Τετάρτη, Νοεμβρίου 18, 2015

Xέρι - Χέρι


Πάρα πολλές φορές στη διάρκεια της ταινίας κάποιος θα αρπάξει τον Σαούλ από τον γιακά και θα τον σπρώξει προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον θεατή: είναι σαν ο σκηνοθέτης Λάζλο Νέμες να πιάνει από την πρώτη στιγμή κι εμάς από τον γιακά, να μας τσουβαλιάζει μαζί με το υπόλοιπο πλήθος στα εφιαλτικού ρεαλισμού αλλά και τόσο άρτια οργανωμένα μονόπλανά του, να χάνουμε κι εμείς εντελώς τον προσανατολισμό μας, να πηγαίνουμε κι εμείς δίπλα σε μελλοθάνατους κρατούμενους και εργάτες κρατούμενους μια εδώ και μια εκεί, ακολουθώντας τον ήρωα του έργου στην απέλπιδα προσπάθειά του να πιαστεί από ένα κλαράκι νοήματος, σε έναν τόπο – μη τόπο, σε έναν τόπο που άνθρωποι εξολοθρεύουν μαζικά, συστηματικά και συστηματοποιημένα άλλους ανθρώπους, έχοντας πειστεί ότι δεν είναι άνθρωποι. Η κάμερα του Νέμες δεν τολμά να δείξει ουρανό, δεν υπάρχει ουρανός πάνω από το Άουσβιτς (παρά μόνο αν είναι να πνιγείς), δεν υπάρχει ορίζοντας, δεν υπάρχει βλέμμα που να μπορεί να κοιτάξει προς τα πάνω, δεν υπάρχει ψηλά, δεν υπάρχει βλέμμα που να μπορεί να κοιτάξει πέρα, υπάρχει μόνο ένα ασταμάτητο πήγαινε - έλα, η δουλειά που πρέπει να βγει, η ολοένα και μεγαλύτερη ανάγκη αποτελεσματικότητας και παραγωγικότητας, η όσο το δυνατόν πιο γρήγορη και ήσυχη και τακτοποιημένη και αναίμακτη εξολόθρευση εκατομμυρίων ανθρώπων, σε αυτό το εργοστάσιο μεταποίησης σωμάτων ζώντων ανθρώπων σε στάχτη που θα σκορπιστεί. Έρχεσαι, εξολοθρεύεσαι, καίγεσαι, εξαφανίζονται τα ίχνη σου, να περάσουν οι επόμενοι, γρήγορα, δεν υπάρχει χρόνος, πάμε, το φαγητό είναι κίνηση μας έλεγαν στο στρατό, κι η γενοκτονία κίνηση είναι, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, δεν υπάρχει βλέμμα για σήκωμα, πρέπει να πιάσουμε τους στόχους που μπήκαν από τα κεντρικά, πρέπει τα γρανάζια της παραγωγικής μηχανής να δουλέψουν όσο πιο άρτια γίνεται, όλα έχουν προβλεφθεί, όλα είναι τυποποιημένα, στην γραμμή παραγωγής κάθε κρίκος της αλυσίδας πρέπει να κάνει τη δουλειά του όσο αποξενωμένος κι αν είναι από το τελικό αποτέλεσμα, όσο κι αν εν προκειμένω το τελικό αποτέλεσμα είναι η «τελική λύση». 
