Πέμπτη, Ιανουαρίου 30, 2014

Το σημείο στο πλάι της ουράς

Το ΑΤΜ έχει ουρά. Η μεγάλης ηλικίας κυρία μπροστά μου αργεί πολύ. Δεν μπορώ να διακρίνω αν βάζει διαφορετικές κάρτες ή συνεχώς την ίδια και δεν ικανοποιείται με αυτό που βλέπει γραμμένο, ελπίζοντας ίσως να το δει να αλλάζει. Όταν τελειώνω από το ΑΤΜ πέφτω στο πλάι της ουράς σε μια κυρία ακόμα μεγαλύτερης ηλικίας. Με ρωτάει αν μπορώ να της δώσω κάτι, γιατί δεν έχει καθόλου χρήματα. Είναι προφανές ότι δεν ζει στο δρόμο, είναι προφανές ότι ελάχιστα χρόνια πριν ή ίσως και ελάχιστους μήνες πριν δεν θα διανοούνταν καν ότι θα έφτανε σε αυτό το σημείο, στο σημείο δηλαδή που δεν βρίσκεται στην ουρά ενός ΑΤΜ, αλλά παράπλευρά της, στο σημείο που ό,τι είχε να της δώσει το ΑΤΜ της το έδωσε, ή που ό,τι έχει να της δώσει το ΑΤΜ τελειώνει εξοντωτικά γρήγορα κάθε μήνα.
Αν δεχθούμε ότι στατιστικά το εξαιρετικά πιθανότερο είναι ότι η γιαγιά αυτή ψήφιζε τα τελευταία σαράντα χρόνια ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ, το πολιτικά ενδιαφέρον ερώτημα είναι τι θα κάνει στις επόμενες εκλογές. Να μη λαϊκίσω και αναρωτηθώ αν θα ζει ως τότε, να υποθέσω ότι θα ζει ως τότε. Τι θα κάνει λοιπόν, πώς θα αντιδράσει η ολοένα και μεγαλύτερη τάξη εκείνη ανθρώπων που βγαίνει εκτός της ουράς των ΑΤΜ;
Θα απέχει απαξιωτικά; Θα συνταχθεί με τη Ζαρούλια στον τιμωρητικό της αγώνα κατά του πολιτικού κατεστημένου αφενός και των «υπανθρώπων» και «τρισαθλίων» μεταναστών αφετέρου; Θα συνταχθεί για μια ακόμη φορά με τον Σαμαρά που γυρίζει πίσω τα κλεμμένα και τον Δένδια του οποίου η φρασεολογία περί «τραγικής ποιότητας» και «τραγικής διαφοράς κουλτούρας» αυτών που επιχειρούν να μπουν στη χώρα απέχει τόσο συγκλονιστικά πολύ από εκείνην της Ζαρούλια;
H γιαγιά καθώς την κοιτάζω στα μάτια, ή για την ακρίβεια καθώς αποφεύγω να την κοιτάξω στα μάτια, μοιάζει με άνθρωπος μη τραγικής ποιότητας, μοιάζει με άνθρωπος με τον οποίο η μόνη διαφορά κουλτούρας που μπορεί να μας χωρίζει είναι η ηλικιακή, μοιάζει με άνθρωπος που δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από ενστόλους στο Αιγαίο ή στο κέντρο της Αθήνας, μοιάζει με άνθρωπος που το έζησε το πάρτι του και τα έφαγε μαζί με όλους μας, μοιάζει με άνθρωπος που πληρώνει το αναγκαίο τίμημα της δημοσιονομικής μας εξυγίανσης, μοιάζει με άνθρωπος που μας βροντοφωνάζει, παιδιά, το νούμερο ένα πρόβλημα της χώρας είναι ο λαϊκισμός, σταματήστε να λαϊκίζετε, σταματήστε να περιπτωσιολογείτε, σταματήστε να εμπορεύεστε τον πόνο μου, ταϊστε με ή σκάστε, αφήστε την κυβέρνηση του Σαμαρά, του Βενιζέλου και του Δένδια να κυβερνήσουν όσο πιο κοντά στην εκτροπή τους παίρνει, δεν είναι φασίστες - τους φασίστες τους έβαλαν πια στη φυλακή και η Βουλή αποφασίζει με πέντε δέκα βουλευτές λιγότερους, δεν είναι ρατσιστές - ο Δένδιας είναι επίτιμος ομιλητής για το Ολοκαύτωμα, η δημοκρατία και οι θεσμοί λειτουργούν, ταϊστε με ή αφήστε με εν πάση περιπτώσει να πεθάνω μόνη μου στο διαμέρισμά μου, δεν πρόκειται να αυτοκτονήσω, οι στατιστικές περί αυτοκτονιών θα παραμείνουν ανέπαφες και σύμμαχος στο λαϊκισμό και τις κραυγές σας δεν θα γίνω, ταϊστε με ή αφήστε με, πάντως σκάστε.

Τρίτη, Ιανουαρίου 28, 2014

Road Movie

 
Eισαγωγές - Εξαγωγές. Δοντιών. Το κενό που προϋπάρχει. Η προοικονομία του βασανισμού. Το εγώ πριν το αισθάνομαι. Το αισθάνομαι μετά το εγώ. Το εγώ αισθάνομαι. Στο αντίθετο τερέν, το διαρκές εσωτερικό road movie. Η ζωή ένας δρόμος που διασχίζεις με τα μάτια κλειστά. Η μικρότερη δυνατή αλλαγή παραστάσεων. Οι άνθρωποι ως παραστάσεις. Η παράσταση των ανθρώπων. Η ανθρώπινη κωμωδία. Η ανθρώπινη τραγωδία. Το ανθρώπινο dramedy. Αστεία πράγματα. Ενίοτε πάλι όχι. Στα πρόσωπα των ανθρώπων σταματάς να βάλεις βενζίνη. Ανοίγεις τα μάτια για να ανεφοδιαστείς. Tα ξανακλείνεις για να πληρώσεις. Κόστος. Σκότος. Πώς να γράψεις σαν ταξιδιώτης, όταν ζεις σαν τουρίστας; Εγώ δεν. Αισθάνομαι.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 27, 2014

Ιs this the face of a rat?

