Τρίτη, Ιανουαρίου 31, 2012

Σπίτια

Στα πολύ παλιά τα χρόνια οι άνθρωποι ζούσαν όλοι μαζί και μιλούσαν όλοι την ίδια γλώσσα. Μουγκοί ακόμα δεν υπήρχαν, μα ούτε και γλωσσολόγοι. Μια μέρα που η ανία τους είχε χτυπήσει κατακούτελα, αποφάσισαν να χτίσουν ένα πύργο που θα έφτανε ως τον ουρανό. Ο Θεός ήθελε να διατηρήσει τον ιδιωτικό του χώρο ανέπαφο, να μπορεί να κάνει ντουζ χωρίς να φοβάται μην τυχόν τον δει γυμνό κανείς εργάτης στα μερεμέτια του ρετιρέ, και γενικά δεν την γούσταρε αυτήν την ιστορία, γιατί αν αρκεί ένα κωλόπαιδο να φωνάξει "ο βασιλιάς είναι γυμνός" για να προκαλέσει πολιτειακό ντόμινο, μπορεί να φανταστεί κανείς το θρησκευτικό ντόμινο που θα προκαλούσε η εργατική κραυγή "ο Κύριος είναι γυμνός". 

Ήταν άλλες εποχές εκείνες κι ο Θεός ήταν ακόμα αναγκαίος. Τιμώρησε λοιπόν τους ανθρώπους κάνοντας ένα κόλπο ώστε να χωριστούν άπαξ δια παντός. Οι Γραφές λένε πως το κόλπο είχε να κάνει με τη γλώσσα, πως οι άνθρωποι άρχισαν να μιλούν διαφορετικές γλώσσες αντί για μία και πως επικράτησε έτσι σύγχυση και ασυνεννοησία. Αλλά οι Γραφές ήταν κάτι σαν τον καθεστωτικό τύπο της εποχής: με την αλήθεια είχαν ελαστικές σχέσεις, προκειμένου οι αφηγήσεις τους να κερδίζουν το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας. 

Εκείνο που συνέβη είναι ότι οι άνθρωποι δεν χωρίστηκαν παύοντας να μιλούν την ίδια γλώσσα, αλλά παύοντας να ζουν όλοι μαζί. Το κόλπο του Θεού -ένα κόλπο που και ο ίδιος θα χαρακτήριζε σατανικό αν δεν είχε ταμπού με αυτά τα θέματα- ήταν να πείσει τους ανθρώπους να χωριστούν αυτοβούλως. Ήταν ένας χωρισμός ριζικός, διαχρονικός και ακαταμάχητος. "Τι νόημα έχει να χτίζετε αυτό το τερατούργημα;" τους έπιασε και τους είπε. "Η αλαζονεία δεν είναι καλός σύμβουλος. Γκρεμίστε το τώρα και στη θέση του αρχίστε να χτίζετε τα δικά σας σπίτια". Τους το πάσαρε με μια σειρά από επιχειρήματα: από το ότι έτσι θα γνωρίσει έκρηξη ο κλάδος της οικοδομής, που μπορεί να εξελιχθεί σε ατμομηχανή της οικονομίας τους, ως το ότι το να έχει ο κάθε άνθρωπος το σπίτι του είναι το  βασικότερο θεμέλιο του πολιτισμού και της προόδου.  

Και πράγματι οι άνθρωποι άρχισαν να αναπροσαρμόζουν τον πολιτισμό τους με κέντρο το σπίτι τους. Ατομική ιδιοκτησία, οικογένεια, μονογαμικότητα, ιδιωτικότητα: με το πέρασμα των δεκαετιών και των αιώνων άρχισαν να τα κάνουν ένα πολτό στο κεφάλι τους και να θεωρούν πως είναι ό,τι πιο αυτονόητο σε κοινωνική οργάνωση, ό,τι πιο θεμελιώδες σε αξία, ό,τι πιο σύμφυτο με την έννοια άνθρωπος. Και ίσως για μπορέσουν να φτιάξουν αυτόν τον πολτό, να είναι όντως σύμφυτα. Ξέχασαν έτσι πως ό,τι έχουν ιερό είναι και ότι πρώτο πρώτο τους χώρισε. Ξέχασαν πως αφού χωρίστηκαν σε σπίτια ήταν που άρχισε σιγά σιγά να επικρατεί μεταξύ τους η σύγχυση και η ασυνεννοησία, μέχρι που κάποτε διαπίστωσαν ότι όντως μιλούσαν άλλη γλώσσα. Ξέχασαν πως όλοι οι υπόλοιποι διαχωρισμοί, σε τάξεις, έθνη, φυλές έπονται, πως ο πρωταρχικότερος διαχωρισμός είναι να έχεις τον απολύτως δικό σου χώρο, μέσα στον οποίο κλείνεις την πόρτα και απ' έξω ας γίνεται ό,τι θέλει να γίνεται, εσένα δεν σε αφορά, εσύ βρίσκεσαι σπίτι σου. Εκεί μέσα δικαιούσαι να ζεις και έξω από την πόρτα σου δικαιούνται να πεθαίνουν. Φωνάζουν "πεθαίνω" και μπορείς να διαφωνείς με την κραυγή τους, βρίσκοντάς την υπερβολική, υστερική ή λαϊκίστικη, αλλά θα υπερασπιστείς μέχρι θανάτου το δικαίωμά τους στη συγκεκριμένη κραυγή. Φωνάξτε λοιπόν "πεθαίνω", είστε τυχεροί να ζείτε σε μια κοινωνία που δεν σας το απαγορεύει, φωνάξτε το όσο πιο δυνατά μπορείτε, η άποψή σας θα καταγραφεί και θα γίνει απόλυτα σεβαστή, όπως και ο τυχόν θανατός σας.

Οι άνθρωποι χωρίζονται σε σπίτια, μα πριν και πέρα από τα σπίτια χωρίζονται σε εαυτούς. Αυτή είναι και η πιο απόρθητη εστία, αυτή είναι και η πόρτα που δεν λέει με τίποτα να ανοίξει για να υποδεχτεί τους άλλους. Ο καθένας μας είναι ένα κλειδαμπαρωμένο εγώ. Ή εν πάση περιπτώσει έτσι είμαι εγώ. 

Δευτέρα, Ιανουαρίου 30, 2012

Σώματα

Πόσα σώματα μεταναστών χωράνε στοιβαγμένα στην καρότσα ενός βαν;

Πόσα σώματα μεταναστών καταπλακώνονται και πεθαίνουν όταν το βαν εκτρέπεται και πέφτει;
Πέντε.


Τι θα μπορούσε να συμβολίζει το γεγονός Τρίτη βράδυ να πεθαίνει στο δρόμο ένας καλλιτέχνης προσπαθώντας να "δει" μια σκηνή που αφορούσε μετανάστες και Παρασκευή βράδυ να πεθαίνουν στο δρόμο μερικοί τέτοιου είδους μετανάστες; 
Ίσως και τίποτα. Αλλά καμιά φορά οι συμπτώσεις αποτελούν από μόνες τους συμβολισμούς.

Τι είδους αποσιώπηση είναι αυτή που κάνει την είδηση του θανάτου των πέντε στοιβαγμένων μεταναστών να μην μεταδίδεται και τόσο ως είδηση, συνεπώς να μην θεωρείται και τόσο είδηση;
Η πιο αθώα, η λιγότερο δόλια. Γιατί εδώ, σε αντίθεση με τις περισσότερες άλλες αποσιωπήσεις, μπορεί να μας καθησυχάσει το γεγονός πως κανένα συνειδητό φίλτρο δεν μπήκε, πως καμία αντιδεοντολογική αξιολόγηση της είδησης ως πολιτικά επικίνδυνης δεν έγινε και πως άρα δεν μπήκε για αυτό το λόγο στο περιθώριο. Παρέμεινε στο περιθώριο όπου εξαρχής ανήκε. Εδώ, σε αντίθεση με τις περισσότερες άλλες αποσιωπήσεις, μπορούμε να είμαστε ήσυχοι ότι η δεοντολογία τηρήθηκε. Απλά τα δικά τους σώματα αόρατα ήρθαν από έναν άλλο κόσμο, αόρατα στοιβάχθηκαν μέσα στην καρότσα του βαν, αόρατα καταπλακώθηκαν μέσα στην καρότσα του βαν και αόρατα θα πάνε σε έναν άλλο κόσμο, εκτός κι αν -σε κραυγαλέα αντιδιαστολή με τον υπαρκτότατο άλλο κόσμο στον οποίο γεννήθηκαν- αυτός ο δεύτερος άλλος κόσμος δεν υπάρχει καν, οπότε το μόνο που συνέβη είναι ότι ήρθαν από πάρα πολύ μακριά για να δοθεί το αμετάκλητο τέλος της σκούρας ύπαρξής τους στην καρότσα ενός λευκού βαν, όπως ακριβώς τους πρέπει, πάνω και κάτω από σώματα ακριβώς σαν τα δικά τους, σώματα που ακόμα κι αν δεν μπορούν να ειδωθούν μπορούν να αναποδογυρίσουν, μπορούν να πλακώσουν, μπορούν να προκαλέσουν ασφυξία, μπορούν να γίνουν ο αόρατος θάνατος ομοειδών σωμάτων.

