ένα θώρακα έχει όλον κι όλον και δεν μπορεί το παιδί να φοράει παραπάνω από ένα PUMA ανά εκπομπή. Βλέποντας πάντως δίπλα του χθες τον Πάπα Τσάκαλο, σκέφτηκα ότι είναι καιρός να μπει και η εκκλησία στο παιχνίδι, να κάνει ο Χριστόδουλος μεγάλο ντιλ και να μπουν επιτέλους διαφημίσεις πάνω στα ράσα, τα οποία άλλωστε δεν κάνουν τον παπά.

Τετάρτη, Ιουνίου 14, 2006

Φάντασμα αντί για Πτώμα

Aν βρεθεί το σώμα του παιδιού της θα ησυχάσει. Τι είδους ησυχία θα είναι αυτή όμως; Μια ησυχία νεκρική. Θάβοντας το παιδί της, θα θάψει και τις ελπίδες της. Γιατί να βρεθεί λοιπόν; Γιατί να στερηθεί την ελπίδα της; Γιατί να μην πιστεύει ότι ζει και μεγαλώνει κάπου αλλού; Γιατί να στερηθεί το δικαίωμα να ταιριάζει το πρόσωπό του, με το πέρασμα των χρόνων, σε ξανθούς εφήβους και ξανθούς νεαρούς; Που το γράφει ότι η αλήθεια είναι προτιμότερη από την αυταπάτη; Που το γράφει ότι ένα πτώμα είναι προτιμότερο από ένα φάντασμα;
Ναι, ξέρω· βεβαιότητα, πένθος, κάθαρση· υγιείς ψυχικά καταστάσεις.
Αν όμως το μόνο που της έχει μείνει από το παιδί της είναι η προσδοκία της ανάσας του, ίσως η νοσηρή φενάκη της είναι προτιμότερη από την υγιή αποδοχή του τετελεσμένου.
Δεν πρέπει να κλείνουμε τα μάτια στον θάνατο.
Ίσως όμως ο θάνατος του παιδιού μας μπορεί να λογιστεί ως εξαίρεση στον κανόνα.

Δεν αποφασίζω, γι' αυτό φασίζω.

Όσο και να κράζουμε, όσο και να εκνευριζόμαστε, όσο και να ειρωνευόμαστε, τα Κακά Παιδιά θα συνεχίσουν να πηγαίνουν Goalywood και δεν πρόκειται να πάνε σπίτι τους. Την κατακραυγή μας μόνο εμείς την ακούμε. Κι αν τυχόν φτάσει στο ένα αυτί της ΕΡΤ ή των ίδιων των Κακών Παιδιών, από το άλλο τους αυτί θα βγει. Συνεχίστε λοιπόν να μας προσβάλλετε -με το αζημίωτό σας βέβαια- για ένα μήνα ακόμη. Δεν μπορούμε να επέμβουμε στο πρόγραμμά σας. Δεν μας πέφτει λόγος. Αν δεν μας αρέσει, ας κάνουμε ζάπιγκ ή ας την κλείσουμε. Πού ακούστηκε να διακοπεί μια εκπομπή; Και με ποιό θράσος και με ποιά νομιμοποίηση θα ζητούσαμε κάτι τέτοιο; Δεν θα ήταν φασίζον ένα τέτοιου είδους αίτημα; Θα ήταν. Ζήτω η Δημοκρατία λοιπόν, ζήτω η ΕΡΤ, ζήτω τα Κακά Παιδιά.

Τρίτη, Ιουνίου 13, 2006

Τα σύνορα

«ΟΙ ΠΑΠΑΔΕΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΙ - ΟΛΑ ΤΑ ΔΑΚΤΥΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΙΔΙΑ - ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ - ΓΙΑΥΤΟ Ο ΘΕΟΣ ΘΑ ΚΡΙΝΗ ΚΙ ΟΧΙ ΕΜΕΙΣ».
Το σύνθημα είναι γραμμένο στο αιώνιο ερείπιο του φιξ. Λογικά είναι παλιό, καθώς τα γεγονότα με τους παπάδες είναι περσινά, αλλά τώρα υπέπεσε στην αντίληψή μου. Προσπαθώ να μπω στην θέση του ανθρώπου που το έγραψε. Ενός ανθρώπου που με ένα σπρέι, πιθανότατα κρυμμένο μέσα σε μια πλαστική σακούλα και οπωσδήποτε μέσα στην άγρια νύχτα, φεύγει από το σπίτι του για να πάει στο φιξ. Είναι ένας άνθρωπος που πιστεύει με δύναμη, ένας άνθρωπος βαθύτατα πληγωμένος από τις αποκαλύψεις για τις σεξουαλικές και οικονομικές ατασθαλίες των δεσποτάδων. Ένας άνθρωπος που η πίστη του δεν είναι πάρεργο, δεν είναι αποκούμπι, είναι θεμέλιο της προσωπικότητάς του, μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς του. Ξαφνικά η εκκλησία -η εκκλησία του- αρχίζει και αναδύει μια ανυπόφορη μπόχα. Φήμες που χρόνια άκουγε και μετά βδελυγμίας απέκρουε, τώρα παίρνουν σάρκα και οστά. Νιώθει να τον πνίγει το άδικο. Πρέπει να υπερασπίσει αυτό που αγαπάει. Πρέπει να αποκαταστήσει την αλήθεια για να την βλέπει γραμμένη ο κόσμος. Συγκινημένος ξεκινάει για την αποστολή του, συγκινημένος γράφει το σύνθημά του.
Συγκινούμαι κι εγώ με την σοφή αφέλεια και την αφελή σοφία των λέξεών του, κι αναρωτιέμαι αν ο άνθρωπος αυτός είναι καλοκάγαθος ή απλά καλός, αναρωτιέμαι για τα σύνορα που χωρίζουν την ανοησία απ' την καλοσύνη.

