Παρασκευή, Νοεμβρίου 30, 2007

Το ουράνιο τόξο

Περπατούσε στον πολυσύχναστο δρόμο. Έβρεχε πολύ. Ευτυχώς είχε ομπρέλα. Όταν η βροχή σταμάτησε, βγήκε ουράνιο τόξο. Ασφαλώς και δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε ουράνιο τόξο. Ασφαλώς και ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπε νύχτα.
Η νύχτα τα 'χε χαμένα ή το βλέμμα της;
Γύρισε να δει αν το έβλεπε κανένας άλλος.
Όλοι το έβλεπαν.
Η νύχτα τα 'χε χαμένα ή το βλέμμα τους;
Ό,τι απ΄ τα δύο κι αν συνέβαινε, άλλοι είχαν σταθεί εντελώς κι άλλοι κοντοστέκονταν για λίγο και μετά συνέχιζαν να περπατάνε, ακόμη πιο βιαστικά από πριν, ρίχνοντας που και που καμιά κλεφτή ματιά προς επαλήθευση.
Εκείνη στάθηκε περισσότερη ώρα απ' όλους. Μετά γύρισε σπίτι. Άνοιξε την τηλεόραση και περίμενε να ακούσει ειδήσεις.
Δεν είπαν τίποτα.
Μπήκε στα μπλογκ, ούτε κι εκεί είδε τίποτα.
Να το έγραφε στο δικό της;
Ντράπηκε· ποιός θα την πίστευε; Εκείνη θα το πίστευε, αν το διάβαζε αλλού;
Θα περίμενε να το δει πρώτα κάπου γραμμένο, για να το επιβεβαιώσει κι εκείνη με τη σειρά της.
Δεν το είδε, ούτε την επόμενη το διάβασε σε κάποια εφημερίδα.
Με τον καιρό άρχισε να αμφισβητεί ότι το είχε δει στην πραγματικότητα.
Αναρωτήθηκε τι θα είχε συμβεί αν το είχε γράψει· να είχαν σκεφτεί κι άλλοι σαν αυτή, περιμένοντας να το δουν πρώτα γραμμένο από κάποιον άλλο;
Η σκέψη άρχισε να της βασανίζει το μυαλό. Είχε γίνει αυτόπτης μάρτυρας του ανεξήγητου και το είχε αφήσει να περάσει έτσι, επειδή δεν είχε εμπιστοσύνη στο βλέμμα της, επειδή φοβήθηκε το βλέμμα των άλλων πάνω στο δικό της.
Ντράπηκε.
Αποφάσισε να γράψει ψέμματα. Αποφάσισε να γράψει ότι το είχε δει απόψε.
Τότε άρχισαν να έρχονται βροχή οι επιβεβαιώσεις:
Ναι, κι εγώ το είδα απόψε.
Ναι, κι εγώ το είδα απόψε.
Ναι, κι εγώ το είδα απόψε.
Η πληροφορία εξαπλώθηκε ταχύτατα.
Την άλλη μέρα το 'παν κι οι ειδήσεις.
Η επόμενη μεγάλη συνάντηση κανονίστηκε σχεδόν αυτόματα.
Στην επόμενη μεγάλη νυχτερινή βροχή η κεντρική πλατεία της πόλης γέμισε.
Όλοι περίμεναν να σταματήσει κι όταν σταμάτησε όλοι σήκωσαν το κεφάλι κοιτάζοντας με συγκίνηση τον ουρανό.
Δεν είδαν τίποτε άλλο από νύχτα.
Αλλά δεν το μετάνoιωσε κανείς.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 29, 2007

Aπό Θεό

- Έλληνας ζωγράφος που δουλεύει για να ζήσει, με δέκα γράμματα.
Έλληνας ζωγράφος που δουλεύει για να ζήσει, με δέκα γράμματα.
Γυναίκα; Έλληνας ζωγράφος που δουλεύει για να ζήσει, με δέκα γράμματα.
- Βοήθησέ με λίγο, έχεις βρει κανένα;
- Ναι, ξεκινά από Θεό.
- Θεοτοκόπουλος έβαλες;
- Θεοτοκόπουλος δεν πάει.

Η Σωκράτους κι ο Ουρανός

Νυχτερινή έξοδος κάπου κάτω από το παλιό δημαρχείο. Το μαγαζί υποτίθεται ότι έχει έθνικ χαρακτήρα. Έχεις πάρει αυτοκίνητο και πρέπει κάπου να παρκάρεις. Στη Σωκράτους η κυκλοφορία γίνεται σημειωτόν. Δεν είναι μόνο η κίνηση, είναι και οι δεκάδες μαύρες πόρνες, είναι τα μπροστινά αυτοκίνητα που σταματούν και οι οδηγοί που μιλάνε μαζί τους, διαπραγματευόμενοι τιμές και ψάχνοντας την κοπέλα της αρεσκείας τους. Υπάρχει πληθώρα επιλογών, αρκεί να ενδιαφέρεσαι για μαύρη κοπέλα. Έθνικ χαρακτήρας δεν υπάρχει μόνο στα μπαρ – ρεστωράν της μόδας, έθνικ χαρακτήρας υπάρχει και στον αγοραίο έρωτα, του οποίου η μόδα είναι διαχρονική.
Μέχρι πριν μερικά χρόνια στην Σωκράτους ήταν το Εφετείο Αθηνών. Μετά μεταφέρθηκε δίπλα στον Άρειο Πάγο. Παρατηρώντας τις κοπέλες, μερικές από τις οποίες είναι καλλονές, αναρωτιέσαι από ποιές γωνιές της Αφρικής μεταφέρθηκαν αυτές στην Σωκράτους. Δεν αναρωτιέσαι αν σε κάποιο αφρικάνικο στενό υπάρχει παροικία ελληνίδων πορνών. Τα ταξίδια αυτά έχουν συνήθως μια κατεύθυνση.
Η Αφρική διοργανώνει σε δυο χρόνια το πρώτο της παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου και με την ευκαιρία της κλήρωσης των προκριματικών ομίλων, αποκαλύφθηκε μόλις το επίσημο πόστερ της διοργάνωσης: η αφρικάνικη ήπειρος έχει συναιρεθεί με το πρόσωπο του Καμερουνέζου σταρ της Μπαρτσελόνα Σαμουέλ Ετό και κοιτάζει προς τα πάνω. Όχι προς την Ευρώπη, αλλά προς μια μπάλα με την οποία κάνει κόλπα με το κεφάλι. Ευρωπαίοι σταρ δεν υπάρχουν σε αφρικάνικες ομάδες. Τα ταξίδια αυτά έχουν συνήθως μια κατεύθυνση.
Και η Αθήνα να βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση, συνεχώς σε αναδιάταξη, από το κέντρο να φεύγουν τα δικαστήρια για να έρθουν Πακιστανοί μπαρμπέρηδες και μαύρες πόρνες, τα δικαστήρια να πάνε στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας, απ΄όπου θα φύγει το ιστορικό γήπεδο για να πάει στον Βοτανικό, απ’ όπου θα φύγουν οι τσιγγάνοι, το παραδοσιακότερο δηλαδή έθνικ στοιχείο της πόλης.
Μετά από τετράγωνα που κρατάνε ώρα πολλή, βρίσκεις τελικά να παρκάρεις επί της Σωκράτους. Προχωράς ανάμεσα στις πόρνες, όταν απομακρύνεσαι γυρνάς το κεφάλι σου και όλες μαζί από μακριά είναι σαν να σχηματίζουν την αφρικάνικη ήπειρο που έχει συναιρεθεί με ένα πανέμορφο γυναικείο πρόσωπο και κοιτάζει προς τα πάνω.
Προς μια μπάλα με την οποία κάνει κόλπα με το κεφάλι, προς ένα αντρικό σώμα, προς την Ευρώπη, προς την Σωκράτους, προς τον ουρανό.
(Κείμενο γραμμένο για το «Exodos»)

Η ιστορία που δεν γίνεται τίποτα.

- Να σου πω μια ιστορία;
- Να μου πεις.
- Δική μου είναι, εγώ τη σκέφτηκα. Χρόνια τη δουλεύω και νομίζω ότι είναι έτοιμη πια. Άρτια.
- Για πες.
- Είναι μια ιστορία που δεν γίνεται τίποτα.
- Δηλαδή;
- Τι δεν κατάλαβες; Νόμιζα ότι ήταν σαφής.
- Πες μου την πρώτα για να δούμε πόσο σαφής είναι.
- Μα μόλις στην είπα. Να στην ξαναπώ; Στην ξαναλέω. Είναι μια ιστορία που δεν γίνεται τίποτα.
- Αυτό ήταν;
- Αυτό.
- Α. Μάλιστα. Συναρπαστική. Και σε ποιόν δεν γίνεται τίποτα;
- Σε κανέναν. Δεν υπάρχει κανείς για να του γίνει κάτι.
- Κι από πού ως πού είναι αυτό το πράγμα ιστορία;
- Μα φυσικά και είναι. Είναι μια ιστορία που δεν γίνεται τίποτα.
- Και σε τι διαφέρει από ...
- Από τις υπόλοιπες ιστορίες; Κοίτα, σε αυτές συμβαίνουν διάφορα, ενώ εδώ ...
- Όχι, όχι. Από τις ιστορίες ξέρω σε τι διαφέρει. Από τις μη ιστορίες σε τι διαφέρει;
- Μα παραλογίζεσαι. Πες μου ένα παράδειγμα ενός πράγματος που να μην γίνεται τίποτα.
- Ε;
- Στην πραγματικότητα, στον πραγματικό κόσμο, πάντα κάτι θα γίνεται. Δεν γίνεται να μην γίνεται κάτι. Μόνο μέσα σε μια ιστορία μπορεί να μην γίνεται τίποτα.
- Δεν βαριέσαι να λες τέτοιες βλακείες;
- Όχι.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 28, 2007