Σάββατο, Ιανουαρίου 28, 2012

Βrokeback Hoover

Κοντά μισόν αιώνα ο Τζέι Έντγκαρ Χούβερ ήταν ο διευθυντής του FBI. Από το 1924 (πριν ακόμα το FBI ιδρυθεί, όντας τότε, και σε ηλικία 29 μόλις ετών, διευθυντής του σκέτου Βureau of Investigations, το οποίο από το 1935 έδωσε τη θέση του στο νεοϊδρυθένFederal Bureau of Investigations) ως τον θάνατό του το 1972. Το έχτισε το μαγαζί απ' τα μπετά, 8 διαφορετικούς Προέδρους είχαν οι ΗΠΑ κατά τα χρόνια που ήταν διευθυντής. Τον βλέπουμε στην ταινία να παρακολουθεί από το μπαλκόνι του γραφείου του την τελετή της ορκωμοσίας δύο εξ αυτών, νέος στη μία, γέρος στην άλλη. Λένε ότι η αληθινή εξουσία δεν είναι ποτέ προσωρινή. Πόσοι μονάρχες ή δικτάτορες στην ιστορία της ανθρωπότητας να έμειναν στην εξουσία τόσα χρόνια όσα εκείνος; Μάλλον ελάχιστοι: 48 χρόνια είναι πάρα - πάρα πολλά. Είχε και θετική συμβολή στον εκσυγχρονισμό των αστυνομικών μεθόδων, δίνοντας έμφαση στα εγκληματολογικά εργαστήρια, στην επάνδρωση της υπηρεσίας με επιστήμονες, οργάνωσε ένα σύστημα κεντρικής αρχειοθέτησης των δακτυλικών αποτυπωμάτων και διάφορα άλλα. Ο ίδιος όμως υπήρξε ένα κάθαρμα ολκής. Έπαιζε βρώμικα, παρακολουθούσε και εκβίαζε, υπερέβαινε τη δικαιοδοσία του για να τα βάζει με διαφωνούντες, όντας ο ίδιος εμβληματικός αντικομμουνιστής, και γενικά ο ρόλος του ήταν φαιός.
Η ταινία πήρε μέτριες κριτικές στις ΗΠΑ, αλλά ακόμη οδυνηρότερη έκπληξη πρέπει να ήταν οι μηδέν υποψηφιότητες για όσκαρ που πήρε χθες. Μια εξήγηση είναι ότι μολονότι εκ πρώτης όψεως φαίνεται ως κατεξοχήν οσκαρικό υλικό, της λείπουν βασικά συστατικά μιας αβανταδόρικης οσκαρικής βιογραφίας. Δεν έχει άνοδο και πτώση του ήρωα, δεν έχει δραματικές μεταπτώσεις, δεν έχει κορυφώσεις. Ο Χούβερ ήταν κάποιος που διοίκησε αδιατάρακτα μισό αιώνα, κι όταν κάποιος ανεβαίνει τόσο μικρός στην εξουσία και δεν πέφτει ποτέ από αυτή, όταν η εξουσία του δεν υπόκειται σε εκλογές, δεν έχει καν αυτή την αμφισβήτηση ή αγωνία, τότε και τα δράματα περιορίζονται δραστικά. Όλος κι όλος ο κίνδυνος που είχε ήταν όταν άλλαζαν οι πρόεδροι. Αλλά είχε για τον καθένα τους έναν φάκελο. Και να μην είχε αρκούσε η φήμη ότι είχε φακέλους για όλους. Έτσι στην ταινία, την έλλειψη της δραματικότητας σε σχέση με την δική του καριέρα, σε σχέση με το σχήμα άνοδος - κατάληψη της εξουσίας - αμφισβήτηση - πτώση, αναλαμβάνουν να καλύψουν επιμέρους υποθέσεις: η υπόθεση της απαγωγής του παιδιού του Τσαρλς Λίντμπεργκ, η αναζήτηση του απαγωγέα με μεθόδους πρωτόγνωρες, χωρίς αυτόπτες μάρτυρες, με ειδικούς στην ξυλεία, η υπόθεση της απειλής στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ για να μην παραλάβει το Νόμπελ, η υπόθεση του φακελώματος του Κένεντι και της Έλενορ Ρούζβελτ, το πώς πλασάριζε ψευδώς την εικόνα του, παριστάνοντας ότι έκανε ο ίδιος συλλήψεις που ποτέ δεν είχε κάνει, το πως πλασάριζε στην κοινή γνώμη την εικόνα του FBI, με κόμικ, χορηγίες σε εκπομπές κλπ. Όσο σταθερός ήταν ο δημόσιος βίος του άλλο τόσο και ο ιδιωτικός. Ο τύπος ήταν η επιτομή της σταθερότητας. Τρεις οι σχέσεις ζωής του: Η σχέση του με την μητέρα του, με την πιστή του γραμματέα που κρατούσε και τους μυστικούς φακέλους του, η σχέση του με τον υποδιευθυντή του Κλάιντ Τόλσον.
Αν δει κανείς την ταινία ως τυπική βιογραφία, όσο ικανοποιημένος κι αν μείνει από το όλο πακέτο (τα χρώματα της φωτογραφίας, το σφιχτό μοντάζ, την αδιαμφισβήτητη σκηνοθετική στόφα του Ίστγουντ, την στιβαρή ερμηνεία του Ντι Κάπριο), όσο ικανοποιημένος δηλαδή κι αν μείνει βλέποντας καλό σινεμά, θα μείνει ταυτόχρονα και ανικανοποίητος από την απεικόνιση του δημοσίου προσώπου Χούβερ. Αν λοιπόν το αληθινό θέμα της ταινίας είναι ο δημόσιος παράγοντας Χούβερ, η ταινία πράγματι δεν έχει βρει στόχο και αυτός είναι ο δεύτερος λόγος που η ταινία δεν περπάτησε στα όσκαρ.
Πρόκειται όμως πράγματι για τυπική βιογραφία; Σε μια τυπική κινηματογραφική βιογραφία ενός δημόσιου προσώπου θα είχε φυσικά θέση και η προσωπική του ζωή. Αλλά θα ήταν θέση παράπλευρη, συμπληρωματική της εικόνα του ήρωα ή της ηρωίδας. Το βασικό βλέμμα θα ήταν στραμμένο στη δημόσια σφαίρα, σε όλα εκείνα για τα οποία έγινε γνωστός. Εδώ χρονικά μπορεί και πάλι το περισσότερο βλέμμα είναι στραμμένο στα δημόσια, αλλά το κόλπο που κάνει ο σεναριογράφος Ντάστιν Λανς Μπλακ είναι ότι χωρίς να ξοδεύει τρελό χρόνο στην ιδιωτική ζωή, τον κατανέμει με τέτοιο τρόπο και του δίνει τόσο βάρος που καταλαβαίνεις ότι αυτή είναι το πραγματικό κέντρο βάρους της ταινίας, ότι αυτό θέλει να μας πει ο Μπλακ με το σενάριο του και αυτό τελικά σκηνοθετεί κι ο Ίστγουντ.
Στο βραβευμένο με όσκαρ σενάριο του για τον "Μilk", o Μπλακ έβαζε σε μια φάση τον Σον Πεν να λέει σε ένα νεαρό που περνούσε ερωτική απογοήτευση: «Θα συναντήσεις τους πιο ξεχωριστούς, σέξι, έξυπνους, αστείους άντρες, θα ερωτευθείς πάρα πολλούς από αυτούς και μέχρι το τέλος της ζωής σου δεν θα ξέρεις κι ο ίδιος ποιοί ήταν οι καλύτεροι φίλοι σου και ποιός η μεγαλύτερη αγάπη σου». Μέσα από την αλλαγή πολλών ερωτικών συντρόφων και την αναγκαστική αποδέσμευση από τα κοινωνικά προαπαιτούμενα του γάμου που ισχύουν για τους ετεροφυλόφιλους, προέκυπτε ένα όριο θολό, μια ζώνη γκρίζα, ανάμεσα στη φιλία και τον έρωτα. Στο "J. Edgar" βλέπουμε το ίδιο θολό όριο από την αντίθετη όψη. Αντί για τους πολλούς ερωτικούς συντρόφους, μια σχέση ζωής, μια σχέση βαθύτατης σύνδεσης, αντί για την πληθώρα και τη χόρταση, η στέρηση, η άρνηση, ούτε καν η μονογαμία, αλλά όπως τελικά φαίνεται να υποδεικνύει η ταινία η μονοαγαμία. Η ταινία δείχνει ότι η σχέση του Χούβερ με τον Τόλσον ίσως να μην έλαβε ποτέ σωματική μορφή, μολονότι αναμφίβολα αγαπιούνταν μια ζωή, δούλευαν μαζί, έτρωγαν μαζί, πήγαιναν ταξίδια αναψυχής μαζί. Η ταινία είναι στην επιφάνειά της μια βιογραφία για τη δημόσια περσόνα του διευθυντή του FBI και στην καρδιά της ένα "Βrokeback Mountain", ένας άνδρας που αρνείται την ομοφυλοφιλία του κι ένας άντρας που τον πιέζει να την δεχτεί, μόνο που όλα εδώ κινούνται στο πλαίσιο της αυτοσυγκράτησης, της μη υπέρβασης των ορίων.
Θυμάμαι σε μια παλιά τηλεοπτική εκπομπή τον στρατηγό Γρυλλάκη, που έλεγε με θρησκευτική ευλάβεια και δέος πόσο μεγάλη αξία έχει η "πληροφορία". Προσωπικά, εδώ εντοπίζω ένα σημαντικό μείον της ταινίας, ότι δηλαδή δεν μας δείχνει με κάποιο τρόπο αυτή την μανία του Χούβερ να συλλέγει "πληροφορίες". Τα μυστικά είναι εκ των προτέρων κατακτημένα και χρησιμοποιούνται για να εκβιάσει. Υπάρχει όμως μια υπέροχη σκηνή που δείχνει την αντίστιξη των μυστικών των άλλων με τα μυστικά που δεν έχουν οι ήρωες, επειδή δεν ενέδωσαν στην σωματοποίηση του έρωτά τους. Ο Τόλσον διαβάζει ένα ερωτικό γράμμα, είναι όμως μέρος των μυστικών φακέλων. Η λατρεία για ένα άλλο πρόσωπο ως ένοχο μυστικό, ως όπλο εκβιασμών και πιέσεων, σε αντιδιαστολή με την ανεπίδοτη, τη βαθιά καταπιεσμένη λατρεία.
Καταληκτικά το "J Edgar" κερδίζει την εκτίμησή μου. Μολονότι ταινία του σεναρίου της, είναι και μια ταινία του Ίστγουντ στη σταθερότητα του σκηνοθετικού χεριού του και την τρυφερότητα της ματιάς του. Δύο σκηνές ανάμεσα στον Λεονάρντο Ντι Κάπριο και τον Άρμι Χάμερ, η μία όταν είναι νέοι και του ανακοινώνει ότι θέλει να παντρευτεί και εκείνος ξεσπάει, και η άλλη όταν τρώνε μαζί γερασμένοι και καταβεβλημένοι, συν τη σκηνή του Χάμερ - Τόλσον να διαβάζει τα ερωτικά γράμματα, αρκούν και περισσεύουν για να αποδείξουν ότι η ταινία έχει μια κρυμμένη καρδιά μέσα στα ρούχα της πολιτικής βιογραφίας.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Πέμπτη, Ιανουαρίου 26, 2012

Αγαπητέ Ρομάνο

Κι έτσι μετά τις εκατοντάδες αναφορές του πρώην πρωθυπουργού, του τότε και τώρα αντιπροέδρου της κυβέρνησης, υπουργών, βουλευτών, δημοσιογράφων και λοιπών διανοητών, βάσει των οποίων η χώρα βρισκόταν σε πόλεμο,
ο εις βάρος μας πόλεμος ξαφνικά συνίσταται στην απώλεια του 20% του ΑΕΠ σε 18 μήνες,
ο εις βάρος μας πόλεμος ξαφνικά συνίσταται στα συσσίτια που άρχισαν,
ο πόλεμος ξαφνικά συνίσταται στην μαζική μετανάστευση των νέων.
Κι όμως αυτούς ακριβώς τους μήνες ήταν που προσπαθούσαν να μας πείσουν -με το πιστόλι στον κρόταφο, όπως θα έλεγε κι ο Μιχάλης ο Χρυσοχοϊδης, ένας από τους ελάχιστους αυθεντικούς και συνεπείς αντιμνημονιακούς αγωνιστές- ότι ο πόλεμος ήταν άλλος, ότι ο πόλεμος γινόταν για την σωτηρία της χώρας και στόχευε στην λήψη της κάθε επόμενης δόσης που την εξασφάλιζε.
Κι όμως αυτούς ακριβώς τους μήνες ακούσαμε εκατοντάδες φορές από το στόμα του πρώην πρωθυπουργού ότι έσωσαν τη χώρα, ότι αυτός, η Άννα, ο Μιχάλης, ο Ανδρέας, ο Ευάγγελος, κι όλοι οι υπόλοιποι μαχητές του ποταμού Χάντσον, έσωσαν τη χώρα.
Κι όμως αυτούς ακριβώς τους μήνες όλες μαζί οι δυνάμεις της απάλαβης μη αριστεράς έδωσαν και κέρδισαν τον πόλεμο κατά των σειρήνων της καταστροφής, διασφαλίζοντας την μία μετά την άλλη τις δόσεις του μνημονίου, διασφαλίζοντας το ένα μετά το άλλο τα κουρέματα, διασφαλίζοντας διαρκώς και αταλάντευτα την συμμόρφωση με τους όρους και τις υποδείξεις των συμμάχων μας, των φίλων και εταίρων μας.
Κι όμως σήμερα συνεχίζει και η Άννα και ο Μιχάλης και ο Ευάγγελος και ο Ανδρέας, να πολεμούν για να εξασφαλίσουν τη συνέχιση της πορείας της χώρας στην ίδια κατεύθυνση, ώστε να παρθούν τα νέα δάνεια, με όρους και υποδείξεις ολοένα και σκληρότερες, ώστε ο πόλεμος να κερδηθεί και η απώλεια του 20% του ΑΕΠ να γίνει 50%, ώστε ο πόλεμος να κερδηθεί και τα συσσίτια να γίνουν συνθήκη που θα φαντάζει αυτονόητη και διόλου περίεργη, ώστε ο πόλεμος να κερδηθεί και η μετανάστευση να είναι η βασική λύση σε μια χώρα που η Άννα τους προηγούμενους μήνες ήταν απασχολημένη να διασώζει κερδίζοντας τον πόλεμό της, σε μια χώρα που και τους επόμενους μήνες φιλοδοξεί να συνεχίσει να διασώζει, ζητώντας άλλωστε παράταση της κυβέρνησης Παπαδήμου ως τον Οκτώβριο του 13 κι ακόμη παραπέρα, όσο χρειαστεί για να κερδηθεί οριστικά ο πόλεμος.

Στο δρόμο σου

Ίσως όμως αυτός είναι ο ιδανικός τρόπος να πεθαίνεις, 
όχι ήσυχα στο κρεβάτι σου, 
αλλά ανήσυχα στο δρόμο σου, 
όχι πλήρης ημερών
αλλά με τις μέρες σου να διακόπτονται,
βίαια,
πριν την τελική τους πληρότητα.
Ίσως αυτός είναι ο ιδανικός τρόπος να πεθαίνεις:
όσο ακόμη κάτι ποθείς.
Ίσως αυτός είναι ο ιδανικός τρόπος να πεθαίνεις,
όχι βέβαια για τους δικούς σου
ούτε για εκείνους που ένιωθαν δικοί σου,
αλλά για σένα, ναι,
γιατί για σένα τι καλύτερο
από το να πεθαίνεις ακριβώς μέσα 
σε αυτό που σε ορίζει και σε εξηγεί,
τι καλύτερο
από το να πεθαίνεις ακριβώς μέσα
στην ευφορία αυτού που φτιάχνεις,
τη στιγμή που το φτιάχνεις,
τη στιγμή δηλαδή που βρίσκεσαι
όχι στον κόσμο που βρίσκονται οι άλλοι,
αλλά στον κόσμο που έχεις στο μυαλό σου,
στο κόσμο που θες να βγει από το μυαλό σου
και να αποκτήσει υπόσταση εξωτερική,
υπόσταση σε όλους προσιτή,
μόνο που για να την αποκτήσει,
πρέπει πρώτος εσύ να την αποκρυσταλλώσεις,
και για αυτό χρειάζεται
-χρειάζεσαι-
να δεις αυτό που θέλεις, όπως το θέλεις,
χρειάζεται
-χρειάζεσαι-
να καταλάβεις από πού ακριβώς πρέπει να δεις
τον κόσμο που θα μεταμορφώσεις,
ώστε να έρθει να συμμορφωθεί με την
εικόνα που έχεις ήδη μισοδεί,
πολύ καιρό πριν,
-ποιός ξέρει πόσο καιρό πριν-
κι από τότε όλο σε κεντρίζει,
όλο σε τσινάει μέχρι να την ολοκληρώσεις.
Κι έχοντας το όραμα αυτής της εικόνας
να σε κατακλύζει,
την ώρα που περνάς το δρόμο
σαν ζαβολιάρικο παιδί,
παρασύρεσαι και πεθαίνεις
 τον ευτυχέστερο, ίσως, όλων των θανάτων.

Τρίτη, Ιανουαρίου 24, 2012

Unfollow #2

What if?