Δευτέρα, Ιουνίου 12, 2006

Με απάθεια


«Για την προσωπική ζωή του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου δεν ξέρουμε πολλά ... Οι δύο μεγάλοι έρωτές του όμως ... είναι γνωστοί: η σύντροφος της ζωής του, η Χερόνιμα Ντε Λας Κουέβας, απεικονίζεται στα έργα του ως Παναγία. Ενώ η προηγούμενη αγαπημένη του, η Βενετσιάνα Φραντσέσκα, εμφανίζεται ως Μαγδαληνή με το στήθος έξω».
Μια φορά κι ένα καιρό, πριν πολλά χρόνια, ο άγνωστος καλλιτέχνης είχε μόλις δώσει ζωή στο τραγούδι του:
Κόκκιν' αχείλι εφίλησε
κι έβαψε το δικό του
κι έβαψε και το μαντήλι που το ‘συρε να το σκουπίσει
κι έβαψαν τα νερά του ποταμού που έπλυνε το μαντήλι
κι έβαψε η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου
κι έβαψαν τα φτερά του αητού που κατέβη να πιει νερό
κι έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο.

Είχε μόλις συνθέσει το τραγούδι του, το οποίο -εν πλήρει αντιθέσει με το όνομά του- έμελλε να μείνει αθάνατο. Οι απόγονοί του θα τραγουδούσαν και θα τραγουδούν με συγκίνηση το δημοτικό αυτό τραγούδι, χωρίς να μάθουν ποτέ ότι στις φλέβες τους κυλά το ίδιο κόκκινο αίμα με αυτό του δημιουργού του «Κόκκιν' Αχείλι».
Ο καλλιτέχνης πήγε και της το τραγούδησε. Στην κοπέλα το κόκκινο αχείλι της οποίας είχε φιλήσει το προηγούμενο βράδυ. Εκείνη συγκινήθηκε και για πρώτη φορά ένιωσε κάτι που συγγένευε μακρινά με έρωτα για αυτόν.
Για πρώτη φορά.
Τον απέκρουε επί μήνες και το προηγούμενο βράδυ είχε υποκύψει και τον είχε αφήσει επιτέλους να την φιλήσει. Εκείνη είχε δεχθεί το φιλί του σχεδόν με απάθεια.
Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής της η κοπέλα με τo κόκκινo χείλος αναρωτιόταν τι θα είχε άραγε συμβεί, αν είχε φιλήσει εκείνον που πράγματι αγαπούσε, εκείνον που την αγαπούσε εξίσου, αλλά ήταν παντρεμένος με μιαν άλλη.
Θα έβαφε και το υπόλοιπο μισό του ήλιου και όλη η πλάση;
΄Η θα ήταν ακόμη ένα φιλί που θα χανόταν στην άγραφη βίβλο των μη τραγουδισμένων ερώτων, όπως θα χανόταν για πάντα το πρόσωπο της Βενετσιάνα Φραντσέσκα, αν δεν είχε γίνει έρωτας σε έναν άνθρωπο που ήξερε πώς να τον απαθανατίσει;
Απαθείς μούσες, ξενιστές του παράσιτου έρωτα.
Ο καλλιτέχνης θα κολλήσει, θα ασθενήσει και θα τον διαιωνίσει.

Κυριακή, Ιουνίου 11, 2006

Τον σκότωνα


Να και μια αλήθεια που δεν έχω καμία απολύτως διάθεση να μεταφράσω σε αμφιβολία: τον σκότωνα. Αλλά επειδή ο φόνος είναι κακό πράγμα, ίσως θα ήταν καλύτερο να πήγαινα εκεί που τραγουδάει και να του πέταγα μια μερίδα σκατά στα μούτρα. Και μετά μια μερίδα σκατά σε αυτούς που του αφιερώνουν εκπομπές στην τηλεόραση. Και μετά άλλη μια μερίδα σκατά στον Ηλία Ψινάκη. Κι άλλη μια σε όσους του δίνουν εκπομπές και ταυτόχρονα πουλάνε εγκυρότητα. Και μετά να φύλαγα την τελευταία μερίδα για τον εαυτό μου, να την πετούσα πάνω μου.
Σιχαίνομαι την αισθητική σας.
Την σιχαίνομαι.

