Δευτέρα, Μαΐου 30, 2005

Κορίτσια Καριέρας


"Είχα καιρό να χαμογελάσω στη ζωή, όταν ξυπνούσα το πρωί". "Έχασα χρόνο από το να βλέπω τα παιδιά μου, μέρος από την καλή μου διάθεση και τα τελευταία ψήγματα που μου είχαν απομείνει για τις καλές προθέσεις των ανθρώπων". "Δεν θυμάμαι να έχω γελάσει και πολύ τελευταία". Μάρα Ζαχαρέα, "ΒΗΜAGAZINO", 29.5.05.
Ένοχη αναμφίβολα η εποχή, αλλά αν η Μάρα ζούσε λίγες γενιές νωρίτερα, αν ήταν υποχρεωμένη να είναι μόνο μάνα, σύζυγος και νοικοκυρά, μήπως την έπνιγε άλλου είδους μελαγχολία;
Ποιά να συμπονέσουμε περισσότερο, ποιά έχει μεγαλύτερη ανάγκη το χάδι μας;
Η Μάρα των περασμένων εποχών, η Μάρα του σπιτιού και της λαχτάρας να εκφράσει την προσωπικότητά της και έξω απ' αυτό ή η Μάρα της υψηλής τηλεθέασης και των αγέλαστων πρωινών;
Μακιγιάζ, προβολείς, επιτυχία, AGB, αδρεναλίνη, κυνισμός, παιδιά στις νταντάδες, κατάθλιψη.
Μάρα του σπιτιού, εκεί ήθελες να βγεις τόσους αιώνες;

Σάββατο, Μαΐου 28, 2005

Αφού σε χαλάει

Oι Κωλογάλλοι φέτος, οι Κωλοελληνοκύπριοι πέρσι, τα κωλοαπολιθώματα του παρελθόντος εξακολουθούν να ταλαιπωρούν το παρόν μας. Να τελειώνουμε παιδιά με αυτούς τους αναχρονισμούς, να τελειώνουμε.

Παρασκευή, Μαΐου 27, 2005

Φιέστα



Καθώς θα 'λεγε κι ο ποιητής:
"Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως την θέλεις
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον, όσο μπορείς:
να ζεις με ψευδαισθήσεις"

Κλείνω, πάω φιέστα, πάω Λεωφόρο πριν γκρεμιστεί, το σηκώνει απόψε ο Μανωλάκης.

Shiny happy people



Το "Βήμα" αυτής της Κυριακής δίνει σε DVD το "Secretary". H ταινία ισχυρίζεται ότι για ορισμένους ανθρώπους ευτυχία δεν είναι τα νεόνυμφα στρωμένα λευκά σκεπάσματα, ότι ορισμένοι άνθρωποι δεν αντέχουν αυτό το λευκό, δεν αντέχουν αυτή την τάξη και επιλέγουν -η φύση τους το έχει επιλέξει- μια άλλη εκδοχή της ευτυχίας, καθώς βγάζουν από το τσεπάκι τους μια νεκρή κατσαρίδα και τη ρίχνoυν πάνω στο καθαρό τους κρεβάτι.
Έτσι, με την κατσαρίδα ξαπλωμένη ανάσκελα να σπάει το άσπιλο, ισορροπούν, ησυχάζουν και με το δικό τους τρόπο ευτυχούν.

Πέμπτη, Μαΐου 26, 2005

Αν ήμουν καρτούν

Αν ήμουν καρτούν,
θα με έλιωναν νταλίκες, θα με τσάκιζαν από γκρεμούς, θα γινόμουν χαλκομανία
κι αμέσως θα επέστρεφα, καινουργής και απαστράπτων.
Αν ήμουν καρτούν,
θα είχα πάντα εμπρός μου ένα στόχο απτό και ξεκάθαρο, ένα μπιπ-μπιπ ή ένα καναρίνι να κυνηγώ.
Αν ήμουν καρτούν,
θα με έτρεφε η εμμονή μου και θα με πυρπολούσε η αέναη αδυναμία εκπλήρωσης του οράματός μου.
Γιατί αυτό που λάμπει στο ανεκπλήρωτο καμιά εκπλήρωση δεν μπορεί να το υποκαταστήσει.
Γιατί αυτό που λάμπει στην προσδοκία καμιά πραγματοποίηση δεν μπορεί να το υποκαταστήσει.

Αν ήμουν καρτούν,
γενιές και γενιές παιδιών θα ξελιγώνονταν με τα καμώματά μου, ενώ οι ενήλικοι θα απολάμβαναν τα κρυμμένα υπονοούμενά μου.
Αν ήμουν καρτούν,
οι νόμοι της φυσικής δεν θα είχαν δικαιοδοσία πάνω στο κορμί μου κι η βαρύτητα δεν θα 'ταν παρά μύθος.
Αν ήμουν καρτούν,
χέρι σχεδιαστή θα με ζωγράφιζε πάντα ίδιο, πάντα απαράλλακτο κι ο χρόνος και τα αποτυπώματά του δεν θα 'ταν παρά μύθος.
Αν ήμουν καρτούν,
στον κόσμο μου η αναρχία και ο σουρεαλισμός δεν θα 'ταν μύθος αλλά καθεστώς.

Αν ήμουν καρτούν,
δεν θα είχα τη δυνατότητα να πληγώσω κανέναν για περισσότερο από τρία δευτερόλεπτα.

Αν ήμουν καρτούν,
τα μάτια μου θα ήξεραν τι να λαχταρούν,
τα χέρια μου θα ήξεραν τι να ζητούν,
τα πόδια μου θα ήξεραν πού πατούν.

Τρίτη, Μαΐου 24, 2005

Euro & Eurovision, πάρτ τού.

I. Σύνδεση με τα προηγούμενα:
Δυο είναι οι βασικές σχολές σκέψεις.
Η πρώτη, ας την πούμε σχολή του Νίκου Δήμου, ταυτίζει τις δυο πρωτιές δια του σνομπισμού και της απαξίωσής τους και αναρωτιέται ποιός είναι ο λόγος να νιώθουμε υπερήφανοι για την επιτυχία άλλων (http://www.ndimou.gr/newsarticle_gr.asp?news_id=114) .
Η δεύτερη είναι η επικρατούσα στα τηλεοπτικά κανάλια σχολή, βάσει της οποίας η επιτυχία της Έλενας είναι συνέχεια της περσινής ποδοσφαιρικής επιτυχίας και η οποία λίγο πολύ ταυτίζει τις δύο πρωτιές δια του "τραλαλά, τι ωραία τι καλά που περνάνε τα παιδιά".
Υπάρχει και μια τρίτη άποψη, εκείνη που προσπάθησα να εκφράσω κι εγώ με το προηγούμενο post μου περί Euro & Eurovision, όπου υποστήριξα ότι άβυσσος χωρίζει τις δυο επιτυχίες.
Με comment του στο post μου αυτό, ο φίλος μου ο Garine, αφενός με ρώτησε τι άλλαξε στο 105' και αφετέρου υπαινίχθηκε ότι, όντας άντρας και δη ποδοσφαιρόφιλος, τα συμπεράσματά μου είναι υπέρμετρα υποκειμενικά.
Εν συνεχεία κι ενώ είχα υποστηρίξει ότι αν νικήσει η Έλενα ο κόσμος δεν θα βγει στους δρόμους, τα τηλεοπτικά πλάνα με διέψευσαν.
O Crazy Monkey και η Mindstripper συμφώνησαν όμως ότι ο ψυχικός αντίκτυπος των δυο επιτυχιών διαφέρει και μάλιστα η Μindstripper έγραψε ένα εξαιρετικό post (http://mindstripper.blogspot.com/2005/05/euro-eurovision.html)
Aφού λοιπόν έχουν μπει τόσα θέματα στο διαδικτυακό τραπέζι ας επεκταθούμε λίγο περισσότερο:

II. Το 105΄:
Η Ντόνα Ταρτ στο μυθιστόρημά της με τίτλο "Μυστική Ιστορία" αναφέρεται στα διονυσιακά μυστήρια και κάνει λόγο για το βάρος του εαυτού μας, για τη δυστυχία που μας προκαλεί η συνείδησή μας, για την λαχτάρα μας να βγούμε για λίγο εκτός εαυτού, για την ιδέα της απώλειας του ελέγχου που γοητεύει τους χαλιναγωγημένους ανθρώπους περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Λέγοντας το με τα δικά της λόγια: "Το βίωμα της απόλυτης ελευθερίας. Αν έχουμε αρκετή ψυχική δύναμη μπορούμε να σκίσουμε το πέπλο και να αντικρίσουμε κατά πρόσωπο αυτή τη γυμνή τρομακτική ομορφιά. Αφήστε το Θεό να μας κάνει δικούς του, να μας κατασπαράξει, να αποσυναρμολογήσει τα κόκαλά μας και μετά να μας φτύσει ξαναγεννημένους. Αυτή είναι η τρομερή γοητεία των διονυσιακών μυστηρίων, αυτή η φωτιά της καθαρής ύπαρξης".
Όπως η Μindstripper, έτσι κι εγώ βρέθηκα πέρυσι στο στάδιο Ντραγκάο. Βρίσκομαι στο γαλάζιο ύψιλον που σχηματίζουν οι θύρες που έχουν γεμίσει με γαλανόλευκες σημαίες, μπλε μπλούζες και βαμμένα μπλε πρόσωπα, βρίσκομαι στο Καλλιμάρμαρο εκατόν οκτώ χρόνια πριν και ο Σπύρος Λούης τερματίζει πρώτος, βρίσκομαι στο 105', στο τελευταίο λεπτό της παράτασης, όταν ακούγεται ένα κρακ, και το ύψιλον του Ντραγκάο, η συντεταγμένη αυτή του χωρόχρονου, τουμπάρει τρεις μοίρες προς τα κάτω.
Γκολ.
Βγαίνω από τον εαυτό μου, χάνω την ατομικότητά μου, χαμένος στο ύψιλον δεν είμαι ο εαυτός μου, το όνομά μου και η ηλικία μου, οι προσδοκίες μου και οι φόβοι μου, οι προκαταλήψεις μου και οι ενοχές μου, τα φωτεινά και τα μαύρα σημεία της ψυχής μου, είμαι ολόιδιος με τον διπλανό μου που αγκαλιάζω, είμαι ο διπλανός μου που κλαίει και με φιλάει, είμαι μια κουκίδα του γαλάζιου, μια μπλε μπλούζα ακόμη που χοροπηδά, μια φωνή ακόμη που κραυγάζει, κραυγή μεσ' τις κραυγές, αγκαλιά μεσ' τις αγκαλιές, δάκρυ μεσ' τα δάκρυα, έκσταση μεσ' τις εκστάσεις, είμαι πανηγυρισμός, είμαι ένας απ' όλους, είμαι έξι σειρές πιο κάτω, είμαι τρεις θύρες πιο πέρα, δεν είμαι εγώ, είμαι κάπου αλλού, σε έναν χώρο παράπλευρο του συνειδητού, ελεύθερος επιτέλους από μένα και τα βαρίδια μου, ολόγυμνη ευτυχία, απροστάτευτος αλαλαγμός, άνθρωπος που αξιώθηκε στη ζωή του να δει κατάφατσα το Απόλυτο και το θέαμα του κλόνισε το νου και τον κατέλαβε, μετατρέποντάς τον σε παροξυσμένο θύμα του, δύσπιστο πιστό του και άναρθρο υμνωδό του.
Ρωτάω λοιπόν: ένιωσα μια τέτοια εμπειρία επειδή ήμουν μέσα στο γήπεδο; Εσύ Garine στην μακρινή αλλοδαπή και όλοι οι υπόλοιποι μπροστά στις τηλεοράσεις τους στην Ελλάδα και το εξωτερικό δεν βγήκατε από τον εαυτό σας τη στιγμή εκείνου του συγκεκριμένου γκολ; Πόσες φορές στη διάρκεια της ζωής μας βγαίνουμε εντελώς από τον εαυτό μας; Είναι αυτή μια εμπειρία συνήθης; Πολύ περισσότερο, υπάρχει έστω κι ένας άνθρωπος, η μαμά της Έλενας, η ίδια η Έλενα, που να ένιωσε έτσι προχθές; Δεν μιλάω για ευτυχία, δεν αμφισβητώ την ευτυχία τους, μιλάω για έκσταση.
ΙΙΙ. Άλλαξε κάτι;
O Garine επισημαίνει ότι και μετά το Euro οι θεσμοί του ελληνικού ποδοσφαίρου παραμένουν το ίδιο ανυπόληπτοι. Άλλοι επισημαίνουν ότι τέτοιες επιτυχίες δεν αλλάζουν την καθημερινή μας ζωή. Σωστά όλα αυτά. Κατά τη γνώμη μου όμως, πέραν της εμπειρίας των ημερών εκείνων (που θα ήταν από μόνη της υπεραρκετή), από πέρυσι το καλοκαίρι κερδίσαμε επιπρόσθετα και τη δυνατότητα ενός άλλου τρόπου θεώρησης των πραγμάτων. Εκείνο που μπορεί να κερδηθεί από όσα συνέβησαν πέρυσι, μπορεί να κερδηθεί όχι μόνον από έναν Έλληνα, αλλά από οποιονδήποτε έχει τα μάτια του ανοικτά και τη διάνοιά του ανήσυχη. Δεν νομιμοποιούμαστε πλέον να λέμε ότι κάτι δε γίνεται, ότι υπάρχουν απραγματοποίητα όνειρα. Ό,τι είναι θεωρητικά δυνατό, είναι και πρακτικά δυνατό. Δεν μιλάω για την πίστη που μετακινεί βουνά, δεν μιλάω για υπέρβαση φυσικών νόμων, δεν μιλάω μεταφυσικά. Εννοώ πως ό,τι μπορεί να συμβεί με βάση τους νόμους της φύσης, μπορεί τελικά να συμβεί, όσο στατιστικά απίθανο και αδιανόητο κι αν φαίνεται. Δε νομιμοποιούμαστε να πούμε "Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ". Θα μπορούσε να αλλάξει αν το θέλαμε αρκετά, αν το προσπαθούσαμε αρκετά. Ότι όλα μα όλα μπορούν να γίνουν, είναι το πρώτο δίδαγμα. Ότι όλα μπορεί να γίνουν, αλλά δεν θα γίνουν από μόνα τους, με χαζή αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση, είναι το δεύτερο. Τόνοι ιδρώτα χρειάζονται για να επιτευχθεί αυτό που λέγεται θαύμα. Ίσως δεν πρέπει καν να ελπίζουμε, τουλάχιστον στην αρχή, πρέπει απλώς να αρνούμαστε να πεθάνουμε, να προσπαθούμε με αίμα αλιγάτορα να μείνουμε ζωντανοί στο ματς, στιγμή με τη στιγμή, φάση με την φάση, διεκδίκηση της μπάλλας με διεκδίκηση της μπάλλας και το όποιο όνειρό μας, ας είναι αρχικά εσωτερικό και ανομολόγητο, κι όσο το προσεγγίζουμε -γύρο με τον γύρο, αποκλεισμό με τον αποκλεισμό- όσο έρχεται πιο κοντά μας, τότε ας αρχίζει επιτέλους να μας φωτίζει και να τυφλώνει τους αντιπάλους. Από τον Ιούλιο του 2004 όλα γίνονται, όλα είναι πλέον δυνατά, όλα παίζουν, όλα είναι εφικτά, το "αδύνατον" πέθανε, το "αδύνατον" δεν είναι πια μαζί μας, πέρασε ξυστά άουτ πέντε-έξι φορές από την εστία του Νικοπολίδη, μπήκε με κεφαλιά στα δίκτυα του Μπαρτέζ, του Τσεχ και του Ρικάρντο, σηκώθηκε το γαμημένο το "αδύνατον" και, όταν μέσα στα χέρια του αρχηγού αντίκρισε τον ουρανό, έγινε για πάντα, στον αιώνα τον άπαντα, δυνατόν. Σβήστε τη λέξη "αδύνατον" από τα λεξικά.