Eυτυχώς αυτό δεν συνέβη ποτέ (παρά μόνο στην πλαστογραφία που κατασκεύασε σε χρόνο dt από τη λήψη της σχετικής οδηγίας ο μάγος του φωτοσόπ Τσαλαπετεινός), ευτυχώς όλα πήγαν καλά και το κοινό ευρωπαϊκό μας σπίτι απέκτησε το κοινό ευρωπαϊκό του νόμισμα. Δέκα χρόνια αργότερα το σπίτι ακόμα αντέχει, το νόμισμα ακόμα αντέχει, το Καλό -όπως σήμερα αυτό αρμοδίως εκπροσωπείται από το Συντεταγμένο- ακόμα αντέχει. Αντέχει παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις όλων των νοσταλγών της δραχμής και της ψωροκώσταινας, όλων των δυνάμεων της αντιμεταρρύθμισης, του αντιευρωπαϊσμού, της συντήρησης των πελατειακών δομών, με άλλα λόγια όλων όσων βρίσκουν προνομιακό πεδίο έκφρασης στις 128 σελίδες του περιοδικού.
Δυο ποστ πιο πριν έγραφα ότι δεν θέλω να ξεμπερδέψω με μια απλή αναφορά αλλά να παρουσιάσω την ύλη του τεύχους όπως της αξίζει. Θα φανώ ασυνεπής επειδή ξεκίνησα να το κάνω επιλέγοντας χαρακτηριστικά αποσπάσματα από κάθε θέμα του, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι κάτι που περιέχει τόσο πολύ και τόσο πυκνό περιεχόμενο, απαιτεί κι από την πλευρά σου δυσανάλογα μεγάλο κόπο και δυσανάλογα πολύ χρόνο, ώστε να το παρουσιάσεις όπως όντως του αξίζει. Πόσο μάλλον όταν η πλευρά σου τυγχάνει να είναι αυτή του τεμπέλη.
Οπότε αντί για αυτό θα προσπαθήσω να απαντήσω σε τρεις ενστάσεις που φοριούνται αρκετά:
Η πρώτη έχει να κάνει και με την προηγούμενη παράγραφο αυτού του ποστ και με το ποστ στο σύνολο του: το έχετε παραχέσει, τόσο με την υπερδιαφήμιση όσο και με το αυτολιβάνισμα, άστε μας ήσυχους πια, άμα θέλουμε να το πάρουμε θα το πάρουμε, ινάφ ιζ ινάφ. Δεκτόν, αλλά από την άλλη, πώς ακριβώς θα γίνει γνωστό ένα περιοδικό που δεν έχει συμβατική διαφήμιση; Γνωστοποιώντας μια φορά την ύπαρξή του και μετά αποσυρόμενο διακριτικά στη γωνία, περιμένοντας ο κόσμος όχι μόνο να πάει να το αγοράσει αυθόρμητα, αλλά και να σπεύδει κάθε μήνα ζητώντας το; Είναι αρχή ακόμη και αν το περιοδικό δεν γίνει γνωστό από εμάς τους ίδιους, κινδυνεύει να μη γίνει ποτέ γνωστό. Από την άλλη αν κινδυνεύουμε και εμείς να το μετατρέψουμε από την πολλή διαφήμιση σε Jumbo των σόσιαλ μίντια, ας το προσέξουμε.
Η δεύτερη έχει να κάνει με την τιμή του: μα 5 ευρώ ρε παιδιά, μα στη σημερινή εποχή 5 ευρώ; Δεκτή και αυτή η ένσταση, αλλά δεκτή μονάχα στο σκέλος της τυχόν αδυναμίας που έχει ο άλλος να το αγοράσει. Στο σκέλος του πόσο ακριβό είναι αντικειμενικά, γνώμη μου είναι πως τα λεφτά πάρα πολύ δύσκολα τα λες κακοξοδεμένα και ακόμη πιο δύσκολα μπορεί διαβάζοντάς το να νιώσεις εξαπατημένος και να πεις, μα τι έχει εδώ μέσα που να δικαιολογεί τέτοια τιμή; Συναφώς, όχι, ούτε αυτά που έχει εκεί μέσα, μπορείς να τα βρίσκεις δωρεάν στο ίντερνετ. Από άλλου είδους ύλη αποτελείται. Και αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς εύκολα. Θα προσέθετα ότι όταν μιλάμε για ένα μηνιαίο έντυπο, το ποσό των 5 ευρώ, όντας προορισμένο να καλύψει το διάστημα ενός μηνός, χάνει τη δραματικότητα που ίσως έχει σε πρώτη εκτίμηση. Θα κατέληγα λέγοντας ότι κάθε πληρωμή σε ευρώ παίζει να είναι άλλωστε προσωρινή, αλλά αρκετά με τη σπέκουλα κατά του κοινού μας νομίσματος και του κοινού μας σπιτιού
Η τρίτη έχει να κάνει με το ότι στο περιοδικό γράφει το pet hate 29 κατασκευαστών μυθιστορημάτων, αλλά και του μισού ελληνικού διαδικτύου: o κατά τον Πέτρο Τατσόπουλο "σιχαμερός" αλλά και "κατουρημένος" "αρουραίος", Πιτσιρίκος. Αν οι πρώτες δύο ενστάσεις έχουν βάση, η τρίτη είναι κατά τη γνώμη μου αβάσιμη. Όποιος θεωρεί τον Πιτσιρίκο την όγδοη πληγή του Φαραώ, τον άνθρωπο που χάλκεψε τα στοιχεία του ελλείμματος προς τα κάτω επί ΝΔ και προς τα πάνω επί ΠΑΣΟΚ, τον άνθρωπο που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς, τον άνθρωπο που απήγαγε το παιδί της Ντόροθι Βάλενς, τον άνθρωπο που ήρθε για να φέρει τη ντροπή και την καταισχύνη στα ελληνικά ίντερνετς, μπορεί να παίρνει το περιοδικό και να σκίζει τις δικές του σελίδες. Αν μαζευτούν πολλοί με παρόμοια επιθυμία, μπορεί να διοργανωθεί και πυρά των σελίδων του σε κεντρικές πλατείες της χώρας. Ακόμα - ακόμα μπορεί να εξετασθεί η ιδέα έκδοσης του Unfollow χωρίς τις δικές του σελίδες, σε μειωμένη μάλιστα τιμή, για να πιάσουμε με ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια. Αλλά για όνομα του Θεού, μην αφήσετε τον  αρουραίο να λερώσει την πχιοτική συλλογική μας προσπάθεια. Δεν κολλάει. Αγοράστε το για όλους εμάς τους υπόλοιπους, τους ακατούρητους.

Κυριακή, Ιανουαρίου 22, 2012

Kατηγορηματικά

Δεν έχουν σημασία ούτε τα πιθανά κίνητρα (επίδειξη κομματικού υπερπατριωτισμού και προσπάθεια προσεταιρισμού του εναπομείναντος παπανδρεϊκού κομματιού των ψηφοφόρων ενόψει των επικείμενων εσωκομματικών εκλογών), όπως δεν έχει σημασία και το ανεπανάληπτα φαιδρό αντίκρυσμα που έχει στην πραγματικότητα η κουβέντα περί μακελειού το οποίο θα γίνει επειδή ο λαός θα βγει στους δρόμους να σφαχτεί υπερασπιζόμενος την αδικία εις βάρος του πολυαγαπημένου του Ηγέτη. 
Εκείνο που έχει σημασία είναι η άνεση με την οποία τα ίδια γαμημένα πρόσωπα χωρίς ίχνος αιδούς και χωρίς ίχνος φόβου αλλάζουν διαρκώς ρόλους, μιλώντας άλλοτε εξ ονόματος του σοσιαλισμού και της κοινωνικής ευαισθησίας κι άλλοτε εξ ονόματος του τροϊκανισμού και της συλλογικής ενοχής, μιλώντας άλλοτε εξ ονόματος του νόμου και της τάξης και άλλοτε απειλώντας με μακελειό (προσέξτε στο λινκ ότι του επισημαίνουν πως αυτό που λέει ακούγεται σαν απειλή κι εκείνος δεν απαντάει).
Μέσα Οκτωβρίου και ο Ανδρέας Λοβέρδος μαζί με τους Διαμαντοπούλου - Ραγκούση μας βγάζουν διάγγελμα κατά της ανομίας. Πρωτοσυναντάμε εκεί την αγαπημένη του λέξη: «Πάρα πολλές φορές, αλλά και σήμερα, αντιλαμβανόμαστε πως ορισμένοι σπρώχνουν τα πράγματα πέραν των ορίων, για να γίνει μακελειό. Πιστεύοντας, πως η Δημοκρατία δεν θα τολμήσει και, συνεπώς, θα κάνουν και πάλι το δικό τους». Αναφέρεται φυσικά στο κακό μακελειό, το μακελειό των κομμουνιστοσυμμοριτών, των αναρχομπαχαλάκηδων και των συριζεϊκών συνιστωσών, ένα μακελειό κατά της δημοκρατίας όπως την ξέρουμε. 
Αντίθετα ένα μακελειό που θα αποτρέψει έρευνα αν όντως τα στατιστικά στοιχεία για το έλλειμμα φουσκώθηκαν με δόλο, συνιστά ένα μακελειό υπέρ της δημοκρατίας όπως την ξέρουμε.
Της δημοκρατίας στην οποία Λοβέρδοι έπαιζαν ως τώρα πρωταγωνιστικό ρόλο, της δημοκρατίας στην οποία μερικά κόμματα και μερικές οικογένειες είναι υπεράνω ελέγχου, ειδάλλως -και μας το δηλώνουν αυτό κατηγορηματικά- θα γίνει μακελειό. 

Παρασκευή, Ιανουαρίου 20, 2012

Oμερτά

Θέλω από προχθές να γράψω για το δεύτερο τεύχος του Unfollow που ήδη κυκλοφορεί, κι όλο προκύπτουν πράγματα τα οποία μου μοιάζουν πιο επείγοντα προς ποστάρισμα. Επειδή λοιπόν αφενός δεν θέλω να ξεμπερδέψω με μια απλή αναφορά αλλά να παρουσιάσω την ύλη του τεύχους όπως της αξίζει κι αφετέρου θέλω να ξαναποστάρω κάτι "επείγον", επιφυλάσσομαι για την παρουσίαση τις αμέσως επόμενες μέρες και προχωράω στα επείγοντα.
Γράφω και στο περιοδικό για την δημοσιογραφική αντιμετώπιση που ειχε στην ιστοσελίδα των Νέων μια από τις πτυχές της υπόθεσης των δύο οικονομικών εισαγγελέων. Μπορεί κανείς να μπει αυτή τη στιγμή, όχι μόνο στα Νέα, αλλά και στα σάιτ των υπόλοιπων σοβαρών, έγκυρων κλπ ΜΜΕ, για να δει την αντιμετώπιση που έχει λάβει η τελευταία πτυχή της.
Ο Πεπόνης ζητά να παραπεμφθεί στη Βουλή το ζήτημα του τεχνητού φουσκώματος του ελλείμματος του 2009, επειδή η έρευνα οδήγησε σε ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες του Γιώργου Παπανδρέου και του Γιώργου Παπακωνσταντίνου.
Ας μπει λοιπόν κανείς στα διάφορα σάιτ των σοβαρών, έγκυρων κλπ ΜΜΕ να δει πόσο προβάλλεται η είδηση, αλλά και υπό ποιά σκοπιά.
Κι ας τοποθετήσει αυτόν τον τρόπο της κάλυψης χέρι χέρι με τις διαρροές του Υπουργού Δικαιοσύνης Μιλτιάδη Παπαϊωάννου ότι α) σκέφτεται να ζητήσει να διωχθούν πειθαρχικά για το συνολικό θέμα των καταγγελιών τους αφού «έπληξαν το κύρος της Δικαιοσύνης με τις συγκεκριμένες πράξεις και συμπεριφορές τους» αλλά και β) σκέφτεται να τους αντικαταστήσει, χέρι χέρι με την ανακοίνωση του εκπροσώπου του ΠΑΣΟΚ Πάνου Μπεγλίτη, σύμφωνα με την οποία: Εάν δεν πρόκειται για μια ακόμη επίδειξη επικίνδυνης αφέλειας, από τον κ. Πεπόνη, τότε έχουμε να κάνουμε με μια καλά οργανωμένη παρέμβαση στην πολιτική και οικονομική ζωή, που θέτει σε άμεσο κίνδυνο τα εθνικά συμφέροντα, σε αυτή την εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία για τη χώρα και το λαό μας. Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου θα πρέπει να προχωρήσει, άμεσα, σε όλες τις εκ του νόμου προβλεπόμενες, ενέργειές της. Δεν έχει κανένας το δικαίωμα να παίζει με τα εθνικά συμφέροντα της χώρας, το πολιτικό σύστημα και την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Να τη και η απειλή για χούντα στο τέλος, για να μην ξεχνιόμαστε. Ωστόσο το πώς ονομάζεται το πολίτευμα που υπηρετείται από τέτοια ΜΜΕ, τέτοιους Υπουργούς Δικαιοσύνης και γενικότερα τέτοια απόλυτη εξουσιαστική διαπλοκή, η οποία δεν έχει καμία μα καμία αναστολή να πετάει τα προσχήματα στην άκρη όταν νοιώθει πως απειλείται στον πυρήνα της, καθίσταται ολοένα και πιο θολό. 

Πέμπτη, Ιανουαρίου 19, 2012

Γνωστά και έγκριτα δημόσια πρόσωπα

1) Η εποχή των αδιανόητων είναι εδώ.
Με αυτόν τον ξέφρενο ρυθμό που έχουν πάρει τα πράγματα, το επόμενο αδιανόητο θα είναι η στάση της πολιτείας να συνεχίζει να απαγορεύει με νόμο την παιδική εργασία και το μεθεπόμενο αδιανόητο η στάση της πολιτείας να συνεχίζει να απαγορεύει με νόμο το δουλεμπόριο.
Πρόσεξε ότι από όλα τα υπόλοιπα επίθετα του λεξιλογίου επιλέγεται το «αδιανόητη». Αδιανόητο είναι πλέον ό,τι δεν θυμίζει ντικενσιανή κοινωνία. Μόνο εντός του Ντίκενς μπορεί να κινηθεί η σχολή σκέψης τους. Ο Ντίκενς είναι το μόνο πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης στο οποίο ευθέως και απερίφραστα πλέον αναφέρονται, αφού αυτό μας πρέπει βάσει της χαμηλής μας ανταγωνιστικότητας, των χρεών και των ελλειμμάτων μας.
Με αυτόν τον ξέφρενο ρυθμό που έχουν πάρει τα πράγματα, το αληθινά αδιανόητο θα είναι να συνεχίσουμε να ελπίζουμε ότι τα επόμενα χρόνια θα φέρουν κάτι διαφορετικό από τελειωτική κατάλυση της δημοκρατίας και μεγαδόσεις αίματος χυμένου σε εξεγέρσεις.


