Πέμπτη, Απριλίου 29, 2010

Ο κανονικός ο κόσμος

Κατ΄αρχάς, για να μην μπλέκουμε τα πράγματα, ας ξεμπερδέψουμε με τα δικά μας: το ότι το διαλύσαμε το πράγμα σε καθεστώς καπιταλισμού, δεν σημαίνει ότι δεν θα το διαλύαμε και σε καθεστώς κομμουνισμού ή ρασταφαριανισμού ή οποιασδήποτε άλλης εναλλακτικής πραγματικότητας μπορεί να φανταστεί κανείς. Αν υποθέσουμε δηλαδή ότι υπήρχαν εναλλακτικές πραγματικότητες τύπου «Lost», με εναλλακτικά παγκόσμια οικονομικά και πολιτικά συστήματα, και πάλι τότε στο «σκουπίδι» θα κατέληγε η αξιολόγησή μας, οποιαδήποτε κι αν ήταν τα κριτήρια της αξιολόγησης. «Εσύ όπου κι αν πας με την Oceanic 815, σ' όποιο ταξίδι, σε λάθος στάση θα κατεβείς». Και δεν θα κατεβαίναμε συνεχώς σε λάθος στάση λόγω χαλασμένων γονιδίων, αλλά λόγω χαλασμένης νοοτροπίας, που όλα τριγύρω μπορεί να αλλάζουν, αλλά αυτή παραμένει ανέπαφη στο βασικό της δόγμα από γενιά σε γενιά και από αιώνα σε αιώνα: Το εμείς είναι για τους μαλάκες. Κι εμείς δεν είμαστε μαλάκες. Κι εγώ δεν είμαι μαλάκας. Η σχέση του Έλληνα πολίτη από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους ως σήμερα υπήρξε σταθερά σχέση αλληλοϋπονόμευσης και αλληλοκοροϊδίας, και πάνω σε μια τέτοια σχέση αυτονόητο είναι ότι, όχι δύο, αλλά κι άλλες εικοσί δύο φορές θα ξαναπτωχεύσουμε. Οπότε για το ότι είμαστε ουραγοί δεν φταίει ο δρόμος αλλά εμείς. Σύμφωνοι; Σύμφωνοι.
Τώρα επιτρέπεται να μιλήσουμε λίγο και για το δρόμο; Μήπως είναι κι αυτός από μόνος του στραβός; Μήπως κάπου έχει αφηνιάσει εντελώς η ασυδοσία των αγορών; Μήπως δεν είναι -λιγάκι να κάτσουμε να το σκεφτούμε- και τόσο λογικό να ακούμε συνεχώς για ανθρώπους που έχουν ποντάρει στην κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας κι αύριο της πορτογαλέζικης και μεθαύριο κάποιας άλλης; Δηλαδή τα κράτη είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμα να κάνουν πολέμους αν αμφισβητηθεί κανένας ακατοίκητος βράχος τους (πολέμους που μπορούν να χάσουν ή να νικήσουν, αλλά στους οποίους έχουν πάντως μια ισχύ να αντιπαρατάξουν), τα κράτη είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμα να στείλουν πολλές χιλιάδες ανθρώπους να σκοτωθούν για πάρτη τους, αν αμφισβητηθεί με αυτόν τον και συμβολικό ακόμη τρόπο η εθνική τους κυριαρχία, αλλά είναι εντελώς ανίσχυρα μπροστά σε πονταρίσματα, σορταρίσματα και λοιπές χρηματοοικονομικές φούσκες που πετούν την εθνική τους κυριαρχία στα σκουπίδια; Μήπως έχουν τίποτα υπερόπλα οι αγορές που κάνουν τα κράτη διστακτικά; Μήπως οι αγορές λειτουργούν σε εξωγήινες βάσεις όπου τα κράτη της γης δεν μπορούν να επέμβουν; Από πού προκύπτει αυτή η δήθεν αδυναμία των κρατών να βάλουν χαλινάρι στις αγορές; Μήπως μπορούν αλλά δεν θέλουν επειδή δεν το θέλουν οι πολίτες τους; Τους ρώτησαν τους πολίτες τους; Ας γίνουν δημοσκοπήσεις σε όλα τα κράτη να δούμε τι ποσοστά επιδοκιμασίας συγκεντρώνει αυτό το αχαλίνωτο των αγορών. Ας γίνει ένα δημοψήφισμα σε όλα τα κράτη. Να έχει συζητηθεί μήνες πριν, έστω ένα - δύο χρόνια πριν, να έχουν κατασταλάξει σε δέκα κωδικοποιημένες ερωτήσεις για ρυθμίσεις παγκόσμιες. Όχι ότι χρειάζονται αυτά. Όχι ότι έχει εκλεγεί καμία κυβέρνηση πουθενά που να έχει νομιμοποίηση να αφήνει τις αγορές ασύδοτες. Κι όμως, παρουσιάζεται και σε εμάς και στους υπόλοιπους λαούς ως έξωθεν επιβαλλόμενη πραγματικότητα, ως κάτι που αυτό θα μας κρίνει και που εμείς δεν έχουμε τη δύναμη να το κρίνουμε. Ως κάτι στο οποίο είμαστε εμείς υπόλογοι και όχι ως κάτι που είναι υπόλογο σε μας. Σε μας τους ανθρώπους. Τους πολλούς. You know πολλούς; Υοu know we the people;
Επιτρέπεται λοιπόν να μιλήσουμε και λίγο για το δρόμο; Εξαρτάται. Ο Πάσχος Μανδραβέλης, ας πούμε, λέει: Κάποτε ο μεγάλος Αμερικανός θεολόγος Ρέινολντ Νίμπουρ προσευχήθηκε «Θεέ μου χάρισέ μου τη γαλήνη να δεχθώ τα πράγματα που δεν μπορώ ν’ αλλάξω, το κουράγιο ν’ αλλάξω εκείνα που μπορώ και τη σοφία να καταλαβαίνω τη διαφορά». Την προσευχή αυτή χρειάζεται να κάνει και η ελληνική Αριστερά, και ας είναι άθεη. Για την ακρίβεια, στην τωρινή κρίση όλοι πρέπει να βρούμε το κουράγιο να αλλάξουμε τα πράγματα που μπορούμε, να αποκτήσουμε τη γαλήνη να δεχθούμε εκείνα που δεν μπορούμε να αλλάξουμε και κυρίως να έχουμε τη σοφία για να καταλάβουμε τη διαφορά. Πρόκειται βέβαια για το μότο των Ανώνυμων Αλκοολικών, αλλά το αλκοολιλίκι είναι ευρύτερη έννοια και κανείς μπορεί να είναι αλκοολικός και με τις αγορές. Ο Φώτης Γεωργελές στο τελευταίο του εντιτόριαλ συνεχίζει το νήμα από εκεί που το άφησε ο Πάσχος: "Να απαιτήσουμε από τις χώρες της Ευρώπης να μας δανείζουν με 1% επιτόκιο". Πώς δεν το είχαν σκεφτεί και οι άλλοι; Είναι τόσο απλό. Αρκεί να το απαιτήσουμε. Ο φίλος του λαού δεν υποψιάζεται καν ότι στον κανονικό κόσμο δεν μπορείς κανέναν να υποχρεώσεις να σου δανείσει. Ούτε να του επιβάλλεις τους όρους του δανεισμού».
Βέβαια κάποιοι άλλοι το είχαν σκεφτεί να δανείζονται με περίπου 1% από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στη συνέχεια να δανείζουν τα κράτη με πολλαπλάσιο ποσοστό, αλλά αυτοί οι κάποιοι λέγονται τράπεζες και στον κανονικό τον κόσμο τα κράτη δεν μπορούν να αλλάξουν τους κανόνες του παιχνιδιού, οσοδήποτε μυστήριας λογικής κι αν είναι. Αυτό είναι που πάνω απ' όλα πρέπει να εμπεδώσουμε: ότι ο κανονικός κόσμος δεν είναι ένας κόσμος στον οποίο μας πέφτει ουσιαστικός λόγος για τον τρόπο που λειτουργεί, δεν είναι ένας κόσμος στον οποίο θεωρητικά και σήμερα θα μπορούσε να ξαναρχίσει μια παγκόσμια συζήτηση για ξαναμοίρασμα της τράπουλας από την αρχή, με αυστηρότερους κανόνες ελέγχου των αγορών και τιμωρίας των αγορατζήδων από πίσω τους, που άνθρωποι είναι και αυτοί με σάρκα και οστά. Όχι. Ο κανονικός κόσμος περιέχει αδιαφισβήτητους κανόνες λειτουργίας έξω από τα κράτη και έξω από τους πολίτες τους. Χωρίς βέβαια να έχει και τόσο σημασία ότι ακόμα και ο ίδιος ο καπιταλιστικός κόσμος δεν γνώριζε από καταβολής του αγορές παραγώγων, ασφάλιστρα κινδύνου ομολόγων, «γυμνές» αγορές ομολόγων και άλλα παρόμοια, ηχηρά ή σιωπηλά, φανερά ή κρυμμένα, πάντως σχετικά καινοφανή και απόλυτα δαιδαλώδη, αδιαφανή, ανομιμοποίητα.
Η ελληνική κατάρρευση του 2010: ένας ελεεινός δρομέας σε έναν ολοένα και ελεεινότερο παγκόσμιο δρόμο.