Ίσως δεν ήμουνα κι εγώ ό,τι ονειρεύτηκα· έτσι κι αλλιώς όλα είναι προσωπικές οπτασίες. Το it isn't hard to do στο "Ιmagine" το λέει αναφορικά με τα κράτη: δεν είναι δύσκολο να φανταστείς ότι δεν υπάρχουν χώρες. Δεν το λέει αναφορικά με σπίτια και οικογένειες· αυτό είναι χαρντ του ντου ακόμα και για τον Λένον, αυτός είναι ο σκληρός πυρήνας του φαντασιακού. Κι αν το κράτος μας στον σκληρό πυρήνα του έχει ανθρώπους με στολές που προφυλάσσουν την ακεραιότητά του από εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς, ποιά εσωτερική στολή εφαρμόζουμε άραγε πάνω μας σφιχτά, προστατεύοντας τα σύνορα του σκληρού πυρήνα του φαντασιακού μας;
Και αν ο δικός μας τόπος είναι τόσο από πλευράς κλίματος εν γένει, όσο και από πλευράς ακρότητας καιρικών φαινομένων, εξαιρετικά προνομιούχος, και αν το να ζεις κάπου που έχει ήλιο και καλό καιρό τόσο συχνά και τόσο πολύ, σε βοηθά ακόμα και την κρίση να τη βιώνεις αλλιώς, πράγματι είμαστε και σε κάτι άτυχοι και το άλλοτε προνόμιο του γεωγραφικού σταυροδρομιού στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο δεν είναι προνόμιο, με αποτέλεσμα να συρρέουν εδώ άνθρωποι που θέλουν να φύγουν από τον δικό τους τόπο, να περάσουν από εδώ και να πάνε πιο πέρα, αλλά εμείς συμφωνήσαμε ή να τους κρατάμε εδώ ή να τους διώχνουμε, πάντως με τίποτα να μην τους επιτρέπουμε να πάνε πιο πέρα, γεγονός που μας οδήγησε σε μια πορεία χρόνων να πάψουμε σιγά σιγά να τους έχουμε στο μυαλό μας ως ανθρώπους, ως αληθινούς ανθρώπους, ως ακριβώς τόσο ανθρώπους όσο εσύ κι εγώ, και να τους έχουμε πια ως κάτι άλλο.
Και είναι ακριβώς αυτό που δεν αποτελεί ούτε υπερβολή ούτε μεταφορά ούτε σχήμα λόγου, είναι ακριβώς αυτό που μπορεί να αποτελέσει ένα ερμηνευτικό κλειδί: δεν τους σκεφτόμαστε πια ως αληθινούς ανθρώπους, αλλά ως ένα διαφορετικής κατηγορίας συλλογικό υποκείμενο· αν είχαν πνιγεί δώδεκα άνθρωποι - άνθρωποι, και δη μεταξύ τους πολλά παιδιά, θα το αντιμετωπίζαμε το ζήτημα εντελώς διαφορετικά. Δεν είναι όμως άνθρωποι - άνθρωποι. Είναι κάτι άλλο. Μπορεί το παιδί που βλέπουμε στις ειδήσεις να βγαίνει από τα χαλάσματα του εμφυλίου στη Συρία να είναι ανθρώπινο παιδί, μπορεί αν το παιδί από τη Συρία πήγαινε στο ίδιο σχολείο με το δικό μας να το θεωρούσαμε ανθρώπινο παιδί, αλλά το παιδί από τη Συρία που εισβάλλει με το δουλεμπορικό στη χώρα - σπίτι μας, δεν είναι ανθρώπινο παιδί, είναι φάντασμα και στοιχειό και πάμφτωχο και σκούρο, και αν το αγαπάς τόσο πολύ να το πάρεις να το βάλεις σπίτι σου, κανείς δεν τους φταίει που ξεκινήσαν κρουαζιέρα Γενάρη μήνα και δεν έχουν και χαρτιά και άρα πρέπει να προστατευτούμε από την εισβολή τους, ειδάλλως θα μας πνίξουν τα λαθραία φαντάσματα.
Και σήμερα, διεθνή ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος, μας είναι πολύ πιο εύκολο να μπούμε στη θέση των Γερμανών πριν το Ολοκαύτωμα, μας είναι πολύ πιο εύκολο να σκεφτούμε ότι πριν οδηγηθείς στη Γενοκτονία, πρέπει να έχει προηγηθεί η αλλαγή του τρόπου σκέψης σου, βάσει της οποίας ένα συλλογικό υποκείμενο παύει να αποτελείται από ανθρώπους - ανθρώπους. Kαι όχι, δεν λέω ότι είμαστε ναζί, μην ψάχνεις να βρεις δικαιολογίες στον παραλογισμό των επιχειρημάτων μου, ώστε να ενταχθείς χωρίς τύψεις στις τάξεις τους. Λέω πως όσο διαφορετικά φαινόμενα και αν είναι, όλα είναι ευκολότερα και πιο εξηγήσιμα όταν μια κατηγορία ανθρώπων παύεις να τους σκέφτεσαι ως ακριβώς το ίδιο ανθρώπους όπως εσύ, όλα είναι ευκολότερα και πιο εξηγήσιμα όταν μια καταρχάς δύσκολη να χωνευθεί αντιμετώπιση ανθρώπων κανονικοποιείται, ιδεολογικοποιείται και συνηθίζεται.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 23, 2014

Το αμπέλι που περιφράσσεται

(η φώτο από εδώ)

«ένας πνιγμένος τρία χρόνια
έκλεισε το στόμα στο βυθό
και εγκλώβισε μέσα του
έναν ιππόκαμπο
που ΄χε το στόμα για φωλιά του»
Ψυττάλεια Β' (πρώτη γραφή), Σαμσών Ρακάς