IV. Γιατί να χαιρόμαστε;
Γράφει ο Νίκος Δήμου: "Ας το ξεκαθαρίσουμε. Στην Πορτογαλία δεν νίκησε «η Ελλάδα», αλλά μερικοί ποδοσφαιριστές και ο προπονητής τους (και τους αξίζει ο μέγιστος έπαινος)". Ωστόσο, ως τι αγωνίστηκαν οι ποδοσφαιριστές αυτοί; Ως Θοδωρής, Γιώργος, Άγγελος κλπ; Ως η ομάδα της ΕΠΟ; Δεν αγωνίστηκαν ως το αντιπροσωπευτικό ποδοσφαιρικό συγκρότημα του συνόλου των Ελλήνων ποδοσφαιριστών; Δεν είχαν ένα εθνόσημο στις φανέλλες τους; Δεν ακούγονταν εθνικοί ύμνοι πριν αρχίσουν οι αγώνες; Αν η "ελληνική ψυχή" είναι ένα όμορφο παραμύθι, οι παίκτες πιστεύοντας σε αυτό το παραμύθι το έκαναν πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, η "ελληνική ψυχή" υφίσταται όχι αυτοτελώς, όχι γονιδιακά, αλλά όταν πιστέψουμε στο μύθο της και ενεργήσουμε ωσάν να υπήρχε αυτοτελώς. Η κορυφή ανήκει συνήθως στους Ζιντάν, τους Ραούλ, τους Νέτβεντ και τους Φίγκο αυτού του κόσμου δηλαδή σε αυτούς που προίκισε η φύση. Οι συγκεκριμένοι ποδοσφαιριστές όμως, προίκισαν τον εαυτό τους με την ψυχή, την πίστη, τη λύσσα, το φρόνημα, το πείσμα, το καθαρό μυαλό, το θάρρος, την ομαδικότητα, την υπακοή στο σύστημα και την αυταπάρνηση και ένιωσαν ότι αυτό που ήταν κολλημένο στο στήθος τους δεν εκπροσωπεί την Ελλάδα που γνώρισαν στο άθλιο επαγγελματικό τους περιβάλλον, αλλά την άλλη (την άλλη που ίσως ψυχανεμίστηκαν στην τρίτη δημοτικού από το δάσκαλο τους ή όταν έβλεπαν την Βούλα Πατουλίδου ντυμένη με τη σημαία στην Βαρκελώνη- κι ας ήταν φουλ στη ντόπα) παίρνοντας έτσι δύναμη από αυτό που ήταν κολλημένο στο στήθος τους, προσδίδοντάς του ένα νέο νόημα, φορτίζοντάς το ξανά, εμπλουτίζοντάς το με το δικό τους περίσσευμα, με αποτέλεσμα να αφυπνήσουν ένα λαό που ήρθε στην Πορτογαλία και τους έσπρωξε εκεί που είχαν κουραστεί και δεν άντεχαν άλλο και με τελικό αποτέλεσμα την κατάκτηση της κορυφής. Αυτό λοιπόν κέρδισε στην Πορτογαλία και αυτό που κέρδισε είναι όντως "Ελλάδα", μια εκδοχή της "Ελλάδας", μια από τις πιο κολακευτικές της εκδοχές.
Γιατί να νιώθουμε υπερήφανοι για κάτι που πέτυχαν άλλοι, αναρωτιέται ο Νίκος Δήμου. Έχει βρεθεί ομορφότερος στίβος ειρηνικής και φιλικής αναμέτρησης των λαών από τον αθλητισμό; Στον αθλητισμό δεν αναμετρώνται οι εκλεκτότεροι του κάθε λαού και δεν συγκρίνουν τις επιδεξιότητές τους; ΄Οταν οι δικοί μου εκπρόσωποι, οι δικοί μου εκλεκτοί αναδεικνύονται οι κορυφαίοι, χρειάζεται άλλος λόγος για να πανηγυρίσω ; Αν εγώ θεωρώ το Νίκο Δήμου φιλόσοφο ισάξιο του Πλάτωνα δικαιούμαι να νιώθω περήφανος που είναι Έλληνας κι αυτός όπως κι εγώ; Στον κόσμο αυτό ζούμε ως άτομα εντελώς ξεκομμένα από τους άλλους; Δεν είμαστε ενταγμένοι σε μικρότερες και μεγαλύτερες ομάδες, κοινωνίες, κράτη κλπ; Δικαιούμαστε να νιώθουμε υπερήφανοι μόνον για ότι επιτύχουμε εμείς ή μόνον για όσα έχουμε συμβάλλει κι εμείς; Είναι συναισθηματική υγεία αυτό; Αν η αδελφή μου αύριο πετύχει κάτι σπουδαίο, δικαιούμαι να νιώσω υπερήφανος γι' αυτήν; Ή πρέπει πρώτα να εξετάσω αν είχα κάποια συμβολή στην επιτυχία της, κι αν τυχόν δεν είχα μερίδιο, τότε να αδιαφορήσω πλήρως, να μη συγκινηθώ, γιατί δικιά της επιτυχία είναι και μένα δεν μου αναγνωρίζεται δικαίωμα χαράς και υπερηφάνειας; Δικαιούμαι να νιώσω υπερήφανος για τα έργα τέχνης που αγάπησα; Δικαιούμαι να νοιώθω ότι όπως ανήκω στα βιβλία του Κούντερα και στις ταινίες του Κόππολα, μπορώ να ανήκω και στις τούμπες του Καραγκούνη; Είναι κακό πράγμα η αίσθηση του ανήκειν; Μόνο ο εαυτός μας είμαστε; Όχι όσα πιστέψαμε, όχι όσα αγαπήσαμε; Μόνο για τις δικές μας επιτυχίες επιτρέπεται να χαιρόμαστε;
Ο Νίκος Δήμου κάνει ένα λογικό άλμα κι εκεί που δεν βρίσκει λογική βάση για να νιώσει υπερήφανος για μια επιτυχία που δεν είναι δική του, βρίσκει λογική βάση για να διαμαρτυρηθεί για πράξεις, παραλείψεις και νοοτροπίες της ελληνικής πολιτείας και της ελληνικής κοινωνίας. Μα γιατί; Δικές του πράξεις, παραλείψεις και νοοτροπίες είναι; Γιατί στεναχωριέται; Γιατί είναι πάγια δυστυχισμένος επειδή είναι Έλληνας; Δεν θα έπρεπε να είναι δυστυχισμένος που είναι Έλληνας, γιατί με τον χαρακτηρισμό "Έλληνας" αναγνωρίζει ότι συνδέεται με κοινά χαρακτηριστικά -νομικά έστω χαρακτηριστικά- με κάποια άλλα εκατομμύρια συνελλήνων. Αν ήθελε να είναι συνεπής με την επιχειρηματολογία του, θα έπρεπε να αρκείται στην πάγια ευτυχία του να είναι ο Νίκος Δήμου.

Δευτέρα, Μαΐου 23, 2005

Άκαρδες

Οι Πακιστανοί ζουν για τον έρωτα. Κάθε βράδυ η πόλη γεμίζει από νεαρούς Πακιστανούς που περιμένουν στα φανάρια τις καλές τους κρατώντας μια μεγάλη αγκαλιά τριαντάφυλλα. Εκείνες τους στήνουν κι αυτοί, κάθε που ανάβει κόκκινο, περιφέρονται ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκίνητα και προσφέρουν τα λουλούδια προσδοκώντας ότι, επιτέλους, μέσα στο επόμενο αυτοκίνητο θα βρίσκεται η εκλεκτή της καρδιάς τους. Μάταια. Γιατί τους ταλαιπωρείτε άκαρδες;

Ανήμπορα φτερά



"Έχω μιλήσει με ναρκομανείς, γνωρίζω πόσο τυραννιούνται από το σώμα τους, την ίδια στιγμή που απουσιάζουν απ' αυτό. Εχω αγγίξει το μαραμένο δέρμα, τα κόκαλα που σκίζουνε το δέρμα της πλάτης σαν ανήμπορα φτερά".
Κατερίνα Σχινά, "Ελευθεροτυπία" 21.5.05
(η φωτογραφία είναι απ' το απλώς υπέροχο "Angels in America").

