Τετάρτη, Φεβρουαρίου 28, 2007

24. Ώρα Πέμπτη.

Πρίβιουσλι oν τουέντυ φορ: 1, 2, 3, 4.
11:00 - 12:00
Δε φόλοουιν ιβέντς τέικ πλέις μπιτουίν ιλέβεν έι εμ εντ τουέλβ πι εμ:
Ο Αντώνης με τον Ιάκωβο βγαίνουν αμίλητοι στη Λεωφόρο και περνάνε απέναντι, προς μια καφετέρια πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού.
«Θα ξαναπαίξετε εδώ του χρόνου λέει, ε; Ωραία, για να ξαναζήσουμε κανένα 1-4», είναι το πρώτο πράγμα που του λέει ο Αντώνης από τη στιγμή που έμειναν μόνοι.
Μ' όλη του τη ψυχολογική κατάσταση, ο Ιάκωβος βρίσκει το κουράγιο να του πετάξει ένα χαμηλόφωνο «Βρε, άει γαμήσου».
Φτάνουν, κάθονται (ως συνήθως στο τραπέζι που διαλέγει ο Αντώνης χωρίς να τον ρωτήσει) και παραγγέλνουν καφέ.
Λίγο ποδόσφαιρο, λίγοι άνεμοι, λίγα ύδατα, μισές μονολεκτικές απαντήσεις από τον Ιάκωβο. Ο Αντώνης κρίνει ότι είναι προτιμότερο ν΄ανοιχτεί αυτός πρώτα.
«Κατ΄αρχήν δεν πιστεύω να έδωσες βάση στις παπαριές του Διοικητή για κακό στην καριέρα μου. Κολομπίνα να ερχόσουν ντυμένος, Κουφοντίνας να ερχόσουν ντυμένος, δεν θα μπορούσες να μου κάνεις κακό. Εντάξει, αν αμολούσες και καμιά ρουκέτα ομολογώ ότι τα πράγματα θα άλλαζαν. Θέλω να πω, όλα τα ΄χεις τώρα, οι τύψεις για μένα σου έλειπαν. Το βαγόνι μου έχει μπει στις ράγες του, πάει καλά και θα συνεχίσει να πάει καλά. Αλλά, ρε Ιάκωβε, δεν θα συγχωρήσω τον εαυτό μου, που δεν πήρα χαμπάρι ότι είχες κάτι -ό,τι κι αν είναι αυτό το κάτι και ελπίζω να μου το πεις- που θα σε έκανε να κάνεις τέτοια βλακεία. Και δεν θα συγχωρήσω ποτέ εσένα, που ό,τι κι αν ήταν αυτό το κάτι δεν ήρθες πρώτα να μου μιλήσεις. Αλλά ίσως φταίω κι εγώ, τους τελευταίους δυο μήνες το μυαλό μου είναι αλλού».
«Αλλού;».
«Σου είχα πει κάτι απ' έξω απ' έξω γι΄αυτήν την τύπισσα, έτσι δεν είναι;».
«Την υπάλληλο της τράπεζας εννοείς;».
«Ναι αυτή».
«Κι από πότε σε αποσυντονίζει εσένα η απιστία; Καψουρεύτηκες κιόλας αυτήν την φορά;».
Ο Αντώνης κοίταξε στο πλάι με ένα βλέμμα που έλεγε ναι. Κεφαλαίο.
Ο Ιάκωβος άρχισε να μιλά με περισσότερη ζέση: «Μάλιστα. Στο 'λεγα, στο 'λεγα πως θα 'ρθει η φορά που θα την πατήσεις και το αρνιόσουν. Τόσο σίγουρος για τον εαυτό σου. Όπως πάντα άλλωστε. Κι όμως, ήταν θέμα στατιστικής πια, Αντώνη».
Ο Αντώνης, δυο χρόνια μικρότερος του Ιάκωβου, οκτώ χρόνια ευτυχισμένα παντρεμένος με την Μισέλ και πατέρας επτάχρονου αγοριού και τετράχρονου κοριτσιού, τον κοίταξε εκνευρισμένος και σκέφτηκε να τον μπινελικώσει, αλλά πειθάρχησε τον εαυτό του αποφασίζοντας να μην.
«Τέλος πάντων, για πες λοιπόν. Ξανθιά, μελαχρινή; Ψηλή, κοντή; Αδύνατη; Ηλικία; Όνομα;».
Ο Αντώνης απαριθμεί τα τεχνικά χαρακτηριστικά, ο Ιάκωβος τον ρωτάει τι διαφορετικό έχει αυτή από τις υπόλοιπες και ο Αντώνης δεν ξέρει να του απαντήσει, απλά χαμογελάει με ένα κράμα αμηχανίας, ρομαντισμού και μελαγχολίας.
«Τώρα θα σου πω τι έγινε χθες και φρίκαρα, αλλά μετά θα μου πεις τι έχει φρικάρει εσένα. Εντάξει;», διακόπτει την σιωπή που ακολούθησε ο Αντώνης.
Ο Ιάκωβος δεν λέει εντάξει, όμως ο φίλος του αποφασίζει να του πει ούτως ή άλλως την ιστορία του: «Έχουμε κάνει έρωτα κι είμαστε ξαπλωμένοι αγκαλιά και γυμνοί. Σκέφτομαι ότι για αυτήν θα μπορούσα να κάνω αυτό που δεν φανταζόμουν ποτέ, σκέφτομαι ότι για αυτήν θα μπορούσα να παρατήσω την οικογένειά μου. Τότε γυρνάει και μου λέει ότι υπάρχουν ακόμη πράγματα που δεν έχει πει και που δεν ξέρει αν είμαι έτοιμος ακόμη να τα ακούσω. Την πιέζω να μου πει και κοιτώντας με βαθιά στα μάτια μού αποκαλύπτει ότι έχει μια κόρη τριών χρονών, την Μάγια. Χάνω το έδαφος κάτω από τα πόδια μου, αλλά διατηρώ την ψυχραιμία μου και της ζητάω να μου μιλήσει γι' αυτήν. Αρχίζει και μου μιλά με γλύκα κι αγάπη, μου λέει ότι ο πατέρας της δεν έμαθε ποτέ ότι έχει κόρη και ότι αν είναι να είμαστε μαζί θα πρέπει να την αγαπήσω όσο την αγαπά κι αυτή. Σκέφτομαι τι σκεφτόμουν να κάνω και τι θα συνέβαινε αν αποφάσιζα να το κάνω χωρίς να μου είχε πει πρώτα την αλήθεια. Την κοιτάζω κι αναρωτιέμαι πώς μπορούσε να μου το κρύβει τόσον καιρό και πόσα ακόμα μου κρύβει. Την κοιτάζω και βλέπω πια μιαν άλλη, την αληθινή εικόνα της. Τότε ξεκαρδίζεται στα γέλια εξηγώντας μου ότι μου έκανε πλάκα».
«Έλα ρε μαλάκα»
«Ναι. Οπότε αφού η Μάγια ήταν αστείο το δίλημμά μου παραμένει. Βρίσκομαι σε δίλημμα μεγάλο εγώ, εγώ που πάντα ως τώρα τα ξεχώριζα και το ξέρεις καλά και τα 'χουμε ξαναπεί πολλές φορές: άλλο η γυναίκα μου, τα παιδιά μου, το σπίτι μου κι άλλο οι γκόμενες. Υπάρχει ένας τρόπος για να είμαστε όλοι ευτυχισμένοι κι αυτός είναι ένας τρόπος που έχουμε μάθει πολύ καλά και στη δουλειά μας: η διαχείριση της αλήθειας».
«Πάντα φοβόσουν να το πεις με το όνομά του: το ψέμμα».
«Δεν υπάρχει πιο μεγάλη σκύλα απ' την αλήθεια, Ιάκωβε. Όλοι ζητούν να μάθουν την αλήθεια, αλλά στην πραγματικότητα όλοι προτιμούν να ξέρουν το ποσοστό της που κάνει να νιώθουν καλά. Και τι πάει να πει αλήθεια; Ποιός μπορεί ποτέ να ξέρει την πλήρη αλήθεια; Ίσως να υπάρχει -ίσως λέω- η αλήθεια των γεγονότων. Αλλά η αλήθεια των αιτιών που οδηγούν σε αυτά; Από που κι ως που αλήθεια να είναι οι πράξεις και όχι ό,τι οδηγεί σε αυτές;».
«Δεν κατάλαβα. Και ποιός σε εμποδίζει να μιλήσεις για τα κίνητρα; Γιατί αυτά πρέπει να είναι ντε και καλά κρυμμένα;».
«Θα σε ρωτήσω κάτι κι αν μου δώσεις απάντηση που θα με πείσει, θα πω έχεις δίκιο. Αλλά αν η απάντηση σου δεν πείσει ούτε εσένα τον ίδιο, τότε να ξανασκεφτείς και να ξαναεξετάσεις τα πράγματα για τα οποία είσαι τόσο σίγουρος».
«Ρώτα λοιπόν», είπε ο Ιάκωβος αναστενάζοντας.
«Είναι η Μισέλ ευτυχισμένη μαζί μου;».
«Απ' όσο ξέρω και απ' ό,τι δείχνει, ναι».
«Θα της προσέφερε οτιδήποτε άλλο η αλήθεια από μεγάλη δυστυχία;».
«Δεν πάει έτσι».
«Και πώς πάει δηλαδή;».
«Μα νομίζεις ότι θα μπορείς για πάντα να διαχειρίζεσαι, όπως λες, την αλήθεια; Αργά ή γρήγορα θα την πατήσεις. Και τότε θα είναι χειρότερα για όλους».
«Όχι, δεν θα είναι. Αν συμβεί αυτό, απλά θα πρέπει να διαχειριστώ την όποια αλήθεια έρθει εκείνη την ώρα στο φως. Που και πάλι θα είναι πολύ λιγότερο επώδυνη για εκείνη από την συνολική εικόνα».
«Ρε συ Αντώνη, το ξέρεις ότι σ' αγαπάω αλλά άκου για λίγο τον εαυτό σου. Άκου αυτά που λες. Θα σ΄άρεσε να 'σουν από την άλλη πλευρά;».
«Όσα δεν θα ήξερα δεν θα μπορούσαν να με πληγώσουν. Εγώ έχω να διαχειριστώ τύψεις κι ενοχές, εγώ έχω σύννεφα στο κεφάλι μου. Όχι η Μισέλ».
Ο Ιάκωβος εκείνη ακριβώς τη στιγμή αναρωτήθηκε γιατί τελικά αγαπούσε τον φίλο του.
Όχι ότι ήταν το ίδιο, αλλά δεν μπορούσε να δώσει εξήγηση, όπως δεν μπορούσε να δώσει εξήγηση ο Αντώνης, γιατί είχε τελικά καψουρευτεί την μητέρα της Μάγιας.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 27, 2007

Μαρία με τα καρώ

Ο πραγματικός λόγος για τον οποίο βραβεύθηκε ο (πάρα, μα πάρα, μα πάρα πολύ μεγάλος) Έννιο Μορικόνε με τιμητικό όσκαρ καριέρας, δεν ήταν άλλος από το να εμφανιστεί δίπλα του στην τελετή η επί πενήντα ένα χρόνια σύζυγός του Μαρία και να ξεχωρίσει σαν την μύγα μες το γάλα ανάμεσα σε όλες τις άλλες γυναίκες, καθώς κουβάλησε μαζί της και φόρεσε την Ιταλία της, τα ρούχα και την ηλικία της, υπενθυμίζοντάς μας ότι σε έναν πολιτισμό, όχι και τόσο παλιότερο, οι άνθρωποι δεν φοβούνταν τόσο ούτε να ξεχωρίσουν απ΄το πλήθος ούτε να γεράσουν.
Ομοφυλόφιλοι, ετεροφυλόφιλοι, μαύροι, άσπροι, κίτρινοι, λατίνοι, όλοι αποδεκτοί, όλοι νόμιμοι και μόνη εκτός νόμου, εκτός του νόμου της απαστράπτουσας ομοιομορφίας και της απώθησης της φθοράς, η Μαρία Μορικόνε τόλμησε με την επιλογή των ρούχων της και την ηρεμία του αμακιγιάριστου βλέμματός της να δηλώσει ότι εκείνη δεν μπορεί και δεν επιθυμεί πια να παραστήσει την σέξυ, ότι εκείνη δεν μπορεί και δεν επιθυμεί πια να είναι ποθητή για κανέναν, ότι εκείνη είναι απλώς μια ευτυχισμένη κι αξιοπρεπής γριά που ήρθε να καμαρώσει και να παρευρεθεί στην μεγάλη χαρά του άντρα της.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 26, 2007

4 Χ 70

Εμείς, ναι εμείς, μιλήσαμε σ' όλον τον κόσμο.
Τις εικόνες που συλλάβαμε εμείς, πρώτοι εμείς, κάνατε μετά δικές σας.
Εμείς, ναι εμείς, επιδράσαμε, επηρεάσαμε, αλλάξαμε.
Αλλάξαμε εμάς, εσάς, το σινεμά.
Eμείς, ναι εμείς, είμαστε η πολιτιστική σας κληρονομιά.
Και το ποστ αυτό θα μπορούσε να είχε γραφτεί σε δεκάδες άλλες γλώσσες.