Τετάρτη, Απριλίου 28, 2010

Mυστικά και Βλέμματα

Έγκλημα και τιμωρία: Λένε ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει ενδιαφέρον σήμερα κυρίως ως κοινωνικό μυθιστόρημα. Αντίστοιχα, η βασική αρετή του βραβευμένου με όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας «Μυστικού στα Μάτια της», είναι ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνει την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα των προηγούμενων δεκαετιών της Αργεντινής, χωρίς ποτέ όμως να βάζει την πραγματικότητα αυτή σε πρώτο πλάνο, αποφεύγοντας μάλιστα και να ονοματίσει ρητά πολιτικά φορτισμένες έννοιες. Μιλώντας για ένα έγκλημα κι έναν έρωτα, η ταινία μιλά για ιστορίες πανανθρώπινες. Ωστόσο το ότι αυτά συμβαίνουν στην Αργεντινή του 1974 επηρεάζει καθοριστικά και τα δυο. Εκείνη είναι πλούσια, με ανώτατη μόρφωση, αξιωματούχος του δικαστήριου, δεν μπορεί να την αγγίξει κανείς. Εκείνος είναι φτωχός, έχει τελειώσει δημοτικό, είναι υφιστάμενός της, το παρακράτος μπορεί να τον αγγίξει ό,τι ώρα θέλει. Η χούντα στην Αργεντινή διήρκεσε από το 1976 ως το 1983, ωστόσο τα όσα πολιτικώς και θεσμικώς ανώμαλα βλέπουμε να συμβαίνουν, συμβαίνουν δυο χρόνια πριν, το 1974, όπου λειτουργούσε ένα παρακράτος που στηριζόταν στο ακροδεξιό σκέλος του κόμματος των περονιστών. Οι δικτατορίες δεν προκύπτουν από παρθενογένεση, δεν ξεσπάνε σε περιβάλλοντα που λειτουργούν ρολόι οι θεσμοί. Και η ταινία δείχνει πως όταν απουσιάζει η θεσμική δικαιοσύνη το αποτέλεσμα είναι σχεδόν νομοτελειακό: στρεβλώσεις, τερατογενέσεις, καταστάσεις που παρασέρνουν και σένα στη σκοτεινή πλευρά σκοτεινιάζοντας ακόμη περισσότερο το συνολικό τοπίο.
Το πάθος και το γκολ: Ακριβώς μετά το διάλειμμα η ταινία απογειώνεται. Ο αλκοολικός φίλος του πρωταγωνιστή μιλά για τον ένα και μοναδικό τύπο του ανθρώπου, για τον κοινό όλων μας τύπο. Εξηγεί δηλαδή ότι ο άνθρωπος, είτε αστυνόμος είναι είτε φονιάς είτε οτιδήποτε άλλο, έχει ένα κοινό στοιχείο: «Είμαι στο μπαρ και πίνω, παρόλο το κακό που μου κάνει, επειδή μου αρέσει να πίνω. Κανείς μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Σπίτι, γυναίκα, πατρίδα, Θεό, πεποιθήσεις. Αλλά ένα πράγμα δεν μπορεί να αλλάξει: το πάθος του». Λίγο μετά ακολουθεί ένα οργιαστικό πεντάλεπτο μονόπλανο σε ποδοσφαιρικό γήπεδο, μια σκηνή που σε αφήνει με το στόμα ανοικτό. Σαν να έχεις πάει γήπεδο και σινεμά μαζί. Ο διονυσιασμός της ποδοσφαιρικής εξέδρας είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να αναπαρασταθεί. Ο πανηγυρισμός σε ένα γκολ είναι ο ορισμός του αυθόρμητου, ο ορισμός ενός ξεσπάσματος που δεν μπορεί να προσομοιωθεί. Η στιγμή του μεγάλου γκολ είναι μια στιγμή που όλα τα συναιρεί και όλα τα συμπυκνώνει. Το μεγάλο γκολ είναι ο συνδυασμός προσδοκώμενου και απροσδόκητου: το προσδοκούσες σε όλη τη διάρκεια του αγώνα - και βδομάδες πριν αν ο αγώνας είναι κρίσιμος- αλλά όταν έρχεται δεν παύει να είναι σε ένα βαθμό απροσδόκητο, αφού η στιγμή του δεν είναι εγγυημένη ή προγραμματισμένη, αφού μπορεί να έρθει ανά πάσα στιγμή όπως ακριβώς μπορεί να μην έρθει και καθόλου. Κι αν έρθει δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Ξεσπάς. Ουρλιάζεις. Αγκαλιάζεις. Φιλάς. Χάνεσαι. Ωστόσο το ακατόρθωτο πετυχαίνεται και η φρενίτιδα του γηπέδου μεταδίδεται στην ταινία ανεπανάληπτα. Ίσως επειδή είμαστε στην Αργεντινή και είναι το πιο πρόσφορο έδαφος να επιτευχθεί. Ίσως επειδή για να ολοκληρωθεί η σκηνή του γηπέδου και όσα διαδραματίζονται σε αυτή απαιτήθηκαν δυο χρόνια προετοιμασίας και σχεδιασμού, τρεις μέρες γυρισμάτων, εννιά μήνες μοντάζ. Και διακόσιοι κομπάρσοι, αληθινοί πιθανότατα οπαδοί.
Το λεξικό των βλεμμάτων: Το αισθηματικό σκέλος της ταινίας είναι και το λιγότερο επιτυχημένο. Εικονογραφείται συμβατικά, ενίοτε στα όρια του άρλεκιν. Ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας είναι «Το μυστικό στα μάτια τους» και είναι και πολύ ακριβέστερος επειδή μιλά για το μυστικό στα μάτια και των δύο ερωτευμένων. Μιλά επίσης για το μυστικό στα μάτια του δολοφόνου, αφού είναι το βλέμμα του που γεννά υποψίες όταν ερευνάται η υπόθεση και είναι το βλέμμα του στην ανάκριση που λειτουργεί σαν αποδεικτικό του ψυχισμού του στοιχείο. Οι δυο πρωταγωνιστές δεν έχουν πει με λόγια σχεδόν τίποτα το ερωτικό. Τα μάτια τους όμως έχουν συνομιλήσει με έναν τρόπο που δεν μπορούν να ξεχάσουν. Και ξαναπιάνουν με την ίδια ένταση τον σιωπηλό τους διάλογο είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, αφού η ταινία κινείται μεταξύ 1974 και 1999.
Προϊόν μάθησης η γλώσσα, σύστημα η γλώσσα, είναι πολύ λιγότερο αυθόρμητη, αφού πάντα μεσολαβεί ένα φίλτρο ανάμεσα στη σκέψη και στη λέξη. Ανάμεσα στο συναίσθημα και στο βλέμμα όμως το φίλτρο έχει πολύ πιο περιορισμένη δυνατότητα αναχαίτισης, πολύ μικρότερη δικαιοδοσία. Το βλέμμα μπορεί να καταπιεστεί και σε ένα βαθμό να καμουφλαριστεί. Να υποκριθεί και να πει όπως η γλώσσα ψέμματα είναι πολύ πιο δύσκολο. Μαθαίνοντας να μιλάμε, μάθαμε επίσης και να λέμε ψέμματα. Από την άλλη, η πρώτη ύλη της γλώσσας είναι κοινή για όλους. Το ίδιο «Σ΄ αγαπώ» θα πεις και εσύ και όλοι οι άλλοι. Κι ας το εννοείς διαφορετικά από όλους τους άλλους. Αλλά το βλέμμα σου είναι μόνο δικό σου. Όσο κι αν προσπαθείς να ξεφύγεις από την κοινή χρήση των λέξεων, η φθορά τους είναι πάντα παρούσα, μεταδίδοντας αναπόφευκτα ένα μέρος από την κόπωση τους. Αλλά το βλέμμα σου δεν απαντάται σε λεξικά, δεν κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα, απαντάται μόνο μέσα στα δικά σου μάτια, κυκλοφορώντας πολύ πιο περιορισμένα και εκλεκτικά. Τα συναισθήματα που νιώθεις είναι δικά σου, αλλά σε αντίθεση με το βλέμμα σου, τα λόγια που θα πεις δεν είναι. Ίσως λοιπόν αρχίζουμε να μιλάμε περισσότερο όταν προτιμάμε να κοιτάμε λιγότερο, ίσως στο ερωτικό πεδίο ο λόγος να είναι τελικά μια έκπτωση· και τα ερωτικά ποιήματα τίποτα περισσότερο από αποτυχημένες προσπάθειες ανάκλησης και μεταγραφής ερωτικών βλεμμάτων.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Απριλίου 26, 2010

Δεκάλογος

Τι έχω ως τώρα καταλάβει:
1) Μπορεί επί 36 χρόνια να μας κυβερνάνε εναλλάξ δύο συγκεκριμένα κόμματα, αλλά ο βασικός υπαίτιος που μας οδήγησε στην χρεοκοπία είναι τα δύο κόμματα της αριστεράς, που με τις απεργίες τους, τις διαδηλώσεις τους και τις καταλήψεις τους εμπόδισαν τα δύο κόμματα εξουσίας να προβούν εγκαίρως στις αναγκαίες τομές. Δηλαδή ασφαλώς και φταίνε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, αλλά η κύρια ευθύνη τους συνίσταται στο ότι άφησαν τους αριστερούς να κάνουν κουμάντο και δεν τους αντιστάθηκαν όταν έπρεπε. Στο χείλος του γκρεμού δεν μας οδήγησαν αυτοί που κυβερνούσαν, με τον τρόπο που κυβερνούσαν και τις πολιτικές που εφάρμοζαν, αλλά αυτοί που δεν κυβερνούσαν, που όμως συνειδητοποιούμε τώρα ότι ήταν οι αληθινοί μας κυβερνήτες. Οι αριστεροί πρώτα κατέστρεψαν τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού και δυο δεκαετίες αργότερα και την Ελλάδα.
2) Υπάρχει μια απολιτική έννοια που ονομάζεται «πραγματικότητα». Η πραγματικότητα είναι έννοια οικονομικής υφής. Όταν η πραγματικότητα σου χτυπήσει την πόρτα, δεν έχει το παραμικρό νόημα να συζητάς πολιτικά και να αμφισβητείς το τι πρέπει να γίνει. Το τι πρέπει να γίνει δεν είναι πλέον αντικείμενο πολιτικών βαυκαλισμών, το τι πρέπει να γίνει προκύπτει τεχνοκρατικά με βάση αριθμούς και δείκτες. Αν δεν το βλέπεις, αν το αρνείσαι, είτε εξακολουθείς να εθελοτυφλείς είτε καταστροφικά εξακολουθείς να λαϊκίζεις.
3) Για την ακρίβεια λαϊκισμός και πολιτική σε μεγάλο βαθμό είναι ένα και το αυτό. Αυτό που συνηθίζαμε να αποκαλούμε πολιτική ήταν βασικά λαϊκισμός, ήταν αυτιστική άρνηση των αριθμών και των δεικτών, ήταν η ψευδαίσθηση ότι η πραγματικότητα μπορεί να παρακαμφθεί. Δεν μπορεί. Ένα κι ένα έκαναν, κάνουν και θα κάνουν δύο.
4) Η ευεργετική συνέπεια του σοκ που βιώνουμε είναι το σπάσιμο του παραμορφωτικού καθρέφτη μέσα από τον οποίο βλέπαμε τον εαυτό μας. Πίσω από τα θρυμματισμένα του κομμάτια που μας κατακόβουν, μπορούμε επιτέλους να μας αντικρίσουμε όπως πραγματικά είμαστε. Ζήσαμε καταβροχθίζοντας την υπεραξία του κράτους, ζήσαμε καταβροχθίζοντας την υπεραξία των κοινοτικών κονδυλίων. Ζήσαμε, συνεπώς, σαν παράσιτα.
5) Το να λες ότι ναι μεν η ελληνική κοινωνία είναι από πάνω ως κάτω άρρωστη, ναι μεν χαρακτηρίζεται από φαυλοκρατία, αναξιοκρατία, αγκυλώσεις και όλων των λογιών τα ελλείμματα, αλλά ταυτόχρονα και το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα έχει εντονότατα σημάδια σήψης στο κορμί του, δεν αποτελεί παρά μια ακόμα δικαιολογία, παρά έναν ακόμα μας αυτισμό, παρά μια ακόμα απέλπιδα προσπάθεια να ρίξουμε μέρος της ευθύνης κάπου αλλού. Όχι, λοιπόν. Φτάσαμε ως εδώ επειδή φταίμε εμείς και μόνο εμείς. Ας αφήσουμε το οικονομικό σύστημα ήσυχο ή ας ορθοποδήσουμε πρώτα και τότε θα μπορούσαμε ίσως να κάνουμε μια -ακαδημαϊκή- συζήτηση και για τις παθογένειες του καπιταλισμού.
6) Όταν με την βοήθεια των μέτρων το απόστημα σπάσει και το πύον αρχίσει να χύνεται, όταν τα επώδυνα χρόνια αρχίσουν να περνούν, τότε ίσως μπορέσουμε να χτίσουμε σιγά σιγά μια κοινωνία που θα λειτουργεί υγιώς. Ναι, δεν είμαστε τυφλοί. Ξέρουμε ότι θα λειτουργεί ταυτόχρονα και νεοφιλελεύθερα. Δεν σημαίνει ότι υγεία και νεοφιλευθερισμός ταυτίζονται. Στην ψυχή μας τουλάχιστον, στο DNA μας. Αλλά οι αγορές είναι ευνοϊκά διακείμενες απέναντι στον νεοφιλευθερισμό κι αυτό δεν είναι στο χέρι μας να το αλλάξουμε. Κάτι τέτοιο σε περιβάλλον παγκοσμιοποιημένης οικονομίας δεν θα ήταν απλά ουτοπικό, αλλά και λίαν επικίνδυνο, αφού οι αγορές θα εκτροχιάζονταν αν διαπίστωναν να φυτρώνουν εκ νέου τέτοιες πεθαμένες συζητήσεις. Οπότε στην παρούσα φάση, στα χρόνια δηλαδή που έρχονται, ο εθνικός μας στόχος πρέπει να είναι το νοικοκύρεμα, το ξερίζωμα κάθε αγκύλωσης και κατάλοιπου που ανεβάζει το εργασιακό κόστος πλήττοντας την ανταγωνιστικότητα (όπως είναι κατ' εξοχήν η επιμονή στο χρεοκοπημένο μοντέλο των συλλογικών διαπραγματεύσεων που απαγορεύει στον κάθε εργαζόμενο και στον κάθε εργοδότη ελεύθερα να καθορίσουν το κατώτερο ύψος του μισθού) και τελικά η δόμηση μιας κοινωνίας που θα μπορεί μια μέρα στο μέλλον να ξαναβγεί στις αγορές και να ξαναδανειστεί με τις δικές της δυνάμεις. Αυτό είναι ένα όραμα εθνικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας που αξίζει τις θυσίες που θα χρειαστεί να κάνουμε.
7) Ως τότε, επειδή θαύματα δεν γίνονται και νοοτροπίες δεν ξεριζώνονται από την μια μέρα στην άλλη κι επειδή είναι βέβαιο ότι οι αριστεροί θα αντιδράσουν, απαιτείται μια ριζική διαφοροποίηση στην στάση του κράτους απέναντι σε κάθε περιστατικό ανομίας. Ο νόμος πρέπει να αρχίσει επιτέλους να γίνεται σεβαστός αντί για κουρελόχαρτο. Όλοι οι νόμοι, από τον πιο ασήμαντο έως τον πιο σημαντικό. Με την πιθανή εξαίρεση του σημαντικότερου, των διατάξεων δηλαδή του Συντάγματος που ορίζουν ποιά είναι τα αρμόδια όργανα άσκησης των εξουσιών. Εξαίρεση που γίνεται μόνο και μόνο επειδή αφενός αυτή είναι η πραγματικότητα (και η πραγματικότητα εκτός από εκτός πολιτικής έννοια είναι και εκτός Συντάγματος έννοια) και αφετέρου επειδή η λαϊκή εντολή στις εκλογές έχει εντελώς συνειδητά τον χαρακτήρα λευκής επιταγής. Μπορεί κανείς με τρόμο να φανταστεί ένα πολίτευμα που η ψήφος σε ένα κόμμα θα σήμαινε και την υποχρέωση του να εφαρμόσει όσα προεκλογικά δεσμευόταν ότι θα εφάρμοζε. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι ένα βαθιά λαϊκίστικο πολίτευμα που διασώζεται ακριβώς επειδή υπάρχει η δικλίδα της λευκής επιταγής, πάνω στην οποία οι πολιτικοί μπορούν να γράφουν οτιδήποτε απαιτείται προκειμένου η χώρα να συμμορφώνεται με την πραγματικότητα.
8) Αλλά αυτό καμιά φορά χρειάζεται κότσια, χρειάζεται συναίσθηση της ευθύνης, χρειάζεται ένα πολιτικό σύστημα που θα έχει κόμματα εξουσίας τα οποία θα μπορούν να πάρουν την κρίσιμη ώρα κάθε αναγκαία απόφαση, οσοδήποτε επώδυνη κι αν είναι. Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να πούμε ότι αυτό που μας κρατά αυτή τη στιγμή όρθιους είναι -ναι, μη στραβώνεις- ο επάρατος δικομματισμός. Κι όσο κι αν έχει μέρος της ευθύνης που φτάσαμε στο χείλος, είναι ταυτόχρονα εκείνος ο μόνος που μπορεί να μας συγκρατήσει από το να πέσουμε, την ώρα που οι αριστεροί θέλουν να μας δώσουν μια και να τσακιστούμε προκειμένου να ξεκινήσουν την επανάστασή τους πάνω στη σύνταξη που δεν θα πάρεις, γιαγιάκα, πάνω στον μισθό που δεν θα σου καταβληθεί, δημόσιε υπάλληλε. Αλλά δεν θα τους αφήσουμε. Είναι πάνω απ' όλα στη δική σου συνείδηση που έχουν χρεοκοπήσει και αυτοί και οι πρακτικές τους.
9) Κι είναι ακριβώς η δική σου συνείδηση που συνεχίζει να μας εκπλήσσει θετικότατα, με την ωριμότητά της, με την συνειδητοποίηση των δικών σου ευθυνών, με την συνειδητοποίηση της πραγματικότητας.
10) Η δική σου συνείδηση είναι το μεγάλο μας αριστούργημα.

