Τρίτη, Μαρτίου 31, 2009

Από Απόσταση

(Eίδα πριν από λίγο στους «Φακέλους» ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ για τη σφαγή στο Βιρτζίνια Τεκ· κι αφού δυο χρόνια μετά δεν έχουν βγάλει κανένα ασφαλέστερο συμπέρασμα για τα αίτια του μακελειού -πιθανότατα επειδή ακριβώς «το «άλλο» (αμπαρωμένο σε ψυχιατρεία, φυλακές, θεραπευτήρια, νεκροταφεία) παραμένει ξένη γλώσσα, μιλάει ακατάπαυστα, τερατουργεί, απειλεί την εξορθολογισμένη κοινωνία και παραμένει αίνιγμα»- ποστάρω ένα κείμενο που είχα γράψει τότε).
---
«Cho was a loner», γράφει το σάιτ του CNN. Ο Τσο ήταν μοναχικός και οι Αρχές δυσκολεύονται να συγκεντρώσουν πληροφορίες για αυτόν. Τα ως τώρα στοιχεία δείχνουν ότι ο εικοσιτριάχρονος Νοτιοκορεάτης φοιτητής Τσο Σεουγκ Χούι είναι ο μοναδικός δράστης του μακελειού του Πανεπιστημίου Virginia Tech με τους 33 (συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου) νεκρούς.
Αν το μακελειό της Βιρτζίνια ήταν πρωτοφανές στην κοινωνία των ΗΠΑ, το όλο ζήτημα πιθανώς και να στερούνταν ευρύτερων διαστάσεων· αλλά δεν είναι.
Στο πολυβραβευμένο ντοκιμαντέρ του «Bowling for Columbine», ο Μάικλ Μουρ, αφού δόθηκαν όλες οι πιθανές και απίθανες εξηγήσεις για το τι οδήγησε τους δύο δεκαεπτάχρονους δράστες στο να σκοτώσουν 13 άτομα τον Απρίλιο του 1999 στο Λύκειο Κολουμπάιν της πολιτείας του Κολοράντο, αναρωτιέται γιατί να μην ισχυριστούμε, με τον ίδιο βαθμό αυθαιρεσίας, ότι ευθύνεται για τη συμπεριφορά τους το μπόουλινγκ που οι δολοφόνοι έπαιζαν λίγο πριν πάνε να σκοτώσουν.
Επεκτείνοντας την ειρωνική ματιά του τίτλου του Μουρ, αν ο δράστης του τελευταίου μακελειού είχε κι αυτός έφεση στο μπόουλινγκ, τότε ίσως πολλά βασανιστικά ερωτήματα βρουν επιτέλους την ικανοποιητική τους απάντηση.
Δεν υπάρχει τίποτα παράξενο στο ένας έφηβος ή μετέφηβος να περνάει φάση ολοκληρωτικής μαυρίλας και βαρέματος. Δεν είναι αυτό το θέμα.
Το θέμα είναι γιατί δεν επιλέγει να αυτοκτονήσει, αλλά αντίθετα επιλέγει να σκοτώσει πρώτα όσους περισσότερους μπορεί. Αυτή νομίζω είναι η βασική ποιοτική διαφορά· όχι το «φεύγα» του μυαλού· ο τρόπος εξωτερίκευσης αυτού του «φεύγα».
Και είναι βέβαια αυτονόητο πως βασική συνιστώσα των επαναλαμβανόμενων αυτών καταστάσεων είνα το μέσο, η ευχέρεια, η διαθεσιμότητα, τα όπλα. Βάλε ένα όπλο σε κάθε σπίτι και δες τους δείκτες της εγκληματικότητας να εκτοξεύονται. Αν την ταραγμένη σου ώρα στερείσαι το όπλο, αν η ταραγμένη σου ώρα δεν είναι οπλισμένη, η θολούρα του εγκεφάλου σου θα εκτονωθεί κατά πάσα πιθανότητα πολύ πιο ήπια κι αναίμακτα.
Αλλά πέραν του μέσου και πάλι:
Γιατί να πάρω κι άλλους μαζί μου; Και γιατί δεν βγαίνω στο δρόμο; Γιατί σκοτώνω στο σχολείο μου ή στο Πανεπιστήμιό μου, γιατί στον μικρόκοσμό μου, γιατί αυτούς που συναναστρέφομαι καθημερινά;
Η κόλαση είναι οι άλλοι; Η κόλαση βέβαια δεν είναι ποτέ οι άλλοι από μόνοι τους, η κόλαση είμαι εγώ, η κόλαση γίνομαι εγώ όταν έχω πληγωθεί τόσο ώστε να αποξενωθώ εντελώς συναισθηματικά από τους άλλους. Άπαξ κι έγινα ξένος όλα είναι πιο εύκολα, όλα πια έχουν λγότερη σημασία. Ο Τσο ήταν, λέει, μοναχικός.
Τέτοια φονικά, τέτοιας διάρκειας και τόσο μεγάλου αριθμού θυμάτων, φαντάζει πιο πειστικό -όπως υπαινίσσεται και το «Εlephant» του Γκας Βαν Σαντ (ταινία επίσης εμπνευσμένη από την τραγωδία του Κολουμπάιν)- να μην τελούνται σε κατάσταση μανίας, αλλά σε ηρεμία και απάθεια, σε νιρβάνα, σε μια νιρβάνα φονική, σε μια νιρβάνα που μπερδεύει την πραγματικότητα με τον εφιάλτη, το αληθινό με το ψεύτικο, κι όλα αυτά από απόσταση, κι όλα αυτά με το πάτημα μιας σκανδάλης, ώστε ούτε τώρα να παίζει πόνος, ώστε ούτε τώρα να υπάρχει επαφή, όλα από μακριά, όλα από απόσταση, όλα σαν στα ψέμματα, σαν σε ταινία, σαν σε παιχνίδι στον υπολογιστή, κοίτα, πατάω σκανδάλες και πέφτουν κάτω, ο ήχος των πυροβολισμών μού είναι οικείος, το αίμα είναι όμορφο όπως πετάγεται, σαν σε ταινία, μια μέρα θα κάνουν κι εμένα ταινία, ποιος θα με παίξει άραγε;
Το πρωί θα ξυπνήσω κι όλα αυτά θα ‘ναι εφιάλτης.
Ή ίσως να μην είναι, ίσως στρέφοντας το όπλο στον εαυτό μου πεθάνω αληθινά, έτσι ώστε να μην χρειαστεί να ξαναξυπνήσω ποτέ.
Εκεί που δεν υπάρχει ζωή, δεν υπάρχει και πόνος.

Κυριακή, Μαρτίου 29, 2009

To Σκοτεινότερο Σημείο

Ακολουθεί απόσπασμα από πρόσφατη, έγγραφη καταγγελία της Κατερίνας Γκουλιώνη, η οποία πέθανε πριν λίγες μέρες, σε ηλικία 41 ετών, κατά την μεταφορά της από μια φυλακή σε μια άλλη:
«Όποτε μπαίνω στην φυλακή είτε γιατί εισάγομαι πρώτη φορά είτε γιατί επιστρέφω από δικαστήριο είτε γιατί πήγα νοσοκομείο δέχομαι την εξής επίθεση, η οποία ονομάζεται «έρευνα»:
Η δεσμοφύλακας με υποχρεώνει να βγάλω όλα μου τα ρούχα, με βάζει να σκύψω, ν’ ανοίξω τους γλουτούς, να βήξω και παρατηρεί τον πρωκτό μου. Πολλές φορές βρίσκει ευκαιρία να παρατηρήσει γυμνό σώμα και με κοιτάει καλά καλά, μου φέρεται προσβλητικά, ειρωνικά, θρασύτατα, σα να’ μαι το τελευταίο σκουπίδι.
Μετά μου δίνουν άλλα ρούχα, από την αποθήκη τους, παράταιρα και εξευτελιστικά, μου παίρνουν το σουτιέν γιατί, λέει, «απαγορεύεται» να το φοράω στην απομόνωση γιατί λέει, δήθεν μπορεί να…αυτοκτονήσω μ’ αυτό, μου δίνουν παπούτσια μεγαλύτερο μέγεθος απ’ το δικό μου και περπατάω σαν παλιάτσος και με οδηγούν στο φαρμακείο. Εκεί, με βάζουν να καθίσω σε γυναικολογική καρέκλα και η δεσμοφύλακας βάζει το δάχτυλό της στο αιδοίο μου μέσα στον κόλπο. Στην συνέχεια υποχρεούμαι να ουρήσω μπροστά στην δεσμοφύλακα για να κάνουν το ναρκωτέστ».

