Δευτέρα, Δεκεμβρίου 31, 2012

Αγάπη, ρε μουνιά

 
Ενας «Οίκος Προσευχής και Μαθητείας» για χριστιανούς, μουσουλμάνους και εβραίους κατασκευάζεται στην πλατεία Petriplatz (πλατεία του Αγίου Πέτρου) του Βερολίνου. ...Είναι ένας έρημος τόπος που όμως θα μπορούσε να μεταμορφωθεί χάρη στον οίκο προσευχής και μαθητείας, ο οποίος θα φιλοξενεί υπό την ίδια στέγη εκκλησία, συναγωγή και τζαμί ... Εχουν σχεδιαστεί τρεις διαφορετικοί χώροι προσευχής - ένας για χριστιανούς, ένας για μουσουλμάνους και ένας για εβραίους - οι οποίοι θα ενώνονται με διάδρομο, όπου θα μπορούν να διοργανώνονται κοινές τελετές και εκδηλώσεις.Ο ναός δεν θα έχει θρησκευτικά σύμβολα στο εσωτερικό του, ενώ σε μία από τις αίθουσες θα μπορούν να προσεύχονται μαζί πιστοί από διαφορετικές θρησκείες.
Είχαμε στο Λύκειο αυτόν τον θρησκευτικό, τον σύμφωνα με όλα τα κλισέ των φωτισμένων ορθοδόξων φωτισμένο, και το γούσταρα το φως του, το εισέπραττα το φως του, έχω περάσει και μερικές -ελάχιστες αλλά ίσως και για αυτό ξεχωριστές- στιγμές στην εκκλησία που έψελνε, όπου η θρησκεία είχε ένα αληθινό νόημα, όπου σε κάτι τροπάρια Μεγάλης Τρίτης μπορούσε για πρώτη φορά μέσα σου η σχέση με τον Θεό να μετατραπεί από σχέση προσωπικής ενοχικής συνομιλίας σε σχέση συλλογικής πνευματικότητας, όπου δηλαδή δεν ήσουν εσύ και ο Θεός που σε κρίνει, αλλά πολλοί μαζί ως ένα σώμα που απευθύνεται στο θείο ως κάτι άυλο αλλά ταυτόχρονα και απτό.
Κι όταν τον είχα ρωτήσει σε ένα διάλειμμα, καλά, κάποιος που γεννήθηκε σε άλλο μέρος δηλαδή και είναι σχεδόν απίθανο λόγω των συνθηκών να γίνει Χριστιανός και δη Ορθόδοξος, αυτός τι, αυτός δεν σώνεται τόσο εύκολα όσο εμείς, αυτός δεν την παλεύει αν δεν βαφτιστεί κλπ, 
και περίμενα να μου απαντήσει, μα φυσικά, σημασία έχει να έχεις καθαρή την καρδούλα σου and all that jazz, εκείνος αντίθετα ψιλοστράβωσε, ψιλοϋπεξέφυγε, εκείνος αντίθετα δεν μου απάντησε αυτό που περίμενα να μου απαντήσει. 
Ας πρόσεχε λοιπόν όποιος δεν έτυχε να γεννηθεί σε ελλαδορωσίες και λοιπούς κατιμάδες και να ενστερνιστεί το σωστό δόγμα, ας πρόσεχαν όμως και τα δόγματα και οι φωτισμένοι τους εκπρόσωποι κι όλες αυτές οι μαλακίες που αραδιάζουν για να μείνουν συνεπείς σε ό,τι μπορούσε να έχει πέραση σε πολύ παλιότερους αιώνες.  
Στο Βερολίνο λοιπόν, στην καρδιά του ναζισμού και του μερκελισμού, στην καρδιά της νέας γερμανικής Ευρώπης, η παγκοσμιοποίηση χτυπάει με ένα ακόμη χυδαιότερο τρόπο προσπαθώντας να εξευτελίσει τις θρησκείες, προσπαθώντας να ενώσει τρεις ναούς σε ένα, πάνε να κάνουν σούπερ μάρκετ και τη θρησκεία, πάνε να αλώσουν τα άγια των αγίων, πάνε να μας στερήσουν την ιδιοσυστασία μας, αφού έχουμε παντού τις ίδιες αλυσίδες πολυεθνικών να γκρεμίσουμε και τους ναούς μας και να έχουμε παντού κοινούς ναούς για τα παγκοσμιοποιημένα πρόβατα, πρώτα πέρασαν τα τρία εξάρια στα μπαρ κόουντ, μετά άφηναν τα μπαρ ανοιχτά ως το πρωί να τυφλώνουν με μπόμπες τα παιδιά μας, τα παιδιά μας τυφλώθηκαν, με αποτέλεσμα μεγαλώνοντας να καταναλώνουν περισσότερα από ό,τι παρήγαγαν, να το ρίξουν στις φούσκες των δανείων, στα εορτοδάνεια και τις πιστωτικές, η οικονομία κατέρρευσε, η χώρα καταρρέει, βάζουν επίτροπους στις τράπεζες μας, ιμάμηδες κι οβριούς στις εκκλησιές μας. Να σε ρωτήσω κάτι, γιαγιά; Τώρα στο Χυτήριο βγήκες να διαμαρτυρηθείς για την παράσταση. Όταν σου έκοβαν τη σύνταξη βγήκες; Δεν παίρνω σύνταξη παιδί μου, έχω να την πάρω μήνες, αρνούμαι να την πάρω από τότε που την δίνουν με την κάρτα που έχει το χάραγμα του αντίχριστου.
Κι αν τραγουδάει ο τραγόπαπας το Bella Ciao στην εκκλησία, γιατί να μην τραγουδήσει κι ο Παναγιώταρος ένα δικό του; Αν δεν τα καταδικάσουμε αυτά από την αρχή από οπουδήποτε κι αν προέρχονται, θα τα βρούμε εμπρός μας σαν την βία.
Κι αν κάτι στα αλήθεια θέλω να πω, είναι πως δεν πάνε να με κατηγορούν στα σχόλια του προηγούμενου ποστ, υπάρχει φαίνεται μια περίεργη αντίληψη που ορίζει πως όταν συμβαίνει μια κτηνωδία δεν χάλασε κι ο κόσμος αν αντί να μιλήσουμε για την κτηνωδία μιλάμε για ράτσες και φυλές ανθρώπων, πως όταν συμβαίνει μια κτηνωδία είναι νορμάλ να γίνεσαι κι εσύ κτήνος και να περνιέσαι για καλύτερος και διαφορετικός, πως όταν συμβαίνει μια κτηνωδία είναι νορμάλ να εξοργίζεσαι περισσότερο επειδή ο βιαστής είναι σκούρος και κοντός και αηδίας ενώ εσύ είσαι κάτι άλλο, πως όταν συμβαίνει μια κτηνωδία από μετανάστη η ατζέντα μπορεί να γίνεται αυτομάτως ο μετανάστης, ενώ όταν συμβαίνει μια κτηνωδία από Έλληνα η ατζέντα δεν μπορεί να είναι ο Έλληνας. Ε, λάθος. Όταν γίνεται μια κτηνωδία το θέμα είναι η κτηνωδία. Αφού λοιπόν στην μία περίπτωση παύει να είναι η κτηνωδία το θέμα και γίνεται ο ρατσισμός, θεωρώ πως, αν κάτι έχω να πω εκείνη την ώρα, είναι όχι αν και πόσο φρίττω με το έγκλημα, αλλά πόσο βαθιά χυδαίο είναι να μην περιορίζουμε τη φρίκη στη φρίκη, αλλά να χρησιμοποιούμε τη φρίκη ως άλλοθι για να ξεράσουμε ρατσισμό. Κι όποιος συμψηφίζει το ρατσιστικό με το αντιρατσιστικό επιχείρημα, όποιος λέει πως είμαι ίδιος με τους χρυσαυγίτες -αν και στο ποστ για νοικοκυραίους μίλησα- ας ανήκει σε αυτούς που ανήκει, στο εκτός των άκρων δημοκρατικό κέντρο που το προστατεύουν τα ΜΑΤ και το καθοδηγούν τα ΜΜΕ των πέντε καναλαρχών.
Και αν κάτι στα αλήθεια θέλω να πω, είναι πως στο μυαλό μου όλα είναι ώρες ώρες ένας γλυκός πολτός, πως το Bella Ciao στην εκκλησία μου θυμίζει τραγούδι σε ποδοσφαιρική εξέδρα, πως οι άνθρωποι που τραγουδούν μαζί, από τα τροπάρια της Κασσιανής ως το Bella Ciao και τo «δώσε μου λίγο για να πιω, και να φωνάξω στον Θεό», έρχονται όσο πιο κοντά γίνεται στην μέθεξη. 
Κι αν κάτι στα αλήθεια θέλω να πω, είναι πως για κάποιον ανεξήγητο λόγο φαίνεται πως δεν γίνεται, αλλά ωραία θα ήταν να γινόταν και να μπορούσαμε να τραγουδάμε όλοι μαζί.
Και να τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας, έστω και μια φορά.
Και να αγαπιόμασταν. Όλοι. Ή έστω οι περισσότεροι.
Και να μην μας είχαν γαμήσει τα τελευταία χρόνια. 
Και να μην έτρεμε ο κόσμος τον χρόνο που θα μπει.
Και να μην είμαστε άρρωστοι, να μην μισούσαμε τον βιαστή επειδή είναι κοντός και σκούρος.
Να τον μισούσαμε μόνο επειδή είναι βιαστής. Να μισούσαμε την πράξη και το κακό που έκανε, ενδεχομένως ούτε καν τον ίδιο.
Δεν γίνεται να τραγουδάμε όλοι οι άνθρωποι μαζί. Αλλά μια θρησκεία που θα βασιζόταν στο κοινό των ανθρώπων τραγούδι, θα ήταν μια θρησκεία την οποία θα έβρισκα πειστικότερη, γιατί θα μπορούσε να γίνει αυτόματα μέλος της ο οποιοσδήποτε είχε γεννηθεί οπουδήποτε.
Δεν γίνεται να αγαπιόμαστε όλοι. Το να τους αγαπάς όλους πονάει μέρος των όλων, ίσως και όλους.
Κι ο παπάς στο τέλος λέει νομίζω «Αmate».
Αmate, ρε μουνιά. Αγαπήστε. Αμαρτία να ζεις και να πεθαίνεις αναγάπητος και μη αγαπώντας.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 28, 2012

Με αφορμή

Με αφορμή το φρικιαστικό έγκλημα της Ξάνθης θέλω να εκφράσω την αμέριστη και υπερβαθύτατη αηδία μου για τον κάθε ένα καθώς πρέπει Έλληνα νοικοκυραίο και την κάθε μία καθώς πρέπει Ελληνίδα νοικοκυραία, που το καλοκαίρι στην Πάρο είδαν κάτι περισσότερο και κάτι διαφορετικό από ένα ακόμα φρικιαστικό έγκλημα, που το καλοκαίρι στην Πάρο βρήκαν την ευκαιρία να βγάλουν προς τα έξω ό,τι ρατσιστικό σκατό κρύβει η ψυχούλα τους.
Με αφορμή την περίπτωση Παπακωνσταντίνου, θέλω -και δεν το λέω ειρωνικά- να του αναγνωρίσω το τεκμήριο της αθωότητας. Λέω όμως επίσης πως, αν είναι ένοχος, η όλη υπόθεση αποκτά μια διάσταση η ιστορική και σημειολογική σοβαρότητα της οποίας υπερβαίνει κατά πολύ το νομικό της πλαίσιο, αποκτά μια διάσταση που το υφιστάμενο ποινικό δίκαιο μοιάζει εντελώς ανεπαρκές για να καλύψει.

