Παρασκευή, Μαΐου 26, 2017

Ναι, μισήσαμε.

Αυτό που συμβαίνει μετά την επίθεση στον Λουκά Παπαδήμο θα μπορούσε να συνοψιστεί στα εξής: 
μετά τη διαρκή και ασταμάτητη μετεξέλιξη του Αλέξη Τσίπρα και της κυβέρνησής του ως προς μεν την πολιτική πράξη σε ολοένα και πιο σοϊμπλικές και διεθνονομισματικές οδούς και ως προς δε την πολιτική ρητορική σε ένα περιβάλλον που τη διακήρυξη της μιας μέρας έρχεται να ανατρέψει η ακριβώς αντίθετή της της επόμενης, σε ένα περιβάλλον δηλαδή που αν κάποιος συνεχίζει να υποστηρίζει τόσo όσα λέγονταν προχθές, όσο όσα λέγονταν χθες, όσο όσα λέγονται σήμερα, έτοιμος προφανώς να υποστηρίζει και τα νέα ακόμη πιο αντίθετα που θα λέγονται αύριο, πρέπει είτε να έχει τελειωμένο αλτσχάιμερ είτε να γιολάρει ως αρρωστάκι οπαδός ή ως κάπου διορισμένος, 
σήμερα, τέλη Μαϊου του 2017, που όσο περισσότερο εμείς γινόμαστε εσείς, τόσο μεγαλύτερο ποσοστό του  κομματικού λόγου στηρίζεται πάνω στο «Εσείς» και όχι στο «Εμείς», αφού μόνο το «Εσείς» πλέον μπορεί να του δώσει λόγο ύπαρξης: «Εσείς που τα κάνατε έτσι, εσείς που είστε τέτοιοι», πίσω από το οποίο υπάρχει ένα άρρητο: «Εμείς που όπως κι αν τα κάναμε κι όποιοι κι αν αποδειχτήκαμε, τουλάχιστον δεν είμαστε εσείς»,
σήμερα, τέλη Μαϊου του 2017, έχει απομείνει μια βασική ιδεολογική διαφορά και μαζί μια τελευταία εκκρεμότητα για την οριστική και απόλυτη επικράτηση της έννοιας «Μνημόνιο».
Και αυτή δεν αφορά τον τωρινό Τσίπρα και την τωρινή κυβέρνηση.
Αυτή αφορά την πενταετία 2010-15, αυτή αφορά όσα συνέβησαν στην ελληνική κοινωνία από την άνοιξη του 2010 ως το καλοκαίρι του 2015.
Με άλλα λόγια αυτό που άρχισε στην πραγματικότητα να διακινείται σε όλους τους τόνους από χθες είναι ότι κακώς, πάρα πολύ κακώς, εντελώς κακώς η ελληνική κοινωνία αντιτάχθηκε εκείνη την πενταετία στο καθεστώς ουσιωδώς μειωμένης ανεξαρτησίας στο οποίο υπάχθηκε το ελληνικό κράτος και στο καθεστώς παντελώς ασφυκτικής λιτότητας που επιβλήθηκε.
Κακώς, πολύ κακώς, εντελώς κακώς αγανακτήσαμε, εξοργιστήκαμε, φωνάξαμε. Όλα αυτά τα κάναμε ως προϊόν δηλητηρίασης. Μας πότισαν δηλητήριο οι λαϊκιστές διχάζοντας τη χώρα. Δεν τους αρκεί που η δημοκρατική βούληση ενός λαού κρίθηκε ως εντελώς μηδενικής σημασίας από τους εταίρους δανειστές μας, δεν τους αρκεί που με το πιστόλι στο κρόταφο μάς είπαν συνθηκολογήστε ή σβήσατε από το χάρτη, δεν τους αρκεί που το μνημόνιο επικράτησε ως αναπόδραστος δρόμος στη συνείδηση των πολιτών που με ποσοστό πάνω από 60% και με κλειστές τις τράπεζες το είχαν φτύσει στα μούτρα, όχι, δεν τους αρκεί η παράδοση ενός λαού αμέσως μόλις παραδόθηκε η πολιτική του ηγεσία, δεν τους αρκεί η παράδοση μετά από μια πενταετία πολιτικής αντίστασης. 
Δεν τους αρκεί. 
Δεν θέλουν να νικήσει το μνημόνιο μόνο ως πιστόλι στο κεφάλι μας. 
Θέλουν να ακυρωθεί αναδρομικά το πολιτικό και κοινωνικό μίσος για όσα το μνημόνιο σηματοδότησε, συμβόλισε και έφερε στην πράξη, να ακυρωθεί ως προϊόν πλάνης, εξαπάτησης, δολιοφθοράς.
Δεν ζήσαμε και δεν ζούμε εδώ, δεν βλέπαμε και δεν βλέπουμε τι γίνεται, μας παραπλάνησαν οι λαϊκιστές και δεν αντιληφθήκαμε πόσο ευλογία ήταν το μνημόνιο.
Τι να κάνουμε, ναι, μισήσαμε. Αν σε μια τέτοιου μεγέθους κρίση, σε ένα τέτοιο μεγέθους βαθύ κοινωνικό σοκ, δεν σου επιτρέπεται ούτε να μισήσεις, φτιάξτε μια κοινωνία που να ζητά με χαρά κι ευγνωμοσύνη από τον αγά της να τη σφάξει να αγιάσει.