2) Όπως άλλωστε και η εποχή των αρχείων.
Ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Φώτης Μακρής, σαν τον ταχυδρόμο που χτυπάει πάντα δύο φορές, αρχειοθετεί δύο φορές. Όταν αμέσως μετά την Πρωτοχρονιά οι Πεπόνης και Μουζακίτης μουλάρωσαν και επέμειναν στις καταγγελίες τους, τι έκανε ο Τύπος; Βγήκε να τους επαινέσει; Όχι, βγήκε να τους εγκαλέσει για ανακολουθία, χαρακτηρίζοντάς τους περίπου ασόβαρους. Αφού είχατε σωπάσει στην αρχή, τι ακριβώς θέλετε τώρα, μπορούσες να διαβάσεις πίσω από τις λέξεις. Και εν πάση περιπτώσει έχετε ονόματα κύριοι; Πείτε τα. Μιλήστε με ονόματα ή σωπάστε για πάντα. Ε, οι άνθρωποι καταπώς φαίνεται μίλησαν και με ονόματα, αλλά εντάξει, όπως φαίνεται απλά παρεξήγησαν συμπεριφορές που δεν είναι αξιόποινες και δεν συνιστούν "επιχειρησιακά επιλήψιμες παρεμβάσεις στο έργο τους". Τέλος καλό, όλα καλά: 
Ο κ. Μακρής αναφέρει επί λέξει στο δεκασέλιδο πόρισμά του: «Ο Γρηγόρης Πεπόνης αναφέρει ότι στις 30 Νοεμβρίου 2011 τον επισκέφθηκε στο γραφείο του γνωστό και έγκριτο δημόσιο πρόσωπο (δημοσιογράφος) και τον πληροφόρησε ότι γνωστός μεγαλοοικονομικός παράγοντας του εξέφρασε απειλές για το πρόσωπό του εξ αιτίας του ότι εκκρεμεί στα χέρια του συγκεκριμένη προκαταρκτική εξέταση…».
Η σύσταση του δημοσιογράφου, σύμφωνα με το πόρισμα Μακρή, προχώρησε ακόμα περισσότερο, αφού ο δημοσιογράφος φέρεται να είπε ότι «ο διοικητικής της υπηρεσίας ηλεκτρονικού εγκλήματος της ΕΛ.ΑΣ ήταν δικός του άνθρωπος (σ.σ. του επιχειρηματία) και παρακολουθούσε τις κινήσεις του κατά πόδας». Το περιστατικό αυτό το θεώρησε σοβαρό. Το ανακοίνωσε στους προϊσταμένους του και στον αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ προς λήψη μέτρων για την προσωπική του ασφάλεια κατά τη διεξαγωγή της υπηρεσιακής του αποστολής. Στις επίμονες ερωτήσεις των δημοσιογράφων για την ταυτότητα του συναδέλφου τους που φέρεται να μετέφερε τη σύσταση ή τις απειλές ο κ. Μακρής δήλωσε άγνοια, ενώ εκτίμησε ότι ο επιχειρηματίας είναι τραπεζίτης.
Οι άλλες δύο υποθέσεις για τις οποίες οι δύο εισαγγελείς κατήγγειλαν ότι δέχθηκαν πιέσεις είναι η έρευνα που διεξάγουν για τα CDS (τα ασφάλιστρα κινδύνου) που αποδίδονται σε υπεράκτια εταιρεία που σύμφωνα με δημοσιεύματα συνδέθηκε με την οικογένεια Παπανδρέου, αλλά και για τις καταγγελίες Κουσελά, του πρώην υφυπουργού οικονομικών για τη λίστα των φοροφυγάδων. 
Επίσης αναφέρει ο κ Πεπόνης ότι το τελευταίο δεκαήμερο του 2011 και ενώ βρισκόταν με τον συνάδελφό του στο γραφείο του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Ν. Παντελή, επόπτη τους, τους επισκέφθηκε κάποιος συνταξιούχος αρεοπαγίτης και τους ζητούσε πληροφορίες για την πορεία της διεξαγόμενης εξέτασης. 

Γνωστό και έγκριτο δημόσιο πρόσωπο (δημοσιογράφος), του οποίου και το όνομα τελικά να μαθευτεί, πάλι δεν θα τρέχει τίποτα. Γιατί;
Επειδή υπάρχουν δύο ειδών σκάνδαλα στο δημόσιο βίο της χώρας:
- Εκείνα για τα οποία υπάρχουν σκοτεινά σημεία και πάνω στα οποία μπορεί να ανθεί ανέξοδα η σκανδαλολογία.
- Κι εκείνα που έχουν βγει σχεδόν ολοκληρωτικά στο φως. Εκεί ο σκανδαλισμός παύει, εκεί η αποκεκαλυμμένη συμπεριφορά περιγράφεται ως κοινό μυστικό, όπου μάλιστα εγκαλείσαι ως υποκριτής αν το παίζεις και σκανδαλισμένος. Έλα μωρέ, δεν ήξερες; Έλα μωρέ, δεν ήξερες ότι οι ΗΠΑ παρακολουθούν τα τηλέφωνα; Έλα μωρέ, δεν ήξερες ότι τα μεγάλα κόμματα δεν ζουν μόνο από τις επιχορηγήσεις αλλά τα παίρνουν και μαύρα; Έλα μωρέ, δεν ήξερες ότι τα πολιτικά γραφεία  μπορούν και να παίρνουν τσάμπα τα τηλεφωνικά τους κέντρα από τις μεγάλες εταιρίες; 
Έτσι δεν θα είναι αδιανόητο να διαρρεύσει το όνομα του γνωστού και έγκριτου δημοσιογράφου. Αδιανόητο θα είναι να βγει να απολογηθεί για αυτό. Θα μας εξηγήσει ότι τίποτα το μεμπτό δεν υπήρχε στη συζήτηση που έκανε με τους εισαγγελείς.
Aς μην σκανδαλιζόμαστε λοιπόν με αυτά τα πράγματα. Ας σκανδαλιζόμαστε που υπάρχουν ακόμα κατώτατοι μισθοί, ας σκανδαλιζόμαστε που δεν έχουμε γίνει ακόμα πέμπτος κόσμος.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 18, 2012

Σαν βγω απ' αυτήν τη Ντάουνινγκ Στριτ

Ι) Η μακιγιαρισμένη απογύμνωση μιας ιδέας
Εμβληματική ατάκα της Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν αυτή με την οποία διακήρυσσε πως δεν υπάρχει κοινωνία: (Η ακριβής φράση: «Περάσαμε μια περίοδο όπου πάρα πολλά παιδιά και ενήλικοι είχαν σχηματίσει την εξής εντύπωση: Έχω ένα πρόβλημα; Είναι δουλειά της κυβέρνησης να ασχοληθεί μαζί του. Έχω ένα πρόβλημα; Θα πάω να πάρω ένα επίδομα για να το αντιμετωπίσω. Είμαι άστεγος; Η κυβέρνηση πρέπει να με στεγάσει κάπου. Κι έτσι ρίχνουν τα δικά τους προβλήματά πάνω στην κοινωνία. Ποιός είναι όμως η κοινωνία; Δεν υπάρχει αυτή η έννοια, δεν υπάρχει κοινωνία. Υπάρχουν μεμονωμένοι άντρες και γυναίκες, όπως υπάρχουν και οικογένειες. Και καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τίποτα, παρά μόνο μέσω των ανθρώπων. Και οι άνθρωποι πρέπει να κοιτάζουν πρώτα απ' όλα τους εαυτούς τους. Αποτελεί καθήκον μας να φροντίζουμε τους εαυτούς μας και ύστερα να βοηθάμε και το γείτονά μας. Στη ζωή υπάρχει αμοιβαιότητα και οι άνθρωποι έχουν κατά νου μόνο τα δικαιώματά τους, χωρίς να έχουν κατά νου ότι έχουν και υποχρεώσεις»).
Η ατάκα αυτή δεν έχει θέση στη «Σιδηρά Κυρία», σε αντίθεση με μια άλλη: «Πρόσεχε τις σκέψεις σου γιατί γίνονται λόγια, τα λόγια σου γιατί γίνονται πράξεις, τις πράξεις σου γιατί γίνονται συνήθειες, τις συνήθειες γιατί γίνονται ο χαρακτήρας σου και τον χαρακτήρα σου γιατί γίνεται το πεπρωμένο σου». Μολονότι μοιάζει να αποτελεί σοφία της Θάτσερ, όχι μόνο δεν είναι δική της, αλλά δεν είναι καν της σεναριογράφου. Πρόκειται για προϋπάρχον γνωμικό. Δεν είναι απαραίτητα προς ψόγο αυτό, αφού δικαιούται ο σεναριογράφος να κλέψει λόγια και να τα βάλει στο στόμα του χαρακτήρα του, εφόσον θεωρεί ότι τον καθρεφτίζουν. Πώς τον καθρεφτίζουν; Η πολύ γερασμένη Θάτσερ τα λέει στον γιατρό που την εξετάζει για την επιδεινούμενη άνοιά της (βλέπει τον μακαρίτη άντρα της, συνομιλεί μαζί του) και τα συμπληρώνει: «Γινόμαστε λοιπόν αυτό που σκεφτόμαστε. Κι εγώ σκέφτομαι ότι είμαι καλά, άρα είμαι και καλά». Εκτός από κοινωνία, δεν υπάρχει και άνοια, την ξεπερνάω μόνη μου, σκέφτομαι ότι είμαι καλά, συνεπώς μπορώ να διώξω το φάντασμα του αντρός μου απ' το κεφάλι μου.
Ο ψόγος λοιπόν αρχίζει όταν αυτό το καθρέφτισμα της ατομικής ευθύνης, της ατομικής υποχρέωσης, του "βασίζομαι στις δικές μου δυνάμεις", χρησιμοποιείται για να εξωραϊσει ερμηνευτικά μια ιδεολογία που έχει συγκεκριμένα πολιτικά αποτελέσματα. Ποιός μπορεί να διαφωνήσει ότι πρώτα απ' όλα εμείς οι ίδιοι οφείλουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τα καταφέρουμε στη ζωή; Ό,τι όμως είναι επαινετό ως αρχή στο ατομικό επίπεδο, γίνεται εντονότατα προβληματικό στο κοινωνικό επίπεδο, όταν δηλαδή έρχεσαι να εφαρμόσεις μια πολιτική που δεν σε ενθαρρύνει απλώς να πάρεις τις τύχες σου στα χέρια σου, αλλά σου λέει "πάρε τες επιτυχώς ή κόψε τον λαιμό σου". Η Θάτσερ δεν είναι ένας άνθρωπος που απλά πίστεψε πως ο καθένας μπορεί να τα καταφέρει μόνος του, είναι ένας άνθρωπος που εφάρμοσε πολιτικές, με τις οποίες αφενός καθιστούσε σε μεγάλη μάζα ανθρώπων εξαιρετικά δύσκολο να τα καταφέρει μόνη της και αφετέρου (και κυρίως) σου εξηγούσε ότι έτσι και δεν τα καταφέρεις μόνος σου, αλίμονό σου. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.
ΙΙ) Αγιογραφία - Ανοιογραφία - Ανορθογραφία
Παρά ταύτα θα είναι άδικο να ισχυριστεί κανείς πως η ταινία συνιστά "αγιογραφία" της Θάτσερ. Και μάλλον θα ήταν σχεδόν αδύνατο να αγιογραφήσει μια φιγούρα τόσο αμφιλεγόμενη και τόσο έντονα μισητή από μεγάλο τμήμα του λαού που κυβέρνησε. Είναι όμως "ανοιογραφία", είναι δηλαδή το πορτρέτο της Θάτσερ σε κατάσταση άνοιας. Εγείρουν κάποιοι την ένσταση πως το να απεικονίζεις σε αυτήν την κατάσταση ένα πρόσωπο που ακόμα βρίσκεται εν ζωή συνιστά ηθική ανορθογραφία. Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για καλλιτεχνική ανορθογραφία. Γιατί τι νόημα έχει σε μια ταινία που αφορά μια γυναίκα η οποία σημάδεψε την Ιστορία της χώρας της (και όχι μόνο της δικής της χώρας), να μην βλέπουμε παρά ελάχιστη από την Ιστορία αυτή; Ενδιαφέρον στην Θάτσερ έχει η Θάτσερ και κυρίως όσα έκανε, όχι μια γριά γυναίκα σε σύγχυση. Γιατί να σπαταλιέται μια ταινία για την Θάτσερ με αυτόν τον τρόπο; Εν πάση περιπτώσει, αν θες να επικεντρώσεις στην έκπτωση από τη δύναμη, δείξε αυτό και τίποτα άλλο. Όχι αυτό το κακοσυναρμολογημένο και μπάσταρδο πράγμα, που είναι λίγο η ιστορία της ανόδου και της εξουσίας και λίγο η άνοια, κι όλα αυτά χωρίς δραματουργικό μίτο να τα ενώνει, με τα χρόνια της άνοιας να είναι βαρετά κι αδιάφορα, και τα χρόνια της ανόδου και της εξουσίας να είναι άδεια από πολιτική και γεμάτα από χάσματα.
Από εκεί που είναι κοπελίτσα που πρωτοεκλέγεται βουλευτής μεταφερόμαστε στην Στριπ - Θάτσερ. Τώρα είναι Υπουργός Παιδείας, δυο λεπτά αργότερα βάζει υποψηφιότητα για Πρόεδρος του κόμματος της, κι όχι μόνο κερδίζει, αλλά γίνεται και Πρωθυπουργός. Η δημοτικότητά της είναι στα τάρταρα, οι υπουργοί της της λένε να μαλακώσει την πολιτική της λιτότητας σε καιρό ύφεσης, αλλά εκείνη μένει σταθερή στις αρχές της. Να τη και η τόσο γνώριμή μας ιδέα του λαϊκισμού όλων εκείνων που φοβούνται το πολιτικό κόστος, ενώ η ίδια μένει ακλόνητη στις ιδέες της. Ωστόσο αν το να παραμένεις σταθερός στις πολιτικές σου ιδέες είναι εκ πρώτης όψεως αρετή, το να το εξετάζουμε μόνο του, χωρίς να εξετάζουμε παράλληλα το τι ακριβώς πρεσβεύουν αυτές οι ιδέες, είναι σόλοικο: θα μπορούσε υπό αυτήν την έννοια να έχει μια χαρά εφαρμογή και στον Χίτλερ. Σώζει την καριέρα της επειδή η αργεντίνικη χούντα εισβάλλει στα Φόκλαντς. Πάλι όλοι πέφτουν να της πουν ότι τα νησιά είναι πολύ μακριά, είναι πολύ ασήμαντα και είναι πολύ ακριβό να πάει να κάνει πόλεμο, αλλά εκείνη το διακηρύσσει: αν δεν στηριχθούμε στις αρχές μας, τότε πού θα στηριχθούμε βρε κουτά; Η ταινία όμως που φροντίζει να κάνει επίκληση της χούντας της Αργεντινής, ξεχνά να πει ότι με άλλες χούντες η Θάτσερ δεν είχε προβλήματα: απευθυνόμενη το 1999 στον Πινοσέτ, τον Χιλιανό δικτάτορα είχε πει, ενώ ήδη είχε ζητηθεί η έκδοσή του από την Αγγλία για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, πως γνωρίζει καλά ότι εκείνος «είχε φέρει την δημοκρατία στην Χιλή και δημιούργησε ένα σύνταγμα κατάλληλο για την δημοκρατία». Αναφερόμενη δε στο ANC του Νέλσον Μαντέλα (και με τον ίδιο τον Μαντέλα ακόμα στην φυλακή) δήλωνε, με την πολιτική αντίληψη που την διέκρινε το 1987, πως επρόκειτο για «τυπική τρομοκρατική οργάνωση... Οποιοσδήποτε πιστεύει πως πρόκειται ποτέ να διοικήσει την Νότιο Αφρική ζει στον κόσμο του».
ΙΙΙ) Μέριλ Στριπ
Αν το αποτέλεσμα της τελικής μεταμόρφωσης της Μέριλ Στριπ σε Θάτσερ οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα που κατά κάποιο τρόπο θυμίζει φυσιογνωμικά και τις δύο, υπάρχει ωστόσο μια απόλυτα εύγλωττη διαφορά: Και μόνο που βλέπεις σε φωτογραφίες το πρόσωπό της αληθινής Θάτσερ αγριεύεσαι. Και μόνο που βλέπεις τη Στριπ - Θάτσερ μαλακώνεις. Όχι, δεν πρόκειται για υποκριτική αποτυχία, αλλά για ένα όριο πέραν της υποκριτικής τέχνης, ένα όριο ενστικτώδους αντίδρασης σε αυτό που εκπέμπει ο άλλος άνθρωπος. Γιατί αν μιλάμε για τα όρια της υποκριτικής τέχνης, μπορεί να μην έχουμε εξ αντικειμένου τη δυνατότητα να γνωρίζουμε αν η Στριπ είναι η κορυφαία ηθοποιός όλων των εποχών, μπορούμε όμως άφοβα να ισχυριστούμε ότι είναι η κορυφαία κινηματογραφική ηθοποιός όλων των εποχών.
ΙV) To φάρμακο
"Το φάρμακο είναι σκληρό αλλά θα αποδώσει". Το ακούς Κυριακή βράδυ από τη Θάτσερ - Στριπ στο σινεμά για την Μεγάλη Βρετανία του 1981, Δευτέρα βράδυ στην τηλεόραση από τον Βεστερβέλε για την Ελλάδα του 2012. Οικονομίες ασθενείς και κοινωνίες που νοσούν, εάν βέβαια κάνουμε την παραχώρηση και δεχθούμε ότι υπάρχει αυτό το πράγμα που λέγεται κοινωνία. Ίσως υπάρχει μόνο ως νόσος.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Οnce upon a time in the east