Έτυχε να παρακολουθήσω χθες μια παρουσίαση του βιβλίου του Κωστή Παπαϊωάννου «Τα καθαρά χέρια της Χρυσής Αυγής» και τις εξαιρετικές εισηγήσεις του Κωνσταντίνου Πουλή, του Αποστόλη Φωτιάδη, του Μιχάλη Παναγιωτάκη και του Σπύρου Παπαδόπουλου.
Ύστερα, γυρνώντας σπίτι, έμαθα για τον βουλευτή της ΝΔ, για τον ενεργεία βουλευτή της ΝΔ, για έναν από τους 153 ή πόσοι έχουν απομείνει που στηρίζουν με την εμπιστοσύνη τους την κυβέρνηση της δημοκρατίας, της Ευρώπης και του διαφωτισμού, που είπε ότι η χούντα ήταν μια επανάσταση. 
Και σήμερα όλοι αυτοί οι λαθραίοι και παράνομοι και περίεργοι τύποι που ήρθαν στον Περαία μας για να εξακοντίσουν ανήκουστες κατηγορίες εναντίον ποιών; Εναντίον λιμενικών, εναντίον ενστόλων, εναντίον δηλαδή -βάσει της ολόφρεσκης απόφασης της ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας μας- του «σκληρoύ πυρήνα» του κράτους μας, ενός κράτους και μιας κοινωνίας που όπως πρόσφατα το ίδιο δικαστήριο νομολόγησε, δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, κοινότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με την βοήθεια μικρότερων κοινωνικών μονάδων (οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων (εκπαίδευση).
Όχι, δεν έπνιξε ο σκληρός πυρήνας του κράτους μας δώδεκα ανθρώπους, μεταξύ των οποίων και παιδιά, αφενός επειδή δεν είναι ακριβώς άνθρωποι και ακριβώς παιδιά, αλλά αυτές οι λαθραίες υπάρξεις που οκ μπορεί να μην τις λες και κατσαρίδες αλλά πάντως δεν τις λες και ανθρώπους, ειδικά εκεί στη θάλασσα, ειδικά εκεί στα αόρατα, ειδικά εκεί που δεν βλέπει κανείς τι γίνεται, και εν πάση περιπτώσει αν δεν σπάσεις αυγά δεν τρως ομελέτα και δεν φράζεις αμπέλια και δεν ανακαταλαμβάνεις πόλεις, ας σκούζουν πάλι οι διεθνείς και οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί, επιστρέψαμε στην προ εγκληματικής οργάνωσης εποχή, όπου ο Δένδιας υπερασπιζόταν ιερά και όσια από τις επιθέσεις των ξένων συκοφαντών, απλά τώρα τα υπερασπίζεται από το σαλέ του ο Μιλτιάδης  Βαρβιτσιώτης.
Και είναι τελικά λάθος των καναλιών που δεν προβάλλουν την ειδήση. Δεν θα υπήρχε κανένας αποτροπιασμός και καμία ενοχή, απλά επειδή δεν χωράμε όλοι σε αυτόν τον τόπο, τους θέλουμε τους ένστολούς μας σε αυτόν τον υδάτινο τοίχο, τους χρειαζόμαστε σε αυτόν τον υδάτινο τοίχο, και για κάθε πνιγμένο σκούρο παιδάκι από σκληροπυρηνίτη, ένα ελληνάκι μπορεί να παίζει πιο ξέγνοιαστα στη δική του γειτονιά.
Υπάρχει τελικά η διαχρονική ενότητα και το συγκεκριμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, υπάρχουν όλα αυτά που δεκαετίες πριν και δεκαετίες μετά την επανάσταση της χούντας πείθουν πως αν τα χέρια του σκληρού πυρήνα του κράτους είναι καθαρά, αυτό συμβαίνει επειδή αντιστοιχούν στην ιδεολογική καθαρότητα πολύ μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας, τμήματος που υπερβαίνει κατά πολύ εκείνο στο οποίο έχει απήχηση η Χρυσή Αυγή, καθώς πρόκειται για μια καθαρότητα που ενσωματώνεται μέσα μας, μέσω στοιχείων τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με την βοήθεια μικρότερων κοινωνικών μονάδων (οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων (εκπαίδευση).  
Αίμα - τιμή - σκληροί (αλλά ίσως κι αναγκαίοι) πνιγμοί, ζήτω ο Θάνος Πλεύρης και κάθε τι ελληνικό στον κόσμο αυτό.

Τρίτη, Ιανουαρίου 21, 2014

Μικρόκοσμος εναντίον μικρόκοσμου

Δεν μας αφοράς ρε Χριστόδουλε Ξηρέ. Δεν μας αφοράς ακόμα κι αν υποτεθεί ότι δεν είσαι η γραφική καρικατούρα που εμφανίστηκε στο βίντεο, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι παραμένεις όντως ένας εξαιρετικά επικίνδυνος τύπος που με τις φοβερές διασυνδέσεις του θα σκορπίσει ξανά το τρομοκρατικό πυρ το εξώτερον. Δεν μας αφοράς ακόμα κι αν σκοτώσεις κανέναν. Πώς αλλιώς να στο πούμε δηλαδή; Ακόμη και να είσαι σε θέση και φάση να σκοτώσεις κανέναν, ακόμα και να το καταφέρεις, αυτό αφορά μόνο εσένα, τον μικρόκοσμό σου και τον μικρόκοσμο εκείνων που απειλείς. Καθρεφτίζονται οι μικρόκοσμοί σας, πόσο δύσκολο σου είναι να το αντιληφθείς; Ακόμα και αν δεν υπήρχε «αντάρτικο πόλης» θα έπρεπε να το εφεύρουν. Σας χρειάζονται περισσότερο από ό,τι σας φοβούνται. Όχι επειδή είστε υποχείρια ή πράκτορες. Δεν είστε. Αλλά είστε πολιτικά χρήσιμοι. Σας χρειάζονται ακόμα και με το τίμημα να χάσει μια μέρα ένας από αυτούς τη ζωή τους. Και πάλι συνολικά τους είστε αρεστοί αν όχι και αναγκαίοι. Και δεν το λέω ούτε καν σε επίπεδο αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης, και δεν το λέω ούτε καν σε επίπεδο περαιτέρω αυταρχικοποίησης της έννομης τάξης. Ναι, ισχύουν προφανώς κι αυτά, αλλά είναι δευτερεύοντα: αν δεν είχαν εσένα να παίζουν θα έπαιζαν κάτι άλλο, ενώ και για την αυταρχικοποίηση δεν χρειάζονται πια ιδιαίτερα προσχήματα. Το πρωτεύον είναι ότι δεν γεμίζει μόνο ο δικός σας μικρόκοσμος με αδρεναλίνη, γεμίζει κι ο δικός τους. Το πρωτεύον είναι ότι δεν παίζετε μόνο εσείς κλέφτες κι αστυνόμοι, παίζουν κι αυτοί. Τη βρίσκουν μαζί σας. Το πιγκ πογκ σας που εξελίσσεται ερήμην των μαζών δεν θα μπορούσατε να το παίζετε μόνοι σας. Το ότι τους έχετε συμπαίκτες όμως δεν σας προβληματίζει. Το ότι αντί να αποσιωπούν και να υποτιμούν τη δύναμή σας, την μεγεθύνουν και την μακιγιάρουν εξωπραγματικά, δεν σας προβληματίζει. Αν σας φοβόντουσαν θα σας έπαιζαν τελευταία είδηση ή δεν θα βλέπατε ποτέ το φως της δημοσιότητας. Από κοινού και οι δυο μικρόκοσμοι είστε οι μοναδικοί που πιστεύετε ότι ο Χριστόδουλος Ξηρός είναι αυτό που αφορά κατεξοχήν τον κόσμο σήμερα. Δεν μας αφοράς, Χριστόδουλε. Σκοτώσεις ή σε σκοτώσουν, δεν μας αφοράς.  