Κυριακή, Απριλίου 25, 2010

Την ξέρετε καλά τη Σουηδία

1) Και μάλιστα, εχθές είδα σε μια διαδήλωση αφίσες «Έξω από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο». Θα μπορούσα να συνυπογράψω και να βάλω και από κάτω «Έξω και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή». Απλώς, δεν θα φύγουν με πέτρες και δεν θα φύγουν με βία. Θα φύγουν, όταν εμείς θα έχουμε βάλει τάξη στην οικονομία μας, όταν εμείς θα έχουμε ανορθώσει ξανά την κοινωνία μας, όταν εμείς θα έχουμε ζήσει αυτή την επιτυχία.
Γιώργος Α. Παπανδρέου, Κρεμαστή Ρόδου, 24.4.2010.
---
Μόνο τα δύο πρώτα αποσπάσματα ανήκουν όντως στον πρωθυπουργό. Το τρίτο -μην τον αδικήσουμε- δεν το είπε. Αλλά τον έβαλα να το λέει ακριβώς επειδή δεν τον αδικεί. Aφού δηλαδή είπε τα δύο πρώτα, δεν βλέπω τι θα τον εμπόδιζε να πει το τρίτο με την τασσοφίλ αναφορά ή ένα ακόμη μοντυπαϊθονικότερο τέταρτο. Η πείρα πείθει πως τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται εξ ορισμού και a priori απίθανο να ειπωθεί από το στόμα του.
Αντίστοιχα η πείρα πείθει πως δεν υπάρχει τίπoτα που θα μπορούσε να πει ή να κάνει ένας εκλεγμένος πρωθυπουργός το οποίο να θεωρείται εξ ορισμού και a priori βέβαιο πως θα προκαλέσει κατακραυγή. Οι αντοχές του κόσμου στον σουρρεαλισμό του εκάστοτε κυβερνητικού λόγου είναι μυθικών διαστάσεων.
Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο όμως, εκείνο που τώρα επείγει είναι -όπως λέει κι ο πρωθυπουργός- η απελευθέρωση της χώρας. Μπορεί να συστηθεί ειδικό Υπουργείο Απελευθέρωσης υπό τον Θεόδωρο Πάγκαλο, μπορεί απλά οι προς βαθμολόγηση δράσεις των υπουργών να μετονομαστούν σε απελευθερωτικές δράσεις ή μπορεί και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ να μετονομαστεί σε ΠΑΣΟΚ - GLO (Greek Liberation Organization), το οποίο θα είναι σαν την Πι Ελ Όου, μόνο που αντί για τις κεφίγιες του Αραφάτ στο κεφάλι, οι σύντροφοι θα φοράνε κανονικά τραπεζομάντηλα, που θα συμβολίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα επιτύχουμε την απελευθέρωση: όχι με πέτρες και με βία, αλλά με το νοικοκύρεμα του οικονομικού και κοινωνικού σπιτικού μας.

Παρασκευή, Απριλίου 23, 2010

Δυστυχώς εγιωργεύσαμεν

Ξημέρωνε Αη Γιώργη. Ο πρωθυπουργός έκλαιγε γοερά στον ύπνο του από τη στενοχώρια. Πιο ψύχραιμοι ο νυν και ο προπροηγούμενος υπουργός οικονομικών κοιμούνταν άκλαυτα. Κοινός εφιάλτης επισκέφτηκε και τους τρεις. «Δυστυχώς εγιωργεύσαμεν» τους είπε.
Ο προηγούμενος πρωθυπουργός κοιμόταν μακάρια, γεγονός που έκανε ακόμη πιο δυσάρεστο το δικό του απρόσκλητο όνειρο. «Δυστυχώς εκωστεύσαμεν» του ανήγγειλε.
Την ίδια ώρα όλα τα μέιτζορ, μιντλ, αλλά και μάινορ στελέχη Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, άκουγαν στον ύπνο τους φωνή που τους γνωστοποιούσε ότι «Δυστυχώς δικομματεύσαμεν».
Οι αριστεροί είχαν πιο έντονο εφιάλτη, αφού όλα τα στοιχεία συνέκλιναν στο ότι οι δικές τους αγκυλώσεις ήταν ο βασικός υπαίτιος της οικονομικής κατάρρευσης. «Δυστυχώς επτώχευσεν το εργατικό δίκαιο» τους ανακοινώθηκε
Όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες δεν έμειναν τη νύχτα αυτή ανεφιάλτιστοι. «Δυστυχώς ελληνεύσαμεν» τους ορμήνευσε η φωνή, το οποίο σε ελεύθερη μετάφραση σήμαινε ένα λαό που προσπαθούσε να αντεπεξέλθει στον παγκόσμιο οικονομικό δαρβινισμό όχι μέσω της ανταγωνιστικότητας, αλλά μέσω της έναντι του κράτους αγωνιστικότητας. Αντί να συνταχθεί με την κρατάρα του ο Έλλην και να προσπαθήσει να συντρίψει τα άλλα κράτη στην διεθνή οικονομική κονίστρα, επέλεξε να συντρίψει το δικό του κράτος. Κάτι τέτοια έλεγε η φωνή και ο κοιμισμένος Έλλην την άκουγε συντετριμμένος, κλαίγοντας σαν τον πρωθυπουργό του.
Άλλοι λαοί κοιμούνταν στο μεταξύ περισσότερο ή λιγότερο γαλήνιοι, ωστόσο η ανταγωνιστικότητα είναι ζόρικο παιχνίδι και όταν οι εφιάλτες ξεμπέρδευαν με τα ελληνικά μυαλά (μεταλλασσόμενοι σε here to stay πραγματικότητα), ενδέχεται να επισκέπτονταν άλλα μυαλά (ανθρώπινα, γουρουνίσια ή ανθρώπων που κατοικούν στις γουρουνοχώρες).
Ωστόσο τα πρωτεία είναι πρωτεία και τις περίλαμπρες αυτές ημέρες που
ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσα σπρεντ σε κλειούνε.
Ξημέρωνε Αη Γιώργη.
Πριν δυο μέρες ξημέρωνε 21 Απριλίου.
Χούντα ήταν πέρασε, έφυγε,
μεταπολίτευση ήταν πέρασε, έφυγε,
ελεγκτές, επιθεωρητές, επίτροποι περάστε,
γύψοι φεύγουν, γύψοι μπαίνουν,
η ελληνική δημοκρατία πότε ανατρέπεται από δικτάτορες
και πότε εκούσα - ακουσα παραδίδει τα κλειδιά της διακυβέρνησης στους δανειστές της.
43 χρόνια πριν τα προβλήματα ήταν ακόμη πολιτικά,
τώρα όλα τα προβλήματα είναι οικονομικά,
η πολιτική από διαχείριση συμβόλων
μετατράπηκε προ πολλού σε διαχείριση δημοσιονομικών δεικτών,
οι δείκτες έπεσαν έξω,
η οικονομία της Ελλάδας έπεσε έξω,
άρα η ίδια η Ελλάδα έπεσε έξω,
όλοι πέσαμε έξω,
δεν μπορούμε να κυβερνηθούμε μόνοι μας και επίσημα πλέον,
οπότε ας καταργήσουμε και τις εκλογές,
πολυέξοδες είναι, δημοσιονομικά ασύμφορες
και πρακτικό αντίκρισμα δεν έχουν πια,
ούτε άλλωστε θα μπορούσαν να έχουν,
αφού το ρωτάνε όλοι οι αναλυτές:
«Έχετε άλλη λύση;».
Δεν υπάρχουν άλλες λύσεις, δεν υπάρχουν άλλοι δρόμοι
ό,τι μας πουν θα το κάνουμε.
Μετά ίσως το πουν και σε άλλους.
Αλλά πρώτα το λένε σε εμάς,
τους εξυπνότερους των εξύπνων,
τους αρχηγούς των ατάκτων.
Κι έτσι στο φωτεινό σαλόνι
ειδήσεις βλέπουμε σκυφτοί,
σαν τα σκουλήκια κάθε νέο
όπου μας εύρει μας πατεί.

Τετάρτη, Απριλίου 21, 2010

Χανιά, Ευρώ Δέκα Εννιά.