Ακολουθεί αρχαίο ανατολίτικο γνωμικό: 
"Υπάρχουν εκείνοι που προσπαθούν να συλλάβουν το νόημα της ζωής
 μέσα από ένα ποίημα, ένα τραγούδι, μια ζωγραφιά. 
Υπάρχουν εκείνοι που προσπαθούν να συλλάβουν το νόημα της ζωής
 μέσα από μια δυσκολία, έναν αγώνα, μια πρόοδο.
Υπάρχουν εκείνοι που προσπαθούν να συλλάβουν το νόημα της ζωής
μέσα από μιαν ευκολία, μιαν απόλαυση, μιαν ηδονή.
Υπάρχουν εκείνοι που προσπαθούν να συλλάβουν το νόημα της ζωής
άλλοτε γελώντας στα μούτρα του
κι άλλοτε χαμογελώντας στην αμφιλεγόμενη ύπαρξή του με στοργή.
Υπάρχουν εκείνοι που προσπαθούν να συλλάβουν το νόημα της ζωής
ερωτευόμενοι ξανά και ξανά, διαρκώς και διαρκώς,
αν και όχι απαραίτητα με διαρκώς διαφορετικά πρόσωπα.
Υπάρχουν εκείνοι που προσπαθούν να συλλάβουν το νόημα της ζωής,
κρατώντας σφιχτά μια αφηρημένη ιδέα δικαιοσύνης.
Υπάρχουν εκείνοι που προσπαθούν να συλλάβουν το νόημα της ζωής,
κρατώντας σφιχτά μια συγκεκριμένη ιδέα επικράτησης.
Υπάρχουν εκείνοι που προσπαθούν να συλλάβουν το νόημα της ζωής,
αρνούμενοι τη δυνατότητα ύπαρξης άλλης.
Υπάρχουν εκείνοι που προσπαθούν να συλλάβουν το νόημα της ζωής,
τρέμοντας να δεχθούν το ενδεχόμενο μη ύπαρξης άλλης.
Υπάρχουν κι εκείνοι,
που δεν προσπαθούν να συλλάβουν το νόημα της ζωής,
που ζουν χωρίς ποτέ να τους έχει απασχολήσει το θέμα.
Αλλά δεν είναι αυτοί το θέμα μας.
Το θέμα μας είναι εκείνοι που το θέμα τους απασχολεί.
Και ανάμεσά τους,
ξεχωρίζουν εκείνοι που προσπαθούν να συλλάβουν το νόημα της ζωής,
πέφτοντας και πέφτοντας και πέφτοντας για ύπνο.
Κανείς άλλος δεν έχει μπορέσει να βρεθεί πιο κοντά στο νόημά της".
Έτσι τουλάχιστον λέει το γνωμικό,
χωρίς να διευκρινίζει αν αναφέρεται 
στον πηχτά αδιαπέραστο κόσμο των ονείρων,
ή στην προσομοίωση θανάτου
στην οποία επιδίδεται κάθε κοιμισμένο σώμα.

Τρίτη, Ιανουαρίου 17, 2012

To κουπόνι


Πώς αντιδρά η κυβέρνηση Παπαδήμου:

1) Με καλή πίστη 
(στις διαπραγματεύσεις δανειστών - τρόικας 
για το κούρεμα του χρέους)
(Ο κ. Νταλάρα σημειώνει ότι οι έλληνες αξιωματούχοι διαπραγματεύονται καλή τη πίστει αλλά ασκεί κριτική στους ευρωπαίους διαπραγματευτές υποστηρίζοντας ότι δεν κινούνται μέσα στο περίγραμμα της συμφωνίας της 26ης και 27ης Οκτωβρίου. Αναφερόμενος στη συμφωνία και στους ευρωπαίους ηγέτες (Μέρκελ και Σαρκοζί) σημειώνει ότι «κάποιοι από τους συνεργάτες τους δεν ακολουθούν αυτή τη συμφωνία». Προσθέτει ότι «αυτοί που περιμένουν από τους ιδιώτες επενδυτές να δεχθούν παράλογες απώλειες από το κουπόνι δεν αντιλαμβάνονται τον χαρακτήρα μιας εθελοντικής συμφωνίας»)

2) Με πυγμή
(στις διαπραγματεύσεις εργοδοτών - εργαζομένων 
για τον κατώτατο μισθό)
------
Τον πολίτη - ψηφοφόρο που κοντά σαράντα χρόνια είχε μάθει να ακούει μόνο πράγματα που του χαϊδεύουν τα αυτιά, ίσως και να τον ξενίζει αυτή η στάση. Ίσως δηλαδή να μπαίνει ξανά στον πειρασμό να πει, όχι, εγώ από την κυβέρνησή μου θέλω την πυγμή να την έχει στο θέμα του χρέους, θέλω εκεί να έχει ενεργή συμμετοχή θέτοντας όρους και όρια. Ίσως να μπαίνει και στον πειρασμό να πει, όχι, εγώ από την κυβέρνησή μου θέλω την καλή θέληση να την έχει στο θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων εργοδοσίας - εργαζομένων, θέλω αν μη τι άλλο να δεχτεί τις ρυθμίσεις περί κατώτατου μισθού που δέχονται οι ίδιοι οι εργοδότες, να μην απειλεί να το παίξει βασιλικότερη του βασιλέως, την θέλω να πιέζει προς την πορεία διασφάλισης ενός βιώσιμου κατώτατου μισθού, όχι προς την πορεία αφαίμαξής του.  
Ναι, ο πολίτης - ψηφοφόρος που ήταν (κακο)μαθημένος αλλιώς, θα ήθελε και από την κυβέρνηση Παπαδήμου - Χαρδούβελη - Καψή να το παίξει τσαμπουκάς με τους δανειστές της και πατερούλης με τους εργαζόμενους (που αποτελούν την εκλογική της πρώτη ύλη). Ε, η κυβέρνηση Παπαδήμου - Χαρδούβελη - Καψή δεν έχει να φοβηθεί πολιτικό κόστος ή άλλα δημοκρατικά βαρίδια. Δεν άγχεται για την επανεκλογή της. Στην χειρότερη μάς ξανακυβερνάνε μετά τις εκλογές, επειδή το πασοκονεοδημοκρατικολαοσικό τρίο - ευθύνη θα χρειαστεί να ξαναενώσει τις δυνάμεις του για να φτιάξει κυβέρνηση, γιατί έτσι που πάνε τα πράγματα ούτε δύο - δύο δεν θα μπορούν. Συνήθισε πια το τρίο, πόσο να του κακοφανεί;
Εκείνο που πάντως πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία είναι να αποσπαστεί ο Βενιζέλος από τους εσωτερικούς ρυθμούς του ΠΑΣΟΚ. Είναι απασχολημένος τώρα. Το έργο του συνίσταται στο να δείχνει μαζί με τον Παπαδήμο καλή πίστη σε εντατικούς ρυθμούς, καλή πίστη στο σκυλοφάγωμα μεταξύ εκείνων που στο κουπόνι έχουν παίξει χρεοκοπία και εκείνων που στο κουπόνι έχουν παίξει μη χρεοκοπία. Καλή πίστη σε 6% επιτόκιο, καλή πίστη σε 2% επιτόκιο, πόσο να μας αφορούν εμάς ως χώρα αυτά τα τεχνικά; Ας τα βρουν μεταξύ τους οι κουπονάτοι κι εμείς εδώ είμαστε. Να πάρουμε την καλή πίστη στο εξωτερικό και να την μετατρέψουμε σε πυγμή στο εσωτερικό. 
Όχι στις παράλογες απώλειες των δανειστών.
Ναι στις λελογισμένες απώλειες των μισθωτών.
Ναι στις εθελοντικές συμφωνίες που θα αποτρέψουν την χρεοκοπία της χώρας.
Όχι στις εθελοντικές συμφωνίες που καθυστερούν την χρεοκοπία των εργαζομένων.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 13, 2012

Νοιάξιμο

Πρέπει να νοιαστούμε και για τους γείτονές σας που έχει ψοφήσει η κατσίκα τους. Θα σκοτώσουμε και τη δική σας.
Πρέπει να νοιαστούμε και για τους τυφλούς συμπατριώτες σας. Θα βγάλουμε και τα δικά σας μάτια.
Και πάει λέγοντας.
Τόσο καιρό τους σκανδάλιζε ο δημόσιος τομέας και σε κάθε περικοπή έκλαιγαν υπέρ του ιδιωτικού. Τώρα τους σκανδαλίζει και ο ιδιωτικός τομέας και κλαίνε υπέρ των ανέργων.
Ύστερα θα τους σκανδαλίζουν οι σκέτα άνεργοι και θα κλαίνε υπέρ των αστέγων.
«Οι άστεγοι δεν έχουν κεραμίδι να κοιμηθούν και πρέπει να νοιαστούμε και γι΄αυτούς. Θα σας πάρουμε τα σπίτια».
Mετά μπορεί να τους σκανδαλίζει ένα έθνος προνομιούχων αστέγων με 350 μέρες το χρόνο ήλιο.
«Πρέπει να νοιαστούμε για τους άστεγους σε άλλες χώρες που τον δαγκώνουν ασταμάτητα. Θα σας διώξουμε».
Μετά μπορεί να τους σκανδαλίζει η ίδια η έρημη πλέον χώρα, γιατί έζησε τόσο καιρό πάνω από τις δυνάμεις της, καταναλώνοντας περισσότερα από όσα παρήγαγε.
«Πρέπει να νοιαστούμε για τα άλλα κράτη που δεν έκαναν το δικό σας το πάρτι. Θα σας ρίξουμε πυρηνικά».
Μετά την πτώση των πυρηνικών θα έχει ολοκληρωθεί η εσωτερική υποτίμηση και η οικονομία θα είναι έτοιμη για να ξαναπάρει τα πάνω της, πάνω σε γόνιμο αυτή τη φορά έδαφος.