Παρασκευή, Μαΐου 19, 2017

Του συζύγου μου

ΔΟΥ. Κεφάλαιο. Μπαίνει και ρωτά τι δικαιολογητικά χρειάζονται για αποδοχή κληρονομίας. Ξέρει ότι έχει αργήσει κι ότι θα πληρώσει πρόστιμο. Ο θάνατος είναι του 14, αλλά όλο έλεγε να προχωρήσει με τα χαρτιά κι όλο το μετάνιωνε. Είναι του συζύγου μου ο θάνατος, λέει και ξαναλέει. Μαζί της, με την ομπρέλα του, το κοριτσάκι της, το κοριτσάκι τους, πρέπει να είναι έξι με επτά. Κάτι θα πρόλαβε άρα. Μπαίνουμε μαζί στο ασανσέρ. Η μαμά της της λέει να πατήσει το μηδέν. Όχι έτσι. Πιο δυνατά. Κατηφορίζουμε στο μηδέν.

Κυριακή, Μαΐου 07, 2017

O ελέφαντας στην πεζογέφυρα

O ελέφαντας στην πεζογέφυρα δεν είναι ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα βασικά αντρικό σπορ. Ο ελέφαντας στην πεζογέφυρα είναι ότι αν μπορέσουμε να φανταστούμε μια οποιαδήποτε αντίστοιχη δραστηριότητα που θα παρακολουθούνταν κατά μεγάλη πλειοψηφία από γυναίκες, στον αντίστοιχο τελικό δύσκολα, πολύ δύσκολα, ή πάντως με πολύ μικρότερη ευκολία, θα βλέπαμε στην αντίστοιχη πεζογέφυρα γυναίκες χουλιγκάνια να πλακώνονται χωρίς έλεος. Ο ελέφαντας τελικά στην πεζογέφυρα είναι ότι οι εικόνες που κυκλοφορούν από χθες δεν προκαλούν ούτε μόνον αποτροπιασμό ούτε αυτόματα αποτροπιασμό. Ο ελέφαντας στην πεζογέφυρα είναι ότι αν είσαι άνδρας υπάρχει η όχι ασήμαντη πιθανότητα να βλέπεις αυτές τις εικόνες και με ένα σχετικό δέος. Να σκέφτεσαι ότι εγώ δεν θα μπορούσα να είμαι εκεί πάνω - κι όχι μόνο γιατί δεν θα ήταν κάτι που θα με εξέφραζε. Ναι, φυσικά ισχύει κι αυτό. Αλλά ακόμη κι αν με εξέφραζε, το πιθανότερο είναι ότι θα κώλωνα. Ο ελέφαντας στην πεζογέφυρα είναι η σύνδεση της βίας με την ανδρεία και τον ανδρισμό. Ο ελέφαντας στην πεζογέφυρα είναι ότι δεν βλέπουμε όλους αυτούς επάνω της μόνο σαν τελειωμένους, αλλά σε έναν βαθμό που φοβόμαστε να ομολογήσουμε στον εαυτό μας και σαν παλικάρια. Εντάξει, όχι όταν ορμάνε δέκα σε έναν πεσμένο, αλλά όταν πρόσωπο με πρόσωπο βουτάνε μέσα στα αίματα ο ένας του άλλου, τότε μάλλον ναι. Ο ελέφαντας στην πεζογέφυρα είναι τελικά ίσως ότι εσχάτως η τάση είναι να ψειρίζουμε πάρα πολύ πώς βλέπει ένας άνδρας μια γυναίκα, τι είναι σεξιστικό και τι όχι, πόσο επιλήψιμο είναι να την βλέπει έτσι και όχι αλλιώς, τι ακριβώς σημαίνει το έτσι και τι το αλλιώς, η ενοχοποίηση δηλαδή του ερωτικού στοιχείου και του σεξουαλικού ενστίκτου, ενώ αντίθετα το μεγαλύτερο πρόβλημα μπορεί να παραμένει το πώς βλέπει ένας άνδρας έναν άνδρα, ότι δηλαδή είναι πολύ πιθανόν όταν βρεθούν απέναντι σε μια πεζογέφυρα να προσπαθήσουν να γαμήσουν ο ένας τον άλλο, ενδεχομένως ως συναινούντες ενήλικοι, αλλά με μια συναίνεση που σε αντίθεση με την ερωτική είναι σκοτεινή και τρομακτική. Είναι η βία ηλίθιε, όχι ο ερωτισμός, είναι το ότι αν κωλώσεις να πλακωθείς είσαι λιγότερο άντρας.