Κυριακή, Ιανουαρίου 19, 2014

Πιστεύοντας

Τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι, τολμήσαμε και μείναμε στην Ευρώπη και τον πολιτισμό της και δεν επιστρέψαμε στη φριχτή βαλκανίλα και τριτοκοσμίλα. Και η Ελλάδα κύριε; Τι θα γινόταν η Ελλάδα χωρίς το ευρώ της και τον σταυρό της; Το ευρώ είναι το νόμισμά της και ο σταυρός η ψυχή της, αν όχι εν γένει, τουλάχιστον κάτι Κυριακές εκπτώσεων σαν τη σημερινή, που έμειναν ανοικτά τα μαγαζιά, ανοικτό κι αυτό της Συγγρού, που είπε να βγει να πουλήσει Ορθοδοξία μήπως αγοράσουν μερικές γριές και γέροι ακόμα, ειδικά τώρα που η Χρυσή Αυγή αποδείχθηκε εγκληματική οργάνωση δωδεκαθεϊστών.
 
Αλλά αυτά Κυριακή λέγονται και Δευτέρα, σκάρτη Τρίτη, ξεχνιούνται. Ο Θεός των Ελλήνων έχει από καιρό πεθάνει, μαζί με αυτόν των Δυτικών. Γιατί, ό,τι και να λέμε, ανήκουμε εις τη Δύση. Και ο Θεός μας είναι -ένα σχίσμα πάνω, ένα σχίσμα κάτω- ο ίδιος. Και παρόλο το φοβερό rebranding που του κάνει ο νέος Πάπας και το επικοινωνιακό του επιτελείο -που δεν το λες κι επιπέδου Συγγρού-, παραμένει νεκρός, όχι ως προς όλες τις ιδιότητές του -γιατί κι αυτό θα ήταν πλάνη- αλλά πάντως ως προς τις περισσότερες. Υπάρχει ακόμα κάπου εκεί στο φόντο, για όταν αρρωστήσουμε, για όταν πονέσουμε πολύ, για όταν τρομάξουμε πολύ, για όταν χρειαστούμε παρηγοριά και ελπίδα, αλλά από την κεντρική σκηνή είναι για τα καλά αποσυρμένος. Κεντρικός ρόλος δεν του αναλογεί, ούτε κεντρικά σκάνδαλα.
Οπότε με λάθος είδους πίστη ασχολήθηκαν οι σαμαροφύλακες. Άλλου είδος πίστη εξακολουθεί να βρίσκεται στην κεντρική σκηνή, άλλου είδους πίστη εξακολουθεί να σκανδαλίζει. Και το ότι ο Ολάντ δεν ήταν παντρεμένος με αυτή την 3Aρβελέρ, το βοηθά να γίνει ακόμα περισσότερο ξεκάθαρο: ακόμη κι αν ο θεσμός του γάμου πέθαινε κάποτε κι αυτός όπως πέθανε κι ο δυτικός Θεός, η ερωτική πίστη κι απιστία θα παρέμενε το κέντρο των σκανδάλων. Ποιάν αγαπάς; Αυτή που βάσει του στάτους της σχέσης σου υποτίθεται πως ή κάποια άλλη; Ποιά είναι η πρώτη σου κυρία;
Και αν δεν είναι καν θέμα γάμου, ίσως δεν είναι τελικά ούτε καν θέμα διάστασης μονογαμίας - πολυγαμίας. Ακόμη κι αν κάμποσες γενιές αργότερα άλλαζαν εντελώς τα ερωτικά ήθη, ακόμα και σε περιβάλλον που η πολυγαμικότητα θα ήταν ο νέος μικροαστισμός, πάλι η ανθρώπινη φύση θα επένδυε την ερωτική σχέση με αυτό τον ριζικό χαρακτήρα που για τον άλλον είσαι ή όλα ή τίποτα (κι όλα τα ενδιάμεσα απορρίπτονται ως απαράδεκτα), πάλι η ανθρώπινη φύση θα επένδυε την ερωτική πίστη με χαρακτήρα θρησκευτικό, με θεώσεις και λατρείες, παραδείσους και κολάσεις, αιώνιες ζωές κι αιώνια πιλάφια. Ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να πονέσεις τον άλλον είναι κάνοντάς τον να σε ερωτευθεί και να σε πιστέψει.

Κουκουρούκου


Να ερμηνεύεις, ας πούμε, τη ζωή όπως αυτός ερμήνευσε το τραγούδι:
σαν να υπάρχει μόνο και μόνο για να την κάνεις εσύ δική σου,
σαν να υπάρχει μόνο και μόνο για να την καβαλήσεις
μέχρι το σπάσιμο της φωνής σου,
χωρίς μέτρο και μέτρημα,
χωρίς αυτοσυγκράτηση καμία,
με τα πνευμόνια σου ανοικτά στο φουλ,
σαν να μην προσπαθείς να την αποδώσεις πιστά,
αλλά μόνο να ξεσαλώσεις πάνω της
σαν επιδειξίας ενός χαρίσματος,
σαν οιηματίας της χαράς,
σαν η χαρά η ίδια
κι η έκσταση η ίδια
και ταυτόχρονα η αναπαράστασή της
ως θέαμα κι ακρόαμα,
ως η έκσταση μπροστά στην εξέδρα.
Και -πού ξέρεις-
μπορεί τελικά το αποτέλεσμα
να μην σου βγει κουκουρούκου
αλλά συγκλονιστικό.