Βιομηχανίες και βιοτεχνίες


Δυο ανθεκτικά στις αίθουσες υπολείμματα από την προηγούμενη χρονιά, πριν μπούμε από εβδομάδα για τα καλά στην καινούρια, την άφιξη της οποίας προαναγγέλλουν τα σιδερένια βήματα της Μάργκαρετ Θάτσερ Στριπ. Γούντι Άλεν εναντίον Επικίνδυνης Αποστολής. Τρόπον τινά και οι δύο ταινίες προϊόν ενός φραντσάιζ είναι. Απλά το ένα μετρά 4 ταινίες την τελευταία δεκαπενταετία, ενώ του Γούντι πλησιάζει το εξωπραγματικό νούμερο των 45 ταινιών τα τελευταία ισάριθμα χρόνια. Mια κινηματογραφική βιοτεχνία που φτιάχνει με σταθερότατο ρυθμό ένα προσωπικό προϊόν ανά έτος και μια κινηματογραφική βιομηχανία που παρουσιάζει κάθε μερικά χρόνια το τελευταίο της πανάκριβο και υπερσύγχρονο μοντέλο.
---
Σε ένα από τα λίγα χαριτωμένα αστεία του «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» ο πρωταγωνιστής λέει σε μια γυναίκα που του δηλώνει ότι έχει υπάρξει ερωμένη κορυφαίων καλλιτεχνών του 20ου αιώνα, πως έχει πάρει τον όρο "γκρούπι της τέχνης" και τον έχει πάει σε ένα εντελώς άλλο επίπεδο. Είναι όμως ο ίδιος ο Γούντι Άλεν που παίρνει την ούτως ή άλλως αγαπημένη σε κάθε του ταινία συνήθεια του namedropping (και δη των κλασικών της κάθε τέχνης) και την πηγαίνει σε ένα εντελώς άλλο επίπεδο, μετατρέποντάς το namedropping σε ταινία. Απλά από την αναφορά ονομάτων κλασικών περνάμε και στην αυτοπρόσωπη παρουσία τους, με τον πρωταγωνιστή (τον πολύ καλό Όουεν Γουίλσον, που μακάρι να ξαναπαραστήσει τον Άλεν και σε επόμενες ταινίες) να τους συναντά μεταφερόμενος κάθε μεσάνυχτα με μαγικό τρόπο από το Παρίσι του σήμερα (όπου βρίσκεται για ολιγοήμερες διακοπές) στο Παρίσι του 1920, που είναι και η αγαπημένη του εποχή όλων των εποχών. Κι εκεί συναντάει τους πάντες. Τον Χέμινγουέι, τον Πικάσο, το Νταλί, τον Φιτζέραλντ, τον Μπουνιουέλ, τoν Κόουλ Πόρτερ, την Γερτρούδη Στάιν, τον Τι Ες Έλιοτ, τον Μαν Ρέι. Θα μπορούσε να είναι εικοσάλεπτο - τριαντάλεπτο σκετς του Άλλεν σε σπονδυλωτή κωμωδία της πρώτης περιόδου του, οπότε θα ήταν πιθανότατα και πολύ καλύτερο. Γιατί όλη η υπόλοιπη πλοκή που προσπαθεί να γεμίσει την διάρκεια της ταινίας, με τον ήρωα να μην ταιριάζει με την αρραβωνιαστικιά του, τα πεθερικά του και τους φίλους της, θα ήταν προτιμότερο να λείπει. Καταφανώς δύο μόνο πράγματα ενδιαφέρουν τον Άλεν και τον έκαναν να θέλει να κάνει την ταινία. Το πρώτο ήταν να αναπαραστήσει μερικά από τα είδωλά του, είτε βάζοντάς τα -με αγαπητικό εννοείται βλέμμα- να φέρονται ως καρικατούρες της περσόνας τους (ο Άντριεν Μπρόντι κλέβει την παράσταση στη συντομότατη παρουσία του, όντας απολαυστικός ως Νταλί που μιλάει συνέχεια για ρινόκερους), είτε ως ευκαιρία για να κάνει μερικά ωραία παιχνίδια με τον χρόνο (βάζει π.χ. τον ήρωά του να υποβάλλει στον Μπουνιουέλ την κεντρική ιδέα για τον «Εξολοθρευτή Άγγελο» κι εκείνον να μην την καταλαβαίνει). Το δεύτερο ήταν μια ενδιαφέρουσα κεντρική ιδέα: σε κάθε εποχή οι άνθρωποι που ζουν εντός της χρωματίζουν το παρελθόν με νοσταλγικά χρώματα, ώστε χρυσή να θεωρούν μόνο κάποια προηγούμενη εποχή και ποτέ τη δική τους. Έτσι και όταν ο ήρωας μεταφέρεται στη δεκαετία του 20 βρίσκει να νοσταλγούν εκεί την Μπελ Επόκ, στην Μπελ Επόκ βρίσκει να νοσταλγούν τα χρυσά χρόνια της Αναγέννησης κλπ. Α, υπάρχει κι ένα τρίτο που ήθελε να χωρέσει στην ταινία του, την αγάπη του για το Παρίσι. Μας το προβάλλει βέβαια και αυτό εντελώς τουριστικά όπως προ λίγων ετών τη Βαρκελώνη, ωστόσο μια ατάκα που δηλώνει τη λατρεία του για τις πόλεις, δείχνει ότι αν μη τι άλλο ελάχιστοι σκηνοθέτες στην ιστορία του σινεμά ερωτεύτηκαν και εμπνεύστηκαν τόσο πολύ από πόλεις. Κανένα έργο τέχνης δεν μπορεί να συγκριθεί με μια σπουδαία πόλη, μας λέει. Και μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι το πιστεύει.
---
Το τέταρτο επεισόδιο των Επικίνδυνων Αποστολών, το «Πρωτόκολλο Φάντασμα» περνάει από τα χέρια του Μπράιαν Ντε Πάλμα, του Τζον Γου και του Τζ. Τζ. Έιμπρααμς, σε απροσδόκητα χέρια, αυτά του Μπραντ Μπερντ, σκηνοθέτη και σεναριογράφου του Ρατατούη και των Ιncredibles, δύο animation δηλαδή της Pixar, τα οποία είχαν όχι μόνο μεγάλη εμπορική επιτυχία και κριτική αποδοχή, αλλά του απέφεραν και δύο όσκαρ. Μια σκηνή στο ψηλότερο κτίριο του κόσμου (από αυτά που θάμπωσαν πρόσφατα το Νίκο Δήμου), το ύψους 828 μέτρων και 160 ορόφων ξενοδοχείο Μπουρτζ Χαλίφα στο Ντουμπάι (όπου ο Τομ Κρουζ φέρεται να κρεμάστηκε αντί κάποιου κασκαντέρ ο ίδιος, δεμένος βέβαια με πολλαπλά καλώδια που ύστερα αφαιρέθηκαν ψηφιακά), μια σκηνή σε φυλακή, μια σκηνή καταδίωξης σε αμμοθύελλα, μια σκηνή σε γκαράζ αυτοκινήτων πολλών μετακινούμενων ορόφων. Γαμάτες. Ε και; Ο Ίθαν Χαντ ούτε σκοτεινιά έχει ούτε φως ούτε χαρακτήρα, τίποτα δεν έχει ο Ίθαν Χαντ που να μας κάνει να νοιαστούμε για την πάρτη του. Και η ταινία τίποτα άλλο δεν έχει από τη δράση της. Τίποτα δεν μπορεί να μιλήσει καλύτερα για την ταινία, αλλά και γενικότερα για ταινίες του είδους της, από τη σκηνή όπου ο Κρουζ έχει κάνει ένα ακόμη πανέξυπνο κόλπο για να γλιτώσει τον ίδιο και τον Ρένερ από τον βέβαιο θάνατο (ο βέβαιος θάνατος σε τέτοιου είδους ταινίες είναι -βέβαια- βέβαια σωτηρία). Μόλις έχουν γλιτώσει και περπατάνε ασφαλείς λοιπόν και ο Ρένερ αρχίζει να εξετάζει με λογικά επιχειρήματα το κόλπο που μόλις έκανε ο Κρουζ. Και συνειδητοποιούμε και εμείς ότι τελικά δεν ήταν και τόσο πανέξυπνο, όσο μας είχε φανεί στην άψη της έκκρισης αδρεναλίνης. «Μα δεν καταλαβαίνω πως έπιασε. Τι περίμενες να σκεφτούν δηλαδή;», τον ρωτάει. «Να σκεφτούν;» του απαντά ο Κρουζ. «Μην τους υπερτιμάς. Δεν είναι τίποτα διάνοιες». Εδώ απαντά ο ηθοποιός Κρουζ για εκείνους που τους πυροβολούσαν για να τους σκοτώσουν, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να απαντά και ο παραγωγός Κρουζ για εκείνους που πληρώνουν για να τους δουν. Η απάντησή του δηλαδή μπορεί να είναι και μια παραβολή για τον θεατή που δεν προλαβαίνει να αναρωτηθεί μέσα στον καταιγισμό των σκηνών αν αυτό που βλέπει γίνεται. Και δεν μιλάμε μόνο για τους νόμους της φυσικής που παραβιάζονται σε κάθε πρόσκρουση και πτώση του Τομ Κρουζ περισσότερο από ό,τι παραβιάστηκαν με την μεταφορά του Όουεν Γουίλσον στο χρόνο, αλλά και για τους νόμους της κοινής λογικής (ο Κρουζ π.χ. κρέμεται από το ξενοδοχείο ανεβοκατεβαίνοντας ορόφους χωρίς να αγχωθεί αν θα τον δουν και χωρίς κανείς να τον βλέπει). Προκειμένου να φαίνονται όλα όσα συμβαίνουν έξυπνα, πρέπει να πάψεις κι εσύ να σκέφτεσαι.
Δυσκολεύεσαι να κατηγορήσεις ταινίες τέτοιου τύπου. Το θέαμα που προσφέρουν είναι πρώτης ποιότητας. Και είναι ένα θέαμα που δεν θα μπορούσε να στο προσφέρει κανένα άλλο μέσο, καμιά άλλη τέχνη. Είναι ένα θέαμα που αξίζει τον κόπο; Και ναι και όχι. Το "ναι" πηγαίνει στο πόσο χόρτασε για δύο ώρες το μάτι σου. Το "όχι" στο ότι χόρτασε αποκλειστικά και μόνο αυτό. Τα συναισθήματά σου και το μυαλό σου όχι μόνο δεν χόρτασαν, αλλά τέθηκαν εκ προοιμίου εκτός του πεδίου ενδιαφέροντος της ταινίας. Δυσκολεύεσαι να κατηγορήσεις την ταινία, δυσκολεύεσαι να μην παρασυρθείς την ώρα που την βλέπεις, αλλά δυσκολεύεσαι ακόμη περισσότερο να την αγαπήσεις ή να βρεις κάτι άλλο θετικό εκτός από μαεστρικά συγχρονισμένες σκηνές όπως αυτή της εξέγερσης στη φυλακή ή από ατμοσφαιρικά διαφορετικές όπως αυτή με την καταδίωξη στην αμμοθύελλα. Μιλώντας όμως για ατμόσφαιρα, δεν μπορείς παρά να σκεφτείς ότι στην πρώτη ταινία της σειράς ο Ντε Πάλμα είχε κατορθώσει να φτιάξει και κάτι περισσότερο από ακατάπαυστη δράση. Κάτι από αυτά που τελικά μένουν.