Possible

Σχεδόν σε κάθε ετήσια απονομή των βραβείων όσκαρ θα υπάρξει εκείνος ο νικητής που θα αναφερθεί στα μεγάλα όνειρα που έκανε παιδί βλέποντας τις μεγάλες εικόνες στη μεγάλη οθόνη, στο ότι αξίζει να κυνηγάς αυτά τα μεγάλα όνειρά σου και στο ότι έτσι ίσως μια μέρα -όσο απίστευτο κι αν σου φανεί- θα τα δεις να εκπληρώνονται. Φέτος την άτυπη αυτή παράδοση συνέχισε ο Φόρεστ Ουιτάκερ.
Σε κάθε εκπληρωμένο όνειρο αντιστοιχούν πενήντα ματαιωμένα.
Ε και;

24. Ώρα Τέταρτη.

Πρίβιουσλι oν τουέντυ φορ: 1, 2, 3.
10:00 - 11:00
Δε φόλοουιν ιβέντς τέικ πλέις μπιτουίν τεν έι εμ εντ ιλέβεν έι εμ:
«Ζαλίσεσαι, πονάς, έχεις τάση για εμετό, πόσα δάχτυλα είναι αυτά;».
«Όχι, όχι, όχι, τρία».
«Λιποθυμάς συχνά;»
«Πρώτη φορά».
Ο γιατρός του πήρε την πίεση και την βρήκε εντάξει, του έβαλε λίγη μπενταντίν και ένα ειδικό τσιρότο, λέγοντάς του ότι αν του ξανασυμβεί θα πρέπει οπωσδήποτε να κάνει καρδιολογικές εξετάσεις. Τουλάχιστον.
«Εντάξει γιατρέ, σ΄ευχαριστούμε. Πηγαίντε κι εσείς», είπε ο Διοικητής και στους δυο αξιωματικούς που φρουρούσαν τον Ιάκωβο. Έμειναν μόνοι, αυτός, εκείνος και ο Αλμέδας.
Ο Αντώνης ο Αλμέδας, τυπικά νούμερο πέντε αλλά ουσιαστικά δεξί χέρι του Διοικητή στην υπηρεσία, ήταν ο μοναδικός αληθινός φίλος που είχε κάνει ο Ιάκωβος στα δέκα πέντε χρόνια που έκανε αυτήν την δουλειά. Είχαν ξεκινήσει σχεδόν μαζί, είχαν συνυπηρετήσει για λίγα χρόνια στο Περιστέρι, μετά ο Αντώνης είχε κάνει γοργά βήματα προόδου και ήταν αυτός που είχε ζητήσει την μετάθεση του φίλου του στην αντιτρομοκρατική. Όσο χαρούμενος ήταν για την επιλογή του αυτή τους πρώτους μήνες, τόσο άρχισε σταδιακά να το σκυλομετανιώνει και να σιχτιρίζει τον εαυτό του που είχε μπλέξει τη δουλειά με τη φιλία και δεν είχε εμπιστευτεί το ένστικτό του, που του έλεγε ότι ο Ιάκωβος δεν ήταν για θέσεις τέτοιας έντασης. Αλλά ούτε και το ένστικτό του θα μπορούσε ποτέ να τον προειδοποιήσει ότι θα ερχόταν ένα πρωί που θα αντίκριζε τον φίλο του σωριασμένο στο πάτωμα και ντυμένο μασκαρά. Τώρα τον είχε απέναντί του, χωρίς να μπορεί να τον κοιτάξει στα μάτια, καθώς ο Ιάκωβος είχε σκύψει το κεφάλι προς τα κάτω. Θα ήθελε να του κάνει δεκάδες ερωτήσεις, αλλά οι μισές από αυτές δεν έπαιζαν· όχι εδώ κι όχι μ΄αυτή τη συντροφιά.
«Και καλά Μπαούρα, όλα τ' άλλα στ' αρχίδιά σου. Τον φίλο σου που έχει και βλέψεις για πολύ ψηλότερα δεν τον σκέφτηκες; Τον αντίκτυπο στη δική του την καριέρα δεν τον υπολόγισες;».
Ο Μπαούρας αποτελούσε πάντα αίνιγμα για τον Διοικητή, αλλά αν κάτι απολάμβανε ο Διοικητής ήταν να ασχολείται με τα ανθρώπινα αινίγματα. Πέντε χρόνια παρατήρησης τον είχαν οδηγήσει σε τρία βασικά συμπεράσματα (τα οποία θα έπρεπε να επανεξετάσει μετά το σημερινό σόου):
1) Ο Μπαούρας ήταν ικανότατος.
2) Ο Μπαούρας ήταν αυτοκαταστροφικός.
3) Ο Μπαούρας αγαπούσε τον Αλμέδα και δεν θα έκανε ποτέ κάτι που θα μπορούσε να τον βλάψει.
«Λέγε ρε».
Τι να έλεγε; Να έλεγε ότι τη στολή την είχε αγοράσει δυο εβδομάδες τώρα και την έπαιρνε κάθε μέρα μαζί του, αλλά την άφηνε πάντα στο αυτοκίνητο; Να έλεγε ότι ήταν σίγουρος ότι και σήμερα το ίδιο θα έκανε; Να έλεγε ότι όταν την πρωτοείδε πριν δυο εβδομάδες στη βιτρίνα, τού φάνηκε εντελώς γελοίο ότι υπήρχε στολή Ρομπέν για μεγάλους και ότι γι' αυτό ακριβώς την αγόρασε; Να έλεγε ότι την φορούσε κάθε βράδυ σπίτι του, καθόταν στον καναπέ, η τηλεόραση έπαιζε, αλλά αυτός κοιτούσε τον τοίχο; Να έλεγε ότι την έπαιρνε στο αυτοκίνητο για συντροφιά; Να έλεγε ότι εξέπληξε και τον ίδιο η ευκολία με την οποία διέσχισε τη γραμμή ανάμεσα στην ιδιωτική κατάθλιψη και τη δημόσια τρέλα; Να έλεγε ότι όταν ζεις πολλά χρόνια για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στον κόσμο του μυαλού σου έρχεται μια στιγμή που ο κόσμος αυτός παίρνει το τιμόνι και σταματάει να δίνει σημασία σε οτιδήποτε εκτός αυτού;
«Μπαούρα, δεν ξέρω τι έχεις κατά νου, δεν ξέρω αν νομίζεις ότι επειδή είδες και άκουσες πολλά μπορείς να μας έχεις στο χέρι και να σε φοβόμαστε ώστε να ανεχόμαστε τέτοιες συμπεριφορές. Δεν ξέρω τι παιχνίδι παίζεις αλλά να είσαι σίγουρος ότι θα το μάθω. Ένα μόνο σου λέω: έτσι και σου περάσει από το μυαλό η ιδέα ότι θα βγει παραέξω είτε αυτό που έκανες σήμερα, είτε πράγματα που έγιναν εδώ στο παρελθόν, θα το μετανιώσεις πάρα πολύ πικρά. Έγινα κατανοητός ή είπα κάτι που χρειάζεται περισσότερη εξήγηση;».
Ο Ιάκωβος εξακολουθούσε να έχει χαμηλωμένο το κεφάλι.
«Κύριε Διοικητά, σας εγγυώμαι εγώ ότι ο Μπαούρας ούτε την υπηρεσία ήθελε να ξεφτιλίσει ούτε θα έβγαζε ποτέ οτιδήποτε άλλο στον Τύπο. Νομίζω ότι θα ήταν προτιμότερο να του μιλήσω μόνος».
«Έχει κανένα νόημα, Αντώνη, να μιλήσουμε μόνοι εδώ μέσα;».
«Μπα, συμμετέχεις και στο διάλογο, Μπαούρα; Και τι θες καλέ μου; Να σας στείλω να πάτε για καφέ τα δυο σας, να κλάψεις πάνω στον ώμο του φίλου σου;».
«Κύριε Διοικητά, το ξέρω ότι είναι εκτός των προβλεπόμενων, αλλά σας το ζητάω σαν προσωπική χάρη», είπε ο Αλμέδας.
Ο Διοικητής έμεινε σκεφτικός για ώρα: «Αυτό Αλμέδα, δεν είναι χάρη προς εσένα. Ας θεωρηθεί χάρη προς αυτόν τον μαλάκα, μια τελευταία χάρη που αν κάνει να μην την εκμεταλλευθεί θα τον καταστρέψω. Είναι έντεκα παρά δέκα. Φέρε του τα ρούχα του να αλλάξει και μέχρι την μία σας θέλω πίσω και τους δύο με μια εντελώς πειστική εξήγηση».
Λίγα λεπά αργότερα, βγάζοντας τη στολή του και ξαναφορώντας τα ρούχα του, ο Ιάκωβος ένιωσε γυμνός ξανά, απροστάτευτος ξανά, ξένος ξανά.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 24, 2007

(Μπενάκη ψηλά, κάτω απ' το Λόφο του Στρέφη)
Σαββατιάτικο μπορεί να οριστεί το βράδυ εκείνο, που κάθε κορίτσι θα 'θελε να αναβοσβήσει τσίτσιδο μ' ένα αγόρι ρυθμιστή του φωτός του κι αυτόπτη μάρτυρά του.
Σαββατιάτικο μπορεί να οριστεί το βράδυ εκείνο, που τα περισσότερα απ' τα κορίτσια που ποθούν να αναβοσβήσουν τσίτσιδα, τελικά το καταφέρνουν.
Μόνα τους, με τους εσωτερικούς τους διακόπτες, με μια ηδονή που μυρίζει πίκρα, με μια ηδονή που αντί να τις γεμίσει τις αφήνει άδειες, με μια ηδονή αναγκάλιαστη, μ΄ένα αναβόσβησμα που κανένας δεν θα δει και κανένας δεν θα μεταγράψει μαγεμένος σ' έναν τοίχο.
Τα βράδια του Σαββάτου ξεχνιούνται με ποτό.
Της Κυριακής τα πρωινά τα ντυμένα πια κορίτσια πλέκουνε χαγκόβερ.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 23, 2007

24. Ώρα Τρίτη.