Ο Καμίνης στη Σταδίου


Δεν υπάρχει ομορφιά χωρίς εξιδανίκευση, ακριβώς όπως δεν υπάρχει και ομορφιά που να μην εξασφαλίζεται με αντίτιμο μια κάποια ασχήμια.
Σε αντίθεση με τους ορισμούς οι αφορισμοί λογοδοτούν μονάχα στο εφέ τους.
Ό,τι δεν μου περισσεύει σε δάκρυα, μου περισσεύει σε λέξεις.
Ό,τι μου περισσεύει σε χαρά, το ίδιο.
Ή θα ζεις ναρκωμένος ή παντού γύρω σου θα καιροφυλακτούν οι νάρκες.
Εξιδανικεύουμε πάντα αυτό που δεν είμαστε.
Αυτό που είμαστε μας είναι συνήθως φρικτά δεδομένο.
Το παν είναι να έχεις τουπέ.
Υπάρχει και το τουπέ του να μην έχεις τουπέ.
Ένα από τα μεγαλύτερα μυστικά της ζωής είναι πως το να δρας τυραννικά τις περισσότερες φορές αποδίδει. 
Φαντάσου το «Αποκάλυψη Τώρα» με τον Γιόακιν Φίνιξ αντί του Μάρτιν Σιν.
Μην προσπαθείς να πείσεις το παιδί σου να πάρει το μικρό αντί για το μεγάλο κουτί πουράκια, γιατί τότε θα σφιχταγκαλιάσει και τα δύο.
Ο Δεκέμβρης ήταν πάντα ο αγαπημένος μου μήνας.
Το να ζεις με δανεικό χρόνο έχει ημερομηνία λήξης - το να ζεις δανεική ζωή ίσως κι όχι.
Ο καπιταλισμός είναι μόνο η οικονομική πτυχή της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Καίει ο κόσμος τα adsl του για να ζεσταθεί.
Το νέφος απ' τις καμμένες συνδέσεις σκεπάζει την ατμόσφαιρα.
Τώρα που μείναμε ξανά μόνοι στα ίντερνετς δεν έχει και νόημα να κλαίμε άλλο για την κρίση.
Έχουμε επιστρέψει καιρό λοιπόν τώρα σε ένα περιβάλλον αστικού αυνανισμού.
Η δόση ελήφθη, η πατρίδα άντεξε, το νερό μπήκε στο αυλάκι, το κλίμα άλλαξε.
Μια δυσκολία ήταν και πέρασε. Αυτό.
Ουρλιάξαμε λιγάκι παραπάνω. Συγγνώμη, κάναμε λάθος.
Δεν είναι η πρώτη φορά.
Μόνο καλά πράγματα έρχονται την επόμενη χρονιά.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 26, 2012

Δέκα και δύο για το Δώδεκα

Mετά την κοσμοϊστορική επιτυχία που γνώρισαν οι σειρές Δέκα για το Δέκα και Δέκα και μία για το Έντεκα, επανέρχομαι φέτος με Δέκα και Δύο για το Δώδεκα, παρουσιάζοντας δηλαδή σε αντίστροφη μέτρηση τις δέκα και δύο ταινίες που είδα και ξεχώρισα μέσα στο ημερολογιακό έτος 2012.
Ας ξεκινήσω από τις δύο ταινίες που είδα σε φεστιβάλ και μου γεννούν την επιθυμία να σημειώσω κάτι για αυτές. Είναι και οι δύο ντοκιμαντέρ:
- Από το Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου το «Όλοι στο Λαρζάκ» του Κριστιάν Ρουό. Δείχνει την πάλη των Γάλλων αγροτών στην περιοχή του Λαρζάκ που κράτησε από το 1971 ως και το 1981. Ο στρατός ήθελε να επεκτείνει τις προϋπάρχουσες στην περιοχή εγκαταστάσεις του απαλλοτριώνοντας τα κτήματά τους. Η άρνηση εκατόν τριών οικογενειών μετατράπηκε σε εθνική υπόθεση. Ο πολιτικός αγώνας όχι ως σπριντ αλλά ως μαραθώνιος. Η αλλαγή της συνείδησης των ίδιων των αγροτών, ο τρόπος που άλλαξε ο τρόπος σκέψης τους, ο τρόπος που άλλαξε συνολικά η ζωή τους. Μια ουσιαστικότατη και υποδειγματικά πολιτική ταινία.
- Από τις Νύχτες Πρεμιέρας το «Αnaparastasis: H Ζωή και το Έργο του Γιάννη Χρήστου» του Κωστή Ζουλιάτη. Ο σκηνοθέτης (που οφείλω να διευκρινίσω πως είναι φίλος μου) φτιάχνει ένα έργο - κιβωτό του στίγματος ενός ιδιοφυή συνθέτη, προσφέροντας μας μια ταινία η επιδραστικότητα της οποίας είναι αντιστρόφως ανάλογη των μέσων που είχε στη διάθεσή του συναρμολογώντας την επί χρόνια, καθώς υπάρχουν στιγμές στο ντοκιμαντέρ που η μουσική του Γιάννη Xρήστου ηχεί στα αυτιά σου με τρόπο που ευθέως σε κλονίζει και σε κάνει να νιώθεις ότι έρχεσαι σε επαφή με κάτι βαθύτατα δυνατό.
 Και τώρα το τοπ τεν που όλοι περιμέναμε:
10) «Άθικτοι» των Ερίκ Τολεντανό και Ολιβιέ Νακάς: ακόμα κι αν ξεκινάς να τη βλέπεις δύσπιστος για το μήνυμά της, διαπερνάει με άνεση όλες τις άμυνες σου. «Όλες οι διαφορές τάξεων και φυλών σβήνουν πανεύκολα σε μια φιλία»; Ή ακόμα χειρότερα «Τι κι αν είσαι ανάπηρος, δεν τρέχει μία, δες τη φωτεινή πλευρά της ζωής; Όχι, δεν είναι αυτό η ταινία, δεν είναι αυτό που την έκανε τεράστια εμπορική επιτυχία και πολιτιστικό φαινόμενο στην πατρίδα της. Η ταινία είναι η στιγμή που ο (ολοζώντανος, μαύρος, νέος, μετανάστης) Ομάρ Σι ξυρίζει τον (τετραπληγικό, λευκό, μεσήλικα, αριστοκράτη) Φρανσουά Κλιζέ και μολονότι εκείνος τον παρακαλεί να του κόψει τον λαιμό, δεν τον αντιμετωπίζει με οίκτο, αλλά με στάση αναιδή. Λίγο μετά τον ξυρίζει σαν τον Νταλί και τον Χίτλερ. Η σκηνή συνοψίχει το ήθος και το ύφος των «Άθικτων»: μακριά από βερμπαλισμούς για την αξία της ζωής, κοντά στην θέρμη της ζωής. 
9) «Mεσοτοιχίες» του Γκουστάβο Ταρέτο: μολονότι η ταινία είναι βασικά ένα εμπνευσμένο «αγόρι συναντά κορίτσι» είναι ταυτόχρονα και πολλά άλλα πράγματα. Όπως κυρίως ένα γράμμα κριτικής αγάπης στο απείθαρχο αρχιτεκτονικά Μπουένος Άιρες και την αταξία με την οποία χτίστηκε, από την οποία όμως παράγεται και μια παράδοξη ομορφιά. Άνθρωποι που για να ξεφύγουν από τα διαμερίσματα κλουβιά τους, ανοίγουν παρατύπως τρύπες - παράθυρα στις μεσοτοιχίες. Μια πόλη που αναπνέει έξω από τα πολεοδομικώς προβλεπόμενα. Μια ανάσα που έρχεται σε αντιδιαστολή με την ασφυξία την οποία προξενεί μια άλλη σκηνή, που μας δείχνει ένα αγοράκι να κάνει ποδήλατο σε ένα μπαλκόνι τόσο μικρό και τόσο στενό, ώστε έχει χώρο για να κάνει μόνο δυο πεταλιές μπροστά και δύο πίσω, δυο πεταλιές μπροστά και δυο πίσω. Είναι μια ρομαντική κομεντί που οι ήρωές της δεν κατοικούν στις σελίδες ενός σεναρίου, αλλά σε μια αληθινή πόλη, η οποία δεν λειτουργεί ως καρτ ποστάλ, αλλά ως τόπος που τους συγκαθορίζει. 
8) «Skyfall» του Σαμ Μέντες: Τη βάζω στη δεκάδα, μολονότι δεν υπήρξα ποτέ φαν του Μποντ, όχι μόνο επειδή μου άρεσε πολύ όταν την είδα, αλλά κι επειδή η επίγευση της γοητείας της δεν λέει να φύγει. Δεν έχει νόημα να πεις πολλά για αυτήν. Στο κάτω κάτω είναι μια ακόμα ταινία του Τζέιμς Μποντ· αλλά ταυτόχρονα και ενός σημαντικού σκηνοθέτη, του Σαμ Μέντες, που φτιάχνει μια εικαστικά συναρπαστική ταινία, γεμάτη υπέροχα κάδρα και με μια ροή σχεδόν ανεπίληπτη. Ένα λίαν ευπρόσδεκτο λουτρό ύφους για έναν παλαιομοδίτη ήρωα μιας παλαιομοδίτικης χώρας. Μιας χώρας που αναδεικνύει χωρίς ενοχές το πολιτισμικό κεφάλαιο της ποπ κουλτούρας της ως το γερό χαρτί της, όπως έκανε ο Ντάνι Μπόιλ στις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών, όπως κάνει και στο «Skyfall» ο Μέντες. 
7) «Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο» του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν: Μια εντελώς καίρια πολιτικά ταινία. Μασσαλία. Ναυπηγεία. Πρέπει να απολυθούν κάποιοι για να σωθούν οι θέσεις των υπολοίπων. Μολονότι η διαδικασία γίνεται με κλήρωση, μολονότι στην κλήρωση μπαίνει οικειοθελώς κι ένας πενηντάρης συνδικαλιστής, μολονότι κληρώνεται, ένας νέος απολυμένος θα στραφεί με διάφορους τρόπους εναντίον του. Ένας από αυτούς λεκτικός: Εσύ, του λέει, έχεις ούτως ή άλλως να λαμβάνεις την αποζημίωσή σου και τη συνταξάρα σου. Εσύ έχεις ήδη κερδίσει. Έχει ήδη κερδίσει γιατί πρόλαβε και δούλεψε σε χρόνια διαφορετικά από τα δικά του. Ο μέσος εργαζόμενος περνά από το στάδιο που μπορούσε να ζήσει με αξιοπρέπεια στο στάδιο που δεν μπορεί. Και ο πρώτος εχθρός που βλέπει εμπρός του είναι όσοι ανήκουν στην ίδια τάξη με αυτόν αλλά σε προηγούμενη γενιά. Η αδικία από γενιά σε γενιά, η ανισότητα των βαρών ανάμεσα στην ίδια τάξη. Ο πενηντάρης αναρωτιέται με τη γυναίκα του αν στήριξαν την ευτυχία τους σε βάρος άλλος ανθρώπων, Μέχρι τώρα ήξερες πως αν εργάζεσαι τίμια και παίρνεις το μισθό σου, δεν απέκτησες τίποτα εις βάρος κανενός. Τώρα αρχίζει να διαχέεται το ιδεολόγημα, πως φυσικά και απέκτησες ό,τι απέκτησες εις βάρος κάποιων, το απέκτησες εις βάρος των νεότερων γενιών, καθώς η οικονομία κατέρρευσε επειδή είχες δυσβάσταχτα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα. Το πολιτικό σκέλος μπορεί να είναι βασικό, αλλά δεν είναι το μόνο: η ταινία διηγείται μια πολυσύνθετη ιστορία και αξίζει από κάθε πλευρά να τη δει κανείς. 
6) «Το Μικρό Σπίτι στο Δάσος» του Ντρου Γκόνταρντ: Η ταινία που με βάση τις προσδοκίες, με εξέπληξε περισσότερο ευχάριστα απ' όλες. Πέντε αρχετυπικοί για ταινίες τρόμου φοιτητές κολλεγίου πάνε για σαββατοκύριακο σε μια επίσης αρχετυπική ερημική καλύβα στα βουνά. «Νομίζετε ότι την ξέρετε αυτήν την ιστορία», όπως λέει κι η αφίσα. Ένα μεταμοντέρνο σινεφίλ πανηγύρι. Οι ταινίες τρόμου ξυπνάνε και δολοφονούν τους δημιουργούς τους. Βγαίνουν από το σκηνικό τους, βγαίνουν από τις καλύβες τους στα δάση, βγαίνει η κάθε μια από το κουτάκι που είναι αρχειοθετημένη στην μεγάλη ταινιοθήκη του τρόμου, ο κάθε εφιάλτης βγαίνει από το κλουβί του και μεταφέρονται στα στούντιο από όπου μέχρι πριν από λίγο τους μανιπουλάριζαν. Υπάρχουν σκηνές όχι απλά ανθολογίας αλλά αληθινής κινηματογραφικής γιορτής. Απολαυστικότατο σινεμα, ακόμα κι αν όλο αυτό είναι απλά ένα καλαμπούρι. Μια ερμηνεία για το ότι μπορεί και να είναι κάτι περισσότερο από καλαμπούρι, μπορείς να δεις αν πατήσεις το λινκ του τίτλου. 
5) «The Master» του Πολ Τόμας Άντερσον: Ένας μεγάλος σκηνοθέτης, δυο ηθοποιοί μεγάλου βεληνεκούς -ο Γιόακιν Φίνιξ με στρεβλωμένο πρόσωπο και κυρτωμένο σώμα καταφέρνει και κλέβει την παράσταση ακόμα κι από τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν- ένα ιδιαίτερα ιντριγκαδόρικο θέμα, εικόνες μεγάλης κινηματογραφικής δύναμης. Ένα ρετάλι του Β' παγκοσμίου πολέμου, ένας άντρας που αδυνατεί να επανενταχθεί κανονικά στην κοινωνία, πέφτει πάνω σε έναν άντρα τόσο χαρισματικό που έχει φτιάξει τη δική του πνευματιστική σέκτα, η οποία εξαπλώνεται. Ένας άντρας που ανοίγει δικούς του δρόμους στη ζωή ως οδηγός -έστω και ως κομπογιαννίτης οδηγός- κι ένας άντρας που τριγυρνάει χαμένος. Οι δρόμοι τους θα ενωθούν. Για να είναι το «The Master» μόνο στο νούμερο πέντε, κάτι δεν λειτούργησε ιδανικά. Από την άλλη, ακόμα κι έτσι, πιο κάτω από το νούμερο πέντε δεν γίνεται να βάλεις ένα τόσο σαγηνευτικό έργο, που σίγουρα θα θελήσεις να το δεις και ξαναδείς μελλοντικά. 
4) «Γράψε Λάθος» του Γιόζεφ Σένταρ: ισραηλινή ταινία που προβλήθηκε το καλοκαίρι και πέρασε δυστυχώς μάλλον απαρατήρητη. Οι καθηγητές (μελετητές του Ταλμούδ) Ελιέζερ και Ουριέλ Σκόλνικ. Ο γιος λίγο πάνω απ' τα 40, ο πατέρας λίγο κάτω απ' τα 70. Ο πατέρας μολονότι δεν είναι αμελητέα ποσότητα επιστημονικά, απέχει παρασάγγας από την επιτυχία του γιου του. Μπορεί να συγκριθεί με τίποτα αυτού του είδους η καταξίωση, η καταξίωση στα μάτια των πολλών; Ναι, με την καταξίωση στα μάτια του ενός, με την πατρική καταξίωση. Συνήθως ξεκινάμε τη ζωή μας καταξιωμένοι στα μάτια των γονιών μας και στην πορεία ψάχνουμε να τη βρούμε και στα μάτια των πολλών. Εδώ ο γιος είναι καταξιωμένος από τους πολλούς, αλλά όχι από τον πατέρα του. Στην πορεία της ταινίας όταν ο γιος θα χρειαστεί να κοιτάξει λίγο πέρα από τον μύθο του πατέρα του και να προσπαθήσει να εξηγήσει με λεπτομέρειες γιατί ο πατέρας του είναι ένας ξεχωριστός επιστήμονας, θα διαπιστώσει πως ο μύθος του είχε θολώσει την κρίση. Σε παράλληλο μοντάζ παρακολουθούμε τον μεν πατέρα να κατεδαφίζει τα όσα ο γιος του έχει πετύχει και τον γιο να προσπαθεί να βγάλει από την μύγα ξύγκι για να αναδείξει το ιδιαίτερο στο έργο του πατέρα του. Μια πραγματικά εξαιρετική ταινία, που πατά σε ένα σενάριο γεμάτο αποχρώσεις και χυμούς. 
3) «Σώμα με Σώμα» του Ζακ Οντιάρ: ο Ματίας Σένερτς και η Μαριόν Κοτιγιάρ. Ένας άντρας που ζει μέσα στο σώμα του, που ζει για το σώμα του, που είναι βασικά σώμα, και μια γυναίκα που το σώμα της το είχε θέσει ποικιλοτρόπως στην υπηρεσία του θεάματος, μέχρι που το θέαμα μετά την προειδοποιητική βολή της το ακρωτηριάζει. Μια μελοδραματική πρώτη ύλη, τραγικά ατυχήματα, ένα μικρό αγόρι που στερείται τη φροντίδα των γονιών του, γροθιές στα παγάκια και γροθιές στον πάγο, ένα παράξενο ζευγάρι σε μια παράξενη σχέση. Ε και; Ε και η ταινία απογειώνεται σκηνοθετικά από τον Ζακ Οντιάρ. Το αληθινό σινεμά αρχίζει εκεί που δεν μπορούν να συνεχίσουν να περιγράφουν οι λέξεις. Μπορείς να πεις την ιστορία, μπορείς να δώσεις μια ερμηνευτική εκδοχή για νοήματα, μπορείς να μιλήσεις ακόμη και για συναισθήματα που σου γεννιούνται, αλλά η ταινία ως ταινία είναι αυτό το συγκεκριμένο σώμα εικόνων, που είναι κινηματογραφημένες, φωτισμένες, μονταρισμένες και μουσικά επενδυμένες έτσι και όχι αλλιώς. Αυτό το ολότελα μυστηριώδες και ακαταμάχητα γοητευτικό πράγμα που λέγεται σκηνοθετική ματιά. Αυτή η ματιά που κάνει το «Σώμα με Σώμα» μια ταινία που ήδη αγαπάς. 
2) «Shame» του Στιβ Μακ Κουίν: Ο Μπράντον θα μπορούσε να είναι σεξομανής, αλλά να τη βρίσκει. Το πρόβλημα δεν είναι στην ποσότητα ή στο είδος, αλλά στην έλλειψη χαράς. Το «Shame» μιλά για την παθολογία του σεξ, για την εκτροπή του από παράγοντα έκστασης σε κάτι άρρωστο. Μας προσφέρει έναν ήρωα για τον οποίο το σεξ είναι μια εμμονή που δεν του προσφέρει ανακούφιση αλλά μάλλον πόνο, ένα ήρωα για τον οποίο το σεξ είναι μια νοσηρή επιστροφή σε μια πιθανολογούμενη παλιά πληγή του. Ένα σεξουαλικό όργιο του Μπράντον που με όρους πορνογραφίας είναι μια σκηνή θριάμβου και με όρους αντρικής μυθολογίας μια σκηνή ζηλευτή, σκηνοθετείται ως ένα θέατρο απόγνωσης, όπου πηδάς με μανιασμένη απελπισία γιατί έχεις φτάσει σε οριακό σημείο και ο μόνος τρόπος για να μην σκεφτείς αυτά που δεν θέλεις, είναι καταπλακώνοντάς τα με περισσότερο, αγριότερο κι όσο πιο μηχανικό γίνεται σεξ. Ο Μπράντον είναι ένας κινηματογραφικός ήρωας που καταλαμβάνει μια μόνιμη θέση στη μνήμη, χάρη τόσο στον κόσμο που του χτίζει με μαεστρία ο Στιβ Μακ Κουίν, όσο βέβαια και στον Μάικλ Φασμπέντερ που παίρνει τον ρόλο και τον γεμίζει με κάτι ανυπόφορα οδυνηρό στο βλέμμα. 
1) «Αγάπη» του Μίκαελ Χάνεκε: Όσο σκέφτεσαι αυτήν την ταινία, τόσο περισσότερο σκανδαλιστική βρίσκεις την λιτότητα της. Πώς γίνεται, πώς έκανε ο Χάνεκε κάτι τόσο σημαντικό με υλικά τόσο σκανδαλωδώς απλά; Δύο σκηνές εκτός διαμερίσματος στην αρχή της ταινίας και στη συνέχεια εγκλεισμός στο διαμέρισμα που γίνεται ο απόλυτος τόπος της: ένα γερασμένο ζευγάρι, λίγοι εισβολείς στη διαδρομή της φθοράς τους (συγγενείς, παλιοί μαθητές, νοσοκόμες, θυρωροί, ένα περιστέρι). Η γυναίκα που αρχίζει να εκπίπτει σωματικά και πνευματικά, ο άντρας της που προσπαθεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Σχεδόν αυτό είναι όλο. Ο Χάνεκε φτάνει στον πυρήνα των πραγμάτων, στον πυρήνα της ανθρώπινης κατάστασης, με μια ταινία που θα μπορούσε να είχε γυρίσει με ελάχιστα μέσα ο καθένας. Κοιτάζει την έκπτωση κατά πρόσωπο, ψύχραιμα, κρυστάλλινα, με διαύγεια. Η Εμανουέλ Ριβά παραληρεί από το κρεβάτι «κακό, κακό, κακό», φωνάζοντας όχι μόνο για το κακό που έχει βρει την ίδια, αλλά για το κακό που είναι σύμφυτο με τον άνθρωπο, για τη θνητότητα και τη φθορά του χρόνου. Απέναντι στο κακό, ο συγκλονιστικός και στοιχειωτικός Ζαν Λουί Τρεντινιάν αντιπαραθέτει την αγάπη. Την αγάπη μιας κοινής ζωής δεκαετιών. Μια αγάπη που μοιάζει σε όλα της ιδεατή. Μπορεί ακόμα και η ιδεατή αγάπη να αντιπαραβληθεί στο φυσικό κακό που χτυπάει τον άνθρωπο; Η «Αγάπη» είναι ένα λιτό, δεξιοτεχνικό υπαρξιακό αριστούργημα.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 24, 2012