Εγκεφαλικό

Ήταν συγγραφέας, ήταν μιας σχετικής μόδας, έγραφε και τα κειμενάκια του σε εφημερίδες και περιοδικά, εμφανιζόταν και σε κανένα τωκ σόου ως πολιτιστικό άλλοθι, γενικά ήταν η καλύτερή του ώρα: προχθές δεν ήξερε τι επάγγελμα θα ακολουθούσε, χθες δεν τον ήξερε κανείς, αύριο θα ήταν ξεπερασμένος, μεθαύριο δεν θα τον θυμόταν κανείς. Σήμερα όμως το είχε, σήμερα είχε το πολύ που προσφέρει η ζωή σε όσους διαχειρίζονται συμπαθητικά τις ευκολίες κάθε εποχής ξανασερβίροντάς τες με διαφορετικό ντρέσινγκ.
Εκείνη πάλι τον ερωτεύτηκε από το δεύτερο μυθιστόρημά του· τόσο από αυτό καθαυτό το μυθιστόρημα, όσο και από την επιτηδευμένα θολή φωτογραφία του στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και άρχισε να τον ταυτίζει με τον ήρωα του μυθιστορήματος, ο οποίος ήταν λίγο μοιραίος, λιγο επιπόλαιος, λίγο βαθύς, λίγο παιδί. Όταν τον πρωτοείδε στην τηλεόραση είχε ήδη διαβάσει και το πρώτο του μυθιστόρημα και τα διηγήματά του και τα κείμενά του στον Τύπο, με την ίδια πάντα μυστηριώδη φωτογραφία ως συνοδευτικό των λέξεών του. Όταν τον πρωτοείδε στην τηλεόραση τον είχε ήδη ερωτευτεί και όσο κι αν δεν ταίριαζε αυτό που είχε φανταστεί με αυτό που έβλεπε, καλούπωσε και επαναδιαμόρφωσε τα συναισθήματά της, ώστε να χωρέσουν στο καινούριο - απροσδόκητο αυτό πρόσωπο.
Στα άρθρα του στον Τύπο είχε μια ηλεκτρονική διεύθυνση κάτω από το όνομά του. Άρχισε να του γράφει, να του γράφει, να του γράφει. Πέντε μήνες μετά, κι ενώ είχε χάσει κάθε ελπίδα επικοινωνίας, όταν του έγραψε: «Δεν θα σε ξανανενοχλήσω. Να ξέρεις όμως ότι μου γαμάς τον εγκέφαλο», της απάντησε. Βγήκαν, πήγαν για ποτό, του έκανε τόσο ως παρουσία όσο και ως θαυμασμός, και την πήγε στο διαμέρισμά του.
Όταν έκαναν έρωτα της έπιασε και με τα δυο χέρια το κρανίο και άρχισε να πιέζει με τους αντίχειρες τους κροτάφους της. Ένιωθε τις φλέβες της να τεντώνονται και τους πίεζε ακόμη περισσότερο. Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε τη σκηνή στο «Ηannibal» με τον Άντονι Χόπκινς που είχε ανοίξει το κρανίο του Ρέι Λιότα και γευμάτιζε με τον εγκέφαλό του.
Έχυσε.
Της ζήτησε να κοιμηθεί εκεί. Εκείνη είχε τρομάξει και πονέσει από την πίεση στο κεφάλι της και ούτως ή άλλως της φαινόταν υπερβολικό να μείνει. Αλλά δεν ήθελε να κάνει κάτι για το οποίο θα μετάνιωνε μια ζωή. Ούτως ή άλλως τον είχε ερωτευτεί, δεν τον είχε ερωτευτεί;
Κοιμήθηκε και την ξαναξύπνησε εκείνος χαϊδεύοντάς την. Της ξανάπιασε το κεφάλι, άρχισε να το κουνά πάνω - κάτω και να της ξαναπιέζει τους κροτάφους, αυτή την φορά ακόμη δυνατότερα. Έβαλε τις φωνές ζητώντας του να την αφήσει, αλλά εκείνος πήρε το σφυρί που είχε φέρει όσο αυτή κοιμόταν και την χτύπησε στο κεφάλι.
Στη συνέχεια της άνοιξε το κρανίο ακριβώς όπως και στην ταινία, της έβγαλε τον εγκέφαλο και άρχισε να τον χαϊδεύει, να τον φωτογραφίζει, να τον μυρίζει, να τον κοιτά.
Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε ότι κοιτούσε σαν ποιητής.
Μετά άρχισε να της γαμά τον εγκέφαλο, τον εγκέφαλο ως ύλη, τον εγκέφαλο ως σώμα.
Η μεταφορά είχε γίνει κυριολεξία, κι εκείνος από σαγηνευτής φονιάς.
Αποκοιμήθηκε εξαντλημένος. Ξύπνησε νωρίς το πρωί γιατί έπρεπε να γράψει. Όταν ώρες μετά τελείωσε, έκανε ντους, τσίμπησε κάτι από το ψυγείο και βγήκε να περπατήσει για να καθαρίσει το κεφάλι του.
Γυρίζοντας άρχισε να διαβάζει αυτά που είχε γράψει και δεν του πήρε πολύ για να συνειδητοποιήσει ότι δεν έφταιγε η έλλειψη ακραίων εμπειριών που δεν ήταν κάτι παραπάνω από αυτό που ήταν, αλλά η έλλειψη ακραίου βλέμματος.
Αν μη τι άλλο είχε αυτογνωσία, αν μη τι άλλο μετά τα όσα είχαν γίνει χθες δεν επρόκειτο να τον ξεχάσει κανείς ούτε αύριο ούτε μεθαύριο, αφού το έργο του θα το φώτιζε πια ένα διαφορετικό φως, φως εξωγενές, φως σκοτεινό, πάντως φως.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2007

Ο νεκρόφιλος

Άντε τώρα να είσαι ελληνική σημαία και να μην σου φτάνει ότι σε έκαψαν οι καταληψίες, αλλά να πρέπει μετά να υποστείς και το βουρκωμένο μπλέιζερ σόου του Στυλιανίδη: σαν να σε έχουν μόλις σκοτώσει και πάνω απ' το ζεστό σου πτώμα να έρχεται λάγνος και νταβραντισμένος ο νεκρόφιλος. Χίλιες φορές να σε έκαιγαν ολόκληρη.
Άντε τώρα να είσαι ελληνικό σχολείο και να μην σου φτάνουν τα στραβά της εκπαιδευτικής πολιτικής του εκάστοτε Στυλιανίδη, αλλά να πρέπει μετά να υποστείς και τους βανδαλισμούς αυτών που κάνουν κατάληψη για να σε δουν στη θέση που σου αξίζει.
Η Κυριακή όμως δεν ήταν άσχημη για όλους: ακριβώς δυο εβδομάδες μετά τον υπέροχο λαό του ΠΑΣΟΚ μίλησε και ο υπέροχος λαός του ΠΑΟΚ, που αξιώθηκε ένα ονειρικό ποδοσφαιρικό απόγευμα, το οποίο ξεκίνησε με διαδήλωση για χιλιοστό διακοσιοστό τέταρτο χάρισμα των χρεών από την καριόλα την Αθήνα, συνεχίστηκε με τριάρα στο γήπεδο και ολοκληρώθηκε με πετροβολητό του πούλμαν του αντιπάλου και του γερμαναρά προπονητή του. Με μια λέξη: καύλα. Τι άλλο να ζητήσεις για να ολοκληρωθείς; Μια ανακοίνωση της ΠΑΕ ότι πρόκειται για προβοκάτσια; Μην είμαστε και αχόρταγοι.
Αντί να ενωθούν τα ασφαλιστικά ταμεία ας ενωθεί το ανεξάρτητο κράτος του ΠΑΟΚ (του οποίου το ταμείον είναι μείον) με το ανεξάρτητο κράτος των Ζωνιανών (του οποίου το ταμείο είναι συν), να χτυπηθούν οι ελλαδιτοχαμουτζήδες από δυο μέτωπα, βόρειο και νότιο, να μην ξέρουν από που τους πρωτόρθε και να δημιουργηθεί για τα μεγάλα γούστα ο ΠΑΟΚ Ζωνιανών με έμβλημα τον δικέφαλο μαυροπουκαμισά. Αυτήν την σημαία δεν θα τολμά να την πειράξει κανείς.
Η Μακεδονία είναι ελληνική - η Κρήτη όχι,
ο ΠΑΟΚ και ο πρόεδρός του ανήκουν στο λαό τους,
ο Στυλιανίδης με το ένα χέρι κρατά καμμένες στις καταλήψεις σημαίες και με το άλλο κόβει καμμένα στις δημοσκοπήσεις βιβλία.

Ο Χωρισμός

«Μωρό μου, σχεδόν σου έχει τελειώσει το άρωμα. Να σου πάρω ένα, δώρο για την επέτειό μας;».
Προληπτικός δεν ήταν, τις προλήψεις τις κορόιδευε, αλλά σε ό,τι είχε να κάνει με τη σχέση τους δεν ήταν διατεθειμένος να πάρει το παραμικρό ρίσκο: δεν θα έβαζε τα προσωπικά του πιστεύω πάνω από ένα ενδεχόμενο χωρισμού, όσο μηδενικό κι αν το θεωρούσε, όσο γελοία κι αν του φαινόταν η πρόληψη πως αν πάρεις στον άλλο άρωμα ακολουθεί χωρισμός.
Μην θέλοντας να εκμυστηρευθεί αυτές τις σκέψεις του, όχι τόσο για να μη φανεί ανακόλουθα προληπτικός, όσο για να μη φανεί ανεπανόρθωτα ανασφαλής (καθώς σε ό,τι είχε να κάνει με τη σχέση τους δεν ήταν διατεθειμένος να πάρει το παραμικρό ρίσκο), της απάντησε ότι είχε ήδη πάρει αλλά το είχε ξεχάσει στο αυτοκίνητο.
Την άλλη μέρα το βασικό του άγχος ήταν να φύγει από τη δουλειά εγκαίρως για να προλάβει να ψωνίσει άρωμα πριν κλείσουν τα μαγαζιά, καθώς αν επέστρεφε σπίτι χωρίς το άρωμα μπορεί και να υποψιαζόταν κάτι, και σε ό,τι είχε να κάνει με τη σχέση τους δεν ήταν διατεθειμένος να πάρει το παραμικρό ρίσκο (αν και δυστυχώς αναγκαζόταν συχνά εκ των πραγμάτων να παίρνει διάφορα τέτοια ρίσκα, καθώς αναγκαζόταν συχνά εκ των πραγμάτων να της λέει διάφορα τέτοια μικροψέμματα, τα οποία στη συνέχεια έπρεπε να τα καλύψει, μικροψέμματα που ξεκινούσε να της λέει ακριβώς στην προσπάθεια αποφυγής των ρίσκων).
Τελικά με την ψυχή στο στόμα πρόλαβε. Η ανακούφιση που ένοιωσε όταν το αγόραζε χαλάλιζε όλο το προηγούμενο άγχος και ένταση.
Έφτασε σπίτι. Εκείνη έλειπε. Έβγαλε το άρωμα από τη σακούλα, έσκισε το περιτύλιγμα, το έβγαλε από το μπουκάλι του και έβαλε λίγο στο πρόσωπό του.
Έχοντας χαλαρώσει εντελώς, αστειεύτηκε την ώρα που το έβαζε, καθώς κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη: «Για σένα, αγόρι μου. Σου αξίζει».
Άκουσε το κλειδί στην πόρτα. Είχε γυρίσει. Πήγε να την υποδεχτεί, χωρίς να συνειδητοποιήσει ότι ο εαυτός του παρέμεινε στον καθρέφτη, βλέποντάς τον να φεύγει και ακούγοντάς τον, όταν απομακρύνθηκε από το οπτικό του πεδίο, να προχωρά, να την φιλά, να τον φιλά και να του λέει «Ωραίο άρωμα, καινούριο;».

Σάββατο, Νοεμβρίου 24, 2007

Mπεκ

Αρκετό κρασί απόψε. Λευκό. Ο εγκέφαλος -δηλαδή εγώ- αρχίζει να κινείται στους ρυθμούς του. Σαν μούδιασμα. Αν ο κόσμος είναι έξω από το κεφάλι μου, γιατί μουδιάζει μαζί του;
Μετά στο αυτοκίνητο. Θέλει επιτέλους σέρβις. Επιστρέφουμε σπίτι. Μην φοβάσαι. Νοτ δατ ντρανκ. Φανάρι. Μα τι επιγραφή είναι αυτή; Να φωτογραφηθεί.