Κι αν σε καιρό ειρήνης και σε εργοστάσια που δεν παράγουν γενοκτονία αλλά καταναλωτικά προϊόντα τη γραμμή παραγωγής τη στελεχώνουν μέλη της εργατικής τάξης, εδώ ομολογουμένως η δουλειά παραείναι βρώμικη, αλλά στη ζωή αυτή ακόμη και την παραβρώμικη δουλειά κάποιος πρέπει να την κάνει. Άλλο να ανεβοκατεβάζει ο ναζί διακόπτες που θα εξοντώνουν στους θαλάμους αερίων ή που θα καίνε τα σώματα στα κρεματόρια κι άλλο να κάνει τα υπόλοιπα. Κάποιος πρέπει να βοηθήσει για να πάνε ανυποψίαστοι οι άνθρωποι να εξοντωθούν, κάποιος πρέπει να σύρει μετά τα πτώματά τους προς τα κρεματόρια, κάποιος πρέπει να αδειάσει τα ρούχα τους από τιμαλφή ή να βγάλει τα χρυσά δόντια από τους νεκρούς, κάποιος πρέπει να καθαρίζει τα πατώματα μετά από την εξολόθρευση κάθε παρτίδας, κάποιος πρέπει να πετάξει τις στάχτες τους στο ποτάμι. Γιατί λοιπόν να μην τα κάνουν κρατούμενοι αυτά; Και γιατί να τα κάνουν όμως, θα πει κανείς. Εδώ, μην εξετάζοντας καθόλου τα όποια τυχόν συγκριτικά προνόμια είχαν, μην εξετάζοντας καθόλου το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς επεβίωσαν, δεχόμενοι μόνο πως και αυτοί εξολοθρεύονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς: Τι είδους δουλειά είναι αυτή που έκανε ο Σαούλ, τι είδους δουλειά ήταν αυτή του «Ζόντερκομάντο»; Κάποιος πρέπει να τα κάνει όλα αυτά, γιατί; Για να επιβιώσει; Και γιατί να επιβιώσει άραγε; Επικρατεί το ένστικτο της επιβίωσης κάθε άλλου ενστίκτου και αξίας; Είναι οκ να επιβιώνεις έχοντας κάνει όλα αυτά, όσο αναγκαστικά κι αν τα έκανες; Μήπως από την άλλη εξαναγκάζοντάς τους οι ναζί να τα κάνουν, τους καθιστούσαν τα θύματα των θυμάτων; Μπορεί άραγε κανείς να κρίνει; Μπορεί να διανοηθεί πώς ήταν η κατάσταση; Μπορεί να κατακρίνει; Ακόμη κι αν δεν μπορεί όμως (και ο πειρασμός να το κάνει είναι όντως πολύ μεγάλος) μπορεί να απορήσει: Πώς είναι δυνατόν να συνεργείς; Ελπίζοντας ότι θα εξεγερθείς και θα αποδράσεις; Ελπίζοντας ότι θα μπορέσεις να μαρτυρήσεις αύριο στον υπόλοιπο κόσμο τι έγινε; Υπάρχει μια ανώτερη αλήθεια που σε κάνει να πεις, οκ, τι άλλο να έκανες; Μήπως η απάντηση είναι, ας έκανες οτιδήποτε άλλο από αυτό; Μπορούν να διερευνηθούν ηθικά κίνητρα σε τέτοιες καταστάσεις; Μπορεί να υπάρξει ηθική στο Άουσβιτς; 
Ασφαλώς σπουδαία ταινία η «Λίστα του Σίντλερ», δεν έπαυε πάντως να προξενεί ένα γλυκόπικρο χαμόγελο το γεγονός πως ο Σπίλμπεργκ κατάφερνε ακόμη και στο στρατόπεδο συγκέντρωσης να μας δείχνει ανθρώπους που τους λένε ότι θα μπουν να κάνουν ντουζ και ενώ περιμένουμε να αρχίσει να πέφτει το αέριο όντως να κάνουν ντουζ. Δεν το κατακρίνω απαραίτητα, είναι μια άλλου τύπου καλλιτεχνική προσέγγιση της ανείπωτης φρίκης. Στο «Γιο του Σαούλ» πάλι, η ταινία έχει μόλις ξεκινήσει, μας έχει αρπάξει από τα μούτρα, και βλέποντας τα πλήθη των Εβραίων που γδύνονται, με διαρκείς προτροπές να μπουν γρήγορα να κάνουν ντουζ για να απολυμανθούν από το ταξίδι, ώστε μετά να επιλεγούν ανάλογα με τις ειδικότητές τους για το τι δουλειά θα κάνουν στο στρατόπεδο, οριακά και για λίγα δευτερόλεπτα πιστεύουμε ότι ντουζ θα κάνουν.