(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Πέμπτη, Ιανουαρίου 12, 2012

PSISTAS


Αν όμως η λέξη κλειδί είναι η "ανταγωνιστικότητα" και αν ένας παράγοντας που την επηρεάζει δυσμενώς είναι το μισθολογικό κόστος, πόσο ανταγωνιστική είναι άραγε η ελληνική κυβέρνηση; Μήπως για να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της η κυβέρνηση μιας χώρας που χρεοκοπεί, πρέπει να μειώσει δραστικότατα το μισθολογικό κόστος των στελεχών της;
Χρεοκοπημένες και εξακολουθητικά διασωσμένες με κρατικά χρήματα τράπεζες συνεχίζουν να χρηματοδοτούν χρεοκοπημένα ΜΜΕ και χρεοκοπημένα κόμματα εξουσίας, ώστε από τα ΜΜΕ και τα κόμματα εξουσίας να μας γίνεται στη συνέχεια καθημερινή διάλεξη περί ανταγωνιστικότητας και μείωσης του μισθολογικού κόστους.
Tου είπαν του Λουκά του Παπαδήμου να τους πει, κάντε διάλογο ελεύθερα εταίροι, ρυθμιστείτε μόνοι σας, κι αν δεν κόψετε δώρα και δεν μειώσετε κατώτατους μισθούς, εδώ είμαστε εμείς, να τα κόψουμε με μια πράξη νομοθετικού περιεχομένου, όλη δικιά σας. Δεν αυτορυθμιζόσαστε; Θα σας αυτορυθμίσουμε εμείς. Και γιατί να μην τη φτιάξει την πραξούλα; Εξελέγη από το λαό ο άνθρωπος, δεν εξελέγη; Τι να πάει να τρέχει τώρα στη Βουλή να ζητά να το ψηφίσει εκείνη; Βουλευτές = λαϊκισμός = πολιτικό κόστος = τα κάνω όλα στο όνομα της επανεκλογής. Γαμημένη δημοκρατία, για πόσο θα σε πληρώνουν ακόμα οι οικονομίες των κρατών;
Ενώ ο Λουκάς που είναι πέρα από τη Βουλή, δεν έχει τέτοιου είδους κόκκινες γραμμές, μία είναι η κόκκινη γραμμή και θαυμαστά τα έργα της. Άσε που βολεύει και τα τρία κόμματα που συγκυβερνούν αυτό. Δεν το κάναμε εμείς. Αυτός, ο κακός, ο τεχνοκράτης το έκανε. Ψηφίστε μας, δοξάστε μας, αφήστε μας να σας εκπροσωπήσουμε. Θα σας εκπροσωπήσουμε σε τιμές συμφέρουσες. Τι; Στο ύψος του κατώτατου μισθού να αναπροσαρμοστούν και οι μισθοί μας; Ώστε να μοιραστούμε όλοι το κόστος, ώστε να γίνει αυτό και για λόγους συμβολικούς, αλλά και για λόγους πρακτικούς, για να καταλαβαίνουμε δηλαδή αν γίνεται να ζήσεις με τόσα και πόσο βιώσιμο είναι να συνεχίσεις να τα περικόπτεις; Μα τι λαϊκισμοί είναι αυτοί; Πρέπει να έχουμε αξιοπρέπεια. Πρέπει να συνεχίσει να προσελκύει τους εκλεκτότερους η νομοθετική και στη συνέχεια η εκτελεστική εξουσία της χώρας, ώστε να συνεχίσει η χώρα να είναι ανταγωνιστική, να συνεχίσει να σκίζει άουτ δέαρ. Ο κατώτατος μισθός είναι για τους κατώτατους πολίτες. Εμείς είμαστε οι ανώτατοι των πολιτών.
Kι όλα αυτά ενώ σε κάποιον μακρινό γαλαξία διεξάγονται κάτι μυστηριώδεις διαπραγματεύσεις, που τις λένε PSI. Οι τράπεζες έχουν ξεφορτώσει, λέει, ομόλογα σε Hedge Funds, αυτά βρίσκονται σε κατάσταση win - win, λέει, γιατί έχουν και cds μαζί και ούτως ή άλλως κοψοχρονιά τα έχουν πάρει τα ομόλογα, δεν τα λέω καλά, κάτι τεχνικό θα κάνω λάθος, εκείνο που θα ήθελα όμως από την πλευρά μου, είναι να ξέρω πού μπορώ να αποτανθώ για να βάλω κι εγώ σαν πολίτης πλάτη στο PSI, τι μπορώ από την πλευρά μου να κάνω, ώστε το κούρεμα να έχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εθελοντική συμμετοχή ιδιωτών και με τους βέλτιστους δυνατούς όρους. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα της γενιάς μας. Και για κάτι τέτοια είναι η κοινωνία των πολιτών, για να συνδράμει δηλαδή με κινήματα που δεν θα κινηθούν προς την στείρα άρνηση, αλλά θετικά, προς την ευοίωνη κατάληξη μιας ανταλλαγής, η οποία θα αποτελέσει το εφαλτήριο του πετάγματος της χώρας προς τα μπρος. 

Τρίτη, Ιανουαρίου 10, 2012

Νights in Ballygrand



Και να που διαπιστώνεις το εξής παράδοξο: όσο πιο κραυγαλέα κι όσο πιο απροκάλυπτα είναι όσα συμβαίνουν στο πολιτικοκοινωνικό επίπεδο, τόσο περισσότερο ατονεί η επιθυμία σου να γράψεις για αυτά. Ίσως γιατί τόσο καιρό τα έβαζες με απόψεις που θεωρούσες ότι αξίζει να υπονομευτούν και να καταρριφθούν. Τώρα που έχουν καταρριφθεί ολότελα, σου φαίνεται ολοένα και συχνότερα μάταιο να κάθεσαι να επισημαίνεις το ήδη επισημανθέν. Βέβαια το προβληματάκι είναι ότι έχουν καταρριφθεί ολότελα μέσα σου. Παραέξω η σύγχυση δίνει και παίρνει. Δεν ισχυρίζομαι ότι κατάλαβα πια τι παίζεται και ότι ο πολύς ο κόσμος κακώς δεν μπορεί να το καταλάβει (ή για να είμαι ειλικρινής, μπορεί να το ισχυρίζομαι κι αυτό από μέσα μου). Απ' έξω μου όμως ισχυρίζομαι πως αφού ο ίδιος έχω πειστεί, πολύ συχνά προκύπτει η απορία: ωραία, τώρα που σχημάτισες μια συνολική αντίληψη, τι νόημα έχει να επανέρχεσαι σε γεγονότα που την επιβεβαιώνουν; Το ότι την επιβεβαιώνουν διαρκώς και πιο ξεκάθαρα θα έπρεπε ίσως να με κάνει να θέλω να επανέρχομαι διαρκώς και πιο εμφατικά σε αυτά, αλλά αντίθετα με κάνει να θέλω να πάψω να υποκρίνομαι πως εξακολουθεί να υπάρχει κάτι διαφιλονικούμενο στο πεδίο των ιδεών. Άλλο ήταν να τα βάζεις με κάποιους που θεωρείς ότι προσπαθούν να σου πουλήσουν μια καταστροφική ιδέα, μια ιδέα που πρέπει δηλαδή να φωνάξεις ότι είναι καταστροφική, κι άλλο είναι να τα βάζεις με κάποιους που συνειδητοποιείς πως δεν πουλάνε λάθος ιδέες, αλλά σωστά συμφέροντα, τα δικά τους δηλαδή συμφέροντα σε συσκευασία δήθεν κοινωφελών ιδεών.
Μα, θα μου πεις, αφού πείστηκες για αυτό, τώρα δεν είναι που πρέπει να φωνάξεις περισσότερο από ποτέ, τώρα δεν είναι που πρέπει να προσπαθήσεις να κάνεις κι άλλους να δουν τα πράγματα από τη σκοπιά σου; Ειδάλλως δεν είσαι απλά ελιτιστής, είσαι ντεμέκ ελιτιστής, είσαι ανερμάτιστος ελιτιστής, αφού αν μπορούσες να συναρμολογήσεις τη σκοπιά σου σε τεκμηριωμένη ανάλυση και ακλόνητα επιχειρήματα, θα το έκανες και θα μεταλαμπάδευες τη συγκλονιστική σου φώτιση και στο πόπολο, ώστε να πάψει να πέφτει θύμα το καημένο. Σωστά μου τα λες. Την ομολογώ την ενοχή μου. Αλλά δεν αθωώνω και όσους εξακολουθούν να κοροϊδεύονται: το προς τα πού πηγαίνει μια κοινωνία δεν χρειάζεται έξι τόμους αναλύσεων για να συναχθεί, το αντιλαμβάνεσαι και έχοντας στοιχειωδώς ανοικτά τα μάτια σου.
Αυτός ο συντομότατος πρόλογος ήταν για να απολογηθώ που σιωπώ αντί να στηλιτεύω τους κακοί και που στη θέση της σιωπής ανεβάζω άσχετο βιντεάκι. Άσχετο αλλά πανέμορφο. Παραδοσιακή ιρλανδική τραγουδάρα να συνοδεύει τη σκηνή, παράλληλο μοντάζ, και δεν θα κάνω το λάθος να μιλήσω για κινηματογραφικές αρετές. Η αμερικάνικη τηλεόραση δεν χρειάζεται πια να συγκρίνεται με το σινεμά. Οι καλές της σειρές έχουν χτίσει τη δική τους στέρεη αφηγηματική βάση, τη δική τους γλώσσα, που σε άλλα σημεία έχει ακόμα να ζηλέψει πολλά από τον κινηματογράφο, σε άλλα όμως είναι ο κινηματογράφος που έχει πολλά να ζηλέψει από αυτές (όπως την ανάπτυξη χαρακτήρων σε βάθος, πλάτος, ύψος και μήκος, όπως την σε βάθος, πλάτος, ύψος και μήκος απεικόνιση εποχών, τάσεων, νοοτροπιών, αλλαγών, όπως το τέλος της μονοκρατορίας της πλοκής, που όλα πρέπει να υπαχθούν σε αυτήν και αν περισσέψει κάτι μέσα στο ενενηντάλεπτο έχει καλώς, αν όχι δεν χάλασε κι ο κόσμος). Το φαινόμενο είναι γενικότερο αλλά ειδικότερα είναι η ΗΒΟ έχει κάνει την μεγάλη τομή και ακόμη πιο ειδικά η μεγάλη των Sopranos σχολή, όπου από το αριστουργηματικό δημιούργημα του Nτέιβιντ Τσέις, ξεπήδησαν οι Μad Men του Μάθιου Γουάινερ και το Boardwalk Empire του Τέρενς Γουίντερ. Μνημονεύετε Τιμ Βαν Πάτεν και Άλαν Τέιλορ, δείτε σειρές και εθιστείτε, η δεκαετία του ενενήντα και του δύο χιλιάδες βρίσκεται στους Sopranos, του πενήντα και του εξήντα στους Mad Men, του είκοσι στο Βoardwalk Empire, μαστουρωθείτε με κόσμους που σας γεμίζουν νοσταλγία για το Carrickfergus, κι ας μην είστε Ιρλανδοί.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 06, 2012