Καθαρισμός - Μπεκ - Καρμπυρατέρ. Τι σημαίνει μπεκ; Έναν Τζεφ Μπεκ ήξερα. Τον Μπλεκ ήξερα. Το Μπεκ δεν το ξέρω και δεν το αναγνωρίζω. Κι ας το αναγνωρίζουν όλοι οι άλλοι. Σαν τα Σκόπια ένα πράγμα.
Συνεχίζουμε. Ομόνοια. Κοίτα - κοίτα, τα πρεζόνια. Να φωτογραφηθούν.

Ουσίες αυτοί - οινοπνεύματα εγώ: η διαφορά ανάμεσα στο να φεύγεις ανεξέλεγκτα και στο να φεύγεις ντεμέκ - λίγο - ελεγχόμενα - να φεύγεις κι όλο εδώ να είσαι.
Πού θα πάει όμως; Σε μερικές δεκαετίες το αργότερο θα φύγεις για τα καλά.
Και μέχρι τότε θα γράφεις ό,τι σου ρχεται στο μεθυσμένο ή ξεμέθυστο κεφάλι σου, έχοντας ένα και μόνο κανόνα: να είσαι όσο το δυνατόν λιγότερο σοβαροφανής και όσο το δυνατόν περισσότερο εκτεθειμένος.
Αλλά αν τη σοβαροφάνεια ποτέ δεν την είχες, το κρύψιμο πάντα το είχες, οπότε το πρώτο σου 'ρχεται πιο εύκολα απ΄το δεύτερο.
Τελικά όμως σημασία έχει να διαψεύσεις αυτόν που θα σου πει ότι η ζωή περνά από δίπλα σου και χάνεται.
Δεν χάνεται.
Σώζεται, κατάλαβέ το.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 22, 2007

Πουστοέλληνες

Για τον Μπομπ τον Σφουγγαράκη η αλήθεια είναι ότι έχω ακούσει από μαρτυρίες φίλων δυτών πολλά και διάφορα, αλλά δεν είναι του χαρακτήρα μου να διαδίδω τέτοιου είδους πληροφορίες για την προσωπική ζωή οποιουδήποτε· το τι κάνει ο καθένας στην κρεβατοκάμαρά του -ή εν προκειμένω εις τον βυθό εις τον βυθό της θάλασσας- είναι αυστηρά δική του υπόθεση.
Του χαρακτήρα μου είναι να γράφω καμιά φορά για ταινίες ή σειρές που μου αρέσουν· όπως το «Six Feet Under», του οποίου μόλις είδα τον δεύτερο κύκλο και τον βρήκα βαλτωμένο σε σχέση με τον καταπληκτικό πρώτο, αλλά αυτό είναι άσχετο, αφού δεν θέλω να γράψω για τη σειρά, αλλά για το ότι δυο από τους βασικούς της ήρωες είναι ομοφυλόφιλοι, τους οποίους βλέπουμε να συζούν, να φιλιούνται στο στόμα, ενίοτε και να κάνουν σεξ.
Τους βλέπουμε όμως να συμπεριφέρονται σαν άντρες και όχι σαν τόσομάτόσο τρισχαριτωμένα και μεσ-την-καλή-χαρά οκτάχρονα κοριτσάκια με κορδελίτσα στα μαλλιά (όπως π.χ. συμπεριφέρεται σε σίριαλ, διαφημίσεις και στις εκπομπές που είναι καλεσμένος ο Γιώργος Καπουτζίδης) ή σαν υστερικιές λαγνεπίλαγνες αδελφές ευρισκόμενες μονίμως στα πρόθυρα εντελώς ανεξέλεγκτων σεξουαλικών σπασμών (όπως π.χ. συμπεριφέρεται ο Φώτης Σεργουλόπουλος).
Αν ο αμερικάνικος τρόπος σπασίματος ταμπού είναι σειρές σαν το «Six Feet Under» ή ταινίες σαν το «Βrokeback Mountain», εδώ έχουμε τον Ηλία Ψινάκη να μας υπενθυμίζει με κάθε του ατάκα ότι λαχταρά ένα καυτό καυλί.

Λέγοντας τις τσίμπλες

Μόλις κατόρθωνε να ξυπνήσει, άνοιγε το πορτατίφ δίπλα του και ανακαθόταν στο κρεβάτι με μάτια πεισματικά κλειστά. Μετά από ένα – δύο λεπτά, ψηλαφούσε και έπιανε με το αριστερό χέρι τον μεγεθυντικό φακό που βρισκόταν στο κομοδίνο, δίπλα στο πορτατίφ και στο ξυπνητήρι (τις φορές που δεν το είχε πετάξει κάτω στην προσπάθειά του να το βρει και να το κλείσει). Με το δέξι χέρι έπιανε τα κλειστά του μάτια. Έπαιρνε τις τσίμπλες του, τις ακουμπούσε με προσοχή στην παλάμη του, άνοιγε τα μάτια του και άρχισε να τις εξετάζει ενδελεχώς με τον φακό, επειδή του είχε καρφωθεί εδώ και λίγο καιρό η κωμική ιδέα ότι οι τσίμπλες μπορεί να αποτελούν το υλικό αποτύπωμα του ονείρου, μπορεί να είναι ό,τι αφήνει το όνειρο φεύγοντας. Πώς θα μπορούσε να το αποκλείσει; Όταν έπεφτε να κοιμηθεί δεν τις είχε. Όταν ξυπνούσε τις είχε. Τι είχε να χάσει κοιτώντας τες;
Το να προβλέπεις την μοίρα του άλλου διαβάζοντας τα άστρα ή το κατακάθι του καφέ, ναι, δεν του κολλούσε. Το να λες όμως τις τσίμπλες, να ξαναβλέπεις τα όνειρα του άλλου, διαβάζοντας το κατακάθι του ονείρου, του κολλούσε. Αντί για καφετζού θα μπορούσε να γίνει τσιμπλάς. Να ξενυχτά σε ξένα σπίτια και να περιμένει τον άλλο να ξυπνήσει, ώστε να του ερμηνεύσει το όνειρό του.
Η ώρα είχε περάσει επικίνδυνα. Να που τελικά είχε να χάσει κάτι. Σιχτίρισε, εκσφενδόνισε μακριά το αποτύπωμα του ονείρου και σηκώθηκε αγχωμένος.
Το βράδυ, πέφτοντας πτώμα να κοιμηθεί, αλλά αδυνατώντας από την υπερένταση, σκέφτηκε ότι σήμερα είχε τρέξει όπως όλοι οι άλλοι, είχε πιεστεί όπως όλοι οι άλλοι, είχε ψιλολουφάρει όπως όλοι οι άλλοι, είχε αποτελέσει μέρος της παραγωγικής διαδικασίας όπως όλοι οι άλλοι, είχε απασχολήσει το μυαλό του με τις σκέψεις που απασχολούν όλους τους άλλους, αλλά ότι το πρωί που είχε ξυπνήσει είχε κάνει σκέψεις διαφορετικές από όλους τους άλλους, είχε αρνηθεί να μπει στο παιχνίδι της καθημερινότητας από την πρώτη στιγμή που είχε ανοίξει τα μάτια του, είχε αρνηθεί να παραδοθεί στην πραγματικότητα σαν να υπήρχε μόνο αυτή, σαν να μην υπήρχαν τα όνειρα λίγο πριν, σαν αυτά να είναι λιγότερο πραγματικότητα, σαν η στιγμή που φεύγεις από τα όνειρα και μπαίνεις στην πραγματικότητα να μην είναι εξ ορισμού οριακή, σαν το φυσιολογικό να είναι να μην στέκεσαι με έκπληξη απέναντί της αλλά να φεύγεις από αυτήν αστραπιαία, επειδή έχεις αργήσει και η πραγματικότητα σε θέλει όλον δικό της.
Με αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκε. Τσίμπλες άρχιζαν να σχηματίζονται στα μάτια του.
(Κείμενο γραμμένο για το «Exodos»)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2007

Οι εχθροί σου

Σε κάποια από τις δεκάδες εκπομπές για τα Ζωνιανά (νομίζω στου Κώστα Βαξεβάνη), ένας κάτοικος του χωριού λέει ότι από μικρά τα παιδιά μαθαίνουν στην αντιπαλότητα -και με το κράτος μεν- πρώτα απ' όλα όμως με το γειτονικό χωριό, με τα Λιβάδια και τους Λιβαδιώτες.
Οπότε ίσως το 2012 δεν θα πρέπει να αποσχιστεί μόνο η Κρήτη, αλλά να γίνει η Κρήτη καμιά τριακοσιαριά ανεξάρτητα κρατίδια, τα οποία θα μπορούν να επιδίδονται σε συνεχείς μεταξύ τους υπερήφανους και λεβέντικους πολέμους.
Κατασκευάζουμε εχθρούς για να επιβεβαιώσουμε την ταυτότητά μας, αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά, και αν κάτι θυμίζει η όλη ιστορία είναι ταινίες με την μαφία, όπου απέναντι στο κράτος και την κοινωνία υπάρχει η «οικογένεια», η οποία είναι υπεράνω όλων και μέσα στους κόλπους της οποίας βρίσκει κανείς και αξιακό σύστημα και κώδικα τιμής και αίσθηση του ανήκειν και αλληλεγγύη, μόνο που είναι ακριβώς τα μέλη των «οικογενειών» που αλληλοκαθαρίζονται για λόγους χρημάτων και εξουσίας, καθώς όταν νιώθεις
Έλληνας σε αντιδιαστολή με οτιδήποτε άλλο,
Κρητικός σε αντιδιαστολή με το Έλληνας,
Μυλοποταμίτης σε αντιδιαστολή με το Κρητικός,
Ζωνιανίτης σε αντιδιαστολή με το Μυλοποταμίτης,
μέλος της στενής σου οικογένειας σε αντιδιαστολή με το Ζωνιανίτης,
έρχεται πάντα η στιγμή που τελικά όλοι ανεξαιρέτως είναι εχθροί σου, των μελών της στενής σου οικογενείας συμπεριλαμβανομένων, σε μια κοινωνία χωρίς νόμους, όπου μόνος νόμος είναι η βία (την οποία θα ασκήσεις, αφού αφενός έχεις τα μέσα και αφετέρου έτσι έμαθες και δεν σου κάνει πια διαφορά) και έσχατο ιδανικό της το ιδανικό της με κάθε τίμημα επιβίωσης και επιβολής σου.
«I don't feel I have to wipe everybody out, Tom. Just my enemies».

Τρίτη, Νοεμβρίου 20, 2007

«H Kαντέλα είναι κοινωνικό παιδί...»