Και δες κι αυτόν τον λιωμίδη που για λιγότερο από 20 δευτερόλεπτα, από το 1:25 και μετά, βγαίνει από την αντίστοιχη δική του εξέδρα, μπαίνει ανάμεσα στον Τσιτσάνη και την Μπέλλου, στην αρχή τραγουδάει το ρεφρέν και όταν αυτό τελειώνει, συνεχίζει και χώνει κάτι δικά του. Χώσε, μωρή αρρώστια, χώσε. Κι αν είναι «αθάνατοι» ο Τσιτσάνης κι η Μπέλλου, τα τραγούδια του ενός κι οι ερμηνείες της άλλης, είναι εντελώς μα εντελώς θνητοί όλοι εκείνοι που απλώς τα σιγοντάρισαν, μεθυσμένοι ή μη, στο ίδιο μικρόφωνο μαζί τους ή μόνοι τους μπροστά σε ένα γραμμόφωνο, κασετόφωνο, ραδιόφωνο, γιουτουμπόφωνο, οτιδηποτόφωνο έφερνε στην πορεία η τεχνολογία που άλλαζε ενώ το τραγούδι έμενε. Και σιγοντάροντάς τα, γιορτάζουν πενθώντας και πενθούν γιορτάζοντας τη θνητότητά τους, το γεγονός δηλαδή πως σε αυτούς μπορεί να μην αναλογεί αθανασία, αναλογεί όμως πριν τον θάνατο ζωή, άρα και μαράζι, άρα και λαχτάρα, άρα και τραγούδι, κι ας μην ήταν ποτέ δέκα πέντε χρονών όπως ο κουκουρούκους πιο πάνω, κι ας είχαν τα πνευμόνια τους κλειστά και σφραγισμένα με εντολή των αρμοδίων αρχών.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 17, 2014

Έτσι γαμάει η δημοκρατία

Και θα μου πεις, από όλα όσα γίνονται, εσένα σε πιάνει ο πόνος πάντα ειδικά για τον Σακκά;
Και θα σου πω πως με πιάνει ο πόνος πάντα ειδικά για το είδος του πολιτεύματος και το είδος της πολιτείας στην οποία ζούμε, 
θα σου πω πως συνεργός δια της σιωπής μου σε αυτόν τον εκφυλισμό δεν θα γίνω,
θα σου πω πως δεν θα προσπεράσω αυτή τη βαρβαρότητα επειδή τριγύρω μας συντρέχουν κι ένα σωρό άλλες, 
θα σου πω κάθε σκαλί παρακάτω θα συνεχίσω να σκούζω, επειδή εξακολουθώ να θεωρώ ότι αυτό το κράτος δεν δικαιούται να λειτουργεί έχοντας ξεχάσει τον τίτλο που φέρει το πολίτευμά του και το πνεύμα και το γράμμα που διέπουν τις θεμελιώδεις λειτουργίες του.
 

Τρίτη, Ιανουαρίου 14, 2014

To λογικό κι η παρωδία του

Όταν είδα να αναπαράγεται η είδηση για τα σχολεία που θα κλείνουν λίγες μέρες παραπάνω για να ενισχυθεί ο εσωτερικός τουρισμός, απόρησα για πολλοστή φορά με την ευπιστία των άλλων και την αδυναμία τους να ξεχωρίσουν ένα κείμενο που γράφεται σοβαρά από ένα κείμενο που τρολάρει. Έψαξα και στο Κουλούρι μήπως από εκεί είχε ξεκινήσει το καλαμπούρι, δεν βρήκα τίποτα, αλλά και πάλι δεν υπέθεσα ότι η είδηση μπορεί να είναι αληθινή. 
Ζούμε πλέον σε μια πραγματικότητα η οποία χάνει τη μία μετά την άλλη τις σταθερές της που θα μας επέτρεπαν να την ξεχωρίσουμε χωρίς δεύτερη σκέψη από την τρολιά. Περιορίζονται ολοένα και περισσότερο οι θεμελιώδεις παραδοχές για το πώς συγκροτείται η κοινωνία μας, για το πώς ιεραρχούνται οι αρχές της, για το τι συνιστά λογικό και τι την παρωδία του. Δεν δικαιούμαστε πια να απορρίπτουμε κάτι ως τρολιά αν δεν το σκεφτούμε πρώτα και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη φορά. Σε μια διαδικασία αντιστροφής του ως χθες ειρωνικού, πρέπει αντίθετα να αναρωτηθούμε μήπως απλά ωρίμασε ο καιρός για μια ακόμη ρηξικέλευθη πρόταση, για μια ακόμη σκέψη έξω από το κουτί των αγκυλώσεων που μας καθήλωναν επί δεκαετίες.
Η βασίλισσα ειρωνεία είναι νεκρή, ζήτω η βασίλισσα πραγματικότητα.

Κυριακή, Ιανουαρίου 12, 2014

ως το κόκαλο

Πριν να με χορτάσουνε τα μάτια μου
με άρπαξε, θαρρείς, το λεωφορείο.
Κι έμεινα να με κοιτώ καθώς χανόμουνα,
κι έφτανε ως το κόκαλο το κρύο.
Το κρύο βέβαια δεν κρατούσε ποτέ καιρό στα μέρη μας· ευλογημένος τόπος· ανεπηρέαστος από τις περιβαλλοντικές ευαισθησίες του συρμού· μείον πενήντα εκεί λίγο πιο κάτω, συν πενήντα εκεί λίγο πιο πάνω, εδώ όλα όπως πάντα, έδω όλα όπως τα ξέρεις· ευλογημένος τόπος.
Με ξαναζεσταμένο το κόκαλο, συνέχισα να κοιτώ, έτσι από πόζα, γιατί το βλέμμα, ξαναζεσταμένο κι εκείνο, είχε γίνει απλανές. Όταν το λεωφορείο επέστρεψε, με επανέκτησε, θαρρείς, ξανά η στάση. Κατέβηκα και στάθηκα εμπρός μου. Κι έμεινα να με κοιτώ καθώς χανόμουνα, κι έφτανε ως το κόκαλο η έλλειψη κρύου. 