Σάββατο, Ιουνίου 10, 2006

Αναμφίβολα

Σε ένα πολύ ενδιαφέρον ποστ, στο οποίο ο ΑΝemoς υποστηρίζει ότι οφείλουμε να παίρνουμε θέση για όσα συμβαίνουν καθημερινά γύρω μας ειδάλλως μια μέρα θα μας πάρει κι εμάς η μπάλλα, παρατίθεται και η εξής φράση από το βιβλίο «Πόλεμος και Ειρήνη» του καθηγητή κοινωνιολογίας Κωνσταντίνου Τσουκαλά: «το μέλλον έγκειται, στον τρόπο με τον οποίο αντιδρούμε σε αυτό που συμβαίνει, στον τρόπο με τον οποίο μεταφράζουμε την αμφιβολία μας σε αλήθεια. Αν επιθυμούμε να γίνουμε κύριοι του μέλλοντός μας, πρέπει πάντοτε να θέτουμε το ζήτημα του σήμερα».
Καθώς πρόκειται για απόσπασμα, είναι πιθανόν ο Τσουκαλάς να εννοεί κάτι άλλο από αυτό που νομίζω, αλλά ούτως ή άλλως με κέντρισαν τα λόγια αυτά καθαυτά, αποκομμένα από τα συμφραζόμενά τους.
Θέλω λοιπόν να πω, ότι η ιδιοσυγκρασία μου μού υπαγορεύει να μην μεταφράζω την αμφιβολία μου σε αλήθεια, αλλά, αντίθετα, την αλήθεια μου σε αμφιβολία.
Το να αμφιβάλλω είναι σημαντικό τμήμα της δικής μου αλήθειας, αμφιβάλλοντας είμαι πιο αληθινός. Αναμφίβολα.
Ή μήπως όχι;

Πέμπτη, Ιουνίου 08, 2006

Η Υπόσχεση της Μερσεντές

Πριν κάνα δίωρο άκουσα πολύ σαματά και κατέβηκα να δω. Η πορεία κατευθυνόταν προς το Πολυτεχνείο. Ένας νεαρός, με μαντίλι στο πρόσωπο, έσπασε το παρμπρίζ μιας πολυτελούς μερσεντές που ήταν παρκαρισμένη έξω από ένα πολυτελές ξενοδοχείο και μετά της έβαλε φωτιά (που σβήστηκε σχεδόν αμέσως από τους υπαλλήλους του ξενοδοχείου).
Aσκώντας το αναφαίρετο συνταγματικό μου δικαίωμα στην διατύπωση κοινότοπου λόγου (άρθρο 122 παρ. 1ε Σ), έχω να πω ότι η βασική αντίφαση των κοινωνιών μας είναι λίγο πολύ η εξής: από τους δέκα νεαρούς που θα σπάσουν στα νιάτα τους μια μερσεντές, οι εννιά όταν μεγαλώσουν θα κάνουν ό,τι μπορούν για να αποκτήσουν μια άλλη. Από τους εννιά μπορεί να τα καταφέρει ο ένας. Αλλά πάντως οι εννιά θα την ποθήσουν και θα την κυνηγήσουν.
Ο ιδιοκτήτης της μερσεντές δεν είναι κάποιο πρόσωπο ριζικά διαφορετικού ήθους από το νεαρό που την σπάει, είναι απλά μια πιθανή μελλοντική εκδοχή του. Αν μας ενοχλεί η αδικία, μας ενοχλεί μόνο όταν είμαστε νέοι. Μετά, κι ας λέμε ότι μας ενοχλεί η αδικία, εκείνο που πραγματικά μας ενοχλεί είναι να είμαστε από την πλευρά των αδικημένων. Εντάξει, υπάρχουν κι εξαιρέσεις. Λίγες.
Το σύστημα μας αφομοιώνει, γιατί υπόσχεται -και πράγματι υπό προϋποθέσεις παραδίδει- μια μερσεντές για όλους. Ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, θρησκεύματος, ταυτότητας ή πράσινης κάρτας. Κι αν είσαι αρκετά καπάτσος και αρκετά τυχερός, μπορείς να ξεπεράσεις το χάντικαπ της εκκίνησής σου, εκείνο που σε οδηγεί σήμερα να καις μια μερσεντές, ώστε να διαβείς σε τριάντα χρόνια το σαλόνι της αντιπροσωπείας της.
Και δεν θα αλλάξεις ξαφνικά, θα αλλάζεις σιγά σιγά, λίγο λίγο, μέρα με την μέρα. Κι όταν διηγηθείς στον έμπορο αυτοκινήτων τα νεανικά σου παραστρατήματα, ούτε τότε το σύστημα θα θυμώσει, ούτε τότε θα πει «ειδικά εσύ δεν θα πάρεις», γιατί το σύστημα δεν έχει τσίπα, γιατί δεν νοιάζεται για οτιδήποτε άλλο, εκτός από το πόσα λεφτά έχεις εκείνη ακριβώς τη στιγμή στην τσέπη σου. Ο έμπορος θα σου χαμογελάσει λοιπόν. Θα χαμογελάσεις κι εσύ.
«Άλλες εποχές τότε» θα πεις και το πρόσωπό σου θα φωτιστεί στο νοσταλγικό ημίφως.

