Δευτέρα, Δεκεμβρίου 30, 2013

Η Ανατολή κι η Δύση διαφορές είχαν αγάπη μου

Σκέφτηκα την κοπέλα στην άλλη άκρη της γραμμής. Να ξέρει ότι παραμονιάτικα έχει να κάνει μερικές εκατοντάδες τηλέφωνα και να αντιμετωπίσει τόση πολλή ενόχληση, τόση πολλή παγερότητα, τόσο πολλή αρνητικότητα. Κι αυτή να πρέπει να λέει συνεχώς με την ίδια φωνή το ίδιο τροπάριο, να προσπαθεί να κάνει ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στα πρώτα κύματα αρνητικότητας, μπας και κάποιο αποτέλεσμα βγάλει ή απλά επειδή έτσι είναι υποχρεωμένη να κάνει, μέχρι να της το κλείσουν περίπου -ή και ακριβώς- στα μούτρα. Κι όλη αυτή η είσπραξη στραβώματος να είναι το job description της κι όλη αυτή η πρόκληση ενόχλησης να είναι η δουλειά της. Και να είναι και τυχερή που έχει δουλειά, μαύρη, άσπρη ή μαυρόασπρη, αμειβόμενη, χαρτζηλικώμενη ή απλά γραμμένη στο χιόνι.
Αλλά η πρωτοχρονιάτικη δήλωση του πρωθυπουργού μας είναι μέσα στην αισιοδοξία, οι Λευκές Νύχτες συγκλόνισαν όπως ήταν αναμενόμενο τον Φώτη, απέχουμε φυσικά πολύ ακόμα από την έκσταση που τον είχε καταλάβει τον Νοέμβριο του 99, ωστόσο Δεκέμβρη του 13 είναι καιρός για τις πρώτες δειλές θριαμβολογίες: «Αρχίζει πια η πραγματικότητα να επιβεβαιώνει ή να διαψεύδει όλα τα λόγια που καθένας λέει εύκολα στον αέρα». 
Το τελευταίο κατά πάσα πιθανότητα ποστ της χρονιάς, ας κλείσει λοιπόν με δύο τραγούδια. Ένα που έμαθα πρόσφατα κι ένα που ξαναθυμήθηκα πρόσφατα.
Βye bye Li'l Sebastian
miss you in the saddest fashion



Kαι μετά ας τραγουδήσουμε όλοι μαζί με τα γκάζια της αισιοδοξίας στο φουλ:
Έφυγε άλλος ένας χρόνος, 
που για το καλό επάλεψε, 
με τα μάτια μου τον είδα, 
που σαν έφευγε εδάκρυσε.
~
Όλοι είπανε πως μαύρη, 
ήταν η χρονιά που ζήσαμε, 
γι’ άλλη μια φορά στην Γή μας, 
την ζωή μας δεν βοηθήσαμε.
~
Μα μην σε νοιάζει εσένα για όλα αυτά, 
αυτός ο χρόνος ήταν ο καλύτερος, 
τον χρόνο που μας πέρασε σε γνώρισα, 
κι αυτός ο χρόνος ήταν ο καλύτερος.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 25, 2013

Δέκα για το Δεκατρία

Mετά το δέκα, το έντεκα και το δώδεκα, ήρθε κι η σειρά του δεκατρία να τοπτενοποιηθεί. Οι δέκα ταινίες που είδα στα σινεμά μέσα στο 2013 και αγάπησα περισσότερο απ' τις υπόλοιπες. Όπως πάντα, σε αντίστροφη μέτρηση για το σασπένς.
10) "UPSTREAM COLOR" : Μολονότι η ταινία του Σέιν Καράθ, που προβλήθηκε στις «Νύχτες Πρεμιέρας», έχει και παραέχει πλοκή, προσωπικά δεν κατάφερα να την αποκωδικοποιήσω την ώρα που την έβλεπα. Αλλά ακόμα κι έτσι, ακόμα κι αν δεν ήμουν σίγουρος ότι καταλάβαινα τι ακριβώς σήμαιναν πολλά από αυτά που έβλεπα, είναι ένα έργο τόσο εντελώς συναρπαστικό στυλιστικά, που αφέθηκα να το απολαμβάνω και να μένω με το στόμα ανοιχτό για το πόσο οργιαστικά έχει μονταριστεί, για το πόσο περίτεχνα γυρισμένο και πόσο απίστευτα δομημένο είναι.
9) «ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΤΖΑΣΜΙΝ»: Oκ, είναι η καλύτερη ταινία του Γούντι Άλεν μετά το “Match Point”, αλλά αυτό δεν λέει από μόνο του και τόσα πολλά. Νομίζω πως είναι μια από τις εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις που ένας ηθοποιός παίρνει μια ταινία του Άλεν και την κάνει και δική του, κλέβοντάς του δηλαδή κάτι από την τελική στάμπα. Η Τζάσμιν της Κέτι Μπλάνσετ, αντί να γίνει άλλη μια από τις δεκάδες ηρωίδες και ήρωες του κόσμου του Άλεν, καταφέρνει και αυτονομείται, καταφέρνει και αποκτά τη δική της οντότητα, καταφέρνει να μην απορροφηθεί από το γουντιαλενικό σύμπαν, αλλά να το εμπλουτίσει, να το συγκαθορίσει, να σταθεί μέσα του και να πει κοιτάξτε πόσο διαφορετική είμαι, νιώστε με, αντιπαθήστε με σφόδρα, αγκαλιάστε με πολύ, πονέστε με.
8) «ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ»: Όσο λιγότερα ξέρεις για την υπόθεσή του "Τhe Place Beyond the Pines", της ταινίας που ο Ντέρεκ Σιανφράνς κάνει μετά το "Βlue Valentine", τοσο καλύτερο είναι, όχι επειδή στηρίζεται σε φοβερά και τρομερά μυστικά και μυστήρια, αλλά γιατί σεναριακά έχουμε στροφές που θα ταίριαζαν περισσότερο σε μυθιστόρημα. Δεν παρακολουθούμε μία και μόνη ιστορία, αλλά το πώς η μια ιστορία επηρεάζει την άλλη, το πώς όλα είναι μια σκυτάλη και μια αλληλουχία. Σιινεμά ρωμαλέο, τολμηρό, φιλόδοξο, γεμάτο αυτοπεποίθηση, σινεμά αφηγηματικό, με κεντρικό πρωταγωνιστή όμως όχι ένα μεμονωμένο ήρωα, αλλά την ίδια την αφήγηση. Σε μια στιγμή ακούγεται το "Dancing in the Dark" και εκ των υστέρων σκέφτεσαι πως η ταινία κάνει επιλογές μυθιστορήματος, αλλά θα μπορούσε να είναι κι ένα τραγούδι του Σπρίνγκστιν, είναι όμως τελικά πάνω απ' όλα καλός κινηματογράφος.
7) «ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΚΛΑΒΟΣ»: Πας να το δεις αρνητικά προκατειλημμένος, περιμένοντας μια από τα ακαδημαϊκά - στουντιακά ίδια, και βλέπεις τον Στιβ ΜακΚουίν του "Hunger" και του "Shame" να καταφέρνει να επιβάλλει τη δική του σκηνοθετική ματιά στα ακαδημαϊκά - στουντιακά ίδια, ανανεώνοντάς τα και φρεσκάροντάς τα. Πατάει στο υπόδειγμα και το γενικά παραδεκτό και αναμενόμενο, για να το πάει ένα βήμα πιο κει, ένα βήμα πιο πίσω, ένα βήμα πιο πλάγια και βαθιά.
6) «Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΑΝΤΕΛ»: Δεν ξέρω πόσο «βασάνισε» ο Αμπντελατίφ Κεσίς τους τεχνικούς και τους ηθοποιούς κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας -κι αν τους βασάνισε κακώς τους βασάνισε- αλλά σε κάθε περίπτωση κανείς δεν μπορεί να πει ότι τους βασάνισε χωρίς να αποτυπώσει στο τελικό αποτέλεσμα κάτι διαφορετικό, έντονο και ικανό να χαραχθεί στη μνήμη. Η Αντέλ της Λία Εξαρχόπουλος είναι μια από τις πιο αληθινές κινηματογραφικές παρουσίες των πολλών τελευταίων ετών, είναι περισσότερο αληθινός άνθρωπος παρά κινηματογραφικός ήρωας. Δεν παρακολουθούμε την ιστορία της Αντέλ, δεν υπάρχει καμιά ιδιαίτερα αξιοσημείωτη ιστορία της Αντέλ να παρακολουθήσουμε, παρακολουθούμε τη ζωή της Αντέλ, κεφάλαια από τη ζωή της, νιώθουμε στο πετσί μας την σπαρακτική ένταση με την οποία ήθελε και θέλει ακόμα την Εμα.
[Και τώρα με μια κίνηση έκπληξη, διακόπτουμε τη δεκάδα στην μέση για να παρεμβάλλουμε μια τηλεοπτική στιγμή της χρονιάς, που όμως οι συγκινήσεις που προσέφερε στέκονται επάξια δίπλα στις κινηματογραφικές. "ΟΖΥΜΑΝDIAS": το 14ο επεισόδιο του 5ου κύκλου του "Breaking Bad", ένα από τα καλύτερα επεισόδια στην ιστορία της τηλεόρασης έβερ, μιας σειράς που δικαίως μας έκανε να αναρωτιόμαστε, τι και από ποιόν έχει να ζηλέψει η πολυπλοκότητα του Γουόλτερ Γουάιτ, όπως ο θάνατος μέσα στο 2013 του Τζέιμς Γκαντολφίνι, μας υπενθύμισε ότι είχαμε αναρωτηθεί τι και από ποιόν έχει να ζηλέψει η πολυπλοκότητα του Τόνι Σοπράνο, τι και από ποιόν έχει να ζηλέψει η μεγάλη τηλεόραση]
5) «ΝΟ»: Χιλή, 1988. Ο Αουγκούστο Πινοσέτ προκηρύσσει δημοψήφισμα για την παραμονή του στην εξουσία. Για σχεδόν ένα μήνα παραχωρεί στην αντιπολίτευση τηλεοπτικό δεκαπεντάλεπτο. Μετά από 15 χρόνια πλήρους ελέγχου των ΜΜΕ, δίνεται επιτέλους η ευκαιρία να μιλήσει κανείς δημόσια για τα εγκλήματα του καθεστώτος του. Αυτονόητα λοιπόν, τα πρώτα βίντεο που φτιάχνει η αντιπολίτευση καταγράφουν όσα αποτρόπαια διέπραξε, μιλούν για τους χιλιάδες νεκρούς, εξαφανισμένους, βασανισμένους. Όταν όμως τα δείχνουν στον πρωταγωνιστή της ταινίας του Πάμπλο Λαρέν (έναν νεαρό διαφημιστή τον οποίο έχουν καλέσει να αναλάβει την καμπάνια τους), εκείνος διαφωνεί εντελώς. Δεν μπορούμε να τα πουλήσουμε αυτά, τους εξηγεί. Αν πάμε από αυτόν τον δρόμο θα ενισχύσουμε τον φόβο, με αποτέλεσμα οι ψηφοφόροι να μην πάνε να μας ψηφίσουν. Η καμπάνια δεν πρέπει να στηριχθεί στην τραγωδία των περασμένων χρόνων, αλλά στην ευτυχία των επόμενων. Αν όμως η δημοκρατία δεν μπορεί να κερδίσει στο επίπεδο των ιδεών, αν η δημοκρατία δεν μπορεί να κερδίσει ως αυταξία παρά μόνο ως ένα ακόμη καταναλωτικό αγαθό, ως ένα υποκατάστατο δηλαδή φαντασιωτικής ευτυχίας, αν αν ένας λαός δεν έχει συντριπτική απάντηση στο δίλημμα να μείνει ή να φύγει ένας αιματοβαμμένος δικτάτορας, τότε τι; «Χιλή, η ευτυχία έρχεται» και ο καπιταλισμός παραμένει, προσφέροντας ενίοτε ως δούρειος ίππος τα διαφημιστικά εργαλεία που θα γκρεμίσουν μια καπιταλιστική δικτατορία και θα φέρουν στη θέση της μια καπιταλιστική δημοκρατία.
4) «ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ»: Ταινία μυθοπλασίας μεν, αλλά σαν μεταλλαγμένο ποιητικό ντοκιμαντέρ. Μια απομονωμένη από τον έξω κόσμο κοινότητα στα bayou της Νότιας Λουιζιάνας. Ένα νησάκι που η τύχη του είναι περίπου προδιαγεγραμμένη: θα βουλιάξει στο νερό. Με μια πρώτη συμβατική ματιά του δικού μας κόσμου οι κάτοικοί του ζουν σε άθλιες συνθήκες, με το δικό τους μάτι όμως -και ειδικά με το μάτι του Γουίνκ, του αλκοολικού πατέρα της εξάχρονης Χασπάπι- ζουν στο καλύτερο μέρος της γης. Ο σκηνοθέτης Μπεν Ζάιτλιν παντρεύει το βλέμμα του ποιητή με το βλέμμα του λαογράφου (καθόλου τυχαίο δεν είναι πως οι γονείς του είναι λαογράφοι). Η παρουσίαση αυτού του άγνωστου στα μάτια μας κόσμου είναι μια χειρονομία με αυταξία, είναι, μπορεί να πει κανείς, όχι μόνο μια καλλιτεχνική αλλά και μια πολιτική πράξη. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και ελπιδοφόρα ντεμπούτα του σύγχρονου αμερικάνικου κινηματογράφου.
3) «ΠΙΣΩ ΑΠ' ΤΟΥΣ ΛΟΦΟΥΣ»: Η ταινία αυτή του Κριστιάν Μουντζίου (σκηνοθέτη και του «4 μήνες, 3 βδομάδες, 2 μέρες») είναι ένα ακόμη λαμπρό δείγμα του νέου ρουμανικού κινηματογράφου, που μας πρόσφερε φετος άλλη μια ισχυρή ταινία, την «Oικογενειακή Υπόθεση». Καλόγριες σε επαρχιακό μοναστήρι, δυο γυναίκες και ο Θεός σε ένα ιδιότυπο και ποτέ ρητώς κατονομαζόμενο ερωτικό τρίγωνο: η Βοϊτσίτα έχει βάλει στην καρδιά της πια πρωτίστως τον Θεό, η Αλίνα όμως έχει θέση στην καρδιά της μόνο για την Βοϊτσίτα. Ο έρωτας ως δαιμονισμός, ο έρωτας που πρέπει να εξορκιστεί. Ο Μουντζίου σκηνοθετεί μη σκανδαλωδώς ένα θέμα που σκανδαλίζει, μη σοκαριστικά ένα θέμα που σοκάρει, μη καταγγελτικά ένα θέμα που προσφέρεται για καταγγελία, σκηνοθετεί όχι προσφέροντάς μας καλούς και κακούς, όχι προσφέροντάς μας σκοτάδι εναντίον φωτός, αλλά σαν να πρόκειται για αρχαία τραγωδία: ένα έργο όπου η κάθε πλευρά έχει το δικό της δίκιο και το δικό της νόμο. Και όλα αυτά με μια αναμφίβολη προσωπική αισθητική σφραγίδα, με στιβαρότητα, λιτότητα, καθαρότητα, διαπεραστικότητα.
 