Παστίλιες για τον πόνο του άλλου

Να πήγαινες στο φαρμακείο, να έπαιρνες παστίλιες, με τις οποίες θα μπορούσες να νιώσεις τον πόνο των άλλων σαν δικό σου. Δεν υπάρχουν. Ακόμη και ως placebo να κυκλοφορούσαν, το ψυχολογικό τρικάκι δεν θα λειτουργούσε: θα μπορούσες ίσως να συμπονέσεις, αλλά δεν θα πονούσες. Ο πόνος των άλλων θα είναι πάντα ο πόνος κάποιων άλλων και ο εαυτός μας τελικά μονωμένος, συμπαγής, περίκλειστος, προορισμένος να πονάει τους δικούς του πόνους.
Να πήγαινες στο φαρμακείο, να έπαιρνες παστίλιες, με τις οποίες δεν θα μπορούσες να προκαλέσεις πλέον πόνο στους άλλους, δεν θα μπορούσες να τους τον προκαλέσεις είτε από καθαρό δόλο, είτε από ενδεχόμενο δόλο, είτε από ενσυνείδητη αμέλεια, είτε από αμέλεια σκέτη. Δεν υπάρχουν. Και μολονότι οι παραπάνω διακρίσεις ανήκουν στο ποινικό δίκαιο, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον πως έμειναν πάντα εκτός ποινικού ενδιαφέροντος οι ανθρώπινες συμπεριφορές που κατεξοχήν προκαλούν πόνο, δηλαδή τα ζητήματα της καρδιάς, το πώς συμπεριφερόμαστε σε ανθρώπους με τους οποίους συνδεόμαστε ψυχικά.
Να πήγαινες στο φαρμακείο, να έπαιρνες παστίλιες και κάποιοι άλλοι να σταματούσαν να πονούν. Αυτό λέει γίνεται. Ας κάνουμε λοιπόν αυτά που γίνονται και για όσα δεν γίνονται μπορούμε πάντα να γράφουμε.
Καλά Χριστούγεννα. 