Κατηφορίζοντας τη Δευτέρα την Πανεπιστημίου, το μάτι μου έπεσε στις κρεμασμένες στο κιόσκι εφημερίδες. Εντύπωση από μακριά μού έκανε ο πορτοκαλί κύριος τίτλος της «Ελευθεροτυπίας». Πλησιάζοντας είδα ότι έλεγε «Χανιά € 19». Ο τίτλος διατηρήθηκε και χθες και σήμερα, αφού πρόκειται προφανώς για γεγονός που μονοπωλεί την επικαιρότητα. Οπότε ένα πρώτο συμπέρασμα που βγαίνει για το θέμα που προέκυψε, είναι το εξής: οι εφημερίδες μπορεί να βρίσκονται σε μια εποχή όπου το αν θα χωρέσει μια είδηση αποτελεί αντικείμενο αντιδικίας και φλογίζει δεοντολογικά πάθη, αλλά έχουν προ πολλού ξεμπερδέψει με την εποχή όπου το αν θα χωρέσει τόσο κυριαρχικά στο πρωτοσέλιδό τους μια διαφήμιση, θα αποτελούσε αντικείμενο αντιδικίας και θα φλόγιζε δεοντολογικά πάθη. Αντίθετα, το «Χανιά, Ευρώ Δέκα Εννιά» είναι το αναγκαίο οικονομικό έδαφος για να μπορούν ακόμη να ανθίζουν έντυπα δεοντολογικά πάθη. Και προφανώς έχουμε να κάνουμε με ένα έδαφος ελλιπές, αφού οι σελίδες χρειάζονται -εξ αντικειμένου και ανεξάρτητα από ιδιοκτησιακά καπρίτσια- να γεμίζουν με ολοένα και περισσότερους προορισμούς σαν τα Χανιά και με ολοένα και λιγότερους προορισμούς σαν την Αιγίνης και τη γιάφκα της. Χρειάζονται, αλλά ίσως δεν βρίσκουν πια με συμφέροντες όρους, αφού τον αμνημόνευτο θάνατο της δεοντολογικής διάστασης του θέματος, ίσως ακολουθήσει καλπάζοντας και το ψυχορράγημα της οικονομικής του διάστασης.
«Ένα γεγονός ή μια πληροφορία μπορεί όποιος θέλει να την κρίνει ή να την αμφισβητήσει. Δεν μπορεί όμως σε καμία περίπτωση να μην τη δημοσιεύσει και να την αποκρύψει από το αναγνωστικό κοινό». Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να μην τη δημοσιεύσει, εννοείται (ή μάλλον θα έπρεπε έως χθες να εννοείται, αφού νά που πια δεν εννοείται). Αλλά η διαφορά από το «δημοσιεύσει» ως το «αποκρύψει» είναι η διαφορά μεταξύ ενός υπαρκτού δεοντολογικού ζητήματος και της ανύπαρκτης λειτουργικής χρήσης μιας εφημερίδας σήμερα, εκτός κι αν μιλάμε για την on line εκδοχή της. Γιατί κανείς δεν περιμένει να μάθει μια είδηση από το χαρτί της εφημερίδας, περιμένει όμως από εκεί (περιμένει εν πάση περιπτώσει ο φθίνων εκείνος ανθρωπότυπος που επιμένει να διαβάζει σε χαρτί) την αξιολόγησή της. Υπό αυτό το πρίσμα θα μπορούσε κανείς να πει ότι όντως η μη δημοσίευση μιας είδησης συνιστά ένα είδος αξιολόγησης (αν και περισσότερο καταστασιακής υφής παρά δημοσιογραφικής). Οπότε το ουσιαστικότερο διακύβευμα ίσως δεν κρύβεται τελικά στην απόκρυψη της -ήδη πασίγνωστης- είδησης, αλλά σε μια άλλη ερώτηση: «Ποιός είναι ο αρμόδιος να αξιολογεί ότι στην είδηση ταιριάζει η απαξιωτική σιωπή; Ο μαγαζάτορας ή οι υποτίθεται αρμόδιοι αξιολογητές του μαγαζιού;». Αν δεχθούμε ότι ισχύει το δεύτερο, τότε δίπλα στη δίκαιη καταδίκη της μαγαζατόρισσας, δικαιότερο θα ήταν και να αναρωτηθούμε ποιό ποσοστό (και τι είδος) ειδήσεων προβάλλεται καθημερινά στις εφημερίδες και ποιό όχι, με ποιό τρόπο προβάλλεται, και κυρίως ποιός είναι εκείνος που έχει τον τελικό λόγο στην αξιολόγησή τους.

Τρίτη, Απριλίου 20, 2010

To πρόσωπο κατατεθέν

Ο πιο αστείος άνθρωπος: O Mπεν Στίλερ είναι ο Ρότζερ Γκρίνμπεργκ. Γκρίνμπεργκ είναι κι ο αυθεντικός τίτλος της καινούριας ταινίας του Νόα Μπάουμπαχ («Δεσμοί Διαζυγίου», «Η Μάργκο πάει στο γάμο»). Ωστόσο, μολονότι ο χαρακτήρας του δίνει στην ταινία το όνομά της και μολονότι είναι ο σταρ της ταινίας, ο Στίλερ δεν κάνει την εμφάνισή του αμέσως. Η ταινία όχι μόνο ξεκινά με την ηρωίδα της Γκρέτα Γκέργουικ (μοιάζει με την Κέιτ Γουίνσλετ σε νεότερη έκδοση, με το δικό της όμως στίγμα), αλλά και επικεντρώνεται για αρκετά λεπτά επάνω της. Είναι «assistant» της οικογένειας του πλούσιου αδελφού του Μπεν Στίλερ. Πάει να πει βοηθός, αλλά όχι ακριβώς οικιακή βοηθός: κάνει τα ψώνια, βγάζει το σκύλο βόλτα, κλείνει εισιτήρια, υπενθυμίζει ραντεβού. Η οικογένεια του αδελφού πάει ταξίδι στο Βιετνάμ για επενδύσεις και ο Στίλερ έρχεται στο Λος Άντζελες για να μείνει στο σπίτι. Έρχεται από τη Νέα Υόρκη αλλά και από κλινική όπου νοσηλεύτηκε με νευρικό κλονισμό. Δηλώνει ότι σε αυτή τη φάση της ζωής του (είναι 41) προσπαθεί συνειδητά να μην κάνει τίποτα, σαν στάση ζωής. Όταν τελικά εμφανίζεται στην οθόνη, μολονότι η ταινία έχει προλάβει να εγκαταστήσει ένα μη κωμικό κλίμα, μολονότι γνωρίζεις ότι το έργο δεν είναι κωμωδία (εκτός βέβαια και αν δεν το γνωρίζεις, οπότε και παραπονιέσαι φωναχτά στο σινεμά μόλις τελειώσει, λες και οφείλεται σε εξαπάτηση και όχι στην έλλειψη δικού σου στοιχειώδους ενδιαφέροντος για το τι περίπου είναι αυτό που θα δεις), μολονότι κι ο ίδιος τίποτα κωμικό δεν κάνει, στα πρώτα λεπτά της παρουσίας του συλλαμβάνεις τον εαυτό σου να είναι με μια διαρκή υποψία χαμόγελου στα χείλη, έτοιμος να πιάσει το υπονοούμενο στον αέρα, έτοιμος να διακρίνει πίσω από τον σοβαρό μανδύα του κάτι διφορούμενο και να ξεκαρδιστεί. Γιατί μπορεί να είναι άκυρο να θεωρεί ο άλλος πως τον κορόιδεψαν επειδή το όνομα του Στίλερ είναι σήμα κατατεθέν κωμωδίας, αλλά δεν είναι υπερβολικό ότι στο πρόσωπό του και γενικότερα στη φιγούρα του έχει κατατεθεί με τα χρόνια τέτοιο πλήθος κωμικών αναμνήσεων, που μετατρέπεται αυτόματα σε κωμική δυναμική, σε προσδοκίες γέλιου. Το πρόσωπό του ξυπνά μια μνήμη που παίρνει κάποιο χρόνο για να απενεργοποιηθεί πλήρως. Έτσι, όταν έχει κυλήσει πολύ ώρα και ο Στίλερ (υπερασπιζόμενος τον εαυτό του από την κατηγορία ότι δεν έχει χιούμορ) θα διακηρύξει «είμαι ο πιο αστείος άνθρωπος» η ειρωνεία είναι διπλή: στην ταινία κάθε άλλο παρά είναι, στις άλλες ταινίες ή στις απονομές των όσκαρ παίζει και να είναι. Πρώτα δηλαδή βλέπαμε τον Ρότζερ Γκρίνμπεργκ σαν τον Μπεν Στίλερ, στη συνέχεια η μνήμη απενεργοποιήθηκε και τον είδαμε σαν τον Ρότζερ Γκρίνμπεργκ, με αποτέλεσμα αν αυτός τώρα φαντασιώνεται ότι είναι αστείος, εμείς πια να καταλαβαίνουμε τη διαφορά: ο Μπεν Στίλερ μπορεί να είναι από τους πιο αστείους ανθρώπους, αλλά όχι εσύ, Ρότζερ.
Τρία δώρα: Ξεχωρίζω τρία από τα δώρα της ταινίας.
- Μια από τις πιο αξιομνημόνευτες ερωτικές σκηνές, που όσο απροσδόκητα και αντισυμβατικά με όρους κινηματογράφησης (δίχως ρομαντικές μουσικές και φωτισμούς) ξεκινάει, τόσο (και ακόμη περισσότερο) απροσδόκητα σταματάει. Πρόκειται για μια μηδενικά αισθησιακή (μολονότι για τα δεδομένα του αμερικάνικου κινηματογράφου τολμηρή) και ελάχιστα ρομαντική σκηνή, με δυο ανθρώπους που λειτουργούν κάπου ανάμεσα στο μηχανικά και στο αμήχανα. Ακριβώς όμως επειδή η σκηνή βγαίνει από τα καλούπια της επιτήδευσης και των κανόνων, θα μείνει τελικά στο μυαλό και μάλιστα με ένα τρυφερό φως. Έχουμε χορτάσει κινηματογραφικά από ανθρώπους που ερωτικά ξέρουν και τι θέλουν και τι κάνουν, οπότε είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτοι αυτοί που προσπαθούν να το βρουν.
- Έναν από τους πιο ζεστούς και συμπαθείς χαρακτήρες των τελευταίων ετών. Δεν είναι ο πρωταγωνιστής της ταινίας. Το ακριβώς αντίθετο. Ο Ρις Ίφανς ερμηνεύει τον παλιό φίλο του Στίλερ. Η διαρκής ζεστασιά του αντιδιαστέλλεται με τα σκωτσέζικα ντους στα οποία υποβάλλει ο Στίλερ τους γύρω του. Η δοτικότητά του αντιδιαστέλλεται με την εγωκεντρικότητα του φίλου του. Ο Ίφανς μολονότι πληγωμένος από το παρελθόν κατορθώνει να το αφήσει πίσω και να αγαπήσει το παρόν του, κι ας μην ήταν αυτό που ονειρευόταν, ο Στίλερ το έχει αφήσει φαινομενικά μόνο πίσω, περισσότερο το έχει απωθήσει, με αποτέλεσμα να παραμένει τελικά καθηλωμένος και στο παρόν του. Ο Ίφανς έτοιμος να συγχωρήσει και να καταλάβει, ο Στίλερ έτοιμος να αμυνθεί, να καταλογίσει το φταίξιμο στους άλλους, να πληγώσει. Ηurt people hurt people: οι πληγωμένοι πληγώνουν.
- Ένα σπουργίτι που αυτοσχεδιάζει. Το αυτοκίνητο φτάνει στο σπίτι. Ο Στίλερ συνομιλεί με τον οδηγό. Στο φόντο ο κήπος και η πόρτα του σπιτιού. Διακρίνουμε ένα σπουργίτι να περνά μπροστά από την πόρτα. Μια σκηνή εντός σεναρίου, δυο άνθρωποι που παριστάνουν κάποιους άλλους, λέξεις που δουλεύτηκαν και ξαναδουλεύτηκαν, γωνίες λήψης, φωτισμός, η εξέλιξη μιας ιστορίας και στο βάθος ένα απρόσκλητο σπουργίτι να παίζει στο δικό του έργα. Τα του Καίσαρος, τα του Θεού, τα των κινηματογραφημένων μυθοπλασιών των ανθρώπων και τα της εκτός μυθοπλασίας, παρεμπιπτόντως κινηματογραφημένης, ιστορίας ενός σπουργιτιού.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Απριλίου 19, 2010