Ο περίφημος πίνακας του Γκυστάβ Κουρμπέ «Η προέλευση του κόσμου» απεικονίζει ένα αιδοίο. Εκτός από ιερή προέλευση του κόσμου το αιδοίο γίνεται και μια από τις πιο ανίερες καταλήξεις του δημοκρατικού μας κόσμου: άπαξ και φυλακιστείς δεν είναι μόνο η φυσική σου ελευθερία αυτή που θα στερηθείς. Προϋπόθεση βέβαια για να συμβεί αυτό είναι να γράφουμε εμείς -στο δικό μας το μεταφορικό μουνί- το τι συμβαίνει μέσα στις φυλακές. Η συντριπτική πλειοψηφία από μας δεν θέλει να κοιτάζει σε αυτό το σκοτεινότερο σημείο του πολιτισμού μας που είναι η φυλακή και όσα διαδραματίζονται μέσα της.
Για να μην παρεξηγηθώ, επειδή ακριβώς το θέμα το είχα κι έχω γραμμένο (και πιθανότατα θα συνεχίσω να το έχω μόλις τελείωσω αυτό το κείμενο που με το αζημίωτο γράφω), δεν γνωρίζω πόσο πρακτικά εφαρμόσιμοι είναι οι εναλλακτικοί τρόποι ελέγχου για ναρκωτικά (π.χ. υπέρηχοι). Επίσης για να μην παρεξηγηθώ, το μόνο σίγουρο είναι πως σε άλλου τύπου πολιτεύματα οι συνθήκες στις φυλακές αναφορικά με το σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων των κρατουμένων είναι χειρότερες και πως δημοκρατία σημαίνει ακριβώς ότι μπορούμε να μην τις αποκρύβουμε και να απαιτούμε να αλλάξουν.
Πέραν και ανεξάρτητα πάντως από τις αναγκαίες αλλαγές σε θεσμούς και διαδικασίες, τα προβλήματα έχουν πάντοτε την ανθρώπινη διάστασή τους. Οι θεσμοί και οι διατάξεις έως ένα βαθμό μπορούν και να προβλέψουν και να ρυθμίσουν την πραγματικότητα, αφού δεσμοφύλακάς σου δεν είναι ποτέ κάποιο απρόσωπο ρομπότ, αλλά ένα πρόσωπο που επιλέγει να σου φερθεί περισσότερο ή λιγότερο ανθρώπινα.
Κλείνω με ένα ακόμη απόσπασμα από την καταγγελία:
«Στην απομόνωση με έκλεισαν σ’ ένα κελί όπου έπρεπε να χτυπάω το κουδούνι για να’ ρθει η δεσμοφύλακας να μου ανοίξει να πάω στην μία τουαλέτα που είναι κοινή για όλες τις κρατούμενες στον χώρο αυτόν και παρακολουθούμενη από κάμερα.
Την ώρα της αφόδευσης σε παρακολουθεί η δεσμοφύλακας από την κάμερα κι όταν δει τα περιττώματά σου τότε της ζητάς την άδεια να τραβήξεις καζανάκι.
Εκτός του ότι είμαι αναγκασμένη να κάνω την ανάγκη μου μπροστά σε δεσμοφύλακα είμαι υποχρεωμένη να κάνω 8 αφοδεύσεις για να με βγάλουν από την απομόνωση αλλά κι αυτό, πάλι, εξαρτάται από τις διαθέσεις τους.
Οι περισσότερες κρατούμενες αναγκάζονται να παίρνουν καθαρτικό για να επιτύχουν αυτές τις κενώσεις και αρκετές φορές είτε δεν έρχεται η δεσμοφύλακας να τους ανοίξει την πόρτα είτε είναι άλλη κρατούμενη στην τουαλέτα και στην κυριολεξία ενεργούνται επάνω τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιες δεσμοφύλακες τις εξευτελίζουν γιατί ενεργήθηκαν επάνω τους ή τους λένε απειλητικά ότι «εδώ είναι Θήβα και το κουδούνι για να πας τουαλέτα θα το χτυπάς όταν έχεις μεγάλη ανάγκη», την οποιά «μεγάλη ανάγκη» την κρίνει η δεσμοφύλακας ή της λένε με δυσφορία «πάλι τουαλέτα θέλεις;» και άλλα τέτοια με ανείπωτη απανθρωπιά και σαδισμό».

Άδικο έχουμε μετά που δεν θέλουμε να κοιτάμε μέσα στις φυλακές; Καλύτερα δεν είμαστε μακριά από όλο αυτό το σκατομάνι;
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Παρασκευή, Μαρτίου 27, 2009

Απ' τη Γκουανταλαχάρα ως το Ελσίνκι

Στην Γκουανταλαχάρα ξεκίνησαν ήδη οι πανηγυρισμοί (φωτό) για την αθώωση του Καθηγητή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της.
Στο Ελσίνκι οι πανηγυρισμοί είναι ακόμη εντονότεροι για το πολιτικό κριτήριο, τη σκοπιμότητα αλλά και την ίδια τη λογική της όλης ποινικής δίωξης που ξεκίνησε το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του.
Τέλος, η άποψη ότι η νομική αθώωση του Κώστα Πλεύρη συνδυάζεται με την ψυχική καταδίκη του σε ισόβιο μίσος, αντιλαμβανόμενη το μίσος ως κατάσταση νοσηρή σφάλλει ως εκεί που δεν παίρνει, αφού το μίσος νοηματοδοτεί, ζωογονεί και γεμίζει την ανθρώπινη ψυχή, με έναν τρόπο που η αγάπη σπάνια το καταφέρνει, αλλά κι όταν τα καταφέρνει σε καθιστά αντίστοιχα ευάλωτο.
Πέραν δηλαδή των συν που σου προσφέρει σήμερα, το μίσος δεν μπορεί να σε πονέσει αύριο, αφού από τον άλλο που μισείς δεν ζητάς κανένα αντάλλαγμα (παραμονής στη ζωή ή ανταπόδοσης της δικής σου αγάπης), αφού δηλαδή η ψυχική σου κατάσταση εξαρτάται από αυτούς που αγαπάς ενώ δεν εξαρτάται από αυτούς που μισείς, επειδή αγαπάμε πρόσωπα ενώ μισούμε κατασκευές.

Πέμπτη, Μαρτίου 26, 2009

Σοκάροντας τα Άλιεν

Όπως μάλλον θα έχεις ήδη ακούσει, από τις 20:30 ως τις 21:30 του Σαββάτου δεν είναι μια όποια κι όποια ώρα, είναι η «Ώρα της Γης». Γι’ αυτό σβήνουμε όλοι μαζί τα φώτα. Ώστε να δείξουμε σε όλους ανεξαιρέτως τους εξωγήινους που μας κοιτούν από ψηλά, ότι ως εδώ ήταν, αρχίσαμε να ξυπνάμε, αρχίσαμε να ευαισθητοποιούμαστε και να αντιδρούμε στον βιασμό του περιβάλλοντός μας. Σοκαρισμένοι από το ξαφνικό σκοτείνιασμα του πλανήτη μας, οι εξωγήινοι πολιτισμοί δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να καταλάβουν ότι πρέπει επιτέλους να εγκαταλείψουν αυτό το μοντέλο ανάπτυξης που μας έχουν επιβάλλει και να βρουν άλλα, φιλικότερα προς τη Γη. Σε τελική ανάλυση δικός μας είναι ο πλανήτης και μας πέφτει και μας παραπέφτει λόγος. Αν δεν τους αρέσει ας πάνε να καταστρέψουν τους δικούς τους, αν δεν τους αρέσει ας διαμορφώσουν τον δικό τους τρόπο ζωής όπως κρίνουν σωστό, αφήνοντάς μας μόνους να αποφασίσουμε ποιός τρόπος ζωής μάς ταιριάζει καλύτερα.
Το γεγονός δε ότι η χώρα μας πέρασε στην πρώτη θέση των συμμετοχών στην φετινή «Ώρα της Γης» πρέπει να δημιουργεί έκπληξη μόνο στους αδαείς, αφού η αυτοϊκανοποίηση μέσω των συμβολισμών είναι βαθιά ριζωμένη στο DNA του λαού μας. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στους Δήμους που δήλωσαν συμμετοχή, για να διακρίνει ανάμεσά τους πλήθος Δήμων που δεν κηρύχθηκαν απλώς παλαιότερα «αποπυρηνικοποιημένες ζώνες», αλλά πέρασαν από τα λόγια και στην πράξη, μην επιτρέποντας ποτέ να χτιστούν πυρηνικά εργοστάσια εντός των ορίων τους.
(Κείμενο γραμμένο για το «Exodos»)

Τρίτη, Μαρτίου 24, 2009

Παράσταση φόβου

Δυο κείμενα που γράφτηκαν χθες αναρωτιούνται πού θα πάει η κατάσταση με αυτήν την αφύσικη σιωπή. Η διαφορά είναι ότι ο Σραόσα θεωρεί ότι έχει σωπάσει ο λόγος ο περίπου αριστερός (οι διανοούμενοι που αποφεύγουν να γράψουν από κομφορμισμό), ο δε Πανούτσος θεωρεί ότι έχει σωπάσει ο λόγος ο περίπου δεξιός (οι δημοσιογράφοι που αποφεύγουν να γράψουν από φόβο στοχοποίησης).
Σε ένα τρίτο χθεσινό κείμενο ο Γιάννης Πρετεντέρης τραγουδά -υποτίθεται πένθιμα, μα κατά βάθος θριαμβευτικά- την μετατροπή του Δεκέμβρη των αναταράξεων στον Μάρτη των δημοσκοπήσεων, όπου μεταξύ των άλλων «το 62% συμφωνεί με το νομοθετικό πλαίσιο για την κουκούλα - αυτό για τους «ειδήμονες» που προειδοποιούσαν από τις τηλεοράσεις ότι καταλύεται η δημοκρατία!».
Έτσι, μετά την «παράσταση νίκης», που δεν είναι τίποτα άλλο από εξέταση για το αν έχεις ενημερωθεί για τα αποτέλεσματα των προηγούμενων γκάλοπ, έχουμε πλέον και την «παράσταση φόβου», που δεν είναι τίποτα άλλο από εξέταση για το αν έχεις παρακολουθησει τα προηγούμενα δελτία ειδήσεων, προκειμένου να φοβηθείς επαρκώς ώστε να σου φαίνονται σήμερα φυσιολογικά και αναγκαία εκείνα που ως χθες θα σου φαίνονταν παράλογα και ακραία. Σε κάθε περίπτωση όμως, το 62% δεν είναι «παράσταση δημοκρατίας», αφού δημοκρατία δεν είναι απλώς αυτό που θέλουν οι πολλοί, αλλά αυτό που θέλουν οι πολλοί εντός ορισμένων ορίων, τα οποία απαγορεύεται να παραβούν όσο πολύ κι αν το θέλουν κι όσο πολλοί κι αν είναι.
Με αυτά καθόλου δεν εννοώ ότι η εγκληματικότητα είναι κατασκευή. Εννοώ όμως ότι το τεράστιο αυτογκόλ της αριστεράς ήταν ότι η συζήτηση φεύγει διαρκώς από την οικονομική κρίση που (θα έπρεπε να) είναι το προνομιακό της πεδίο και πηγαίνει διαρκώς στην εγκληματικότητα που είναι το προνομιακό πεδίο της δεξιάς.
Αλλά εγκληματικότητα δεν είναι μόνο το βιτριόλι στο πρόσωπο μιας καθαρίστριας, όπως παραβίαση δικαιωμάτων δεν είναι μόνο ο έλεγχος στο μουνί μιας κρατουμένης, εγκληματικότητα είναι και η ληστεία μιας τράπεζας, παραβίαση δικαιωμάτων είναι και η καταστροφή του μαγαζιού ενός εμπόρου· και δεν είναι μόνο η αριστερά που ενοχλείται περισσότερο από την μία εγκληματικότητα, είναι και η δεξιά που ενοχλείται περισσότερο από την άλλη, μόνο που ακριβώς επειδή εδώ είναι ο προνομιακός της χώρος, αποσιωπεί με τη συνεπικουρία των ΜΜΕ τις δικές της αντιφάσεις υπερπροβάλλοντας αυτές των αντιπάλων της.
Στο δίλημμα «ασφάλεια ή ελευθερία» περισσότερο κι απ' την απάντηση την δεξιά την εξυπηρετεί η διαρκής κυριαρχία του ερωτήματος.
Όσο η αριστερά παγιδεύεται σε αυτό το ερώτημα κι όσο δεν το μετατρέπει στο γιατί της οικονομικής κρίσης και στους τρόπους εξόδου από την κρίση και εισόδου σε ένα άλλο δικαιότερο σύστημα, τόσο θα χάνει.
Η υποψία όμως είναι ότι όλο αυτό δεν είναι μόνο αυτογκόλ, ότι δηλαδή υπό μια έννοια η κυριαρχία του διλήμματος «ασφάλεια ή ελευθερία» την εξυπηρετεί, παρέχoντάς της ξεκάθαρο ρόλο, ξεκάθαρη εικόνα, ξεκάθαρες απαντήσεις.
Η οικονομία είναι πιο πολύπλοκο πράγμα και οι όποιες αναγκαίες λύσεις -σε πρακτικό και όχι σε θεωρητικό επίπεδο- πιθανώς να την οδηγούσαν σε βαθιά υπαρξιακή κρίση: Τι ακριβώς πρεσβεύουμε; Γίνονται αυτά που πρεσβεύουμε;
Το απέναντι στρατόπεδο, έχοντας την πολυτέλεια της ελαστικής συνείδησης, δεν πέρασε ιδιαίτερη υπαρξιακή κρίση όταν εν μια νυκτί άρχισε να κρατικοποιεί ζημιές και να τροφοδοτεί τις τράπεζες με χρήμα.
Καταληκτικά, ενώ θα έπρεπε ή να είμαστε όλοι στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για τις τράπεζες ή να αντιδρούμε με κάποιο τρόπο όλοι μαζί απέναντι στις τράπεζες, καταλήξαμε να συζητάμε για το τι θα γίνει με τις καθημερινές ληστείες τραπεζών, το πώς θα προστατευθούμε από τους ληστές τους και το αν θα ληστεύαμε αόρατοι κι εμείς μια τράπεζα.
Η βία μπορεί να έχει κοινωνική εξήγηση και ερμηνεία· εξήγηση και ερμηνεία δεν υπάρχει ως προς το γιατί η κοινωνία δεν γεννά λόγο, ως προς το τι ακριβώς μας εμποδίζει να αλλάξουμε τα πράγματα προς το δικαιότερο έχοντας ως μέσο το λόγο, αντί να τα οδηγούμε προς το χειρότερο έχοντας ως μέσο τη βία.

