Τετάρτη, Αυγούστου 28, 2013

Έχω μια κιβωτό

Eίναι συγκλονιστικό το πόσο ξύλινος παραμένει μέχρι εσχάτων ο λόγος του Τσοχατζόπουλου. Το πώς οι αερολογίες, οι μεγαλοστομίες και τα κενά περιεχομένου λόγια που χρησιμοποιούσε δεκαετίες ως πολιτικός, εξακολουθούν να αποτελούν το οπλοστάσιό του και τώρα που είναι κατηγορούμενος και απολογούμενος. Η πραγματικότητα τον έχει κατακλύσει από σαράντα διαφορετικά μέτωπα και αυτός έχει χτίσει με τα ξύλινα λόγια του μια κιβωτό και βρίσκει μέσα της παρηγοριά. Ολομόναχος μέσα της, είναι ταυτόχρονα ο κομπέρ και ο μοναδικός ακροατής του. Και ο ακροατής Άκης πείθεται από τον κομπέρ Άκη, παραμένοντας έτσι ανέπαφος, αξιοπρεπής, τροπαιούχος: δεν τον αγγίζει τελικά όλη αυτή η λάσπη και δεν θα επιτρέψει σε κανέναν να τον συκοφαντεί.
 
Είχε καλεσμένο νωρίτερα ο Ευαγγελάτος τον Λάκη Γαβαλά για να μιλήσει για τον Ασλάνη. Σε ένα σημείο, και προσπαθώντας -χωρίς ιδιαίτερο λογικό ειρμό- να απαντήσει σε μια ερώτηση, o Λάκης θα πει ότι ο κόσμος έχει εξελιχθεί, η τεχνολογία έχει εξελιχθεί και ότι δεν ζούμε πια στην εποχή που ο κόσμος μετακινούνταν με κάρα «και με τρόλεϊ». Και δεν ξέρω πόσο έχει ή δεν έχει πληροφορηθεί για τον θάνατο ενός νέου ανθρώπου που δεν είχε εισιτήριο στο τρόλεϊ, δεν ξέρω αν το άκουσε και το ξέχασε, ξέρω όμως πως μπορεί από την μία όλος αυτός ο φαιδρός κόσμος της ελληνικής σόου μπιζ να έχει χάσει επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα, από την άλλη όμως είναι όλος αυτός ο κόσμος που παραμένει σε επίπεδο αριθμητικών μεγεθών, άρα τελικά και δημοκρατικού εκτοπίσματος, πάρα πολύ πιο κοντά στις μάζες. Δηλαδή ο Γαβαλάς μπορεί να ζούσε στη χρυσελεφάντινη εποχή του νεοελληνικού γκλάμουρ, που το τρόλεϊ είχε ξεπεραστεί ως μεταφορικό μέσο, ωστόσο οι άνθρωποι που χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν τρόλεϊ, στην μεγάλη πλειοψηφία τους για τον Γαβαλά ενδιαφερόντουσαν και ενδιαφέρονται και όχι για όσους γράψουμε πύρινα ποστάκια και αρθράκια για το θάνατο εξαιτίας ενός εισιτήριου τρόλεϊ. Υπ' αυτήν την έννοια ο Λάκης Γαβαλάς έχει υπάρξει εξίσου ή και περισσότερο λαϊκός για την εποχή του από ό,τι για τη δική του ο Πάνος Γαβαλάς.
Και διάβασε, αν δεν βαριέσαι αυτό· η τύπισσα εξηγεί πικρόχολα γιατί αποφάσισαν να βάλουν πρώτο θέμα στο σάιτ του CNN την προκλητική εμφάνιση της Μάιλι Σάιρους στα βραβεία του ΜΤV: αυτά θέλετε, αυτά διαβάζετε, σε αυτά κάνετε κλικ, έτσι μένετε ώρα στο σάιτ, έτσι θα προσελκύσουμε διαφημίσεις, έτσι κατάντησε η δημοσιογραφία σήμερα, εκεί μας φτάσατε· στο τσακ είναι να αρχίσει να μουτζώνει και να βρίζει τα πλήθη όπως έκανε κάποτε ο πάντα μπροστά από την εποχή του, Βασίλης Λεβέντης*. 
Τα πλήθη που αποβλακωμένα ασχολούνται με την Μάιλι και τον Λάκη αντί να παρακολουθήσουν το έγκυρα πολεμοκάπηλο CNN και να διαβάσουν τον δηκτικό συνήγορο του πόπολου Old Boy. Ο ιδεαλισμός του Άαρον Σόρκιν είναι παρών, το πνεύμα του Γουίλ Μακαβόι είναι εδώ. Ας ανεβάσουμε το επίπεδο των μαζών όσο μπορούμε.
Κι αν τα χημικά όπλα του Σαντάμ δεν βρέθηκαν ποτέ, σε μια αντιστροφή στο κυριακάτικο επεισόδιο του "Νewsroom" μάθαμε τελικά πώς την πάτησαν τα παιδιά του σταθμού και έβγαλαν στον αέρα την ψευδή είδηση ότι οι ΗΠΑ είχαν χρησιμοποιήσει προ λίγων ετών χημικά όπλα σε μια αποστολή διάσωσης. Όχι λοιπόν ο στρατός τους δεν έκανε αυτό το ατόπημα, είναι αθώος, και η Τζέιν Φόντα κάτω από πενήντα στρώματα πλαστικών εγχειρήσεων θα σώσει μετά την τιμή του αμερικάνικου στρατού και την τιμή των Αμερικάνων κροίσων. Βέβαια θα κατατεθεί στη σειρά και ότι παρά τις διεθνείς συμβάσεις οι ΗΠΑ δεν έχουν καταστρέψει όλα τα χημικά τους όπλα, γιατί αυτό είναι η δύναμή μας εμάς ως Αμερικάνων, η αυτοκριτική μας και η ελευθερία -eleftheria_re_mounia- που παρέχουμε στους δημιουργούς μας να μας τα χώνουν.
Και ο υπουργός εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας θα πει πως εκείνος πιστεύει ότι και ο ΟΗΕ να μην εγκρίνει, πρέπει να ληφθεί δράση από τις πρόθυμες χώρες, γιατί η νομιμότητα είναι σχετική έννοια άφτερ ολ, κι άλλο να την παίρνει στα χέρια του στο πεδίο των μαχών κοτζάμ αγλλοσαξωνικός κόσμος κι άλλο αυτά τα κουκουεδίστικα και συριζέικα με το φετιχισμό του δρόμου και τις ωδές στην ανομία.
Και πριν με προλάβεις, ναι, περιμένω με εξαρτημένα ανακλαστικά να σκούξω αν επέμβουν οι δυτικοί, γιατί δεν με νοιάζει όσο σκοτώνονται μεταξύ τους οι άλλοι -πού τους ξέρω εγώ τους άλλους, ποιές ταινίες τους και ποιές σειρές τους έχω δει;- εμένα με νοιάζει να τα χώνω στις ΗΠΑ, με νοιάζει σχεδόν τόσο, όσο να κατεβάζω κάθε Δευτέρα το τελευταίο επεισόδιο του Νewsroom και του Breaking Bad, τι σειρά μαλάκα μου, τι κατάληξη, πέντε ακόμα επεισόδια μας έμειναν και όταν τελειώσουν τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμουμε; 
* το κείμενο δεν το έγραψε ποτέ αυτή τελικά και είναι σατυρικό, αλλά τόσο μου κόβει.