Ο Πετεινάς Ουρανού

«Mην καταδέχεσαι να ρωτάς: Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε; Κοιμήσου!», μονολόγησε ο ακατάδεκτος Πετεινάς Ουρανού και ακολουθώντας τη δική του προτροπή εκοιμήθη. Ανεστήθη πολύ αργότερα, υπό την μορφή φουλ μπακ χαφ, αριστερού ή δεξιού, ούτε ο ίδιος ήξερε, αφού δούλευε και τα δυο του πόδια εξίσου αποτελεσματικά. Πάντως την κάλυπτε όλη την πλευρά, όπως περίπου κάλυπτε τον ευρωπαϊκό ουρανό η ηφαιστειακή τέφρα. Πόσο πολύ τον συγκινούσε αυτό το ταπεινό ισλανδικό ηφαίστειο, που από τις εσχατιές της Ευρώπης μπορούσε να προξενήσει τόσο μεγάλο μπούγιο. Σαν την Πανδώρα κι ο πλανήτης μας σκέφτηκε, την ώρα που με τάκλιν πετούσε την μπάλα πλάγιο, όλα είναι οργανικά συνδεδεμένα και τίποτα δεν είναι αυτόνομο, κι ίσως για αυτό ο Κωνσταντίνος Γουρνάς επιλέγει Τρωκτικό για τη δημοσιοποίηση των επιστολών του. Μετά το πλάγιο έκοψε την μπάλα και άρχισε κατεβασιά. Λίγο πριν φτάσει στην γραμμή του άουτ και σεντράρει προς τα πίσω, αναρωτήθηκε με τρόμο τι θα είχε συμβεί αν τους τελευταίους μήνες δεν ήταν στο τιμόνι της χώρας ο Γιώργος Παπανδρέου και στο τιμόνι του Υπουργείου Οικονομικών ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου. Ούτε να το σκέφτεται δεν ήθελε. Οι εξελίξεις θα ήταν κατακλυσμιαίες. Ευτυχώς τώρα υπήρχε μια σταθερή γραμμή, ένα σίγουρο σχέδιο, έλλειψη παλινωδιών, γνώση του τρόπου με τον οποίο κινούνται οι αγορές, διορατική στρατηγική. Η σέντρα του ήταν ξυράφι, ο συμπαίκτης του βρέθηκε σε θέση για γκολ, αλλά μια δεύτερη μπάλα πετάχτηκε δίπλα της και η φάση σταμάτησε, όπως άλλωστε είχε συμβεί και με μπόλικες άλλες τα τελευταία λεπτά. Την ίδια ώρα ο Χρήστος Πανόπουλος στην κρατική τηλεόραση ένιωθε σαν τον Κιμ Γιογκ - Ιλ και ο Παύλος Παπαδημητρίου σαν δημοσιογράφος της ΒΟΡΤ (Βορειοκορεατική Ραδιοφωνία Τηλεόραη). Ο Πετεινάς Ουρανού ξενερωμένος προσποιήθηκε τον τραυματία, ζήτησε αλλαγή και πήγε σφαίρα στον κήπο του ραδιομεγάρου της Αγίας Παρασκευής για να βοηθήσει στην ανέγερση του αδριάντα του Πανόπουλου, που, στο πλαίσιο της πολιτικής που εφάρμοσε η Άντζελα για τα σποτάκια του ΕΟΤ, ήταν αποτέλεσμα κολάζ, με σύνθεση κομματιών από αγάλματα παρωχημένων ηρώων του Γένους τα οποία σταζίερς έσπαζαν σε διάφορα σημεία της πόλης (ένα πηγούνι εδώ, μια μύτη εκεί, δυο αυτιά παραπέρα), αφού το σήμα του σουλουπώματος έπρεπε να δοθεί παντού. Όταν ο αδριάντας στήθηκε ο Πετεινάς συνειδητοποίησε ότι από της αναστάσεώς του και εντεύθεν είχε μείνει νηστικός. Πάει να πει δηλαδή και προ της κοιμήσεώς του. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά. Κάτι έπεφτε. Άρχισε να τρώει την τέφρα σαν μάννα. Έφαγε του σκασμού. Το βράδυ στην τουαλέτα έκανε ευκοίλια κόκκινη σαν λάβα. Αποκαμωμένος κοιμήθηκε σαν πουλάκι. Οι αγορές θορυβήθηκαν.

Κυριακή, Απριλίου 18, 2010

Όλικος αρνητής άνοιξης

Ακροβολισμένος σε κάθε σου φανάρι,
αρνούμαι την έλευση της άνοιξής σου,
εξακολουθώντας να φοράω αυτά που πάντα φόραγα,
κάτι καρώ, κάτι χακί, κάτι μακριά,
κάτι σαν όπου βρίσκομαι
να έχει πάντα χειμώνα και πάντα εξαθλίωση,
κάτι σαν να ζω ερήμην του δικού σου ουρανού,
του δικού σου ήλιου, της δικής σου αιθρίας
και να υπάγομαι μόνο στις ακτίνες του δικού σου σηματοδότη,
της δικής σου στάσης, της δικής σου άνισης ευμάρειας
του δικού μας άνισου τετ α τετ.
:-)
Ακροβολισμένος σε κάθε σου φανάρι,
ο εφιάλτης του Γκοτιέ, εγώ,
ολικός άρνητης άνοιξης, εγώ,
μπορεί να μην αλλάζω ρούχα,
αλλάζω όμως πια συμπεριφορά
και όταν μου πεις και ξαναπείς όχι,
θα φύγω από το μπροστινό σου τζάμι,
θα έρθω στο πλαϊνό σου,
για να στο χτυπήσω με τα δάχτυλα και να στο πω
πως πεινάω, πως δεν έχω να φάω
και πως δεν θα μπορείς να μου κρύβεσαι για πολύ καιρό ακόμη
πίσω από το τρικ του να μην με κοιτάς,
πίσω από το τρικ του να νεκρώνεις το μυαλό σου όταν με βλέπεις,
πίσω από το τρικ του να προσποιείσαι ότι δεν υπάρχω.
Υπάρχω,
είμαι εδώ
και σου χτυπώ το τζάμι.
:-)
Αν εσύ ακόμα δεν έχεις πεινάσει κυριολεκτικά
εγώ πεινάω κυριολεκτικά
ή έτσι λέω,
την ευρύτερη αλήθεια πάντως λέγοντας,
αφού και να μην πεινάω εγώ
πεινάνε άλλοι σαν εμένα,
με κάτι καρώ, με κάτι χακί, κάτι μακριά,
κάποιοι που ήρθαν από μακριά
και ακροβολίστηκαν στα φανάρια σου,
τα δυάρια σου, τις γκαρσονιέρες σου,
όπως έρχονται τώρα κάποιοι άλλοι από μακριά
για να ακροβολιστούν στους μισθούς και τις συντάξεις σου,
στις θέσεις και τους όρους εργασίας σου,
κάποιοι με κάτι κουστούμια, κάτι γραβάτες, κάτι κομψά,
οι πελάτες του Γκοτιέ,
αυτοί που κατά βάθος ένα πράγμα έκαναν και κάνουν,
φθόνησαν και φθονούν την άνοιξή σου,
φθόνησαν και φθονούν τον αδούλωτο ουρανό σου,
που αρνείται να παραδοθεί
τόσο στην πρόσκαιρη στάχτη θυμωμένων ηφαιστείων
όσο και στην μόνιμη μουνταμάρα της προτεστάντικης συννεφιάς.
:-)
Ακροβολισμένος σε κάθε σου φανάρι και σε κάθε σου απολαβή,
ο ένας και ο άλλος ο εχθρός σου,
ο ένας να σου ζητά κι ο άλλος να σου παίρνει το ευρώ σου,
αφού ο πόλεμος
κατά του ουρανού σου και του τρόπου σου
έχει διαβεί προ πολλού τις πύλες,
χτυπώντας σε από δύο μέτωπα,
με το στρατό των άκομψων να σου λέει πως πεινάει
και το στρατό των κομψών πως πρέπει να πεινάσεις κι εσύ.
:-)
Το βλέπεις πια, το ξέρεις,
δεν έχει νόημα να το αρνείσαι και να το πολεμάς,
ο μόνος δρόμος που δεν ντρέπεται να αποστραφεί και τους δύο σου εχθρούς,
ο μόνος δρόμος που θα σου προσφέρει καταφύγιο και θαλπωρή,
δεν είναι πια ο ψευδεπίγραφα σοσιαλιστικός,
δεν είναι πια ο ψευδεπίγραφα εθνικός,
είναι πια ο αληθινά εθνικοσοσιαλιστικός.

Πέμπτη, Απριλίου 15, 2010

Παίζαν οι μικρότεροι

- Μια φωτογραφία (παραδόξως από τα «Νέα» και όχι από την «Ελευθεροτυπία») χίλιες σημειολογίες (από τους κουκουλοφόρους ολόγυρα, μέχρι -κυρίως- το ευτυχισμένο χαμόγελο δικαίωσης στο ολοφώτεινο πρόσωπο του κοινωνικού αγωνιστή που ξεπροβάλλει δικαιωμένο ανάμεσα στις συντροφικές γροθιές).
- Αν η Στρέλλα φιλοδόξησε να είναι η σημερινή μετεξέλιξη της Στέλλας, μήπως τελικά ήταν ο Λάμπρος Φούντας ένα είδος μετεξέλιξης του Γιώργου Φούντα;
- Γιατί είναι τόσο πολύ πιθανότερο να δεις αφίσες στους δρόμους που να λένε ότι ο (κάθε) Λάμπρος ήταν ένας από μας, από το να δεις αφίσες που να λένε ότι η (κάθε) Στρέλλα είναι μία από μας;
- Γιατί ο (κάθε) Μαζιώτης θεωρείται πιο επικίνδυνος από τον (κάθε) Λάνθιμο ή Κούτρα; Γιατί η υπονόμευση που πρεσβεύει ο πρώτος θεωρείται πιο επικίνδυνη από την υπονόμευση που πρεσβεύει ο «Κυνόδοντας» και η «Στρέλλα»;
- Με άλλα λόγια γιατί εξακολουθούν να παίρνουν την τέχνη αψήφιστα, γιατί το σύστημα φοβάται και συνδιαλέγεται μόνο με εκρηκτικούς μηχανισμούς;
- Μήπως τελικά εκείνο που επέτρεψε στη 17Ν να μη μείνει χωρίς απογόνους ήταν το ότι συνελήφθη; Μήπως αυτό το νεκροζώντανο και πλήρως απαξιωμένο πράγμα που ήταν τα τελευταία χρόνια της δράσης της, θα γινόταν ντιπ για ντιπ νεκρό αν δεν το έπιαναν; Μήπως το μοιραίο λάθος του Ξηρού μετατράπηκε σε φιλί της ζωής και αναγκαία προϋπόθεση της σποράς;
- Αν δεχθούμε ότι η οικονομική μας κατάσταση, οσοδήποτε οριακή κι αν είναι, δεν απέχει πάντως ιλιγγιωδώς από άλλους αδύναμους κρίκους της Ευρώπης, ούτε -πολύ περισσότερο- περιγράφει κάποιο καταναλωτικό ή δανειακό μοντέλο ξένο για τους άλλους πολιτισμικούς συγγενείς μας, μήπως τότε ένα φαινόμενο που θα μας ξεχώριζε σήμερα κοινωνιολογικά από αυτούς είναι η ολοένα και ευρύτερα διαδιδόμενη αντιεξουσιαστική κουλτούρα;
- Είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι ότι διώκονται μόνον συγκεκριμένες ποινικά κολάσιμες πράξεις ή διατηρούμε καμία αμφιβολία για το αν έχουμε φτάσει στο σημείο να διώκονται (στο πλαίσιο του ο σκοπός αγιάζει τα μέσα ή του ας βγει άκρη στο ακροατήριο για τον βαθμό ανάμιξης του καθενός) φρονήματα, ιδεολογικές συμπάθειες, φιλίες;
- Αν θεωρήσουμε ότι ειδικά ο χώρος της τρομοκρατίας, όντας καταδικασμένος στη κοινή συνείδηση, δεν έχει την παραμικρή ανάγκη συκοφάντησης, τότε προς τι η ανάγκη διαρροής συκοφαντιών για χάχανα και γέλια με τους Αφγανούς που έπαιζαν με τη βόμβα; Δηλαδή αν αυτοί που έβαλαν τη βόμβα στενοχωρήθηκαν με τον θάνατο του δεκαπεντάχρονου, παίρνουν συγχωροχάρτι ή είναι λιγότερο κατακριτέοι;
- Αν αληθεύει ότι ο Μαζιώτης ενώπιον της ανακρίτριας τα έχωσε στο κράτος και τον καπιταλισμό (ουγκ), μπορεί ή δεν μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η αντιεξουσιαστική μαγιά του (κάθε) Έλληνα έχει να κάνει πολύ περισσότερο με το κράτος, τους θεσμούς, τους νόμους, τα χαλινάρια, τα πρέπει, παρά με τον καπιταλισμό, ο οποίος από τους περισσότερους από τους οποίους βάλλεται, βάλλεται επειδή βρέθηκε εύκαιρος, επειδή κάνει την εξουσιαστική βάρδια και ονοματίζει το ειδικότερο οικονομικό σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας;
- H εποχή των επαναστάσεων, με την έννοια του Ροβεσπιέρου και του Λένιν, έχει περάσει. Δεν ξέρω αν είναι καλό για την ανθρωπότητα, όμως δεν είναι καλό για τους φιλοσόφους, αφού η επανάσταση είναι στο βάθος ο θρίαμβος της ιδέας επί του γεγονότος. Υπάρχει μια συμφωνία χιλιετιών μεταξύ των φιλοσόφων και της ιδέας της επανάστασης την οποία πρέπει να διαχωρίζουμε από αυτήν της εξέγερσης. Η επανάσταση έχει να κάνει με τον συλλογισμό, η εξέγερση με το ένστικτο.