Παρασκευή, Μαΐου 20, 2005

Euro & Εurovision

Μεταφερόμαστε με μαγικό τρόπο στην αυριανή νύχτα και σε τριάρι της Κυψέλης, όπου κατοικεί ένα ζευγάρι, ο Θανάσης και η Ρούλα, όπως τους βάφτισε ο νονός τους Αντώνης Πανούτσος. Ο Θανάσης και η Ρούλα ας πούμε ότι είναι ο μέσος Έλληνας και η μέση Ελληνίδα (ό,τι κι αν σημαίνει ο όρος). Ο Θανάσης και η Ρούλα παρακολουθούν προσηλωμένοι μπροστά στις τηλεοράσεις τους την εθνική μας Έλενα.
Μεταφερόμαστε τώρα με τον ίδιο μαγικό τρόπο σε μια νύχτα του περσινού καλοκαιριού, ας πούμε στη νύχτα της 1ης Ιουλίου. Παραμένουμε στο ίδιο τριάρι και διαπιστώνουμε ότι ο Θανάσης και η Ρούλα παρακολουθούν προσηλωμένοι μπροστά στις τηλεοράσεις τους τον εθνικό μας Όττο.
Υπάρχουν, άραγε, διαφορές ανάμεσα στα δύο βράδια;
Τα δυο βράδια τα χωρίζει η άβυσσος.
Η Έλενα ζει στον κόσμο του γυαλιού, του θεάματος, της showbiz και η σπουδαιότητα τυχόν επιτυχίας της θα εξαντληθεί εκεί. Ο Θανάσης και η Ρούλα θα βιώσουν την επιτυχία της πρωτίστως ως θεατές, ως τηλεθεατές. Ως Έλληνες τηλεθεατές; Ναι, αλλά πάντως πρώτα ως τηλεθεατές και μετά ως Έλληνες. Η σχέση Έλενας - Θανάση είναι η σχέση ειδώλου - θεατή. Αντίθετα, η σχέση Γιούρκα - Θανάση είναι η σχέση αντιπροσώπου - αντιπροσωπευόμενου. Ο Θανάσης και η Ρούλα δεν είναι τηλεθεατές την ώρα του αγώνα (την ώρα ενός αγώνα τέτοιας σπουδαιότητας). Η τηλεόραση είναι απλώς το μέσο δια του οποίου παρακολουθούν τον αγώνα. Θα μπορούσαν να τον παρακολουθούν στο ραδιόφωνο, σε γιγαντοοθόνη στην πόλη, μέσα στο Ντραγκάο. Ο Θανάσης και η Ρούλα είναι τεχνικά και μόνον θεατές, στην πραγματικότητα είναι κάτι σαν τον χορό στην αρχαία τραγωδία. Oι θεατές που βρίσκονται μέσα στο γήπεδο είναι και τύποις ο χορός που αποτελεί τμήμα του δράματος, σχολιάζει τη δράση, κάνει δεήσεις προς τα Θεία, παίρνει κουράγιο όταν η μπάλλα περνά ξυστά απ' το δοκάρι στο 81' και στο 83', εμψυχώνει με τα χορικά στην εξέδρα τους πρωταγωνιστές στο γρασίδι. Ο Θανάσης και η Ρούλα μπροστά στην τηλεόραση τους στην Κυψέλη υποφέρουν, μαρτυρούν και συμπάσχουν το ίδιο με όσους βρίσκονται στο γήπεδο, παρακολουθούν τον αγώνα ως Έλληνες και όχι ως θεατές. Αν η Έλενα χρειάζεται δωδεκάρι στην ψηφοφορία της τελευταίας χώρας για να βγει πρώτη και το πάρει το δωδεκάρι αυτό, τι θα συμβεί στη χώρα; Θα ακουστούν "μπράαβο", χειροκροτήματα, μερικοί μπορεί και να αγκαλιαστούν, μια παροδική συγκίνηση θα υπάρξει όταν ξανατραγουδήσει στο τέλος και αυτό ήταν. Σε κανέναν δεν θα γεννηθεί η ανάγκη να βγει στους δρόμους, όλοι μέσα θα μείνουν και μετά θα αρχίσει το ζάπιγκ. Η τηλεόραση και η κοινωνία του θεάματος σκοτώνει τη συγκίνηση, η συγκίνηση χτυπά στο γυαλί, διαθλάται μέσα σε αυτό και επιστρέφει στον θεατή κομματιασμένη και παγωμένη. Η Έλενα ανήκει στη δικαιοδοσία της Τατιάνας και της Μενεγάκη, εκεί θα κανιβαλισθεί ανηλεώς στη συνέχεια η επιτυχία της ανάμεσα σε συνταγές μαγειρικής και συνεντεύξεις μόδιστρων.
Όταν όμως στο 105' μπαίνει το γκολ με την Τσεχία, όλα έχουν πια αλλάξει, τίποτα δεν είναι πια ίδιο, οι βεβαιότητές μας δεν είναι πια οι ίδιες, εμείς δεν είμαστε πια οι ίδιοι, ο Δέλλας δεν είναι πια ο ίδιος, ο Θανάσης δεν είναι πια ο ίδιος, το γυαλί δεν υφίσταται, δεν το βλέπει, καθώς τα δάκρυα του κυλούν στο μάγουλο της Ρούλας την ώρα που χοροπηδούν αλλόφρονες.
Κι αμέσως μετά δεν χωρά το Θανάση το τριάρι στην Κυψέλη, η Κυψέλη, ο κόσμος όλος. Ξεχνούν με τη Ρούλα την τηλεόραση ανοικτή, χύνονται με ελληνικές σημαίες στους δρόμους και προσπαθούν να χωρέσουν το αδιανόητο που συνέβη στο μυαλό τους και το μεγαλείο που έζησαν στην καρδιά τους.