Τρίτη, Αυγούστου 27, 2013

Ντροπή σας από ένα σημείο και ύστερα

Όπου δεν υπάρχει αντίδραση, υπάρχει δράση. Και όσο περισσότερο υποχωρεί ο ένας παίκτης τόσο περισσότερο προωθημένες θα γίνονται οι θέσεις του αντιπάλου. 
Aυτά τα «Αρχίζει και καταντάει και λίγο κουραστικό αυτό», 
αυτά τα «Ντροπή σας από ένα σημείο και ύστερα», 
αυτά τα «Σας βαρεθήκαμε», 
αυτά τα «Έπρεπε να σας απολύσουμε για να καταλάβετε τι εστί βερύκοκο»,
όλα αυτά δηλαδή που δεν θα μπορούσαν ποτέ να λεχθούν όχι μόνο επί μεταπολίτευσης, αλλά ακόμα και τα πρώτα μνημονιακά χρόνια,
όλα αυτά δηλαδή που ακούγονται σήμερα, είναι απλώς ένα ακόμη σκαλοπάτι προς τα ακόμη πιο ακραία λόγια που θα ακουστούν και τις ακόμη πιο ακραίες πολιτικές που θα εφαρμοστούν,
είναι όλα αυτά που ακούγονται σήμερα επειδή ο ένας παίκτης τα πήρε σταδιακά από το στόμα του αντιπάλου και η ντροπή άλλαξε στρατόπεδο.
Έτσι, δεν χρειάζεται πια να υποκρίνεται ο υπουργός πως ντρέπεται και λυπάται και κάνει ό,τι κάνει με πόνο ψυχής.
Τώρα σου λέει εσένα να ντρέπεσαι. 
Τώρα σου λέει πως εσύ είσαι αυτός που τον κούρασες πια.
Τώρα σου λέει πως εκείνος είναι που βαρέθηκε εσένα.
Τώρα σου λέει πως κανονικά έπρεπε να δεις τη γλύκα,
αφού πάντα υπάρχει κάτι χειρότερο που μπορεί να σου κάνει. 
Ωστόσο όπως ο ίδιος ο υπουργός θα πει, δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για κάποια σχέση μεταξύ αντιπάλων, αλλά για μια αυθεντική σχέση εκπροσώπησης: «Ο λαός αποφάσισε, εξέλεξε εμάς και εφαρμόζουμε το σχέδιο». Και το σχέδιο θα συνεχίσει να εφαρμόζεται στο όνομα της δημοκρατίας, στο όνομα της λαϊκής απόφασης κι εκλογής, στο όνομα τελικά της μη λαϊκής αντίδρασης, επικυρωμένο τελικά από την απάθεια και την ολική ψυχική παράδοση.
Όταν φεύγει ο φόβος της αντίδρασης, έρχεται νομοτελειακά η αποθράσυνση της δράσης.
Καταδικάσαμε την αντίδραση από οπουδήποτε κι αν προέρχεται και οποιαδήποτε μορφή κι αν έπαιρνε, ας γευθούμε λοιπόν τώρα την βερυκοκένια γεύση της δράσης.