Αναδημοσιεύω ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε με τον παραπάνω τίτλο στη χθεσινή «Sportday»:
«Σε παιδότοπο της Κηφισιάς βρέθηκε το Σάββατο σύσσωμη η Λάτιν παροικία της ΑΕΚ. Όπως γράψαμε χθες, οι Βραζιλιάνοι, οι Αργεντινοί και οι Πορτογάλοι της ομάδας βρέθηκαν δίπλα στον Ροδόλφο Μάρτιν Αρουαμπαρένα σε μια πολύ χαρούμενη μέρα: στο πάρτι γενεθλίων της 8χρονης κορούλας του, Καντέλα. Στο πάρτι πήγαν οι Ριβάλντο, Ζούλιο Σέζαρ, Μαντούκα, Μορέτο, Ράμος, Ζεράλντο, Μπλάνκο, Μανού και Ασκαράτε. Και μπορεί οι περισσότεροι να είχαν κι άλλες υποχρεώσεις (το Βusiness Forum της Puma) και να μην κατάφεραν να μείνουν πολύ εκεί, αλλά το σημαντικό είναι ότι έδωσαν το «παρών» και ευχήθηκαν στην Καντέλα, στον μπαμπά της, στην μαμά της, Μαρίζα, και στα αδελφάκια της, την Καμίλα και τον Λούκας, τα καλύτερα. Μάλιστα, οι συμπαίκτες του «Βάσκου» εντυπωσιάστηκαν από τον μεγάλο αριθμό παιδιών που αντίκρισαν στο πάρτι της Καντέλα. «Από πού ήρθαν όλα αυτά τα παιδιά; Από την Αργεντινή ή την Ισπανία τα φέρατε;», ρώτησαν τον Αρουαμπαρένα και εκείνος απάντησε: «Η Καντέλα είναι κοινωνικό παιδί. Πρόλαβε και έκανε τις γνωριμίες της στην Αθήνα!». Οι ποδοσφαιριστές της ΑΕΚ δοκίμασαν την τούρτα, έδωσαν τα δώρα τους στην μικρή Καντέλα, κάθισαν όλοι μαζί σε ένα τραπέζι και κουβέντιασαν σε ζεστό κλίμα όσο διάστημα παρέμειναν στον χώρο».
Καντέλα Αρουαμπαρένα,
δέξου και από το μπλογκ μας τις θερμότερες ευχές για τα όγδοα γενέθλιά σου, να τα κατοστήσεις και μακάρι να μείνεις πάντα τόσο κοινωνική, για να σε χαίρονται και να σε καμαρώνουν, ο πατέρας σου, Ροδόλφο «Βάσκος» Μάρτιν Αρουαμπαρένα, η μητέρα σου, Μαρίζα Αρουαμπαρένα και τα αδελφάκια σου, Καμίλα και Λούκας Αρουαμπαρένα.

Ο ναρκωτικός ειρμός

Όταν, μετά από μια ζωή αφιερωμένη στη σκέψη, του έφυγε και η τελευταία αμφιβολία για το ότι δεν υπάρχει κόσμος έξω από το μυαλό του και βεβαιώθηκε πως ό,τι είχε ζήσει ήταν δημιούργημα του μυαλού του, αντί να ευτυχήσει που είχε φτάσει στο έσχατο στάδιο φωτισμού, άρχισε να αναρωτιέται τι είδους πειραγμένο μυαλό θα είχε πλάσει έναν κόσμο, όπου αντί να το γνωρίζει εξ αρχής ότι τον είχε πλάσει, θα είχε επιβάλει στο ίδιο του το είναι να το ανακαλύψει μετά από μια ζωή σκέψεων, συνειδητοποιώντας τότε ότι είχε ενώπιον του ένα νέο απροσδόκητο μυστήριο, ένα μυστήριο μετά την επίλυση του μυστηρίου των μυστηρίων, μετά την αποκάλυψη του τρόπου σύστασης του κόσμου, το μυστήριο δηλαδή αν η προαναφερθείσα θεμελιακή αυτοαπόκρυψη συνιστούσε παρανοϊκή και αυτοκαταστροφική σπατάλη μιας ζωής, ή, αντίθετα, το μόνο ικανό τέχνασμα για να έχει το μυαλό του κάτι ενδιαφέρον να ασχολείται κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Εν τω μέσω αυτών των νέων αμφιβολιών, η νοσοκόμα του έδωσε τα χαπάκια του, ενώ δίπλα του αυτός ο φαλακρός είχε αρχίσει πάλι να κακαρίζει, με αποτέλεσμα ο άλλος με το μουστάκι να αρχίσει να ουρλιάζει το συνηθισμένο του «Δεν αντέχω - δεν αντέχω» και απώτερο αποτέλεσμα να διακοπεί ο ναρκωτικός ειρμός των σκέψεών του και να θυμηθεί πού βρισκόταν. Τι είδους αυτοκαταστροφικά παρανοϊκό μυαλό θα είχε φτιάξει έναν κόσμο όπου θα τον θεωρούσαν τρελό; Μόνο ένα τρελό μυαλό θα το έκανε αυτό, οπότε δικαίως είχε μεριμνήσει και για τον εγκλεισμό του. Εκτός κι αν η τρέλα ήταν το μόνο ικανό τέχνασμα για να έχει το μυαλό του κάτι ενδιαφέρον να ασχολείται κατά τη διάρκεια της ζωής του, αφού τα όρια της λογικής ήταν θλιβερά πεπερασμένα.
Τρελός - ξετρελός, πάντως δεν βαριόταν και γούσταρε με τα χίλια το τριπάκι του.
Οπότε μάλλον τέχνασμα ήταν.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 19, 2007

Η εικόνα

Κατηγορούσε ανέκαθεν τον εαυτό του με μεγάλη ευκολία.
Μέχρι το βράδυ που σε ένα μπαρ συνόψιζε την τελευταία έκδοση του κατηγορητηρίου σε φίλο του αδελφικό, κι εκείνος όχι μόνο συμφώνησε αλλά προσαύξησε κιόλας.
Τότε στράβωσε κι ένιωσε βαθιά προσβεβλημένος.
Ώστε αυτή την εικόνα είχε ο φίλος του για αυτόν;
«Αν με βλέπεις έτσι, γιατί εξακολουθείς να είσαι φίλος μου;», τον ρώτησε μετά από ώρα.
«Αν σε βλέπεις έτσι, γιατί εξακολουθείς να είσαι έτσι;», του απάντησε αμέσως.
«Άντε και γαμήσου», του ανταπάντησε καπάκι και σηκώθηκε και έφυγε· τον ζήλευε ο παλιομαλάκας και είχε βρει επιτέλους την ευκαιρία να του την πει.
Το άλλο πρωί το μετάνοιωσε, ένιωσε αυτός πολύ μαλάκας για τον τρόπο που φέρθηκε, και έτσι προσέθεσε στο κατηγορητήριο την χθεσινοβραδυνή του συμπεριφορά, την έλλειψη ανοχής στην κριτική, έχοντας μάθει πάντως το μάθημά του, καθώς αποφάσισε να κρατά εφεξής τα κατηγορητήρια κατά του εαυτού του για τον εαυτό του, που ήταν λαρτζ τύπος και που κατά βάθος πάντα τον κοιτούσε με κατανόηση, παρά τα όποια τρωτά του, τα οποία δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να αναιρέσουν την γενική εικόνα.

Σάββατο, Νοεμβρίου 17, 2007

Περιστρεφόμενοι Ψαράδες

Το ραδιόφωνο λέει ότι αγνοούνται τρεις χιλιάδες ψαράδες από τον κυκλώνα στο Μπαγκλαντές
και αντί να σκεφτώ άλλα πράγματα
προτιμώ να σκεφτώ
τρεις χιλιάδες ψαράδες να πετούν,
τρεις χιλιάδες ψαράδες να στροβιλίζονται,
να παράγουν ομορφιά και νόημα,
ποίηση και αντίσταση,
αντίσταση στην αβάσταχτη ελαφρότητα της ζωής τους,
στην αβάσταχτη ελαφρότητα του θανάτου τους,
ελαφρότητα χωρίς την οποία
δεν θα τους έπαιρνε τόσο εύκολα ο άνεμος,
ελαφρότητα χωρίς την οποία
δεν θα ζούσαν κοπαδηδόν και δεν θα πέθαιναν κοπαδηδόν,
δεν θα ζούσαν πάμφθηνα και δεν θα πέθαιναν πάμφθηνα,
ελαφρότητα χωρίς την οποία
δεν θα προσπερνούσαμε τόσο εύκολα την είδησή τους,
αλλά τι σημασία έχουν πια αυτά,
αφού -κοίτα τους- τώρα περιστρέφονται,
τρεις χιλιάδες ψαράδες που νίκησαν τη βαρύτητα
και με το δέος του ιπτάμενου χορού τους
νικούν και την ελαφρότητα,
αφού τώρα περιστρέφονται,
μαζί με βάρκες, ψάρια, δίχτυα και καλάμια,
αφού τώρα μπορείς να τους δεις να περιστρέφονται

Παρασκευή, Νοεμβρίου 16, 2007

Present Time

Σε ταινίες που διαδραματίζονται στο παρελθόν ή στο μέλλον, πάντα μου άρεσε η στιγμή που, με το πρώτο πλάνο τους, έπεφτε στο κάτω μέρος της οθόνης η λεζάντα για τον χρόνο στον οποίο βρισκόμαστε. Το εφηβικό και μετεφηβικό μου όνειρο ήταν να κάνω ταινίες. Αντ΄αυτών κάνω ποστ. Μπορεί να ακολουθεί πολύ μικρό ποστ αντί πολύ μεγάλης ταινίας, μπορεί να μην διαδραματίζεται ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον αλλά ούτε ακριβώς στο παρόν, το πρώτο πλάνο του πάντως ξεκινά με χρονική λεζάντα:

17 Νοεμβρίου 2007
Η τριακοστή τέταρτη επέτειος του Πολυτεχνείου, συμπίπτοντας σχεδόν χρονικά με το πέρας των εσωκομματικών εκλογών του ΠΑΣΟΚ, έφερε στο ίδιο τηλεοπτικό στούντιο έξι πολιτικούς, που μέχρι πριν λίγες μέρες βρίσκονταν σε αντίπαλα στρατόπεδα, αλλά το 1973 είχαν βρεθεί στο ίδιο. Σε φορτισμένο συγκινησιακά κλίμα μίλησαν για την δραματική εκείνη νύχτα ο σκληρός ρόκερ Διομίδης Κομνηνός, ο διανοούμενος συγγραφέας Βασίλης Φάμελλος, η πρώην αρχηγός του Συνασπισμού Βασιλική Μπεκιάρη, ο νυν πολέμιος των εκδοτικών συμφερόντων και υπερασπιστής της αυτονομίας της πολιτικής Γιώργος Σαμούρης, ο πρώην της αριστεράς και της προόδου Μιχάλης Μυρογιάννης, ο εκσυγχρονιστής πρώην τσάρος της οικονομίας Μάρκος Καραμανής.
Εκτός όμως από τους εξαργυρωτές της νεανικής αντίστασης, υπάρχουν και οι άλλοι, οι αγνοί, οι νεκροί, οι αμνημόνευτοι, εκείνοι που δεν αναφέρθηκαν ούτε σε αυτήν την εκπομπή, ήρωες όπως ο Κώστας ο Λαλιώτης, ο Μίμης ο Ανδρουλάκης, η Μαρία η Δαμανάκη, ο Στέφανος ο Τζουμάκας, ο Νίκος ο Μπίστης, ο Νίκος ο Χριστοδουλάκης.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 15, 2007