Οικειότητα

Ήταν ζευγάρι απ΄το γυμνάσιο. Τώρα είναι στα 45 τους με παιδιά στο γυμνάσιο. Ένα βράδυ που της έκανε έρωτα, του πέρασε απ' το μυαλό η αλλόκοτη αίσθηση ότι είχαν με τις δεκαετίες τόσο πολύ δεθεί ο ένας με τον άλλο, τόσο πολύ τριβεί ο ένας με τον άλλο, τόσο πολύ αποερωτευθεί ο ένας τον άλλο, τόσο πολύ αλληλοεξαρτηθεί ο ένας από τον άλλο, τόσο πολύ οικειοποιηθεί ο ένας τον άλλο, τόσο πολύ συνηθίσει ο ένας τον άλλο, ώστε δεν φιλούσε την γυναίκα του αλλά μια συγγενή του.
Του πέρασε απ΄ το μυαλό η αλλόκοτη αίσθηση ότι αιμομικτούσε. Έκτοτε η σεξουαλική τους ζωή αναζωπυρώθηκε για έναν ανεξήγητο σ' εκείνη λόγο.

Γκσδλ΄κ

Έχεις σκεφτεί το ενδεχόμενο οι λέξεις που διαβάζεις αυτήν τη στιγμή να μη σημαίνουν αυτό που νομίζεις; Έχεις σκεφτεί το ενδεχόμενο οι λέξεις που διαβάζεις αυτή τη στιγμή να μη σημαίνουν αυτό που νομίζεις, επειδή ακριβώς δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα και για μένα που τις γράφω; Έχεις σκεφτεί το ενδεχόμενο να μην γράφω, αλλά να πατάω απλώς πλήκτρα, μηχανικά και τυχαία; Και αν τυχόν εσύ κατορθώνεις και βγάζεις ένα νόημα, αυτό να γίνεται μόνο και μόνο επειδή έτυχε να ταιριάξουν τα σύμφωνα δίπλα στα φωνήεντα φτιάχνοντας υπαρκτές λέξεις και μετά να πάτησα συμπτωματικά το space για να χωρίσω τις λέξεις, που για μένα όμως δεν είναι λέξεις, για μένα είναι μια κίνηση των δαχτύλων δίχως νόημα. Δηφ΄ξδφξ οδφξφνν νωησδησαξβδ ιιθθ σ. Σδηνσδηηδ οιριιρο, δηννσ αψβννμ, δξδξ ιοοο, ξηξμωλ. Τι έγινε; Χάθηκες; Μήπως χάθηκες μόνο εσύ και όχι εγώ, που από την αρχή του κειμένου πληκτρολογώ εξίσου ανόητα, εξίσου στην τύχη, χωρίς να έχει αλλάξει τίποτα; Μήπως όλο αυτό που διαβάζεις είναι μια στατιστική πιθανότητα τόσο μικρή που αγγίζει την απιθανότητα (το να σχηματίζονται δηλαδή συμπτωματικά λέξεις, που με τη σειρά τους σχηματίζουν συμπτωματικά προτάσεις με νόημα και ακόμα πιο συμπτωματικά προτάσεις με το συγκεκριμένο νόημα), μια στατιστική πιθανότητα απειροελάχιστη, πάντως θεωρητικά δυνατή;
Κουράστηκαν τα δάχτυλά μου, σταματάω.
Πάλι γέμισα την οθόνη με σύμβολα χωρίς σημασία.

Τρίτη, Ιουνίου 06, 2006

Το μακιγιάζ

Έκλαιγε και το μακιγιάζ της άρχισε να ξεβάφει, και μετά και το δέρμα της άρχισε να ξεβάφει, και το πρόσωπό της άρχισε να σβήνεται, σβήστηκε η μύτη, τα χείλια, το πηγούνι, τα μάτια, τα φρύδια, τα αυτιά, και στη θέση του προσώπου έμεινε μόνο οβάλ σάρκα, σάρκα απρόσωπη.