Πρίβιουσλι ον τουέντυ φορ: 1, 2.
09:00 - 10:00
Δε φόλοουιν ιβέντς τέικ πλέις μπιτουίν νάιν έι εμ εντ τεν έι εμ:
«Βάλε αυτό προσωρινά και πίεζε», του είπε ο Διοικητής δίνοντάς του ένα κομμάτι πάγο τυλιγμένο σε μαντήλι. «Θα ξανάρθω σε λίγο μαζί με τον γιατρό. Έχετε το νου σας», είπε στους δυο άντρες που είχαν πάει τον Ιάκωβο στην αίθουσα ανάκρισης. «Αλμέδας, στο γραφείο μου αμέσως. Εμπρός, στις δουλειές σας οι υπόλοιποι, το πανηγύρι έληξε», φώναξε κλείνοντας την πόρτα.
Ο Ιάκωβος με το κεφάλι προς τα πίσω και τον πάγο στο φρύδι κοιτούσε από μια περίεργη οπτική γωνία την αίθουσα, την αίθουσα που λίγα καλοκαίρια πριν συγκλόνιζε τη ζωή της χώρας. Ο Ιάκωβος μετρούσε λιγότερο από χρόνο στην υπηρεσία όταν το καλοκαίρι του 2002 ο ένας μετά τον άλλο ύποπτοι έρχονταν και ομολογούσαν ότι ναι, ήταν μέλη της 17 Νοέμβρη.
Υπό άλλες συνθήκες ο Ιάκωβος θα συμμεριζόταν την έκσταση των συναδέλφων του, καθώς είχε κι αυτός μεγαλώσει με τον μύθο της οργάνωσης και η μετάθεσή του στην αντιτρομοκρατική ήταν μια από τις λιγοστές φιλοδοξίες που τον είχαν σχετικά συγκινήσει σε μια ζωή ήπιας και βαριεστημένης παραίτησης. Σε μια ζωή που του φαινόταν άχρωμη και λίγη, τουλάχιστον εδώ έπαιζε ένα μυστήριο. Και πράγματι τους μήνες που προηγήθηκαν των συλλήψεων είχε δουλέψει με όσο ζήλο δεν είχε δουλέψει ποτέ πριν αλλά και ποτέ μετά. Ο ζήλος αυτός τον είχε φέρει μέσα στην αίθουσα ανακρίσεων, εν είδει πρώτου καταγραφέα των απαντήσεων των ανακρινομένων, πριν την τελική τους επεξεργασία, διατύπωση, διαμόρφωση.
Καθώς τις κατέγραφε, ο Ιάκωβος ήξερε στο πίσω μέρος του μυαλού του ότι η μοίρα τον είχε κάνει μάρτυρα ενός μικρού κομματιού της σύγχρονης ιστορίας, αλλά όλα τα υπόλοιπα μέρη του μυαλού του ήταν κατειλημμένα από την ιστορία του με εκείνη, την ιστορία που είχε ξεκινήσει λίγες μέρες πριν και που τεσσεράμιση χρόνια αργότερα είχε συντελέσει ουσιωδώς στο να παρουσιαστεί ένα πρωινό στη δουλειά του ντυμένος Ρομπέν των Δασών.
Έτσι ο Ιάκωβος άκουγε και κατέγραφε ανακρίσεις επί ανακρίσεων, ομολογίες επί ομολογιών, έβλεπε τους συναδέλφους του να παίζουν με τους ανακρινόμενους τον καλό και τον κακό μπάτσο, ενώ αυτός, ο ερωτευμένος μπάτσος, δεν έδινε δεκάρα εκείνη την περίοδο για όλα αυτά, αδημονούσε κάθε φορά να τελειώσει η ανάκριση, γιατί κάθε ανάλυση πλεονεκτημάτων του αντιτρομοκρατικού νόμου, κάθε απειλή, κάθε άρνηση τον κρατούσε μερικά ακόμη λεπτά μακριά από εκείνη. Επιτέλους, ποιός νοιαζόταν στ' αλήθεια για βόμβες που έσκασαν πριν δέκα χρόνια και για ανθρώπους που δολοφονήθηκαν πρίν δέκα πέντε, όταν εκείνη τον περίμενε στο διαμέρισμά της, όταν εκείνη ήταν τώρα ζωντανή, τώρα όμορφη, τώρα δική του;
Ο Ιάκωβος ένιωσε να βυθίζεται στο πρόσωπό της, ένιωσε να τον καλεί κοντά του, ήταν -μα πώς;- και πάλι δίπλα του, την ανέπνεε ξανά, την ανέπνεε τόσο που παραμελούσε να την κοιτάξει, παραμελούσε να την χαϊδέψει, παραμελούσε να την φιλήσει, παραμελούσε να της μιλήσει, παραμελούσε να την γαμήσει, παραμελούσε να την χαστουκίσει, χαστουκίσει;, ποιός τον χαστούκιζε;
«Μπαούρα, τρελό αγόρι, έχασες τις αισθήσεις σου πάλι; Γύρνα κοντά μας γιατί αν επιστρέψει ο Σερίφης του Νότινχαμ με τον γιατρό και σε βρει αναίσθητο, εμείς θα την πληρώσουμε. Βλέπω ότι αργούν, Μπαούρα κι αυτό δεν μου φαίνεται καλό».
«Τι ώρα είναι;».
«Κοντεύει δέκα. Πρέπει να ξεψαχνίζει τον φάκελλό σου για τα καλά για να κάνει τόσο. Λύσε μας την απορία πριν έρθει, το 'χασες τελείως;».
Ο Ιάκωβος δεν απάντησε. Όχι ότι ήξερε την απάντηση. Εκείνο που ήξερε, για εκείνο που ήταν σχεδόν βέβαιος, ήταν ότι είτε το είχε χάσει τελείως είτε όχι, του ήταν εξίσου αδιάφορο.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 22, 2007

«Clean Harry», ο Πρίγκηψ της Δημοκρατίας

«Ι know what you're thinking. 'Did he fire six shots or only five?' Well, to tell you the truth, in all this excitement I've kinda lost track myself. But being this is a .44 Magnum, the most powerful handgun in the world, and would blow your head clean off, you've got to ask yourself one question: 'Do I feel lucky?' Well, do ya, punk?»
Απρόσμενη τροπή παίρνει ο πόλεμος στο Ιράκ, καθώς σε μια δύσκολη για τις απελευθερωτικές δυνάμεις καμπή του, οι σύμμαχοι ανακοίνωσαν ότι τις τάξεις τους θα ενισχύσει ο επονομαζόμενος και «Ράμπο του Μπάκιγκχαμ», Πρίγκηπας «Σκοτώνω» Χάρι.
Κύκλοι προσκείμενοι στους ιρακινούς αντάρτες δεν κρύβουν τον προβληματισμό και την ανησυχία τους για την εξέλιξη αυτή, ωστόσο οι διάσπαρτες πληροφορίες περί εθελούσιου γενικού τους αφοπλισμού και ολοκληρωτικής τους παράδοσης ελέγχονται ως υπερβολικές.
Όσο υπερβολικές κι αν είναι όμως, όλα δείχνουν ότι το προσωρινά χαμένο αμερικανοβρετανικό στοίχημα της εξαπλώσεως της δημοκρατίας στην Μέση Ανατολή θα κερδηθεί τελικά χάρη σε έναν γαλαζοαίματο, γεγονός που δημιουργεί προβληματισμό μήπως τελικά η Δύση δεν πρέπει να εξάγει δημοκρατία σκέτη, αλλά το βασιλευόμενο ρεμίξ της.

Το μονοπώλιο της βίας

Aς αντιστρέψουμε για μια στιγμή τους όρους και ας υποθέσουμε ότι τα όργανα της τάξεως πετούσαν μολότωφ και οι ταραξίες δακρυγόνα. Ας συγκρίνουμε επίσης για μια στιγμή το αποτέλεσμα της δράσης των μολότωφ με το αποτέλεσμα της δράσης των δακρυγόνων· να βάλουμε δηλαδή στη ζυγαριά της τελευταίας εικοσαετίας από την μία πόσα καταστήματα, τράπεζες και αυτοκίνητα έχουν καεί και από την άλλη πόσες χιλιάδες ανθρώπων, που είτε διαδήλωναν ειρηνικά είτε απλώς έτυχε να περπατάνε εκεί γύρω, έχουν φάει δακρυγόνα στην μάπα. Κι ας πούμε (να μην το πούμε δηλαδή, αλλά έστω) ότι οι διαδηλωτές αναδέχονται κι έναν κίνδυνο. Οι περαστικοί όμως;
Αντιστρέφοντας λοιπόν τους όρους ας φανταστούμε μια εικοσαετία όπου οι αναρχικοί, οι γνωστοί άγνωστοι κι όλοι αυτοί ψεκάζουν με δακρυγόνα τον κόσμο. Τότε αίφνης τα δακρυγόνα θα μετατρέπονταν στα δελτία ειδήσεων σε αποτρόπαιο και απάνθρωπο όπλο, η ρητορική περί αθώων και ανυπεράσπιστων πολιτών που φοβούνται να βγουν έξω χωρίς να γίνουν πεδίο βολής για τα χημικά θα έδινε και θα έπαιρνε, ενώ οι μολότωφ θα αποτελούσαν το καθαγιασμένο μέσο άμυνας του κράτους.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 21, 2007

24. Ώρα Δεύτερη.

Πρίβιουσλι ον τουέντυ φορ: 1.
08:00 - 09:00
Δε φόλοουιν ιβέντς τέικ πλέις μπιτουίν έιτ έι εμ εντ νάιν έι εμ:
«Την μάνα σου, τον πατέρα σου και τον Ολυμπιακό σου μέσα». Ο μπροστινός είχε κοκκαλώσει το φίατ του αμέσως μόλις το φανάρι κοκκίνισε, η ώρα ήταν ήδη οκτώ και δέκα και ο Ιάκωβος είχε γίνει έξω και φρενών. «Σταμάτα και στο κίτρινο μαλάκα την άλλη φορά. Άντε, καραγκιόζη». Τα τζάμια του αυτοκινήτου του Ιάκωβου ήταν κλειστά, έτσι τα μπινελίκια του επέστρεφαν στα δικά του αυτιά σαν μπούμεραγκ. Οι τρισάθλιες ραδιοφωνικές διαφημίσεις που άκουγε ποταμηδόν τα τελευταία λεπτά επέτειναν τον εκνευρισμό του. «Μα τους πληρώνουν για αυτήν την ηχορρύπανση;» αναρωτιόταν. Παλιότερα αναρωτιόταν φωναχτά όταν οδηγούσε κι εκείνη τον πείραζε και τον έλεγε γκρινιάρη. Το φανάρι άναψε πράσινο, το μπροστινό φίατ αφού έφαγε μια κόρνα όλη δική του από τον Ιάκωβο ξεκίνησε και δέκα φανάρια και είκοσι τέσσερα λεπτά μετά ο Ιάκωβος έφτανε στο πάρκιν της υπηρεσίας, που είχε ήδη γεμίσει. Παράτησε το αυτοκίνητό του στην μέση, έβαλε στο παρμπρίζ το σημείωμα με το εσωτερικό του τηλέφωνο και σχεδόν τρέχοντας, με μια σακκούλα ανά χείρας, μπήκε στην είσοδο του κτιρίου, απ' όπου περνούσε ο τελευταίος άνθρωπος που ήθελε να δει εκείνη την ώρα.
«Γιατί δεν φοράς στολή, Μπαούρα, εννιά παρά εικοσιπέντε; Τώρα ήρθες; Την θες την ΕΔΕ σου τώρα ή δεν την θες;»
«Κύριε Διοικητά, δεν ...»
«Τα δεν ήταν για τις δύο πρώτες ΕΔΕ. Άλλαξε αμέσως μην σε γαμήσω πρωινιάτικα κι έχω και καύλες».
Ο Ιάκωβος αναστέναξε με ανακούφιση· μέσα στην γκαντεμιά του ήταν τυχερός· ο Διοικητής είχε κέφια.
Πήγε να αλλάξει. Έβγαλε από τη σακκούλα του τη στολή και την φόρεσε. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είχε τσαλακωθεί λίγο αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια.
Αμέσως μετά βγήκε από την τουαλέτα, μπήκε στα κεντρικά γραφεία της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας κι άρχισε να διασχίζει τους διαδρόμους ντυμένος Ρομπέν των Δασών, με ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλια κι ένα παγωμένο δάκρυ στο αριστερό του μάτι.
Τα εκκωφαντικά χάχανα των συναδέλφων του που μαζεύτηκαν γύρω του μετατράπηκαν σε φωνές, καθώς ακριβώς στις οκτώ και σαράντα δύο και είκοσι πέντε δευτερόλεπτα, ο Ιάκωβος Μπαούρας, μπάτσος τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και στέλεχος της αντιτρομοκρατικής τα τελευταία πέντε, λιποθύμησε ντυμένος Ρομπέν.
Πέφτοντας σκίστηκε το πράσινο καλσόν του, τρία πλαστικά βέλη χύθηκαν απ' τη φαρέτρα του κι απ΄το φρύδι του άρχισε να τρέχει αίμα.
Όταν συνήλθε ήταν σαν να ακολουθούσε την αντίστροφη πορεία των νερών στο νεροχύτη, σαν να είχε καβαλήσει μια δίνη απ' την ανάποδη, όπου όλα γύριζαν και προσπαθούσε να τα συνδέσει με το περιβάλλον μα δεν μπορούσε, καθώς άκουγε μόνο μια οχλοβοή κι αυτό δεν ήταν όνειρο ούτε πραγματικότητα, κάτι ενδιάμεσο ήταν κι ανησυχητικό, πολύ ανησυχητικό κι ακατανόητο, μέχρι που η δίνη ολοκλήρωσε το ριγουάιντ της, επιστρέφοντας όλα τα κομμάτια της αντίληψής του στη θέση τους και τον ίδιο ξαπλωμένο στο πάτωμα, με ένα σωρό ένστολους και κουστουμαρισμένους ανθρώπους από πάνω του.
«Ανοίχτε - ανοίχτε. Τι έγινε εδώ; Τι είναι αυτό;».
«Ο Μπαούρας, κύριε διοικητά. Λιποθύμησε».
«Πηγαίντε τον στην αίθουσα ανάκρισης και φωνάξτε τον γιατρό. Τώρα αμέσως. Και μην τον αφήσετε από τα μάτια σας». Όσο κέφι κι αν είχε ήταν προφανές ότι του είχε κοπεί μαχαίρι.
Υποβασταζόμενος ο σκισμένος σε φρύδι και καλσόν Ιάκωβος οδηγήθηκε στην αίθουσα ανάκρισης.
Ήταν μια αίθουσα που ήξερε καλά.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 20, 2007

24. Ώρα πρώτη.