Brecht Reloaded

Αν υποθέσουμε -ψιλοβάσιμα μάλλον- ότι όσοι προβάλλουν
το κατ΄αυτούς καταλυτικό ερώτημα
«Θα λήστευες αόρατος μια τράπεζα;»,
ταυτόχρονα γουστάρουν με τα χίλια την ιστορική ατάκα
«Ποιο είναι μεγαλύτερο έγκλημα, να ληστεύεις ή να ιδρύεις μια τράπεζα;»,
ίσως τότε θα ήταν χρήσιμο να αντιστρέψουν το ερώτημα σε:
«Θα ίδρυες αόρατος μια τράπεζα;».
Γιατί, βλέπεις, ακόμη κι αν πολλοί από μας
θα ληστεύαμε αόρατοι μια τράπεζα,
oι συντριπτικά περισσότεροι από μας
θα ιδρύαμε ορατοί τε και αόρατοι μια τράπεζα.
Τον αποδόμησα τον καπιταλισμό κι απόψε
από την θεμελιώδη ιδρυτική του λαχτάρα
ως την θεμελιώδη αντίφαση των πολεμίων του,
κι αφού δεν βλέπω πια τον Μάκη
πάω να δω Βικ Μάκι.

Κυριακή, Μαρτίου 22, 2009

Mεταστρουθοκαμηλισμός

Υπάρχει το Ισλάμ -ισλαμικά κράτη και ισλαμικές κοινωνίες- όπου είναι υποχρεωτικό οι γυναίκες να κρύβουν το πρόσωπό τους, υπάρχει και το Ελλαδάμ, όπου φαίνεται ότι πλέον θα είναι υποχρεωτικό οι παραβάτες των ποινικών νόμων να τους παραβαίνουν χωρίς να κρύβουν το πρόσωπό τους, ειδάλλως τα πράγματα σκουραίνουν πολύ για την αφεντιά τους, αφού θα έχουν να κάνουν με τη νέα -ενισχυμένη με ισχυρές δόσεις νομικού σουρεαλισμού- έννομη τάξη μας.
Το ανεπανάληπτο, πυρωμένο φινάλε της πρώτης τετραετίας της Νέας Δημοκρατίας, ήταν μόνο ο προάγγελος για το συγκλονιστικό μπάσιμο που έκανε στη δεύτερη της θητεία. Έχει περάσει μόνο 1 ½ χρόνος από την επανεκλογή της και έχει ήδη προσφέρει σε όλα σχεδόν τα επίπεδα ένα κυβερνητικό υπερθέαμα που άλλοι θα ‘θελαν πενήντα χρόνια για να πουν ότι προσέγγισαν. Ανικανοποίητη από τις άλλες επιτυχίες της και ψάχνοντας συνεχώς το διαφορετικό, κάνει τώρα το μπαμ εφευρίσκοντας και αναγάγοντας σε μείζονος σημασίας ένα καινούριο έννομο αγαθό, το οποίο ας το ονομάσουμε πρόχειρα «παλικαροσύνη των δραστών».
Η έννομη τάξη μας στρέφει έτσι την προσοχή της από την εγκληματικότητα και την εστιάζει στο αν ο παραβάτης έχει καλυμμένο το πρόσωπό του. Το θεωρεί προφανώς προσβλητικό. Τι φοβάσαι; Το εντελώς πιθανότερο δεν ήταν να μου ξεφύγεις και με ακάλυπτο πρόσωπο; Σε έπιασα πολλές φορές και μου κρύβεσαι; Τότε γιατί κρύβεσαι; Αν απ’ όλες τις έννομες τάξεις του κόσμου φοβάσαι εμένα, αυτό είναι μέγιστο δείγμα αχαριστίας. Τέτοια δειλία από τους πολίτες μου που βιαιοπραγούν, σπάνε, καίνε, καταστρέφουν δεν είμαι διατεθειμένη να ανεχτώ. Εγώ αυτόν που σπάει βιτρίνες και καίει τράπεζες τον θέλω άντρα, να μη φοράει ούτε φουστάνια ούτε κουκούλες, τον θέλω να αναλαμβάνει την ευθύνη του προσώπου του, να μη φοβάται να σπάσει με ακάλυπτο πρόσωπο. Όπως η αγορά πλημμύρισε με ακάλυπτες επιταγές, έτσι επιταγή της Πολιτείας είναι εφεξής τα αστικά μας μπάχαλα να γεμίσουν με δράστες που θα έχουν τα προσωπάκια τους ακάλυπτα.
Έτσι, θα έχεις πλέον διαφορετική μεταχείριση όταν απλώς σπας ένα μαγαζί και εντελώς διαφορετική αν το σπας κρύβοντας το πρόσωπό σου. Η έννομη τάξη μπορεί να κατανοήσει την πράξη βίας, αλλά την πράξη προφύλαξης του προσώπου σου; Με τίποτα. Το πρόβλημα παύει να είναι το χέρι που οπλίζεται και γίνεται το πρόσωπο που κρύβεται.
Όπως οι χούλιγκαν παίζουν πόλεμο αναλόγως του χρώματος των κασκόλ τους, έτσι και η έννομη τάξη σου κηρύσσει τον πόλεμο σε συνάρτηση όχι πια αποκλειστικά με την πράξη σου, αλλά με το αν την ώρα που παρανομείς κρύβεις τη φάτσα σου. Δικαίωμα να κρύβουν τα πρόσωπά τους στα κράνη τους έχουν μόνο τα όργανά της τάξης. Φορώντας την κουκούλα γίνεσαι εχθρός, μετατρέπεσαι σε επάρατο «κουκουλοφόρο». Μολονότι το θέμα της εγκληματικότητας θα έπρεπε να έχει να κάνει με το αν συλλαμβάνονται ή όχι όσοι βιαιοπραγούν, φτάσαμε σε τέτοιο επίπεδο επικοινωνιακού παραλογισμού, που αντί να εστιάσουμε στο γιατί δεν συλλαμβάνεται κάποιος την ώρα που καταστρέφει, εστιάζουμε στην κουκούλα που φοράει. Υπήρχε κανένα «κουκουλικό άσυλο» που να εμποδίζει την αστυνομία να συλλάβει τον οποιοδήποτε εγκληματεί με το πρόσωπό του κρυμμένο; Έκανε η κουκούλα τον κουκουλοφόρο αόρατο; Πηγαίνοντας τον στρουθοκαμηλισμό ένα βήμα πιο πέρα, η Ελληνική Πολιτεία προσπαθεί να μας πείσει ότι δεν μπορούσε να πιάσει τις μπαχαλάκισσες στρουθοκαμήλους επειδή αυτές έκρυβαν το πρόσωπό τους στην άμμο. Να συλληφθεί η άμμος.
Εν τω μεταξύ σπίτι του, ολοένα και πιο φοβισμένος από την οικονομική κρίση και την εγκληματικότητα, κουκουλώνεται κάθε βράδυ στα σκεπάσματά του, κρύβοντας στην ασφάλειά τους το δικό του πρόσωπο ο μέσος πολίτης, μαθημένος να μην αντιδρά στο άκρο της οικονομικής βίας εις βάρος του κι ανακουφισμένος που τουλάχιστον έχει στο άκρο της εγκληματικότητας απέναντί του έναν «ορατό», κατηγοριοποιημένο εχθρό μιας εύληπτης μιντιακής αφήγησης: τον κουκουλοφόρο.
Και μέσα από το κουκούλια των άκρων βγαίνουν οι δυσοίωνες πεταλούδες: από το κουκούλι κάτω από τις κουβέρτες του φιλήσυχου πολίτη βγαίνει η πεταλούδα του αυταρχισμού και της έκπτωσης των ατομικών δικαιωμάτων, όπως από το κουκούλι της κουκούλας του μπαχαλάκια βγήκε η πεταλούδα της βίας πάνω απ’ το λόγο, της άρνησης πάνω απ’ την πρόταση, της καταστροφής πάνω απ’ τη δημιουργία.
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Παρασκευή, Μαρτίου 20, 2009

Απ' τον πατέρα του Μίχαλου στο γιο του Βούτση

Ευτυχώς το κράτος μας δεν το εκπροσωπεί
ούτε ο πατέρας του Μίχαλου ούτε ο γιος του Βούτση
αλλά ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης.
Στην αντιδημοκρατικής αντίληψης οικογενειακή ευθύνη
η δημοκρατία μας απαντά με την οικογενειοκρατία της.
Στον κίνδυνο των άκρων που την καταλύουν
η δημοκρατία μας απαντά με την αυτοϋπονομευτική αναξιοκρατία της.