Σάββατο, Αυγούστου 24, 2013

Βλακείες

 
Ένα ακόμη σαχλούτσικο βιντεάκι από τα ίντερνετς. Και νιώθω μια βαθιά αισθητική συγγένεια και μια βαθιά ηθική αγάπη για τέτοιου είδους σάχλες, γιατί νομίζω πως όλος αυτός ο χάβαλος ειναι ό,τι πιο κοντά στο καλό και στο ειλικρινές και στο ανεπιτήδευτο και πως αν μπορούσαμε όλοι να ενωθούμε γύρω από αυτήν τη σαχλαμάρα όπως οι πρωτόγονοι γύρω από τη φωτιά, τότε θα είχαμε πάρα πολύ λιγοτερα να χωρίσουμε ως είδος. Γιατί τι άλλο θέλουν να πουν τέτοια διαβήματα παρά ότι η ζωή είναι και ένα αστείο με το οποίο πρέπει να γελάσουμε, πως ίσως μάλιστα είναι περισσότερο αυτό παρά ένα παιχνίδι στρατηγικής με έπαθλο την τελική επικράτηση, αφού δεν υπάρχει τελικά, αφού το κάθε τελικά είναι αέρας κι αφού η κάθε τελική επικράτηση, ως κάτι συμβολικό, δεν μπορεί να σε κάνει τόσο αυτόματα και τόσο καθαρά χαρούμενο όσο ένα αβαθές καλαμπούρι, που είναι κάτι πηγαίο. Παίρνοντας τη ζωή στα σοβαρά και στα συμβολικά, μην παίρνοντας τη ζωή στα πηγαία, βομβαρδίζουμε και βομβαρδιζόμαστε, πλουτίζουμε και φτωχοποιούμε, εξολοθρεύουμε και εξολοθρευόμαστε. Μια παγκόσμια δικτατορία του γελοίου και του γέλιου, μια ιδεολογία ή μια θρησκεία που θα μας έλεγε να το πάρουμε αλλιώς και να σταματήσουμε να προσπαθούμε να πηγαίνουμε προς τα μπρος και προς τα μέρη των άλλων, που θα μας έλεγε να χαλαρώσουμε, να κάτσουμε εκεί που σκάει το κύμα και να δούμε τη θάλασσα ή να κάτσουμε και να γελάσουμε τώρα και εδώ με ένα ανέκδοτο αντί να έχουμε κατά νου μας το τελικά, αφού τίποτα δεν υπάρχει στο τελικά κι όλα υπάρχουν στο τώρα, αφού το μόνο αληθινό τελικά είναι ο θάνατος. Και αντί πριν αυτό το τελικά να επικρατεί το οικουμενικό γέλιο για την εν τέλει σαχλότητα της ανθρώπινης ζωής που από το πουθενά και το εντελώς τυχαίο ξεφυτρώνει και νομοτελειακά στο πουθενά επιστρέφει, επικρατεί ο δίχως ουσιώδη λόγο πόνος. Το γέλιο δεν μπορεί να χωριστεί, το γέλιο δεν μπορεί να μας χωρίσει, καλύτερα δεν γελάει αυτός που γελάει τελευταίος, κάθε γέλιο είναι αυτοτελώς καλύτερο και κάθε βλακώδης χαβαλές είναι ο αντίποδας της αυθεντικής ανθρώπινης βλακείας, της βλακείας δηλαδή της αλληλοφαγωμάρας και του αγώνα για την επικράτηση της μιας τάξης, κάστας, φυλής ή οτιδήποτε εις βάρος των υπολοίπων.   

Παρασκευή, Αυγούστου 23, 2013

Να είναι καλά

 
Μεγάλωσα διαβάζοντας «Φίλαθλο» και κατ' εξοχήν διαβάζοντας τον Ηλία Μπαζίνα. Τον πέτυχα προ ετών στη δεξίωση ενός γάμου. Όταν έφευγε, του έδωσα το χέρι μου και του είπα κάτι επαινετικό, δεν θυμάμαι τι, είμαι άλλωστε πάντοτε τόσο συγκρατημένος στα καλά λόγια για τους άλλους. Με κοίταξε μισοξαφνιασμένος, ήταν και αργά, πιθανότατα την επόμενη στιγμή να το είχε ήδη ξεχάσει, εγώ όμως ένιωθα ικανοποίηση. Περίεργο πράγμα η σχέση του γραφιά με τον αναγνώστη του· από την μια πλευρά η ανταλλαγή λέξεων ελαχίστων δευτερολέπτων μεταξύ δύο εντελώς αγνώστων, κι από την άλλη η στενή προσωπική σχέση που εγκαθιδρύεται από την καθημερινή ανάγνωση χρόνια ολόκληρα, στην προκειμένη περίπτωση δεκαετίες ολόκληρες.
Να είναι καλά. Είναι ίσως παράδοξο που το γράφω μόλις πληροφορήθηκα τον θάνατό του, κι όμως δεν το γράφω ως παράδοξο, ούτε με κάποια μεταφυσική χροιά: να είναι καλά·  ή, με άλλα λόγια, ευχαριστώ.      