Ο Σαούλ αναγνωρίζει ένα παιδί (ένα παιδί που άντεξε περισσότερο από τους άλλους στον θάλαμο αερίων, ένα παιδί που ανέπνεε ακόμα κι όταν οι πόρτες του θαλάμου άνοιξαν) ως γιο του. Είναι ή δεν είναι ο γιος του; Περισσότερη σημασία έχει πως έτσι ξεχωρίζεις από τα «κομμάτια», από τις απρόσωπες μάζες που εξολοθρεύονται νυχθημερόν, έναν άνθρωπο, του ξαναδίνεις ανθρώπινη υπόσταση, προσπαθείς απεγνωσμένα να πιαστείς από αυτόν τον έναν. Δεν γίνεται αλλιώς. Μόνο ένας μπορεί να υπάρξει, τους πολλούς δεν τους χωράει ο νους. Και πιάνεσαι από αυτόν, όχι όμως για να τον σώσεις, όχι για να σωθείς. Αυτό θα ήταν ελπίδα και κουράγιο και δεν το βάζω κάτω. Να πιαστείς από έναν που το πιθανότερο είναι να μην είναι καν γιος σου και να προσπαθήσεις να βρεις ραββίνο για να τον ψάλλει πριν τον θάψεις. Μα δεν χρειάζεται ραββίνος. Μα δεν έχει σημασία. Να πιαστείς από κάτι στο μυαλό σου. Να βρεις μέσα σε όλη αυτή την κατάλυση οτιδήποτε γνωρίζαμε ως ανθρώπινο πως κάποιος είναι άνθρωπος. Ο Σαούλ καταπιάνεται από το τίποτα. Το νόημα, η ελπίδα, το κουράγιο, οτιδήποτε το καλό έχουν ήδη χαθεί. Μόνο το τίποτα υπάρχει πια. Αν ήταν σίγουρα γιος του, η πράξη του θα ήταν μέχρι και αισχρή. Θα είχε ξεχωρίσει το δικό του αίμα ως το μόνο σημαντικό, η πράξη του αντί για συγκινητική θα ερχόταν ίσως να προσθέσει το αμφίβολο ηθικό της πρόσημο στο αμφίβολο ηθικό πρόσημο του δικού του ρόλου. Αν πάλι ήταν εντελώς σίγουρο ότι δεν είναι γιος του, η πράξη του θα ήταν πράξη ενός ανθρώπου που έχασε τα λογικά του, η κατάσταση θα ήταν πιο μονοδιάστατη: η φρίκη που οδηγεί στην τρέλα. Όχι, βρισκόμαστε στο ανάμεσα: το να αναγνωρίζει ο Σαούλ ένα από τα παιδιά ως δικό του και να προσπαθεί να πιαστεί από εκεί, είναι στο πέραν του καλού και του κακού, στο πέραν της λογικής και της τρέλας, είναι απευθείας στο επίπεδο της ποιητικής μεταφοράς: δεν μπορώ να κάνω τίποτα για τις μάζες των ανθρώπων, δεν τις χωράει ο νους μου, ο νους μου στάματησε, ό,τι γίνεται εδώ δεν με αφορά, με αφορά αυτό το ένα και μόνο νεκρό παιδί: ο γιος μου.  
Τον Σαούλ δεν υποδύεται ένας ηθοποιός, αλλά ένας ποιητής, ο Γκέζα Ρέρινγκ. Μολονότι η ταινία ανήκει στο δημιουργό της Λάζλο Νέμες, μολονότι και κάποιος άλλος να έπαιζε τον Σαούλ πάλι συγκλονιστική θα ήταν, ο Ρέρινγκ έχει μια ένταση στο πρόσωπο του και μια διαπεραστική οξύτητα στο βλέμμα του που σε πείθει ότι αυτός ο άνθρωπος έχει δει κάτι που άλλοι δεν θα μπορούσαν: αν μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρότητα να γράψεις ποίηση, μπορείς ίσως να βάλεις έναν ποιητή να κοιτάξει κατάματα το πέραν της βαρβαρότητας.