Θα τον κοιτάς κατάματα με αγάπη

Διαβάζω για αυτήν την ιστορία με τις «δωρεάν αγκαλιές».
Έχει εξαπλωθεί σε διάφορες χώρες, ήρθε και στην Ελλάδα: οι συμμετέχοντες μαζεύονται σε κεντρικά σημεία των πόλεων και αγκαλιάζουν περαστικούς ή ζητούν από τους περαστικούς να τους αγκαλιάσουν, ως εκδήλωση θετικής ενέργειας και ως αντίδοτο στην αποξένωση.
Εφόσον όμως οι αγκαλιές είναι από καταβολής της ανθρωπότητας ούτως ή άλλως δωρεάν, με τον όρο δωρεάν εννοείται συνειδητά ή υπονοείται ασυνείδητα, ότι οι συγκεκριμένες είναι αγκαλιές που δεν διέπονται από την ανταλλακτικότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, αγκαλιές που τις δίνεις και τις δέχεσαι χωρίς να σου ζητούνται δεσμεύσεις ειλικρίνειας, αφοσίωσης, θυσιών: αγκαλιάστε – αγκαλιαστήκατε – τελειώσατε.
Αλλά όσο εκ πρώτης όψεως ελκυστικό φαντάζει το να απολαμβάνεις την θαλπωρή μιας αγκαλιάς χωρίς να απαιτείται από σένα η παραμικρή συναισθηματική συμμετοχή, άλλο τόσο άχαρο και αμήχανο είναι να αγκαλιάζεις κάποιον που βλέπεις πρώτη και τελευταία φορά.
Γιατί λοιπόν στο κίνημα των δωρεάν αγκαλιών να μην αντιταχθεί ένα αντικίνημα επί πληρωμή αγκαλιών; Γιατί να μην συνδυαστούν τα προτερήματα των πατροπαράδοτων με αυτά των δωρεάν αγκαλιών, απαλείφοντας ταυτόχρονα τα μειονεκτήματά τους, σε μια διαδικασία όπου ο αγκαλιάζων αφενός δεν θα μπορεί να σε πληγώσει και αφετέρου δεν θα σου ζητά τίποτα που δεν θες εσύ να δώσεις, παρά μόνο το φιξ χρηματικό αντίτιμο;
Αγκαλιάζων επί πληρωμή: κάνεις έναρξη επαγγέλματος στην εφορία, βγάζεις μπλοκ απόδειξης παροχής υπηρεσιών, έχεις τον χώρο σου («αγκαλιαστήριο»), αλλά μπορείς να κάνεις και κατ’ οίκον επισκέψεις (με αυξημένη βέβαια χρέωση).
Οι υπηρεσίες σου δεν θα περιορίζονται στην ξερή αγκαλιά. Θα ακούς κιόλας. Ο αγκαλιαζόμενος θα έχει τη δυνατότητα να σου λέει, να σου λέει, να σου λέει. Όσα θέλει. Θα απαγορεύεται δια ροπάλου να απαντάς. Οι απαντήσεις, ο διάλογος, η ανταπόκριση είναι επικίνδυνα πράγματα που θα οδηγήσουν σούνερ ορ λέιτερ στα αδιέξοδα των σχέσεων από τα οποία ο αγκαλιαζόμενος αποτάθηκε στις υπηρεσίες σου για να ξεφύγει.
Οι υπηρεσίες σου δεν θα περιορίζονται στην ξερή αγκαλιά. Θα χαϊδεύεις το κεφάλι του αγκαλιαζόμενου. Θα τον κοιτάς κατάματα με αγάπη. Το βλέμμα σου θα είναι παγίως αγαπητικό και ποτέ επικριτικό. Ό,τι κι αν σου λέει. Μέχρι εκεί. Θα απαγορεύεται δια ροπάλου να φιλάς. Τα φιλιά είναι επικίνδυνα θάματα που θα οδηγήσουν σούνερ ορ λέιτερ στα αδιέξοδα των σχέσεων από τα οποία ο αγκαλιαζόμενος αποτάθηκε στις υπηρεσίες σου για να ξεφύγει.
Και μετά, αν κάνεις γκελ στην αγορά, να δεις που θα έρθουν και οι διαφημιστές. Θα φοράς τις μπλούζες τους και ο αγκαλιαζόμενος θα πέφτει ταυτόχρονα στην αγκαλιά την δική σου και του προϊόντος.
Η αγκαλιά σου: ένας παρθένος χώρος για διαφήμιση.
Πώς να μην σπεύσουν κοντά σου οι επίδοξοι χορηγοί της αγκαλιάς σου;
(Κείμενο γραμμένο για το «Exodos»)

Η τελευταία απορία

Από τότε που είχα δει αυτήν την ταινία, χρόνια πριν, μου είχε απομείνει μόνο μία απορία αναπάντητη, η οποία με ταλάνιζε έκτοτε μέρα - νύχτα.
Μέχρι που έβαλα απόψε Σκάι.

Αφού το διευκρίνισα κι αυτό, το μόνο που δεν ξέρω πια είναι το πότε θα πεθάνω (everything I always wanted to know about death, but Ι was afraid to ask, αλλά και να μην φοβόμουν, ποιόν να βρω να ρωτήσω, εδώ που τα λέμε).

Αύριο βράδυ πάντως, την ίδια ώρα, ο Σκάι θα προβάλει το ντοκιμαντέρ «Πώς να Αφανίσετε έναν Αλέφαντο», με παρουσιαστή τον Γιώργο Δούρο.

Τρίτη, Νοεμβρίου 13, 2007

Ποπ Κουλτούρα

Δεν είχε ξαναχορέψει ζεϊμπέκικο ποτέ.
Όταν άκουσε όμως τις πρώτες νότες, κατάλαβε ότι αυτή την φορά έπρεπε να χορέψει, αντιλήφθηκε ότι αυτό το τραγούδι, που χρόνια το είχε παρεξηγήσει, είναι στην πραγματικότητα ζεϊμπέκικο στην ψυχή και στους στίχους.
Σηκώθηκε κι άρχισε το πρώτο του ζεϊμπέκικο. Μόνος του ήταν άλλωστε και δεν τον έβλεπε κανείς. Δεν είχε ανάγκη από θεατές. Ποτέ δεν είχε.
Μα πονούσε για κάτι συγκεκριμένο;
Όχι· όλα καλά του πήγαιναν· καλύτερα από ποτέ.
Σκέφτηκε τότε ότι ο πόνος του, όντας μη συγκεκριμενοποιήσιμος και μη δικαιολογημένος, ήταν και αυθεντικότερος, ήταν αμασκάρευτα αληθινός: πονούσε επειδή υπήρχε και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη αιτία για να πονά.
Ο Σοπενάουερ είπε πως η ζωή είναι ένα εκκρεμές που ταλαντεύεται μεταξύ πόνου και ανίας.
Σοπενάουερ δεν είχε διαβάσει· Σοπράνος έβλεπε, κι από εκεί είχε μάθει το τσιτάτο.
Ξανασκέφτηκε τότε ότι ίσως ο πόνος του δεν ήταν αυθεντικότερος, δεν ήταν βαθύτερος, αλλά ίσως βαριόταν ακόμη και να βαριέται, και για αυτό κρατούσε με το ζόρι το εκκρεμές στην μία του πλευρά.
Βυθισμένος καθώς ήταν στην θολούρα αυτών του των σκέψεων, συνειδητοποίησε ότι το τραγούδι συνέχισε να παίζει μόνο του, χωρίς την συμμετοχή του, αφού είχε αφήσει το ζεϊμπέκικο στην μέση και κοιτούσε ακίνητος στο υπερπέραν του απέναντι τοίχου.
Ευτυχώς που δεν τον έβλεπε κανείς.

Έντεκα χρόνια σινεμά

Από «το ρεύμα του αυτονόητου» στη φιλοδοξία δημιουργίας εσωκομματικού αντιπολευτικού ρεύματος μεσολαβεί εν πάση περιπτώσει η πλήρης αδυναμία αναστροφής επί 50 ημέρες του «ρεύματος του υπαρκτού», όπως αυτό αποτυπωνόταν και γιγαντωνόταν από δημοσκόπηση σε δημοσκόπηση. Και η αδυναμία χειρισμού μιας δύσκολης κι απρόβλεπτης κατάστασης, η αδυναμία να ελιχθείς μπροστά στην επερχόμενη καταστροφή, είναι ο ορισμός της πολιτικής αδυναμίας.
---
Ενός λεπτού σιγή κρατήθηκε στην έναρξη της σημερινής «Ανατροπής», από τον Γιάννη Πρετεντέρη και τους συνεργάτες του για τον αδόκητο χαμό του Βαγγέλη Βενιζέλου. Από τους καλεσμένους της εκπομπής ακούστηκαν ρηξικέλευθες απόψεις για τα αληθή αίτια της μεγάλης ήττας, τα οποία ομαδοποιήθηκαν σε δύο βασικές κατηγορίες: α) νοοτροπίες παρελθούσης εικοσαετίας («Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν η νοοτροπία και η κατάσταση του αγωνιστικού χώρου. Μας εξήγησαν οι άνθρωποι ότι χάλασε η μηχανή που κουρεύει το χόρτο. Γνωρίζω καλά τι έχει συμβεί, αυτά όμως γίνονταν προ εικοσαετίας») και β) μη τήρηση του fair play από την ομάδα Παπανδρέου και αθέμιτη αποδοχή της τακτικής της από το διαιτητεύον εκλογικό σώμα («Μία ομάδα δεν την ενδιέφερε να παίξει και ο διαιτητής το αποδέχτηκε, οπότε δεν υπήρχε παιχνίδι»).
---
Τέλος -και δεν είναι αστείο- στην βραδυνή εκπομπή της ΝΕΤ ο Στέφανος Τζουμάκας δήλωσε, ότι εκείνος από το 1974 μέχρι το 1981 και από το 1989 μέχρι το 1993 δεν μπόρεσε να πάει ένα σινεμά, καθώς ήταν συνεχώς στον αγώνα για την εκλογή και επανεκλογή αντίστοιχα του Ανδρέα Παπανδρέου. Ειδικοί εκτιμούν ότι ο Στέφανος στάθηκε διπλά άτυχος, αφού στα έντεκα αυτά χρόνια έχασε από τον «Ελαφοκυνηγό» και τον «Ταξιτζή» μέχρι την «Διπλή Ζωή της Βερονίκ» και το «Μπάρτον Φινκ».

Δευτέρα, Νοεμβρίου 12, 2007

Η γιορτή της δημοκρατίας

Η χθεσινή μέρα χαρακτηρίστηκε γιορτή της δημοκρατίας και λίγο - πολύ δίκαια. Σε αντίθεση με την παρωδία του '04, το χθεσινό κάτι σήμαινε: για πρώτη φορά αρχηγός κόμματος εκλέχθηκε απευθείας από τον λαό.
Ωστόσο, για τα δικά μου κριτήρια, η χθεσινή μέρα υπήρξε γιορτή της δημοκρατίας διαδικαστικά και μόνο· επί της ουσίας αδυνατώ να δικαιολογήσω την νίκη και την έκτασή της.
Στις βουλευτικές εκλογές τα ποσοστά των μεγάλων κομμάτων έχουν το άλλοθι της ανάγκης ισχυρών κυβερνήσεων, το άλλοθι ότι τα μεγάλα κόμματα έχουν το know how της διακυβέρνησης.
Εδώ όμως;
Από την άλλη, δημοκρατία είναι αυτό ακριβώς: ο καθένας έχει μια ψήφο και κανενός η ελιτίστικη γνώμη δεν έχει περισσότερη αξία από του άλλου. Άρα, αν κάποιος βασιλιάς είναι γυμνός, αυτός δεν είναι απαραίτητα η γνώμη των πολλών, αλλά μπορεί να είναι η δική μου νοοτροπία.
Όσο κραυγαλέα παράλογος κι αν μου φαίνεται ο θρίαμβος του Γιώργου λοιπόν, μπορώ να βάλω τις ελιτίστικες απόψεις μου εκεί που ξέρω.
Και εκεί που ξέρω είναι μάλλον εδώ.
Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.