Πέμπτη, Μαΐου 19, 2005

Πώς βράχνιασε ο Ταμπάκης

Η εξίσωση είναι σε όλους γνωστή: Ο χρόνος της τηλεοπτικής έκθεσης του προϊόντος «Παπαρίζου-Eurovision» είναι αντιστρόφως ανάλογος του χρόνου τηλεοπτικής έκθεσης του προϊόντος «Ευρωσύνταγμα». Το κενό που άφησε η πολιτική διαμάχη καλύπτει η Έλενα σήμερα, ο Περικλής εχθές, η Άσπα προχθές. Το χειρότερο είναι ότι δεν πρόκειται για την εκτέλεση σατανικού σχεδίου των ελίτ προκειμένου να αγελαδοποιηθεί ο κόσμος. Η αγελαδοποίηση δεν είναι πολιτικά υποκινούμενη, η αγελαδοποίηση συντελείται οιονεί αυτόματα. Πίσω από την τρισχιλιοστή επανάληψη του “My Number One” δεν θα βρείτε το μοχθηρό χαμόγελο του Μπόμπολα αλλά την γαμημένη δυναμική των πραγμάτων, μια δύναμη αδράνειας που μας σπρώχνει με τα χίλια προς το τηλεοπτικό σκουπίδι χωρίς να μπορούμε να φρενάρουμε. Δεν είναι το πόδι μας που αδυνατεί να πατήσει το φρένο. Είναι ο εγκέφαλος μας που -πολτοποιημένος ων- έχει πιστέψει ότι αδυνατεί να δώσει την οδηγία στο πόδι, έχει πιστέψει ότι δεν επιθυμεί να την δώσει. Από το 1989 τα ζάρια έχουν ριχτεί, η μάχη έχει κριθεί, η ιστορία έχει τελειώσει. Το αντίπαλο πολιτικό δέος δεν έπεσε μόνο του, αλλά συμπαρέσυρε μαζί του την πολιτική. Ο καπιταλισμός νίκησε, η δημοκρατία θριάμβευσε, η ευμάρεια κυριάρχησε, κάπως έπρεπε να περάσει κι ο ελεύθερος χρόνος πια. Είναι το 1989 που ξεκινά κι η ιδιωτική τηλεόραση στην Ελλάδα. Μπαίνοντας στην δεύτερη δεκαπενταετία της η ελληνική tv έχει σαν σήμα κατατεθέν της την αποβλάκωση σε όλες τις δυνατές εκδοχές της. Στο πλαίσιο αυτό το trash της Αννίτας Πάνια είναι μακράν πιο συμπαθητικό από τα υπόλοιπα. Αφενός πρωτοπόρησε όταν οι υπόλοιποι ακόμη μεγαλοπιάνονταν, καθωσπρέπειζαν ή ακκίζονταν με κορομήλεια σόου, αφετέρου δεν αρνήθηκε ποτέ τον εαυτό του, δεν απέκρυψε ποτέ και δεν διεκδίκησε για τον εαυτό του τίποτα άλλο από το status του σκουπιδιού και κυρίως, μολονότι είχε ως πρώτη ύλη τα πάσης φύσεως ψώνια, μολονότι τράφηκε και κονόμησε απ΄ αυτά, ποτέ δεν τα αντιμετώπισε αφ’ υψηλού, ποτέ δεν τα διακωμώδησε χυδαία, αντίθετα, μάλλον διέξοδο εκτόνωσης τους πρόσφερε. Το πρόβλημα δεν είναι το trash, το πρόβλημα ποτέ δεν ήταν το trash, το πρόβλημα γεννήθηκε από τη στιγμή που βάφτισαν το trash «ειδήσεις», το πρόβλημα γεννήθηκε από τη στιγμή που πειστήκαμε ότι όλα είναι ένα πράγμα, ότι τίποτα μα τίποτα δεν έχει πια σημασία, ότι η υποκρισία και το ελληναρίκι της μετατεθειμένης πρωτομαγιάς είναι σημαντικό και το ευρωσύνταγμα ασήμαντο, πως όλα κυλούσαν, κυλούν και θα κυλούν αυτόματα, απρόσκοπτα, αμετάβλητα, πως τίποτα πολιτικά σημαντικό δεν μπορεί πια να συμβεί, γι’ αυτό και οι αποφάσεις θα λαμβάνονται πια άνωθεν κι εμείς θα τις δεχόμαστε και θα τις υπακούμε κοπαδηδόν ενόσω η Έλενα μπαίνει στην τελική ευθεία και ο Ρέμος στον στρατό. Κάπως έτσι, έφτασε κι ο Ταμπάκης να γίνει εθνικός σταρ και η φωνή του, φωνή του πρώτου μεταολυμπιακού έτους.
Λοιπόν, ας μην ανησυχούμε, δεν συνέβη το αδιανόητο, ο τρελλός του χωριού δεν κορόιδευε τόσον καιρό ψιλό γαζί όλους εμάς τους γνωστικούς. Όχι, ο Ταμπάκης δεν μας δούλευε.
Το βράχνιασμα της φωνής του Γιώργου Ταμπάκη αποδεικνύει με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο ότι στην τηλεοπτική Ελλάδα του 2005 τίποτα δεν μπορεί να μείνει αληθινό, τίποτα δεν μπορεί να μείνει αυθεντικό. Όλα όσα φωτίσουν οι τηλεοπτικές κάμερες αλλοιώνονται, μεταλλάσσονται, ψευτεύουν, όλα, τα πάντα, ακόμη και οι φωνές των τρελλών. Η ως πρότινος φωνή ευνούχου εμπλουτίστηκε με τηλεοπτικά παπάρια κι έγινε μπάσα.
Από παιδί κι από τρελλό μαθαίνεις την αλήθεια, όχι όμως αν βγουν στην τηλεόραση, γιατί τότε γίνονται σαν το κοριτσάκι που έπαιζε με την Δανδουλάκη και σαν τον Ταμπάκη. Η τηλεόραση είναι δύναμη μεγαλύτερη της παιδικότητας, δύναμη μεγαλύτερη της τρέλλας, η τηλεόραση θα πάρει την παιδική αφέλεια και θα την μεταλλάξει σε μικρομέγαλο σταρλετισμό, θα βγάλει τον τρελλό από τον σαλεμένο κόσμο του και θα τον μπάσει στον δικό της, θα σκληρύνει τη φωνή και το βλέμμα του Γιώργου Ταμπάκη.
Όσοι έχουν μάτια βλέπουν κι όσοι έχουν αυτιά ακούν. Η ελληνική τηλεόραση, ούσα από καιρό επικρατούσα θρησκεία των νεοελλήνων, μπορεί να υπερηφανεύεται για το πρώτο ατόφιο θαύμα της. Η φωνή του Γιώργου αυτονομήθηκε, βγήκε έξω απ’ τον λάρυγγα του, βρήκε ατζέντη και διαπραγματεύεται το πρώτο της εξώφυλλο στο “NITRO”. Μετά θα φωτογραφηθεί ημίγυμνη στο «PLAYBOY» και θα φιλοξενηθεί στον Θέμο.
Σύντομα το δρόμο της φωνής του Γιώργου θα ακολουθήσουν και άλλες τηλεοπτικές οντότητες που δεν θα κάτσουν να τις εκμεταλλεύονται τα σώματα που τις φιλοξενούσαν. Επόμενο θαύμα η ανεξαρτητοποίηση του ναζιού της Καλομοίρας.
Η φουκαριάρα η Καλομοίρα, μπρουτάλ πλέον σαν φορτηγατζού, θα προσπαθεί σαν τον Ταμπάκη να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.
There’s something happening here. What it is ain’t exactly clear.

Τετάρτη, Μαΐου 18, 2005

Απεξαρτήσεις

Πώς καταπολεμάται ο εθισμός στις ουσίες;
Στους "Ανώνυμους Αλκοολικούς" ο εθισμένος θα κληθεί να πει "Είμαι ο Πέτρος κι είμαι αλκοολικός".
Σε κοινότητα απεξάρτησης από την ηρωϊνη ο εθισμένος θα κληθεί να βροντοφωνάξει "Είμαι ο Πέτρος κι είμαι εντάξει".
Αν επεκτείνουμε τις μεθόδους αυτές και σε ηπιότερους εθισμούς, σε πάθη και αδυναμίες πιο καθώς πρέπει, σε πάθη και αδυναμίες που νέμονται τον καθένα μας, πώς είναι προτιμότερο να προσπαθήσουμε να τα ξεπεράσουμε;
Δια της αποδοχής και της πλήρους συνειδητοποίησής τους ή δια της αυτοεμψυχώσεώς μας;
Πρέπει να λέμε στον εαυτό μας "είμαι ο Πέτρος και είμαι ευθυνόφοβος, ζηλιάρης, τσιγκούνης κλπ", άρα γνωρίζω ότι είμαι -και θα παραμείνω ό,τι και να κάνω- ευθυνόφοβος, μολαταύτα παλεύω εν γνώσει της αδυναμίας μου αυτής να αναλαμβάνω τις ευθύνες μου οπότε οι περιστάσεις το καλούν;
Ή είναι προτιμότερο να λέμε "είμαι ο Πέτρος κι είμαι εντάξει", άρα μπορεί κάποτε να ήμουν ευθυνόφοβος, ζηλιάρης ή τσιγκούνης, αλλά όχι πια, τώρα το ξεπέρασα και ευθύνη δεν θα με ξανατρομάξει, κεντρί ζήλειας δεν θα με ξανατσιμπήσει, καρμοιριά δεν θα με ξαναμαγκώσει.
Το πιθανότερο είναι πως, όποια μέθοδο κι αν ακολουθήσουμε, από τα πάθη μας ποτέ δεν θα απαλλαγούμε, σφιχταγκαλιασμένοι μαζί τους θα παραμείνουμε και να υπακούμε σε όσα μας επιτάσσουν θα συνεχίσουμε εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν.