Στο «Γιο του Σαουλ» ο Λάζλο Νέμες αντί να προσπαθήσει να αναπαραστήσει τη φρίκη, σου δίνει την αίσθηση ότι έχει όντως πάει με την κάμερά του επί τόπου και πως δεν τολμά να μας δείξει τι γίνεται. Καταλαβαίνεις όμως πάρα πολύ καλά τι γίνεται. Το ακούς σε όλους αυτούς τους φρικτούς ήχους. Το νιώθεις. Σε διαπερνά. Η ταινία του είναι αριστούργημα επειδή παντρεύει το περιεχομένο με την μορφή. Ξέρουμε τι έχει συμβεί στο Άουσβιτς. Θα φρικάραμε και με συμβατική σκηνοθετική αντιμετώπιση. Αλλά θα ήταν μια φρίκη κάπως ανακλαστική. Σαν τη φρίκη που βιώνεις στις ειδήσεις όταν ακούς άσχημα νέα. Με πιο συμβατική σκηνοθεσία, με μεγάλα πλάνα, η ταινία λόγω περιεχομένου θα ήταν και πάλι σημαντική. Συγκλονιστική όμως γίνεται λόγω του συνδυασμού του θέματος με τον τρόπο κινηματογράφισης. Ο αληθινός δημιουργός οφείλει να προτείνει ματιές. Και η ματιά του Νέμες είναι ριζικά επιδραστική.
Έτυχε να δω την ταινία την Παρασκευή το βράδυ. Την ώρα που αυτά συνέβαιναν στην οθόνη, στο Παρίσι οι δολοφόνοι είχαν βάλει μπρος. Tην ώρα που τελείωνε η κτηνωδία στην οθόνη ξεκινούσε η κτηνωδία στην πραγματικότητα. Χέρι - χέρι βαδίζει η ανθρωπότητα με τη φρίκη και την κτηνωδία καθ' όλη τη διάρκεια της Ιστορίας. Χέρι - χέρι βαδίζει και με την τέχνη. «Ο Γιος του Σαούλ» μιλά και για την εμπειρία των στρατοπέδων συγκέντρωσης και για την τρέλα των στρατοπέδων συγκέντρωσης με τρόπο που δεν έχει μιλήσει κανείς άλλος στο σινεμά ως τώρα. Και αποτελεί μια ταινία – βίωμα. 
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture

Σάββατο, Νοεμβρίου 14, 2015

Είμαστε όλοι Σχολιαστές

Oύτε Γάλλοι είμαστε όλοι, ούτε αντιιμπεριαλιστές είμαστε όλοι, 
ούτε έτσι είμαστε όλοι, ούτε αλλιώς είμαστε όλοι.
Διαφέρουμε τόσο μεταξύ μας εμείς οι δυτικοί
κι αυτό είναι η ομορφιά μας
κι αυτό το χαϊλίκι μας
κι αυτό η υπεροχή μας
έναντι των αλλότριων πολιτισμών.
Ένα μόνο κοινό στοιχείο έχουμε,
καθώς προσεγγίζουμε τη χθεσινή βραδιά
-αλλά και σχεδόν κάθε άλλη βραδιά και μέρα-
από αριστερή ή δεξιά σκοπιά:
είμαστε όλοι σχολιαστές.
Αν δεν πλήξει κάποιο γεγονός εντελώς άμεσα
εμάς τους ίδιους ή κάποιον πολύ δικό μας άνθρωπο,
αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο 
όχι ως πραγματικότητα της οποίας είμαστε μέρος,
αλλά ως θέμα απέναντι στο οποίο καλούμαστε να τοποθετηθούμε.
Ο δυτικός άνθρωπος είναι σχολιαστής.
Με το πνεύμα και το ήθος του σχολιαστή 
ζει τη ζωή που του προσφέρεται,
σε έναν κόσμο που του έχει προσφερθεί,
βλέποντας και τα δύο σε διαρκή αλλαγή,
με τις προσφορές να αποσύρονται από τα ράφια,
 σχολιάζοντας ότι αλλιώς τα είχε μάθει,
νόμιζε πως όλα έβαιναν σε γενικές γραμμές καλώς
και πως ο δεξιός ή αριστερός σχολιασμός του
θα μπορούσε πάντα να γίνεται με κίνηση των πιονιών
σε μια αφηρημένη ιδεολογικοπολιτική σκακιέρα
 ματωμένη μόνο με τα πτώματα των άλλων.