Σάββατο, Νοεμβρίου 10, 2007

Η πραγματικότητα του παραμυθιού

«Η διαφήμιση καταπίνει τα πάντα. Βλέποντας τη διαφήμιση του Καζίνο της Πάρνηθας, με τη μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα από το 2, θέλοντας και μη επιβεβαίωσα τη δύναμη του παραπάνω ρητού. Αδιάφορο αν η διαφημιστική μέγγενη καταφέρνει κι εξ-αγοράζει. Εκείνο που μ'ενοχλεί είναι η παροχή της δυνατότητας, σε αναζήτηση φιλοθεάμονος τσέπης. Εκείνο που με ανησυχεί είναι η δυναμική που καθηλώνει καταστρεπτικά, διαστρεβλώνει αποτελεσματικά, κατακερματίζει ολοκληρωτικά. Εκείνο που με φοβίζει είναι η απώλεια της πραγματικότητας του μουσικού παραμυθιού».
Οι λέξεις αυτές είναι κάποιου άλλου. Αντί να τις λινκάρω απευθείας, προτίμησα να τις αφήσω έτσι, ως λέξεις σκέτες.
Πάτα τώρα και το λινκ για να δεις πώς μερικές σκέτες λέξεις παύουν να είναι σκέτες λέξεις και πώς μεταμορφώνονται σε κομμάτια ενός ευρύτερου αισθητικού περιβάλλοντος, έχοντας πέραν της αυτοτελούς τους αξίας και μιαν αξία ας την πούμε οργανική.
Κάπως έτσι και η μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα αποχωριζόμενη το αισθητικό περιβάλλον του «2» και εντασσόμενη στο αισθητικό περιβάλλον μιας τηλεοπτικής διαφήμισης, μπορεί να διατηρεί την αυτοτελή της αξία, αλλά χάνει την οργανική της. Όχι επειδή η συγκεκριμένη διαφήμιση είναι χαμηλής αισθητικής· δεν είναι. Αλλά επειδή πρόκειται για διαφήμιση.
Αντίλογος υπάρχει βέβαια και είναι και αρκετά πειστικός: από το δικαίωμα του δημιουργού -και εν προκειμένω του μουσικού- να ζήσει από το έργο του, έως το ότι η χρησιμοποίηση τραγουδιών ως υπόκρουση διαφημιστικών έχει συχνά οδηγήσει πολύ κόσμο στο να τα ανακαλύψει.
Το πρόβλημα είναι τι γίνεται με όσους έχουμε ήδη ταυτίσει τη συγκεκριμένη μουσική με συγκεκριμένες μνήμες και συνειρμούς.
Μεγάλα παιδιά είμαστε, αν θέλουμε να τoυς διατηρήσουμε ανέπαφους ας αλλάζουμε κανάλι όταν προβάλλεται η διαφήμιση.
Άλλωστε η μουσική από το «2» πρόλαβε να ταξιδέψει «καθαρή» ένα χρόνο τώρα και να δημιουργήσει τις δικές της καθαρές ιστορίες.
Ας αρχίσει τώρα ένα δεύτερο, παράλληλο με το πρώτο ταξίδι, ένα ταξίδι νοθευμένο με Καζίνο της Πάρνηθας· κι από τις νόθες κατασκευές μπορούν να γεννηθούν μνήμες και συνειρμοί, και το μπόλιασμα μέρος της ζωής είναι και μπορεί κι αυτό να κινεί τα πράγματα, να δημιουργεί τις δικές του ιστορίες.
Όσο κι αν προσωρινά μας κάνει να αισθανόμαστε αμήχανα, τελικά ας μην μας φοβίζει «η απώλεια της πραγματικότητας του μουσικού παραμυθιού».
Ας φοβάται ο διαφημιστικός λόγος· ας φοβάται ότι όσο κι αν προσπαθεί, ό,τι μέσα κι αν μετέρχεται, ό,τι κι αν καταπίνει, πραγματικότητα παραμυθιού δεν θα μπορεί να χτίσει κι έτσι όσο περισσότερο θα νικά τόσο περισσότερο θα χάνει.
Η αδυναμία της διαφήμισης να κερδίσει την ψυχή μας μαρτυρά ότι αισθητική χωρίς ηθικό πυρήνα είναι αισθητική λειψή και αδικαίωτη, η αδυναμία της διαφήμισης να μετατραπεί σε τέχνη και παραμύθι -πολλές φορές αδικώντας το ίδιο το τελικό αποτέλεσμα του διαφημιστικού σποτ- μαρτυρά πως ό,τι ανήκει στο εμπόριο έχει ένα όριο πέραν από το οποίο δεν μπορεί να μας αγγίξει.
Είναι σαν την διαφήμιση :-) με το ανδροειδές που ζηλεύει τον άνθρωπο. Η σχέση διαφημιζόμενου - καλλιτέχνη δεν είναι η σχέση ισχυρού προς ανίσχυρο, αλλά η σχέση του ισχυρού που ζηλεύει τον ανίσχυρο. Το ανδροειδές πάντα θα ζηλεύει τον άνθρωπο και η διαφήμιση την τέχνη.
Την πραγματικότητα των παραμυθιών μας δεν μπορεί να την πειράξει κανείς.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 08, 2007

Προσοχή: Γκάου (GAOU, CAUTION)

«Τι είναι η ταινία; Το δράμα μιας αθώας θηλυκής ύπαρξης που ερωτεύεται τον άνθρωπο που πρόκειται να σκοτώσει, έναν αρχιδωσίλογο των Γιαπωνέζων κατακτητών. Ερωτική αμφισημία θα πείτε. Λατρεύω αυτό που μισώ. Εντάξει, ας πούμε ότι είναι αυτό. Ε, τότε γιατί δεν έκανε την ίδια ταινία με ερωτικό ντουέτο μια αιρετική φοιτήτρια και έναν αυταρχικό Κινέζο αστυνομικό; Μα φυσικά θα έβλεπε πόρτα στο λεπτό».
Γιατί παπά παχύ, έφαγες παχιά φακή;
Γιατί κι εσύ Ανγκ Λι, έκανες ταινία χωρίς;
Χωρίς να ρωτήσεις πρώτα τον Δημήτρη τι θα επαγγέλλονται οι ήρωές σου, σε ποιά εποχή και υπό ποιό ακριβώς πολιτικό καθεστώς θα διαδραματίζεται η ιστορία τους;
Προσκυνημένε Ανγκ Λι, από τα έγκατα του επαναστατικού ΔΟΛ ο αρχιεπαναστάτης Δημητρός Δανίκας σε επιτιμά.
Δεν μας χέζεις, ρε Δανίκα;

Μεταφέρθηκε Παραπλεύρως

Η Κική Δημουλά δίνει διάλεξη στο Μέγαρο Μουσικής και παρουσιάζει ποιήματα από την καινούρια της ποιητική συλλογή με τίτλο «Μεταφερθήκαμε Παραπλεύρως». Λίγες μέρες αργότερα και γύρω στο ένα χιλιόμετρο πιο κάτω, στο ύψος του αγάλματος του Τρούμαν, ο Κενυάτης αθλητής Τζέιμς Κιπκεμπόι τρέχει προς το Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου είναι ο τερματισμός του 25ου Κλασικού Μαραθωνίου της Αθήνας. Είναι εξαντλημένος και πέφτει κάτω. Οι κριτές πάνε προς το μέρος του και τον καλούν να εγκαταλείψει. Όχι όμως. Είναι τόσο κοντά στον τερματισμό. Σηκώνεται. Φτάνει στο στάδιο. Το προσπερνά: η διαδρομή απαιτεί μια τελευταία αναστροφή στην Βασιλίσσης Όλγας. Την κάνει. Πλησιάζει ξανά. Και ξαφνικά, αντί να στρίψει αριστερά για να μπει στο στάδιο, μεταφέρεται παραπλεύρως, στρίβει δεξιά, περνά τα κιγκλιδώματα και πάει και πέφτει σε ένα διερχόμενο τραμ. Ήρθε από την Κένυα για να πάει να πέσει σε ένα τραμ, γωνία Βασιλίσσης Όλγας και Αρδηττού. Τραυματίζεται. Μεταφέρεται στο νοσοκομείο.
Στην «Κλασική Διαδρομή» του Μαραθωνίου προσθέτει την δική του ανορθόδοξη παραλλαγή, την «Διαδρομή Κιπκεμπόι».
Αν δεν έπεφτε στο τραμ μπορεί να συνέχιζε. Να κατηφόριζε για Φιξ. Να έβγαινε Συγγρού ή Θησέως. Να έτρεχε μέχρι να βρει θάλασσα. Μετά να έβγαζε τα παπούτσια του και να άρχιζε να κολυμπά. Τι ήταν το Αιγαίο για να τον σταματήσει;
Δεν θα εγκαταλείψει. Να το στάδιο, να ο τερματισμός. Ας νομίζουν ότι δεν τον βλέπει από την κούραση. Εκείνος έχει ψυχανεμισθεί ότι ίσως και ο τερματισμός ένα είδος εγκατάλειψης είναι. Εκείνος έχει ψυχανεμισθεί ότι αν τελικά σημασία έχει η διαδρομή και όχι ο προορισμός, αυτή πρέπει να συνεχίζεται όσο το δυνατόν περισσότερο και ότι αν πρέπει να διακόπτεται, ας διακόπτεται μόνο βίαια, ας διακόπτεται όχι από εσωτερική αδυναμία αλλά από εξωτερικές δυνάμεις, από ένα διερχόμενο τραμ ή από ένα διερχόμενο πλοίο της γράμμης: αν είναι να πέσουν επάνω του, ας πέσουν. Ειδάλλως, εκείνος, από μόνος του και με τη θέλησή του, δεν θα σταματήσει.
«Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως /ακριβώς /δυο τρία σπίτια παρά κει /πολύ κοντά /πιο μακριά ο άνθρωπος /από αυτό που φτιάχτηκε /δεν πάει», λέει το ποίημα της Δημουλά.
Ο Κιπκεμπόι λοιπόν πρέπει να φτιάχτηκε για να μην τερματίζει εκεί που τερματίζουν οι πολλοί, πρέπει να φτιάχτηκε για να πάει να βρει τον δικό του τερματισμό, να αναζητήσει τη δική του διαδρομή, το δικό του δρόμο.
Στον Μαραθώνιο της ζωής εκτός από τους νικητές και τους χαμένους υπάρχουν και οι παρεκκλίνοντες: εκείνοι που σπανε τα κιγκλιδώματα και ακολουθούν τις δικές τους πορείες, ρισκάροντας και την ίδια την ζωή τους.
Θα πεις τώρα πως λέω κουταμάρες. Πως ήταν απλώς τόσο θολωμένος που μπερδεύτηκε.
Μα τι σημασία έχει τι συνέβη στ΄ αλήθεια;
(Κείμενο γραμμένο για το «Exodos»)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 07, 2007

Μινιμαλιστικό Χαϊκού

Μ' όσο πιο λίγα,
όσο πιο πολλά να λες.
Μπορείς, βέβαια;

Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2007

Μολών Χασίς

THIS IS ZONIANA
Ραγδαίες εξελίξεις στον πόλεμο Κράτους - Ζωνιανών. Επίλεκτες δυνάμεις από το Ζωνιανά επιβιβάστηκαν στο πλοίο της γραμμής και αναμένονται από στιγμή σε στιγμή στο λιμάνι του Πειραιά. Από εκεί οι μισοί θα κατεθυνθούν προς το αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ και οι άλλοι μισοί προς το Μέγαρο Μαξίμου, προκειμένου να καταλάβουν την ηγεσία του Κράτους και να επιβάλουν καθεστώς άμεσης και εκτεταμένης χασισοκαλλιέργειας σε όλη την χώρα, γεγονός που θα έχει αφενός ευεργετικές επιπτώσεις στο ισοζύγιο εισαγωγών - εξαγωγών και στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν και αφετέρου θα πλήξει στην ρίζα της την υπογεννητικότητα, με τελική συνισταμένη τη δημιουργία μιας νέας, πανίσχυρης οικονομικά και πληθυσμιακά Ελλάδας.