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 21, 2012

Δυο λόγια για το τέλος του κόσμου

Μια σειρά από πεταλούδες κούνησαν μαζί τα φτερά τους, μια σειρά από χάη συνέβησαν ταυτόχρονα, το συνολικό αποτέλεσμα βγήκε εντελώς εκτός ελέγχου κι ο κόσμος τελείωσε με τρόπο που δεν πρόλαβε να σχολιάσει ούτε η επιστήμη ούτε η θεολογία, καθώς αμφότερες τελείωσαν μαζί του.
Το τέλος του κόσμου οδήγησε στην αναβάθμιση του στάτους άλλων κόσμων, που ως τώρα είχαν μείνει στο περιθώριο του δικού μας. Για την ακρίβεια αποκαλύφθηκε πως στα κοσμικά εργαστήρια, εκτός από τον δικό μας (που οι ειδικοί αποκαλούσαν «Κόσμο των Πεταλούδων»), είχαν παραχθεί τρεις ακόμη πιο ατελείς μορφές του· κατά φθίνουσα σειρά ολοκλήρωσης: ο «Κόσμος των Χρυσαλλίδων», ο «Κόσμος των Προνυμφών» και ο «Κόσμος των Αυγών».
Στον κόσμο των αυγών οι άνθρωποι δεν είχαν τόσο αναπτυγμένο εγκέφαλο ώστε να μπορούν να εξαπατούν ο ένας τον άλλο, στον κόσμο των προνυμφών δεν είχαν τόσο αναπτυγμένο εγκέφαλο ώστε να μπορούν να εξαπατούν τον εαυτό τους, ενώ στον κόσμο των χρυσαλλίδων δεν είχαν τόσο αναπτυγμένο εγκέφαλο ώστε να μπορούν να εξαπατούν συνειδητά τον εαυτό τους. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να καταλάβει κανείς πως το επίπεδο του πολιτισμού των τριών κόσμων διαμορφωνόταν σε πλήρη αντιστοιχία με αυτά τα στάδια εξελικτικής υστέρησης. 
Όταν έγιναν γνωστά τα νέα του τέλους του κόσμου των πεταλούδων, οι άνθρωποι στον κόσμο των χρυσαλλίδων θεώρησαν πως είχε έρθει η ώρα τους για μια θέση στον ήλιο (στο ηλιακό σύστημα του δικού τους κόσμου εν πάση περιπτώσει). Δεν ήταν φτιαγμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να καταλαβαίνουν πως λέγοντας το εξαπατούσαν τον εαυτό τους, πως αυτά τα πράγματα δεν γίνονται και πως στη ζωή πρέπει να συμβιβάζεσαι με το ρόλο που σου αναλογεί ειδάλλως τα τρως τα μούτρα σου. Έτσι πολύ σύντομα μια σειρά από χρυσαλλίδες κούνησαν μαζί τα φτερά τους κι όλα τέλειωσαν και για αυτόν τον κόσμο.
Όταν έγιναν γνωστά τα νέα του τέλους του κόσμου των χρυσαλλίδων, οι άνθρωποι στον κόσμο των προνυμφών θεώρησαν πως είχε έρθει η ώρα τους για μια θέση στον ήλιο (στο ηλιακό σύστημα του δικού τους κόσμου εν πάση περιπτώσει). Στον ως τότε σχετικά φιλειρηνικό τους κόσμο επικράτησε μεγάλη αναταραχή, καθώς άρχισαν να εξαπατούν ο ένας τον άλλο προσπαθώντας να αποκτήσουν προνόμια στο νέο καθεστώς. Δεν ήταν φτιαγμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να εξαπατούν τον εαυτό τους, έτσι σύντομα όλοι τους γνώριζαν πως αυτό που έκαναν ήταν πανάθλιο και οι ίδιοι όχι κάτι ευγενικό και υψηλό αλλά κοινοί απατεώνες. Μια σειρά από προνύμφες δεν χρειάστηκε να κουνήσουν τα φτερά τους, καθώς ο κόσμος τους αυτοκαταστράφηκε με καύσιμη ύλη την ενοχή, την μεγάλη δηλαδή μάνα όλων των καυσίμων υλών.
Όταν έγιναν γνωστά τα νέα του τέλους του κόσμου των προνυμφών, οι άνθρωποι στον κόσμο των αυγών θεώρησαν πως είχε έρθει η ώρα τους για μια θέση στον ήλιο (στο ηλιακό σύστημα του δικού τους κόσμου εν πάση περιπτώσει). Και πράγματι είχε έρθει. Οι κοσμικοί παρασκευαστές κατάλαβαν τότε πως το λάθος τους ήταν πως είχαν κάνει το κατασκεύασμα υπερβολικά πολύπλοκο και πως έπρεπε να είχαν σταματήσει στην πρώτη προσπάθεια. Μακάριοι οι αυγοί, ότι αυτοί τελικά κληρονόμησαν το τέλος όλων των υπόλοιπων κόσμων.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 19, 2012

Πατέρας και γιος κυλιούνται στο γρασίδι

Αφεντικά και μη: Στο «The Master» ο Γιόακιν Φίνιξ (σεξομανής, αλκοολικός, παρασκευαστής αλκοόλ από απίθανα και επικίνδυνα υλικά) είναι ένα τσακισμένο ψυχικά ρετάλι του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που του είναι εξαιρετικά δύσκολο να επανενταχθεί κανονικά στην κοινωνία. Δουλειές εκείνη την περίοδο στις ΗΠΑ υπάρχουν πολλές, ωστόσο εκείνος χάνει την μία μετά την άλλη, γιατί τα έχει παιγμένα. Σε μια χαρακτηριστική σκηνή τρέχει να ξεφύγει σε κάτι χωράφια. Τρέχει να ξεφύγει από κάποιους που τον κυνηγάνε, ωστόσο η κάμερα δείχνει μόνο αυτόν, σαν να θέλει να μας πει πως βασικά τρέχει να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό. Ο χαμένος και κυνηγημένος δρόμος του θα διασταυρωθεί με αυτόν ενός εντελώς διαφορετικού ανθρώπου, του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. Τι κάνει στη ζωή του ο Χόφμαν; Με τα λόγια του ίδιου: «Είμαι συγγραφέας, γιατρός, πυρηνικός φυσικός και θεωρητικός φιλόσοφος. Αλλά πάνω από όλα είμαι ένας άνθρωπος που θέλει απεγνωσμένα να μαθαίνει». Ηγείται μιας πνευματιστικής σέκτας. Ο χαρακτήρας που υποδύεται είναι πολύ επηρεασμένος από τη ζωή του ιδρυτή της σαϊεντολογίας, Λ. Ρον Χάμπαρντ. Δεν είναι ο Χάμπαρντ, αλλά είναι σίγουρα κάποιος σαν τον Χάμπαρντ. Οι δυο άντρες θα κλειδώσουν μεταξύ τους και θα αλληλοσυμπληρωθούν, καθώς ο ένας προσφέρει στον άλλο αυτό που του λείπει. Ο Φίνιξ βρίσκει καταφύγιο από τους δαίμονές του, ο Χόφμαν έναν πιστό ακόλουθο. Ο Φίνιξ δεν φοβάται να σκάψει βαθιά στις σαν σε ύπνωση αναδρομές στο παρελθόν του που του κάνει ο Χόφμαν. Και μετά γίνεται ο πιο αφοσιωμένος του στρατιώτης. Αλλά όσο φυσικό του είναι να υποταχθεί, αλλά άλλο τόσο φυσικό του είναι να είναι και ανυπότακτος. Δεν είναι απαραίτητα ασύμβατες μεταξύ τους αυτές οι δύο έννοιες. Οι επιλογές του στη ζωή είναι μεταξύ του να είναι υπό τον έλεγχο κάποιου και του να διαφεύγει τον έλεγχο. Αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει είναι να ηγηθεί. Στη ζωή ή θα ηγείσαι ή δεν θα ηγείσαι. Αυτά τα δύο, ναι, είναι μεταξύ τους ασύμβατα.
Πλοία: Πρωτοβλέπουμε τον Χόφμαν και την γκρούπα του να χορεύουν ένα βράδυ μέσα σε ένα πλεούμενο. Ο Φίνιξ θα μπει μεθυσμένος μέσα σε αυτό και το πλοίο θα σαλπάρει. Η αίρεση, η σέκτα, ως ένα αυτόνομο πλοίο, ως ένας πολύ μικρός κόσμος μέσα στον μεγάλο, ως ένας κόσμος που κινείται στη δική του πορεία. Σε πλοίο όμως πρωτογνωρίζουμε στην αρχή της ταινίας και τον Φίνιξ. Τα πολεμικά πλοία είναι ένας ακόμη μικρός κόσμος μέσα στον μεγάλο, ο στρατός είναι κι αυτός μια ακόμη σέκτα. Οι στρατιώτες βγαίνοντας από τα πλοία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και επιστρέφοντας στον τρόπο της ξηράς είχαν δυσκολίες ένταξης στον τρόπο των πολλών. Για τον χαρακτήρα του Φίνιξ, που τον ξέρασε η στεριά, η καταφυγή, η διέξοδος ήταν η επιβίβαση σε ένα άλλο πλοίο, σε ένα νέο, ξεχωριστό κόσμο.
Επίθεση, όχι άμυνα: Όταν σε μια δεξίωση που ο Χόφμαν κάνει την επίδειξή του και προσελκύει νέους πιστούς, ένας καλεσμένος αρχίζει να αμφισβητεί τις μεθόδους του και τους τσαρλατάνικους ισχυρισμούς του, ο Χόφμαν προσπαθεί να απαντήσει, μέχρι που χάνει την ψυχραιμία του και βγαίνει εκτός εαυτού. Στην επιστροφή η γυναίκα του του επισημαίνει το βασικό του στρατηγικό λάθος: «Μην είσαι αμυντικός. Μην προσπαθείς να απολογείσαι. Μην αισθάνεσαι άσχημα. Πρέπει να επιτίθεσαι». Και σκέφτομαι -βλέποντας από μεγαλοεπιχειρηματίες έως μεγαλοπολιτικούς που αντί να απολογούνται βρίσκονται διαρκώς στην επίθεση- πως αυτό είναι τελικά το μυστικό της επιτυχίας, πως έτσι κατακτιέται ο κόσμος, όχι μην έχοντας αδύνατα σημεία, όχι οργανώνοντας καλά τις άμυνές σου, αλλά επιτιθέμενος με διαρκή σφοδρότητα.
Το στρεβλό σώμα: Ο Χόφμαν, που ίσως είναι κι ο αγαπημένος μου γενικά ηθοποιός, δεν υπάρχει ρόλος που να μην τον πάρει και να τον πάει τρία επίπεδα πιο πάνω. Ωστόσο δε νομίζω πως η συγκεκριμένη ταινία ανήκει εξ ημισείας και στους δύο μεγάλους πρωταγωνιστές της. Η ταινία ανήκει κυρίως στον Γιόακιν Φίνιξ. Η δική του ερμηνεία είναι η στοιχειωτική, η δική του φιγούρα είναι που καρφώνεται στο μυαλό, έτσι όπως έχει μεταμορφώσει και διαστρεβλώσει το σώμα του, έτσι όπως παίζει ολοκληρωτικά με το σώμα του, αποστεωμένος, πρόωρα γερασμένος, καμπούρης, με στραβωμένη γκριμάτσα, με τα μάτια του να είναι πηγές χασίματος. Ο τρόπος που παλεύει σαν λυσσασμένο αγρίμι με τους αστυνομικούς, ο τρόπος που χτυπιέται με μανία στη φυλακή, μια κύρτωση, ένα στράβωμα, ένα σώμα που στέκεται λάθος, ένα σώμα που αντικατοπτρίζει μια ψυχή σε σύγχυση.
Υποκατάστατα: Ο Πολ Τόμας Άντερσον συνεχίζει να διεισδύει στους μικρόκοσμους, καθιστώντας τους υποκατάστατα σπιτιών και δυσλειτουργικά οικογενειακά περιβάλλοντα. Ό,τι κι αν συμβαίνει σε πρώτο πλάνο στις ταινίες του, στο φόντο υπάρχει ένα σταθερό μοτίβο. Στον μικρόκοσμο του τζόγου στο "Hard Eight", ο Φίλιπ Μπέικερ Χολ θα γίνει ο «πατέρας» του Τζον Σι Ράιλι. Στον μικρόκοσμο των πορνό στο "Βοοgie Nights", ο Mπαρτ Ρέινολντς θα γίνει ο «πατέρας» του Μαρκ Γουόλμπεργκ. Στον μικρόκοσμο της σαν σαϊεντολογία σέκτας στο "Τhe Master", ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν θα γίνει ο «πατέρας» του Γιόακιν Φίνιξ. Ακόμη και στον μικρόκοσμο των πρώτων πετρελαιάδων στο "Τhere Will Be Blood", ο Nτάνιελ Ντέι Λιούις θα γίνει ο «πατέρας» ενός μικρού αγοριού. Οι γιοι θα συγκρουστούν με τους πατεράδες τους. Στη μόνη εκτός εισαγωγικών πατρική σχέση -στο "Magnolia" και στον μικρόκοσμο της τηλεόρασης αυτή τη φορά- η σχέση αληθινού πατέρα με αληθινό γιο είναι η συγκριτικά χειρότερη όλων των άλλων και η δυσλειτουργία φτάνει στα κόκκινα: ο Τομ Κρουζ χρόνια μακριά από τον πατέρα του Τζέισον Ρόμπαρντς, κάθεται δίπλα στο κρεβάτι που αυτός αφήνει την τελευταία του πνοή και τον βρίζει με σκαιότητα.
Καταληκτικά: Με όλο της το αναντίρρητο μεγαλείο, κάπου στην πορεία νιώθεις ότι η ταινία στομώνει. Μια εικασία -και τίποτα παραπάνω- είναι πως, όπως ο Άντερσον γνώρισε πολλά προβλήματα από το σαϊεντολογικό λόμπι πριν καταφέρει να τη γυρίσει, έτσι ίσως κάπου αναγκάστηκε να επέμβει και στο σενάριό του. Είναι όμως πολύ πιθανό αυτό που βλέπουμε στην οθόνη να ήταν εξαρχής η επιλογή του. Δεν μοιάζει άλλωστε να ήθελε να γυρίσει κάτι κραυγαλέα καταγγελτικό. Συμπερασματικά το "Τhe Master" είναι μια ακόμη μεγάλη ταινία του Άντερσον, που όμως έχεις την αίσθηση πως από ένα σημείο και ύστερα αντιμετωπίζει με αμηχανία και δεν εξελίσσει αυτό που η ίδια έχει αναπτύξει, δεν διαχειρίζεται ιδανικά τον κόσμο που η ίδια έχει χτίσει και τις σχέσεις που η ίδια έχει δημιουργήσει. Αλλά η έμφαση είναι στο «μεγάλη ταινία», κι όλα τα άλλα μικρά παράπονα.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 18, 2012