07:00 - 08:00
Δε φόλοουιν ιβέντς τέικ πλέις μπιτουίν σέβεν έι εμ εντ έιτ έι εμ:
Επτά ακριβώς και το κινητό του Ιάκωβου Μπαούρα αρχίζει να κουδουνίζει σαν γαμώ το κέρατό του. Ο Ιάκωβος πρέπει να είναι στη δουλειά του στις οκτώ το αργότερο, πράγμα που σημαίνει ότι θα έπρεπε να ρυθμίζει το ξυπνητήρι του τουλάχιστον είκοσι λεπτά νωρίτερα. Ο Ιάκωβος όμως ακολουθεί πάντοτε στη ζωή του την πιο ακραία αισιόδοξα εκδοχή, γι΄αυτό το βάζει στις επτά, με τη σκέψη ίσως ότι έξω θα είναι Αύγουστος και όχι Φεβρουάριος. Ωστόσο είναι Φεβρουάριος και το κινητό χτυπά. Πατάει ό,τι κουμπί βρει. Δέκα λεπτά μετά ξαναχτυπά. Πατάει ό,τι κουμπί βρει. Δέκα λεπτά μετά ξαναχτυπά. Πατάει ό,τι κουμπί βρει. Τρία λεπτά μετά ανοίγει τα μάτια του πανικόβλητος. Πετάγεται. Σήμερα θα αργήσει. Κατά μέσο όρο τρεις ημέρες το χρόνο (οι δύο Αύγουστο, η τρίτη πασπαρτού) φτάνει εγκαίρως. Ο ήχος του ξυπνητηριού όμως δεν είναι για εκείνον ένας απλός ήχος, είναι το σάουντρακ του «πρέπει» που ηχώντας τον τραβάει από κάπου πολύ βαθιά, από έναν χώρο ολόδικό του, διαμορφωμένο αποκλειστικά με τα δικά του κριτήρια, τους δικούς του τρόμους και τις δικές του προσδοκίες, τον τραβάει από τον κόσμο του και τον ξαναφέρνει στον κόσμο των άλλων. Γι' αυτό ακριβώς τα λεπτά εκείνα που πατάει ό,τι κουμπί βρει είναι τα πιο ηδονικά λεπτά της ζωής του, είναι η τελευταία πράξη αντίστασής του σε μια πραγματικότητα που κανείς δεν τον ρώτησε πριν του την πετάξει στα μούτρα. Από τις 7:23 που σηκώθηκε περνούν δεκαέξι λεπτά πλυσίματος δοντιών, μούτρων, βρεξίματος μαλλιών να κάτσουν κάπως, εξαγωγής πιτζαμών, εισαγωγής ρούχων, κλειδώματος πόρτας και στις 7:39 βγαίνει από το διαμέρισμά του, από το διαμέρισμα που ζει μόνος του, σε ηλικία 38 ετών, ενώ στον από πάνω όροφο μένει η μοναχομάνα του, η οποία του πλένει, μαγειρεύει, καθαρίζει, σιδερώνει και του μουρμουράει διακριτικά, όχι όταν ο Ιάκωβος είναι μπακούρι όπως τώρα, αλλά όταν ο Ιάκωβος πάει να κάνει σχέση. Ο πατέρας του, μηχανικός στα καράβια, πνίγηκε σε ναυάγιο όταν ο Ιάκωβος ήταν επτά και όλες του οι πραγματικές αναμνήσεις από αυτόν έχουν πια αλλοιωθεί από φωτογραφίες και διηγήσεις της μάνας του (διηγήσεις που ανά εξάμηνο περίπου τροποποιούνται ουσιωδώς), όλες του οι πραγματικές αναμνήσεις πλην της μυρωδιάς που είχαν τα γένια του όταν τον έπαιρνε αγκαλιά. 7:39 με 8 ο Ιάκωβος είναι πηγμένος στην κίνηση ακούγοντας αθλητικά ραδιόφωνα, σκαλίζοντας την μύτη του, αγχωμένος που έχει παρααργήσει, υποσχόμενος στον εαυτό του να σταματήσει να παίρνει το αυτοκίνητο στη δουλειά και αναπολώντας ξανά εκείνη.
Σε απόλυτη αντίθεση με χθες, σήμερα την αναπολεί με γλύκα.