Τετάρτη, Μαρτίου 18, 2009

Το Κακό

Ξεκινάει περιοδεία στην Αφρική ο Πάπας και λέει ότι το προφυλακτικό όχι μόνο δεν είναι λύση για το Aids, αλλά παίζει να χειροτερεύει και τα πράγματα.
Μπορεί άραγε να μετρηθεί σε βάθος χρόνου το κακό που θα προκαλέσει μια τέτοια δήλωση; Ο αριθμός των νεκρών, των προσβληθέντων απ' τον ιό, των ορφανών;
21 αιώνες μετά τη γέννηση του Χριστού και η Εκκλησία εξακολουθεί να μιζάρει ανάλγητα σε μεγάλο ποσοστό στο κακό και στο σκοτάδι (και όχι, το θέμα δεν είναι εδώ το ποσοστό του καλού και του φωτός στο οποίο επίσης μιζάρει - αυτό θα έπρεπε να είναι αυτονόητο).
Αλλά αν δεν ήταν ο Χριστός θα είχε βρεθεί κάποιος άλλος να θεοποιηθεί προκειμένου να υπάρξει η Εκκλησία. Πιθανότατα δε, θα είχε βρεθεί κάποιος που τα δικά του λόγια θα βρίσκονταν κοντύτερα σε αυτό που πρέσβευε η Εκκλησία, κάποιος που τα δικά του λόγια θα χρειάζονταν μικρότερο βαθμό διαστρέβλωσης.
Αν δεχτούμε ότι δεν μπορούμε να κοντράρουμε τη φύση μας, αν δεχτούμε ότι η φύση μας μάς ορίζει, αν δεχτούμε ότι εκείνο που είναι φυσικό τελικά επικρατεί εκείνου που είναι αφύσικο,
τότε πώς, για όνομα του Θεού, αντέχει ατελείωτους αιώνες αυτή η ενοχοποίηση της ανθρώπινης φύσης, της ανθρώπινης επιθυμίας, της διαδικασίας μέσα από την οποία υπάρχει και αναπαράγεται η ζωή;
Μήπως τελικά αυτό δεν είναι αφύσικο αλλά φυσικό, μήπως δηλαδή είναι στη φύση μας να πολεμάμε τη φύση μας;
Μήπως είμαστε προγραμματισμένοι να δυστυχούμε αντί να ευτυχούμε, να φοβόμαστε αντί να τολμάμε, να σκεφτόμαστε σκέψεις άλλων αντί τις δικές μας;

Τρίτη, Μαρτίου 17, 2009

Το ύφασμα

Όσον αφορά την προστασία της κοινωνικής ειρήνης, ο κ. Δένδιας είπε χαρακτηριστικά: «Προβλέπουμε σε σειρά από διατάξεις σαν ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωση την χρήση της κουκούλας, την απόκρυψη των χαρακτηριστικών».
Και συμπλήρωσε: «Ο Έλληνας πολίτης δεν κρύβει τα χαρακτηριστικά του και δεν φοβάται να δείξει το πρόσωπό του, ιδίως όταν διαμαρτύρεται».

---
Ο Έλληνας πολίτης έχει δικαίωμα να κρύβει ή να μην κρύβει τα χαρακτηριστικά του, να φοβάται ή να μην φοβάται να δείξει το πρόσωπό του, όταν διαμαρτύρεται ή όταν δεν διαμαρτύρεται.
Ο Έλληνας πολίτης δεν έχει δικαίωμα να προβαίνει σε αδικήματα κατά της ζωής ή της περιουσίας.
Αδίκημα που να τελείται με την χρήση της κουκούλας ως όπλου δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς, εκτός κι αν στρέφεται κατά Ρίο Μάρε που τυχαίνει να είναι τρυφερότερο κι απ' την καρδιά ενός μαρουλιού.
Αδίκημα που να τελείται εξαιτίας της απόκρυψης των χαρακτηριστικών πίσω από την κουκούλα επίσης δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς, εκτός κι αν πρόκειται για υπερήρωες που αποκτούν τις εγκληματικές τους δυνάμεις φορώντας την κουκούλες ή εκτός κι αν πρόκειται για υπερήρωες που η κουκούλα λειτουργώντας σαν τη στολή του Σούπερμαν τους δίνει τη δυνατότητα να εξαφανίζονται από τους τόπους των εγκλημάτων πετώντας.
Τέλος δεν υφίσταται κουκουλικό άσυλο που να εμποδίζει την αστυνομία να συλλάβει τον οποιοδήποτε εγκληματεί με το πρόσωπό του κρυμμένο, ούτε η κουκούλα κάνει τον κουκουλοφόρο αόρατο. Ορατός είναι και μπορεί κάλλιστα να συλληφθεί εάν και εφόσον εγκληματεί.
---
Η βία τρομάζει και αυτό που περισσότερο τρομάζει είναι ότι εκείνος που σπάει το μαγαζί σου μπορεί να είναι ο γιος σου. Επειδή αυτό το ενδεχόμενο πρέπει πάση θυσία να απωθηθεί από τη σκέψη, ο «κουκουλοφόρος» ως άνθρωπος χωρίς πρόσωπο παύει να έχει τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που τον έφεραν να καίει και να καταστρέφει και γίνεται ένα μεταφυσικό τέρας εκτός κοινωνίας, εκτός εξήγησης, εκτός καταγωγής.
Έτσι το πρόβλημα παύει να είναι η βία, παύει να είναι το χέρι που οπλίζεται και μετατρέπεται στο πρόσωπο που κρύβεται.
---
Υπάρχουν αδικήματα που τελούνται από ανθρώπους που φοράνε κουκούλες. Οι «κουκουλοφόροι» ως αυτόνομη έννοια είναι μιντιακή κατασκευή συνειδητής ή ασυνείδητης μετατόπισης του προβλήματος και αφού δεν καταπολεμούνται ούτε οι αιτίες που γεννάνε τη βία ούτε αυτή καθαυτή η εγκληματικότητα, η κυβέρνηση στρέφει τα πυρά της κατά ενός κομματιού υφάσματος.
Τι είχε απομείνει να γελοιοποιηθεί; Το Σύνταγμα. Και πολύ άντεξε.

Δευτέρα, Μαρτίου 16, 2009

Όταν ο Πλάτων γνώρισε την Πέμυ

Εδώ, που λες, πήγα να κάνω μεγάλο οπτικό εφέ,
όταν στον καθρέφτη της μπροστινής μηχανής στο φανάρι είδα την τύπισσα, που ούτε συνεπιβάτης του μηχανάκια ήταν ούτε υπαγόταν οπίσω του με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, μοναχά ήταν κολλημένη σε αφίσα διαφημιστική -είδωλο σαν να λέμε- και μου φάνηκε εξαιρετικά καταπληκτικό να φωτογραφίσω αυτό το παιχνίδισμα με όλες τις συμπαραδηλώσεις του, με την διαφορά ότι βάζοντας το ζουμ με στόχο την επίτευξη του βέλτιστου δυνατού αποτελέσματος, το αποτέλεσμα ήταν να εμφανιστεί στον υπολογιστή μια φωτογραφία τόσο δα μικρούλα, μικρούλα τόσο δα.
Αυτό είναι το ένα πολύ δυνατό που μου συνέβη σήμερα στο αυτοκίνητο, το άλλο ήταν μερικά λεπτά αργότερα, όταν άκουσα στο ραδιόφωνο την Πριγκηπέσσα (κι αν δεν πατήσεις το λινκ η σιγουριά σου θα σε φάει, μαλάκα).
Βρίσκομαι, που λες, σε μια φάση μπερδεμένη, αφού δεν ξέρω αν πρέπει να βάλω κάτω την Πριγκηπέσσα και να της αλλάξω τον συνειρμικό αδόξαστο, να τη δω ως θήραμα που συγυρίζεται να θηρευθεί και ορυκτό πλούτο που συγυρίζεται να εξορυχθεί, να τη δω τόσο ως αφορμή αλλά -γιατί όχι- και ως αιτία ή να την αφήσω έτσι, ως απλή καταγραφή, που τα λέει όλα μόνη της, ή μάλλον λέει στον καθένα ότι αυτός θέλει ή έχει συνηθίσει να ακούει.
Βρίσκομαι επίσης σε μια φάση πανικόβλητη, αφού το Σάββατο το πρωί άκουγα στο ραδιόφωνο τον Χρυσοχοϊδη να λέει τρεις τέσσερις φορές προς εμπέδωση ότι «τον Σεπτέμβρη δεν θα βγαίνουμε στους δρόμους», εννοώντας της κρίσης ένεκα. Έπρεπε να κλείσω το ραδιόφωνο και την μηχανή του αυτοκινήτου και δεν μπόρεσα να εμβαθύνω περισσότερο στη σκέψη του, αν δηλαδή ήθελε να πει ότι δεν θα έχουμε λεφτά να βάζουμε βενζίνη στα αυτοκίνητά μας, ότι δεν θα έχουμε πια αυτοκίνητα ή ότι δεν θα έχουμε καν δύναμη να βγαίνουμε στο δρόμο πεζοί λόγω της ασιτίας, αφού θα στριφογυρνάμε αποστεωμένοι στα σπίτια μας σαν φαντάσματα του Νταχάου, πάντως μια κάποια στύσις της φωνής του έδειχνε ότι ο μητσοτακισμός (στην εκδοχή της μαντείας κακών ως λαγνείας) εκτός από πλήθος απογόνων έχει βρει και πανάξιους επιγόνους.
Βρίσκομαι, ακόμα, σε μια φάση αγωνίας κι αναμονής, αφού μετά την συγκλονιστική παρουσίαση την περασμένη Δευτέρα του Πλάτωνα από την Πέμυ Ζούνη, απόψε η Σία Κοσιώνη παρουσιάζει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, η Σία που όπως χαρακτηριστικά δήλωσε στο τηλεοπτικό περιοδικό των «Νέων»: «Έχω μόνο μια ζωή και θέλω να αφήσω κάτι πίσω. Δεν θέλω απλώς να περάσω από αυτόν τον κόσμο και να φύγω ... Για μένα η ενημέρωση είναι κάτι ιερό και θέλω να αφήσω πίσω έναν καλά ενημερωμένο κόσμο».
Βρίσκομαι, τέλος, σε μια φάση ρισπέκτ, αφού βλέποντας το πρώτο επεισόδιο του πέμπτου κύκλου του «LOST», νιώθεις ότι και τίποτα άλλο να μην άξιζε από τους προηγούμενους τέσσερις κύκλους, θα αρκούσε για αναδρομική δικαίωσή τους η μνημειώδης ατάκα του Τζον του Λοκ «When am I?», ερώτηση που θα έκανε άλλωστε και η Πέμυ Ζούνη βλέποντας τον εαυτό της 47 χρόνια νεότερο να παρουσιάζει τον μαθητή του Σωκράτη, Σωκράτη τον οποίο ειλικρινά προσδοκώ να παρουσιάσει ο Άρης Πορτοσάλτε, αφού αν κατά την Μελίνα στο «Ποτέ την Κυριακή» στο τέλος κάθε τραγωδίας όλοι οι ήρωες μαζί καταλήγουν ευτυχισμένοι στην ακρογιαλιά, στο τέλος της ψηφοφορίας και της εκπομπής όλοι μαζί οι 100 καλύτεροι Έλληνες -της Μελίνας συμπεριλαμβανομένης- θα καταλήξουν ευτυχισμένοι σε βουνοπλαγιά για δεντροφύτευση.
Κι από τα εκατό νέα δέντρα που θα φυτευθούν θα φυτρώσουν εκατό νέοι αιώνες δόξης ελληνικής.