2) «DJANGO, Ο ΤΙΜΩΡΟΣ»: Ο Κουέντιν Ταραντίνο έχει βαλθεί να εκδικηθεί τα μεγάλα ιστορικά εγκλήματα. Έτσι, αφού στους «Άδοξους Μπάσταρδους» οι Εβραίοι εξοντώνουν την ναζιστική ηγεσία, στον Ντζάνγκο ένας μαύρος εκδικείται δουλοκτήτες. Τα μεγάλα ιστορικά θύματα αλλάζουν ρόλο, παύουν να είναι παθητικοί δέκτες των φρικαλεοτήτων, ενεργοποιούνται και αποδίδουν δικαιοσύνη. Ένα σινεμά που αποκαθιστά ιστορικές αδικίες, ένα σινεμά εκδικητής. Η ευφορία που προκαλεί το σινεμά του Ταραντίνο είναι αξεπέραστη, τα σενάριά του και οι διάλογοί του απλά δεν υπάρχουν, μεγάλοι ρόλοι, μεγάλες σκηνές, είναι ένας πάρα πολύ μεγάλος ταινιοποιός, όχι επειδή είναι βαθύς αλλά επειδή είναι ιδιοφυής, στα όρια του αυτιστικού κινηματογραφικού savant. Ο Ταραντίνο δεν ενδιαφέρεται να μας πει κάτι για την Ιστορία. Ενδιαφέρεται να κάνει σινεμά, εντελώς κουλ τμήμα του οποίου είναι το να τιμωρηθούν οι μεγάλοι ιστορικοί κακοί. Το σινεμά του Ταραντίνο είναι η απόλαυση η ίδια.
1) «Η ΤΕΛΕΙΑ ΟΜΟΡΦΙΑ»: Μια πόλη κι ένας άνθρωπος. Ο εξηνταπεντάχρονος Τζεπ Γκαμπαρντέλα ήταν καμωμένος για τα ωραία κι μεγάλα έργα και η δίκαιη του τύχη δεν του αρνήθηκε ούτε ενθάρρυνση ούτε επιτυχία. Σε πολύ νεαρή ηλικία γράφει ένα μυθιστόρημα που κάνει αίσθηση. Αλλα ευτελείς συνήθειες και μικροπρέπειες και μεγαλομανίες και αδιαφορίες και μια πληγωμένη απ' τον έρωτα καρδιά, τον κάνουν να φύγει οδοιπόρος για τα δικά του Σούσα, την Ρώμη. Μπαίνει στην αυλή όλων των κοσμικών κύκλων και γίνεται ο πάπας τους. Του προσφέρουν σατραπείες και τέτοια. Και αυτός τα δέχεται με απελπισία και αγαλλίαση μαζί. Γιατί αυτά τα πράγματα δεν είναι ότι δεν τα θέλει. Τα θέλει και τα παραθέλει. Αλλά ταυτόχρονα η ψυχή του ζητεί και ψάχνει και την τέλεια ομορφιά. Αυτή που θα τη βρεί στη Σατραπεία; Η πεντάμορφη ταινία του Πάολο Σορεντίνο παρουσιάζει σχεδόν φελινικά, σχεδόν αριστουργηματικά, τη ζωή που κάμει ο ήρωας του, ο υποβλητικός Τόνι Σερβίλο, μέσα στη σατράπικη κενότητα της κοσμικής καλοπέρασης. Ο Τζεπ ξαναρχίζει να γράφει όμως. Ίσως φυλάει για το τέλος ένα ακόμη ωραίο και μεγάλο έργο· ένα στην αρχή - ένα στο τέλος και στις ενδιάμεσες δεκαετίες ένα ατέλειωτο πάρτι.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2013