Με όπλα και με κάμερες


Kαι ξαφνικά το μεγάλο ταμπού σπάει, ξαφνικά ο Πρόεδρος Ομπάμα σε ένα διάλειμμα των δακρύων του λέει τις μαγικές, απαγορευμένες λέξεις, ξαφνικά μετά από απόφαση 38 Πολιτειών, και στη συνέχεια επικύρωση της απόφασής τους από τα 2/3 του Κογκρέσου η δεύτερη τροπολογία του αμερικάνικου συντάγματος γίνεται παρελθόν, ξαφνικά η οπλοκατοχή στις ΗΠΑ κηρύσσεται παράνομη, ξαφνικά οι πολίτες καλούνται να παραδώσουν τα όπλα τους. Η προθεσμία λήγει, όσοι ήταν να τα παραδώσουν τα παρέδωσαν, και τώρα πάνε οι Αρχές να τα πάρουν από τους υπόλοιπους. Οι Αρχές διαπιστώνουν αυτό που ήδη ήξεραν, πως πέρα από τα λόμπι και τα συμφέροντα, δεν είναι ακριβώς εύκολο να αφοπλίσεις έναν λαό, και δη έναν πυροβολημένο στο κεφάλι λαό. Ξεσπάει κατά μήκος και κατά πλάτος της χώρας κάτι σαν απέραντο γουέστερν, όπου πλέον όλοι πυροβολούν όλους, όπου ο λατρεμένος ήχος των όπλων καλύπτει τα πάντα.
Τώρα τα παιδιά δεν τα σκοτώνουν στα σχολεία τους, αλλά στα σπίτια τους οι ίδιοι τους οι γονείς, για να τα προστατεύσουν από μια χώρα που δεν έχει πια σέκοντ αμέντμεντ, από μια χώρα που θα στερηθεί ο πολίτης το συνταγματικό του δικαίωμα στην αυτοάμυνα. Δεν έχει νόημα να μεγαλώνεις σε μια Αμερική χωρίς όπλα - μια Αμερική χωρίς όπλα απλά δεν είναι Αμερική. Εδώ είναι η κοιτίδα της ατομικής ελευθερίας, εδώ η κεντρική κυβέρνηση δεν μπορεί να έχει κανένα μονοπώλιο της βίας, εδώ η βία είναι αναφαίρετο ατομικό δικαίωμα του κάθε πολίτη που θέλει να προστατεύσει το γρασίδι του, το στασίδι του, το αρχίδι του. Όπλα και κάμερες που τα φιλμάρουν εκστασιασμένες, αυτή είναι η κουλτούρα μας κι εμείς την κάναμε παγκόσμια, διαδώσαμε παγκοσμίως την ατελείωτη καύλα μας για ένα όπλο που πυροβολεί, τίποτα πιο συναρπαστικό από ένα όπλο που πυροβολεί, είναι το απόλυτο θέαμα, είναι το απόλυτο ακρόαμα, είναι η ολοκληρωτική διασκέδαση τόσο στην πατρίδα όσο και αμπρόουντ, για να πάρουν μια ιδέα και οι υπόλοιποι λαοί, οι υποτελείς, εκείνοι που δεν μπορούν να προστατεύσουν τον εαυτό τους, εκείνοι που υπόκεινται στο κρατικά βίαιο μονοπώλιο του κάθε Δένδια και του κάθε Χρυσοχοϊδη.
Και πάνω στου μακελειού την άψη, τα όπλα, σαν σε βιβλίο του Στίβεν Κινγκ, θα επαναστατήσουν, θα αυτονομηθούν, θα αρνηθούν να παραδοθούν και θα αρχίσουν να πυροβολούν μόνα τους τους πολίτες, ένστολους και μη. Θα λύσουν έτσι τον γόρδιο δεσμό της οπλοκατοχής δηλώνοντας πως πλέον κανείς δεν τους κατέχει. Κι όταν σωθούν τα πυρομαχικά τους, όταν ρίξουν και τον τελευταίο πυροβολισμό, δεν θα έχει σωθεί από άκρη σε άκρη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής άνθρωπος κανένας. Ένας ακόμη σταθμός στην Ιστορία αυτού του μεγάλου έθνους. Ανεξαρτησία, κατάκτηση της Δύσης, κατάργηση της σκλαβιάς, νικηφόροι παγκόσμιοι πόλεμοι, ατομική βόμβα, κατάκτηση του διαστήματος, κατάργηση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Οι ΗΠΑ θα γίνουν η πρώτη χώρα που θα κατοικείται αποκλειστικά από όπλα. Και τότε, ελλείψει ανθρώπων, ελλείψει ανθρώπων Αμερικανών, τα όπλα επιτέλους θα σωπάσουν, πυροβολισμοί δεν θα ακούγονται, η κοινωνική ειρήνη θα είναι γεγονός και οι μιμητικές μαζικές σφαγές ως φορπλέι αυτοχειρίας θα αποτελέσουν οριστικό παρελθόν.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 14, 2012

Πολυασθενίας

Ένας χρόνος Unfollow, τεύχος 12, τεύχος πασχαλινό μέσα στα Χριστούγεννα (το Πάσχα του 13 θα κυκλοφορήσουμε με εξώφυλλο χριστουγεννιάτικο δέντρο), τεύχος που έχει βγει από τις αρχές του μήνα αλλά περίμενα να εξασφαλίσουμε ως χώρα τη δόση για να το διαφημίσω, ώστε να νιώθει ο αναγνώστης εκείνη την οικονομική σιγουριά και την αισιοδοξία για το μέλλον που θα του επιτρέψει να το ρίξει έξω, να καταβάλλει το αντίτιμο και να πάρει το περιοδικό.
Στο οποίο μπορεί μεταξύ άλλων να διαβάσει:
μια συνέντευξη - σταθμό του Νίκου Δένδια, που επιτέλους τα βάζει με αυτή την φάρσα που λέγεται Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (χωρίς όμως να διστάσει να καταδικάσει και το αντίθετο άκρο του Δικαστηρίου, ήτοι την Χρυσή Αυγή),
καθώς επίσης κι ένα οδοιπορικό στον Ευαγγελισμό μαζί τον Γιάννη Διώτη, όπου έχουμε «φιλική συζήτηση» με τον πολυασθενία Λαυρέντη Λαυρεντιάδη, ο οποίος μέσα στην παραζάλη της ασθένειας μπερδεύει τον Διώτη με τον πατέρα του κι ένα συντάκτη μας με τον Μπρούνο Φορναρόλι.
Unfollow: το περιοδικό που δεν ξέρει τι θα του συμβεί τώρα που συνελήφθη ο Λαυρεντιάδης, το περιοδικό που δεν ξέρει τι θα του συμβεί τώρα που με τους ξένους επιτρόπους στις τράπεζες δυσχεραίνει ο τραπεζικός δανεισμός των ΜΜΕ, το περιοδικό που ανησυχεί όσο κανένα για την κατανομή της τραπεζικής διαφήμισης, το περιοδικό στο οποίο γράφει ένα διήγημα ο Κάπα Κάπα Μοίρης και μετά του κόβουν την καλημέρα οι φίλοι του.

Νίκος Δένδιας: Για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο... από UNFOLLOW

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 13, 2012

Ήμασταν στην παραλία κι είχαμε απλώσει κατά μήκος της δεκάδες ποτήρια ουίσκι. Περιμέναμε υπομονετικά -νύχτες και μέρες, μέρες και νύχτες- να μαζευτούν τα σύννεφα. Αν ψιχάλιζε όλα καλά. Μια δυνατή βροχή όμως θα νέρωνε υπερβολικά τα ποτήρια μας. Κρίμα θα ήταν να χαλούσε τόσο ποτό. Κάποιος πρότεινε να φέρει παγάκια. Απορρίψαμε την πρότασή του, κοιτώντας με πείσμα τον ουρανό. Αυτός μας ανταπέδιδε φαίνεται το πείσμα και παρέμενε καθαρός. Πολλοί τότε έκαναν πίσω, μπήκαν στα αυτοκίνητά τους, γύρισαν στα σπίτια τους και προσποιήθηκαν πως τίποτε από αυτά δεν είχε ποτέ συμβεί. Μερικοί δεν προσποιήθηκαν καν, μερικοί το ξέχασαν στα αλήθεια. Μείναμε έτσι στο τέλος μόνο οι πιο πεισμένοι, μόνο οι πιο πιστοί. Κοιτούσαμε τον ουρανό σαν να μας όφειλε. Και πράγματι, μετά από τόσο καιρό, μας όφειλε. Όταν τα σύννεφα μαζεύτηκαν σηκώσαμε τα χέρια φωνάζοντας αλληλούια. Μετά πέσαμε με την μούρη στην άμμο. Συρθήκαμε με αυτόν τον τρόπο ως τα ποτήρια και περιμέναμε. Η πρώτη αστραπή έδειξε ότι τα πράγματα δεν θα εξελίσσονταν όπως θέλαμε. Την ανησυχία μας επιβεβαίωσε το γεγονός πως άρχισε να βρέχει ουίσκι. Καλύψαμε όσα ποτήρια μπορούσαμε με τα σώματά μας, με αποτέλεσμα να πέσει μέσα τους άμμος. Για να την βγάλουμε πέσαμε με τα ποτήρια μέσα στη θάλασσα. Για να προλάβουμε να σώσουμε ό,τι σώζεται αρχίσαμε να πίνουμε το νερωμένο με θαλασσινό νερό ποτό. Έβρεχε πια καταρρακτωδώς. Το ουίσκι διαπότιζε τα μαλλιά μας και τους πόρους μας. Κοιταχτήκαμε και σαν συνεννοημένοι είπαμε να βουτήξουμε πολύ βαθιά, να βουτήξουμε μέχρι εκεί που δεν θα μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα. Αλλά μάταιος κόπος, όταν πήγαμε όντως να μην πάρουμε ανάσα, ξαναβγήκαμε στην επιφάνεια. Αν η βροχή συνέχιζε έτσι θα γινόμασταν σκνίπα. Και αυτό ήταν κάτι που η αυτοσυγκράτησή μας δεν μας επέτρεπε να επιτρέψουμε. Άρον άρον γυρίσαμε στην παραλία. Σε κάποιο από τα σακκίδια πρέπει να είχαμε τις κουκούλες μας, αυτά τα περίεργα σκουφιά. Τις φορέσαμε και τρέξαμε να κάνουμε οτοστόπ. Κανείς όμως δεν σταματούσε για να πάρει κουκουλοφόρους. Είχαμε την μια κακή ιδέα μετά την άλλη. Ως δια μαγείας σταμάτησε ένα αστυνομικό. Φώναξε κι άλλα, ήρθαν, μας περισυνέλεξαν. Ήταν τόσο φιλικοί που μας έβαλαν να τα οδηγήσουμε. Μας σταμάτησαν όμως για αλκοτέστ και τα επίπεδά μας βρέθηκαν πολύ υψηλά. Πήγαμε αυτόφωρο, κατηγορήσαμε τον ουρανό, ο δικαστής δίκαζε για πέντε λεπτά της ώρας λόγω αποφάσεως του κλάδου του, οπότε δεν είχε χρόνο για πολλά πολλά. Μας καταδίκασε σε τρεις μήνες κοινωνικής εργασίας. Μας ανέθεσε να απλώσουμε κατά μήκος της παραλίας δεκάδες ποτήρια ουίσκι. «Και μετά;», ρώτησε ο δικηγόρος μας. Αλλά ο χρόνος του δικαστή είχε λήξει. Δεν πρόλαβε να μας εξηγήσει. Οι αστυνομικοί μας συνόδεψαν στην παραλία, μας άνοιξαν λίγα μπουκάλια, έλεγξαν αν ρίξαμε το περιεχόμενό τους στα ποτήρια κι αν τα είχαμε αραδιάσει καλά. Μετά σήκωσαν τους ώμους τους κι αποχώρησαν. Εμείς μείναμε να κοιταζόμαστε αμήχανοι, αφού δεν ήμασταν σίγουροι τι έπρεπε να κάνουμε. Ο κίνδυνος να μην μπορέσουμε άθελά μας να πειθαρχήσουμε στη δικαστική απόφαση ήταν έτσι αντικειμενικά μεγάλος. Στη σαστιμάρα μας τη λύση έδωσε η δύναμη της συνήθειας. Αρχίσαμε να κοιτάζουμε με ένταση τον ουρανό. Εκεί βλέπαμε την μεν ημέρα ήλιο, τη δε νύχτα άστρα και το φεγγάρι. Μια στις τόσες είχε και πανσέληνο. Οι τρεις μήνες κόντευαν να τελειώσουν όταν μαζεύτηκαν και πάλι σύννεφα. Τα κοιτάξαμε με αγωνία. Το χρέος μας είχε όντως να κάνει με αυτά; Αυτή τη φορά έβρεξε κανονική βροχή. Μαζέψαμε τα ποτήρια με ταχύτητα και επιμέλεια. Κάποια ήταν οκ, κάποια άλλα πρόλαβαν και νέρωσαν. Φωνάξαμε το εκατό. Ήρθαν, ήπιαν, έδειξαν σχετικά ικανοποιημένοι, συνέταξαν την έκθεση αυτοψίας τους, αποχώρησαν. Νιώσαμε ανακούφιση και πέσαμε αποκαμωμένοι για ύπνο στην παραλία. Ξυπνήσαμε στο τέλος του τριμήνου ακριβώς. Κάναμε να αποχωρήσουμε όταν κάποιοι ήρθαν από μακριά και μας γάζωσαν με αυτόματα. Γιατί άραγε; Δεν ήταν σε κάθε περίπτωση υπερβολικό; Όπως και να έχει, διαπιστώσαμε με ευχάριστη έκπληξη ότι τελικά υπήρχε μετά θάνατον ζωή. Ήμασταν όπως πριν μας γαζώσουν, μόνο που αυτήν την φορά βρισκόμασταν σε ένα σκούρο μπλε τοπίο. Είχαμε ακόμη προβλήματα προσανατολισμού, ωστόσο ήταν σαφές ότι ζούσαμε. Μια φωνή από κάποιο μεγάφωνο μας είπε να ξαπλώσουμε και να ξεκουραστούμε, γιατί πολύ σύντομα μας περίμενε δουλειά. Ξυπνώντας μπορέσαμε να προσανατολιστούμε λίγο καλύτερα. Κάποιος πρωτοκοίταξε κάτω. Κάτω, πολύ πιο κάτω από εκεί που βρισκόμασταν, διέκρινε κάτι που έμοιαζε με παραλία. Όταν τα μάτια μας άρχισαν να προσαρμόζονται, καταφέραμε να δούμε κάτι μικροσκοπικά κεφάλια που ήταν στραμμένα προς εμάς. Όταν τα μάτια μας προσαρμόστηκαν εντελώς, διέκριναν ότι τα κεφάλια στην άμμο μας κοιτούσαν έντονα. Πήγαμε να μαζέψουμε σύννεφα. Η δουλειά έμοιαζε κοπιαστική. Όπως όλα έδειχναν θα μας έπαιρνε λίγο καιρό.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2012