Κυριακή, Μαρτίου 15, 2009

Η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου

Στο «Slumdog Millionaire» ο Τζαμάλ, ένας 18χρονος σερβιτόρος, μεγαλωμένος στις παραγκουπόλεις της Βομβάης, παίζει στο τηλεπαιχνίδι «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;». Έχει φτάσει στην τελευταία ερώτηση απαντώντας σε όλες τις προηγούμενες, οι περισσότερες από τις οποίες είναι εξαιρετικά δύσκολες και με βάση το σχεδόν ανύπαρκτο μορφωτικό του επίπεδο θα ήταν αδύνατο να τις ξέρει. Η ταινία ξεκινά με το γνωστό στιλ των τεσσάρων ερωτήσεων του παιχνιδιού θέτοντας το ερώτημα στον θεατή: ο Τζαμάλ κοντεύει να κερδίσει επειδή: α) έκλεψε, β) είναι τυχερός, γ) είναι μεγαλοφυϊα, δ) είναι γραπτό του.
Ας πάρουμε την βοήθεια του 50 - 50, αφού δεν αποκαλύπτουμε κανένα μυστικό του έργου αν πούμε ότι ο Τζαμάλ ούτε απατεώνας είναι ούτε μεγαλοφυία, αλλά ήξερε τις σωστές απαντήσεις επειδή όλες τους σχετίζονταν με καταστάσεις που είχε βιώσει στη ζωή του. Άρα ο Τζαμάλ είτε τυχερός είναι είτε αυτή είναι η μοίρα του. Τελειώνοντας, η ταινία αποφασίζει να δώσει η ίδια την ερώτηση που έβαλε και μας ανακοινώνει ότι ήταν γραπτό του.
Ωστόσο, ας αμφισβητήσουμε την απάντησή της, αφού το μόνο που η ίδια μας έδειξε ήταν τα περιστατικά που συνέβησαν στον Τζαμάλ και τον τρόπο που σχετίζονταν με τις σωστές του απαντήσεις. Γιατί αυτό να το αποκαλέσουμε μοίρα και όχι τύχη, γραπτό και όχι συμπτώσεις;
Η πραγματική ερώτηση του ενός εκατομμυρίου λοιπόν είναι πώς επιλέγουμε να βαφτίσουμε όσα συμβαίνουν στη δική μας ζωή. Ας αποκαλύψουμε κατ’ αποκλειστικότητα ότι όλα στη ζωή μας εξαρτώνται από το συνδυασμό δύο παραγόντων: αφενός από αυτό το ανεξήγητο μπετόν που ονομάζεται «χαρακτήρας» και ορίζει τις βασικές μας ανάγκες, φόβους κι επιθυμίες κι αφετέρου από αυτό το ανεξήγητο μπουτόν που ονομάζεται «τύχη» ή κατ' άλλους «μοίρα» και κάποιος -ποιός;- το πατά κι όλα αλλάζουν. Η μοίρα είναι οι συμπτώσεις μέσα από τα μάτια του στραβού ή το ακριβώς αντίθετο;
Υπάρχει η σχολή του σκληροπυρηνικού ορθού λόγου, η σχολή που στα καπρίτσια της τύχης δεν θα δει παρά συμπτώσεις και τίποτα άλλο πέρα από αυτές, όσο στατιστικά απίθανες κι αν είναι. Απέναντί της υπάρχει η σχολή του σκληροπυρηνικού ανορθολογισμού, η σχολή της μοιρολατρείας, η σχολή που επιλέγει να απαλλαγεί από το δυσβάστακτο βάρος της ατομικής ευθύνης, αφού σιγά μην καθορίζουμε εμείς το μέλλον μας, όλοι έχουμε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο και κανένας δεν μπορεί να το αποφυγει.
Υπάρχει όμως και μια τρίτη εναλλακτική: η εναλλακτική που λέει ότι δεν έχει τόσο σημασία το πώς θα βαφτίσουμε αυτά που μας συμβαίνουν, όσο το να μην τους αποστρέφουμε το βλέμμα και την σκέψη. Που λέει δηλαδή ότι σημασία έχει να εξετάζουμε αντί να απωθούμε όλα όσα μας έχουν συμβεί, όλες τις συγκυρίες που σε κάθε σταυροδρόμι της ζωής μας μας έφεραν εδώ αντί να μας πάνε εκεί.
Το ανθρώπινο πνεύμα, η ύπαρξη συνείδησης, παραμένει ένα δώρο - άδωρο, ένα δώρο στα χέρια δειλών, όταν ψάχνουμε για σιγουριά εκεί που δεν υπάρχει: στην ανθρώπινη ζωή. Και υπό μια έννοια η απόλυτη απόρριψη του ενδεχομένου της μοίρας προσφέρει ψυχολογικά την ίδια ασφάλεια με τη μοιρολατρεία. Ας παραιτηθούμε από το αίτημα της ασφάλειας κι ας εγείρουμε το αίτημα της μαγείας. Αφού ήταν τόσο απίθανο να υπάρξουμε (τόσο απίθανο από όλες τις γυναίκες του κόσμου -έστω της χώρας, έστω της πόλης- ο πατέρας σου να γονιμοποιήσει την μητέρα σου), ας μαγευθούμε από τη σειρά των συμβάντων που έπρεπε να συντρέξουν για να υπάρξουμε και στη συνέχεια ας μαγευθούμε από τη σειρά των συμβάντων που συνέτρεξαν στην ως τώρα πορεία της ζωής μας.
Κι ας αποδεχθούμε πως οι δυνατότητες του πνεύματός μας μπορεί να είναι πεπερασμένες ως προς την κατανόηση του φαινομένου της ζωής, αλλά απεριόριστες ως προς την συγκίνηση, την έκπληξη και την άντληση ομορφιάς από το βαθύτατα τυχάρπαστο ή το βαθύτατα γραμμένο της δικής μας ζωής.
Είτε έτσι είτε αλλιώς η ζωή μας είναι μια ιστορία. Και όποιος νομίζει ότι η δική του ιστορία είναι βαρετή, πρέπει να καταλάβει ότι είναι το βλέμμα του πάνω στην ιστορία που είναι βαριεστημένο, τεμπέλικο, στραβό.
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Σάββατο, Μαρτίου 14, 2009

Ημί

Οι συμβασιούχοι του δημοσίου είναι οι ημιυπαίθριοι του κρατικού οικοδομήματος. Εικόνα και ομοίωση της ελληνικής κοινωνίας, το ελληνικό κράτος αναγνωρίζει ως προνομιακό του χώρο το πρόσκαιρο και το μετέωρο. Με τα οριστικά και τα νόμιμα δεν μπορείς να συναλλαχθείς, να διαπραγματευθείς, να εισπράξεις πρόστιμα ή ψήφους. Ενώ όταν η μονιμότητα και η νομιμότητα είναι εκκρεμείς, μόνιμος νόμος είναι το αλισβερίσι. Στους ημιυπαίθριους το κράτος πρώτα αφήνει μια παρανομία να γίνεται καθεστώς, πρώτα δια της αδράνειας και ανοχής του νομιμοποιεί εκ των πραγμάτων μια παράνομη κατάσταση και ξαφνικά φαίνεται να ανακαλεί στη μνήμη του την παρανομία της. Αν το πληρώσεις μπορεί να το σώσεις, αν σε κάνουμε κανονικό δημόσιο υπάλληλο μπορείς να σωθείς. ΑΣΕΠ, ημιΑΣΕΠ, ημιπαρακάμψεις του ΑΣΕΠ, ημικράτα με να σε ημικρατώ, ημιβλέποντας και ημικάνοντας, πολεοδομική νομοθεσία, παρακάμψεις της πολεοδομικής νομοθεσίας, ημινομιμότητα, η μη νομιμότητα. Η Ευρώπη μας βλέπει, μας επιτηρεί, μας κάνει συστάσεις και μας δίνει εντολές, η Αφρική μας γεμίζει με τη σκόνη της, η οποία αναμιγνύεται με τα ντόπια υλικά και φτιάχνουν ένα κοκτέιλ που έκρυβε και από αέρος την Ακρόπολη, που ήταν ήδη κλειστή και από ξηράς από τους φύλακες που την φυλάσσαν, μόνο που αν μπορείς να κατηγορήσεις μια φορά τους εργαζόμενους που κλείνουν την Ακρόπολη σαν να είναι αμπελοχώραφό τους, πόσες φορές μπορείς να κατηγορήσεις το κράτος που έχει απλήρωτους εργαζόμενους;
(Κείμενο γραμμένο για το «Exodos»)

Παρασκευή, Μαρτίου 13, 2009

Δρανκ

Eίναι και τρεις παρά, έχω πιει και κάπως, κι αυτή την ώρα δεν μπορώ παρά να στεναχωρηθώ -να στεναχωρηθώ βαθιά- για εκείνη τη μελλοντική στιγμή που θα μας παρουσιάσουν σε ένα τραπέζι τον ανθρώπινο εγκέφαλο εντελώς μα εντελώς γυμνό, εντελώς μα εντελώς απομυθοποιημένο, και θα πουν νά, αυτό γίνεται όταν πίνουμε, νά, αυτό είναι που κάποτε λέγαμε ψυχή, νά, αυτό είναι που κάποτε λέγαμε αντικειμενική πραγματικότητα, νά, αυτό είναι που κάποτε λέγαμε χρόνο, νά, αυτό είναι που κάποτε λέγαμε Θεό.
Ο εγκέφαλος είναι μια μηχανή, είσαι μια μηχανή, νά πώς λειτουργείς.
Παραμυθιαστείτε όσο ακόμη προλαβαίνετε, έρχεται η επιστήμη.