Τρίτη, Μαΐου 17, 2005

Είκοσι φωτογραφίες

Κυριακή, Μαΐου 15, 2005

Κίλικαντιτ

"Μεγάλωσα μαθαίνοντας πως πρέπει να θέτω ερωτήσεις στη δημιουργία. Υπάρχει μια λέξη στα δανέζικα, το «κίλικαντιτ» που σημαίνει κριτική των πηγών. Δηλαδή, κάθε φορά που φτιάχνεις κάτι καινούργιο, να ελέγχεις κριτικά την πηγή του, από πού προέρχεται και γιατί έχει τόση σημασία στην ιστορία που θέλεις να πεις. Αυτή την κριτική την ασκώ στις τεχνικές αλλά και στους ανθρώπους. Μόνο οι ερωτήσεις μπορούν να εκκινήσουν τα πράγματα".
Λαρς Φον Τρίερ

Παρασκευή, Μαΐου 13, 2005

Μου αρένανε ν' ακώ κουβέντες.

"Το 1909 με βρίσκει πέντε χρονώ παιδάκι. Ήμουνα από τότε κιμπάρης. Σφιχτοδεμένος. Είχα πρώτη ανάπτυξη. Παρατήραγα δεξιά αριστερά. Σφουγγάρι. Τα μάτια μου αρπάχνανε. Εβύζαιναν παντού. Έστηνα τ' αυτί κι άκουγα, εκεί που μιλούσαν οι γέροι, οι σοφότεροι. Να μασώ τη γλώσσα. Μου αρένανε ν' ακώ κουβέντες. Όταν ιστορούσανε. Άκουγα. Κι ότι λέγανε το κράτηγα. Μου αρένανε τα μυστήρια του ντουνιά. Επάγαινα στις γκάιντες, εκεί που τραγουδάγανε. Το κάθε ξημέρωμα μ' έβρισκε στο πόδι. Από ρουχαλάκια, δεν είχαμε, μπαλωμένα φορήγαμε. Παπούτσια ούτε για δείγμα. Διπλοβελονιά ντουσέκι το παλιοπαντελονάκι. Και μονοφόρι. Κι αν ξέπεφτε κανένα παλιοπάπουτσο, το 'ραβα με κερωμένο γκιούλι για να μη σπάει. Εχανόμουνε στα χωράφια ξιπολησιάς. Και τα κανιά μου γεμάτα σημάδια. Έβρεχε και πιλάλαγα στη βροχή. Έπεφτε μπόρα, δεν μ' απάνταγε. Τα 'βαζα με τα στοιχειά της φύσης. Βούταγα μια βάρκα και κονταριζόμουνα με τα κύματα. Την άνοιξη φούσκωνε η ψυχή μου. Εκαθόμουνα με τις ώρες στις πλευρές κι άκουγα τα λουλούδια που έσκαζαν. Είχα μονίμως μια φούντωση. Έτσι ενθυμούμαι. Πέντε χρονώ, μ΄έστειλε ο πατέρας σχολείο. Από το υστέρημά του μ' αγόρασε ποδιά. Ετότες φορήγαμε ποδιές. Αλατζαδένιες. Υπήρχαν και τα ντρίλια. Κι ήμαστε όλα τα παιδιά μια κοψιά. Λόγω στολής. Τα γράμματα τ' αγάπησα, τα 'παιρνα στον αέρα. Επήγα στο σχολείο. Ξύλινα θρανία. Κι ένας πίνακας. Κιμωλίες με το δελτίο, πιο ακριβές κι απ' το γαρούφαλλο. Βιβλία δεν είχαμε. Το μάθημα τ' αρπάζαμε στο στόμα του δασκάλου. Μόλις τελείωνα με τη διδασκαλία, ξαμολιόμουνα στα χωράφια κι έλεγα μεγαλοφώνως τι άκουσα. Το 'λεγα πολλές φορές. Αφού φχαριστιόμουνα, το ξανάρχιζα κι έβαζα τα δικά μου μέσα. Ό,τι μου 'ρχόντανε. Το μεγάλωνα. Άμα μου άρεσε μια λέξη, μια φράση, την έλεγα και την ξανάλεγα. Κι όταν με σήκωνε στο μάθημα, του ξηγιόμουνα αβέρτα. Εκεί όμως που πάθαινα μεγάλη ζημιά ήταν με τον Πάρι και την Ωραία Ελένη. Τον Αγαμέμνονα. Ξέρξη. Δαρείο. Τους Άθλους του Ηρακλέους. Όπου στεκόμουνα, αυτούς τους πατριώτες τους έβλεπα ομπρός μου. Και τις ναυμαχίες. Με πρώτη εκείνη που έλαβε χώρα στη Σαλαμίνα. Ετούτοι οι πρόγονοι πολύ με συγκίνησαν. Ταίριαξαν με την ψυχή μου. Ο δάσκαλος καταλάβαινε τι αντάρα γινόνταν μέσα μου και με είχε περί πολλού. Ήμαστε ζόρικοι. Αλλά σ' εμένα δεν σήκωσε ποτές χέρι. Γιατί είχα έρωτα στα γράμματα. Τους άλλους τους μούρλαινε στις φάπες. Τους διάταξε, ο καθένας να φέρνει τη βέργα του. Και με τη βέργα του τον έδερνε. Να και τούτη, να και κείνη. Και του καρούλιαζε τα χέρια. Όταν έμαθα την άλφα βήτα, γιόμισαν τα μάτια μου δάκρυα. Μου κονόμησε ο πατέρας ένα μολύβι. Εβρήκα κι ένα χαρτί άσπρο κι άρχισα να συνταιριάζω τις πρώτες λέξεις. Τις έγραφα και μετά τις διάβαζα φωναχτά. Τί δεν θα 'δινα να θυμηθώ την πρώτη λέξη που 'γραψα. Αλάφρωσε η ψυχή μου από τη φούντωση. Τα γράμματα μου ΄παιρναν τη στεναχωριά. Από μικρό παιδάκι στα βάσανα. Έβλεπα τον πατέρα μου να δουλεύει, να κουράζεται. Αλλά το χωμί δεν έφτανε. Πώς να θρέψει τρία παιδιά; Κι η μάνα μου μαρτύρησε να μας αναστήσει. Είχα κλίση στα γράμματα. Κι όταν φτάσαμε σε κείνους, Βυζάντιο και τα ρέστα, ξανάπαθα ζημιά. Όλους εκείνους τους αυτοκρατόρους, Κωνσταντινούπολη, Αγία Σοφιά. Έπεφτα να πλαγιάσω, αλλά πού ύπνος. Τα 'παιρνα απ' το δάσκαλο και τα 'φερνα στον ύπνο. Συντροφιά. Ξαγρύπναγα και τα 'βλεπα. Κοιμόμανε και 'ρχοσανε στα όνειρα. Βυζάντιο. Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως. Εσηκωνόμουνε ως υπνοβάτης και ξέβγαινα όξω τις νύχτες, μπας και τους συναντήσω. Κι όλο ρώταγα το δάσκαλο εκείνα που σκεφτόμουνα, να πάρω απαντήσεις. Αλλά δεν κράτησα πολύ τα γράμματα. Πριν τελειώσω την τετάρτη τάξη, το 1912, επήραν τον πατέρα μου στρατιώτη και άφησα το σχολείο για να πάμε με τη μάνα μου σε δουλειά. Τρία μωρά στο σβέρκο. Εμένα. Τον Λεονάρδο. Και τον Φραγκίσκο. Ήμανε ο μεγαλύτερος. Κι ήπρεπε να κονομάμε. Από δουλειά σε δουλειά, εγίνηκα και εφημεριδοπώλης. Εξέκλεφτα χρόνο στις γωνιές και κλεφτά εδιάβαζε τα μεγάλα γράμματα. Τους τίτλους. Κι εμάθαινα τα γραμματάκια. Και τα καλλιεργούσα όπως όπως."
Μάρκος Βαμβακάρης