Xαρά

Βλέπω και ξαναβλέπω αυτό το βιντεάκι και μόνο μια λέξη μου έρχεται στο νου: χαρά. Σκέφτομαι πόσο εξορισμένη έννοια έχει υπάρξει η χαρά από το πολιτισμικό μας περιβάλλον. Όχι μόνο τα τελευταία χρόνια που όλα τα σκιάζει η μαυρίλα της κρίσης, αλλά κατεξοχήν και πριν από αυτά, κατεξοχήν και στις προηγούμενες δύο - τρεις δεκαετίες. Όσα κι αν χώριζαν σκυλάδες από έντεχνους, η χαρά δεν υπήρξε αγαπημένο παιδί κανενός τους: νταλκάδες, καψούρες, μελαγχολίες, ευαισθησίες, πόνοι και ξεσπάσματα. Η εκατέρωθεν πόζα, το εκατέρωθεν φαίνεσθαι. Κι όσο κι αν τα τηλεοπτικά σόου κυριάρχησαν, πάλι η χαρά ως χαρά απουσίαζε. Σου έλεγαν να περνάς καλά, να διασκεδάζεις, αλλά σε αυτό το «περνάω καλά» και σε αυτό το «διασκεδάζω», η χαρά ήταν άγνωστη λέξη. Το λάιφ στάιλ σε καλούσε να καταναλώσεις μια ιδέα διασκέδασης, να καταναλώσεις έναν τρόπο ζωής όπου μπορούσες ίσως να απολαύσεις, όχι όμως να χαρείς. Και οι διαφημίσεις πουλούσαν ως ιδανικό την απόλαυση, την καταξίωση, την επιτυχία, ακόμη και την ευτυχία, όχι πάντως την χαρά. Αγόρασε το τάδε προϊόν και θα νιώσεις βασιλιάς του κόσμου, θα έχεις πολλαπλούς φαντασιακούς οργασμούς ή παντοτινή σιγουριά. Αλλά χαρούμενος; Μπα, πολύ απλό, πολύ λίγο. Και στο άλλο αισθητικό στρατόπεδο, όλα έπρεπε να έχουν διαρκώς βάθος, όλα έπρεπε να μας οδηγούν διαρκώς σε μεγάλες υπαρξιακές αλήθειες ή κατακλυσμιαία συναισθήματα.
Κι έτσι τελικά η χαρά είναι για τα παιδιά και μόνο. Που απέχουν ακόμη από το βάθος, που για κάποιον γαμημένο λόγο γεννιούνται με μεγάλο απόθεμα χαράς. Λες και θέλουν να σε πείσουν πως έτσι είναι το φυσικό του ανθρώπου να είναι: χαρούμενος. Ή εν πάση περιπτώσει και χαρούμενος. «Κώστα, ο χοός». Ο χορός του Σκούμπι Ντου, ο χορός του κλαμπχάουζ παλιότερα. Ο χορός. Κι εκείνος χορεύει σκέτα, χορεύει απλά χαρούμενος. Κι εγώ δεν ακολουθώ σκέτα, ακολουθώ προσπαθώντας να εξηγήσω το μυστήριο της χαράς του. Και μεταγράφω εδώ από καιρό σε καιρό αυτά τα ελάχιστα που κάνω μαζί του, ώστε να δίνω την εντύπωση πως, για να γράφω πέντε, κάνω εκατόν πέντε. Και κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει για ανειλικρίνεια ή για διασπορά ψευδών εντυπώσεων. Αυτό είναι το τρικάκι της μερικής ειλικρίνειας: όταν τα πέντε για τα οποία γράφεις είναι ειλικρινή, τα εκατό για τα οποία δεν γράφεις δεν συνιστούν ψεύδος, δεν συνιστούν παραπλάνηση, δεν είσαι υπόλογος για το τι δεν έγραψες, δεν είσαι υπόλογος για το τι φαντάζεται ο καθένας για όσα δεν γράφεις.
Βλέπω και ξαναβλέπω αυτό το βιντεάκι και νιώθω χαρούμενος, με έναν παρόμοιο ψυχικό μηχανισμό με τον οποίο λειτουργεί ίσως η προσευχή: πιάνομαι από τη χαρά του, νιώθω πως εκεί έξω υπάρχει μια ανώτερη δύναμη, μια απλούστερη για την ακρίβεια δύναμη, στην οποία μπορώ να βουτήξω τα μούτρα μου και να πλυθώ για λίγο από βάθη, περιπλοκές, σκοτούρες, σκοτεινιές.
Η χαρά ως προσευχή, η χαρά ως καταφύγιο, η χαρά ως άντληση δύναμης, η χαρά ως υπενθύμιση ότι στη ζωή μας δικαιούμαστε να είμαστε εκτός των άλλων και χαρούμενοι, η χαρά ως υποψία ότι δεν ζεις για να πετύχεις τον άλφα ή τον βήτα ακριβοθώρητο στόχο, αλλά ίσως ίσως ζεις για να μπορείς να χαρείς με ένα βιντεάκι, ομπλαντί ομπλαντά, λαλαλαλάιφ γκόουζ ον.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2012

Δάκρυα

Η απόσταση ανάμεσα στα δάκρυα που με διαφορά ελάχιστων ωρών κύλησαν από τα μάτια του Δημήτρη Γιαννακόπουλου και τα μάτια του Μάικλ Μπατίστ, σε κάνει να θες να πυροβολήσεις τη γλώσσα στα δικά της μάτια, μπας και σκοτωθεί, μπας και γεννηθεί στη θέση της καμιά άλλη, λιγότερο γενικόλογη, λιγότερο περιοριστική, λιγότερο τεμπέλα, καμιά που δεν θα καθαρίζει με την κοινή λέξη «δάκρυα», που θα ντρέπεται να πει με την ίδια λέξη αυτό που βγαίνει μέσα απ' τον Μπατίστ κι αυτό που βγαίνει μέσα από τον γόνο Γιαννακόπουλου, μια γλώσσα δηλαδή που δεν θα αρκείται στην ονοματοδοσία της εξωτερικής εκδήλωσης ψυχικών καταστάσεων, αλλά αντί να βαφτίζει την σωματική κατάληξή των καταστάσεων αυτών, θα ξεκινά από την κατάληξη, θα ξεκινά από το όποιο δάκρυ και θα κάνει την αντίστροφη διαδρομή, θα επιστρέφει πίσω στο μάτι, θα μπαίνει μέσα στο νου, θα διερευνά τι ακριβώς νιώθει εκείνη την ώρα κλαίγοντας ο ένας και τι ο άλλος, αλλά για να το βρει θα κάνει μια ακόμη πιο αντίστροφη διαδρομή, δεν θα αρκείται σε εκείνη την ώρα, θα πηγαίνει πίσω στα χρόνια του καθενός, θα εξετάζει από που έχει ξεκινήσει ο καθένας για να φτάσει εδώ, σε ποιά τάξη ανήκε ο καθένας, πόσο αξιωμένα ή μη έζησε στο πλαίσιο της δικής του τάξης, πόσο το πάλεψε και με τι τρόπο.
Μια γλώσσα που θα αφήσει τις γενικότητες και θα μιλάει πλέον ειδικά. Που δεν θα έχει διαφορετική λέξη μόνο για τα τόσο διαφορετικά δάκρυα τόσο διαφορετικών μεταξύ τους ανθρώπων, αλλά και μια διαφορετική λέξη για την κάθε φορά που θα κλάψει ο κάθε άνθρωπος στη διάρκεια της ζωής του, μια διαφορετική λέξη για την κάθε φορά που θα γελάσει, θα πονέσει, θα χαρεί και λοιπά και λοιπά. Ένας τέτοιος λεκτικός πλούτος όμως, όπου η κάθε μία λέξη δεν θα ήταν κοινόχρηστη πουτάνα που έχει περάσει από εκατομμύρια άλλα στόματα τρισεκατομμύρια προηγούμενες φορές, αλλά θα περιέγραφε ακριβώς το τι είναι αυτό που σου συμβαίνει συναισθηματικά την δεδομένη στιγμή, θα περιέγραφε το δικό σου συναίσθημα της δεδομένης στιγμής σου και μόνο, προφανώς δεν συμφέρει, καθώς οι άνθρωποι τη γλώσσα δεν την έχουν φτιάξει για να αποκαλύπτουν πλήρως το τι σκέφτονται, αλλά για να έχουν έναν υπεράνω υποψίας και καθολικά αποδεκτό κώδικα υπεκφυγής, με εργαλεία λέξεις - ομπρέλες, λέξεις που μας προστατεύουν από την καταιγίδα του πραγματικού.
Σε ορισμένες πάντως περιπτώσεις, ακόμα και αν γεννιόταν αυτή η νέα γλώσσα, μερικά δάκρυα θα έμεναν χωρίς τη δική τους ονομασία, γιατί είναι περιπτώσεις που «σταματάει ο νους», σταματάει πριν την αναπαράσταση του συμβάντος, πριν την ενσυναίσθηση της φρίκης. Δάκρυα σαν αυτά που πρέπει να κύλησαν από τα μάτια τριων αγοριών χθες βράδυ σε ένα ξύλινο σπίτι. Πώς κλαίει ένα παιδάκι πέντε χρονών και πώς ένα επτά, όταν όλα γύρω του καίγονται; Kλαίνε διαφορετικά; Ίσως έχει προλάβει να κρατηθεί το ένα από το άλλο, ίσως τουλάχιστον κλαίνε αγκαλιά, ίσως τα δάκρυά τους φλέγονται και γίνονται ρομφαία που καίει και καταδικάζει άπαξ δια παντός θεούς, διαβόλους, εξελικτικές θεωρίες, το νόημα της ζωής, το τυχαίο της ζωής, κι ό,τι καλό, όμορφο και ευτυχισμένο προλάβουμε να ζήσουμε όλοι εμείς οι υπόλοιποι, όλοι εμείς που δεν παγιδευτήκαμε σε ένα καμμένο σπίτι, όλοι εμείς που δεν καήκαμε ζωντανοί στα πέντε, στα εφτά και στα δέκα πέντε μας.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 06, 2012