Ενήλικας κι Ανήλικας

Στην «Ελευθεροτυπία» βλέπουν συνέχεια τηλεόραση φαίνεται, οπότε πείστηκαν ότι πρέπει να γράφουν κι αυτοί «ενήλικας» αντί για «ενήλικος». Δεν ξέρω αν το «ενήλικας» θεωρείται τυπικά σωστό, ξέρω όμως πως είναι ό,τι πιο κακόηχο και αντιαισθητικό. Αλλά αφού το αποενοχοποιήσαμε και αυτό, δεν βλέπω για ποιό λόγο να συνεχίζουμε να λέμε «ανήλικος». Κάτω των 18 ανήλικος και από 18 και πάνω ενήλικας; Ανήλικας λοιπόν κι αυτός. Aνήλικας.

Σκέψεις με αφορμή μια απόδραση

Κι αν φυλακίσουν το κορμί σου, δεν μπορούν να φυλακίσουν την φαντασία σου.
Μέσα στο μυαλό σου δεν μπορεί να μπει κανείς, μέσα στο μυαλό σου αναπνέεις ελεύθερος.
Μπορείς να είσαι παγιδευμένος σ' ένα κελί, σε μια δουλειά, στο στρατό, σε μια οικογενειακή σχέση ή σ' ένα δεσμό, αλλά οι σκέψεις σου είναι αποκλειστικά δικές σου.
Ο νους σου είναι απροσπέλαστος.
Μπορείς να είσαι άγιος ή σατανάς, ψυχούλα ή μνησίκακος, φλεγόμενος ή παγερός, ειλικρινής ή υποκριτής.
Μπορείς και να τα εναλλάσσεις όλα αυτά. Σαν ρόλους ή σαν παιχνίδι.
Ό,τι θες μπορείς να είσαι και ό,τι είσαι το ξέρεις μόνο εσύ.
Σε ρωτούν «Τι σκέφτεσαι;» ακριβώς γιατί δεν μπορούν να ξέρουν.
Μπορούν να σου μιλούν και να χαζεύεις, μπορείς να κάνεις πως παρακολουθείς και να ταξιδεύεις.
Έχεις έναν χώρο στην αποκλειστική σου δικαιοδοσία, ένα δωμάτιο κλειδωμένο για όλους τους υπόλοιπους.
Μπορείς να το έχεις μεσ' την βρώμα ή μεσ' το άζαξ.
Μπορείς πάλι να το διακοσμήσεις ως λιβάδι και μετά να γίνει λιβάδι. Και μετά να γίνει θάλασσα, ουρανός, διάστημα.
Μπορείς να αιωρείσαι στους πλανήτες του την ώρα που βρίσκεσαι σε σύσκεψη ή την ώρα που τρως με την οικογένειά σου.
Μπορείς να σχεδιάζεις αποδράσεις από αέρος την ώρα που είσαι πίσω από σίδερα.
Μπορείς να δραπετεύεις κατακόρυφα από τη φυλακή σου, μπορεί το σώμα σου να είναι μέσα σε ένα ελικόπτερο, ελεύθερο ξανά κι αυτό όσο ελεύθερη ήταν πάντα η φαντασία σου, ελεύθερο επειδή ακολούθησε τα άλματά της.
Μπορείς να ακούς τους έλικες να παίζουν θριαμβευτικά το σάουντρακ της αδρεναλίνης σου, να βλέπεις από ψηλά τη φυλακή ολοένα να μικραίνει, ολοένα και πιο νικημένη, και να νιώθεις ωστόσο στο πετσί σου ότι η σχέση σας είναι σχέση έλξης - άπωσης, καθώς καταλαβαίνεις ότι σύντομα θα την ξαναδείς μεγάλη, σύντομα θα ξαναγυρίσεις στα μικρά κελιά της, επειδή όσο μεγάλη είναι η δύναμη που σε τραβά κάθε φορά μακριά της, άλλο τόσο μεγάλη είναι η δύναμη που σε σπρώχνει κάθε φορά μέσα της.