Σκηνοθετώντας το αληθινό


Μικρός πιστεύεις στα παραμύθια. Μεγαλώνοντας στις ταινίες.
Μικρός πιστεύεις στο αληθινά αληθινό. Μεγαλώνοντας στην σκηνοθεσία του αληθινού.
Μικρός πιστεύεις πως τα πράγματα είναι έτσι ή αλλιώς. Μεγαλώνοντας πως ακριβώς επειδή είναι πάντα και έτσι και αλλιώς, κάποια στιγμή πρέπει να αποφασίσεις να στείλεις το αλλιώς στο διάολο και να επιλέξεις το έτσι.
Είναι η επιλογή του έτσι ως αληθινού που το καθιστά αληθινό. Υπάρχουν δισεκατομμύρια δυνητικές αληθινές αλήθειες, αλλά αυτό από μόνο του δεν λέει τίποτα.
Εσύ, και μόνο εσύ, είσαι αυτός που θα πεις πως η δική μου αλήθεια θα είναι η συγκεκριμένη σταγόνα πιθανότητας στον ωκεανό, πως αυτή τη σταγόνα επιλέγω ως αντιπροσωπευτική μου, πως αυτή τη σταγόνα επιλέγω να στάξω πάνω στο πρόσωπό μου για να το πλύνει από τα αλλιώς, αυτή τη σταγόνα επιλέγω να βάλω στο μάτι μου, όχι για να τη χύσω ως δάκρυ, αλλά για να αναμιχθεί με τα δάκρυα που δεν χύθηκαν ποτέ και να τα παρηγορήσει για την μη πραγμάτωσή τους, την καταπίεσή τους, την αναίρεση της φύσης τους, εξηγώντας τους πως είναι πια ελεύθερα να φύγουν από κει και πως ποτέ δεν είναι αργά για απολύτως τίποτα, γιατί αυτή είναι η αλήθεια και μόνο η αλήθεια, όχι η αληθινή, αλλά εκείνη που αποτελεί προϊόν σκηνοθεσίας κι επιλογής.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 20, 2013

Somewhere in the course of eternal justice

Συνολικά για την ταινία μπορείς να δεις εδώ, αλλά τώρα θέλω να μιλήσω για μια συγκεκριμένη σκηνή της. Mαστιγώνει λοιπόν αλύπητα ο δουλοκτήτης τη δούλα και γυρνάει ο άλλος και του φωνάζει ότι, αργά ή γρήγορα, κάπου στην πορεία της αιώνιας δικαιοσύνης θα λογοδοτήσει για αυτήν του την αμαρτία. Και είναι πραγματικά ανυπόφορο να μην έχεις το αποκούμπι της θρησκευτικής πίστης. Γιατί ο πιστός έχει τουλάχιστον να λέει αυτό: πως η αδικία και η βαρβαρότητα δεν θα μείνουν ατιμώρητες. Ο μη πιστός πώς την παλεύει αυτή τη γνώση της ατιμωρησίας; Πώς γίνεται να ζούμε σε έναν κόσμο χωρίς αιώνια δικαιοσύνη; Τι μπορεί να υποκαταστήσει αυτό το βάλσαμο του νου; Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς της ανθρώπινης δικαιοσύνης; Ο αγώνας για έναν λιγότερο βάρβαρο κόσμο; Ακόμα κι έτσι τι γίνεται με τα καθάρματα που μαστιγώνουν αλύπητα είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά; Τι γίνεται με αυτούς τους αληθινούς θριαμβευτές της ζωής που θα γεράσουν κυριαρχώντας και θα πεθάνουν από βαθιά γεράματα, ολότελα ατιμώρητοι, πιθανότατα και δοξολογούμενοι και αποθεωνόμενοι; Πόσο σκανδαλώδης είναι ένας κόσμος χωρίς Θεό, χωρίς ξεκαθάρισμα λογαριασμών μετά, χωρίς μεταφυσικό εφετείο; Είναι τελικά ένας κόσμος που παρότι κάθε άνθρωπος έχει εγγεγραμμένες μέσα του τις έννοιες του καλού και του κακού, το κακό όχι μόνο εμφιλοχωρεί εδώ κι εκεί, αλλά κρατά για πάρτη του τεράστια κομμάτια της ζωής μέσα στις κοινωνίες. Αν τουλάχιστον δεν μας ένοιαζε, αν τουλάχιστον καλό και κακό δεν σήμαιναν τίποτα το φοβερό, αν τουλάχιστον ήμασταν εκ φύσεως κυνικοί. Όχι όμως: και το κακό να σημαίνει κακό, και να μην πιστεύεις πως η κυριαρχία του είναι προσωρινή και πως όλα θα φτιάξουν σε κάποια άλλη ζωή, διαφορετική από αυτήν που ζεις τώρα.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 17, 2013

Πέραν και της απώθησης

«Στον Μπαμπά
που δεν πρόλαβε να το τελειώσει».
Αυτές είναι οι πρώτες λέξεις που διαβάζει κανείς ανοίγοντας το μυθιστόρημα του Τζόναθαν Κόου «Εxpo 58». Μετά διαβάζω τις πρώτες σελίδες, πολύ ενδιαφέρουσες. Ολοκληρώνω τη φυσική μου ανάγκη, τέρμα του ενδιαφέροντος, αφήνω και το βιβλίο. Θα επιστρέψω πιθανώς στις σελίδες του την επόμενη φορά που θα υπακούσω στο κέλευσμα της μητέρας φύσης. Στο 'χω ξαναπεί, εδώ και πολύ καιρό δυσκολεύομαι να διαβάσω οπουδήποτε αλλού. Γιατί είναι τόσο ταμπού να μιλά κανείς για αυτή την ανάγκη; Ίσως δεν είναι ταμπού, ίσως είναι απλώς θέμα καλαισθησίας. Αλλά μπα, ταμπού είναι τελικά. Δεν είναι σοβαρό να συζητά κανείς για αυτά τα θέματα. Γι' αυτό και ό,τι αναφορά γίνεται στο θέμα είναι βασικά σε επίπεδο ανεκδοτολογικό. Το σεξ δεν υπήρξε ποτέ στα αλήθεια ταμπού. Το σεξ δεν μπόρεσε ποτέ να εξοριστεί στα αλήθεια από το μυαλό των ανθρώπων. Είτε το συζητούσαν ευθέως είτε όχι, πάντως υπήρχε εκεί ως κάτι σημαντικό, ως κάτι άξιο λόγου ή λογοκρισίας· το ίδιο είναι τελικά. Αλλά θεμελιώδεις τρόποι λειτουργίας του πρότζεκτ «άνθρωπος», εκ των ων ουκ άνευ κυριολεκτικά τρόποι λειτουργίας του, όπως ο ύπνος, για τον οποίο λέγαμε δυο ποστ πιο κάτω, ή η αφόδευση, αυτοί ναι, αυτοί είναι τα αυθεντικότερα ταμπού, αυτοί είναι που το μυαλό τους βγάζει εκτός θέματος, που το μυαλό τους κρίνει ως ανάξιους σοβαρού λόγου ή λογοκρισίας. Τι θανάσιμο αμάρτημα έχει υπάρξει διαχρονικά το σεξ, τι βαβούρα ενοχική έχει συσσωρεύσει, πόσο αστεία και ασήμαντη και χαχαχού και χαμηλού βεληνεκούς η ενοχή για τη βρώμα που παράγει το ανθρώπινο σώμα, για τη βρώμα που εμείς οι ίδιοι καθημερινά βγάζουμε.
Στον Μπαμπά λοιπόν
που δεν πρόλαβε να το τελειώσει,
πάει να πει πως ο πατέρας του Τζόναθαν Κόου δεν κατόρθωσε να αναβάλει για λίγο ακόμα το θάνατό του για να του πει ο γιος του μια ακόμη ιστορία, οι ιστορίες θα διαρκούν πάντα περισσότερο από τις ζωές, γκουγκλάρω λίγο και βλέπω πως ζήτησαν από τον Κόου να γράψει για το θάνατο της Θάτσερ κι αυτός έγραψε για το θάνατο του πατέρα του, ή μάλλον για τον θάνατο γενικά, γιατί τι άλλο υπάρχει να μας εξισώνει όλους, διασήμους και άσημους μπαμπάδες διασήμων, εκτός από τον θάνατο ή τον ύπνο ή τον σεξ ή το χέσιμο, εκτός από μερικές βασικές ακλόνητες παραμέτρους της ανθρώπινης κατάστασης, συζητημένες, απωθημένες ή πέραν ακόμη και αυτής της ίδιας της απώθησης;

Σάββατο, Δεκεμβρίου 14, 2013

Το παράδοξο της εξάρτησης από τις λέξεις

Kαθόσουν και μου έλεγες πως πρέπει να εγγράψουμε την υπόθεση στο πινάκιο κι εγώ καθόμουν και σου έλεγα για το παράδοξο του Πινόκιο: αν ο Πινόκιο πει «η μύτη μου μεγαλώνει τώρα» και λέει αλήθεια, τότε η μύτη του δεν θα μεγαλώνει πια, ακριβώς επειδή είπε την αλήθεια, αλλά αφού δεν μεγαλώνει τώρα, τότε ο Πινόκιο έχει πει ψέμματα πως η μύτη του μεγαλώνει τώρα, άρα να τη που μεγαλώνει πάλι τώρα, που σημαίνει ότι ο Πινόκιο έχει πει την αλήθεια, άρα θα σταματήσει πάλι να μεγαλώνει, εντ σόου ον, εντ σόου ον, σόου μαστ γκόου ον, το σόου του μεγαλώματοςμημεγαλώματος της μύτης, ενός οργάνου στην κυριολεξία εκτός ελέγχου πλέον, καθώς αρκεί αυτός που το φέρει να κάνει δήλωση για το μεγάλωμά του για να το βραχυκυκλώσει, για να μην ξέρει τι να κάνει, ποιά η αλήθεια, ποιό το ψέμμα, ποια η χρυσή μεταξύ τους τομή, ώστε να κανονίσει κι αυτό την πορεία του, είτε προς το μεγάλωμα είτε προς το μη. 
Αποφασίσαμε τότε να εγγράψουμε την υπόθεση στον πινόκιο, να συζητηθεί μετά τις αναβολές και πριν τις πρωτοείσακτες, στο κομμάτι εκείνο της μύτης του που μια μεγάλωνε και μια υποχωρούσε, στο κομμάτι δηλαδή εκείνο μιας ύλης που μια υπήρχε και μια όχι, στο κομμάτι δηλαδή εκείνο ενός σώματος που αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, στο κομμάτι δηλαδή εκείνο μιας πραγματικότητας που εξαρτιόταν κυριαρχικά από λίγες λέξεις,
κι ως γνωστόν ό,τι εξαρτιέται από λίγες λέξεις δεν μπορεί παρά να είναι
αληθινό και ψεύτικο
ταυτόχρονα.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 13, 2013