Ο άντρας - σώμα κι η γυναίκα - θέαμα

Ο πρωτότυπος τίτλος είναι «Σκουριά και Οστά», το ίδιο και η αγγλική του μετάφραση, ο ελληνικός όμως είναι αυτήν την φορά πολύ εύστοχος: «Σώμα με Σώμα». Γιατί η σωματικότητα διέπει την τελευταία ταινία του Ζακ Οντιάρ, τόσο ως θεματική όσο ως και ως τρόπος κινηματογράφησης, με τα πλάνα να δίνουν έμφαση στα σώματα. Τα πρώτα λεπτά της ταινίας μας δείχνουν τον Αλί (κατάξανθος και κλασική φιγούρα κεντροευρωπαίου, αλλά με το όνομα Αλί) να ταξιδεύει με τον πεντάχρονο γιο του, τον Σαμ. Είναι καλυμμένα με ένα τραγούδι, είναι σχεδόν σαν βίντεο κλιπ, αλλά την ίδια στιγμή κάτι τόσο διαφορετικό από βίντεο κλιπ. Ο Σαμ του λέει πως πεινάει, ο Αλί μαζεύει αποφάγια που άφησαν οι προηγούμενοι επιβάτες του τρένου, τρώνε, μετά φτάνουν στην Αντίμπ, αλητεύουν, λιάζονται σε μια παραλία. Έχει ήδη ειπωθεί συναρπαστικά μια ιστορία, που θα μπορούσε να είναι και αυτόνομη. Μετά φτάνουν στο σπίτι της αδελφής του. Είναι ταμίας σε σούπερ μάρκετ. Το ψυγείο είναι γεμάτο ληγμένα που φέρνει από τις αποθήκες του. Από πάνω προς τα κάτω θα τρώτε, πάνω είναι αυτά που έχουν λήξει παλιότερα. Μαθαίνουμε ότι η μάνα του Σαμ τον χρησιμοποιούσε για να διακινεί ναρκωτικά στα σύνορα του Βελγίου. Από εκεί της τον πήρε ο Αλί. Δεν ξέρει καν αν ο Σαμ πήγαινε σχολείο. Δεν έχει αλλαξιά ρούχα. Το παιδί το αναλαμβάνει βασικά η αδελφή του. Στη συνέντευξη για δουλειά για πορτιέρης, ο Αλί αναφέρει πως στο Βέλγιο έκανε μποξ και πολεμικές τέχνες κι ήταν και καλός. Καπνίζεις; Όχι. Πίνεις; Όχι. Ναρκωτικά; Όχι. Όπως τον έχουμε δει ως τώρα ρεμάλι, φανταζόμαστε ότι τα λέει έτσι, ότι είναι επιρρεπής στις καταχρήσεις. Ο Αλί όμως τα εννοεί. Ο Αλί το σώμα του το δεν το φθείρει, το κρατάει καθαρό από ουσίες, το προσέχει, το γυμνάζει.
Στο κλαμπ που προσλαμβάνεται, γνωρίζει σε έναν καυγά τη Στεφανί. Τη πρωτογνωρίζει με αίματα στο πρόσωπο. Κάποιος την αποκαλεί πουτάνα. Κι ο ίδιος γυρίζοντάς την σπίτι της της λέει ότι έτσι είναι ντυμένη. Της ζητά να μπει μέσα για να βουτήξει σε παγάκια τα πρησμένα δάκτυλα από τις μπουνιές που έδωσε για να διαλύσει τον καυγά. Η Στεφανί συζεί με κάποιον. Της αφήνει το τηλέφωνο του. Αργότερα θα του πει ότι δεν έχει πάει με πολλούς άντρες στη ζωή της, πως εκείνο που της άρεσε να κάνει είναι να τη βλέπουν, να ξυπνάει το ενδιαφέρον στους άντρες, να τους ερεθίζει. Μόλις αυτό συνέβαινε όμως έχανε το ενδιαφέρον. Η Στεφανί δεν είναι «πουτάνα», εκτός βέβαια κι αν «πουτάνα» είσαι όταν κάνεις ακριβώς αυτό, κι όχι όταν όντως πας με όλους αυτούς που ανάβεις. Στη Στεφανί αρέσει να φαίνεται, η Στεφανί είναι η γυναίκα - θέαμα.
Εξού και η δουλειά της. Εκπαιδεύτρια φαλαινών σε ενυδρείο όπου δίνονται παραστάσεις. Οι σκηνές από την παράσταση είναι στη διαπασών και σου γεννούν καλώς νοούμενη ένταση, μα όταν συμβεί το φοβερό ατύχημα όλα σωπαίνουν και ο Οντιάρ σου προσφέρει μερικές στιγμές κινηματογραφικής υποβρύχιας ποίησης. Ήδη βλέποντας τις όρκες να κάνουν τούμπες στο νερό και μετά να έρχονται σε απόσταση ανάσας από τους εκπαιδευτές τους και να υπακούν σε απλά νεύματα του χεριού τους, διαισθάνεσαι πως υπάρχει κάτι στα όρια της ύβρης εδώ, και εν πάση περιπτώσει κάτι οριακό, μια δύναμη της φύσης που τιθασεύεται και μανιπουλάρεται στην υπηρεσία του θεάματος και του κέρδους, μια δύναμη της φύσης που, αν ξεφύγει, το θέαμα θα αλλάξει ριζικά χαρακτήρα. Το σώμα της γυναίκας – θέαμα θα δεχτεί το πρώτο προειδοποιητικό πλήγμα από τους άντρες τους οποίους ανάβει, από το αρσενικό μεθυσμένο κτήνος, και στη συνέχεια θα υποστεί συντριπτικό πλήγμα από το θαλάσσιο κήτος.
Κι όταν η Στεφανί χάσει τα πόδια της από τα γόνατα και κάτω και βουτηχτεί μέσα στην κατάθλιψη, θα θυμηθεί μετά από μήνες να πάρει τηλέφωνο τον Αλί. Τον Αλί που έχει αρχίσει και μπλέκεται σε κύκλωμα παράνομων υπαίθριων αγώνων πολεμικών τεχνών. Πόσα θα σου δώσουν, τον ρωτάει η Στεφανί; Δεν ξέρει καν. 500 ευρώ για τη συμμετοχή. Περισσότερα αν αρχίσει να κερδίζει. Θα σου δώσω εγώ 500 ευρώ, του λέει. Μην πας. Αλλά δεν το κάνει για τα λεφτά, το κάνει επειδή του αρέσει. «Νά, όπως εσύ με τις όρκες». Ο Αλί είναι ο άνθρωπος – σώμα. Ο Αλι το φροντίζει το σώμα του. Τρώει γιαούρτια και χυμούς, τρέχει, προπονείται. Το σεξ που κάνει είναι καθαρά σωματικό. Δύο γυναίκες με τις οποίες θα κάνει έρωτα, η κάμερα θα τις δείξει πρώτα ως σώματα. Ο Αλί ζει μέσα στο σώμα του, το σώμα του τον οδηγεί, το σώμα του τον καθορίζει. Και οι σκηνές των υπαίθριων πολεμικών τεχνών, της υπαίθριας μάχης δεν κινηματογραφούνται ως βία. Γιατί τελικά δεν είναι βία, είναι συναίνεση, είναι αμοιβαία συμφωνία, είναι σωματικότητα στην πιο ακραία μορφή της.
Ο μάνατζερ του και αυτός που τον μπάζει στο κύκλωμα, είναι μια υπόγεια φιγούρα που εγκαθιστά στα μεγάλα καταστήματα κρυφές κάμερες. Του εξηγεί ότι δεν τις βάζει για να παρακολουθούνται οι πελάτες. Όχι, αυτός δουλεύει για «τους κουστουμάτους», για τα μεγάλα αφεντικά που θέλουν να παρακολουθούν τους υπαλλήλους, ώστε να έχουν τρόπο να τους εκβιάζουν και να τους απολύουν χωρίς πολλά - πολλά, ειδικά όταν τους μπαίνουν ιδέες για συλλογικές διεκδικήσεις. Η αδελφή του του βάζει τις φωνές. Είναι δυνατόν να δουλεύεις για αυτούς; Με ποιούς είσαι; Με εμάς ή με αυτούς; Καθώς το «εμείς» και το «αυτοί» τίθενται τόσο ξεκάθαρα ως δυο διαφορετικές κατηγορίες, καθώς η ταξική συνείδηση μπαίνει στο τραπέζι, ο Αλί γίνεται έξαλλος και βγαίνει εκτός εαυτού. Σηκώνει το τραπέζι στον αέρα. Ο Αλί γνώρισε έναν άνθρωπο που του φέρθηκε καλά και τον ακολούθησε, έναν άνθρωπο που τον πλήρωνε να κάνει μια δουλειά και την έκανε. Όλες αυτές τις επιπλοκές δεν τις επεξεργάστηκε από το μυαλό του.
Και δεν τα έχει γενικά καλά με τις επιπλοκές. Όταν η Στεφανί, ενώ είναι καιρό μαζί ως φίλοι, του λέει για τη σεξουαλική της ζωή, ότι έχει ξεχάσει πώς είναι κλπ, εκείνος της απαντά ότι αν θέλει «το κάνουν» και τώρα. Δεν το λέει όμως επιτηδευμένα, το λέει με τον πιο φυσικό τρόπο του κόσμου. Η Στεφανί ξαφνιάζεται από το στυλ του: «Γενικά όποτε θες μπορείς να μου το ζητάς και αν είμαι ανοικτός, αν είμαι διαθέσιμος, μια χαρά». Ό,τι στη Στεφανί συνιστούσε επιτήδευση, ό,τι έκανε στους άντρες σκόπιμα (κοιτάξτε με, φτιαχτείτε, αλλά δεν θα πάρετε), η ψεύτικη υπόσχεση του σεξ, εδώ μετατρέπεται από τον Αλί σε φουλ διαθεσιμότητα για σεξ. Η Στεφανί προσέφερε όλο το φαντασιακό γύρω από το σεξ, ο Αλί προσφέρει αυτή καθαυτή την πράξη, αλλά γυμνή από φαντασιακό. Κι όπως προσφέρει το σεξ χωρίς ρομάντσο, το σεξ χωρίς έρωτα, έτσι είναι αμφίβολο κι αν θα χαρακτήριζε τη σχέση του με τη Στεαφανί «φιλία». Για να το πω έτσι, του φαίνεται φυσικό να τρώνε μαζί, να πηγαίνουν στην παραλία μαζί, να αρχίσει να τον παρακολουθεί στους αγώνες του. Ο Αλί δρα φυσικά, ήτοι σε πρώτο επίπεδο, δεν εξετάζει τα πράγματα, δεν τα ονομάζει, δεν σκέφτεται τις επιπτώσεις τους.
Ωστόσο πόσο φυσικό είναι να αποκλείεις το συναισθηματικό σκέλος από την ιστορία; Πόσο φυσικό είναι μια επαναλαμβανόμενη σεξουαλική σχέση να κινείται εκτός του ερωτικού; Και τι πάει να πει, εγώ όποτε θες εδώ είμαι, μια χαρά αν θες, πάλι μια χαρά αν δεν θες; Τι είδους άντρες είναι αυτοί που το ίδιο τους κάνει αν θα κάνουν ή δεν θα κάνουν έρωτα μαζί σου, τι είδους άντρες είναι αυτοί που αφήνουν στη διακριτική σου ευχέρεια τις αποφάσεις, εκείνοι πάντως είναι ανοικτοί;
Βλέποντας την ταινία, η οποία μου άρεσε πάρα, πάρα πολύ, σχεδόν τόσο πολύ όσο και η προηγούμενη ταινία του Οντιάρ, ο «Προφήτης», σκεφτόμουν πως τελικά το αληθινό σινεμά αρχίζει εκεί που μπορούν να σταματήσουν να περιγράφουν οι λέξεις. Δηλαδή μπορείς να πεις την ιστορία, μπορείς να δώσεις μια ερμηνευτική εκδοχή για νοήματα, μπορείς να μιλήσεις ακόμη και για συναισθήματα που σου γεννιούνται, αλλά η ταινία ως ταινία είναι αυτό το συγκεκριμένο σώμα εικόνων, που είναι κινηματογραφημένες, μονταρισμένες και μουσικά επενδυμένες έτσι και όχι αλλιώς. Είναι ο τρόπος που διηγείται την ιστορία του ο Οντιάρ που καθιστά την ταινία του σημαντική, δεν είναι η μελοδραματική ιστορία του Αλί, της Στεφανί και του Σαμ, δεν είναι καν η Κοτιγιάρ και ο Ματίας Σένερτς όσο κι αν δεσπόζουν στην οθόνη, είναι αυτές οι εικόνες, είναι αυτές οι γωνίες λήψης, είναι αυτό το ολότελα μυστηριώδες και ακαταμάχητα γοητευτικό πράγμα που λέγεται σκηνοθετική ματιά.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 04, 2012