Δευτέρα, Ιουνίου 05, 2006

Αλκοολικοί Ντριμπλαδόροι

Είμαστε αρκετά εστέτ, ώστε η σκέψη δημιουργίας ενός μουντιαλικού μπλογκ δεν τολμούσε καν να περάσει από τα γκέτο του μυαλού μας. Γιατί άραγε να μοιραζόμαστε τα μουντιαλικά μας σχόλια με το πόπολο; Για να γεμίσουν λεκέδες; Να έλειπε το βύσινο· ήμασταν αυτάρκεις.
Ωστόσο, δυο πολύ πρόσφατες εξελίξεις μάς ανάγκασαν να αναθεωρήσουμε:
1) Στον Θανάση Λάλα ανατέθηκε ειδική εκπομπή στην κρατική τηλεόραση, όπου κάθε βράδυ θα σχολιάζει τα τεκταινόμενα του παγκοσμίου κυπέλλου.
2) Ο Παύλος «Της Αγάπης» Γερακάρης εκλέχθηκε νέος Πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Αθλητικού Τύπου.
Τα γεγονότα αυτά μας ταρακούνησαν: κάτσε, μας παίρνει να συνεχίσουμε τον αυτοθαυμασμό ενώπιον τέτοιου υψώματος του πήχυ; Ποιοί θαρρούμε ότι είμαστε;
- Έχουμε εμείς τις εξιδικευμένες ποδοσφαιρικές γνώσεις ενός Θανάση Λάλα; Το πάθος του, έστω, για το τόπι; Αναρωτηθήκαμε ποτέ εμείς τι θα πει ταλέντο; Αναρωτηθήκαμε ποτέ εμείς αν είναι οι επιλογές ή οι επιρροές αυτές που καθορίζουν περισσότερο τη ζωή ενός ανθρώπου; Κι αν αναρωτηθήκαμε, αναρωτηθήκαμε αρκετά; Με την πρέπουσα επιμονή; Στέλνουμε αγωνιώδη sms και μέιλ στους φίλους μας στις τρεις τη νύχτα, μην τυχόν και έχουν επιτέλους τις απαντήσεις, μην τυχόν και υπάρχει κανένα νεότερο στο θέμα;
- Έχουμε επανεφεύρει εμείς την αγγλική γλώσσα, όπως ο νέος Πρόεδρος, όταν σε συγκλονιστική περιγραφή αγώνος βόλλευ παλαιότερης Ολυμπιάδας αποκαλούσε «Φορτουνί» και «Ιβί» τους Αμερικάνους παίκτες Fortune και Ιvie; Θα είχαμε ποτέ εμείς, αν περιγράφαμε στην τηλεόραση αγώνα μουντιάλ, την αυτοσυγκράτηση να μιλάμε ανά είκοσι δευτερόλεπτα, όπως ο νέος Πρόεδρος; Θα μπορούσε ποτέ η περιγραφή μας να είναι η αντίστοιχη των αργόσυρτων σιωπηρών πλάνων ενός Θόδωρου Αγγελόπουλου (όχι αυτού της Γιάννας, αυτού του Μελισσουργού); Έχουμε αντιστοιχήσει ποτέ περιγραφή Παύλου πάνω σε ταινία του Θόδωρου, ώστε να διαπιστώσουμε μήπως τελικά μερικά πράγματα σε αυτόν τον τόπο δεν γίνονται καθόλου στην τύχη (κι ας νομίζουμε εμείς);
Βάσει των προαναφερθέντων, κι επειδή με Παύλο και Θανάση (by the way -που λέει κι ο Κουλούρης- στο μπάσκετ ο Κόκκαλης κι οι γαύροι πονούν πολλά -πολλά χρόνια τώρα) ο ανταγωνισμός ανέβηκε «up there where we belong», το μπλογκ στήθηκε: http://www.dribblendrink.blogspot.com/
Κάθε τρία σχόλια κερνάμε και σφηνάκια.

Κυριακή, Ιουνίου 04, 2006

Το σκηνικό

Στην οργανωμένη παραλία του κολπίσκου, όταν ο ήλιος κόντευε να δύσει εντελώς, το προσωπικό καθάρισε την ακτή απ΄ τα σκουπίδια, έκλεισε και έδεσε τις ομπρέλες, μάζεψε τις ξαπλώστρες και στο τέλος δίπλωσε προσεκτικά τη θάλασσα και την έβαλε στη θήκη της.
Την επομένη το πρωί, οι ομπρέλες θα ξανανοίξουν, οι ξαπλώστρες θα ξανατοποθετηθούν, η θάλασσα θα βγει από τη θήκη και θα ξανααπλωθεί μπροστά από την καθαρή ακτή. Το σκηνικό θα ξαναστηθεί εξ ολοκλήρου για να υποδεχθεί πανέτοιμο τους νέους πελάτες.