Με το ίδιο θράσος

Με το ίδιο θράσος που η πραγματικότητα του ξύπνιου ισχυρίζεται πως η πραγματικότητα του ύπνου δεν είναι η πραγματική, το ξεμέθυστο κεφάλι ισχυρίζεται πως είναι περισσότερο διαυγές από το μεθυσμένο. Η αλήθεια του ονείρου όμως και η διαύγεια του μεθυσιού βρίσκονται ακριβώς στο χώρο εκείνο που οι ισχυρισμοί είναι ανίσχυροι. Ας ισχυρίζονται οι ξεμέθυστοι ξύπνιοι, ας ισχυρίζονται εμμονικά, ας ισχυρίζονται ό,τι δεν μπορούν να τεκμηριώσουν, ας κρατιούνται απεγνωσμένα από αξιώματα, από αξιώματα που δεν έχουν καν την αξιοπρέπεια του «έστω». Πραγματικότητα που δεν μπορεί να κρατηθεί στη θέση της χωρίς κάθε βράδυ να κλείσεις τα μάτια σου και να πας αλλού, είναι μια πραγματικότητα εξ ορισμού φαιδρή. Πραγματικότητα που δεν μπορεί να μη νιώσει τα γόνατά της να λυγίζουν όταν πιεις λίγο παραπάνω, είναι μια πραγματικότητα εξ ορισμού ελλιπής.
Με το ίδιο θράσος που περισπούδαστα τα ανάγουμε όλα στο δίπολο ζωή - θάνατος, προσποιούμενοι ότι ο ύπνος δεν μεσολάβησε στο μεταξύ, προσποιούμενοι ότι αυτό που λέγαμε ζωή δεν ήταν σε σημαντικό ποσοστό του ύπνος και κατέβασμα των διακοπτών της ανθρώπινης μηχανής και φυγή, με την ίδια πνευματική νωθρότητα που δεν αναρωτιόμαστε ποτέ αν υπάρχει μετά θάνατον ύπνος, δεν αναρωτιόμαστε και ποτέ αν υπάρχει μετά θάνατον μεθύσι, αν το μετά θάνατον μυαλό μπορεί ακόμη να γλυκαθεί από το αλκοόλ και να πάρει την μετά θάνατον πραγματικότητα πολύ πιο χαλαρά από την επικοινωνούμενη παγερή της βαρύτητα.
Αυτά είχα να σου πω απόψε, ήπια τρία ουίσκι κόλα κι είπα να σου μεταφέρω το φίλινγκ, αλλά βλέπεις έφαγα στο μεταξύ, και τμήμα του φίλινγκ ξενέρωσε κι έφυγε, οπότε ό,τι απομένει σ' αυτές τις λέξεις είναι ήδη κάτι φευγάτο, πίνω και μεθώ κι όλα καλά 'Αννα - Μισέλ μου, μην με ξεσυνερίζεσαι που λέω καμιά κουβέντα παραπάνω, δεν εξαιρώ τον εαυτό μου από τίποτα, θέλω να φορτώσω με ενοχή τους πάντες και τα πάντα, θέλω να σαμποτάρω ακόμη και τα ίδια μου τα ποστ, θέλω να μην αφήσω αμόλυντο ακόμη κι ό,τι γράφω και νομίζω όμορφο, θέλω να χαλάω αυτόματα ό,τι μέσα μου θεωρώ δυνατό, αλλά δεν θα σου απολογηθώ και για τις ενοχές μου, δεν θα νιώσω ένοχος και για αυτές, παράτα μας Άννα - Μισέλ, έτσι ξέρω να γράφω κι έτσι θα γράφω, και τι είδος γραφής είναι αυτό πάλι δεν περιμένω εσένα να με ταξινομήσεις, εσύ ασχολήσου με την εξουσία σου, εγώ θα ασχοληθώ με την ουσία μου.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 11, 2013