Κυριακή, Αυγούστου 18, 2013

Φεϊσμπουκικά Ανάλεκτα

Σαν ήλιος βγήκες φωτεινός 
  στου ΤΑΪΠΕΔ τ' αλώνι
και έλαμψες κι ήρθες νικητής
και σε αγαπάμε όλοι
Συμπέρασμα: οι ιδιωτικοποιήσεις δεν πρέπει να προχωρήσουν γιατί κάποιος τζαμπατζής μπορεί να θελήσει να κερδίσει μια μέρα πτήσης. Λογικό.
Ο Στέλιος Σταυρίδης χρησιμοποίησε μια λάθος πτήση τη λάθος στιγμή. Οι αγαπημένοι μας κυβερνώντες, που δεν κάνουν ποτέ λάθος, άτεγκτοι και αψεγάδιαστοι, έσπευσαν να τον λυντσάρουν. Εδώ και μερικές ώρες δεν είναι ούτε επιχειρηματίας ούτε καινοτόμος ούτε τίποτε. Είναι η Λάθος Πτήση. Ελλάδα 2013. Το πανηγύρι της μοχθηρίας. 
Τέτοιο διαδικτυακό μένος κατά Σταυρίδη προκαλεί εντύπωση πάντως. Θα έχει γράψει μυθιστορήματα φαίνεται και θα βρήκε τώρα την ευκαιρία ο ματαιωμένος και αντιπνευματικός όχλος να τον κανιβαλίσει.
Η τελική σύνοψη είναι πως στην Ελλάδα εξακολουθούμε να σφαζόμαστε λεκτικά και ηλεκτρονικά, ενώ στις χώρες της Αραβικής Άνοιξης σφάζονται κυριολεκτικά. Το λες υπό μια ευρεία έννοια και Success Story της Δύσης και του Διαφωτισμού.