Γλυφοί κόκκοι

Πάνω στην άμμο την ξανθή
έγραψε τ' όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
~~~
Μέσα στο λάπτοπ του ξανά
έγραψε τ' όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και πάτησε ντιλίτ.
Αίφνης το όνομά της φάνταζε απροστάτευτο από τα στοιχεία της φύσης, τόσο στην άμμο όσο και στην οθόνη του υπολογιστή του. Ωστόσο το όνομά της στην άμμο ήταν ταυτόχρονα όνομα και άμμος, ενώ το όνομά της στην οθόνη του ήταν μόνο το όνομά της. Στο περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι, αμέσως μετά το φύσημα του μπάτη τ΄όνομά της σηκώθηκε στον αέρα κι ήρθε όλο στα χείλια του. Το ήπιε και ξεδίψασε απ' το γλυφό νερό. Στο ποστάκι το φανερό κι άσπρο σαν τη σελίδα, αμέσως μετά το φύσημα του μπάτη τ' όνομά της έκανε να βγει από την οθόνη, έκανε να φτάσει στα χείλια του, αλλά εν αντιθέσει με την άμμο τα πίξελ δεν πετούν, δεν πίνονται, δεν ξεδιψούν, παρόλη την καρδιά, την πνοή, τους πόθους και το πάθος, με τα οποία είχε πάρει τη ζωή του· λάθος· καμιά φορά πετούν.
Παραταύτα άλλαξε ζωή, γράφοντας εφεξής μόνο στην άμμο· λάθος· δεν άλλαξε ζωή, αφού ονόματα εξακολουθούσε να γράφει.
Έτσι ξανάλλαξε ζωή, γράφοντας εφεξής μόνο στην άμμο κι οτιδήποτε άλλο από ονόματα· λάθος· ούτε τώρα άλλαξε ζωή, αφού εξακολουθούσε να γράφει.
Τη στιγμή ακριβώς που το συνειδητοποιούσε, ο μπάτης άρχισε να φυσά για μια ακόμη φορά ωραία, σβήνοντάς τον στα εξ ων συνετέθη, σηκώνοντάς τον σαν άμμο ή σαν πίξελ στον αέρα και διασκορπίζοντας τους γλυφούς του κόκκους σε άλλα διψασμένα στόματα.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 17, 2007

Δυο λεπτά

Ο Thrass θα μπορούσε να μην ανήκει στο «λάθος» ιδεολογικό ρεύμα , θα μπορούσε ακόμη και να μην ανήκει στη σωστή (άνευ εισαγωγικών) ομάδα, αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να μην ανήκει στα ρόδα του. Για όσο. Όταν λοιπόν ο Thrass σε προσκαλεί να συμμετάσχεις σε ένα ιστολογικό παιχνίδι, όπου πρέπει να γράψεις πέντε πράγματα για τον εαυτό σου, δεν λες όχι. Λες ναι κι απαριθμείς:
1) Aπεχθάνομαι τις δημόσιες εξομολογήσεις σε πρώτο πρόσωπο. Το μισό μου μπλογκ μια εξομολόγηση είναι, αλλά όχι τέτοιας λογής. Το καμουφλάζ των εξομολογήσεων είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη λαγνεία του γραπτού λόγου και την απελπισία των ριάλιτι. Ας απελπιστώ εδώ κατ' εξαίρεση και κατά συνθήκη.
2) Παλιά δεν ήμουν έτσι. Παλιά ήμουν αλλιώς. Αλλάζω. Κάτι στο βάθος παραμένει αμετάβλητο, αλλά όλα τα άλλα είναι διαφορετικά. Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν τελικά δεν έχει παραμείνει τίποτα αμετάβλητο.
3) Μεγαλώνει διαρκώς η αμφιβολία μου αν ζω στ' αλήθεια ή αν ονειρεύομαι τη ζωή μου. Κι αυτό (αυτό ακριβώς που δεν θα πιστέψεις δηλαδή) δεν είναι σχήμα λόγου.
4) Ανήκω στη γενιά που πέρασε όσο υπέροχα δεν πέρασε καμία άλλη πριν. Τα είχε σχεδόν όλα, τόσο υλικά όσο και πνευματικά. Μερικές γενιές αργότερα η γενιά μου θα είναι δαχτυλοδειχτούμενη, κακολογούμενη, παράδειγμα προς αποφυγή, απορίας άξια: πώς ήταν δυνατόν τόσοι λίγοι να γαμήσουν τόσο σύντομα και τόσο έντονα έναν πλανήτη προκειμένου να περάσουν αυτοί καλά; Κι όμως ήταν, κι ας μην μας παίρνει από κάτω γιατί κι οι άλλοι στη θέση μας τα ίδια θα έκαναν. Όπως κι εμείς θα κάναμε διαφορετικά αν το κοπάδι μας είχε πιο εμπνευσμένους βοσκούς· δεν έτυχε· καλύτερα για μας, χειρότερα για τους μετά από μας.
5) Μια μέρα θα ξυπνήσω και θα είμαι απόλυτα συμφιλιωμένος με τον εαυτό μου. Δυο λεπτά μετά θα μου περάσει. Αλλά από πότε τα δύο λεπτά θεωρούνται λίγα;

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 16, 2007

Ντόμινο

«Δεν υπάρχει καμιά λέξη στην ανθρώπινη γλώσσα, ούτε μία και μοναδική, ούτε η πιο ιερή που γι' αυτή να είμαστε ικανοί να πούμε: «Εάν κάποιος άνθρωπος χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη, αυτό αποδεικνύει αναμφισβήτητα ότι αγαπά». Αντίθετα, είναι πάντοτε αλήθεια ότι μια λέξη που την είπε κάποιος μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι περιέχει αγάπη και μια άλλη, ολοκληρωτικά αντίθετή της, που χρησιμοποιήθηκε από κάποιον άλλο, μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι κι αυτός αγαπά τόσο πολύ όσο κι ο πρώτος. Είναι επίσης αλήθεια ότι μια λέξη μπορεί να μας διαβεβαιώσει πως η αγάπη κατοικεί στην καρδιά του ανθρώπου που την πρόφερε κι όχι στην καρδιά ενός άλλου, που κι αυτός εντούτοις χρησιμοποίησε την ίδια ακριβώς λέξη».
Søren Kierkegaard.
Ήταν αυτό που λέμε επιχειρηματικό μυαλό, αλλά μόνο κατά το ήμισυ, καθώς το άλλο του μισό ήταν βαθιά χωμένο στη φιλοσοφία. Μέσα στον εγκέφαλό του εργάζονταν πυρετωδώς (γουερκαχολούσαν κανονικά) οι συνάψεις των νευρώνων που ασχολούνταν με τις ευκαιρίες της αγοράς και οι συνάψεις των νευρώνων που ασχολούνταν με βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα. Διαβάζοντας το παραπάνω απόσπασμα όλα μπερδεύτηκαν γλυκά, ένα μικρό βραχυκύκλωμα έλαβε χώρα, η λαμπίτσα του Κύρου του Γρανάζη άναψε λίγο πάνω από τη δεξιά του αφέλεια και στρώθηκε στη δουλειά.
Δυο μήνες αργότερα, πήγε πανέτοιμος στον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας για να κατοχυρώσει την πατέντα του, μια νέα συνοπτική αλφαβήτα έξι μόνο γραμμάτων που συνδυαζόμενα δημιουργούσαν έναν κλειστό αριθμό λέξεων, η εκφορά και χρησιμοποίηση των οποίων συνεπαγόταν αφεύκτως την απόλυτη ειλικρίνεια του χρήστη: η γλώσσα αυτή ήταν δηλαδή δομημένη με τέτοιον τρόπο, ώστε οι λέξεις της λέγονταν ή γράφονταν μόνο εάν εννοούνταν εκατό τοις εκατό· σε περίπτωση που το ποσοστό ήταν έστω και κατά τι μικρότερο, οι λέξεις δεν μπορούσαν ούτε να αποτυπωθούν εγγράφως ούτε να ακουστούν, αλλά μετατρέπονταν αυτομάτως στις συνώνυμές τους στην παλιά παραδοσιακή αλφάβητο.
Η ευρεσιτεχνία του έγινε ανάρπαστη οδηγώντας συντομότατα στην κατάρρευση του ανθρώπινου πολιτισμού σαν ντόμινο.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 15, 2007

Ο Δρόμος του Τάλου

Aγαπητέ νέε και νέα μπλόγκερ,
αν θες να γίνεις κι εσύ δημοφιλής, δυο είναι οι λέξεις κλειδιά: «κόντρα» και «διαφωνία». Μ' άλλα λόγια, ακολούθησε το δρόμο του Τάλου, το δρόμο της τεχνητής πρόκλησης διαφωνιών, το δρόμο της κόντρας για την κόντρα, το δρόμο της πόλωσης. Πώς τσακώνονται στην τηλεόραση για να αυξήσουν την θεαματικότητα ένα πράγμα; Αυτό ακριβώς.
ΥΓ1. Το άρθρο των σημερινών «Νέων» μια χαρά είναι, οι βασικοί τίτλοι όμως φαίνονται να έχουν πέσει από το υπερπέραν. Έχουν πέσει από το υπερπέραν, ακριβώς γιατί ενώ ο Τάλως διατηρεί ένα από το πιο αξιοσέβαστα ιστολόγια χωρίς να σκέφτεται ποτέ πώς θα «πουλήσει» το θέμα του (όπως άλλωστε φαντάζομαι συμβαίνει και με 97 στα 100 μπλογκ), μια εφημερίδα πρέπει πάντα να βρει κάτι πιασάρικο για τίτλο. Πιασάρικο ας είναι. Αλλά όταν το πιασάρικο γίνεται και παραπλανητικό για τον μέσο αδαή αναγνώστη, φαντάζει -όπως και να το κάνουμε- κάπως λάθος.
ΥΓ2. Και μια τελευταία παρατήρηση: διάφορες λίστες και «τοπ» εμφανίζονται τελευταία σε σάιτ και εφημερίδες. Αν και όποια αξία έχουν, είναι στο να καταγράφουν αυτό που καταγράφουν. Δεν ταυτολογώ, εκείνω που εννοώ είναι ότι, ας πούμε, το πόσα άλλα μπλογκ παραπέμπουν στο δικό σου δείχνει αυτό και μόνο: το πόσα άλλα μπλογκ σε λινκάρουν. Τα περί «δημοφιλίας», «επιδραστικότητας» κλπ. είναι κατασκευές που δεν φαίνονται να ανταποκρίνονται και τόσο στην πραγματικότητα.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 14, 2007

14:13

ΕΣΥ πόσες μαλακιούλες αγόρασες σήμερα;
ΟΧΙ στην εμπορευματοποίηση του έρωτα.
ΝΑΙ στον ερωτισμό του εμπορίου.
ΕΡΩΤΑ εις αφελής: όσοι αντιστασιακοί του Βαλεντίνου δηλώνουν ερωτευμένοι 365 μέρες τον χρόνο, δικαιούνται κάθε δίσεκτο έτος ενός day off ίνα ξαποστάσει λίγο η καρδούλα τους;
(Ο ανωτέρω καταιγισμός σαρκασμών για το κυνικό κοινό κι ένα πύρινο δαχτυλίδι για το ρομαντικό κοινό, σε μια απέλπιδα - σχιζοφρενική προσπάθεια να ικανοποιηθούν τα γούστα όλων των τάσεων).

Τρίτη, Φεβρουαρίου 13, 2007

Ηθική

Σε σχόλιό του στα χθεσινά «ΝΕΑ», τιτλοφορούμενο εμβληματικά «Ηθική», ο Γιώργος Χρ. Παπαχρήστος γράφει κατά λέξη:
«Η τραγωδία του Γιάννη Βαρθολομαίου επαναφέρει στη συλλογική μνήμη τα όσα έκανε στο παρελθόν η Νέα Δημοκρατία εις βάρος του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να κερδίσει το ηθικό πλεονέκτημα στον με όλα τα μέσα πόλεμο που είχε εξαπολύσει για να καταλάβει την εξουσία. Στόχος ήταν η μεγάλη δεξαμενή των συντηρητικού χαρακτήρα ψηφοφόρων που έχουν οριζόντια κομματική διαστρωμάτωση. Η συλλογική μνήμη ανατρέχει σε ένα πλήθος ηθικοπλαστικών δηλώσεων στελεχών της Νέας Δημοκρατίας που πλειοδοτούσαν στην προσπάθεια να καταδειχθεί η ηθική κατάπτωση που εκπροσωπούσε το ΠΑΣΟΚ σε αντιδιαστολή με την ηθικότητα της Νέας Δημοκρατίας.
Η συλλογική μνήμη ανατρέχει στη χυδαιότητα με την οποία διαχρονικά αντιμετωπίστηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου από τη συντηρητική παράταξη. Και αντιλαμβάνεται τώρα ότι πίσω από τις περί ηθικής διακηρύξεις της Ν.Δ. κρυβόταν - και κρύβεται - απίστευτη υποκρισία. Και φαρισαϊσμός. Και τρομερό θράσος...».
Είναι πραγματικά κρίμα και άδικο που η αποκάλυψη της νεοδημοκρατικής υποκρισίας (απίστευτη), φαρισαϊσμού (σκέτος) και θράσους (τρομερό) έγινε αμέσως μετά τη συζήτηση της πρότασης μομφής. Λίγες μέρες πριν να είχε γίνει και η πρόταση μομφής θα μπορούσε να έχει λάβει εντελώς διαφορετική τροπή: «Ξενοπηδάτε συνάδελφοι της Ν.Δ., ορίστε ποιοί είστε, ένα κόμμα μοιχών και μοιχαλίδων».