Ύφος και ουσία

Άνδρος, από τα τέλη δεκαετίας του '20 έως αυτά της δεκαετίας του '40. Τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και σε καιρό πολέμου, οι άντρες λείπουν στη θάλασσα ή σε λιμάνια στην άλλη άκρη της γης, συχνά φεύγουν και δεν επιστρέφει στον τόπο τους ούτε το κουφάρι τους. Γυναίκα καπετάνιου χτίζει διώροφο σπίτι για τις κόρες της, με τα εμβάσματα που εκείνος της στέλνει τακτικότατα, όντας όμως ο ίδιος αδικαιολόγητα απών, χωρίς να γυρνά έστω και για λίγο, έστω και μέχρι το επόμενο ταξίδι. «Δε θα αδικήσω καμιά σας», λέει η μάνα στις κόρες. Ένας όροφος στην καθεμία, όλα κομμένα στα δύο μέχρι τελευταίας δεκάρας. Το μέλλον πρέπει να εξασφαλιστεί με τον καλύτερο τρόπο. Και αφού χτίστηκε το σπίτι, ήρθε η ώρα και των γαμπρών. Και όπως από καταβολής λογοτεχνίας γνωρίζουμε, ο έρωτας και τα συναισθήματα των νέων ανθρώπων κατατροπώνονται μπροστά στον πραγματισμό των γονέων· μπροστά στον πραγματισμό της μάνας εν προκειμένω, που είναι εξ αντικειμένου η μόνη κουμανταδόρος του σπιτιού. Έτσι, όταν νεαρός υποπλοίαρχος στέλνει το θείο του να ζητήσει για λογαριασμό του το χέρι της μεγάλης της κόρης, της Όρσας, με την οποία έχουν σφοδρά ερωτευθεί πριν φύγει ταξίδι, η μάνα αρνείται και την παντρεύει με καπετάνιο. Εκείνη τσινάει λίγο, αλλά -τι να κάνει;- υποτάσσεται. Το πρόβλημα με τον πραγματισμό της μάνας είναι πως ήταν και κακοϋπολογισμένος. Αν είχε λίγο υπομονή, θα έβλεπε ότι το άλογο του υποπλοίαρχου δεν ήταν κουτσό και πως άξιζε να ποντάρει πάνω του. Και έτσι μετά ο υποπλοίαρχος γίνεται καπετάνιος ο ίδιος και ζητά το χέρι της -ανίδεης για το παρελθόν και τη σχέση του με τη μεγάλη- μικρής κόρης, της Μόσχας. Και η μάνα το δίνει, ποιος ξέρει γιατί, ίσως από την αλαζονική μέθη του πραγματισμού που ήδη νίκησε μία φορά το συναίσθημα, ίσως γιατί τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τη μικροαστική καύλα του να έχεις τους τρεις καπετάνιους του νησιού μέσα στην ίδια οικογένεια. Για τι άλλο ζούμε όλοι μας, αν όχι για ένα στάτους και μια υπεροχή επί των ομολόγων μας; Αρχίζουν να ζουν στο διώροφο όλοι μαζί. Ή μάλλον όχι όλοι μαζί. Γιατί, όπως είπαμε, οι άντρες είναι βασικά απόντες. «Παντρευτήκαμε τις φωτογραφίες τους», λένε οι γυναίκες στις παρέες τους. «Πάμε να ζήσουμε στο δικό μου σπίτι», λέει ο άντρας της μεγάλης κόρης, «μόνοι μας». «Όχι μόνοι μας, μόνη μου», του απαντάει η μεγάλη. Περαστικά φαντάσματα οι άντρες, έρχονται, σπέρνουν νέους καρπούς στις κοιλιές των γυναικών τους και ξαναφεύγουν από αυτό το γυναικόνησο με τη γυναικοκοινωνία. 
Με πάνω από 60.000 θεατές κατά το πρώτο τετραήμερο της προβολής της, η «Mικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη, σε σενάριο της Ιωάννας Καρυστιάνη πάνω στο ομώνυμο μυθιστόρημά της, είναι μια ταινία για το πλατύ κοινό, όχι με την κακή έννοια του όρου, αλλά όχι και με την εντελώς ανεπίληπτη. Ο Βούλγαρης φτιάχνει ένα έργο λαϊκό και προσβάσιμο. Κάνει μια σεβαστή επιλογή, την υποστηρίζει, δικαιώνεται από την αποδοχή και τον αντίκτυπο, κάνει μια απόλυτα τίμια ταινία, μια ταινία που δεν προσποιείται κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι και δεν κοροϊδεύει κανέναν. Αυτό που έχει στο μυαλό του το παραδίδει, απλά αυτό που παραδίδει θα μπορούσε να είναι 4 σαραντάλεπτα επεισόδια αξιοπρεπέστατης τηλεόρασης. Από το θεατή δεν έχει καμία απαίτηση, έχει μια ιστορία να αφηγηθεί και του την αφηγείται, προσφέροντάς του όλα στο πιάτο. Ενίοτε χάνεται το μέτρο, ακόμα και σε αυτήν την προσφορά. Δύο περιπτώσεις που έρχονται στο μυαλό: Η πρώτη όταν ο μπαμπάς καπετάνιος που έχει επιτέλους επιστρέψει στην Άνδρο, κατηγορεί τη γυναίκα του για το πώς συμπεριφέρθηκε: «Τι γυναίκα είσαι εσύ; Τι μάνα είσαι εσύ;» και διάφορα τέτοια. Ακολουθεί μια μικρή παύση που δίνει στο θεατή το χρόνο να πει από μέσα του, γύρνα τώρα να του απαντήσεις: «Εγώ τι μάνα είμαι; Σε μένα το λες αυτό;». Και πράγματι γυρνάει και του λέει ακριβώς αυτό, γυρνάει και του λέει ακριβώς αυτό που περιμένεις να του πει, με τον τρόπο που περιμένεις να το πει, κι ο θεατής είναι ευτυχισμένος από τη δικαίωση που νιώθει, που τα λέει μαζί της, που η ηρωίδα λειτουργεί σαν εγγαστρίμυθος των προσδοκιών του. Εδώ δηλαδή η ταινία κατεβαίνει ένα σκαλί πιο κάτω, όχι απλά προσφέροντας στο θεατή εικόνες και καταστάσεις οικείες, εικόνες και καταστάσεις που δε θα τον ξαφνιάσουν, όχι μόνο μην όντας πιο μπροστά από το θεατή, αλλά όντας πίσω του, ακολουθώντας τον και κολακεύοντάς τον. Η δεύτερη σκηνή είναι όταν ένας από τους πρωταγωνιστές βλέπει έναν άλλο μετά από χρόνια και ο ένας έχει γεράσει απότομα. Πρώτα έχουμε την εικόνα -η οποία από μόνη της λόγω υπερβολικού μακιγιάζ είναι οριακή- και μετά τη μικρή παύση όπου ο ήρωας έχει δει μαζί μας το μακιγιάζ στον άλλο ήρωα ακολουθεί η ατάκα «Μα πως έγινες έτσι;», που μετατρέπει τη σκηνή από βαθιά δραματική σε αθέλητα αστεία. 
Η «Μικρά Αγγλία» έχει όμως επίσης μια σκηνή που όχι μόνο αποτελεί το κέντρο βάρους της, αλλά δεν είναι και υπερβολή να την πεις συγκλονιστική. Πρόκειται για μια σκηνή που από από μόνη της αρκεί για να δικαιώσει την ταινία, μια σκηνή που δίνει στην ταινία πανίσχυρο λόγο ύπαρξης. Ακόμη κι αν απορρίψεις ένα σωρό άλλα πράγματα στο έργο, η σκηνή και όσα κουβαλά μαζί της μένει μέσα σου. Από την άλλη, θα μπορούσε ίσως να έχει δομηθεί μια ταινία που η συγκεκριμένη σκηνή δε θα ήταν η μύγα μέσα στο γάλα, αλλά θα αποτελούσε την κορύφωση ενός ταιριαστού με αυτή αισθητικού συνόλου. Πολλοί λένε ότι η ταινία θα μπορούσε να είναι είκοσι λεπτά μικρότερη. Νομίζω ότι θα μπορούσε και μία ώρα μικρότερη και παραπάνω από μία ώρα μικρότερη, προκειμένου να έχει άλλο ρυθμό, άλλη στόχευση, άλλο τρόπο, άλλη επικέντρωση. 
Και μετά τη «Μικρά Αγγλία» βλέπεις το εκθειασμένο από κριτικές παγκοσμίως «Behind the Candelabra» του Στίβεν Σόντερμπεργκ για να δεις υποτίθεται το αντίθετο, για να δεις αντί για κινηματογράφο που θα μπορούσε να είναι τηλεόραση, τηλεόραση (το γύρισε για το HBO) που είναι κινηματογράφος, αλλά η σύγκριση λειτουργεί καταλυτικά υπέρ της ταινίας του Βούλγαρη. Ό,τι κι αν καταλογίσεις στη «Μικρά Αγγλία» είναι μια ταινία που έχει κάτι να πει. Μολονότι το σενάριο του «Behind the Candelabra» είναι του πολύ Richard La Gravenese (του Fisher King και πολλών άλλων), βλέπουμε επί δύο ώρες την απόλυτη μπαναλιτέ. Προσπαθείς να βγάλεις λίγη ουσία από αυτό το πράγμα και αδυνατείς. Η αναπαράσταση για την αναπαράσταση, να 'χαμε να λέγαμε για τον Μάικλ Ντάγκλας μεταμορφωμένο σε Λιμπεράτσε και τον Ματ Ντέιμον στον πολλές δεκαετίες νεότερο εραστή του. Ο Σόντερμπεργκ έχει δηλώσει ότι θα αποσυρθεί από τη σκηνοθεσία και πως αυτή ήταν η τελευταία του δουλειά. Είναι βέβαια πολύ νέος και θα είναι όντως κρίμα να μην αναθεωρήσει. Αν βάλει να ξαναδεί όμως κανείς σήμερα την πρώτη του ταινία, το «Σεξ, ψέμματα και βιντεοκασέτες», θα δει ένα σινεμά που μπορεί ο Σόντερμπεργκ να μην είχε βρει ακόμα την ιδιαίτερη γλώσσα του και την προσωπική σκηνοθετική του σφραγία, αλλά θα δει και ένα σινεμά απόλυτα καίριο. Ο Σόντερμπεργκ μολονότι σκηνοθέτησε πάρα πολλές ταινίες, στην πορεία επικέντρωσε πάρα πολύ στο ύφος και η ουσία του διέφευγε ολοένα και περισσότερο. Η αναπαράσταση βλάπτει σοβαρά την ουσία όταν η αναπαράσταση γίνεται όλη η ουσία, κι από την μπανάλ ιστορία του Λιμπεράτσε και του φίλου του, χίλιες φορές η ιστορία της Όρσας και της Μόσχας.  
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 09, 2013

Εικόνες


Βλέπω την Άννα - Μισέλ τώρα στον Χατζηνικολάου και μέσα σε ένα λεπτό έχει χρησιμοποιήσει πέντε - έξι φορές την λέξη «εικόνες» για να περιγράψει τα όσα άσχημα αποτελέσματα έχει φέρει η κρίση στην κοινωνία. Λέει δηλαδή ότι τις δυσάρεστες αυτές εικόνες κανείς δεν τις θέλει, ούτε η ΝΔ τις θέλει, ούτε η ίδια τις γουστάρει ούτε κανένα άλλο στέλεχος, και ότι εν πάση περιπτώσει δεν γινόταν να ακολουθηθεί άλλη πολιτική κλπ κλπ.
Και μάλλον την αλήθεια της κάθε κατάστασης την εντοπίζει κανείς καλύτερα μέσα από τις λέξεις που δεν ανήκουν στην προκάτ επιχειρηματολογία του κάθε κόμματος, την εντοπίζει κανείς καλύτερα μέσα από τις φαινομενικά αθώες λέξεις, την εντοπίζει κανείς καλύτερα μέσα από τις λέξεις που επιλέγονται μη συνειδητά, μη φιλτραρισμένα, πιο αυθεντικά.
Για την Άννα - Μισέλ λοιπόν, ό,τι συμβαίνει στο φτωχότερο κομμάτι του πληθυσμού αποτελεί εικόνα και όχι δικό της βίωμα, αποτελεί εικόνα και όχι τμήμα της δικής της πραγματικότητας. Η δική της πραγματικότητα επηρεάζεται και θίγεται ως τώρα μόνο σε επίπεδο εισβολής σε αυτήν άσχημων εικόνων· δεν κρυώνει, δεν πεινάει, δεν τρέμει για το αύριο: όλα αυτά αφορούν άλλους.
Και αυτό έγραφα και στο αμέσως προηγούμενο ποστ και διάφοροι έσπευσαν να το προσυπογράψουν στα σχόλια, προσπαθώντας όμως υποτίθεται να το αντικρούσουν· ναι, όσο δεν πεινάμε εμείς οι ίδιοι, κάθε θυσία των άλλων είναι μια θυσία που μπορεί να αιτιολογηθεί και να εκλογικευθεί: «το μη χείρον βέλτιστον».
Και θα το πω ξανά: δεν έχεις τις καλύτερες προθέσεις όταν θυσιάζεις άλλους, ακόμα και αν στο καλύτερο σενάριο τους θυσιάζεις για να σώσεις τους περισσότερους. Όταν θυσιάζεις άλλους και δεν θυσιάζεσαι και εσύ εξίσου -ή έστω αν όχι εξίσου πάντως σημαντικότατα- τότε αφενός δεν αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνουν πρακτικά αυτές οι θυσίες και αφετέρου δεν λειτουργείς ως εκπρόσωπος του θυσιαζόμενου αλλά ως εκπρόσωπος εκείνου που θυσιάζει.
Ο διάλογος στα ΜΜΕ εξακολουθεί να διαδραματίζεται μεταξύ χορτασμένων, ηλεκτροδοτούμενων και θερμαινόμενων με πετρέλαιο ανθρώπων, που αντιδικούν θεωρητικολογώντας για θυσίες άλλων.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 05, 2013