- H επανάσταση είναι αναζωογόνηση των σωμάτων.

Τρίτη, Απριλίου 13, 2010

Felicità


Πλάνο πανοραμικό σε τραπεζαρία ξενοδοχείου. Καροτσάκια με φαγητά που σπρώχνονται από σερβιτόρους για να τοποθετηθούν πάνω στα τραπέζια. Λίγο μετά η τραπεζαρία αρχίζει να γεμίζει. Καροτσάκια με ανθρώπους που σπρώχνονται από τους συνοδούς τους για να τοποθετηθούν μπροστά στα τραπέζια. Από το ξεκίνημά του, το «Προσκύνημα στη Λούρδη» ορίζει τον τόνο στον οποίο θα κινηθεί. Η Αυστριακή σκηνοθέτις Τζέσικα Χάουσνερ δεν μας δείχνει τη σκηνή για να γελάσουμε, δεν μας τη δείχνει για να κλάψουμε, μας τη δείχνει γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα. Όταν αργότερα στην ουρά ενός προσκυνήματος δυο καροτσάκια παραλίγο να τρακάρουν, δεν μας δείχνει τη σκηνή για να γελάσουμε, δεν μας τη δείχνει για να κλάψουμε, μας τη δείχνει γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα. Αργότερα σε μια οθόνη προβάλλεται ομιλία ενός προσκυνητή που εξηγεί πως θεραπεύτηκε μετά από θαύμα. Μετά τα φώτα ανάβουν και βλέπουμε την γεμάτη θεατές αίθουσα. Ανάκατα ανάμεσά τους θεατές που σηκώνονται και θεατές που δεν μπορούν να σηκωθούν. Η Χάουσνερ παρατηρεί και προσεγγίζει το θέμα της μακριά από τον καθιερωμένο τρόπο. Μια κοπέλα σε αναπηρικό καροτσάκι που πάει στη Λούρδη για να προσκυνήσει, όχι γιατί είναι θρήσκα, αλλά επειδή είναι ευκαιρία να βγει από το σπίτι της, με την απόκρυφα πάντως ενδόμυχη ελπίδα να θεραπευθεί, αφού η Λούρδη είναι σαν την Παναγία της Τήνου. Ένα θαύμα που θα γίνει ή ίσως όχι. Όλα αυτά θα έλεγε κανείς ότι δεν γίνεται να μην κινηματογραφηθούν στη λυρική και συναισθηματική διαπασών. Κι όμως. Το συναίσθημα μπορεί να συσκοτίζει τα πράγματα, να μας βάζει λυρικές παρωπίδες. Αντί να εστιάζει στα συναισθήματα η ταινία προτιμά να δείχνει αντικειμενικές καταστάσεις. Στην συχνά όμως μισανθρωπική ματιά συμπατριωτών της, όπως ο Χάνεκε και η Γιέλινεκ, η ψυχρότητα της Χάουσνερ είναι άλλης τάξης. Αν το βλέμμα της είναι αποστασιοποιημένο, είναι για να μην αφήσει το συναίσθημα να συσκοτίσει, για να προσπαθήσει να δει τα πράγματα από διαυγέστερη οπτική γωνία.
Και για αυτό όταν στο τέλος ακούγεται το Felicità, ο λυρισμός μπορεί μεν να εξακολουθεί να υποσκάπτεται (το τραγουδά περφόρμερ ξενοδοχείου ντουέτο με αυτοσχέδια ψιλοφάλτσα βοηθό), αλλά πάντως η ένταση για πρώτη και μοναδική φορά στην ταινία ανεβαίνει (και μάλιστα πολύ), η απόσταση μικραίνει (και μάλιστα αρκετά) και η ηρωίδα χαμογελάει. Ο καθένας μπορεί να ερμηνεύσει το χαμόγελό της όπως ταιριάζει περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία του, ωστόσο όπως και αν το ερμηνεύσει (αισιόδοξα ή απαισιόδοξα, κυριολεκτικά ή ειρωνικά, θαυματουργά ή μη, σε σύμπλευση ή αντιστικτικά με αυτόν το καταχαρούμενο ποπ ύμνο της ευτυχίας) η σκηνοθέτις δεν είναι ούτε αδιάφορη ούτε εχθρική απέναντι στην ηρωίδα της και στην μοίρα της. Όποια κι αν είναι αυτή. Σε αντίθεση δηλαδή με τους δυο συμπατριώτες της, η Χάουσνερ φαίνεται να αποδέχεται και να συναινεί στον κόσμο, όπως αυτός είναι, με όλη την εγγενή αυθαιρεσία, αδικία και σκληρότητά του.
Κοιτάζω στην αίθουσα. Όταν τα φώτα ανοίγουν όλοι οι θεατές θα σηκωθούν. Μπορούν να σηκωθούν. Προσπαθώ να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που είδα σε κινηματογράφο θεατή σε αναπηρικό καροτσάκι. Ανεξάρτητα από ευφημισμούς, ονομασίες και πολιτικές ορθότητες το πρόβλημα του αποκλεισμού παραμένει, απλά συμβαίνει συνήθως εκτός του οπτικού πεδίου ημών των τυχερών. Θυμάμαι πάντα μια ατάκα από τα «Ξυπνήματα», όπου ο Ντε Νίρο εξηγεί ότι του έχουν λείψει απλούστατες χαρές και επιλογές, όπως το να περπατά στο δρόμο και να αποφασίζει αν θα πάει δεξιά ή αριστερά. Μια ελευθερία τόσο αυτονόητη, που η μη έλλειψή της μας κάνει να τη θεωρούμε και ολότελα ασήμαντη. Στην ταινία η ηρωίδα εξομολογείται στον παπά. Του λέει ότι ζηλεύει τους κανονικούς ανθρώπους. «Μα τι σημαίνει κανονικός άνθρωπος;», την ρωτάει. «Κάθε άνθρωπος είναι ιδιαίτερος. Νομίζεις ότι οι αρτιμελείς είναι ντε και καλά πιο ευτυχισμένοι από σένα;». Όσο σωστή όμως κι αν είναι αυτή η προσέγγιση, έχω την εντύπωση πως λέει μέρος μόνο της αλήθειας. Γιατί πράγματι, ό,τι και αν λένε οι ταινίες, κανείς δεν είναι ευτυχισμένος επειδή έχει την ευχέρεια να αποφασίσει να πάρει το άλφα αντί του βήτα στενού. Γιατί πράγματι, μπορεί ένας ανάπηρος να είναι πολύ πιο ευτυχισμένος από έναν αρτιμελή. Ωστόσο το ερώτημα παραμένει: ακόμη και ο πιο πλήρης εσωτερικά, ο πιο γεμάτος συναισθηματικά και πνευματικά ανάπηρος, δεν θα αντάλλασσε τη δική του ευτυχία με τη δυστυχία ενός αρτιμελή, προκειμένου να μπορεί και πάλι να περπατήσει;
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Απριλίου 12, 2010

To δεύτερο γλυπτό

Το δημοτικό συμβούλιο μιας πόλης της Μάλτας ζήτησε σήμερα από τις αρχές της χώρας να απομακρύνουν ένα μνημείο σε σχήμα φαλλού ενόψει της επίσκεψης του Πάπα Βενέδικτου στο νησί. Το φαλλικό γλυπτό βρίσκεται σε έναν κόμβο κοντά στην κύρια είσοδο της πόλης Λούκα, σε μικρή απόσταση από το μοναδικό αεροδρόμιο της Μάλτας. Σύμφωνα με τον δήμαρχο της Λούκα, Τζον Σκέμπρι πρόκειται για μια «παρωδία καλλιτεχνικής έκφρασης» η οποία θα φέρει σε μεγάλη αμηχανία τους κατοίκους της πόλης αλλά και τους Μαλτέζους γενικότερα, προσφέροντας ένα «παράλογο καλωσόρισμα» στον ποντίφικα.
Ωστόσο, επειδή αφενός η απομάκρυνση θα συνιστούσε σαφέστατο πισωγύρισμα και σκοταδιστική πρακτική και αφετέρου τα προβλήματα πρέπει να λύνονται διαλεκτικά έχοντας ως κατευθυντήρια αρχή το «Όσο το Δυνατόν Περισσότερη Τέχνη», προτείνω για να πάψει το καλωσόρισμα τον ποντίφικα να είναι παράλογο και προσβλητικό, να τοποθετηθεί, δίπλα ακριβώς στο φαλλικό, νέο γλυπτό (και συγκεκριμένα γλυπτό νεαρού αγοριού), ώστε τα δύο γλυπτά ως σύνολο να αφαιρέσουν τον αντικληρικό χαρακτήρα του σκέτου φαλλού, εντάσοντας τον οργανικά στην γλυφτή παράδοση αιώνων.
Την ίδια ώρα, ο Ρίτσαρντ Ντόκινς θέλει να συλληφθεί ο Πάπας. Αν καταστεί δυνατή η σύλληψή του, ο Ντόκινς θα επιδιώξει και τη σύλληψη των πιστών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, με την κατηγορία της συμμετοχής σε παιδοφιλική και αυταπατητική οργάνωση. Τoν σκεπτικισμό του όμως εξέφρασε ο Παναγιώτης Δημητράς, ο οποίος εμμένει στην πεποίθησή του ότι κατ' εξοχήν εχθρός δεν είναι οι πράξεις αλλά ο λόγος, που πρέπει να μηνύεται με κάθε δυνατή και αδύνατη ευκαιρία.

Κυριακή, Απριλίου 11, 2010

Μονοθεματικότης

Εν τω μεταξύ η Ιστορία συνεχιζόταν
και εκτός ΓΑΔΑ
και εκτός Εurogroup.
Έχει τόσες ιστορίες προς διήγηση αυτός ο κόσμος,
ιστορίες που έμειναν ανείπωτες,
για να ακούσουμε στη θέση τους τα τελευταία χρόνια
πέντε - δέκα όλες κι όλες μονοθεματικές ιστορίες
δικομματισμού, σκανδάλων, επιτοκίων, τρομοκρατίας,
για να ακούσουμε δηλαδή τελικά στη θέση τους
μία και μόνη ιστορία,
με πέντε - δέκα αλληλοεξαρτώμενες πτυχές.
---
Όσο για την προσωπική ιστορία του καθενός μας,
άλλοτε τραβά ευθεία γραμμή,
άλλοτε τεθλασμένη,
άλλοτε κάνει κύκλους,
για να καταλήξει πάντoτε στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε,
που δεν είναι σκέτο το «Ποιός είμαι;»,
αλλά βρίσκεται σε άμεση, αμεσότατη, σχέση με το
«Ποιός, ιδεατά, θα ήθελα να είμαι;».
---
Και κάπως έτσι η ιστορία μας θα συνεχίζεται,
ευθέως, τεθλασμένα ή κυκλικά,
ψάχνοντας την τελική απάντηση του αρχικού ερωτήματος
ή πασχίζοντας πάση θυσία να την αποφύγει
(καμιά φορά μοιάζουν τόσο εμφανισιακά αυτά τα δύο
που τα μπερδεύεις).
---
Υπό αυτήν την έννοια ο άνθρωπος είναι κατ' εξοχήν μονοθεματικό ον.