Παρασκευή, Ιουνίου 02, 2006

Περί νοσταλγίας

Ένας φίλος μού προώθησε χθες με μέιλ ένα (αγνώστου πατρός) κείμενο και σκόπευα να το ποστάρω σήμερα. Αν μη τι άλλο οι μπλόγκερς έχουν μερικά κοινά αντανακλαστικά, καθώς διαπίστωσα ότι το ποστάρισε ήδη ο ΑΝemos εδώ. Eπειδή όμως η προσέγγισή του στο θέμα είναι διαφορετική από τη δική μου, το βάζω κι εγώ:
«Αφιερωμένο σε όσους γεννήθηκαν πριν το 1980. H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε. Ήμαστε μια γενιά σε αναμονή: περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας. Έπρεπε να περιμένουμε δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες μεσημεριανό ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να μείνουμε νηστικοί όλο το πρωί για να κοινωνήσουμε. Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή. Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί. Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Κάναμε ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα σε ένα Φιατάκι και δεν υποφέραμε από το «σύνδρομο της τουριστικής θέσης». Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια και μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά. Ανεβαίναμε στα ποδήλατα χωρίς κράνη και προστατευτικά, κάναμε ωτο-στοπ, καβαλάγαμε μοτοσικλέτες χωρίς δίπλωμα. Οι κούνιες ήταν φτιαγμένα από μέταλλο και είχαν κοφτερές γωνίες. Ακόμα και τα παιχνίδια μας ήταν βίαια. Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένα. Παίζαμε «μακριά γαϊδούρα» και κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση. Βγαίναμε από το σπίτι τρέχοντας το πρωί, παίζαμε όλη τη μέρα και δεν γυρνούσαμε στο σπίτι παρά μόνο αφού είχαν ανάψει τα φώτα στους δρόμους. Κανείς δεν μπορούσε να μάς βρει. Τότε δεν υπήρχαν κινητά. Σπάγαμε τα κόκαλα και τα δόντια μας και δεν υπήρχε κανένας νόμος για να τιμωρήσει τους «υπεύθυνους» Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα. Ήταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά και όλα θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά ράμματα. Δεν υπήρχε κάποιος να κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου. Είχαμε καυγάδες και κάναμε καζούρα ο ένας στον άλλος και μάθαμε να το ξεπερνάμε. Τρώγαμε γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ίσως κάποιος από εμάς να ήταν χοντρός και αυτό ήταν όλο. Μοιραζόμασταν μπουκάλια νερό ή αναψυκτικά ή οποιοδήποτε ποτό και κανένας μας δεν έπαθε τίποτα. Καμιά φορά κολλάγαμε ψείρες στο σχολείο και οι μητέρες μας το αντιμετώπιζαν πλένοντάς μας το κεφάλι με ζεστό ξύδι. Δεν είχαμε Playstations, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια, βιντεοταινίες με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε φίλους. Κανονίζαμε να βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα... μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία. Περνούσαμε τη μέρα μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας από ξύλα. Χάσαμε χιλιάδες μπάλες ποδοσφαίρου. Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση, όχι εμφιαλωμένο, και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση. Κυνηγούσαμε σαύρες και πουλιά με αεροβόλα στην εξοχή, παρά το ότι ήμασταν ανήλικοι και δεν υπήρχαν ενήλικοι για να μας επιβλέπουν. Θεέ μου! Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους φωνάζαμε από την πόρτα. Φανταστείτε το! Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στο σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο! Πώς τα καταφέραμε; Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπενα συμβιβαστούν με την απογοήτευση. Κάποιοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη. Δεν υπήρχαν ειδικά τεστ για ναπεράσουν όλοι. Τι φρίκη! Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στην παραλία χωρίς αντηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30 και χωρίς μαθήματα ιστιοπλοΐας, τένις ή γκολφ. Φτιάχναμε όμως φανταστικά κάστρα στην άμμο και ψαρεύαμε με ένα αγκίστρι και μια πετονιά. Ρίχναμε τα κορίτσια κυνηγώντας τα για να τους βάλουμε χέρι, όχι πιάνοντας κουβέντα σε κάποιο chat room και γράφοντας ; ) : D : P Είχαμε ελευθερία, αποτυχία, επιτυχία και υπευθυνότητα και μέσα από όλα αυτά μάθαμε και ωριμάσαμε. Δεν θα πρέπει να μάς παραξενεύει που τα σημερινά παιδιά είναι κακομαθημένα και χαζοχαρούμενα. Αν εσύ είσαι από τους «παλιούς»... συγχαρητήρια! Είχες την τύχη να μεγαλώσεις σαν παιδί...».

Το κείμενο είναι αναμφίβολα πολύ όμορφο. Είναι και συγκινητικό. Επίσης περιέχει αρκετές αλήθειες. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, το κείμενο πάσχει από «οξεία νοσταλγίτιδα». Η ένστασή μου δηλαδή δεν είναι ως προς το περιεχόμενό του, αλλά ως προς την κεντρική ιδέα του: την ωραιοποίηση του παρελθόντος. Δεν είμαι κατά της νοσταλγίας, αρκεί να έχουμε επίγνωση ότι -ούτως ή άλλως και ανεξαρτήτως πραγματικών συνθηκών- η κάθε γενιά θα νοσταλγεί τα παιδικά της χρόνια και τα χρόνια της νιότης της. Το παρελθόν μας μάς προσφέρει πάντα μια ασφάλεια. Όσο μεγαλώνουμε (και οι συνθήκες ενδεχομένως μας ξεπερνούν) αρχίζουμε και συμπεριφερόμαστε φοβικά απέναντι στις νεότερες γενιές και μίζερα σε σχέση με το παρόν. Είναι ενδεικτικό, ότι το κείμενο που έλαβα εγώ μιλά για τους γεννηθέντες πριν το 1980, ενώ το κείμενο που έλαβε ο ΑΝemoς μιλά για τους γεννηθέντες πριν το 1983. Η ημερομηνία μπορεί να είναι λίγο - πολύ πασπαρτού. Και το 2030 είναι πολύ πιθανό να κυκλοφορήσει ένα κείμενο «αφιερωμένο σε όσους γεννήθηκαν πριν το 2005». Τα νοσταλγούμενα περιστατικά θα είναι διαφορετικά, η κεντρική ιδέα όμως η ίδια.