Δεν γίνονται όλα μαζί

Mπορούμε κατ' αρχάς να το σκεφτούμε έτσι: αν τον Ιούνιο του 2012 είχαν επικρατήσει οι δυνάμεις του χάους και είχαμε πάει στη δραχμή ή είχε σταματήσει η «βοήθεια των εταίρων μας» και κόσμος πέθαινε από μαγκάλια επειδή δεν είχε ρεύμα και πετρέλαιο, όλοι αυτοί οι τωρινοί αντιλαϊκιστές θα είχαν βγει στα κάγκελα με αφρούς στο στόμα.
Αλλά ας μην το πάρουμε έτσι, ας το πάρουμε αλλιώς.
Ας υποθέσουμε ότι οι επιλογές της πολιτικής ηγεσίας της χώρας την άνοιξη του 2010 και οι -ως ένα βαθμό προϊόν εκφοβιστικής πλύσης εγκεφάλου- επιλογές του ελληνικού λαού τον Ιούνιο του 2012 ήταν οι καλύτερες δυνατές ή, έστω, οι λιγότερο κακές.
Ας υποθέσουμε πως μέσω των επιλογών αυτών αποφύγαμε μια πολύ χειρότερη κατάσταση από αυτή που βιώνουμε σήμερα.
Ας τα υποθέσουμε αυτά για χάρη του επιχειρήματος και ας υποθέσουμε ότι το γεγονός πως απόψε εγώ μπορώ και γράφω από σπίτι που έχει και ρεύμα και νερό και ίντερνετ, μέχρι και θέρμανση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και πως εσύ απόψε ή αύριο ή μεθαύριο θα μπορέσεις να διαβάσεις αυτό που γράφω,
ας υποθέσουμε δηλαδη πως το γεγονός ότι εσύ κι εγώ έχουμε ακόμα αντέξει
οφείλεται αποκλειστικά στο ότι η χώρα μας έκανε το σωστό, μπήκε στην ευλογία του μνημονίου και δεν έφυγε από την αγκαλιά του παρόλες τις ανορθολογικές σειρήνες της καταστροφής.
Ακόμη και σε αυτό το υποθετικό σενάριο όμως, εκείνο που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χωνευθεί, είναι να υπάρχει η απαίτηση, όσοι δεν άντεξαν, όσοι ρίχτηκαν ως φύρα έξω από το καράβι, όσοι εξαθλιώθηκαν, να μην λογίζονται ως θύματα αυτών των αποφάσεων. 
Εκείνο που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χωνευθεί δηλαδή είναι, όταν αυτά συμβαίνουν, να μας μιλούν για λαϊκισμό, για νεκροφιλική εκμετάλλευση, για καταστροφολαγνεία, να προσπαθούν να τα ερμηνεύσουν όλα ως μεμονωμένες κακές στιγμές.
Δεν γίνονται όλα μαζί, καθάρματα.
Να δεχτούμε πως ειλικρινά πιστεύατε και πιστεύετε ότι άλλος τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης από αυτόν δεν υπήρχε και δεν υπάρχει; Ας το δεχτούμε. Αλλά προπαγανδίσατε και συνεχίσετε να προπαγανδίζετε λύσεις που εξοντώνουν τους ασθενέστερους. Που όλως συμπτωματικά δεν είστε εσείς, αλλά κάποιοι άλλοι. Ε, όταν λοιπόν η δική τους εξόντωση έρχεται στο φως, σταματήστε να κρύβετε το κεφάλι σας στην άμμο, σταματήστε να μας ζητάτε να το κρύψουμε κι εμείς, ας το βγάλουμε όλοι μαζί έξω κι ας δούμε αυτούς που ισοπεδώνονται.
Σεβαστείτε τουλάχιστον την ισοπέδωσή τους, κατεβάστε το φρύδι, σταματήστε να είστε τόσο ελεεινοί, βγάλτε το γαμημένο σκασμό.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 04, 2013