Σάββατο, Αυγούστου 17, 2013

Η Άβυσσος

Πράγματι, αν η Λένα Διβάνη δεν ήταν συγγραφέας, αλλά ξέρω 'γω βουλευτής ή δημοσιογράφος ή τηλεοπτική περσόνα ή μέλος οποιασδήποτε ελίτ, κανείς δεν θα είχε ασχοληθεί. Το καίριο δεν ήταν αυτό που είπε και η απόστασή του από την τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα, αλλά ότι είναι συγγραφέας· και τους πνευματικούς ανθρώπους τους μισεί ο όχλος σε αυτόν το σκατόλακκο.
Και επειδή πράγματι δεν είναι αυθόρμητη η στοχοποίηση καλλιτεχνών, περνάμε εφεξής στο επόμενο στάδιο. Τόλμησε ο Σμαραγδής να γράψει και να αφιερώσει αυτή την μαγευτική μαντινάδα
(Σαν ήλιος βγήκες φωτεινός 
τσ' Αμερικής τ' αλώνι
και έλαμψες κι ήρθες νικητής
και σε αγαπάμε όλοι)
στον Πρωθυπουργό μας σήμερα; Στοχοποιείται και χτυπιέται άμεσα, προς γνώση και συμμόρφωση των επόμενων πνευματικών ανθρώπων· ας τολμήσουν να μιλήσουν καλά για τον Σαμαρά αν τους βαστάει. Κι επειδή τα καλύτερα χτυπήματα είναι τα κάτω από τη ζώνη, δεν θα χτυπηθεί μόνο η πολιτική τους θέση, αλλά θα απαξιωθεί και το έργο τους. Ανασύρω λοιπόν απόσπασμα από παλιότερο "Unfollow" και χτυπώ:
Αυτή η συναίρεση του ειρωνικού με το σοβαρό βρίσκει την αθέλητη κινηματογραφική της αποτύπωση στα δύο σύντομα περάσματα του Λάκη Λαζόπουλου από το «Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι». Ο Λαζόπουλος υποδύεται τον «Ψαρά του Θεού», που κατά τον Γιάννη Σμαραγδή «εκπροσωπεί μια ανώτερη δύναμη». Αν γύριζες παρωδία θα έδειχνες τον Λαζόπουλο ακριβώς έτσι, με αυτό το μακιγιάζ, αυτά τα ρούχα, αυτή την κώμη και γενειάδα, να βγαίνει μέσα από αυτήν την ομίχλη και να λέει αυτά τα λόγια επιφοίτησης για τα δώρα του Θεού, που είναι κρυμμένα μπροστά στα μάτια του κάθε δαιμόνιου επιχειρηματικού πνεύματος. Αν είχες δηλαδή όλο το υπόλοιπο σώμα της ταινίας -αυτής της έστω όχι καλής ταινίας- και σου έλεγαν κανιβάλισέ το με δυο σκηνές σφήνες, δεν θα μπορούσες να το κάνεις στάλα πιο ακραία· πιο συγκρατημένα, ναι, ίσως, αφού θα σκεφτόσουν πως και η παρωδία για να είναι αληθινά αστεία, πρέπει να έχει ένα μέτρο και να μην γίνεται τελείως καρικατούρα. Στην δεύτερη (του Λάκη) παρουσία, ο Βαρβάκης βουτά στη θάλασσα απελπισμένος. Κάτι αστραφτερά γαλάζια πραγματάκια περιστρέφονται ολόγυρά του, καθώς ο μετέπειτα ευεργέτης έχει μια υποβρύχια «Στενή Επαφή Τρίτου Τύπου». Με το που βγαίνει από το βυθό, το χαμόγελο του Λάκη μας επαναφέρει στην πραγματικότητα: δεν βλέπουμε την «Άβυσσο» του Κάμερον, είμαστε μέσα στην άβυσσο του κιτς.
Στην περίπτωση του διευθυντή ειδήσεων του Μega Χρήστου Παναγιωτόπουλου, που γράφει στο aixmi,gr «Σημαντικές ήταν οι στιγμές της παρουσίας του Λάκη Λαζόπουλου. Ήταν, ίσως, ο καλύτερος που έχω δει μέχρι σήμερα στον κινηματογράφο», δεν έχουμε το ειρωνικό που μπορεί να εκληφθεί ως κυριολεκτικό, αλλά το κυριολεκτικό που θα μπορούσε κάλλιστα να εκληφθεί ως ειρωνικό. Η διατύπωσή του δε, δεν επιτρέπει να πούμε με σιγουριά αν πρόκειται για τον καλύτερο Λαζόπουλο, ή τον καλύτερο από όλους όσους έχει δει μέχρι σήμερα στον κινηματογράφο. 
Είναι κρίμα που τον Κολοκοτρώνη δεν πρόλαβε να τον παίξει ο Σωτήρης Μουστάκας. Όπως στο «Ελ Γκρέκο» δεν δίστασε να φορέσει την περσόνα του υποδυόμενος τον Τιτσιάνο, έτσι κι εδώ θα μπορούσε να δώσει έναν Κολοκοτρώνη – Μουστάκα: οι γνωστές του μούτες, το γνωστό του πνιχτό γελάκι, το γνωστό του σπινθήρισμα στο βλέμμα θα έκλειναν το μάτι στο κοινό, όχι με τον κιτς τρόπο που τον κλείνει η εμφάνιση του Λαζόπουλου (ή και υπό την έννοια αυτή η παρουσία μεγάλου μέρους του καστ, με ιδιαίτερη έμφαση στο ρωσικό ντουέτο Ντενέβ – Παπακαλιάτης), αλλά με έναν πιο μεταμοντέρνο τρόπο, αντιμετωπίζοντας δηλαδή το έργο ως κατά βάθος επιθεώρηση και όχι ως κατά φαντασίαν έπος.