Πέμπτη, Ιουνίου 01, 2006

To Eυαγγέλιο του Νώε

Ανακαλύφθηκε το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νώε, το οποίο, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, είχε παραμείνει επί χιλιετίες κρυμμένο μέσα σε σπήλαιο που βρισκόταν στην έρημο της φαντασίας. Εφόσον αποδειχθεί η γνησιότητά του, αναμένεται να κλονίσει συθέμελα πολλά από τα έως σήμερα αυτονόητά μας. Ενώ το απόκρυφο Ευαγγέλιο περιέχει κατά λέξη χωρία που απαντώνται και στην Παλαιά Διαθήκη (όπως ενδεικτικά τα εξής: «Και είπεν ο Θεός προς τον Νώε, το τέλος πάσης σαρκός ήλθεν ενώπιον μου ... Εγώ δε, ιδού, εγώ επιφέρω τον κατακλυσμόν των υδάτων επί της γης, δια να εξολοθρεύσω πάσαν σάρκα ... παν ό,τι είναι επί της γης, θέλει αποθάνει»), διαφοροποιείται ριζικά ως προς την αντίδραση του Νώε στην εντολή του Θεού. Συγκεκριμένα, ο Νώε εμφανίζεται να ενεργεί ως βασιλικότερος του βασιλέως (και εν προκειμένω ως Θεότερος του Θεού) και να παρακούει την ρητή εντολή για διάσωση ενός ζεύγους από κάθε ζώο. Ο Νώε θεώρησε ότι θα αποτελούσε ιστορικό σφάλμα η διαιώνιση της αθλιότητας της σάρκας, καθώς η σάρκα είχε ήδη δοκιμαστεί, αποτύχει και καταδικασθεί σε κατακλυσμό. Δεν έτρεφε φρούδες ελπίδες ότι η δεύτερη ευκαιρία στη σάρκα θα είχε διαφορετική κατάληξη από την πρώτη. Έτσι στην Κιβωτό του αντί της οικογένειάς του και αντί ενός αρσενικού και ενός θηλυκού από κάθε είδος του ζωϊκού βασιλείου, προτίμησε να τοποθετήσει κείμενα, τραγούδια, ζωγραφιές. Αντί ενός ζεύγους για κάθε ζώο, ένα ζεύγος έργων τέχνης σχετικών με το ζώο αυτό. Το ίδιο έκανε και με την οικογένειά του, το ίδιο και με αυτόν τον ίδιο. Ο Νώς επέλεξε αντί για για τη διαιώνιση της σάρκας τη διαιώνιση του πνεύματος. Αφού συγκέντρωσε ανθρώπους και ζώα έξω από την Κιβωτό, αφού την είχε γεμίσει ασφυκτικά με έργα τέχνης, έκλεισε τις πόρτες της κι έλυσε τις άγκυρές της. Μετά σκότωσε τα τελευταία δείγματα σάρκας στον κόσμο και αυτοκτόνησε. Ο κατακλυσμός άρχισε, η Κιβωτός επέπλευσε και σώθηκαν μόνο όσα υπήρχαν μέσα της. Όλα αυτά τα είχαμε ήδη ανακαλύψει. Το μόνο που δεν είχαμε ανακαλύψει ήταν το έργο τέχνης που αφορούσε τον ίδιο τον Νώε και το οποίο ήταν και το μόνο που δεν προϋπήρχε του κατακλυσμού, καθώς ήταν το τελευταίο κείμενο που έβαλε ο Νώε στην Κιβωτό: το Ευαγγέλιό του.
Διαβάζοντας το συνειδητοποιούμε ότι από τον κατακλυσμό και ύστερα δεν υπάρχουμε στ' αλήθεια, συνειδητοποιούμε την ψευδαίσθηση την οποία βιώναμε χιλιάδες χρόνια τώρα: δεν είμαστε πλάσματα με σάρκα και οστά, δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά θρέμματα ενός πνεύματος, δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά οι κομπάρσοι στο μεγάλο παραμύθι που συνέγραψε ο Νώε. Δεν μας γέννησε καμία ανώτερη δύναμη, αλλά ούτε και καμία φύση. Μας γέννησε ένα κείμενο και αρνούμαστε να βγούμε από αυτό, καθώς πήραμε τον ρόλο μας στα σοβαρά μπερδεύοντας την πραγματικότητα με την μυθοπλασία.