Τετάρτη, Μαρτίου 11, 2009

Στάση Γραφής

Σήμερα το μπλογκ γίνεται τεσσάρων και αύριο ο μικρός ενός.
Κανονικά το ποστ θα είχε περισσότερη αριθμολογία αν χθες περνούσαμε και στους οκτώ. Αλλά την ώρα του αγώνα -κι ενώ ακόμη περνούσαμε- είχα μια στιγμή απότομης έκπτωσης από την μαγεία του παραμυθιού, όταν συνειδητοποίησα κι από κοντά ότι περάσουμε - χάσουμε οι άλλοι είναι τόσο καλύτεροι μας, όταν εκείνη ακριβώς την ώρα -χωρίς να αρνούμαι την τεράστια αξία του να ξεπερνάς τα όριά σου- αναρωτήθηκα ποιά νομοτέλεια ορίζει ότι τα δικά μας όρια δεν μπορούν να είναι αντίστοιχα των δικών τους, αναρωτήθηκα αν τελικά στη ζωή έχει περισσότερη αξία να προσπαθείς νa κυνηγάς αυτό που σε υπερβαίνει και είναι καλύτερό σου, αντί να προσπαθείς να υπερβείς αυτό που είσαι και να μετατραπείς σε κάτι άλλο, κάτι καλύτερο. Το πρώτο απαιτεί φιλότιμο, τρέλα, ψυχή, καπατσοσύνη, τύχη, το δεύτερο χρόνο, σχέδιο, γνώση, μέθοδο, υπομονή, αντοχή στην υστερία.
Στην επιστροφή -ατελείωτα μποτιλιαρισμένος στο αυτοκίνητο, όπως και στο πήγαινε- επτά λεπτά αθλητικών ραδιοφώνων ήταν αρκετά για να επαναβεβαιωθώ ότι σε τέτοιο διανοητικό παύλα αισθητικό παύλα ηθικό (υπό την ευρεία έννοια) περιβάλλον δημοσιογράφων και φιλάθλων και πάλι καλά που προσπαθείς να κυνηγάς αυτό που σε υπερβαίνει και πάλι καλά για τις σποραδικές βραδιές θαυμάτων.
Θέλω στην τετραετία του μπλογκ επάνω να πω κάτι από βάθους καρδιάς: γαμιέται ο μέσος Έλληνας οπαδός - γαμιέται ο μέσος Έλληνας δημοσιογράφος - γαμιέται ο μέσος Έλληνας. Τελεία.
Γαμιέται η σύγχρονη ελληνική παρακμή και δεν ξέρω αν είμαι τμήμα της, ξέρω όμως ότι αυτή τη γλώσσα έχω, αυτή την αισθητική, αυτή την κοσμοθεωρία, αυτή την στάση γραφής, κι αν είμαι τμήμα της ας είμαι: προσπαθώ πάντως να μην είναι, προσπαθώ να πω ότι αν τα πράγματα βρωμάνε ταυτόχρονα τα πράγματα μοσχοβολάνε, ότι αν τα πράγματα σαπίζουν ταυτόχρονα τα πράγματα ανθίζουν, ότι τίποτα δεν είναι απάλευτο, τίποτα δεν είναι δεδομένο, ότι τελικά δεν είμαστε έτσι ή αλλιώς, ότι τελικά αν ο μέσος Έλληνας γαμιέται είναι επειδή επιλέγει αυτή την εκδοχή του εαυτού του ενώ υπάρχει μέσα του και η δυνατότητα της άλλης, ότι αν η κοινωνία παρακμάζει είναι επειδή επιλέγει αυτή την εκδοχή του εαυτού της ενώ υπάρχει μέσα της και η δυνατότητα της ακμής.

Τρίτη, Μαρτίου 10, 2009

To στίγμα





Τι είδους στίγμα άφησε η «Βιβλιοθήκη» (στην μορφή που είχε μέχρι πρόσφατα) είναι υπόθεση των ειδικών και κάθε άλλο παρά τέτοιος είμαι.
Όντας όμως ειδικός του εαυτού μου μπορώ αρμοδίως να πω ότι το στίγμα που άφησε μέσα μου είναι εντονότατο.
Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνουν οι εφημερίδες για να επιβιώσουν -κάθε άλλο παρά ειδικός της επιβίωσης είμαι- αλλά αν η επιβίωση των εφημερίδων εξαρτάται από τα καθρεφτάκια, τις χάντρες και τα τζιπ που προσφέρουν, η ζωή των εφημερίδων εξαρτάται από το στίγμα, το στίγμα και το στίγμα που αφήνουν.
Όπως και να έχει η σχέση που είχα με το συγκεκριμένο ένθετο ήταν αγαπητική, όχι ερωτικά αγαπητική, αλλά αγαπητική με την έννοια της μακρόχρονης φιλίας.
Εκτός από εμένα είχε στιγματίσει και τις Παρασκευές μου, οπότε τώρα ή θα αντικαταστήσω σταδιακά τη σχέση αυτή με τη νέα «Βιβλιοθήκη» ή -λιγότερο αισιόδοξα- θα περιμένω να έρθει η ώρα που μετά τις Παρασκευές της «Βιβλιοθήκης» θα χαθούν και τα Σάββατα του «Βιβλιοδρόμιου».

Κυριακή, Μαρτίου 08, 2009

Και την φαντάστηκε

Θες πες το ξεροκεφαλιά, θες πες το περιέργεια, θες πες το αισιοδοξία, χρόνια τώρα κάθε που σουρούπωνε και κάθε που χάραζε έβγαινε στο μπαλκόνι του και κοιτούσε τον ορίζοντα (όσο ορίζοντα του αναλογούσε απ' τον τρίτο όροφο της αθηναϊκής συνοικίας του), παρατηρώντας τη μέρα να γίνεται νύχτα και τη νύχτα να γίνεται μέρα, θεωρώντας ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχίζεται εσαεί, θεωρώντας ότι κάποια στιγμή θα διακοπεί αυτή η αφόρητα μονότονη εναλλαγή και ότι η μέρα θα δώσει τη θέση της σε κάτι που δεν θα είναι νύχτα ή ότι η νύχτα θα δώσει τη θέση της σε κάτι που δεν θα είναι μέρα.
Κάθε που σουρούπωνε και κάθε που χάραζε διαψευδόταν και επέστρεφε στο δωμάτιό του κατηγορώντας τη φύση για έλλειψη φαντασίας· αλλά και ο ίδιος, αν τον ρωτούσες, δεν ήξερε να σου πει τι θα μπορούσε να δώσει τη θέση του στην μέρα που να μην είναι νύχτα ή τι θα μπορούσε να δώσει τη θέση του στη νύχτα που να μην είναι μέρα.
Το γεγονός τον προβλημάτιζε έντονα, μέχρι που σκέφτηκε ότι πιθανότατα το ένα έφερνε το άλλο, ότι πιθανότατα καθόλου ανεξάρτητη δεν ήταν η δική του έλλειψη φαντασίας από την έλλειψη φαντασίας της φύσης.
Ο μόνος τρόπος για να το διαπιστώσει ήταν να φανταστεί μια εναλλακτική εκδοχή του ορίζοντα, μια εναλλακτική εκδοχή χρόνου που να μην είναι ούτε μέρα ούτε νύχτα.
Κλείστηκε στο δωμάτιό του και στο μυαλό του, του πήρε πολλά χρόνια, περισσότερα κι απ΄όσα είχε ήδη ξοδέψει βγαίνοντας στο μπαλκόνι του, αλλά τελικά τα κατάφερε.
Και την φαντάστηκε.
Βγήκε στο μπαλκόνι του. Σε λίγο κανονικά θα σουρούπωνε. Την ώρα που η μέρα άρχισε να φεύγει η γερασμένη του καρδιά δεν άντεξε τη συγκίνηση της προσμονής.

Σάββατο, Μαρτίου 07, 2009

Ι - ΣΟ - ΤΗΣ

Το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών σε συνεργασία με το Δήμο Αθηναίων- Αντιδημαρχία Ισότητας και Κοινωνικής Ένταξης, συμμετέχουν ενεργά στην Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας και προσφέρουν δωρεάν μετακινήσεις την Κυριακή 8 Μαρτίου σε όλες τις γυναίκες, με τα μέσα μαζικής μεταφοράς της Αθήνας και Θεσσαλονίκης καθώς επίσης και με τον ΟΣΕ και τα ΚΤΕΛ σε όλη την Ελλάδα.
Δήλωση Υπουργού Ευριπίδη Στυλιανίδη:
«Η πρωτοβουλία αυτή αποτελεί μία ελάχιστη, συμβολική χειρονομία αναγνώρισης του ρόλου και της συμβολής της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία. Η παγκόσμια αυτή ημέρα, ημέρα χωρίς εισιτήριο στα συγκοινωνιακά μέσα για όλες τις γυναίκες, πρέπει να μας υπενθυμίζει ότι η τιμή και ο σεβασμός προς τις γυναίκες, πρέπει να αποδίδονται όλο το χρόνο, μέσα από τις ενέργειες και τις πράξεις μας».