Παρασκευή, Αυγούστου 16, 2013

Το μάτι

Έβλεπα προχθές το πρώτο επεισόδιο του Luck: τέσσερεις τύποι έχουν στοιχηματίσει από κοινού, προσπαθώντας να κερδίσουν το «Big Six», να προβλέψουν δηλαδή τους νικητές έξι ιπποδρομιών της μέρας. Αν τα καταφέρουν, τα κέρδη τους θα είναι αστρονομικά. Όταν το άλογο και της τελευταίας κούρσας καλπάζει προς τον τερματισμό συνειδητοποιούν σοκαρισμένοι αυτό που όντως συμβαίνει. Δεν πιστεύουν αυτό που βλέπουν. Στον τερματισμό ο τέταρτος της παρέας -που δεν είναι τζογαδόρος και έχει απλά βάλει λεφτά- πανηγυρίζει σαν τρελός. Οι υπόλοιποι τρεις παραμένουν αποσβολωμένοι. Ένας παραπατάει προς τα πίσω και παραμιλάει, ένας άλλος πιάνει το κεφάλι του, ο τρίτος λέει σχεδόν ψιθυριστά «νικήσαμε».
Στις προηγούμενες κούρσες -πριν έρθει δηλαδή η σειρά της έκτης- ήταν διαφορετικά. Τότε πανηγύριζαν όλοι τους σαν τρελοί, γιατί τότε ακόμα το ενδεχόμενο της τελικής νίκης παρέμενε μακριά. Ακόμη κινούνταν σε πολύ οικεία ψυχικά μονοπάτια, ακόμη ο τζόγος ήταν τζόγος. Κάθε εκπλήρωση όμως, ειδικά όταν πρόκειται για εκπλήρωση τέτοιου βεληνεκούς, είναι ταυτόχρονα και μια ματαίωση. Και αν ο τζόγος είναι πριν απ' όλα έξαψη, τότε μια τέτοιου βεληνεκούς εκπλήρωση δεν σου υπονομεύει εξ ορισμού τις εφεξής εξάψεις; Και αν ο τζόγος δεν είναι απλά το πάθος σου, δεν είναι καν ο τρόπος ζωής σου, αλλά έχει γίνει όλη σου η ζωή, το να κερδίζεις μια περιουσία δεν σε αναγκάζει να ξαναδείς τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να πεις και τώρα τι;
Και σε άλλες εποχές το ποστ θα έμενε ως κάπου εδώ, θα μιλούσε μόνο για τον τζόγο, για το πώς π.χ. η προσμονή φωτίζει το βλέμμα τους στην τελευταία κούρσα, για το πώς τέτοια προσμονή δεν πρόκειται να αξιωθούν ποτέ ξανά, ή για το εκατό τοις εκατό θρησκευτικό δέος που νιώθουν όταν η κούρσα τελειώνει, καθώς προσπαθούν να χωνέψουν αυτό που έχει συμβεί και το οποίο, μολονότι πάντα επεδίωκαν μανιωδώς να συμβεί, τους ξεπερνά, όπως ας πούμε θα σε ξεπερνούσε ένα θαύμα όσο κι αν προσευχόσουν για αυτό.
Αυτή την εποχή όμως, το ποστ ξεκίνησα να το γράφω έχοντας κατά νου να πω τελικά κάτι για το θέμα του δημοσίου λόγου που προέκυψε μετά τον θάνατο του παιδιού στο τρόλεϊ. Είχα βρει και τον τρόπο που θα έκανα τη σύνδεση. Αλλά τώρα μου φαίνεται λάθος να το κάνω και προτιμότερο, αν είναι να γράψω κάτι για το θέμα, να το γράψω μόνο του. Και γιατί τότε δεν σβήνω όλη αυτή την παραφιλολογία ώστε να αφήσω και το ποστ μόνο του; 
Δεν ξέρω. Ίσως γιατί στην πορεία της ζωής μας εφευρίσκουμε διάφορα μάτια που μας κοιτάζουν από ψηλά και μας κρίνουν. Παλιά μπορεί να μας έκριναν γιατί παίζαμε το πουλί μας ξέρω γω, τώρα μπορεί να μας κρίνουν για το πόσο απίκο είμαστε να πάρουμε θέση στα κρίσιμα ζητήματα του δημοσίου διαλόγου ή αν αντίθετα χαζολογάμε με τα ήσσονα. Εξελίσσεται ο άνθρωπος, εξελίσσονται και τα μάτια που εγκαθιστά εκεί ψηλά. Και δεν έχει και τέλος όλο αυτό. Γιατί ο ένας νεκρός του τρόλεϊ και όχι το σφαγείο στην Αίγυπτο; Να κι άλλο μάτι. Να το μάτι που θα σου πει πως αν ξέρω γω η Αίγυπτος ήταν Ιράκ ή Παλαιστίνη θα είχες σηκώσει σούσουρο. 
Αλλά και άριστα στη θεωρία να πάρεις, το μάτι θα συνεχίσει να στη λέει και θα σε πει -και με τα χίλια δίκια του δηλαδή- υποκριτή: «Κάνετε αυτό που λέω, μην κάνετε αυτό που κάνω: ήδη από την εποχή του Διαφωτισμού παρατηρούνταν διχασμός ανάμεσα στη ζωή που ζούσαν οι άνθρωποι και σ' εκείνη που ήθελαν και πρέσβευαν. Η εποχή μας κοροϊδεύει τον εαυτό της παριστάνοντας ότι διαθέτει διαύγεια και οξυδέρκεια· η ρητορική μας λειτουργεί ως αντιστάθμισμα μιας απουσίας. Η κλασική υποκρισία μετέφραζε το χάσμα ανάμεσα στα ήθη και την ευποληψία· η σύγχρονη υποκρισία μεταφράζει το κενό ανάμεσα στο ιδεώδες που διακηρύσσουμε και στην πραγματικότητα που ζούμε. Αυτός ο φαρισαϊσμός, αυτά τα γελοία διφορούμενα συνιστούν τα καθημερινά μας ήθη (τα οποία καθρεφτίζονται, λόγου χάρη, στις κωμωδίες του Γούντυ Άλλεν): τρέχουμε πίσω από μια μεγεθυμένη εικόνα του εαυτού μας, λαχταρώντας να διορθώσουμε τα λάθη μας για να εξυψωθούμε στο επίπεδο των προμηθεϊκών μας φιλοδοξιών». (Πασκάλ Μπρικνέρ, "Το παράδοξο του έρωτα").
Επειδή το παραβαρύναμε όμως, ας κλείσουμε με τραγουδά, όπως τα λέω, με τραγουδάκι των Τεμπών.