Παρασκευή, Ιανουαρίου 10, 2014

O ενθουσιασμός ως κούραση

«O Λύκος της Wall Street» είναι υπαρκτό πρόσωπο, o απατεώνας χρηματιστής Τζόρνταν Μπέλφορντ, στην ομώνυμη αυτοβιογραφία του οποίου βασίστηκε το σενάριο του Τέρενς Γουίντερ, που συνεργάζεται ξανά με τον Σκορσέζε μετά το “Βoardwalk Empire”. Ο Μπέλφορντ έρχεται πιτσιρικάς στα μέσα της δεκαετίας του 80 στη Γουόλ Στριτ. Βρισκόμαστε στην καρδιά της εποχής του Γκόρντον Γκέκο. Ο ούτως ή άλλως πλασμένος για χρηματιστής Μπέλφορντ θα ξεφορτωθεί όποιον απειροελάχιστο ιδεαλισμό και αγνότητα κουβαλά. Θα αφήσει την Γουόλ Στριτ να τον διαφθείρει. Μόνη σου δουλειά, θα του πει ο μέντοράς του, είναι να κονομάς. «Αλλά αν βγάλει και ο πελάτης κέρδος τόσο καλύτερο για όλους, ε;», θα τον ρωτήσει απόλυτα εύλογα o Mπέλφορντ. Όχι, του απαντάει. Το θέμα δεν είναι να κερδίσει αυτός, αλλά να επανεπενδύεις διαρκώς τα όποια κέρδη του ώστε να εισπράττεις τις προμήθειες. Έχοντας την ατυχία να πέσει ακριβώς στο ξεκίνημά του στο κραχ της Μαύρης Δευτέρας του 1987 θα ξεσυνηθίσει το λουσάτο περιβάλλον πριν καλά καλά το συνηθίσει και θα αρχίσει από τον πάτο. Αλλά ξέρει να πουλάει τον αέρα όσο κανείς, ώστε σιγά σιγά, ή μάλλον γρήγορα γρήγορα,  να φτιάξει τη δική του χρηματιστηριακή εταιρία που θα γιγαντωθεί και θα κάνει τρελά κέρδη. Η εταιρία έβγαλε 22 εκατομμύρια σε 3 ώρες, ακούγεται σε μια σκηνή.

Κεντρική θέση στο τρέιλερ έχει η ατάκα «αλλά η αληθινή ερώτηση είναι: ήταν όλα αυτά νόμιμα;». Πρόκειται όχι για την πιο αληθινή αλλά, αντίθετα, για την πιο παραπειστική ερώτηση. Η νομιμότητα ή η παρανομία είναι εν προκειμένω τεχνική και τεχνητή. Δεν είναι τυχαίο ότι η ταινία περιγράφει ακροθιγώς έως καθόλου τις παρανομίες της συγκεκριμένης δράκας χρηματιστών. Είναι προφανώς τόσο θολή η γραμμή που δεν έχει νόημα. Το αληθινό ερώτημα δεν είναι αν ήταν όλα αυτά νόμιμα, αλλά πώς γίνεται να είναι όλα τα υπόλοιπα νόμιμα, πού ακριβώς έγκειται η νομιμότητα ενός κέρδους δίχως όρια, δίχως ταβάνι, πού ακριβώς έγκειται η νομιμότητα μιας δραστηριότητας κατά την οποία ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν να συγκεντρώνουν τόσο πολύ πλούτο. Πόσο νόμιμο μπορεί να είναι ένα τέτοιο σύστημα απόλυτης ανισοκατανομής του πλούτου; Πόσο νόμιμο μπορεί να είναι το να συγκεντρώνεται στα χέρια του 1% τόσο πολύ από το παγκόσμιο χρήμα, όταν υπάρχει παγκοσμίως τόση εξαθλίωση; Στην περίπτωση δε του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού που περιγράφει η ταινία, παύει σχεδόν κάθε σχέση με οποιαδήποτε αξία και όλα γίνονται αέρας και εγγραφές. Και για να είμαστε δίκαιοι, η ταινία κάθε άλλο παρά εστιάζει στη διάκριση τίμιου - απατεώνα χρηματιστή. Αντίθετα δίνει έμφαση στο πόσο αεριτζηδισμός είναι όλο αυτό: μια μηχανή παραγωγής αληθινών χρημάτων που δίνονται ως προμήθειες για συναλλαγές που είναι σε μεγάλο βαθμό αέρας.

Παρακολουθώντας τον «Λύκο της Wall Street» από την μια αναρωτιόμουν ποιό τελικά το νόημα να γυρίζεις μια ταινία που έχεις ξαναγυρίσει κι άλλες φορές, με τον τρόπο που την έχεις ξαναγυρίσει κι άλλες φορές και από την άλλη σκεφτόμουν πως είναι εντελώς άδικη αυτή η μομφή: το «επαναλαμβάνω τον εαυτό μου» πόσο κακό είναι όταν ο καλλιτεχνικός αυτός εαυτός είναι τόσο συναρπαστικός; Όταν έχεις κατακτήσει μια γλώσσα αφήγησης και είσαι ο απόλυτος δεξιοτέχνης σε αυτή, ούτε υποχρεωμένος να την εγκαταλείψεις είσαι ούτε θα απολογηθείς. Θα έπρεπε ίσως να απολογηθείς αν το έκανες βαριεστημένα και άχρωμα. Αλλά εν προκειμένω δεν συμβαίνει αυτό. Aντίθετα το σκηνοθετικό κέφι του Σκορσέζε είναι ασίγαστο. Η βασική μου ένσταση είναι λοιπόν ότι όλος αυτός ο αξιοζήλευτος, σχεδόν εφηβικός, ενθουσιασμός πρωτάρη σκηνοθέτη που διατηρεί ο εβδομηντάρης Σκορσέζε, δεν προκαλεί τον ίδιο ενθουσιασμό στον θεατή και παραμένει σε ένα βαθμό μονομερής, καθώς ξεχνάει δυο βασικές παραμέτρους: 1) πως θεματικά (η κατακόρυφη άνοδος - η μοιραία πτώση - ο επίλογος της νέας αρχής) και αισθητικά την έχουμε ξαναδεί πολλές φορές αυτή τη συγκεκριμένη ταινία του και 2) πως η ίδια η ταινία μολονότι προσφέρει ένα γεμάτο τρίωρο, στο οποίο ζήτημα είναι αν υπάρχουν δυο τρεις στιγμές που να νομίζεις οτι περισσεύουν και της κάνουν κακό, από πλευράς ουσίας λέει πολύ λίγα πράγματα: άντε ο χαρακτήρας του Μάθιου Μακ Κόναχι στην αρχή, άντε ο ρόλος των ελβετικών τραπεζών, όλο το άλλο όμως είναι πολύ επιφάνεια, επιφάνεια κινηματογραφικά απολαυστική, επιφάνεια που ευφραίνει το μάτι, μια ασταμάτητη παραγωγή σκηνών που μπορεί να γουστάρεις να τις βλέπεις και να τις ξαναβλέπεις στο μέλλον, αλλά τελικά ούτε κάποιον πρωταγωνιστή αληθινά ενδιαφέροντα μας δίνουν, ούτε μας λένε κάτι γενικότερα σημαντικό. Εκτός κι αν πούμε τι; Πως όλη αυτή η εξτραβαγκάντσα είναι μια μεταφορά για την χρηματοπιστωτική αρένα ή ακόμα και για την φύση του καπιταλισμού; Ίσως μελλοντικά και όποιος βλέπει σκόρπιες τις ταινίες του Σκορσέζε, αν δει πρώτα αυτή και μετά το “Goodfellas” ή το “Casino” π.χ., να μην μπορεί να ξεχωρίσει ποιά γυρίστηκε πρώτη και αυτές οι ενστάσεις να μοιάζουν αβάσιμες. Η σκηνή ας πούμε που ο Ντι Κάπριο γίνεται λιώμα από τις ουσίες και μετά κουτρουβαλάει σε σκάλες, ενδεχομένως και να μην φταίει από μόνη της που δεν είναι όσο απολαυστική ήταν στο μυαλό του Σκορσέζε. Δεν είναι απολαυστική επειδή την έχουμε δει και ξαναδεί σε άλλες παραλλαγές της.