Το ωροσκόπιο

Πίστευε στα ζώδια και διάβαζε ανελλιπώς το ωροσκόπιό της.
Μόνο που εφημερίδα διάβαζε το βράδυ, ξαπλωμένη, λίγο πριν κοιμηθεί.
Και τις όχι σπάνιες φορές, όπου η μέρα που είχε περάσει δεν είχε επαληθεύσει την αστρολογική της πρόβλεψη, επέστρεφε από το βράδυ στο πρωί, ξαναζώντας την σύμφωνα με τις ζωδιακές οδηγίες.
Μετά ξανάπεφτε στο κρεβάτι και ξανάπιανε την εφημερίδα, διαπιστώνοντας με ικανοποίηση ότι όσα έλεγε το ωροσκόπιό της είχαν βγει μέχρι κεραίας.
Εξαντλημένη από τη διπλή ζήση της ίδιας -και συνάμα εντελώς διαφορετικής- μέρας έπεφτε σε ύπνο βαθύ.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 05, 2007

Τέσσερεις Υποθέσεις για τον Γιώργο

Αν η «Χειρότερη Κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης» κέρδισε τις εκλογές, αυτό δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι θα πρέπει να είχε απέναντι της την «Χειρότερη Αξιωματική Αντιπολίτευση της Μεταπολίτευσης», κι αν ο Πρόεδρος της «Χειρότερης Αξιωματικής Αντιπολίτευσης της Μεταπολίτευσης» κερδίσει στις εσωκομματικές εκλογές, αυτό δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι ο Βενιζέλος πρέπει να ανακηρυχθεί πανηγυρικά ως «Ο Χειρότερος Δελφίνος της Μεταπολίτευσης».
Γιατί όμως; Υποτίθεται ότι ήταν άχαστος. Πώς είναι δυνατόν να χάνει οποιοσδήποτε από τον Γιώργο Παπανδρέου; Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.
Υπόθεση πρώτη: Αν ο Γιώργος απογοητευμένος δεν ξανάβαζε υποψηφιότητα κι αν έβαζε υποψηφιότητα ο Νίκος ή ο Αντρίκος Παπανδρέου, μάλλον τα ποσοστά του Σκανδαλίδη θα τα είχαν για πλάκα. Το μόνο εναπομένον μυστήριο είναι πώς, με τέτοια νοοτροπία, ο Έλληνας ψήφισε κατά της Βασιλευομένης Δημοκρατίας στο δημοψήφισμα του '74.
Υπόθεση δεύτερη: Ο Γιώργος είναι ψηλός, αθλητικός και χαμηλοβλεπούσος. Ο Βενιζέλος είναι χοντρός, μπουλντογκόμορφος και αντιπαθής: όχι μόνο λαχταρά να κυβερνήσει αλλά το λέει κιόλας. Ενώ ο Γιώργος δεν θέλει να κυβερνήσει, ο Γιώργος δεν θέλει να έχει εξουσία, εκείνο που ο Γιώργος θέλει είναι το να προσφέρει. Στην Ελλάδα αν θες να είσαι πολιτικός αρχηγός ποτέ μην ομολογήσεις ότι θες να κυβερνήσεις: είναι κακό. Τον τόπο να λες ότι θες να υπηρετήσεις. Την εξουσία να την δέχεσαι ως αναγκαίο κακό, μόνο και μόνο επειδή έχεις ένα όραμα και δεν γίνεται αλλιώς. Επίσης, στις ήττες του κόμματός σου, να τηρείς πρώτα 40 μέρες πένθους. Αν πας τη νύχτα που έχασες και πεις ότι διεκδικείς την εξουσία είναι ελεεινό. Αν αγαπούσες αληθινά το κόμμα σου θα έπρεπε να κλαις εκείνο το βράδυ. Όπως όλοι οι υπόλοιποι ειλικρινείς σου σύντροφοι, γουρούνι. Ελληνική πολιτική σκηνή: η μεγάλη γιορτή του φαίνεσθαι.
Υπόθεση τρίτη: Ο Γιώργος όχι μόνο είναι γιος του Αντρέα, όχι μόνο είναι καλό παιδί, αλλά είναι και το νέο «παιδί του λαού», είναι η μετενσάρκωση του Καζαντζίδη και του Νίκου Ξανθόπουλου που τον κυνηγάνε τα άθλια τα συμφέροντα, η άθλια η διαπλοκή, ο άθλιος ο Λαμπράκης, ο άθλιος ο Μπόμπολας, ο άθλιος ο Πρετεντέρης. Γιατί στηρίζουν λυσσωδώς Βενιζέλο όλοι αυτοί; Γιατί δεν στηρίζουν Γιώργο; Το ερώτημα τι έκαναν όλοι αυτοί μέχρι τις εκλογές, αν στήριζαν ή δεν στήριζαν Γιώργο και πόσο λυσσωδώς υποστήριξαν την άνευ εκλογών διαδοχή του 2004 παραλείπεται ως άνευ σημασίας. Το ερώτημα επίσης αν ο Γιώργος ήρθε από το εξωτερικό με αεροπλάνο πριν δυο μήνες ή αν είναι στην κυβερνώσα πολιτική εδώ και 26 χρόνια παραλείπεται ως επίσης άνευ σημασίας.
Υπόθεση τέταρτη: Το ΠΑΣΟΚ έχασε με τα χρόνια την ταυτότητά του και το διακύβευμα δεν είναι αν θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές αλλά αν θα ξαναβρεί την «χαμένη του ψυχή» προκειμένου να ξαναηγεμονεύσει σε πολιτικό επίπεδο: ο Γιώργος υπόσχεται επιστροφή στις ρίζες, ο Βενιζέλος μόνο νίκες, όσο για τον Σκανδαλίδη ποτέ δεν μας απασχόλησε στ΄αλήθεια (Τι θες, ρε Σκανδαλίδη, και μπλέκεσαι σε θέματα που δεν σε αφορούν; Γραφικέ, ε γραφικέ).
Και τελικά αυτό είναι το πραγματικό ατού του Γιώργου: η επιστροφή στο αντρεϊκό φαντασιακό, η επιστροφή σε έναν βερμπαλισμό όπου με τα λόγια τα βάζουμε με τους νταβατζήδες σήμερα - τις βάσεις του θανάτου προχθές, αλλά στην πράξη τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει, συνδυάζοντας έτσι τον βολεψισμό του Έλληνα με την ψευτοπαλικαριά των λόγων του: Παπανδρέου θα πει και η πίτα και ο σκύλος.
Ο Γιώργος είναι Παπανδρέου, είναι καλό παιδί, τον κυνηγάνε οι κακοί και -πάνω απ' όλα- ανακαλώντας την ύστατη ώρα κάτι από την δύναμη των γονιδίων του, τα ξαναβάζει λεκτικά με τους μπαμπούλες: κι αν ξαναχάσουμε τις εκλογές - κι αν διαλυθούμε, αξίζει να το ξαναζήσουμε· ως μεθαδόνη, έστω.
Μαζί σου Γιωργέα για μια Ελλάδα νέα.

Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2007

Άνθρωποι και Σκυλιά

Στην «Κοιλάδα του Ηλά» όλα τα κρίσιμα ερωτήματα περιστρέφονται γύρω από την ιδέα της διαφοράς:
- Πόση διαφορά έχει το αν σκότωσες σκύλο ή άνθρωπο, αν έπνιξες στην μπανιέρα σου το σκυλί σου ή τη γυναίκα σου, αν πάτησες με το στρατιωτικό τζιπ σκυλί ή αγόρι;
- Πόση διαφορά έχει το αν βρίσκεσαι ακόμη στο Ιράκ ή πίσω στις ΗΠΑ; Αν εκεί δεν είχες όρια, αν εκεί όλα επιτρέπονταν, αν εκεί ζητούσαν από σένα να είσαι κτήνος, πώς να ξαναγυρίσεις άνθρωπος, πώς να ξαναβρείς εν μια νυκτί τα «απαγορεύεται» σου;
- Πόση διαφορά έχει το αν ενθάρρυνες ρητά το γιο σου να καταταγεί στο στρατό από το αν συνεχώς του πρόβαλες τα δικά σου πρότυπα ανδρείας, πόση διαφορά έχει το αν ήθελες ο γιος σου να γίνει βασανιστής, από το ότι τον αποθάρρυνες να φύγει από τον πόλεμο προκειμένου να μην κιοτέψει; Στην Κοιλάδα του Ηλά ο Δαβίδ κέρδισε τον φόβο του. Το ίδιο έπρεπε να κάνει κι ο γιος σου.
- Πόση διαφορά έχει το να κρεμιέσαι από τύψεις από το να ομολογείς γαλήνια σαν να περιγράφεις εγκλήματα άλλου; Και ίσως εγκλήματα άλλου να περιγράφεις: «Μια άλλη νύχτα θα μπορούσε να με είχε σκοτώσει αυτός».
Η αθωότητα της ομολογίας είναι η αθωότητα της τριβής με την φρίκη, η αθωότητα του εθισμού στην αφαίρεση ζωών σαν μέρος της καθημερινότητάς σου: βριστήκαμε - τσαντίστηκα - τον μαχαίρωσα - τον πετσοκόψαμε - δεν τον θάψαμε επειδή πεθαίναμε της πείνας και βιαζόμαστε να πάμε να φάμε.
Συμβαίνουν αυτά. Θα μπορούσα να είμαι στη θέση του αν του είχε έρθει εκείνου να με μαχαιρώσει. Συμβαίνουν αυτά.
Το θάρρος χτίζει χαρακτήρες, η ενηλικίωση μέσω του πολέμου είναι ευεργετική, να εξάγουμε την δημοκρατία εκεί έξω, αλλά αντί για τη δημοκρατία εκεί έξω είναι οι στρατιώτες που επιστρέφουν με τον πόλεμο εδώ μέσα.
Ο Τόμυ Λι Τζόουνς πρώτα μετέτρεψε τον γιο του σε τέρας και μετά τον μαχαίρωσε τουλάχιστον 42 φορές και τον πετσόκοψε σε κομματάκια.
Τώρα το μετάνιωσε, τώρα, αφού σκέφτηκε προσωρινά να βάλει τη σημαία στον κώλο του, αποφάσισε τελικά να την κρεμάσει ανάποδα στέλνοντας SOS.
Η Αμερική εξακολουθεί να κάνει άθλιους πολέμους και μεγάλες ταινίες, η πολεμική της βιομηχανία εξακολουθεί να θρέφεται με πτώματα και η κινηματογραφική της βιομηχανία με την ψυχή και τον σεβασμό μας.

Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2007

Δίπλα στον σημαιοφόρο

Του Αγίου Δημητρίου. Δυο μέρες πριν την εθνική γιορτή. Δημήτρηδες ένα σωρό. Πρέπει να παρθούν και κάποια δώρα. Βγαίνω να τα πάρω. Ξαφνικά τον βλέπω μπροστά μου. Διασχίζει τη Σταδίου με κατεύθυνση προς Ομόνοια. Φανάρι. Σταματάει. Τον φωτογραφίζω. Αν δεν έχει μεταμφιεσθεί σε Σκωτσέζο, είναι Σκωτσέζος. Κι αν δεν πρόκειται για κάποια απίθανη σύμπτωση είναι οπαδός της Αμπερτήν. Που την προηγούμενη μέρα έπαιζε με τον Παναθηναϊκό. Που της έριξε τρία. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ο ίδιος. Το θέμα είναι ο Σκωτσέζος οπαδός με τον παραδοσιακό σκούφο, την ποδοσφαιρική μπλούζα, το κιλτ, το σακκίδιο και την τεράστια ελληνική σημαία επ ώμου. Το θέμα είναι η απροσδόκητη εικόνα του. Το θέμα είναι ότι εκτός από τις συνηθισμένες παρελάσεις υπάρχουν και οι παράδοξες. Το θέμα είναι ότι μπροστά στα μάτια μας δεν παρελαύνει μόνο η συνήθεια, αλλά και το συναρπαστικό. Το θέμα είναι ότι πέραν των μοδάτων και επίκαιρων αντιμαχιών και διλημμάτων για σημαίες, σημαιοφόρους και παρελάσεις, υπάρχουν πάντα και τα διαχρονικά διλήμματα. Όπως το δίλημμα του πώς τοποθετείσαι απέναντι στο θαύμα της ζωής, του πόσο ενεργοποιημένα είναι τα αισθητήρια όργανά σου προκειμένου να εισπράττουν τα ερεθίσματα του κόσμου.
Το θέμα είναι ότι οι μεγάλες πόλεις μπορούν να σου προσφέρουν στις καθημερινές σου διαδρομές, τις αγχωμένες, τις πιεστικές, τις ρουτινιασμένες, ένα σωρό ερεθίσματα. Αλλά πρέπει να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά. Και εντάξει, ο σημαιοφόρος κάνει μπαμ. Τον σημαιοφόρο μάλλον θα τον δεις ούτως ή άλλως. Δίπλα του όμως, περνούν απαρατήρητοι τόσοι και τόσοι. Κάθε άνθρωπος που σε προσπερνάει βιαστικός, κάθε ένας που σε σπρώχνει στις κυλιόμενες σκάλες του μετρό, ζει την δική του ιστορία στο μυαλό του. Από κάπου έρχεται και κάπου πάει. Κάτι λαχταρά και για κάτι τρέμει. Παρατήρησέ τον. Πλάσε στο δικό σου μυαλό την ιστορία του. Όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά είναι και δωρεάν.
Έχουμε χωρίσει τη ζωή στο σκέλος «τρέξιμο» και στο σκέλος διασκέδαση. Τρέχεις, τρέχεις, τρέχεις και περιμένεις να περάσεις καλά εντός προβλεπόμενων χώρων, εντός προβλεπόμενου πλαισίου: εκεί που το θέαμα σού έχει εκ των προτέρων ορισθεί ως τέτοιο. Αν είναι όμως τα μάτια σου ανοιχτά, η πόλη μετατρέπεται αυτομάτως σε οθόνη σινεμά και σκηνή θεάτρου. Χάσου μέσα της. Δεν σε βλέπει κανείς. Είσαι ασφαλής. Δοκίμασε –την ώρα ακριβώς που «τρέχεις»- να αρχίσεις να εκπλήσσεσαι ξανά. Όπως όταν ήσουν παιδί και δεν είχες να «τρέξεις». Κι αν σε κερδίζει μια εικόνα, μην την αφήνεις να σου φύγει. Να την εγκαταλείπεις αφού πρώτα την έχεις ξεζουμίσει μέσα σου. Να εξετάζεις τη ζωή σαν αξιοπερίεργο. Γιατί αν μια λέξη της ταιριάζει είναι ακριβώς αυτή: αξιοπερίεργο.
Όποιος μάθει να ξαφνιάζεται και να αναρωτιέται σπανίως πλήττει.
Η σκέψη, ο κόσμος του νου, είναι το αποτελεσματικότερο αντικαταθλιπτικό.
(Κείμενο γραμμένο για το «Exodos»)

Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007

Αnne

Η Αnne ζούσε στη Νέα Υόρκη. Δούλευε ως γκαρσόνα, όχι προσωρινά, όχι έχοντας όνειρο να γίνει σπουδαία ηθοποιός. Ταλέντα καλλιτεχνικά δεν είχε και τα μόνα όνειρά της ενώ δούλευε ως γκαρσόνα ήταν τα αισθηματικά. Αλλά όντας ατάλαντη όχι μόνο στις τέχνες, μα και στις σχέσεις με το άλλο φύλο, το μόνο που πετύχαινε ήταν να πέφτει συχνά στα κρεβάτια ανδρών που νόμιζε πως είχε μαγεύσει. Η Αnne ήταν εύκολη λόγω υπερβάλλοντος ρομαντισμού και όχι λόγω υπερχειλίζουσας επιθυμίας για σεξ. Και τα χρόνια σιγά σιγά περνούσαν και η αφέλειά της άρχισε να μετατρέπεται σε κυνισμό και κλείσιμο στον εαυτό της, με αποτέλεσμα να πάψει να προσελκύει και τους άντρες που προσέλκυε. Όσο περισσότερο όμως κλεινόταν, τόσο περισσότερο δημιουργούσε με το μυαλό της εναλλακτικά σενάρια της ζωής της: της αισθηματικής της ζωής και πάλι, αφού ακόμη και στις υποθετικές εκδοχές της γκαρσόνα παρέμενε.
Ένα παγωμένο πρωί ενός παγωμένου Δεκέμβρη, ο ψηλός άντρας με το πορτοκαλί κασκώλ και το μαύρο παλτό, τον οποίο έβλεπε καμιά φορά στη στάση του μετρό και για να περάσει η ώρα έπλαθε στο νου της ρομάντζα, όχι μόνο μπήκε στο μαγαζί, αλλά κάθισε και στο γωνιακό τραπέζι από το οποίο έπαιρνε εκείνη παραγγελία. Ειδάλλως μπορεί και να δίσταζε να πάρει. Μόλις την είδε, φάνηκε να του θυμίζει κάτι. Στον λογαριασμό τής αστειεύτηκε κι εκείνη γέλασε. Την επόμενη εβδομάδα ξαναήρθε. Δεν ήταν στην δική της πλευρά του μαγαζιού, αλλά τώρα η Anne ήταν αποφασισμένη και παρακάλεσε τη συνάδελφο να τον σερβίρει αυτή. Μετά από δυο μέρες επέστρεψε και στο τέλος της έδωσε την κάρτα του. «Έχει τα τηλέφωνά μου. Πάρε με αν θες, να βγούμε κάποια στιγμή να τα πούμε». Μόλις έφυγε, η Anne πήγε στο μπάνιο, έκλεισε την πόρτα και κοίταξε με λαχτάρα την κάρτα: «F. Oshon, Kτηματομεσίτης».
Σχολώντας απ' την βάρδια η Αnne είχε ξαναβρεί κάτι από τον χαμένο ενθουσιασμό των περασμένων χρόνων. Αποφάσισε να περπατήσει και σιγοτραγουδούσε σχεδόν ευτυχισμένη. Στο μυαλό της είχαν ήδη εγκατασταθεί σκηνικά ευτυχίας και μεγάλου έρωτα. Θα του τηλεφωνούσε την επόμενη το πρωί. Αν όμως κάτι πήγαινε λάθος; Θα μπορούσαν να πάνε τόσα πράγματα λάθος.
Όταν έφτασε σπίτι μπήκε κατευθείαν στο μπλογκ της. Δεν το ήξερε κανείς. Στο καινούριο της ποστ το μόνο που έγραψε ήταν μια εξίσωση:
Αnne + F. Oshon = Love.
Μπορεί αυτή η φορά να ήταν η τυχερή της· αν και εφ' όσον.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2007

Ο κύριος Μπ. και όλοι οι άλλοι

Καλοκαιράκι, το πρώτο πρωινό του Νοέμβρη, τρεις εικόνες του:
1) Ο κύριος Μπ.
Μεσόκοπη -στα νιάτα της πρέπει να ήταν δυνατή- υπάλληλος: «Γι αυτό το θέμα να ρωτήσετε τον κύριο Μπ. στο δίπλα γραφείο». Μετά από λίγα λεπτά, κι ενώ ο κύριος Μπ. εξετάζει τα χαρτιά, έρχεται κι αυτή στο δίπλα γραφείο. Με καμάρι, αγάπη και πρόσωπο που λάμπει, λέει: «Ο κύριος Μπ. δουλεύει 19 χρόνια σε αυτό το γραφείο. Δεν έχει αφήσει άνθρωπο που να μην τον εξυπηρετήσει».
2) Μονολογώντας στο Πεδίο του Άρεως.
Η καλοβαλμένη γριούλα περπατάει αργότατα και μονολογεί ακατάπαυστα. Περπατάω με τριπλάσια ταχύτητα - μονολογώ εξίσου. Με πατημένο όμως το mute. Aν αυτή τα έχει χάσει, μόνο και μόνο επειδή διαλέγεται με τον εαυτό της φωναχτά, εκείνοι που διαλέγονται με τον εαυτό τους σιωπηλά, από πού κι ως πού τα έχουν βρει;
3) Όλοι οι άλλοι.
Τριαντάρης. Μιλά στο κινητό του. Χειρονομεί απηυδισμένος και μιλά με φωνή έντονη, σε τόνο παραιτημένο: «Ενώ όλοι οι άλλοι είναι ευτυχισμένοι και χαρούμενοι, ρε Σάββα. Λοιπόν, άμα αλλάξεις γνώμη, πάρε να βγούμε το βράδυ». Επιστρέφει στο κτίριο όπου πρέπει να είναι η δουλειά του.