Πέμπτη, Απριλίου 08, 2010

(εκατέρωθεν)

Πριν λίγο καιρό ήταν μια ραδιοφωνική διαφήμιση (δεν θυμάμαι τίνος προϊόντος) που έκανε πλάκα με κάποιον ποιητή ή εν πάση περιπτώσει κάποιον που απήγγειλε ποιήματα σε εκδήλωση. Δύο τύποι μιλούσαν την ώρα της απαγγελίας, μια κυρία ενοχλημένη τους είπε να σωπάσουν και αγανακτισμένος ο ένας τύπος της απαντούσε ότι έχουν φάει τόση ώρα στην μάπα τον ποιητή και ότι είναι ώρα να σωπάσει αυτός. Δεν έλεγε αυτά ακριβώς δηλαδή, αλλά αυτό ήταν το νόημα.
Σήμερα ακούω μια άλλη ραδιοφωνική διαφήμιση που κάνει πλάκα με κάποιον κριτικό κινηματογράφου που τα λέει κουλτουριάρικα.
Και εντάξει, προφανώς ουδείς είναι υπεράνω διακωμώδησης και προφανώς καλό είναι και να χαλαρώνουμε και να γελάμε με την καρδιά μας αν το αστείο είναι πετυχημένο.
Και εντάξει, εξίσου προφανώς δεν πρέπει να τα παίρνουμε όλα τοις μετρητοίς ή να σπεύδουμε να κάνουμε αβάσιμες γενικεύσεις.
Και εντάξει, άλλο πράγμα ο απολαυστικός Γιώργος Μιχαλακόπουλος σαν ποιητής Φανφάρας και εντελώς άλλο πράγμα η αλησμόνητη ατάκα του Σωτήρη Κούβελα περί λαπάδων.
Οπότε αφού συνυπολογιστούν όλα αυτά τα εντάξει, εκείνο που με κάνει καχύποπτο με αυτές τις δυο διαφημίσεις (ενδεχομένως άδικα και σίγουρα υπερβολικά), είναι ότι δεν έρχονται σε μια εποχή που έχουμε πήξει στην κουλτούρα (αληθινή ή ψευδεπίγραφη), αλλά σε μια εποχή που έχουν προηγηθεί τα είκοσι χρόνια σκατών, γεγονός που στο δικό μου το μυαλό τις μετατρέπει από εύλογη σάτιρα των θολοκουλτουριάρηδων, σε ύμνο του τρέχοντος πολιτιστικού μοντέλου, ενός μοντέλου που τρέφεται με τα ειδησεογραφικά μπλογκ, ενός μοντέλου που γράφει με τον ανεπανάληπτα ανορθόγραφο τρόπο που γράφει σχόλια ακόμη και σε σοβαρά σάιτ όπως των «Νέων», ενός μοντέλου που είναι απότοκο της προλινκθείσας εικοσαετίας, ενός μοντέλου που μπορεί μεν να γελάσει εξίσου με τον θολοκουλτουριάρη και την ξανθιά που απαντά στην εκπομπή του (υποψήφιου βουλευτή) Γιώργου Λιάγκα ότι η Μέκκα και η Μεδίνα βρίσκονται στην Τσεχία, αλλά τουλάχιστον τη δεύτερη θέλει να την πηδήξει και πριν την πηδήξει να την πάει και στον Ρέμο να διασκεδάσουν, αφού τελικά με αυτήν ταιριάζουν, όχι μόνο σεξουαλικά αλλά και πολιτιστικά.
---
Από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα νεοέλληνα που δόξασε η τελευταία εικοσαετία είναι ο Αλέξης Κούγιας. Ο Κούγιας δεν είναι παθογένεια της εικοσαετίας, αντίθετα είναι μια από τις πιο λαμπρές της πολαρόιντ. Και υπό αυτήν την -μεταφορική- έννοια, κάθε δίκη στην οποία συμμετέχει είναι καταδικασμένη αργά ή γρήγορα να διακριθεί από ένα έλλειμμα ουσιαστικής νομιμοποίησης, αλλάζοντας ρότα, εκφυλιζόμενη σε κάτι άλλο από αυτό που θα έπρεπε θεωρητικά να είναι, εκχυδαϊζόμενη. Το ότι όλα αυτά μπορούν συχνά να αποβαίνουν σε όφελος των πελατών του, αυτό ναι, συνιστά παθογένεια του δικαστικού συστήματος, κάθε δικαστικού συστήματος που έχοντας αναγκαστικά σαν πρώτη ύλη του τον τύπο (μην διαθέτοντας άλλο, ασφαλέστερο μέτρο προστασίας της ουσίας), επιτρέπει την κατάχρησή του, τη διαστρέβλωσή του, την μετατροπή του από ασπίδα της ουσίας, σε όπλο που στρέφεται εναντίον της.
Όλα αυτά τα λέω για να πω, ότι ακόμα και αν πρέπει να δεχθείς τις επιθέσεις του Κούγια όταν καταθέτεις, ακόμα και αν είσαι 17 χρονών (και δεν έχεις απλώς όλες τις δικαιολογίες του κόσμου στο να ψάχνεις μέσα σου το σωστό και το λάθος, αλλά είναι επαινετό το να τα ψάχνεις, πρέπει να τα ψάχνεις),
---
Και απεξαρτώντας το πλήρως από τον συγκεκριμένο 17χρονο ως άτομο και χρησιμοποιώντας το σαν γενικό παράδειγμα, νομίζω ότι
μπρος συναντάμε τον γκρεμό του να μην μας απασχολεί στο ελάχιστο η έκβαση της κάθε λογής κρίσης, θεσμικής ή ατομικής, του να μην μας απασχολεί στο ελάχιστο η έκβαση της κάθε δίκης, αφού όλα τα έχουμε δικάσει στο μυαλό μας, αφού μας κρίνουμε μόνο εμείς και δεν επιτρέπουμε σε κανέναν άλλον να μας κρίνει,
και πίσω το ρέμα των είκοσι χρόνων σκατών, ξανθιών, Κούγιων, Λιάγκων, Τράγκων.
---
Το πίσω μας ρέμα μάς έφερε ενώπιον της χρεοκοπίας και η εμπρός μας έλλειψη εναλλακτικής πλην του γκρεμού τρομάζει περισσότερο από αυτήν καθαυτήν την χρεοκοπία.
Μπορείς να εικάσεις ότι και το ρέμα και ο γκρεμός είναι κατά κάποιο τρόπο παιδιά της καλοπέρασης που πήραν αντίθετους δρόμους.
Ίσως η επερχόμενη κακοπέραση να φέρει λιγότερες διαφημίσεις και περισσότερα μη θολά ποιήματα, ίσως όταν όλοι οι οικονομικοί δείκτες καταρρεύσουν και γκρεμιστούν να ξαναβρούμε έναν τρόπο λιγότερο απεχθή από τον (εκατέρωθεν) απεχθή τωρινό.

Η βροχή από κάτω

Ο Ριμπερί περισσότερο από εκτελεστής κόρνερ λειτουργεί σαν πασαδόρος στο βόλεϊ, αν ξαναδείς τη φάση η μπάλα εξαφανίζεται από την οθόνη και κατεβαίνει αργά από τον ουρανό για να στρωθεί στο πόδι του διαγώνιου Ρόμπεν, που περισσότερο από πόδι λειτουργεί σαν χέρι, λειτουργεί με την ακρίβεια χεριού, καθώς αυτός καρφώνει, προσθέτοντας στα φάλτσα της πάσας τα ολόδικής του (επτασφράγιστα κρυμμένης) συνταγής φάλτσα, ο Ρούνεϊ κοιτάζει από τον πάγκο και ζητά από τον Φέργκιουσον να τον ξαναβάλει αφού βόλεϊ παίζουν, ένας Βέλγος όμως πάει και τον ξανακλωτσάει για να μάθει να το παίζει Ελ Σιντ και Φάμπρεγκας αντί να προφυλάσσει τον εαυτό του, ο Φαν Γκάαλ σημειώνει στο μπλοκάκι του τον πόντο που σημειώθηκε για να αναλύσει μαθηματικώς στην επόμενη προπόνηση την ακριβή τροχιά των φάλτσων, το ποδόσφαιρο ζει μέρες θαυμάτων, γιορτάζοντάς το όπως του πρέπει στην κατ' εξοχήν χώρα των θαυμάτων, όπου το νερό δεν πέφτει από τον ουρανό αλλά από τη γη, ο τηλεσκηνοθέτης της ΝΕΤ σφυρίζει τη λήξη στο Ολντ Τράφορντ πριν τον διαιτητή, στην υγειά μας ρε παιδιά, επανορθώνει μετά από μερικά δευτερόλεπτα, αλλά είναι πια αργά, το κακό έχει γίνει, το σήμα έχει ληφθεί και τα σπρεντ σημειώνουν νέο ιστορικό ρεκόρ, την ώρα που ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου τηλεφωνεί στο δελτίο του Mega, για να εξηγήσει ότι παρεξηγήθηκε νωρίτερη δήλωσή του με την οποία εξηγούσε ότι είχε παρεξηγηθεί ομιλία του Πρωθυπουργού στο άτυπο Υπουργικό Συμβούλιο, εξήγηση που θα φανεί σήμερα Πέμπτη αν θα παρεξηγηθεί από τις αγορές, ώστε να αντιμετωπιστεί άμεσα με νέο πακέτο εξηγήσεων, μερικές εκ των οποίων αναμένεται να είναι και διαρθρωτικές.

Τετάρτη, Απριλίου 07, 2010

Η υπεροχή των συνδυασμών

Κι όσο θα ψάχνουμε να βρούμε αν ο Μέσι είναι ή δεν είναι ο νέος Μαραντόνα, it is in the humble opinion of this narrator, ότι η Μπαρτσελόνα της τελευταίας διετίας είναι μακράν η καλύτερη ποδοσφαιρική ομάδα όλων των εποχών.
Μπορεί στη Μαδρίτη να χάσει και να χάσει και το πρωτάθλημα, μπορεί στον ημιτελικό ο Μουρίνιο να της υφαρπάξει την πρόκριση, μπορεί πέρσι να χρειάστηκε να μεσολαβήσουν και τα υπέρ της διαιτητικά όργια με την Τσέλσι για να φτάσει να κατακτήσει τα πάντα, αλλά όλα αυτά σχετική σημασία έχουν, τη σημασία του αποτελέσματος.
Αυτά που κάνει όμως η Μπαρτσελόνα στο γήπεδο τίποτα σχετικό δεν έχουν, είναι τέτοιας διάρκειας, τέτοιας πειστικότητας και τέτοιας εμφατικής υπεροχής, που αυτός ο συνδυασμός δέους και αγαλλίασης που προξενούν είναι καταδικασμένος να αδικείται από την προσπάθεια μεταγραφής του σε λέξεις, αλλά ταυτόχρονα προορισμένος να δικαιώνεται στα βλέμματα των θεατών όλης της γης.
Τα βλέμματα ξέρουν πριν τις λέξεις.
Και μια ομάδα αποτελούμενη από έντεκα σώματα και πνεύματα που συν - κινούνται για να συνδυαστούν, λογικό είναι να συγκινεί πολύ βαθύτερα από οποιαδήποτε μονάδα που -αποτελούμενη από ένα πνεύμα εντός ενός καθιστού σώματος- προσπαθεί να συνδυάσει λέξεις για να περιγράψει αυτό που τα βλέμματα επί μια διετία παρακολουθούν και εμπεδώνουν και πια αποδέχονται και ξέρουν.