Ιδιαιτερότητα - Ιδιαιτερότητα - Ιδιαιτερότητα

Στις παλιές ένδοξες μέρες της παντοκρατορίας του Σωκράτη Κόκκαλη στον γάβρο, κάθε φορά που προέκυπτε ένα πρόβλημα στην ομάδα, τα πανταχού σπαρμένα παπαγαλάκια άρχιζαν με κοινή φωνή να ανακοινώνουν πως πλέον το θέμα «θα το χειριστεί προσωπικά ο Πρόεδρος». Είναι ακριβώς η ίδια μεθοδολογία που ακολουθούν τα παπαγαλάκια του Αντώνη Σαμαρά, όταν με κοινή φωνή μας ανακοινώνουν πως το όποιο σκαλωμένο ζήτημα αναλαμβάνει να το «χειριστεί προσωπικά ο Πρωθυπουργός». Από τις μεταγραφές ποδοσφαιριστών ως τα φορολογικά νομοσχέδια, ο Ανώτατος Ηγεμών είναι εκείνος που έρχεται ως από μηχανής Θεός να δώσει τη λύση εκεί που οι ανεπαρκείς υφιστάμενοί του τα κάνουν μαντάρα. Αντί δηλαδή ο Πρόεδρος μιας ΠΑΕ ή ο Πρωθυπουργός μιας χώρας να είναι ο κατεξοχήν υπεύθυνος και υπόλογος εκ της θέσεώς του, όταν τα πράγματα φτάνουν να γίνονται μαντάρα σε τομείς στρατηγικής σημασίας στο μαγαζί που διοικεί, εμφανίζεται με μια εντυπωσιακά γραφική αντιστροφή των όρων, ως ο ιππότης με το λευκό άλογο που έρχεται (από ποιό μακρινό υπερπέραν άραγε;) να σώσει και πάλι την κατάσταση.
Και μια και μιλάμε για μπάλα, αν το περιστατικό με τους δεκαπεντάχρονους, που σκότωσαν κυριολεκτικά στο ξύλο επόπτη, δεν είχε συμβεί στην Ολλανδία αλλά στην Ελλάδα -και δη στην τωρινή Ελλάδα- θα είχαν πάρει φωτιά τα πληκτρολόγια και θα είχαν εξαντληθεί όλα τα αποθέματα των κλισέ. Και οκ, αναφέρομαι βασικά στην από εκεί πλευρά, αλλά και η από εδώ πλευρά δεν θα πήγαινε τόσο πίσω, χρησιμοποιώντας τα δικά της, έστω σε απάντηση της χρήσης των της από εκεί. Όλοι αυτοί οι ποταμοί της μπαρουφολογίας που θα γράφονταν, όλες αυτές οι βαθυστόχαστες και σπαραξικάρδιες παπαριές (των δικών μου συμπεριλαμβανομένων). Ιδιαιτερότητα, ιδιαιτερότητα, ιδιαιτερότητα: μπορεί το τρίπτυχο αυτό να είναι βασικό εργαλείο (ή και όπλο) των από εκεί στην ανάλυση της ελληνικής πραγματικότητας, ωστόσο τελικά ελάχιστοι μπορούμε να ξεφύγουμε από τον επαρχιωτισμό στο βλέμμα, υπό την έννοια πως αν το συγκεκριμένο συμβάν συνέβαινε εδώ, η γραμμή άμυνάς μας απέναντι στα περί κουλτούρας της βίας κλπ, θα ήταν πως εδώ μας έφεραν τα νεοφιλεύθερα πειράματα κλπ. Εκείνο δηλαδή που τελικά όλοι έχουμε την τάση να ξεχνάμε είναι πως πριν από Έλληνες είμαστε άνθρωποι σαν όλους τους ανθρώπους, πως όταν μερικοί δεκαπεντάχρονοι σαπίζουν στο ξύλο μέχρι θανάτου έναν επόπτη μπροστά στον γιο του, τον σαπίζουν όχι επειδή είναι προϊόντα του ολλανδικού πολιτισμού, όχι επειδή εκτονώνουν έτσι παθογένειες της ολλανδικής κοινωνίας, αλλά επειδή έτσι είναι οι άνθρωποι, στα 15 βράζει το αίμα τους, μπορεί να ξεκίνησε να βαράει ένας που είχε οικογενειακό υπόβαθρο βίας και να ακολούθησαν αγεληδόν οι υπόλοιποι, μπορεί να έτυχε να καταλήξει από τα χτυπήματα ο επόπτης, μπορεί αν σήκωνε ή δεν σήκωνε το σημαιάκι πιο δίκαια να μην είχε συμβεί τίποτα, μπορεί αυτό που συνέβη στην Ολλανδία να είχε συμβεί με τους ίδιους ακριβώς όρους στην Αίγυπτο, την Αυστραλία, την Βόρεια Κορέα, την Παραγουάη, την Ελλάδα.
Κι όσο το ξανασκέφτομαι και για να το επικεντρώσω: αυτός ο επαρχιωτισμός της από εκεί επιχειρηματολογίας, δυσκολεύεται πλέον να κρύψει την κατάληξή του σε έναν ιδιότυπο ρατσισμό, με την ελληνική κοινωνία να δέχεται έτσι ταυτόχρονα δύο διαφορετικά ρεύματα ρατσισμού, που καταλήγουν και τα δύο στα περί ελληνικής ιδιαιτερότητας, με τη διαφορά πως ο χρυσαυγίτικος μιλάει για τη φυλή και το αίμα που μας κάνει ξεχωριστούς, ενώ ο καθεστωτικά μεταρρυθμιστικός μιλάει για τις νοοτροπίες και τη κουλτούρα που μας κάνει ξεχωριστούς από την ανάποδη. 

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2012

Της πόλης· ή όχι και τόσο.

Σoυ γράφω από ίντερνετ καφέ. Όποιος καθόταν στον υπολογιστή πριν από μένα έβλεπε βίντεο με τίτλο "Τwo girls screwed by an ebony dog". Σκέφτομαι μήπως το "dog" είναι της έννοιας ο μαύρος, ο αράπης, ο σκύλος, ο ταμ ταμ ταμ. Αλλά μπα, από την Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή ως τα τσοντοσάιτ, ο ρατσισμός δεν μένει πια στην επίσημη γλώσσα της διεθνούς κοινότητας, ούτε για αστείο. Στον διπλανό υπολογιστή τσεκάρουν αποτελέσματα για τη Σχολή Δικαστών: γουαναμπί κτηνοβάτες - γουαναμπί δικαστές, μια οθόνη απόσταση.
~~~
Σε γυρνάω τώρα μερικές μέρες πριν, αναλύοντάς σου τις δέκα συν μία εκδοχές για τον αληθινό λόγο που δεν πήρα ομπρέλα από τους πανταχού σπαρμένους νοτιοασιάτες που μου την προσέφεραν (φωνάζοντας άλλοι «ομπρέλα», άλλοι «ομπέλα» κι άλλοι «αμπέλα»), με αποτέλεσμα να γίνω μούσκεμα: 
1) Παθολογική τσιγκουνιά
2) Φτώχεια καταραμένη
3) Κακομοιριά - μιζερολαγνεία
4) Απωθημένος λόγω της όψιμης αριστεροσύνης ρατσισμός, που εκδηλώνεται με αυτούς τους πλάγιους τρόπους
5) Καταναλωτική συνείδηση που τιμωρεί το συγκεκριμένο φυλετικό γκρουπ για παλαιότερες πωλήσεις ελαττωματικών ομπρελών
6) Φορολογική συνείδηση που δεν μου επιτρέπει την αγορά άνευ επισήμου παραστατικού
7) Προστασία του νόμιμου εμπορίου και έμπρακτη αποδοκιμασία του παραεμπορίου
8) Αγνός ατόφιος μαζοχισμός
9) Μια από τα παιδικά χρόνια εμπεδωμένη ιδέα περί ανδρισμού, βάσει της οποίας τα παλικάρια δεν πονούν και δεν λιώνουν από τη βροχή
10) Απλά μου αρέσει η βροχή και να βρέχομαι
11) Επειδή αν αγοράσεις ομπρέλα όπως όλοι, δεν βρέχεσαι μεν, αλλά χάνεις μια θαυμάσια ευκαιρία να γράψεις εξυπνάδες
 ~~~
Πλησιάζοντας σε απόσταση ανάσας μια σημαδιακή ηλικία, συνειδητοποιώ πως θα μπορούσα να με συνοψίσω ως εξής: έζησα τη δεκαετία από τα 20 ως τα 30 σαν να ήταν η δεκαετία από τα 30 ως τα 40 και το αντίστροφο. Γεγονός που αφήνει μόνο δύο επιλογές για τη δεκαετία από τα 40 ως τα 50: ή θα τη ζήσω σαν 50 - 60 ή σαν 10 - 20. Τα 0 - 10 και τα 70 - 80 συγκεντρώνουν λιγότερες, όχι πάντως και μηδενικές πιθανότητες.
~~~
Όχι και τόσο της πόλης τελικά. Μια ατελείωτη περιαυτολογία. Είμαι ο αναμφισβήτητος σταρ αυτού του μπλογκ: εμφιλοχωρώ σχεδόν σε κάθε ποστ. Κι άλλοι αγάπησαν τον εαυτό τους, αλλά δεν κάναν έτσι. Τους πέρναγε κάποτε. Θα μου περάσει και μένα, πού θα πάει. Αλλάζοντας δεκαετία θα αλλάξω μυαλά. Θα θελήσω να γίνω δικαστής. Αν δεν με παίρνει λόγω ορίου ηλικίας, θα θελήσω να γίνω κτηνοβάτης. Είχα από μικρός έναν παθολογικό φόβο για τα σκυλιά. Λαμπρή ευκαιρία να το γυρίσω τούμπα και να κάνω την κρίση ευκαιρία. Κάτι που δεν είχα ως τώρα σκεφτεί είναι μήπως, όπως η ομοφοβία λένε ότι είναι απωθημένη ομοφυλοφιλική έλξη, έτσι και η παιδιόθεν σκυλοφοβία καταπίεζε τον κτηνοβάτη μέσα μου.
~~~
Αλλά όσο φανατικά και να ζει κανείς μέσα στο μυαλό του, δεν παύει να ζει και μέσα στην πόλη. Στην πόλη του. Γιατί από μια ηλικία και πάνω είναι σχεδόν τόσο δική του όσο και το μυαλό του. Το μυαλό μας γεμάτο στενά που βγάζουν σε κεντρικές οδούς. Αν οι κεντρικοί δρόμοι του μυαλού μας είναι γεμάτοι υπερεγώ, αν στους κεντρικούς δρόμους κυκλοφορούν αντιλήψεις και πεποιθήσεις λίγο πολύ κοινές σε κάθε μυαλό, είναι τα στενά που δίνουν στο μυαλό μας τη δική του ταυτότητα, είναι στα στενά του που -λίγο πάνω ή λίγο κάτω από τον πολυσύχναστο δρόμο- αναπνέουμε αληθινά.