Κατά τον Γιώργο Παπαχρήστο η εξωσυζυγική σχέση ενός υψηλά ισταμένου στελέχους της Νέας Δημοκρατίας αποδεικνύει ότι η αντιπολιτευτική ηθικολογία της ήταν κούφια. Και αυτό το λέει σοβαρά. Κοτσάροντας φαρδιά - πλατιά την υπογραφή του και την φωτογραφία του σε ένα σαγηνευτικό προφίλ. Και «ΤΑ ΝΕΑ» είναι μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της χώρας. Και ο Γιώργος Παπαχρήστος είναι ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του εγχώριου δημοσιογραφικού σταρ σίστεμ. Η λεπτομέρεια ότι η ηθικολογία της Ν.Δ. ήταν ηθικολογία οικονομικού χαρακτήρα και αφορούσε τη διαφθορά, διαπλοκή και τον τρόπο διοίκησης της χώρας είναι προφανώς αμελητέα. Εκτός αν η Ν.Δ. του Καραμανλή ηθικολογούσε σεξουαλικά και το έχω ξεχάσει. Σε μια χώρα και σε μια εποχή που η απιστία είναι περίπου εθνικό σπορ, ο Γιώργος Παπαχρήστος λέει τι άραγε;
Τεράστιες μπούρδες. Αυτό λέει.
Γιατί δεν γράφει ως δημοσιογράφος αλλά ως φανατικός οπαδός του ΠΑΣΟΚ. Και ξέρω από προσωπική πείρα, ότι όταν κι εγώ γράφω ως φανατικός οπαδός του Παναθηναϊκού θα πω και μια καφρίλα παραπάνω. Αλλά το ποδόσφαιρο το χρειάζεται και το καφριλίκι του. Η πολιτική όμως; Όταν ο άλλος δεν μπορεί να συγκρατήσει τον εαυτό του, όταν στερείται τη στοιχειώδη αυτογνωσία αδυνατώντας -ένεκα της τύφλωσης που του προξενεί η κομματική του πόρωση- να καταλάβει ότι γράφει απύθμενες βλακείες, τότε τι γίνεται;
Τίποτα δεν γίνεται. Ο Γιώργος Παπαχρήστος είναι τυπικό δείγμα απολιθωμένης παλαιοκομματικής νοοτροπίας και αρθρογραφεί με όρους τελών δεκαετίας του εβδομήντα.
Ο δικομματικός φανατισμός μόνο ως γραφικός αναχρονισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί πια.

Ο Συρανό και οι Σειρήνες


Ένα μεγάλο κύμα σκέπασε και ξύπνησε τον Συρανό. Έκανε να κουνηθεί αλλά συνειδητοποίησε ότι ήταν δεμένος χειροπόδαρα στο κατάρτι ενός ξύλινου πλοίου. Πώς βρέθηκε εκεί, τι θέση είχε εκείνος μέσα σ' ένα έπος; Τότε ο Συρανό τις άκουσε. Ήταν τραγούδι αυτό που λέγαν; Ήταν μουσική αυτό που τον κατέκλυζε; Ό,τι κι αν ήταν έπρεπε να πάει κοντά τους. Τις έβλεπε, τις άκουγε, τις ήθελε. Αρκεί να μπορούσε να λυθεί.
Μπορούσε. Τα σχοινιά δεν ήταν τόσο ισχυρά. Όχι τόσο ισχυρά όσο ο πόθος του.
Μπορούσε, αλλά αποφάσισε ότι δεν θέλει.
Τώρα που η μύτη του δεν φαίνεται να ενοχλούσε τις Σειρήνες, τώρα που καλούσαν εκείνον και όχι τα λόγια εκείνου και την μορφή κάποιου άλλου, τώρα που στο καράβι ήταν μόνος του, ο Συρανό αποφάσισε να γίνει ο υποβολέας του ίδιου του του εαυτού.
Κόμπλεξ και απωθημένα μιας ζωής ξεβράστηκαν από μέσα του και ο Συρανό απάντησε στο τραγούδι των Σειρήνων με το δικό του τραγούδι, τις δικές του λέξεις, το δικό του παραμύθι.
Ο Συρανό είχε με τα χρόνια αποκτήσει με την τέχνη του φλερτ μια εξοικείωση τρόπον τινά απρόσωπη και καταλάβαινε ότι τα έμπειρα «επαγγελματικά» του λόγια ήταν πολύ πιο αποτελεσματικά από τα παράφορα λόγια της άπειρης ερωτικής του νεότητας. Καταλάβαινε δηλαδή ότι στο ξελόγιασμα σημασία έχει η τεχνοτροπία και όχι η αλήθεια.
Οι Σειρήνες δεν ήταν μαθημένες να ακούν τίποτε άλλο και ο Συρανό άρχισε να ξεκουρδίζει την μελωδία τους, να σπάει τον ρυθμό τους, έτσι ώστε σύντομα το κάλεσμά τους από ανωτέρα ερωτική βία είχε μετατραπεί σε μια κακόηχη σειρά ασυντόνιστων φάλτσων.
Και μετά σώπασαν εντελώς.
Και μετά ακουγόταν μόνο εκείνος:
«Θα κόψω απ΄το πλευρό μου ένα κομμάτι σάρκα και θα το φορέσω στον αφαλό σου, να μην κρυώνεις τα βράδια. Θα με μοιράσω και θα με τοποθετήσω σε κάθε απροστάτευτο εκατοστό σου».
Οι Σειρήνες άρχισαν η μία μετά την άλλη να πέφτουν με μανία με το κεφάλι πάνω στο πλοίο.
Η θάλασσα έγινε κόκκινη.
Το τραγούδι τους δεν ξανακούστηκε ποτέ και ποτέ κανείς δεν έμαθε αν αυτοκτόνησαν από ερωτική παράκρουση ή από έσχατη αισθητική απελπισία.
Ο Συρανό πάντως, βέβαιος για την πρώτη εκδοχή, λύθηκε με ένα γεμάτο χαμόγελο και ξεγέλασε τη δίψα του με μερικές χουφτιές κόκκινο αλμυρό νερό.
Όσο την ξεγελούσε σκεφτόταν με ποιόν τρόπο θα ενσωμάτωνε σκηνές από την εμπειρία του αυτή στο επόμενο υποβολίκι.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 12, 2007

Σκοντάφτοντας



Στον «Λαβύρινθο του Πάνα», στον πάνω κόσμο τα μάτια τα βγάζουν οι βασανιστές και στον κάτω τα φορούν τα τέρατα σε παράξενα σημεία του σώματός τους. Περισσότερο από μια δυνατή ταινία ο Λαβύρινθος είναι μια πειστική ένδειξη ότι σήμερα όταν ανατρέπεις το σινεμά των «ειδών» με την ανάμιξη στο ίδιο έργο διαφορετικών ειδών (στην προκειμένη περίπτωση ένα ιστορικοπολιτικό δράμα με το σινεμά του φανταστικού) έχεις μεγαλύτερα περιθώρια να κάνεις τον θεατή δικό σου, καθώς οι άμυνές του είναι απροετοίμαστες και ο συγκινησιακός αιφνιδιασμός του ευχερέστερος. Στο σινεμά των ειδών ο θεατής ξέρει λίγο πολύ τί να περιμένει, πώς να το περιμένει, πότε να το περιμένει· ξέρει ακόμα και πότε είναι η ώρα να περιμένει αυτό που δεν περιμένει. Αν ο Λαβύρινθος ήταν μια ταινία για τον ισπανικό εμφύλιο, ο θεατής θα ήταν προετοιμασμένος για μια ταινία για τον ισπανικό εμφύλιο. Αν ο Λαβύρινθος ήταν μια ταινία για ένα κοριτσάκι που βλέπει τέρατα, εξίσου προετοιμασμένος θα ήταν. Μετά από πάνω από έναν αιώνα κινηματογράφου οι διαμορφωμένοι άγραφοι κανόνες κατηγοριοποίησης των ταινιών επιδρούν άμεσα και καθοριστικά, επιδρούν ανασχετικά, στα όσα πασχίζουν να σου περάσουν ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος. Όταν όμως τα είδη μπερδεύονται, μπερδεύονται και οι προσδοκίες του θεατή, μπερδεύεται και ο ρους των πραγμάτων που έχει στο μυαλό του, σε ένα βαθμό αποσταθεροποιούνται οι βεβαιότητές του, και εκεί ακριβώς, σκοντάφτοντας, χάνοντας την ισορροπία του, είναι που μπορεί η ταινία να βρει και να εκμεταλλευθεί τον κενό χώρο στο μυαλό και την καρδιά του.

Εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση όλων αυτών είναι βέβαια το ταλέντο και δη το μεγάλο. Αν το έχεις μπερδεύεις τα είδη και 63 χρόνια πριν. Αν δεν το έχεις και πας να τσαλαβουτήσεις στα είδη χωρίς μπούσουλα, θα φας τα μούτρα σου. Ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο πάντως κατορθώνει να βρει την έξοδο απ' το Λαβύρινθό του με τα μούτρα αλώβητα (συν - πλην δυο μάτια).

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 09, 2007

H Έλενα

Στραμμένοι ο ένας προς τον άλλον, με τα σώματα ενωμένα σε μια αιώνια, αέναη αγκαλιά, αυτοί οι δύο ανθρώπινοι σκελετοί πέρασαν ωκεανούς χρόνου μαζί. Δεμένοι σ' αυτή την άκρως ερωτική στάση εδώ και 5.000-6.000 χρόνια, ήρθαν πριν από λίγες μέρες στο φως κατά τη διάρκεια αρχαιολογικών ανασκαφών κοντά στη Μάντοβα, στα βόρεια της Ιταλίας. Η ανακάλυψη, που όμοιά της δεν έχει καταγραφεί μέχρι σήμερα, άφησε άφωνη την ομάδα των αρχαιολόγων που εργάζονταν στην ανασκαφή.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις τους, πρόκειται για τους σκελετούς ενός άνδρα και μιας γυναίκας και μάλιστα νεαρής ηλικίας, που έζησαν τη Νεολιθική εποχή. Το σφιχταγκαλιασμένο ζευγάρι αποτελεί αίνιγμα για τους αρχαιολόγους, αφού, όπως αναφέρει η επικεφαλής των ανασκαφών, Έλενα Μεντότι, «δεν υπάρχει κανένα προηγούμενο διπλής ταφής τη Νεολιθική περίοδο. Πολύ περισσότερο δύο ενήλικων ανθρώπων, έτσι αγκαλιασμένων. Και δεν πρόκειται για σχήμα λόγου, είναι στ' αλήθεια αγκαλιασμένοι».

Μια εβδομάδα πριν, η Έλενα διάβαζε και ξαναδιάβαζε την επιστολή προσπαθώντας να εντοπίσει σ΄αυτήν ένα σημείο όχι κατηγορηματικό, ένα σημείο που να της άφηνε ένα περιθώριο ελπίδας. Ωστόσο όλα στην επιστολή ήταν σαφή και ξεκάθαρα:
«Σινιορίνα Μεντότι, με μεγάλη μας λύπη σάς ανακοινώνουμε ότι δεν μπορούμε να εγκρίνουμε περαιτέρω κονδύλια για τις ανασκαφές σας. Διαβάσαμε με μεγάλο ενδιαφέρον όσα αναφέρετε για την πρόοδο που έχει κάνει η ομάδα σας και δεν έχουμε αμφιβολία ότι η αισιοδοξία σας είναι βάσιμη. Ωστόσο έχει ληφθεί η απόφαση -ανεξαρτήτως του τελικού αποτελέσματος της εργασίας σας- ότι οι επιχορηγήσεις μας πρέπει να στραφούν σε άλλους τομείς».
Ανεξαρτήτως του τελικού αποτελέσματος. Θα επέμεναν και τώρα που βρέθηκαν οι δύο σκελετοί; Είχε αφιερώσει τα πάντα στο πάθος της, προσωπική ζωή δεν είχε -και τί πήγαινε άλλωστε να πει προσωπική ζωή, τη συνάρπαζε η επιστήμη της-, ήταν και ένιωθε πλήρης. Έτσι πίστευε, κι αφού έτσι πίστευε έτσι ήταν κιόλας. Σήμερα το πρωί, όταν οι δυο σκελετοί ήρθαν στο φως, είχε γνωρίσει την μεγαλύτερη χαρά των 47 χρόνων της. Ήξερε ότι υπήρχε θησαυρός εκεί, οι περισσότεροι συνάδελφοί της διαφωνούσαν, μα να που τώρα επιτέλους δικαιωνόταν. Το πρόβλημα ήταν ότι αυτό που αποτελούσε θησαυρό για την ίδια, τους συνεργάτες της και τους συναδέλφους της, ήταν αμφίβολο αν εξακολουθούσε να είναι θησαυρός για τους χρηματοδότες της. Αν δεν ήταν, έπρεπε σύντομα να τα μαζεύουν και να φύγουν. Συγκέντρωσε τα (ακόμη κατενθουσιασμένα) μέλη της ομάδας της και τους εξήγησε την κατάσταση: καλώς ή κακώς η επιστήμη τους δεν πουλούσε, δεν πουλούσε τόσο ώστε να βγάζει τα λεφτά της.
Το βράδυ η Έλενα, όταν επιτέλους κατόρθωσε να κοιμηθεί, είδε το ίδιο όνειρο που έβλεπε όταν η μέρα που είχε προηγηθεί της είχε επιφυλάξει συγκινήσεις. Εκείνος να την αγκαλιάζει μια Κυριακή πρωί ζητώντας της να μείνει μαζί του και να δοκιμάσουν την τύχη τους κι εκείνη να του απαντά ότι δεν μπορεί να κλειστεί σε ένα σπίτι, ότι άλλο είναι το κάλεσμά της. Μόνο που τώρα το σκηνικό δεν ήταν ένα σοκάκι της Φλωρεντίας, αλλά την αγκάλιαζε πάνω από την ανασκαφή, δίπλα στους σκελετούς.