---
Κορίτσια, πάρτε τις φίλες σας, τις μανάδες σας, τις κοράκλες σας, τις θειάδες σας και την Κυριακή ξεσκίστε τις συγκοινωνίες.
Μην αφήσετε κανένα μέσο ανεκμετάλλευτο, από τρόλεϊ ως μετρό κι από λεωφορείο ως ηλεκτρικό.
Είναι η μέρα σας, είναι η Κυριακή σας, είναι το τζόιράιντ σας.
Αυτήν την Κυριακή τιμούμε την προσφορά σου, την δική σου προσφορά, Ελληνίδα Γυναίκα.
Ελληνίδα Γυναίκα, αυτήν την Κυριακή μπορείς να νιώσεις κατ΄εξαίρεση κι εσύ ως μία από εμάς.
Φτιάχτηκες από το πλευρό μας, αλλά αυτό δεν σε καθιστά σε καμία περίπτωση κατώτερη ποιότητα ανθρώπου.
Όχι, άνθρωπος είσαι κι εσύ, και μάλιστα άνθρωπος υπερπολύτιμος για τον Άνδρα, στον δύσκολο καθημερινό αγώνα του να φέρνει στο τραπέζι ψωμί.
Μολονότι στις δύσκολες εποχές που ζούμε η δωρεάν σου μετακίνηση -έστω και για μια μέρα- μπορεί να σε βοηθήσει να διαχειριστείς καλύτερα το χαρτζηλίκι που σου δίνει ο άντρας σου, να ξέρεις ότι το εισιτήριο που σου κάνουμε δωρεάν δεν μπορεί να χωρέσει τον σεβασμό που σου οφείλουμε.
Είναι κυρίως συμβολικό, είναι συμβολικό του αγώνα που κάνεις μέσα στο σπίτι, μεγαλώνοντας τα παιδιά μας, κρατώντας τα νοικοκυριά μας, ανακουφίζοντας μας τα βράδια με τα ανοιχτά σου σκέλια.
Ελληνίδα Γυναίκα, αυτήν την Κυριακή είσαι το τιμώμενο πρόσωπο και πας όπου θες.
Κύριοι εισπράκτορες, μην ξεχαστείτε και τους βάλετε τις φωνές που δεν θα στέκονται στην ουρά. Αυτήν την Κυριακή εισπράττετε μόνο ανδρικές δραχμές.
Κι εσύ Έλληνα Ομοφυλόφιλε, μην ζηλεύεις. Θα έρθει και σένα η σειρά σου. Όλα στην καλή τους ώρα. Θα ξημερώσει η Κυριακή του 2050 που θα κάνουμε και τα δικά σου εισιτήρια.