Σε μια σκηνή ο Μπέλφορντ οικτίρει τον πράκτορα του FBI για τα λεφτά που βγάζει (έχει στην τσέπη του ένα πάκο με χαρτονομίσματα που αντιστοιχεί στο ετήσιο εισόδημά του), του πετάει αστακούς για να τον ξεφτιλίσει και άλλα τέτοια Ο ούτως ή άλλως ανύπαρκτος χαρακτήρας του πράκτορα, αν έχει ένα λόγο ύπαρξης στην ταινία, είναι ακριβώς για να προβληθεί ως αντιδιαστολή του αδηφάγου ανθρωπότυπου του Μπέλφορντ: να τον δούμε στο μετρό με το πολυφορεμένο του κουστούμι και να πούμε αχ τι καλά και πόσο πιο γαμάτος είναι αυτός από τους άλλους. Στην ταινία όμως είναι τους άλλους και τη δική τους ζωή που παρακολουθούμε επί τρεις ώρες. Ο Σκορσέζε δεν ασχολήθηκε με αυτόν τον από πλευράς χρημάτων και κατοχής υλικών αγαθών ανθρωπάκο. Γοητεύθηκε κι εξακολουθεί να γοητεύεται από τον κόσμο που καταγγέλλει και το λάιφ στάιλ που διακωμωδεί. Ανυπόκριτα τα καταγγέλλει μεν ως προς τις συνειδητές του προθέσεις, ασυνείδητα όμως η κάμερά του με αυτά εκστασιάζεται και αυτά περιγράφει.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture) 

Πέμπτη, Ιανουαρίου 09, 2014

Βγάζοντας τις γλωσσικές τσίμπλες

Από τις σπάνιες φορές που μια δήλωση μπορεί να είναι τόσο απόλυτα ειλικρινής: το καλύτερο βιβλίο εκλαϊκευμένης γλωσσολογίας που άνοιξα να διαβάσω ποτέ.
Για να τελειώνουμε με τα ειλικρινή καλαμπούρια, ναι, εγώ μεν μπορεί και να μην το έπαιρνα ποτέ αν ο συγγραφέας δεν ήταν φίλος μου, αλλά το γεγονός ότι ήδη, στους ελάχιστους μήνες κυκλοφορίας του, πουλάει, τηρουμένων των αναλογιών, πολύ, δείχνει δυο πράγματα: αφενός πως το ενδιαφέρον για το θέμα γλώσσα είναι πολύ ζωηρό και αφετέρου πως το ίδιο το βιβλίο, με την έλλειψη σοβαροφάνειας, την καθαρότητα και την εξαιρετική πρόζα στην οποία είναι γραμμένο, αποτελεί έναν ανάγνωσμα, το οποίο είναι απολαυστικό και διαφωτιστικό μαζί. 
Αντιγράφω ένα κομμάτι από την εισήγηση του Πάνου Οικονόμου:

- Ως προς το απολαυστικό σκέλος:
«Καταρχάς, το βιβλίο του Φοίβου Παναγιωτίδη απαντά στα πιο καίρια γλωσσολογικά ερωτήματα που βασανίζουν διαχρονικά όλους μας:
  • Γιατί η γουόλμπιρι των Αβορίγινων της Αυστραλίας είναι ίσως η πιο σημαντική γλώσσα για την επιστήμη της γλωσσολογίας;
  • Γιατί το πρώτο πράγμα που μαθαίνουμε είναι το τελευταίο που κατανοούμε;
  • Γιατί πρέπει να παντρευόμαστε ετερόγλωσσους φυσικούς ομιλητές για το καλό των παιδιών μας;
  • Είναι οι γλωσσολόγοι λάτρεις της αναρχίας;
  • Γιατί δίνουμε τόση σημασία στα τούβλα και ξεχνάμε το σχέδιο;
  • Ποια σχέση έχει ο Δαρβίνος με τη γλώσσα;
  • Είναι η γλώσσα ζωντανός οργανισμός; Ένα ιδιότυπο φυτό ή ζώο;
  • Πότε γεννιούνται οι γλώσσες, τι γράφει η ληξιαρχική πράξη τους και πότε πεθαίνουν;
  • Υπάρχουν δανεικά κι αγύριστα;
  • Τι συμβαίνει όταν μια γλώσσα αποκτά στρατό και στόλο;
  • Ποια θα ήταν η «επίσημη γλώσσα» αν η επανάσταση ξεκινούσε από την Τραπεζούντα;
  • Γιατί δεν ερωτευόμαστε υπό τους ήχους μιας σλοβακικής μπαλάντας;
  • Πότε τα ρώσικα ακούγονται πιο γλυκά στα αυτιά μας;
  • Στο μέλλον θα μιλάμε όλοι μόνο αγγλικά;
  • Τι θα συνέβαινε αν οι σλαβομακεδόνες δεν ήταν απλοί άνθρωποι, ως επί το πλείστον αγροτοποιμένες, που επικοινωνούσαν κυρίως προφορικά στη γλωσσική τους ποικιλία;
  • Θα φωτογραφιζόμασταν μπροστά σε δίγλωσσες πινακίδες στην Κομοτηνή με την ίδια χαρά όπως στην ωραία Βαρκελώνη;
  • Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να μας υποτάξει ένα δυστοπικό οργουελικό καθεστώς περιορίζοντάς μας τις λέξεις;
  • Ποιος είναι ο Christopher και τι μας μαθαίνει;
  • Γιατί δεν είναι η γλώσσα απολύτως λογική;
  • Στις πόσες λέξεις ορίζεται το θεμιτό όριο για να μη χαρακτηριστούμε λεξιπένητες;
  • Γιατί είναι πολύτιμο να υποπίπτουμε σε όσα ευρέως θεωρούνται γλωσσικά λάθη;
  • Γιατί η γλωσσολογία υπερασπίζεται την ποιητική του Καβάφη καλύτερα από τους φιλολόγους;
  • Ποιο είναι το πιο τέλειο αλφάβητο του κόσμου;
  • Γιατί οι γλωσσαμύντορες έχουν όλοι την ίδια μούρη;
  • Ποια αξία έχει η ερώτηση «Ποιος θα πλύνει τα πιάτα;»;
  • Γιατί τελικά διδάσκονται αρχαία τα παιδιά μας;
  • Πόσος Θουκυδίδης χρειάζεται για διαβάσουμε Παπαδιαμάντη από το πρωτότυπο;
  • Γιατί η μητέρα του Φοίβου κατανοεί τον Βέλτσο καλύτερα από τον ίδιο;
  • Πόσα κλισέ χωνεύουμε καθημερινά;
  • Γιατί όλοι οι ευφημισμοί δεν είναι ιδεολογικά αθώοι;
  • Πώς το ηγεμονικό κίνημα της πολιτικής ορθότητας νικήθηκε από τις αντωνυμίες;
  • Πόσο προδότες είναι οι μεταφραστές;»

- Και ως προς το διαφωτιστικό:
«Επίσης, συγκρούεται με γλωσσικούς μύθους και ανατρέπει καθιερωμένες βεβαιότητες. Ενδεικτικά, αναφέρω κάποια ενδιαφέροντα πορίσματα:
  • Η γλώσσα είναι στη φύση μας, δεν ταυτίζεται με την επικοινωνία και τη γραφή, προϋπάρχει της γραφής και εξελίσσεται διαρκώς παρά την κινδυνολογία για παραχάραξη.
  • Η γλωσσική κατάκτηση δεν είναι μια κλασική μάθηση.
  • Οι γλώσσες δεν υφίστανται αυθύπαρκτα, ανεξάρτητα από τους ομιλητές τους.
  • Δεν πρέπει να συγχέουμε το ύφος με τη γλώσσα.
  • Η γλωσσική αλλαγή δε συνιστά φθορά αλλά προσαρμογή σε νέα επικοινωνιακά δεδομένα.
  • Δεν υπάρχουν παλιές και νέες γλώσσες αλλά γλωσσικές παραδόσεις.
  • Οι γλωσσικές αλλαγές δε γίνονται ντετερμινιστικά.
  • Δεν υπάρχει μεγαλειώδης γλώσσα: η πολιτισμική αξία της γλώσσας καθορίζεται από τα κείμενα που έχουν γραφτεί σε αυτήν όχι από αυτήν καθεαυτήν.
  • Τα δάνεια είναι μια πανάρχαια, διαχρονική, δημιουργική διαδικασία.
  • Το τι θεωρούμε γλώσσα και διάλεκτο προσδιορίζεται από γεωπολιτικές παραμέτρους, την ιστορική δυναμική, τις κοινωνικές τάσεις.
  • Δεν υπάρχουν «μουσικές και βαριές γλώσσες».
  • Η επικράτηση μιας lingua franca δεν έχει σχέση με ενδογλωσσικούς παράγοντες.
  • Είναι υπερβολική η κινδυνολογία για λεξιπενία, αλλοίωση, τη γλώσσα των νέων, το φόβο του νεολογισμού.
  • Ανάμεσα στα ανθρώπινα δικαιώματα βασικό είναι και η κατοχύρωση γλωσσικών δικαιωμάτων, γιατί η αφοσίωση σε έναν τόπο περνά από την αποδοχή της γλώσσας του κάθε πολίτη.
  • Η γλωσσική ικανότητα είναι ανεξάρτητη από τη γενική νοημοσύνη.
  • Δεν υπάρχουν λογικές γλώσσες και γλώσσες με πιο αυστηρή σύνταξη.
  • Τα λάθη είναι σφάλματα γλωσσικής πραγμάτωσης». 
Διαβάζοντάς το, αρχίζεις να σκέφτεσαι αλλιώς ως προς τα τί και τα πώς της γλώσσας.
 Υπάρχει κάτι φρέσκο στο βασίλειο της γλωσσομαρκίας.

(Ουφ. Δεν το 'χω το να επαινώ. Μου πάει περισσότερο να μιζεριάζω και να ειρωνεύομαι)

Τρίτη, Ιανουαρίου 07, 2014

Σινεφίλ Αναφορές


Κυριακή, Ιανουαρίου 05, 2014

πέντε δεκατρία

Mια μέρα μπορεί και να κατορθώσουμε να γράφουμε έτσι, ώστε να μην περισσεύει ούτε μια λέξη. 
Μια μέρα μπορεί και να κατορθώσουμε να αμαρτήσουμε έτσι, ώστε να μην κοκκινίζει ούτε μια έξη.
Μια μέρα μπορεί και να κατορθώσουμε να κοιτάμε προς τα πάνω έτσι, ώστε να καίμε τις ομπρέλες μας ελάχιστα πριν βρέξει.
Μια μέρα μπορεί και να κατορθώσουμε να ευτυχήσουμε έτσι, ώστε ο εαυτός μας να θέλει πια να το αντέξει.
Μια μέρα μπορεί και να κατορθώσουμε να αντέχουμε έτσι, ωσάν απ΄το κείμενο της ζωής μας να μην περίσσεψε λέξη.