Δέκα και μία για το έντεκα


Το έκανα και πέρσι και μου άρεσε. Οπότε ας το επαναλάβουμε και φέτος. Δέκα και μία ταινίες που προβλήθηκαν στους ελληνικούς κινηματογράφους μέσα στο 2011. Η λίστα της περσινής χρονιάς ήταν πιο δυνατή, αλλά τι να κάνουμε, αυτήν έχουμε, με αυτήν θα πορευτούμε. Άσε που έχει και μια υπεραγαπημένη ταινία στην κορυφή της. Ας αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση.
10) «To Άλογο του Τορίνο» (του Μπέλα Ταρ). Με καμία, μα καμία, άλλη ταινία δεν έχω ποτέ μαρτυρήσει τόσο. Την είδα και σε βραδιά που ήμουν εξαιρετικά χάλια βέβαια, αλλά νομίζω πως αυτό ήταν απλώς το κερασάκι στην τούρτα. Και σε σούπερ κέφι να ήμουν πάλι θα υπέφερα. Δεν είναι απλώς αφόρητα αργή, είναι κάτι που αν δεν το έχεις δει, δυσκολεύεσαι να το πιστέψεις. Ωστόσο, για άλλες ταινίες στη λίστα αμφιταλαντεύτηκα αν πρέπει να μπουν ή πρέπει να προτιμηθούν στη θέση τους κάποιες που έμειναν εκτός, αλλά για το «Άλογο του Τορίνο» δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία. Γιατί είναι η ταινία που μου έχει μείνει περισσότερο μέσα στο μυαλό από οποιαδήποτε άλλη μέσα στη χρονιά. Γιατί εκτός από αφόρητα αργή αποδείχθηκε τελικά και ασύγκριτα ανθεκτική και στοιχειωτικά γοητευτική. Παράξενη βέβαια η γοητεία της, μαύρη η πανίσχυρη έλξη της, σαν τον κόσμο που μας δείχνει, έναν κόσμο από τον οποίο αρχίζει σιγά σιγά να σβήνει όλο το φως.
9) «Wasted Youth» (των Aργύρη Παπαδημητρόπουλου και Γιαν Φόγκελ). Οκ, ίσως και να μπήκε στη δεκάδα τσιμπώντας μερικούς πόντους λόγω εντοπιότητας, η συγκεκριμένη ταινία όμως ταυτόχρονα χάνει και πόντους λόγω εντοπιότητας, αφού μόνο ο Έλληνας θεατής θα στραβώσει με το τέλος της και θα αρχίσει να αναρωτιέται με ποιό δικαίωμα οι δημιουργοί της παίρνουν ένα σημαδιακό αληθινό γεγονός και το μεταχειρίζονται με τόσο θολή καλλιτεχνική πρόθεση. Ωστόσο είναι νομίζω λάθος να μείνει κανείς στραβωμένος με το τέλος της ταινίας και να προσπαθήσει να τη διαβάσει υπό αυτό το πρίσμα. Η ταινία αξίζει -και με το παραπάνω- για ό,τι δείχνει μέχρι την τελική σκηνή της, αξίζει για την εξαιρετικά επιτυχημένη απεικόνιση των δύο αντιδιαστελλόμενων κόσμων, της γεμάτης ζωντάνια ημέρας ενός δεξαεξάρη σκεϊτά και της γεμάτης ματαίωση ζωής ενός σαραντάρη δημοσίου υπαλλήλου. Ο Ιερώνυμος Καλετσάνος εγκλωβισμένος στο μικρομεσαίο διαμέρισμά του με γυναίκα, κόρη και μάνα, ο Χάρης Μάρκου να αλωνίζει με το σκέιτ του την Αθήνα, δυο αντίθετα σύμπαντα, που φυσικά κάποτε θα συναντηθούν.
8) «Τhe Artist» (του Μισέλ Χαζαναβίσιους). Γιατί δεν είναι απλώς ένα ερεθιστικό πείραμα που πέτυχε και μια σινεφίλ παραξενιά που δικαιώθηκε, αλλά μια ταινία που όσο την παρακολουθείς την απολαμβάνεις όσο ελάχιστες άλλες, όσο ελάχιστες «κανονικές». Γιατί αποδεικνύει ότι μπορείς στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα να βλέπεις μια ταινία γυρισμένη στη φόρμα του βωβού κινηματογράφου και να μην νιώθεις ότι αυτό που παρακολουθείς είναι μισό ή ανάπηρο. Γιατί μας προσφέρει σε μεσότιτλο μια από τις πιο έξυπνες ατάκες της σεζόν: ο μεγάλος σταρ της εποχής του βωβού απαξιοί να συμμετέχει στις ταινίες με ήχο, που όμως αρχίζουν να κυριαρχούν, με αποτέλεσμα να τον παίρνει η κάτω βόλτα. Η γυναίκα του τσακώνεται μαζί του, τον κατηγορεί για διάφορα, τον κατηγορεί για τη σχέση τους κι εκείνος δεν απαντάει. «Why do you refuse to talk?». «Γιατί δεν μιλάς; Γιατί αρνείσαι να μιλήσεις;» τον ρωτάει :)
7) «Βiutiful» (του Αλεχάντρο Ινιαρίτου). Ο Μπαρδέμ υποδύεται τον Ουξμπάλ, έναν άνθρωπο που ο ρόλος του είναι να καλύπτει το κενό ανάμεσα στη θεσμική ρύθμιση της πραγματικότητας και την αληθινή της λειτουργία. Εκεί που υπάρχει παραεμπόριο και μαύρη εργασία παράνομων μεταναστών, έρχεται και καλύπτει με το αζημίωτο πρακτικές ανάγκες. Είναι ένας Συνήγορος της Παράκαμψης των Θεσμών, ένας Διαμεσολαβητής της Πραγματικότητας. Το αξιοπερίεργο με το «Βiutiful» είναι πώς ενώ πρόκειται για μια ταινία που παρουσιάζει έναν ήρωα στον οποίο συμβαίνουν όλα τα κακά της μοίρας του, μια ταινία που δείχνει ένα σωρό τραγικά συμβάντα, η αίσθηση που ανακαλείς όταν τη θυμάσαι είναι πολύ ζεστή. Σε θέλγει. Η εξήγηση πρέπει να βρεθεί κάπου στο συνδυασμό των πλάνων του Ινιαρίτου, της μαγικής φωτογραφίας του Ροντρίγο Πριέτο, της εξαίσιας μουσικής του Σαντιάγο Σανταολάλα, αλλά και της καλλιτεχνικής διεύθυνσης που απεικονίζει τα σωθικά της Βαρκελώνης. Δεν είναι η Βαρκελώνη του Γούντι Άλεν που ήρθε και την είδε σαν τουρίστας. Είναι μια σπαρακτική και φθαρμένη Βαρκελώνη. Αλλά παραδόξως και πολύ πιο -ίσως θα πρεπε, αλλά δεν βρίσκω καταλληλότερη λέξη- όμορφη.
6) «Βlue Valentine» (του Ντέρεκ Σιανφράνς) / «Drive» (του Νίκολας Γουίντιγκ Ρεφν). Δύο ταινίες με κοινό στοιχείο τον πρωταγωνιστή. Ο Ράιαν Γκόσλινγκ εμβληματική κινηματογραφική φιγούρα στο «Drive», με την οδοντογλυφίδα στο στόμα, τα γάντια οδήγησης στο χέρι και το μπουφάν με τον τεράστιο σκορπιό στην πλάτη, ο Ράιαν Γκόσλινγκ με φαλάκρα, μουστάκι, κοιλιά και γυαλιά μυωπίας, παρατημένος εμφανισιακά στο «Blue Valentine». Στο «Drive» το σκηνοθετικό στυλ είναι καθηλωτικό και ώρες ώρες σε αφήνει άλαλο. Αν η ταινία κουβαλούσε δίπλα στο στιλ και λίγη ουσία θα ήταν σε πολύ μεγαλύτερο νούμερο, από αυτό το μισό 6 που μοιράζεται εδώ. Το μοιράζεται με το «Blue Valentine», που κατάφερε να δημιουργήσει ένα αμφιλεγόμενο ζευγάρι, τον Ντιν και την Σίντι (Μισέλ Γουίλιαμς), ένα ζευγάρι το οποίο σε κάνει να θες να το συζητάς και να προσπαθείς να εξηγήσεις τη σχέση του. Ο Ντιν είναι μεν underachiever, αλλά είναι και μέσα σε μια σχέση που γουστάρει. Η Σίντι όμως δεν θέλει μια σχέση με κάποιον που αφήνεται και δεν προσπαθεί να προοδεύσει. Ή απλά δεν θέλει άλλο μια σχέση με τον συγκεκριμένο κάποιον. Διαλέγεις και παίρνεις.
5) «Melancholia» (του Λαρς Φον Τρίερ). Σε χέρια άλλων οι ιδέες του Λαρς Φον Τρίερ θα κατέληγαν τις περισσότερες φορές σε απαράμιλλα φιάσκα. Στα χέρια τα δικά του καταλήγουν τις περισσότερες φορές σε μεγάλες ταινίες. Η κατάθλιψη που είχε πέσει πάνω του για χρόνια, του δίνει το έναυσμα να σκηνοθετήσει την Κίρστεν Ντανστ νυφούλα. «Είσαι ευτυχισμένη, Τζαστίν;» την ρωτούν και την ξαναρωτούν οι δικοί της στη δεξίωση του γάμου της. Εκείνη λέει πως ναι, είναι, αλλά φυσικά δεν είναι, γιατί η μελαγχολία θα πέσει πάλι πάνω της. Και το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο Τριερ δεν προσπαθεί να ξορκίσει αυτή τη δυσοίωνη στάση ζωής, αλλά να τη θεωρητικοποιήσει και να την αιτιολογήσει. Ο κόσμος δεν έχει νόημα, δεν υπάρχει πριν και μετά, μόνο ένα σύντομο ολομόναχο τώρα. Έτσι όταν ένας πλανήτης ονόματι «Μελαγχολία» ενδέχεται να πέσει πάνω στη γη και να κάνει τον κόσμο μας συντρίμμια, η Τζαστίν δεν ανησυχεί όπως όλοι οι υπόλοιποι, αφού χειρότερο πράγμα από την καταστροφή του κόσμου είναι η ίδια η ανόητη ύπαρξή του. Με τον τρόπο που βλέπει ο Τρίερ τα πράγματα, μπορεί κανείς κάλλιστα να διαφωνεί, αλλά στον τρόπο που φτιάχνει ταινίες, μπορεί πολύ δυσκολότερα να αντισταθεί.
4) «Πες μου το όνομά σου» (του Μισέλ Λεκλέρκ). Το ονοματεπώνυμο της (Μπάια Μπενμαχμούντ) είναι το μοναδικό σε όλη τη Γαλλία. Το δικό του (Αρτύρ Μαρτέν) κυκλοφορεί σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα. Εκείνης ο πατέρας Αλγερινός, εκείνου η μάνα Ελληνοεβραία. Όταν η Μπάια μαθαίνει την καταγωγή του Αρτύρ ενθουσιάζεται: Οι δυο μας κάνουμε την τέλεια Γαλλία. Αν γίνουμε όλοι μπάσταρδοι, τότε και μόνο ο κόσμος μπορεί να απαλλαγεί από εθνικές καθαρότητες και πολέμους. Την έχει την υπερβολή η Μπάια. Και όχι μόνο στα λόγια, αλλά και στα έργα. Αυτοπροσδιορίζεται άλλωστε ως «πολιτικό τσουλί». Γιατί κάνει έρωτα αντί για ιδεολογικό πόλεμο. Κάνει έρωτα μόνο με δεξιούς με σκοπό να τους αριστερέψει. Ο Αρτύρ όμως δεν είναι δεξιός. Το «Πες μου το όνομά σου» είναι μια ταινία ανάλαφρη και σοβαρή μαζί, που μιλά με απροσδόκητη χαλαρότητα για την Γαλλία, την πολιτική, την πολυπολιτισμικότητα, επιλέγοντας το όχημα της κομεντί για να κοιτάξει από μια ασυνήθιστη οπτική γωνία θέματα που συνήθως τα κοιτάμε με κουστουμαρισμένο βλέμμα. Δεν θα αλλάξει την ιστορία του σινεμά, αλλά όταν έχεις χημεία με μια ταινία, λίγο σε νοιάζει τι θα αλλάξει και τι όχι. Την απόλαυσες και την βάζεις στο νούμερο
3) «Ένας Χωρισμός» (του Ασγκάρ Φαραντί). Φέρνεις στο μυαλό σου την ταινία και διαπιστώνεις ότι εκείνο που πρώτο έχει συγκρατήσει η μνήμη είναι κάτι σαν βόμβος. Το αποτύπωμά του «Ένας Χωρισμός» είναι πρώτα απ' όλα ηχητικό. Άνθρωποι που αντιδικούν συνεχώς. Δεν είναι ενοχλητική ανάμνηση, δεν αντιδικούν για κατινίστικους λόγους. Αντιδικούν με σθένος σαν σε κάθε φράση να υπάρχει ένα προσωπικό δίκιο που πνίγει εκείνον που μιλάει και πρέπει να διακηρυχθεί. Ο Φαραντί είναι ένας ιδιοφυής σεναριογράφος που ακτινογραφεί την ιρανική κοινωνία μέσα από ένα τέχνασμα. Όπως και στο «Τι απέγινε η Έλι», έτσι κι εδώ βάζει ένα μυστήριο που δεν λέει να λυθεί. Το σασπένς είναι η παγίδα που στήνει για να κερδίσει το πλήρες ενδιαφέρον μας, ώστε να αναδείξει πτυχές της ζωής στη χώρα του. Αντί να μας δείξει σε πρώτο πλάνο τα κοινωνικά θέματα, μας δείχνει σε πρώτο πλάνο το μυστήριο και μας εντυπώνονται μέσω αυτού καλύτερα. Όχι ως «κατηγορώ», αλλά ως κλειδιά της λύσης του μυστηρίου, ως αιτίες που οδήγησαν σε αυτό. Και που δεν θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει σε αυτό σε άλλες κοινωνίες, γιατί όταν ξετυλίγεται το κουβάρι, στη βάση του βρίσκονται συμπεριφορές που συνιστούν σκάνδαλο σύμφωνα με τα ιρανικά ήθη, καθώς και η προσπάθεια αποφυγής τους δια της πλαγίας οδού, δια αποκρύψεων, δια τεχνασμάτων. Σκανδαλίζοντάς μας με ένα μυστήριο, μάς οδηγεί στην πηγή του σκανδάλου. Αριστοτέχνης δημιουργός.
2) «Μέσα από τις Φλόγες» (του Ντενί Βιλνέβ). Δυο μεγαλωμένα στον Καναδά αδέλφια ψάχνουν να βρουν στην Μέση Ανατολή τα μυστικά που τους άφησε η μαμά τους με την εντελώς απροσδόκητη διαθήκη της. Αλησμόνητες εικόνες, υποδειγματική αφήγηση, ερεθιστικά θέματα, μεγάλο σινεμά. Χριστιανός ή Μουσουλμάνος; Θύμα ή θύτης; Καλός ή κακός; Γεννιέσαι ή γίνεσαι; Η ταυτότητά μας είναι ρευστή. Ενίοτε μπορεί να είναι και εναλασσόμενη, Η ταυτότητα η πολιτισμική. Η ταυτότητα η ηθική. Είναι προτιμότερο να γεννηθείς από φρίκη και να μεγαλώσεις με αγάπη, παρά να γεννηθείς με αγάπη και να μεγαλώσεις στη φρίκη. Την ταυτότητά σου δεν στη δίνει η φύση σου, το αίμα σου, η γενιά σου, η φυλή σου, την ταυτότητά σου στη δίνει ο τρόπος με τον οποίον ανατρέφεσαι, οι συνθήκες στις οποίες μεγαλώνεις, το ευρύτερο και το στενότερο περιβάλλον σου. «Ιncendies» ο αυθεντικός τίτλος. Αν δεν το είδες, πρέπει να το δεις.
1) «Mαύρος Κύκνος» (του Ντάρεν Αρονόφσκι). Η Νίνα. Η αειπαρθένος που γίνεται πρίμα μπαλαρίνα, ο άμωμος κύκνος που πρέπει να σκοτεινιάσει τόσο, ώστε να ενσαρκώσει επάξια και το μαύρο του είδωλο. Το απαιτεί το έργο. Το απαιτεί η τελειότητα που μια ζωή υπηρετεί. Προκειμένου να είναι τέλεια πρέπει να πάψει να είναι τέλεια. Η τελειότητα, η τέχνη, ο έλεγχος, η ζωή, ο εαυτός που μπαίνει μπροστά στον εαυτό, απαλλάξου από τον εαυτό σου για να βρεις τον εαυτό σου, κάνε πράγματα ανήκουστα ή νόμισε ότι τα κάνεις, δεν ξέρεις τη διαφορά, σε μπερδεύει η διαφορά, αν την ήξερες θα είχες και τον έλεγχο, όμως τον χάνεις, μια ζωή ελέγχου δεν αντέχεται πια, η πειθαρχία του κορμιού βρίσκει αντίβαρο στη δραπέτευση του νου. Το έξτρα στυλιζαρισμένο κι άλλο τόσο παθιασμένο αριστούργημα του Ντάρεν Αρονόφσκι, η μουσική της Λίμνης των Κύκνων πειραγμένη από τον Κλιντ Μάνσελ στη διαπασών, το παροξυσμικό τελευταίο μέρος της ταινίας, ένας άνευ όρων και διαπραγματεύσεων κεραυνοβόλος κινηματογραφικός έρωτας.
(Kείμενο γραμμένο για το εlculture