Η Έλενα τινάχτηκε απ' τον ύπνο της και άρχισε να σχεδιάζει πυρετωδώς στο λάπτοπ της. Μόλις ξημέρωσε ξύπνησε τους άλλους και τους έδειξε την εκτύπωση: «Κάπως έτσι το φαντάζομαι». Οι εντονότατες διαφωνίες τους γρηγορότατα κάμφθηκαν και με μεγάλη προσοχή ο ένας σκελετός βρέθηκε να σφιχταγκαλιάζει τον άλλο.
«Οι αγκαλιές πρέπει πάντα να τελειώνουν, οι αγκαλιές είναι εξ ορισμού ανεπαρκείς», του είχε πει τότε.
Όχι αυτή όμως. Αυτή θα την αποζημίωνε. Για όλα.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 08, 2007

Your Whole Life

Οι λέξεις εξεγείρονται, οι λέξεις εξεγείρονται και δεν αντέχουν την ακινησία, θέλουν να σημάνουν, να σημάνουν αλλά πώς να σημάνουν ακίνητες, θέλουν να σημάνουν κινούμενες, λικνιζόμενες, σιγά και μετά λίγο πιο έντονα, και μετά ολοένα και πιο έντονα, λέξεις που κουνούν το σώμα τους, πίστα χορευτική η οθόνη, πίστα χορευτική κι ύστερα δωμάτιο χωρίς θεατές, δεν χρειάζονται οι θεατές, τίποτα δεν χρειάζεται, όλα είναι εκεί, εκεί που έπρεπε να είναι, εκεί που δεν έπρεπε να είναι, όλα είναι και δεν είναι, δεν είναι και δεν ήταν, είναι και θα είναι, λέξεις και ο Διόνυσος, λέξεις και ο Διόνυσος, λέξεις δεξιά, λέξεις αριστερά, όχι άλλες λέξεις, λέξεις εκστάσεις, εκστάσεις, λέξεις που στροβιλίζονται, πώς να γίνει η λέξη έκσταση, πώς η έκσταση να χωρέσει σε λέξη, σε λέξη, άσε με ελεύθερο λέξη, λέξη άσε με για λίγο, λέξη χόρεψε για λίγο, δεν σε βλέπει κανείς, ούτε αυτός που σε γράφει, γράφει τυφλά, δεν γράφει καν αυτός, όλα είναι υπόγεια και όλα ποταμός, να 'τος έρχεται, να 'τος, βούτα μέσα του λέξη, θα βραχείς, είναι καιρός να βραχείς, σταμάτα να είσαι στεγνή λέξη, σταμάτα να ορίζεις λέξη, τί καταλαβαίνεις που ορίζεις, δεν ορίζεις, δεν ορίζεις, έφυγες λέξη, χάθηκες λέξη, δεν είσαι λέξη πια, δεν σε γνωρίζω πια λέξη, ήσουν λέξη κάποτε, τώρα είσαι χαμόγελο και νότα, πρόσωπο και πνεύμα, νότα και χαμόγελο, χαμογελάς λέξη, χαμογελάς και μεταμορφώνεσαι, είδες που μπορείς να κουνηθείς, είδες, κουνήσου λοιπόν, φύγε λοιπόν, έλα λοιπόν, έλα, είναι σκοτάδι, έλα, είναι φως, όλα κάνουν στην άκρη, στην άκρη για να αναδυθείς εσύ, εσύ λέξη, στην άκρη το ποτάμι, ο ήλιος κι ο ουρανός, στην άκρη όλα και στο κέντρο εσύ, στην άκρη όλα και μόνη εσύ.
Εσύ και τα εκφραστικά σου τα δεσμά.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2007

Η ποιότητα της δημοκρατίας

Το να έχουν η Φίφα κι η Ουέφα μια ντιρεκτίβα προς τους τηλεσκηνοθέτες, που τους υπαγορεύει να μη δείχνουν όσους εισβάλλουν στα γήπεδα, είναι κάτι που μπορώ να το καταλάβω: χάνοντας την τηλεοπτική προβολή οι επίδοξοι εισβολείς χάνουν σε μεγάλο βαθμό και το κίνητρο.
Το να αποσιωπά όμως ο εκφωνητής του αγώνα Ελλάδα - Νότια Κορέα το περιεχόμενο του πανό των εισβολέων είναι κάτι που μπορώ να καταλάβω πολύ πιο δύσκολα: η Φίφα κι η Ουέφα θέλουν να προστατεύσουν το εμπορικό τους προϊόν αλλά -θεωρητικά τουλάχιστον- ο εκφωνητής παραμένει πρώτα και κύρια δημοσιογράφος και δουλειά του δημοσιογράφου είναι η καταγραφή των γεγονότων και όχι η επιλεκτική λογοκρισία τους.
Θα μου πεις, τόσο σημαντικό είναι; Και ναι και όχι. Όχι ότι έγινε και τίποτα τρομερό που δεν το είπε. Αλλά με ενοχλεί ιδεολογικά η αντίληψη ότι η κοινωνία χωρίζεται σε κουτάκια, το δικό μου κουτάκι είναι το αθλητικό, το άρτος και θεάματα, εδώ έχω έρθει να περιγράψω έναν αγώνα και αυτά που λένε αυτοί για 70 ημέρες απεργία πείνας είναι επικίνδυνα, μυρίζουν αντιεξουσίλα και αναρχίλα, οπότε ας μην εμπλακώ καλύτερα.
Η δημοκρατία όμως δεν λειτουργεί έτσι, δημοκρατία σημαίνει ακριβώς ότι, όσο αντιδημοφιλές κι αν είναι ή όσο και να καίει ένα συμβάν, οφείλουμε να το καταγράψουμε. Το καταγράφουμε κι από εκεί και πέρα ο πολίτης κρίνει. Σωπαίνοντας όμως, αποκρύπτοντας όμως, δεν επεμβαίνεις μόνο στο περιεχόμενο ενός πανό, αλλά και στο αίσθημα μερίδας ανθρώπων ότι η κοινωνία έχει στεγανά και ότι είμαστε εμείς και εσείς.
Ακριβώς αντίθετη στάση από τον σπορτκάστερ είχαν στο διπλανό κανάλι οι «Φάκελοι» του Παπαχελά, όπου ο Τέλλογλου έδειξε ανθρώπους που σαπίστηκαν στο ξύλο από την αστυνομία off camera και άρα off shock όλων ημών των ανυποψιάστων.
Το συμπέρασμα είναι ότι η ποιότητα της δημοκρατίας δεν είναι δεδομένη, αλλά εξαρτάται και κρίνεται από το πώς θα συμπεριφερθεί την κάθε φορά ο κάθε Παπαχελάς, ο κάθε Τέλλογλου κι ο κάθε Παλομπαρίνι.
Όλα αυτά που λέω βέβαια είναι σε μεγάλο βαθμό υποκριτικά, γιατί κι εγώ δεν είχα γράψει από εδώ λέξη για την απεργία πείνας του Ταράσιου Ζαντορόζνι και του Γεράσιμου Κυριακόπουλου. Αλλά από την άλλη δεν είμαι δημοσιογράφος και μόνη υποχρέωσή μου (διόρθωση: μόνη καύλα μου - τσακώθηκα με τις υποχρεώσεις χρόνια τώρα) είναι να καταγράφω τον μέσα κόσμο μου και ό,τι από τον έξω κόσμο επιδρά σε αυτόν. Η απεργία πείνας δεν επέδρασε επαρκώς. Ίσως αν οι μέρες είχαν γίνει εκατό. Την επόμενη φορά, στους επόμενους απεργούς. Τώρα το αίτημα των συγκεκριμένων για άρση της προφυλάκισής τους έγινε δεκτό και ελεύθεροι πια μπορούν να πλακωθούν στα σπληνάντερα.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 06, 2007

Άννα & Φρανκ



H Άννα και ο Φρανκ επιστρέφουν σπίτι τους με το αυτοκίνητο. Είχαν πάει σινεμά να δουν τις «Ζωές των Άλλων». Όταν πρωτοβγήκε ούτε που το είχαν πάρει χαμπάρι, αλλά τις τελευταίες εβδομάδες, με όλη αυτή τη «στόμα σε στόμα» διάδοσή του, αισθάνονταν μειονεκτικά. Έχοντας καλύψει πια το κενό τους και όντας υπεραναλυτικοί και οι δύο, αρχίζουν να συζητούν για την ταινία.

Άννα: «Ποιά η γνώμη σου λοιπόν;».

Φρανκ: «Θα σου πω ποιά σκηνή μου έκανε περισσότερη εντύπωση. Όταν ο συγγραφέας ρωτάει την φίλη του που τον κερατώνει και ετοιμάζεται να βγει έξω, αν θα βγει στ΄αλήθεια με συμμαθήτριά της, εκείνη του απαντάει προσβεβλημένη «Πώς τολμάς;». Μόνο μια γυναίκα θα μπορούσε να δώσει αυτήν την απάντηση. Ο άντρας που θα είχε την φωλιά του χεσμένη, θα αρνιόταν μεν κάθε εναντίον του υπονοούμενο -μπορεί να το αρνιόταν απολογητικά, μπορεί με μια υπεκφυγή, μπορεί ακόμη και θυμωμένα- αλλά πάντως όχι με τρόπο που να υποδηλώνει ότι η γυναίκα του μόλις σπίλωσε με τον υπαινιγμό της την άσπιλη υπόληψή του».

Άννα: «Μιλάς εκ προσωπικής πείρας;».

Φρανκ: «Έλα τώρα, σε παρακαλώ, μην αρχίσουμε πάλι».

Άννα: «Με τσαντίζουν απίστευτα αυτές οι γενικεύσεις σου. Είναι αυθαίρετες και εντελώς αστήρικτες. Οι άντρες αυτό - οι γυναίκες εκείνο».

Φρανκ: «Αφού ισχύουν και το ξέρεις. Να πω και μια απ' την δικιά μας εμπειρία;».

Άννα: «Αρχίζει κι αποκτά ολοένα και περισσότερο ενδιαφέρον. Για πες».

Φρανκ: «Θυμάσαι πριν κάτι χρόνια που είχαμε βάλει ένα στοίχημα, το 'χες κερδίσει, και το έπαθλο ήταν κατά λέξη ό,τι θέλεις;».

Άννα: «Πού το θυμήθηκες τώρα αυτό;».

Φρανκ: «Το θυμήθηκα γιατί μόνο μια γυναίκα που ο άντρας της της λέει ότι έχει κερδίσει ό,τι θέλει, θα μπορούσε να απαντήσει «Αξία έχει να βρεις εσύ τι θέλω»».

Άννα: «Μάλιστα. Τόσο χάλια. Λοιπόν, έχουμε και λέμε: είμαστε υποκρίτριες μέχρι εσχάτων, παθολογικά ανικανοποίητες και τι άλλο; Άσε να προσθέσω κι εγώ ένα κλισέ στο κατηγορητήριό σου. Ποιό να πρωτοδιαλέξω; Ας πάρω ένα εύκολο. Δεν έχουμε και πραγματική αίσθηση του χιούμορ».

Φρανκ: «Ας μην σχολιάσω».

Άννα: «Όχι, σχολίασε».

Φρανκ: «Εσύ δεν αντιδρούσες με τα ονόματα που μας δόθηκαν, λέγοντας ότι με μερικά πράγματα απαγορεύεται να κάνει κανείς πλάκα;».

Άννα: «Δηλαδή κατά τη γνώμη σου με το ολοκαύτωμα μπορούμε να κάνουμε ανέτως πλάκα; Κι αυτό το θεωρείς χιούμορ; Μήπως το θεωρείς και επαναστατική πράξη απέναντι στους νόμους που ψηφίζονται και τιμωρούν ποινικά τους αρνητές του ολοκαυτώματος; Επαναστατούμε τώρα, αυτό κάνουμε, Φρανκ; Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα στον ελεύθερο λόγο, με τα γελοία μας ονόματα;».

Φρανκ: «Δεν είπα κάτι τέτοιο, Άννα. Είπα απλά ότι έχει πλάκα».

Άννα: «Πες μου και κανένα ανέκδοτο με φουρνάκια και γιαγιάκες τότε, σαν αυτά που λέτε και χαχανίζετε με τους φίλους σου».

Φρανκ: «Έλα τώρα».

Άννα: «Η ταινία πάντως άλλο θέμα είχε, ξέρεις».

Φρανκ: «Πολλά θέματα είχε. Γιατί να είχε ένα; Αν μιλάς για την παρακολούθηση της ιδιωτικής ζωής, να σου δώσω να διαβάσεις τον Αρανίτση της Κυριακής, τον έχω κρατημένο».

Άννα: «Πρόσεχε πώς παρκάρεις. Θα βρεις τον πίσω».

Αφού ο Φρανκ βρίσκει όντως λίγο τον πίσω, η Άννα και ο Φρανκ μπαίνουν στο σπίτι, ο Φρανκ βρίσκει το άρθρο και της το δίνει.

Η Άννα τότε κάτι θυμάται, ψάχνει την βιβλιοθήκη της, βρίσκει αυτό που ψάχνει και του απαντά με Κούντερα από τις «Προδομένες Διαθήκες»: «Όταν από αυτήν την παραγεμισμένη κοριούς Τσεχοσλοβακία έφτασα αμέσως μετά στη Γαλλία, είδα στο εξώφυλλο ενός περιοδικού μια μεγάλη φωτογραφία του Ζακ Μπρελ που έκρυβε το πρόσωπό του, κυνηγημένος από τους φωτογράφους μπροστά στο νοσοκομείο όπου έκανε θεραπεία για τον ήδη προχωρημένο καρκίνο του. Και ξαφνικά είχα την αίσθηση πως βρίσκομαι αντιμέτωπος με το ίδιο κακό που μ' έκανε να φύγω από τη χώρα μου· η ραδιοφωνική αναμετάδοση των συνομιλιών του Προχάσκα και η φωτογραφία ενός ετοιμοθάνατου τραγουδιστή που κρύβει το πρόσωπό του μου φάνηκε πως ανήκουν στον ίδιο κόσμο· σκέφτηκα πως η κοινολόγηση των προσωπικών του άλλου, από τη στιγμή που θα γίνει συνήθεια και κανόνας, μας οδηγεί σε μια εποχή όπου αυτό που κατεξοχήν διακυβεύεται είναι η επιβίωση ή η εξαφάνιση του ατόμου».