Τρίτη, Μαΐου 10, 2005

Η Λούμπα

Μου συμβαίνει στο σινεμά. Με το που ξεκινά η ταινία κοιτάζω την κάθε εικόνα σαν να έχει την δική της σημασία, το δικό της νόημα, σαν να θέλει να πει κάτι. Το βλέμμα μου ενεργοποιείται, λειτουργεί, εργάζεται, είναι έτοιμο να μαγευθεί, είναι δεκτικό τυχόν διαδραματισθέντων ενώπιον του θαυμάτων.
Μέχρι να πέσουν οι τίτλοι της αρχής το βλέμμα τεμπελιάζει.
Μου συνέβη και στην Κίνα. Ενεργοποιημένο ξανά, το βλέμμα κοιτάζει με ένταση προσπαθώντας να συγκρατήσει και να αισθανθεί όσα συμβαίνουν γύρω του. "Είμαι στην Κίνα, βλέπω στην Κίνα".
Απ' αυτήν την θεμελιώδη λούμπα πόσοι άραγε μπορούν να ξεφύγουν; Γιατί να μην λειτουργεί εξίσου το βλέμμα μας και στον τόπο μας; Γιατί να μην λειτουργεί εξίσου το βλέμμα μας και πριν αρχίσουν οι ταινίες;
Έχουμε πείσει τον εαυτό μας ότι τα σημαντικά, τα όμορφα, τα άξια να θεαθούν, βρίσκονται μόνον σε κάποια προκαθορισμένα από τους άλλους μέρη: Στο Σινικό Τείχος, στα έργα τέχνης, σε καλοκαιρινές παραλίες του Αιγαίου.
Κι όμως, στην καθημερινότητά μας, εδώ, πίσω από την πίεση, το τρέξιμο, το άγχος, τα "δεν αντέχω" μας, η πόλη μας μπορεί να κρύβει σε κάθε γωνιά της ποίηση. Κάτι πανέμορφο ή κάτι τραγικό. Αλλά το κάθε ποίημα χρειάζεται και μάτια έτοιμα να το διαβάσουν, αυτιά έτοιμα να το ακούσουν, καρδιές έτοιμες να το δεχθούν. Ειδάλλως στέκεται μόνο του, σκονισμένο, άγγιχτο, ημι-ματαιωμένο. Οι πόλεις μας είναι γεμάτες ανθρώπους. Κάθε άνθρωπος κουβαλά μια ηλικία, μια έκφραση, φορά ρούχα σκούρα ή ανοιχτά, βρίσκεται σε μια φάση της ζωής του, είναι τρελλός από έρωτα ή έχει σιχαθεί τη γυναίκα του. Υπάρχει πιο συναρπαστικό μωσαϊκό απ' αυτό; Κοίταξε κάθε βράδυ τα φωτισμένα διαμερίσματα των πολυκατοικιών. Γίνε σιωπηλός μάρτυς και σκέψου ότι κάθε ένα από αυτά τα φωτισμένα διαμερίσματα είναι και μια σκηνή όπου διαδραματίζεται η αληθινή ζωή: άνθρωποι με πάθη, άνθρωποι τελματωμένοι, άνθρωποι ολοφώτεινοι, άνθρωποι κακορίζικοι. Στον δεύτερο ένας φοιτητής ονειρεύεται πως είναι κάποιος άλλος. Στον τέταρτο μια ασφαλίστρια ονειρεύεται πως είναι κάποια άλλη.
Ο αέρας παίρνει μια σακούλα και την πηγαίνει μια δεξιά, μια αριστερά. Είναι υπέροχη, είναι μπροστά σου, είναι δωρεάν, απόλαυσέ την, γιατί να την απολαμβάνει ο νεαρός του "American Beauty"και όχι κι εσύ;
Έχει δέντρα στην Ακαδημίας.
Τα έχεις δει ποτέ;
Μάθε να τα βλέπεις.

διακόσια πενήντα έξι χρωματισμένα ξι στη σειρά

ξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξ
ξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξ
ξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξ
ξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξ
ξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξ

Κυριακή, Μαΐου 08, 2005

Η κοιλιά του κήτους

Επιστροφή από γάμο. Λίγη ώρα πριν, κατά τις ευχές του μυστηρίου, ο ιερέας παρακαλούσε τον Θεό να προστατεύσει τους νεόνυμφους : "Διαφύλαξον αυτούς, Κύριε ο Θεός ημών, ως διεφύλαξας τον Ιωνάν εν τη κοιλία του κήτους". Ο γάμος ως κοιλιά του κήτους. Αφοπλιστικό.