Καβούκια


Μπορεί ο Τόνι Σερβίλο να μην είναι ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι της γενιάς του, μπορεί ο Πάολο Σορεντίνο να μην είναι ο Φελίνι της εποχής του, αλλά τις ταινίες της δικής της εποχής η «Tέλεια Oμορφιά» μόνο από ψηλά μπορεί να τις κοιτάει. Ο Τζεπ Γκαμπαρντέλα γιορτάζει τα εξηκοστά πέμπτα γενέθλιά του, διοργανώνοντας ένα μεγαλοπρεπώς παρακμιακό και παρακμιακά μεγαλοπρεπές πάρτι στη βεράντα του σπιτιού του που είναι ακριβώς απέναντι από το Κολοσσαίο. Σιτεμένες καλτ φιγούρες βγαίνουν από την τούρτα του, το πλήθος λικνίζεται στη διασκευή του a far lʼ amore comincia tu, η τεράστια πινακίδα του Martini σε διπλανή ταράτσα να προβάλλεται διαρκώς, σε μια διαφήμιση που μόνο γκρίζα δεν την λες. Σχεδόν απείραχτος από το χρόνο ζεν πρεμιέ, με τα μαλλιά του κολλημένα πίσω και πούρο στο στόμα, ο Τζεπ μοιάζει να απολαμβάνει κάθε στιγμή. Όταν ήταν έφηβοι, στην ερώτηση τι γουστάρετε περισσότερο στη ζωή οι φίλοι του απαντούσαν «τις γκόμενες», εκείνος όμως απαντούσε «τη μυρωδιά των παλιών κτιρίων». Αυτή ήταν η φύση του, η ευαισθησία, αυτός ο προορισμός του, η διαφορετικότητα. Έγραψε και σε μικρή ηλικία ένα μυθιστόρημα που βραβεύτηκε κι όλα έδειχναν ότι τον περίμενε μεγάλη λογοτεχνική καριέρα. Αλλά μετά ήρθε στη Ρώμη και τον πλάνεψε η ντόλτσε βίτα, αυτή που λεν ζωή γλυκιά. Μόνο που η πλάνη του αυτή δεν είχε ως αποτέλεσμα να κατεβαίνει κάθε μέρα της κοινωνίας τα σκαλιά, αλλά να τα ανεβαίνει. Μετατρέπεται σε πάπα της κοσμικής ζωής, αφού, όπως ο ίδιος λέει, δεν ήθελε απλά να πηγαίνει στα καλύτερα πάρτι, αλλά και να έχει τη δύναμη να τα καταστρέφει. Κι έτσι αρχίζει να ζει μια ζωή γεμάτη γκόμενες, ίσως ακριβώς επειδή τις ρίχνεις πιο εύκολα όταν ξέρεις να εκτιμάς τη μυρωδιά των παλιών σπιτιών. Ζει με τη φήμη του ως συγγραφέας και εργάζεται ως δημοσιογράφος που παίρνει συνεντεύξεις σε κορυφαία εφημερίδα. Ακόμα κι εκεί όμως δεν πάει τη γραφή του εκεί που μπορεί, αντί να γράψει για το κουφάρι του Costa Concordia, προτιμά λιγότερο επώδυνα θέματα. Σε μια από τις συνεντεύξεις του μιλάει με μια περφόρμερ που έχει χαραγμένο το σφυροδρέπανο στην περιοχή των γεννητικών της οργάνων και παίρνει φόρα και κουτουλάει κατά μέτωπο σε ντουβάρια (ή σε αφρολέξ), όπου με αίματα (ή κέτσαπ) στο κεφάλι αναφωνεί: «Δε σε αγαπώ». Όταν ο Τζεπ της ζητά να του μιλήσει για την περφόρμανς της, του απαντάει «είμαι καλλιτέχνης, μη ζητάτε να σας εξηγήσω αυτό που κάνω». Ο Τζεπ διαφωνεί και την κάνει κομμάτια με το λόγο, με αυτό το πανίσχυρο όπλο, πίσω από το οποίο καμία κενολογία δεν μπορεί να σταθεί. Σε άλλη φάση με το ίδιο όπλο θα ξεκοκκαλίσει μια καλεσμένη του και παλιά του φίλη, όταν αυτή θα κοκορεύεται όλη νύχτα για το πώς ανταποκρίνεται σε όλους τους ρόλους της (και μάνα και γυναίκα και συγγραφέας και κοινωνική αγωνίστρια). Θα τη βάλει κάτω και σε δυο τρία λεπτά μέσα δε θα της αφήσει φύλλο συκής να κρυφτεί, αφού βέβαια πρώτα θα την κατηγορήσει πως τον αναγκάζει να πάψει να είναι κύριος (και τι άλλο του έχει μείνει σε αυτή τη ζωή από το να είναι κύριος;). Ζώντας μέσα σε αυτό το κοσμικό συνάφι, η οξυδέρκεια, το βάθος, η καλαισθησία και τελικά η αλήθεια που διακρίνουν κάθε άξιο λόγου συγγραφέα, χρησιμοποιούνται όχι ως μέσα για να γράψει κι άλλα μυθιστορήματα και να γίνει σημαντική φιγούρα στα ιταλικά γράμματα, αλλά για να παραμένει μέσα στο συρφετό εκείνος που μπορεί και θέλει να ξεγυμνώνει ατιμώρητος. Δεν είναι ένας ακόμη δημοσιογράφος με λογοτεχνικά απωθημένα, είναι ένας λογοτέχνης που αποφασίζει να ζήσει ξοδεύοντας τη ζωή του. 
Καμιά φορά μέσα σε αυτές τις δεκαετίες τον έπιανε οίστρος και έπεφτε με τα μούτρα να γράφει, αλλά πολύ γρήγορα τα παρατούσε κι επέστρεφε στα πάρτι. Αλλού μας λέει ότι έψαχνε την τέλεια ομορφιά για να τον εμπνεύσει και να γράψει, αλλού ότι ζώντας μέσα στο κοσμικό τίποτα θα ήθελε να γράψει για το τίποτα, αλλά για το τίποτα απέτυχε να γράψει κοτζάμ Φλωμπέρ, πώς θα τα κατάφερνε αυτός; Ο Τζεπ ακροβατεί μεταξύ του τίποτα στο οποίο ζει και της τέλειας ομορφιάς που υποτίθεται πως τον στοιχειώνει. «Με τι ασχολείσαι», θα ρωτήσει μια ακόμη ερωμένη του λίγο πριν οδηγηθούν στο κρεβάτι. «Με τίποτα, είμαι πλούσια». «Α, υπέροχα», θα της πει. Η ταινία ξεκινάει με Σελίν απʼ το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας»: Τα ταξίδια είναι χρήσιμα, γιατί βάζουν τη φαντασία σου σε κίνηση. Όλα τα υπόλοιπα είναι κούραση και παραίσθηση. Το ταξίδι είναι της φαντασίας. Αυτή είναι η δύναμή του. Πηγαίνουμε από τη ζωή στο θάνατο. Άνθρωποι, ζώα, πόλεις, αντικείμενα, όλα είναι επινοημένα. Ακόμη και τα ρομάντσα μας. Κι αρκεί να κλείσουμε τα μάτια για να ταξιδέψουμε και να βρεθούμε στην άλλη πλευρά της ζωής. Η «Τέλεια ομορφιά» είναι διάσπαρτη από θανάτους. Κι όπως κάθε σημαντικό έργο τέχνης, με άξονα το θάνατο αναρωτιέται για το νόημα της ζωης. Ο Τζεπ είναι ένας ήρωας σημαδεμένος από τον πρώτο του έρωτα, από την πρώτη του γυναίκα, δεν ξαναγράφει λογοτεχνία από τότε που τον εγκαταλείπει, αλλά εναπόκειται στο θεατή να αποφασίσει αν η απόφασή του αυτή είναι άρνηση του βαθύτερου εαυτού του και προϊόν πόνου ή αντίθετα εκπλήρωση των αυθεντικότερων θέλω του. Δεν ξέρει τι είναι το πρωινό, δεν είναι απλά μπον βιβέρ, όλη η ζωή του είναι ένα πάρτι. Πονάει, ναι. Αλλά το απολαμβάνει κιόλας. Νιώθει βολικά σε αυτή τη συνθήκη.
Το θάνατο του μεγάλου του έρωτα, του τον ανακοινώνει ο σύζυγός της, ο άντρας που την παντρεύτηκε κι έζησε τη ζωή του μαζί της. Εξηγεί στον Τζεπ ότι ανακάλυψε το κρυφό της ημερολόγιο και ότι όλο της το ημερολόγιο είναι αφιερωμένο στον Τζεπ, ενώ για τον άντρα που πέρασε μαζί τη ζωή της το μόνο που λέει είναι ότι ήταν καλός σύντροφος. «Και τώρα τι θα κάνεις;» ρωτά ο Τζέπ, «Αυτό που έκανα πάντα: θα συνεχίσω να τη λατρεύω», του απαντάει, αλλά κι αυτό σχετικό είναι, επειδή αυτοί που είναι φτιαγμένοι για καλοί σύντροφοι θα βρουν άλλον άνθρωπο να τους συντροφεύσει και να τον συντροφέψουν. «Τι θα κάνετε απόψε;», θα τους ρωτήσει ο Τζεπ, «Εκείνη θα τελειώσει το σίδερο, μετά θα φάμε με ένα δυο ποτηράκια κόκκινο κρασί και μετά θα δούμε τηλεόραση», «Τι τυχεροί άνθρωποι!», θα τους πει ο Τζεπ, σε ένα μείγμα ειρωνείας και ειλικρίνειας, αφού εκείνος απόψε θα πάει σε ένα πάρτι και θα πιει πολλά ποτά, προσέχοντας όμως να μην είναι και τόσα πολλά ώστε να γίνει λιώμα. Σίγουρα ο Τζεπ κοιτάζοντας τους βλέπει την κατάσταση ενός ανθρώπου στην οποία δε θα μπορούσε ποτέ να υπαχθεί, αφού και συγγραφέας κανονικός να είχε γίνει, πάλι θα του άρεσε η κοσμική ζωή, στάνταρ πάντως δε θα αρκούνταν σε αυτό το λίγο, υπάρχει άραγε η τέλεια ομορφιά ή το τίποτα μέσα σε αυτό το λίγο (;), έτσι έζησε ο έρωτας της ζωής του, με αυτόν τον τρόπο, στο δικό του καβούκι, όπως καβούκι του Τζεπ είναι τα ολονύχτια πάρτι. 
- Μια βραδινή βόλτα στα έρημα σοκάκια, μια γυναίκα που κατεβαίνει τις σκάλες, φωνάζει το επώνυμό της, «Κυρία τάδε!», εκείνη γυρνά και του χαμογελά, μια παλιά ερωμένη, μια ακόμη από τις αναρίθμητες ιστορίες του, σε κάποια προηγούμενη δεκαετία θα αγαπήθηκαν για λίγο, θα φιλήθηκαν για λίγο, θα κοιμήθηκαν μαζί, ίσως και να ξύπνησαν μαζί, αλλά και να ξύπνησαν μαζί θα ήταν για λίγο, εκείνη θα είχε ένα γάμο και ένα κοινωνικό στάτους να διατηρήσει, εκείνος μια ντόλτσε βίτα να υπηρετήσει, μια επόμενη αγκαλιά, αυτή εδώ η σχέση δεν είναι για βιβλίο, αυτή εδώ η σχέση είναι μια από τις δεκάδες, είναι της εποχής του τίποτα, ένα τίποτα όμως γλυκό, ποτέ οι άνθρωποι δεν είναι τίποτα, ειδικά οι άνθρωποι που αγαπήσαμε και φιλήσαμε και κοιμηθήκαμε μαζί.
 - Ένα κοριτσάκι δημοτικού έχει μπροστά του ένα τεράστιο καμβά και μια ντουζίνα δοχεία με μπογιές. Αρχίζει και τις πετάει στον καμβά και τις πασαλείβει και πασαλείβεται και η ίδια βογγώντας, και όλο αυτό μοιάζει σαν η επιτομή του δήθεν, θα μπορούσε αυτή να είναι σκηνή από κωμωδία, μέχρι που οι πρωταγωνιστές θα απομακρυνθούν για να πουν για λίγο τα δικά τους, και μερικά πλάνα μετά θα δούμε έναν καμβά που έχει κάτι διαφορετικό και αξιοθαύμαστο κι εναπόκειται πάλι σε σένα να βγάλεις τα συμπεράσματά σου. Ο Σορεντίνο έχει ίσως παίξει με τις προσδοκίες σου και τις προκαταλήψεις σου για το τι συνιστά αληθινή τέχνη και τι απάτη, όπως ίσως έχει παίξει μαζί τους και στα πρώτα λεπτά της ταινίας όταν στο πάρτι του Τζεπ ανάμεσα στο πλήθος που χορεύει και διονυσιάζεται βλέπεις μια νάνο και νομίζεις ότι τη δείχνει για την γκροτέσκ πινελιά, μέχρι που αργότερα ανακαλύπτεις ότι είναι η διανοούμενη αρχισυντάκτριά του.
- Ακόμη και ο πιο τελειωμένος σνομπ, όπως ο Τζεπ, θα έχει κάποιον που θα κοιτά με θαυμασμό, αρκεί αυτός να μην του δίνει σημασία, αρκεί το δικό του μπαλκόνι και η δική του θέα προς το Κολοσσαίο να είναι μισό όροφο πιο πάνω, και κάθε Διονυσίου Αρεοπαγίτου θα κατοικείται τελικά από τους Άκηδές της.
 - Ένα ζευγάρι γερασμένων ενοικιαζόμενων ευγενών, ο ξεπεσμός, τα περασμένα μεγαλεία και ό,τι αντέχει μέσα σε όλη αυτή την πολυδιάστατη παρακμή είναι αφενός το ιδανικό του μεγάλου νεανικού έρωτα και αφετέρου και παραδόξως η θρησκευτικότητα, ή μάλλον η ανάγκη για πνευματικότητα, με μια ακόμη αντιδιαστολή (όπως αυτή ανάμεσα στον σύντροφο και τον μπον βιβέρ ή την αληθινή τέχνη και την απάτη), την αντιδιαστολή του καρδινάλιου που είναι φαβορί για μελλοντικός πάπας και ζει μέσα στη χλίδα και της εκατόν τεσσάρων ετών καλόγριας Μαρίας που όλοι την αποκαλούν «αγία», που κι αυτή στην αρχή παρουσιάζεται σαν αφασικό αντικείμενο προς έκθεση και εκμετάλλευση, αλλά στο τέλος μοιάζει να αποτελεί ένα καταφύγιο, αν και εδώ, όπως και στις προαναφερθείσες αντιθέσεις εναπόκειται τελικά στο θεατή να αποφασίσει ποιός είναι τί.
Στην αρχή και στο τέλος της ταινίας γίνεται σαφές ότι, εκτός από τον Τζεπ, πρωταγωνίστρια είναι και η Ρώμη, καθώς η κάμερα κινείται όπως περίπου την κινούσε ο Βέντερς πάνω από το Βερολίνο στα «Φτερά του Έρωτα». Μια εντελώς ιταλική ταινία και για αυτό παγκόσμια, «Η τέλεια ομορφιά» του Πάολο Σορεντίνο μπορεί να μην είναι ένα τέλειο έργο -και πώς να είσαι τέλειος όταν καταγράφεις το τίποτα;-, είναι όμως αναμφίβολα πανέμορφο και πολύ σημαντικό και πολύ αγαπήσιμο. 
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 03, 2013