«Υπερβολές» απαντά ο Φρανκ. «Ας τα αφήσουμε αυτά και ας σου ξαναδιαβάσω μια πρόταση από τον Αρανίτση, που φαίνεται να παρέκαμψες»: « ... τη στιγμή του κεραυνοβόλου έρωτα, το ρεύμα του φωτός ακινητοποιείται και λιμνάζει μ' έναν τρόπο τόσο εκτυφλωτικό ώστε βλέπεις τα πάντα και τίποτα. Εξαιτίας αυτής της αμφιλογίας, και παρακάμπτοντας τη συμβατική χρονικότητα, το βλέμμα δέχεται ένα τελεσίγραφο και προλαβαίνει να αιχμαλωτίσει, μέσα στη μεθυσμένη του διακύμανση, το φρικτό μυστήριο των μετρήσιμων μεγεθών· συλλαμβάνει το αίνιγμα του Ενός, το αίνιγμα του Δύο, και τη σιγουριά πως ή θα ερωτευθεί στα πρώτα 8,3 δευτερόλεπτα ή ποτέ. Τέτοιος είναι ο χρόνος που απαιτείται για να φτάσει στη Γη το φως του ήλιου. Ο άλλος έγινε ήλιος προς στιγμήν, και η στιγμή διαρκεί 8,3 δευτερόλεπτα, δηλαδή αιωνίως».

Φρανκ: «Σου θυμίζει κάτι;»

Άννα: «Ναι».

Η Άννα κι ο Φρανκ αγκαλιάζονται. Ο Φρανκ είχε με τα χρόνια συλλάβει την σκέψη ότι ο εραστής, αντί να παρασύρεται από πάθος, είναι προτιμότερο να έχει το ίδιο μηχανικό τέμπο, δίχως την παραμικρή αυξομείωση, προκειμένου να δημιουργείται στη γυναίκα η αίσθηση ότι δεν έχει κανένα απολύτως έλεγχο στην πράξη και έτσι -δια της πλήρους απώλειας του ελέγχου- να ικανοποιείται στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό.

Με αυτή τη σκέψη κατά νου για περίπου 8,3 δευτερόλεπτα, ο Φρανκ έκανε στην Άννα απόλυτα παθιασμένο έρωτα.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 05, 2007

Η Θυσία

O Aντώνης είχε μια θεία Σμυρνιά που έλεγε τον καφέ. Όχι τον Παντελή. Τον άλλο, τον κανονικό. Ο Αντώνης βασικά δεν πίστευε σε αυτά, αλλά η θεία του δεν είχε λαθέψει ποτέ. Του είχε ας πούμε προφητέψει ότι στο πρώτο ντέρμπι που θα παίξει στο Καραϊσκάκη θα του πετάξουν κάτι τσιμέντα, αλλά αυτός δεν είχε να φοβάται τίποτα, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να τον βρουν τα τσιμέντα στο κεφάλι και να μείνει στον τόπο. Χρόνια και εκατοντάδες καφέδες μετά, σημειολογώντας κάτι άλλα κατακάθια (καφέ), του εξήγησε ότι τα τσιμέντα εκείνα δεν είχαν ριχθεί με κακό σκοπό, αλλά ότι αντίθετα ήταν τα εγκαίνια του γκρεμίσματος του γηπέδου, προκειμένου να χτισθεί (με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους για το Kράτος, την Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων, τον Εθνικό Πειραιώς και τον ερασιτέχνη Ολυμπιακό) ένα νέο γήπεδο, όπου ο Αντώνης έμελλε να δοξαστεί. Όσο χτιζόταν το γήπεδο στον Αντώνη πέταξαν οι ίδιοι άνθρωποι σε ένα άλλο γήπεδο κάτι ρουκέτες, αλλά η θεια του τον είχε και πάλι προειδοποιήσει να μην φοβάται. Ο Αντώνης, άνθρωπος καθόλου φιλοχρήματος και εντελώς αισθηματίας, έκανε πέτρα την καρδιά του και μολονότι δεν ήθελε να φύγει από μια ομάδα που έπαιζε από παιδάκι, ακολουθώντας τις εντολές της μοίρας του, όπως τις ερμήνευε αυθεντικά η θεία του, πήρε μεταγραφή. Η θεία του τον ορμήνευσε να μην πάρει απλώς μεταγραφή αλλά να γραφτεί και μέλος. Υπάκουσε χαριεντιζόμενος με προέδρους που του είχαν στερήσει τίτλους και πριμ τίτλων τόσα χρόνια, με προέδρους που τον είχαν αποκαλέσει κότα και λαγό και με αγνούς φιλάθλους που τόσα χρόνια χαριεντίζονταν κι αυτοί μαζί του, εξασκούμενοι στην τσιμεντοβολή και στις φυσουνομαχίες. Η θεία του είχε δίκιο: ο Αντουάν ζούσε τις μεγά - τις μεγάλες του στιγμές στο γήπεδο που με τόσες θυσίες χτίστηκε. Πήρε δύο νταμπλ, διαφήμισε κουφώματα, ρολόγια χειρός, γκρίζαρε λίγο ακόμη κι έγινε ακόμη πιο Κλούνεϊ κι απ' τον Κλούνεϊ. Το μόνο του πρόβλημα ήταν ότι ο αθλητικός Τύπος ήταν εξαιρετικά αυστηρός μαζί του και στο παραμικρό του λάθος τον σταύρωναν, τη στιγμή που δεν παραδέχονταν (με την εξαίρεση ολίγων) τις μεταφυσικές του ιδιότητες, όπως το ότι καθοδηγεί εξαιρετικά την άμυνά του και ότι ψαρώνει τα αντίπαλα φορ στα τετ α τετ. Αλλά ο Αντώνης ήταν ψυχάρα και άντεχε τον πόλεμο των αθλητικογράφων.
Την περασμένη Τρίτη, στον καθιερωμένο εβδομαδιαίο καφέ, η θεία του του είπε ότι θα σκοράρει. «Είσαι σίγουρη, θείτσα;» την ρώτησε με μάτι που έλαμπε. Ήταν. Την επόμενη ημέρα η ομάδα του με φουλ κόντρα διαιτησία και σε ένα γήπεδο εκκλησία κινδύνευε να αποκλειστεί από μια ομάδα Β' Έθνικής. Ο Αντώνης δεν θα είχε πρόβλημα, γιατί αυτό θα ήταν ωφέλιμο για το γενικότερο καλό του ελληνικού ποδοσφαίρου, ωστόσο πρόεδρος της αντιπάλου ομάδος ήταν ο Αλέξης Κούγιας και τον Αντώνη τον είχε πειράξει η συγγνώμη που ο Κούγιας είχε ζητήσει από τον Κεχαγιόγλου.
Έτσι, ακολουθώντας το ριζικό του, έντεκα λεπτά πριν λήξει η παράταση προωθήθηκε σε κόρνερ για να σκοράρει. Φρικαρισμένοι στον πάγκο οι προπονητές του του φώναζαν να γυρίσει στο τέρμα του. Ο Αντώνης όμως τους έγραψε στους παλιούς του τους κροτάφους, γιατί ήξερε ότι θα βάλει γκολ.
Δεν έβαλε όμως. Είχε κάνει λάθος για πρώτη φορά η θεία του; Αυτόν δεν τον ένοιαζε και τόσο, ο Αντώνης ήταν βασικά του Ορθού Λόγου και του Διαφωτισμού και όχι των προλήψεων. Αλλά η θεια του; Η θεια του η Σμυρνιά, η θεια του η γερόντισσα πλέον; Πώς θα το έπαιρνε; Θα γινόταν ερείπιο κι αυτό ο Αντώνης δεν μπορούσε να το δεχτεί με τίποτα.
Τσέκαρε τις προθεσμίες του και είδε ότι αν σκοράριζε την Κυριακή η θεία του θα είχε προφητέψει και πάλι σωστά. Για μια ακόμη φορά έκανε πέτρα την καρδιά του και κάρφωσε την μπάλα στα δίχτυα. Την επόμενη μέρα οι εμπαθείς δημοσιογράφοι μίλησαν για γκάφα.
Η θεία του ήταν ευτυχισμένη όμως; Ήταν.

Η Μεταμφίεση

Είχε συμπληρώσει εννέα μήνες στην εταιρία. Ήξερε ότι μόλις έκλεινε χρόνο δεν θα της ανανέωναν τη σύμβαση. Ήξερε ότι σε τρεις μήνες θα έψαχνε πάλι για δουλειά. Ήξερε ότι σε τρεις μήνες δεν θα έψαχνε για άντρα. Αγραναπαυόταν ακόμη απ΄τον τελευταίο χωρισμό. Αγρανάπαυση που η διάρκειά της παρέπεμπε μάλλον σε οριστικό πέταγμα λευκής πετσέτας. Αλλά ηλικιακά ήταν νωρίς ακόμη για τέτοια παραίτηση. Όπως ηλικιακά ήταν ήδη αργά για τη συνεχή τραμπάλα ανεργίας - εργασίας. Δεν της έφταιγε κανείς. Έτσι τουλάχιστον έλεγε στον εαυτό της. Ας είχε σπουδάσει κάτι που θα μπορούσε να της εξασφαλίσει δουλειά. Ας μην είχε σπουδάσει κάτι που πετούσε στα σύννεφα. Γενικότερα ας μην πετούσε μια ζωή στα σύννεφα. Μια ζωή παρά κάτι χρόνια: τα τελευταία της αγρανάπαυσης. Όχι ακριβώς αυτά δηλαδή. Τα πρώτα δύο η αγρανάπαυση είχε περισσότερο γεύση ελπίδας παρά απελπισίας. Τα τελευταία δύο τόσο η ελπίδα όσο και η απελπισία περιορίζονταν σε μικρές (ολοένα και πιο σποραδικές - ολοένα και πιο σύντομες) αναλαμπές, αφήνοντας την μερίδα του κτήνους στην αδιαφορία. Αδιαφορούσε. Για τη ζέστη το χειμώνα και το αβέβαιο μέλλον του πλανήτη. Για το Deal και την Μαρία την Άσχημη. Για να βάψει τα νύχια της. Για να βάψει τους τοίχους του κληρονομημένου της διαμερίσματος. Για το τι θα κάνει τρεις μήνες μετά (τρεις μήνες μετά θα έβλεπε τι θα έκανε). Για την πρόσκληση στο πάρτι μασκέ.
«Αποκλείεται να μην έρθεις. Θα είναι όλη η εταιρία».
«Καλά, θα δω».
Τελευταία στιγμή αποφάσισε να πάει. Αλλά έπρεπε να ντυθεί και κάτι. Τι όμως; Στο μυαλό της ήρθε ένα έργο που είχε διαβάσει μικρή στα «Κλασσικά Εικονογραφημένα» και της είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Θα το δοκίμαζε κι ας μην πετύχαινε. Δεν θα χαλούσε ο κόσμος. Πέτυχε όμως. Και όχι λίγο. Η μεταμφίεσή της ήταν απόλυτα επιτυχημένη, απόλυτα πειστική, πιο πειστική από οποιουδήποτε άλλου από τους δεκάδες καλεσμένους.
Είχε ντυθεί Αόρατος Άνθρωπος.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 04, 2007

Πρόταση Μορφής

Κάνε στον εαυτό σου πρόταση μορφής, πρόταση δυσπιστίας, πρότεινέ του να άρει την εμπιστοσύνη του στην αξίωση της μορφής σου να ταυτίζει εαυτήν με εσένα και φώναξε ζήτω που στην εποχή της παντοδυναμίας της εικόνας έρχονται τα ιστολόγια να αποδείξουν ότι εικόνα σου δεν είναι η μορφή σου και ότι μόνος αληθινός καθρέφτης σου είναι οι σκέψεις σου που 'γίναν λόγος.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 01, 2007

Το όνειρο της αρτιμέλειας

(Η εικόνα και η αιτία για το ποστ, από τη χθεσινή στήλη του Χρήστου Μιχαηλίδη).
Δυο κατάρες με καρφώνουνε στη γη.
Δυο κατάρες μoυ ορίζουνε το είναι.
Ποιος μου κάρφωσε στα άκρα πόδια;
Ποιος μου πρόσθεσε αυτές τις τερατώδεις αποφύσεις;
Ποιος με έχει κάνει τέρας;
Ονειρεύομαι και είμαι εγώ και μόνο εγώ,
χωρίς αυτά που με σκλαβώνουν,
χωρίς αυτά που με διαστρέφουν,
χωρίς αυτά που με εξαμβλώνουν.
Σε κάθε όνειρο το σώμα μου φτάνει
εκεί που θέλει η ψυχή μου.
Σε κάθε όνειρο ξαναγίνομαι ο εαυτός μου,
αυτή που έπρεπε να είμαι, μα δεν είμαι:
Ακέραια.
Αρτιμελής.
Όμορφη.
Υγιής.
Άνθρωπος σωστός.
Κάθε βράδυ είμαι όση θέλω να είμαι,
αλλά το πρώτο πράγμα που νιώθω κάθε πρωί
είναι η φριχτή συνθήκη της ύπαρξης,
είναι αυτά τα πλοκάμια που με τραβούν
και παρά φύση με μακραίνουν.
Κάθε πρωί ξυπνάω από το όνειρο της αρμονίας
για να μπω στον εφιάλτη των ποδιών:
να τα κινήσω, να τα ακουμπήσω κάτω,
για ν' αρχίσουν ξανά να με κινούν αυτά,
κάνοντάς με πάλι μαριονέτα τους.
Περπατάω,
στέκομαι,
υπάρχω
και απεχθάνομαι αυτό που είμαι,
αυτό που με αναγκάζουν να είμαι,
αυτό που δεν είμαι,
αυτό που δεν ήμουνα ποτέ.
Να κοπώ.
Απ' ό,τι δεν με συνιστά να κοπώ,
ώστε το σώμα μου κι εγώ
να γίνουμε επιτέλους ένα,
ώστε να είμαι εκείνη που εγώ επιθυμώ
κι όχι εκείνη που μου επέβαλαν
κανόνες ξένοι σε μένα,
ξένοι
όσο τα δυο μου σφηνωμένα αναθέματα.