Τρίτη, Απριλίου 06, 2010

To τραίνο της αφήγησης


Όντας αλεπού, ο απίθανος κύριος Φοξ (που έχει την γνώριμη φωνή του Κλούνεϊ) διαπρέπει στο κλεφτοκοτιλίκι. Αλλά όταν η κυρία Φοξ (που έχει την αγνώριστη φωνή της Μέριλ Στριπ, λες κι αυτή η γυναίκα κατορθώνει να μεταμορφώνεται ακόμη και όταν δεν εμφανίζεται στην οθόνη) του ανακοινώνει πως περιμένουν παιδί, του εξηγεί επίσης πως πρέπει να κόψει πια το χούι και να νοικοκυρευτεί. Ο Φοξ όχι μόνο της το υπόσχεται (πράγμα εύκολο), αλλά πραγματοποιεί και την υπόσχεσή του (πράγμα λιγότερο εύκολο). Όντας μακριά από τα ελληνικά ΜΜΕ και την κρίση τους, έχει τη δυνατότητα να γίνει από κλεφτοκοτάς αρθρογράφος. Έχει πια τη στήλη του, μόνο που έχει και τα παρελκόμενα υπαρξιακά του: τον διαβάζει άραγε κανείς; Η έλλειψη διάδρασης των μη διαδικτυακών μέσων, που αφήνει άλλους στην μακάρια αυτοπεποίθησή τους και άλλους στην αγωνία για το αν γράφουν χωρίς ανταπόκριση. Τα χρόνια όμως περνούν και σε μια κρίση της μέσης ηλικίας, αντί να ερωτευθεί καμιά με τα μισά του χρόνια για να αναζωογονηθεί λιγάκι, αρχίζει να λέει ψέμματα στη γυναίκα του και να βγαίνει το βράδυ απ' το σπίτι κάνοντας επιδρομές στα διπλανά κτήματα, που ανήκουν στο μοχθηρότατο τρίο των Μπόγκις, Μπανς και Μπιν (συνεταίρων ίσως του Μπράουν, του Φίσερ και του Κραφτ). Παλιά του τέχνη κόσκινο δηλαδή.
Παλιά του τέχνη κόσκινο και του Γουές Άντερσον, που βρίσκει την ευκαιρία να ξαναβουτήξει στις αγαπημένες του εμμονές: δυσλειτουργικές οικογενειακές σχέσεις σε τελικά λειτουργικές όμως οικογένειες, παιδιά που διαπρέπουν, παιδιά που οι γονείς τους δεν τους δείχνουν όση σημασία θα ήθελαν, κεντρικής σημασίας αλλά προβληματικές πατρικές φιγούρες. Καθόλου τυχαίο λοιπόν δεν είναι, ότι εκτός από τις άλλες αλλαγές που έγιναν στο ομώνυμο παραμύθι πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία, στο σενάριο προστέθηκαν δυο κεντρικοί ήρωες: ο μικροκαμωμένος και ψιλοσυμπλεγματικός γιος των Φοξ, Ας, και ο αγγίζων την τελειότητα σε ό,τι κι αν κάνει συνομήλικος ξάδελφός του, Κριστόφερσον (όνομα που μπορεί να συγκριθεί μόνο με το όνομα του σκάφους του Στιβ Ζισού στον Υδάτινο Κόσμο, ήτοι Μπελαφόντε). Το καρτουνίστικο περιβάλλον έχει χαρακτηριστικά που ταιριάζουν γάντι στον κόσμο του Άντερσον. Οι στολές των ζώων π.χ. μας υπενθυμίζουν ότι στολές φοράνε και οι ήρωες τους στις «κανονικές» ταινίες του: οι στολές του πληρώματος του Μπελαφόντε στον Υδάτινο κόσμο, οι κόκκινες Αdidas του Μπεν Στίλερ και των παιδιών του, η στολή τένις του Λιουκ Γουίλσον, η στολή κάου μπόι του Όουεν Γουίλσον, η γούνα της Γκουίνεθ Πάλτροου στους Τενενμπάουμ, ή οι στολές των δραστηριοτήτων του Τζέισον Σουάρτσμαν στο Rushmore.
Τέλος -για να το ρίξουμε και στην αμπελοψυχανάλυση- οι λατινικές, επιστημονικές ονομασίες κάθε ζώου που βλέπουμε σε ένα σημείο της ταινίας είναι ίσως ενδεικτικές μιας άλλης τάσης του Άντερσον: ορίζοντας τον κόσμο, του βάζεις ταυτόχρονα και όρια, αποκτάς κάτι σαν σιγουριά στο χάος του. Έρχεται στο νου η μανία του Όουεν Γουίλσον στο Darjeeling Limited να έχει αναλυτικό ημερολόγιο πρόγραμμα για το ταξίδι των αδελφών του στην Ινδία. Ονοματίζοντας ή προγραμματίζοντας τον κόσμο του βάζεις μια τάξη. Υπό αυτήν την έννοια ακόμη και οι εξωσχολικές δραστηριότητες στο Rushmore είναι ένα είδος καταμερισμού του χρόνου, είναι κατηγοριοποιήσεις και κατατάξεις της ζωής όπως τα λατινικά ονόματα ή το ημερήσιο πρόγραμμα.
Ωστόσο για να μην υπάρχει παρεξήγηση, ο «Απίθανος κύριος Φοξ» δεν είναι σε καμία περίπτωση μια μικρομέγαλη ταινία, ούτε μια ταινία βαρυφορτωμένη με μηνύματα. Είναι μια ταινία απολαυστική, που κυλά στα 87 λεπτά της με έναν ξέφρενο μεν, αλλά καθόλου βιαστικό ή υστερικό ρυθμό, αφήνοντάς σε με ένα διαρκές χαμόγελο στα χείλη. Δεν ξέρω πόσο αυτό το ρέον τέμπο πρέπει να πιστωθεί στον ίδιο τον Άντερσον ή στους ανθρώπους που κατασκεύσαν τα ανιμέισον, σίγουρα όμως ουσιαστικότατη συμβολή έχει η μουσική του Αλεξάντερ Ντεπλά που γεμίζει τόσο πολύ και τόσο ευφρόσυνα το έργο, που είναι σαν να το συνσκηνοθετεί.
Κι αφού τη λύσαμε την παρεξήγηση, επιστροφή στα παρεξηγήσιμα. Το Darjeeling Limited ξεκινά δείχνοντάς τον Μπιλ Μάρεϊ μας σε ένα ταξί. Είναι κατααγχωμένος αν θα προλάβει το τραίνο. Φτάνει στο σταθμό, χώνεται μπροστά από άλλους επιβάτες. Τρέχει με τη βαλίτσα του να προλάβει το τραίνο που ξεκινά. Στην κάμερα εμφανίζεται ξαφνικα να τον προσπερνά ο Έιντριεν Μπρόντι, που κατορθώνει να επιβιβαστεί. Ο ΜάρεΪ χάνει το Darjeeling Limited, χάνει το τραίνο της αφήγησης και εφεξής η ταινία ξεχνά εντελώς τον Μάρεϊ και αφορά τον Μπρόντι και τα αδέλφια του που πρόλαβαν να επιβιβαστούν στην ομώνυμη με το τραίνο ταινία. Και δεν ξέρω για σένα, εγώ ψοφάω για τέτοιου είδους παιχνίδια δημιουργίας. Όπως ψοφάω για τέτοιου είδους παιχνίδια αντιγραφής (αυτό το κοπιάρισμα δηλαδή που ανακάλυψα ψάχνοντας στο δίκτυο την πιο αγαπημένη μου σκηνή από ταινίες του Άντερσον). Ωραίο πράγμα το πάθος για το σινεμά.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Κυριακή, Απριλίου 04, 2010

Η ανάσυρση

Κάνοντας το απόγευμα βόλτα με τον μικρό, κατάλαβα ότι και να υφίσταται η ανάσταση δεν μπορεί να λογίζεται ως σημαντικότερο θαύμα από τη ζωή: και τα δύο μεν νικάνε έναν όχι ευκαταφρόνητο αντίπαλο (η ανάσταση τον θάνατο, η ζωή την ανυπαρξία), αλλά σε αντίθεση με τη ζωή η ανάσταση δεν δημιουργεί κάτι εκ του μηδενός, η ανάσταση απλώς συντηρεί το προγενέστερο της θαύμα.
Ανέστη - δεν Ανέστη ο Χριστός, πάντως έζησε.
Είτε αναστηθείς - είτε όχι εκ νεκρών, πάντως ζεις εκ των ανυπάρκτων.
Αν μπορείς δε να ανασύρεις κι άλλους από τις τάξεις των ανυπάρκτων, καν' το και μη νοιαστείς για το μετά, για το αν είσαι έτοιμος, για το αν θα τα βγάλεις πέρα, για το τι θα γίνουν.
Ό,τι κι αν γίνουν θα είναι πιο πλούσιο και πιο ενδιαφέρον από αυτό που θα δεν θα γίνονταν αν δεν γεννιούνταν.

Πέμπτη, Απριλίου 01, 2010

Η πρόκληση των διπλανών ραφιών

Το «SMS» είχε τελικά διάρκεια δύο ακριβώς ετών.
Υπάρχουν δυο ορατές τάσεις που έχει πάρει ο αθλητικός Τύπος: Η μία, η σαφώς πιο ισχυρή και ολοένα και πιο διογκούμενη, είναι η τάση της εγκατάλειψης κάθε μανδύα, όχι απλά αντικειμενικότητας (αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, όταν γίνεται δηλωμένα), αλλά τελικά και δημοσιογραφικής ιδιότητας: πρόκειται για την εποχή των αυθεντικά (ή με δόση υποκρισίας) αρρωστάκηδων, που πλουτίζουν μιζάροντας στον φανατισμό του κόσμου, αποτελώντας (ή παριστάνοντας) ένα ιδιότυπο μείγμα οπαδού και παράγοντα που άλλοτε προσπαθεί να επηρεάσει τα εσωτερικά της ομάδας του και άλλοτε τους διαιτητές και τους διαιτητοπατέρες. Πρόκειται για μια τάση που σε ένα βαθμό εξηγεί και το ότι την κοκκαλική ψύχωση για πρωτάθλημα κόλλησε και ο Παναθηναϊκός, με αποτέλεσμα να μην αγωνίζεται απόψε στο Αμβούργο, αφού αν η πρώτη ύλη μας είναι η καθημερινή καζούρα στους άλλους, οι άλλοι, οι δίπλα μας, δεν βρίσκονται στη Λιέγη, αλλά στην από πάνω ή από κάτω στήλη.
Η δεύτερη, η λιγότερο ισχυρή, ωστόσο υπαρκτή, είναι η τάση που θέλει να βλέπει το ποδόσφαιρο και γενικά τα σπορ και από άλλη οπτική γωνία, χωρίς προφανώς να αρνείται και την κουλτούρα του οπαδισμού, όντας λιγότερο καθώς πρέπει από την αλήστου μνήμης εποχή που οι αθλητικογράφοι δεν υποστήριζαν από παιδιά καμία ομάδα, ενώ όλοι έπρεπε να αγαπάμε την ομάδα μας αλλά να είμαστε Εθνική Ελλάδας. Λέει ωστόσο ότι δεν είναι όλα οπαδισμός, ότι τα πράγματα δεν αρχίζουν και τελειώνουν στον οπαδισμό, ότι ο αθλητισμός μπορεί να επενδυθεί και με άλλου είδους σκέψη, σκέψη εμπνευστική και ευφρόσυνη.
Δεν ξέρω αν το «Fight Club» έφερε το χιούμορ στα αθλητικά ΜΜΕ, ίσως κάτι τέτοιο θα ήταν υπερβολή να το πει κανείς. Ξέρω όμως ότι έφερε σαν πρόταση ένα διαφορετικό πνεύμα, ένα διαφορετικό ήθος, ένα διαφορετικό κοίταγμα μιας πραγματικότητας, που ως τότε κοιταζόταν σε γενικές γραμμές μικρόνοα, εντός συγκεκριμένων ορίων και με βασικά συστατικά τη σοβαροφάνεια και τη μιζέρια.
Το «SMS» δεν ήταν αθλητικό έντυπο. Ήταν μισοαθλητικό - μισοαπ'όλα ένθετο αθλητικής εφημερίδας. Και καλή η μετριοφροσύνη, καλό και το να μη βλογάμε τα γένια μας, αλλά τώρα που ξυρίστηκε το πράγμα μπορώ να ευλογήσω το γενικό εγχείρημα (στο οποίο άλλωστε δεν είχα πλην της στήλης μου οποιαδήποτε άλλη συμμετοχή), όλο το έντυπο, που στα 104 τεύχη του δεν νομίζω ότι έχει να ντραπεί για τίποτα, αντίθετα μπορεί να νιώθει καλά με τον εαυτό του, με την πορεία του, με το ίχνος του.
Έγραφε κάποτε ο Αρανίτσης (δεν μπορώ να βρω το λινκ για να βάλω τα δικά του πολύ καλύτερα ακριβή λόγια) ότι όταν έχεις τελειώσει ένα βιβλίο και το έχεις δει να εκδίδεται και να καταλαμβάνει μια θέση στο ράφι της βιβλιοθήκης σου, νιώθεις ότι έχεις καταφέρει πια κάτι που κανείς δεν μπορεί να στο πάρει πίσω.
Τηρουμένων των αναλογιών, η θέση στο ράφι είναι κατειλημμένη, η διετία δεν μπορεί να παρθεί πίσω, το ίχνος δεν μπορεί να παρθεί πίσω, σειρά έχουν τα επόμενα ίχνη, η πρόκληση των διπλανών ραφιών, που ζητούν να γεμίσουν κι αυτά.
Μακάρι να γεμίσουν με κάτι τόσο ευγενικό όσο το «SMS»