Τετάρτη, Αυγούστου 14, 2013

Το ατύχημα

Αν η Σαντορίνη είχε πάθει μπλακ άουτ μέσα Αυγούστου εξαιτίας της ΓΕΝΟΠ ή του ΠΑΜΕ, το γεγονός θα παρουσιαζόταν ως περίπου εσχάτη προδοσία και θα κατοικούσε στα στόματά τους τα επόμενα πέντε χρόνια σερί ως το πλέον καταλυτικό επιχείρημα: εκείνο το καλοκαίρι που χτυπήθηκε στη ρίζα του ο τουρισμός μας. Τώρα δεν τρέχει μία. Όσο κερδίζουν τον επικοινωνιακό πόλεμο θα κερδίζουν γενικά, και ας έχει φτάσει η αληθινή ζωή στο σημείο που έχει φτάσει.
Και το σημείο που έχει φτάσει, είναι να χάνει ένα παιδί 18 - 19 ετών τη ζωή του επειδή δεν είχε εισιτήριο στο τρόλεϊ. Ατύχημα; Ναι, ατύχημα. Προφανώς και αν ήξερε ότι θα σκοτωνόταν δεν θα πήδαγε. Αλλά ατύχημα που προκλήθηκε μέσα σε ένα συγκεκριμένο οικονομικό περιβάλλον, μέσα σε μια συγκεκριμένη εφαρμοζόμενη οικονομική ιδεολογία και μέσα σε μια συγκεκριμένη κουλτούρα ολοένα αυξανόμενης αυταρχικότητας.
Αποκτηνωνόμαστε. Οι ισχυρότεροι θα επιζήσουν. Χώρος για λαθρεπιβάτες δεν υπάρχει.

Τρίτη, Αυγούστου 13, 2013

Οι άλλοι και το αλλού

Λέω να πάω στη θάλασσα τώρα. Ποιό είναι το αντίθετό της; Οι φράκτες και τα κοντέινερ της Αμυγδαλέζας; Μήπως το αντίθετο της θάλασσας είναι η ίδια η θάλασσα, όταν πνίγει αυτούς που θέλουν όχι ακριβώς να έρθουν εδώ, αλλά σίγουρα να φύγουν από εκεί που γεννήθηκαν; 
Λέω να πάω στη θάλασσα τώρα. Ποιό είναι το αντίτιμό της; Η ύπαρξη ηπείρων, η ύπαρξη διαφορετικών πολιτισμών, η υστέρηση, η φτώχεια;
Λέω βουτώντας να κλείσω τα μάτια στη θάλασσα της φτώχειας. Να ξαναπροσποιηθώ πως αυτή έρχεται μόνο λαθραία και απ' έξω. Να παραδεχθώ πως η θάλασσα χωρίζει τον τόπο μας από τους άλλους τόπους και τους ανθρώπους των άλλων τόπων, τους αληθινά εξαθλιωμένους, τους αληθινά διαφορετικούς, από εκείνους που είναι νορμάλ να κρατούνται σε στρατόπεδα, γιατί δεν είναι σαν εμάς. Να πειστώ πως η θάλασσα της φτώχειας είναι φαινόμενο που μας απειλεί μόνο με την από έξω αλλοίωση, να πειστώ πως εμείς οι γηγενείς εξακολουθούμε να ανήκουμε και να διαβιούμε στον κόσμο του Γουόλτερ Γουάιτ και του Γουίλ Μακαβόι και όχι δίπλα, ενίοτε και μέσα, στις κυριολεκτικές και τις μεταφορικές Αμυγδαλέζες.
Λέω να πάω στη θάλασσα τώρα. Προσπάθησα να σου πετάξω ό,τι ενοχή είχα εύκαιρη, αλλά, πίστεψέ με, όταν βουτήξω, εγώ θα είμαι αλλού, φίλε μου.