Πέμπτη, Μαρτίου 05, 2009

Τhe Coen Genre

CIA Superior: What did we learn, Palmer?
CIA Officer: I don't know, sir.
CIA Superior: I don't fuckin' know either. I guess we learned not to do it again.
CIA Officer: Yes, sir.
CIA Superior: I'm fucked if I know what we did.
CIA Officer: Yes, sir, it's, uh, hard to say
~~~
Βλέποντας πέρσι το «Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους» μου είχε κάνει εντύπωση και είχα γράψει το εξής:
«Ένας από τους τρεις βασικούς πρωταγωνιστές της ταινίας εκτελείται. Είναι μια ταινία που δεν θα δούμε ούτε έναν ούτε δύο φόνους. Θα δούμε πολύ περισσότερους και σχεδόν όλοι τους είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε να αποτελούν σκηνές ανθολογίας.
Είναι επίσης μια ταινία που ο φόνος του πρωταγωνιστή αυτού είναι προφανώς εντελώς καθοριστικός στην πλοκή. Κι όμως ο φόνος αυτός, ο σημαντικότερος της ταινίας, διαδραματίζεται εκτός πλάνου. Δεν θα τον δούμε ποτέ».
~~~
Είδα προχθές το «Βurn Αfter Reading».
Έχουν πει ότι το σινεμά των Κοέν αποτελεί πια αυτόνομο κινηματογραφικό είδος (genre), φράση που νομίζω ότι είναι απόλυτα ακριβής. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κινηματογραφικού αυτού είδους είναι ότι η πλοκή είναι πάντα εξαιρετικά πλούσια, ο αριθμός των πρωταγωνιστών και των δευτεραγωνιστών μεγάλος, οι ιστορίες τους εξελίσσονται απροσδόκητα και μπλέκονται μεταξύ τους.
Στο «Burn After Reading» συμβαίνει το εξής απίστευτο, καθώς από τον καθοριστικό φόνο που δεν έδειξαν στην προηγούμενη ταινία τους τώρα περνάνε στο επόμενο βήμα: όλη η πλοκή που χτιζόταν, όλες οι ιστορίες που εξελίσσονταν και μπλέκονταν, καταλήγουν κάπου. Αυτό το κάπου οι Κοέν αποφασίζουν να μην μας το δείξουν. Το τί τελικά συνέβη το μαθαίνουμε μέσω αφήγησης ενός υπαλλήλου της CIA στον ανώτερό του. Όχι μόνο το ακούμε χωρίς να το δούμε, αλλά η κατάληξη του Κλούνεϊ και του Μάλκοβιτς, της Μακ Ντόρμαντ και του τέως ορθόδοξου ιερέα Ρίτσαρντ Τζένκινς, συνοψίζεται σε πέντε επιγραμματικές αράδες.
~~~
Ο Τζόελ Κοέν τέλειωσε την ευχαριστήρια ομιλία του στα περσινά όσκαρ λέγοντας «σας ευχαριστούμε που μας επιτρέπετε να συνεχίζουμε να παίζουμε στη δική μας γωνιά στην αμμοδόχο». Κι εκείνο που σχεδόν παγίως αποσιωπείται στους μεγάλους δημιουργούς είναι αυτό το στοιχείο του παιχνιδιού, η παιγνιώδης διάθεση με την οποία συχνά αντιμετωπίζουν και τη ζωή αλλά και την ίδια τους την τέχνη.
Η στιγμή που ο Τζόελ και ο Ίθαν αποφασίζουν να κατουρήσουν πάνω στην ίδια τους την ιστορία σαν να είναι χαλί του Dude, η στιγμή που αποφασίζουν την κορύφωση της πλοκής και το τέλος της ταινίας να τη διηγηθεί ένας τρίτος αδιάφορα και υπηρεσιακά, η στιγμή που αποφασίζουν συνεπώς να παραβιάσουν ένα ακόμη θεμελιώδη κανόνα όλων των υπόλοιπων κινηματογραφικών ειδών, η στιγμή που έρχεται στο μυαλό του ενός η ιδέα, την συζητά με τον άλλο και αφού αναρωτιούνται «τι μας εμποδίζει να το κάνουμε έτσι;» αποφασίζουν ότι τίποτα δεν τους εμποδίζει να το κάνουν έτσι, είναι στα μάτια μου η επιτομή της
ελευθερίας ως παιχνίδι
και της
δημιουργίας ως καύλα.

Τετάρτη, Μαρτίου 04, 2009

Για την φουκαριάρα την Κούνεβα

Στέλνουμε στην Κωνσταντίνα Κούνεβα τις καλύτερες ευχές μας και τον σεβασμό μας για την αξιοπρεπή στάση που έχει κρατήσει απέναντι στους τυμβωρύχους της πολιτικής που ήθελαν να την εξαργυρώσουν με μια θέση στα ευρωψηφοδέλτιά τους.
Γιατί άλλα τα μάτια των τυμβωρύχων της πολιτικής κι άλλα τα μάτια των τυμβωρύχων του αντάρτικου πόλης, αφού εμείς προφανώς είχαμε ζητήσει την έγκρισή της για την ενέργειά μας πριν επικαλεστούμε το όνομά της στην προκήρυξή μας.
Γιατί άλλωστε να συμφιλιωθούμε με τον συνδικαλισμό στην εργασία και να μην αρνηθούμε την ίδια την εργασία μια και καλή;
Σωστό κι αυτό.
Δεν είχαμε κανέναν ενδοιασμό να σαμποτάρουμε την διαδρομή όσων συμφιλιώνονται με την αποστειρωμένη μετακίνηση από και προς τις δουλειές τους, από και προς τα σπίτια τους, από και προς την διασκέδασή τους.
Αποστειρωμένη είναι βέβαια η μετακίνηση με τον ηλεκτρικό. Μη αποστειρωμένη και τίγκα στο μικρόβιο είναι η μετακίνηση με τα SUV.
Ίσως έτσι χαθεί το ψαρίσιο βλέμμα της απάθειας και της αδιαφορίας από τα πρόσωπά τους και αντικατασταθεί με ενεργητικά και ανήσυχα βλέμματα.
Fuck Yeah!
Gimme more - gimme more.
Για αυτό λοιπόν φέτος τις απόκριες αντί για τον καρνάβαλο κάψαμε δυο τραίνα. Την επόμενη φορά ίσως τα πετάξουμε και στην θάλασσα.
Ποίηση - επανάσταση - τα πάντα όλα.

Τρίτη, Μαρτίου 03, 2009

Απόψε. Εκτάκτως.

Απόψε.
Εκτάκτως.
Έχει εκπομπή
ο μοναδικός από τους «Εκατό Μεγάλους Έλληνες» του Σκάι,
που βγήκε ταυτόχρονα και ένας από τους «Άνδρες της Χρονιάς» στα βραβεία του περιοδικού «Status»,
όντας έτσι ο μοναδικός Έλλην που συνδυάζει το διαχρονικό με το επίκαιρο,
κερδίζοντας το στοίχημα τόσο της διάρκειας όσο και της στιγμής,
καθώς ούτε ο Θανάσης Τσαλταμπάσης κατόρθωσε να χωθεί στην εκατοντάδα
ούτε ο Πλάτων να βγει Φιλόσοφος της Χρονιάς.
Απόψε.
Εκτάκτως.
Ο νεοέλλην θα λυτρωθεί ξανά
βουτώντας στην λαζοπουλική χαρμολύπη,
καθώς κάθε Πρετεντέρης θα κάτσει στον πάγκο του,
κάθε γκόλντεν μπόι θα κατακεραυνωθεί,
κάθε περιστατικό αστυνομικής βίας θα στηλιτευθεί,
κάθε φτερού θα χαχανηθεί,
κάθε ανέκδοτο για τον Παλαιοκώστα θα ανακεφαλαιωθεί,
και στο φινάλε κάποιο από τα εκατό μεγάλα ελληνικά τραγούδια θα τραγουδηθεί.
Φτωχολογιά για σένα κάθε μου τσαντίρι.

Το ροζ σπίτι

Περπατώντας χθες πέτυχα έναν ηττημένο καναπέ,
ξεσκισμένο από τη χρήση και το χρόνο,
αλλά ίσως πρόκειται για θριαμβευτή καναπέ,
το ξέσκισμα του οποίου είναι ακριβώς
το αποτύπωμα της κυριαρχίας του
πάνω στη ζωή εκείνων που
στρογγυλοκάθισαν πάνω του
και ξέχασαν να σηκωθούν,
μέχρι που σηκώθηκαν και κατάλαβαν
ότι ο χρόνος δεν είχε ξεσκίσει μόνο τον καναπέ,
οπότε τρομοκρατημένοι τον πέταξαν
και πήγαν να πάρουν άλλον.
Όπως και να χει όμως,
ένας καναπές εκτός διαμερίσματος
είναι σαν ψάρι στη στεριά,
σαν τις κοντά διακόσιες φάλαινες,
που έχασαν λέει το δρόμο τους
και βγήκαν σε ένα νησί της Αυστραλίας
και πολλές από αυτές πέθαναν
και τις άλλες προσπαθούν οι κάτοικοι
να τις ξαναρίξουν στο νερό,
μπας και ξαναβρούν το δρόμο τους.
Και με όλα αυτά να σου αναλύσω δυο θεματάκια ακόμα:
1) Ακόμα και ζευγάρια που εξ ιδιοσυγκρασιακού ορισμού δεν θα κατάπινε ποτέ ο καναπές, τρακάριζαν που και που στους τοίχους.
Διαβάζω δηλαδή αυτό: «Δεν θα ξεχάσω τη μέρα που είχαν μόλις επιστρέψει στο σπίτι, που το είχαν αφήσει για επισκευές. Εκείνη έκλαιγε καθισμένη στο πλατύσκαλο, μπροστά στους εργάτες, ενώ εκείνος τριγύριζε εξοργισμένος. Μέχρι και διαζύγιο απειλήθηκε εκείνη τη στιγμή. Ποιος ήταν ο λόγος του καβγά τους; Οτι η Μελίνα είχε βάψει το σπίτι ροζ, δίχως να ρωτήσει τον Ντασσέν...». και αναρωτιέμαι αν ο κύριος λόγος του καυγά ήταν το ότι δεν τον ρώτησε και αποφάσισε μόνη της να το βάψει ή το χρώμα που το έβαψε.
Στην πρώτη περίπτωση θα είχαμε ένα καυγά με κύριο αντικείμενο τη σχέση τους, την ισορροπία της, την κατανομή των ρόλων της, το πώς αντιλαμβάνεται ο ένας την επιρροή του πάνω στον άλλο και πόσο υπολογίζει τη γνώμη του. Αλλά βρίσκω αρκετά μπανάλ έναν τέτοιο εξουσιαστικό καυγά.
Πολύ πιο ενδιαφέροντα βρίσκω τον καυγά της δεύτερης πιθανής αιτίας, τον αμιγώς αισθητικό καυγά: εκείνη ονειρεύεται και πραγματοποιεί ένα ροζ σπίτι - εκείνος συνειδητοποιώντας ότι αίφνης περιτριγυρίζεται από ροζ τοίχους και ότι το σπίτι του (το δικό του σπίτι) είναι ροζ, απελπίζεται.
2) Απελπισία φυσικά δεν χωράει στην περίπτωση της κυριακάτικης επανάληψης του ζευγαριού Τρύφωνα - Κλέιτον. Ο Τρύφων χτυπάει πάντα δυο φορές και στο οικοδόμημα του ελληνικού πρωταθλήματος δεν θα είχε πλέον κανένα νόημα ούτε εξουσιαστικός ούτε αισθητικός καυγάς: αυτοί είναι οι τοίχοι του - αυτή είναι η τύχη του.

Κυριακή, Μαρτίου 01, 2009

O νευρικός κλονισμός της βαρύτητας

Τελευταία μέρα των αποκριών σήμερα και θυμάμαι μια παιδική φωτογραφία μου που είχα ντυθεί Ρομπέν των Δασών. Ωστόσο, αν με ρωτούσες τότε τι είχα ντυθεί, δεν θα σου απαντούσα Ρομπέν των Δασών, αφού χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια ακόμη για να συνειδητοποιήσω ότι είχα παρακούσει και ότι ο κύριος με τα πράσινα κολάν λεγόταν Ρομπέν των Δασών και όχι Ρομπέρτον Δασόν. Αλλά αν ο Βασίλης Παλαιοκώστας δεν ήταν ο Έλλην Ρομπέρτον Δασόν και ήταν ο Έλλην Ζορό, τότε αναπόφευκτα το ελικόπτερο του σε κάθε καινούρια πτήση πάνω από τον Κορυδαλλό θα άφηνε στον αέρα και το σημάδι του. Και, ακόμη πιο αναπόφευκτα, ένα ελικόπτερο που κάνει Ζ δεν θα μπορούσε παρά να ονομάζεται Ζελικόπτερο.
Το Ζελικόπτερο όμως δεν είναι αποκύημα φαντασίας αλλά πραγματικότητας, μιας πραγματικότητας σχεδόν φανταστικής βέβαια, αφού η χωρητικότητά του είναι πρωτοφανής, καθώς εδώ και χρόνια έχουν επιβιβαστεί επάνω του «χιλιάδες φίλοι» και πετούν όχι στα σύννεφα αλλά από τίτλο σε τίτλο, κινούμενα από μια δύναμη που φαίνεται να μην έχει σταματημό.
Ωστόσο φυσικά και θα έχει κάποτε σταματημό, φυσικά και υπάρχουν όρια στη δύναμη που κινεί το Ζελικόπτερο. Αντίθετα, υπάρχουν δυο δυνάμεις που δεν έχουν όρια, δυο δυνάμεις που φαίνεται να μην μπορεί να τους αντισταθεί τίποτα. Αναφέρομαι φυσικά στη δύναμη που τραβά τον Παλαιοκώστα πάνω από το έδαφος όταν βρίσκεται στην περιοχή του Κορυδαλλού και στη δύναμη που ρίχνει στο έδαφος το Ντιόγο όταν βρίσκεται στην μικρή περιοχή των αντιπάλων. Φαντάσου να συγκεντρώσεις αυτές τις δυο αντίθετης φοράς υπερδυνάμεις στον ίδιο χώρο. Να πάει, ας πούμε, ομάδα επιλέκτων της Σούπερ Λίγκα να παίξει παιχνίδι φιλανθρωπικού σκοπού εναντίον των φυλακισμένων στις φυλακές του Κορυδαλλού, να έχει ξαναφυλακιστεί ο Παλαιοκώστας και να παίζει μαν του μαν τον Ντιόγο στην μικρή περιοχή.
Οι επίλεκτοι κερδίζουν κόρνερ. Παλαιοκώστας και Ντιόγο αλληλοαγκαλιάζονται, ενώ από πάνω ακούγονται οι γνωστοί έλικες. Μια υπερδύναμη που σε τραβά πάνω από τη γη και μια υπερδύναμη που σε τραβά κάτω στη γη συγκρούονται. Ποιά θα αποδειχθεί ισχυρότερη; Ακούγεται το τζιγκλ της ζώνης του Λυκόφωτος.
Η βαρύτητα παθαίνει νευρικό κλονισμό, με αποτέλεσμα: α) να πέσει στο έδαφος το ελικόπτερο και β) Ντιόγο και Παλαιοκώστας να αρχίζουν να ίπτανται αγκαλιά. Ο Ντιόγο τα έχει χαμένα και αφήνει τον μακράν πιο έμπειρο στον ενάεριο χώρο μαντουμανδόρο του να τον οδηγήσει όπου νομίζει. Πετούν για ώρες μέχρι που η ατμόσφαιρα αρχίζει να γκριζάρει. «Τι είναι εδώ;», ρωτά θορυβημένος ο Ντιόγο. «Πλησιάζουμε στα Ίμια», του εξηγεί ο Παλαιοκώστας. «Είναι γκρίζα ζώνη, πιο γκρίζα κι από αυτήν που έπαιξε στο τέλος του τελικού ο Γιαννάκης, ο κολλητός φίλος του Ρομπέρτον Δασόν».
Φτάνοντας στο πανέμορφο νησί των Ιμίων το ζευγάρι προσγειώνεται. «Εδώ είμαι απολύτως ασφαλής», λέει ο Παλαιοκώστας. «Δεν θα τολμήσει να με πειράξει κανείς. Δεν θα κάνουν και πόλεμο για πάρτη μου». «Κι εγώ; Με έχεις απαγάγει;», τον ρωτάει ο Ντιόγο. «Όχι. Είσαι ελεύθερος να φύγεις». «Πώς να φύγω;» «Μπροστά σου είναι θάλασσα. Κάνε αυτό που αγαπάς: βούτα».
Ο Ντιόγο βουτά. Μετά από ατελείωτο κολύμπι αποβιβάζεται στο Φάληρο. Ο Κώστας Σημίτης ευχαριστεί τους Αμερικανούς που δεν έγινε πόλεμος κι ο Κώστας Καραμανλής ευχαριστεί τους Καστοριανούς που έβγαλαν παλικάρι σαν τον Διαμαντίδη. Ο Ντιόγο μπαίνει στα αποδυτήρια του Καραϊσκάκη. Είναι μέρα και ώρα αγώνα. «Κόουτς, πρώτα πέταξα πάνω από την μισή Ελλάδα και μετά κολύμπησα καπάκι κι όλο το Αιγαίο. Είμαι κάπως κουρασμένος». Ο Βαλβέρδε κοιτά απέναντί του και βλέπει τους ξεκούραστους Μήτρογλου και Ντάρμπισάιρ. «Καλά, θα σε βάλω και παίξε όσο αντέξεις. Κάνε ένα μπάνιο πρώτα να φύγουν τα αλάτια».
Ο Ντιόγο παίρνει το σαμπουάν και θυμάται την Κέιτ Γουίνσλετ, που είπε ότι μικρή σήκωνε το σαμπουάν σαν να είναι όσκαρ. Ονειρεύεται ότι πήρε το όσκαρ κι αυτός για το «Σλαμντιόγ Μιλιονέρ»: νεαρός από τις φαβέλες θέλει να γίνει και γίνεται εκατομμυριούχος, με αμέσως επόμενο στόχο να συμπληρώσει το ένα εκατομμύριο βουτιές και να του απονεμηθεί το ειδικό βραβείο «Γιώργος Καραγκούνης».
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)