Παρασκευή, Μαΐου 06, 2005

Κίνα Εν Κινήσει


Στο Πεκίνο ξεχνάς το χρώμα του ουρανού. Η άμεση σύνδεση ουρανού-καρδιάς επιβεβαιώνεται όταν επιτέλους μέσα στο αεροπλάνο, ψηλά και μακριά απ’ το απαίσιο καφεκίτρινο αιθαλοσύννεφο που καταπνίγει την πόλη, ξανααντικρίζεις γαλάζιο. Η καρδιά σου ανοίγει όπως άνοιξε ο ορίζοντας. Εκεί ψηλά ξανασκέφτεσαι αυτά που άκουσες: ότι για τα μέτρα της Κίνας το Πεκίνο δεν είναι ιδιαίτερα μολυσμένο, ότι υπάρχουν άλλες πόλεις όπου δεν μπορείς να δεις στα πέντε μέτρα απ’ την μόλυνση, ότι η Κίνα ζει τώρα τη βιομηχανική της επανάσταση κι ότι το Πεκίνο του 21ου είναι κάτι σαν το Λονδίνο του 19ου, ότι μόλις πέρσι πουλήθηκαν στο Πεκίνο 2.000.000 αυτοκίνητα. Είναι ειρωνικό αλλά ίσως το ομορφότερο μνημείο της πόλης - της πόλης που δεν βλέπει ουρανό- ονομάζεται Ναός του Ουρανού. Στο Πεκίνο η ρύπανση είναι απτή, έχει συγκεκριμένο χρώμα κι ακόμη πιο συγκεκριμένη μυρωδιά. Αναπνέεις δύσθυμα, αναπνέεις μόνο και μόνο επειδή δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Υπερσύγχρονοι και αρκετά καλόγουστοι ουρανοξύστες τυλιγμένοι μέσα στο σύννεφο, από κάτω τους τεράστιοι λεωφόροι με πέντε λωρίδες ανά κατεύθυνση και η ακριανή τους είναι ειδική λωρίδα για τα ποδήλατα και τις καρότσες με τους τρεις τροχούς. Κάπου ανάμεσα κι εσύ, τυλιγμένος στο νέφος και στον θολό τοπίο, αναρωτιέσαι αν ζεις σε ταινία επιστημονικής φαντασίας και τι γυρεύεις σ’ αυτήν την διαστημούπολη. Συνειδητοποιείς ξανά ότι δημοκρατία δεν σημαίνει τόσο να ψηφίζεις ένα κόμμα μια φορά ανά τετραετία, αλλά και να μπορείς να διαμαρτυρηθείς για τις συνθήκες διαβίωσης, να υπάρχει πίεση από τα ΜΜΕ για το περιβάλλον, να μην μπορεί το κράτος να σου λέει ένα πρωί «η πόλη αλλάζει και εκσυγχρονίζεται, φύγε από το σπίτι όπου ζούσες δεκαετίες και πήγαινε μείνε εκεί που θα σου υποδείξουμε εμείς» κι εσύ να μην έχεις τρόπο να αντισταθείς δικαστικά στην απόφαση αυτή. Παντού γερανοί που ανυψώνουν προς τον κρυμμένο ουρανό τη νέα ρωμαλέα Κίνα, παντού παλιές κατοικίες και πολυκατοικίες με χαραγμένα στους τοίχους τους τα ιδεογράμματα της κατεδάφισης. Μέρα με την μέρα, νύχτα με τη νύχτα, λεπτό με το λεπτό η Κίνα αναπτύσσεται, τεντώνεται, ψηλώνει, όροφο με τον όροφο, οικοδομικό τετράγωνο με το οικοδομικό τετράγωνο. Η Κίνα εργάζεται Σάββατα, εργάζεται Κυριακές, η Κίνα οξυγονοκολλεί μέσα στη μαύρη νύχτα, την ώρα που η Ελλάδα γίνεται μαλλιά – κουβάρια για την χαμένη απεργοαργία της πρωτομαγιάς. Παγωμένη σε ένα καθεστώς που σχεδόν όλος ο υπόλοιπος πλανήτης αρνήθηκε, η Κίνα βρίσκεται ωστόσο εν κινήσει. Η κίνησή της κεντρικά ελεγχόμενη αλλά φρενήρης και πού θα οδηγήσει αυτό, το μέλλον θα το δείξει. Δείχνει ένα μέρος του ήδη το παρόν, το βλέπουν στην Αθήνα οι δυστυχείς μικρέμποροι και οι ευτυχείς ιδιοκτήτες καταστημάτων. Το σίγουρο είναι πως δεν χωρά πια στα σύνορά της, θέλει να απλωθεί και να διεκδικήσει αυτά που της αναλογούν. Στο Πεκίνο κόσμος παντού, κόσμος πεζός στα πεζοδρόμια, κόσμος στα ποδήλατα, κόσμος στ’ αυτοκίνητα, κόσμος στα γιγάντια μπλοκ κατοικιών. Στο μεγάλο παζάρι της πόλης ή στο σινικό τείχος, τα νούμερα τους ξεπερνούν τη φαντασία. Χωρούν παντού, βρίσκονται παντού, είναι παντού. Το βράδυ που κλείνεις τα μάτια η πρώτη εικόνα που σου ‘ρχεται στο νου είναι ένα κινέζικο πρόσωπο. Στην επιστροφή για Αθήνα, η ανταπόκριση της πτήσης σου επιτρέπει κάποιες ελεύθερες ώρες στην Φρανκφούρτη και εκεί ξαφνικά τα πεζοδρόμια φαντάζουν έρημα, ο κόσμος λίγος, η Ευρώπη γριά. Ζητάς στο πρώτο ψιλικατζίδικο που βρίσκεις τηλεκάρτα. Ο μάλλον Πακιστανός υπάλληλος σε ρωτάει σε ποια χώρα θέλεις να τηλεφωνήσεις. «Greece» του απαντάς. «Where is this? Europe?» σε ρωτά. Στην Κίνα δεν θα βρεις Πακιστανούς. Δεν θα βρεις καν πολύτεκνους. Όχι μόνον δεν χρειάζονται ξένο νέο αίμα αλλά χαλιναγωγούν το δικό τους με την πολιτική του ενός παιδιού. Κι αυτό προς ανακούφιση του υπόλοιπου πλανήτη. Κι αυτό είναι μια αντιδημοκρατική παρέκκλιση που καθόλου δεν μας χαλά. Χαλά όμως τους ίδιους τους Κινέζους που υπεραγαπούν τα παιδιά. Τους βλέπεις να κρατούν από το χέρι τα παιδάκια τους και να παίζουν μαζί τους. Ο μπαμπάς, η μαμά και στην μέση ο επιτρεπόμενος ή η επιτρεπόμενη. Σχεδόν κάθε επιτρεπόμενος ή επιτρεπόμενη κρατά κι ένα ξυλάκι παγωτό στο χέρι. Ο φραπές των Κινέζων λέγεται τσάι και τα θερμός με τα τσάγια βρίσκονται στα χέρια όλων: της ταμία πίσω απ’ το γκισέ για τα εισιτήρια, του ταξιτζή που στο φανάρι ανοίγει το πορτμπαγκάζ και ανανεώνει το περιεχόμενο από το μπουκάλι που έχει εκεί. Ωστόσο ενώ ο φραπές είναι κατά βάση λάσπη, το τσάι στην Κίνα είναι τελετουργία Αν κανείς επιθυμεί να φάει από τους πάγκους μπορεί να βρει μεταξοσκώληκες, αστερίες, σαρανταποδαρούσες, φίδια. Άγνωστη η γεύση τους, η μυρωδιά τους όμως και ειδικά η μυρωδιά κοκτέιλ όλων αυτών μαζί, σε ζαλίζει, σε εξουδετερώνει, σου γυρνά το στομάχι ανάποδα. Όλα αυτά σου τα κάνει επειδή έχεις γεννηθεί κάπου αλλού και φέρνεις το κάπου αλλού σου στο ταξίδι που έχεις πάει. Στο αλλού από το οποίο έρχεσαι, η κατατομή των προσώπων είναι διαφορετική, ο ήχος της γλώσσας είναι διαφορετικός, τα γράμματα είναι διαφορετικά, οι οσμές είναι διαφορετικές. Είσαι στην Άπω Ανατολή, αλλά είσαι ταυτόχρονα και στην πατρίδα σου, γιατί εξακολουθείς και κατοικείς μέσα στη γλώσσα σου, εξακολουθείς και μιλάς στα ελληνικά, σκέφτεσαι στα ελληνικά. Αν έμενες χρόνια εκεί, αν μάθαινες κινέζικα, αν μιλούσες κινέζικα, αν έκανες κάποιες σκέψεις στα κινέζικα, τώρα μπορεί και να έβρισκες την σαρανταποδαρούσα λιχουδιά, αλλά κι αν δεν την έβρισκες σίγουρα δεν θα σου μύριζε. Τότε ίσως τα αγάλματα στον βουδιστικό ναό –που ωστόσο δεν είναι παρά μια τουριστική ατραξιόν σε μια χώρα που καταπνίγει τις θρησκευτικές ελευθερίες- να μην σου φαίνονταν ταιριαστά για τα άρματα στο καρναβάλι της Πάτρας, τότε ίσως να σου γεννούσαν κάτι σαν κατάνυξη και ίσως πάλι η μετατροπή ενός χώρου εργασίας σε ναό, όπου τελέστηκε η λειτουργία του επιταφίου και της ανάστασης, να σου γεννούσε περισσότερο προβληματισμό και λιγότερη αποδοχή. Αλλά ήδη έχουν ειπωθεί πάρα πολλά, οπότε ας αφήσουμε για επόμενο επεισόδιο και το ζήτημα της λειτουργίας σε σχέση με το ναό, τα ράσα, τον παπά, τα σύμβολα, αλλά και άλλα πολλά, όπως του τι τελικά συνιστά αξιοθέατο, τι είναι δηλαδή άξιο να θεαθεί και τι όχι, πότε λειτουργεί το βλέμμα μας και πότε τεμπελιάζει, αν τα ταξίδια αφήνουν κάτι πιο ουσιαστικό από ένα μπλουζάκι που να λέει «I climbed the great wall», αν η σωστή απόκριση σε τέτοια μπλουζάκια πρέπει να είναι «So fucking what?» ή «Ε και;» αν προτιμάτε, πόσο συμπληρωματικά ή πόσο ακυρωτικά σε σχέση αφενός με την εμπειρία της στιγμής που βλέπεις το κάθε τι και αφετέρου με την μνήμη λειτουργούν οι πάσης φύσεως καταγραφές, φωτογραφίες, βιντεοσκοπήσεις κλπ. Αν κάποιος άντεξε ως το τέλος αυτού του επεισοδίου ήρθε η ώρα να κλείσουμε με ανέκδοτο, όπως ο ξάδελφος Λέων. Επειδή ως προελέχθη εξακολουθούσα να ζω εντός της γλώσσας μου, αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα αφενός για τρελλές αντιστασιακές πράξεις, όπως ύβρεις κατά του Μάο κάτω απ’ το τεράστιο πορτρέτο του στην είσοδο της απαγορευμένης πόλης (ναι, περιείχαν και το ρήμα με το οποίο κάνει ρίμα το όνομα του Μεγάλου Τιμονιέρη και το οποίο αρχίζει από γα) και αφετέρου για σεξιστικά αίσχη προς την αεροσυνοδό που στεκόταν με την καφετιέρα πάνω απ’ το ποτήρι μου («Χύσε ανώμαλη» της είπα φορώντας το πιο ευγενικό μου χαμόγελο και τείνοντας το ποτήρι μου προς αυτήν). Εκείνη με υπάκουσε χαμογελώντας. A dream come true.