Εξ αμελείας

Σταματήστε να πεθαίνετε από τη φτώχεια, σταματήστε να πεθαίνετε από το κρύο και τα μαγκάλια, σταματήστε να αυτοκτονείτε, σταματήστε να ψάχνετε στα σκουπίδια και να τρώτε στα συσσίτια, σταματήστε να μην έχετε ρεύμα, σταματήστε να μεταναστεύετε, σταματήστε να κλαψουρίζετε, σταματήστε να λαϊκίζετε, σταματήστε να λαϊκίζετε, σταματήστε να λαϊκίζετε, σταματήστε να εκμεταλλεύεστε τραγωδίες, σταματήστε να δολοφονείτε εξ αμελείας τα παιδιά σας, σταματήστε να είστε στη χώρα χωρίς άδεια, σταματήστε να λαϊκίζετε, όχι άλλη κλάψα, όχι άλλη κλάψα, νισάφι, νισάφι με τη μαυρίλα, έρχονται γιορτές, ας συζητήσουμε επιτέλους για την ουσία των προβλημάτων, ο λαϊκισμός είναι ο υπ' αριθμόν ένας εχθρός, όχι άλλος λαϊκισμός, όχι άλλες ανθρωποκτονίες εξ αμελείας, δεν πρόκειται καν για αμέλεια, πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο, ίσως και για άμεσο δόλο, κανείς δεν είναι φτωχός απλά και μόνο επειδή είναι αμελής, οι ικανοί και οι άξιοι προκόβουν, η φτώχεια και η εξαθλίωση ποτέ δεν ανάγονται σε μια σκέτη αμέλεια, είναι καρκίνοι στο κοινωνικό σώμα που προέρχονται από ανθρώπους νωθρούς, ανίκανους, τεμπέληδες και δολερούς, η φτώχεια είναι ποινικό αδίκημα, η φτώχεια κρατά τη χώρα πίσω, η φτώχεια στερεί έσοδα από τον κρατικό μηχανισμό, ένας θάνατος εδω - ένας θάνατος εκεί κι όλοι αρχίζουν πάλι την ίδια μονότονη κλάψα, ενώ πάνε αυτά, τα αφήσαμε πίσω, μπούκωσε η ψυχή μας μια τετραετία τώρα με τη μαυρίλα, ο κάθε φτωχός ας πεθάνει όπως είναι να πεθάνει, δεν πεθαίνεις από μαγκάλι εν έτει 2013 αν σου κόβει λίγο, αν έχεις μια στοιχειώδη πληροφόρηση, οι φτωχοί είναι ηλίθιοι, οι φτωχοί εγκληματούν, όχι άλλος λαϊκισμός, ας ξεφύγουμε από τις ιστορίες για τα μαγκάλια κι ας δούμε επιτέλους με αισιοδοξία το μέλλον, όχι άλλος λαϊκισμός, επιχειρήματα αν υπάρχουν ναι, αλλά δεν υπάρχουν επιχειρήματα, υπάρχει μόνο διάθεση για άναρθρες κραυγές, υπάρχει μόνο προσπάθεια να μετατρέψουμε μεμονωμένες ιστορίες προσωπικής ποινικής ευθύνης σε αφήγηση για μια κοινωνία που οι φτωχότεροι πεθαίνουν και έτσι και αλλιώς και αλλιώτικα, ενώ είναι σαφές ότι δεν ζούμε σε μια τέτοια κοινωνία, ενώ είναι σαφές ότι ζούμε σε μια κοινωνία που έχει μεν μειωθεί το βιοτικό της επίπεδο, αλλά όλα αυτά τα δραματικά και τα κραυγαλέα και τα ψυχοπονιάρικα είναι οι τελευταίες απεγνωσμένες προσπάθειες να πέσουμε στο χάος του ανορθολογισμού, ενώ ορθολογισμός είναι να επιβιώσουμε οι δυνατότεροι ημών και μαζί η χώρα, κι όποιος είναι να ψοφήσει να ψοφήσει και να φυλακίσουμε ή να απελάσουμε μετά τη μάνα του τη φόνισσα.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 01, 2013

Οι απανταχού της γης βιβλιοθήκες

Στο έμπα του Δεκέμβρη ανακυκλώνω στάτους, που κρίμα είναι να μην τα βάλω κι εδώ, τόσο βαθιά νοήματα που έχουν.



Eπίμετρο στον Σούγκαρμαν. Ιούνιος 2013: δεν βγαίνει η φωνή μεν, με το ζόρι βγαίνει μεν, αλλά για αυτό είναι και πιο συγκινητική. Ή και πιο θλιβερή ίσως, δεν ξέρω. Αλλά δεν ζούμε για να ξέρουμε, τι σημασία έχει τελικά να ξέρουμε, σημασία έχει να ανεβαίνουμε στη σκηνή και να το παλεύουμε, είτε βγαίνει η φωνή μας είτε δεν βγαίνει η γαμιόλα.

 
Αυτή η καινούρια διαφήμιση, που εντάξει γενικά ωραία είναι, και που χρησιμοποιεί ποίημα του Μπουκόφσκι, και που λέει σε ένα σημείο να μην είσαι pretentious, και που το λέει με την πιο pretentious φωνή που ακούστηκε ποτέ σε διαφήμιση αλλά και γενικότερα από ανθρώπινο στόμα. Μπορείς να το πεις όλο αυτό και ειδοποιό διαφορά μεταξύ ποιητικού και διαφημιστικού λόγου, με την έννοια ότι ακόμη και στην περίπτωση που τμήματα του διαφημιστικού προϊόντος συνιστούν τέχνη, η τελική σφραγίδα θα μυρίζει σχεδόν πάντα διαφημισίλα και σπουδαιοφάνεια, κι αντίστροφα, ότι ακόμη κι αν τμήματα του ποιήματος μυρίζουν ευκολία, η τελική αισθητική σφραγίδα θα δίνεται από τους στίχους που μένουν έξω από τη διαφήμιση, όπως αυτοί που λένε "the libraries of the world have yawned themselves to sleep over your kind"
the libraries of the world have yawned themselves to sleep over your kind - See more at: http://www.poets.org/viewmedia.php/prmMID/16549#sthash.v7sBgNSU.dpuf
the libraries of the world have yawned themselves to sleep over your kind - See more at: http://www.poets.org/viewmedia.php/prmMID/16549#sthash.v7sBgNSU.dpuf


Ήμουν στο αυτοκίνητο νωρίτερα και το ραδιόφωνο έπαιζε ένα τραγούδι που έχω ακούσει πενήντα εκατομμύρια φορές και που μου αρέσει πολύ. Κι όμως από τους στίχους πετύχαινα τους μισούς. Οι υπόλοιποι έβγαιναν στο περίπου, κι ένα περίπου με εντελώς διαφορετικό νόημα. Και σ' αυτούς τους μισούς που πετύχαινα, ανάθεμα κι αν είχα κάτσει ποτέ να σκεφτώ τι θέλει να πει ο ποιητής. Με την πιθανή εξαίρεση των ρεφρέν, οι στίχοι στα τραγούδια είναι για πάρα πολλούς ανθρώπους οριακά σημαντικότεροι από ό,τι η πλοκή στις τσόντες.
the libraries of the world have yawned themselves to sleep over your kind - See more at: http://www.poets.org/viewmedia.php/prmMID/16549#sthash.v7sBgNSU.dpufνο έπαιζε ένα τραγούδι που έχω ακούσει πενήντα εκατομμύρια φορές και που μου αρέσει πολύ. Κι όμως από τους στίχους πετύχαινα τους μισούς, οι άλλοι έβγαινα στο περίπου, κι ένα περίπου με εντελώς διαφορετικό νόημα. Κι αυτούς τους μισούς που πετύχαινα, ανάθεμα κι αν είχα κάτσει ποτέ να σκεφτώ τι θέλει να πει ο ποιητής. Με άλλα λόγια θέλω να πω ότι με την πιθανή εξαίρεση των ρεφρέν οι στίχοι στα τραγούδια είναι για πάρα πολλούς ανθρώπους σαν εμένα οριακά σημαντικότεροι από ό,τι η πλοκή στις τσόντες.


Υπάρχει μια μεταφορά στα απλωμένα ρούχα που δεν έχω καταφέρει ακόμη να εντοπίσω. Έχει πάντως να κάνει με το ότι αλλάζουν με τρόπον αόρατο, με το ότι η μετάβασή τους από την κατάσταση που απλώνονται στην κατάσταση που μαζεύονται είναι εντελώς σιωπηλή, σχεδόν ύπουλη. Και ταυτόχρονα όμως όχι ύπουλη, ταυτόχρονα απλωμένα εκεί εκπληρώνουν ακριβώς την αποστολή τους. Και τελικά το μόνο που απομένει στον περαστικό είναι να αναρωτηθεί για το αίνιγμα της κατάστασής τους την στιγμή που τα παρατηρεί.


Ζευγάρι φορτι σάμθινγκ αλλά κακοδιατηρημένων αλλοδαπών, παίζουν -αυτός στο ακορντεόν κι αυτή ακολουθεί με το ντέφι- «Το Μινόρε της Αυγής». Εκείνος επίσης ψιλομουρμουρίζει, περισσότερο τη μελωδία παρά τους στίχους. Παίζουν προχωρώντας στη μέση ενός άδειου εκείνη την ώρα αθηναϊκού στενού. Δεν ξέρω για ποιόν ακριβώς παίζουν, αν περιμένουν να τους πετάξουν από τα μπαλκόνια λεφτά ή να τους τα δώσουν οι ανύπαρκτοι περαστικοί, πάντως αυτό που κάνουν είναι το αντίθετο της επαιτείας: όσο παίζουν στον άδειο δρόμο, η μουσική τους έχει βασικά τον χαρακτήρα δώρου.