Παρασκευή, Αυγούστου 09, 2013

Τα ξεχασμένα αντιπαραδείγματα

Ξαναβρίσκω μετά από μήνες μέσα σε ένα ΚΤΕΛ τον ήρωα για τον οποίο είχαμε μιλήσει στο παρελθόν. Πληροφορούμαι εκεί -από το δεσποτικό ύψος που μου προσφέρει το λεωφορείο επί των παραλιακών κωμοπόλεων- τον θάνατό του: "These were evenings, and there were hundreds of them, maybe thousands, when nothing traumatic enough to leave a scar had befallen the nuclear unit. Evenings of plain vanilla closeness in his black leather chair; sweet evenings of doubt between the nights of bleack certainty. They came to him now, these forgotten counterexamples, because in the end when you were falling into water, there was no solid thing to reach for but your children".
Όσο περνάνε τα χρόνια, πιστεύω πως ο Κυνόδοντας πρέπει να διαβάζεται όσο το δυνατόν λιγότερο ως αλληγορία και όσο το δυνατόν περισσότερο ως ρεαλισμός.
Όσο περνάνε τα χρόνια, πείθομαι πω, σε ένα πιο ψαγμένο παράλληλο σύμπαν εννέα στις δέκα ταινίες και εννέα στα δέκα βιβλία θα προσπαθούσαν να αναλύσουν και να κατανοήσουν αυτό το λειτουργικό σύστημα κι αυτήν την κανονιστική δομή που λέγεται «οικογένεια», η οποία στήνει ένα ανεξίτηλο πρότυπο κανονικότητας, πρότυπο που στο υπόλοιπο της ζωής μας είτε το ακολουθούμε τυφλά είτε το αντιπαλεύουμε με λύσσα, είτε ίσως καταλήγουμε να το ακολουθήσουμε τυφλά την ώρα που το αντιπαλεύουμε με λύσσα. 
Όσο περνάνε τα χρόνια, διακρίνω ευκρινέστερα επάνω μας τα αποτυπώματα των οικογενειών όλων μας, μόνο που αυτή η τρόπον τινά διαύγεια αφενός κάνει τα πράγματα παραδόξως ακόμη πιο μυστηριώδη και αφετέρου είναι ελάχιστα βοηθητική στο τώρα κρίσιμο και τώρα καίριο, στο δηλαδή πώς η οικογένεια στην οποία παίζεις πια το ρόλο του γονιού, αφήνει με τη σειρά της το δικό της αποτύπωμα.
Όσο επίσης περνάνε τα χρόνια, αγαπάς και δένεσαι με το παιδί σου με έναν ολοένα και πιο κιτς τρόπο, αφού μοιάζει τελικά αδύνατο να το αγαπήσεις αλλιώς. Παίζεις δηλαδή μπάλα μαζί του και είναι σαν να τρέχουν μέσα σου πενήντα χιλιάδες διαφορετικά συντριβάνια εκκωφαντικού φωτός. Και γιατί; Επειδή παίζετε μπάλα.
Ναι, μοιάζει αδύνατο να αγαπήσεις με στυλ.

Κυριακή, Αυγούστου 04, 2013

Πριν σε πιάσει η ψυχή σου


Πριν σε πιάσει η ψυχή σου, δες προσεκτικότερα την φωτογραφία. Το καταδιασκεδάζουν. Είναι χαρούμενοι. 
Στη ζωή μπορεί να σου αναλογούν μαγευτικές παραλίες και θάλασσες να τiς πιεις στο ποτήρι, θάλασσες ελεύθερες από άλλα κορμιά ως εκεί που φτάνει το βλέμμα σου, θάλασσες έρμαια των απλωτών σου, εκτάσεις ολόκληρες για να τις κολυμπήσεις ελεύθερα, ύπτια και πρόσθια, θάλασσες στις οποίες θα προσποιηθείς ακόμη και την πεταλούδα, θάλασσες για να ξαπλώσεις πάνω τους και να βουτήξεις μέσα τους, θάλασσες για να χαθείς από τα άλλα βλέμματα και να αναστηθείς μέσα στο βλέμμα του βυθού,
σημασία όμως δεν έχει τι σου αναλογεί, αλλά το τι κάνεις με αυτό που σου αναλογεί,
γιατί μπορεί κάλλιστα η παραλία για σένα να είναι ένα ακόμη τοπωνύμιο μιζέριας, ένας ακόμη χώρος που θα φέρεις τoν εαυτό σου όχι πρόσφορο στην εμπειρία, αλλά αμετανόητα αεροστεγή,
όπως αντίστροφα μπορεί στη ζωή να σου αναλογεί η πισίνα η γεμάτη με όλους τους άλλους δίπλα σου, η πισίνα η τόσο πατείς με πατώ σε που σχεδόν παύεις πια να βρίσκεσαι μέσα σε υγρό στοιχείο, που όλα ξαναγίνονται ασφυκτικά στέρεα, κι όμως όλος αυτός ο αδιανόητα παράταιρος συνωστισμός να είναι για σένα διασκέδαση και χαρά και ευτυχία.
Μα πως γίνεται; Μα πώς να μην το κοιτάξεις με συγκατάβαση, ειρωνεία, ίσως και με τρόμο; Πώς να μην τρομάζεις με την ανθρώπινη κωμωδία, πώς να μην γελάς με τα όρια της ανθρώπινης κατάστασης; Αλλά κι ύστερα πώς αλλιώς να γίνει; Ποιός είσαι εσύ που θα κρίνεις των άλλων την χαρά, τι επιλήψιμο μπορεί ποτέ να έχει των άλλων η χαρά, όταν δεν είναι χτισμένη πάνω στη δυστυχία κάποιων τρίτων;
Και ποιά θα ήταν η ιδανική κατασκευή των ανθρώπινων; Αυτή όπου οι άνθρωποι θα ήταν ευτυχισμένοι μέσα σε συνθήκες αποπνιπτικές ή αυτή όπου οι άνθρωποι θα ήταν ανικανοποίητοι και εν τέλει δυστυχείς μέσα σε συνθήκες μυσταγωγικές;