Κυριακή, Δεκεμβρίου 31, 2006

Δύο Χιλιάδες Eπτά

Το θέμα είναι ο χρόνος. Το θέμα είναι πάντα ο χρόνος. Ο παλιός κι ο νέος, εσύ ως νέος - εσύ ως παλαιός των ημερών. Η τριβή μας με τον χρόνο και η τριβή μας με την αδιάκοπη συνείδηση του χρόνου απέχουν μεταξύ τους όσο τα κατεξοχήν στοιχεία που διαφοροποιούν και σημαίνουν τον χρόνο, όσο δηλαδή η μέρα με τη νύχτα. Θα μεγαλώσεις και θα πεθάνεις θες δεν θες, αλλά άλλο η επίγνωση της θνητότητάς σου και του πεπερασμένου του χρόνου σου κι εντελώς άλλο η διαρκής καταδυνάστευσή σου από τον καθημερινό χρόνο, ωσάν αυτός να υπήρχε στ΄αλήθεια.
Δεν υπάρχει.
Αν κάτι είναι σίγουρο, είναι ότι δεν υπάρχει, παρά μόνο αν τον πιστέψεις γι' αληθινό.
Μ' άλλα λόγια προσπάθησε να ζήσεις πριν πεθάνεις, γιατί το ότι θα πεθάνεις είναι σίγουρο, ενώ το ότι θα ζήσεις όχι.
Καλή Χρονιά και Να Επιθυμείς.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 29, 2006

Για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων

(1938, Πειραιεύς, φθαρμένη απ' τον χρόνο φωτογραφία παραδοσιακής κομπανίας χασικλήδων)
Προπαραμονή των πρωτοχρονιάτικων καλάντων και τέσσερεις περιπλανώμενοι - δυστυχισμένοι νεαροί κάνουν εντατικές πρόβες προκειμένου να εξορμήσουν μακριά απ' της μάνας τους την αγκαλιά και να εφορμήσουν σε μαγαζιά, σπίτια και συρμούς του ηλεκτρικού για να τα πούνε. Συγκεκριμένα πρακτικά προβλήματα όπως η μεταφορά του πιάνου και το ότι είναι σκορπισμένοι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανό να τους πτοήσουν. Η Δίωξη Ναρκωτικών θα έχει στήσει μπλόκα από τις πρώτες πρωινές ώρες της παραμονής του νέου έτους, ώστε να εξακριβωθεί αν στα κούφια τους τακούνια μεταφέρουν ηρωίνη ως τα μπούνια, ενώ αλλεπάλληλα θα είναι και τα αλκοτέστ στα οποία θα υποβληθούν, από τα οποία όμως αναμένεται να βγουν καθαροί, καθώς ουδείς εκ των παρά λίγο ταλαντούχων καλαντούχων μουσικών φέρει το όνομα Άλκης. Δεν αποκλείεται από την μουσική τους να προκληθούν στα ορεινά παροδικές βαζοπτώσεις με ανυπολόγιστες περαιτέρω συνέπειες.

Υπάκουος

«Άσε με να χαϊδέψω το πρόσωπό σου».
Ο Γεράσιμος ήθελε να αγγίξει επιτέλους το δέρμα της, να ψηλαφίσει με τα χέρια του την μορφή της σκιάς που τον είχε μαγέψει.
Η Γιολάντα ντρεπόταν. Φοβόταν ότι θα την εξέταζε σαν αξιοπερίεργο. Το είχε αποδεχτεί στη ζωή της για όλους τους άλλους, αλλά δεν θα το άντεχε και γι' αυτόν.
«Μπορείς να με φιλήσεις. Αλλά δεν θα με αγγίξεις».
Την υπάκουσε.
Υπάκουος στην εντολή της Γιολάντας - ανυπάκουος στην εντολή του κορμιού του, υπάκουος στην αποστολή που όφειλε να επιτελέσει - ανυπάκουος στην εντολή της καρδιάς του, την φίλησε για μοναδική φορά και την άφησε επειδή έπρεπε να την βρει, έχοντας μόνα λάφυρα τον αριθμό του τηλεφώνου της, την εμποδισμένη γεύση του φιλιού της στο στόμα του και την εικόνα της σκιάς της να τον βασανίζει μέχρι το τέλος.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 27, 2006

Μα πώς;

Ο Γεράσιμος και η Γιολάντα γεννήθηκαν την ίδια ημέρα και ώρα, αλλά σε δύο μαιευτήρια που απείχαν μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μεταξύ τους. Όταν έφτασαν στην ηλικία των πέντε ετών, τους ανακοινώθηκε ότι δεν είναι οι μoναδικοί σεντονάνθρωποι στον κόσμο. Στον Γεράσιμο είπαν ότι υπήρχε μια γυναίκα σαν κι εκείνον και στην Γιολάντα ότι υπήρχε ένας άντρας σαν κι αυτή. Τους ανακοινώθηκε επίσης, ότι μόλις ενηλικιώνονταν όφειλαν να ψάξουν και να βρουν ο ένας τον άλλο, προκειμένου να μην αφήσουν το είδος τους να σβήσει. Πράγματι συμμορφώθηκαν και οι δυο τους. Την ίδια ημέρα και ώρα ξεκίνησαν την αναζήτησή τους. Τα χρόνια άρχισαν να περνούν χωρίς αποτέλεσμα. Μετά γέρασαν και ακόμη πιο μετά, αυτοί, οι τελευταίοι εκπρόσωποι του είδους τους, την ίδια ημέρα και ώρα πέθαναν από τον καημό. Τον καημό του να έχουν γεννηθεί για ένα συγκεκριμένο σκοπό και να μην καταφέρουν να τον εκπληρώσουν. Τον καημό του να ψάχνουν μια ζωή κάτι που ήταν μοιραίο να βρουν κι όμως να μην το βρίσκουν. Aλλά κι έναν καημό ακόμη.
Λίγη ώρα πριν πεθάνει ο Γεράσιμος τηλεφώνησε σε μια γυναίκα που συνάντησε κατά τη διάρκεια της αναζήτησής του, σε μια γυναίκα που ερωτεύτηκε σφόδρα χωρίς να της το αποκαλύψει ποτέ, ακριβώς γιατί ήξερε ότι ήταν προορισμένος για αλλού: «Ξέρεις, σε μια άλλη ζωή δεν θα ήθελα τίποτα περισσότερο από σένα στον κόσμο. Νομίζω ότι τώρα καταλαβαίνω, πως ούτε σε αυτήν τη ζωή θα ήθελα τίποτα περισσότερο από σένα. Aλλά τώρα που το καταλαβαίνω είναι πολύ αργά». Στην άλλη άκρη του τηλεφώνου η ετοιμοθάνατη Γιολάντα τον άκουγε κι έκλαιγε. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο άντρας που κι εκείνη είχε ερωτευτεί παράφορα χωρίς να του το αποκαλύψει ποτέ, ακριβώς γιατί ήξερε ότι ήταν προορισμένη για αλλού, ήταν τελικά ο προορισμός της. Του είπε ποιά ήταν. Ο Γεράσιμος δεν μπορούσε να δεχθεί αυτό που άκουγε. «Μα πώς δεν σε αναγνώρισα; Μα πώς δεν με αναγνώρισες;».
Αυτές ήταν και οι τελευταίες λέξεις που είπε ή άκουσε ποτέ σεντονάνθρωπος.
Μέσα απ' το σεντόνι τους οι άνθρωποι και οι σεντονάνθρωποι φαίνονταν ολόιδιοι στα μάτια του Γεράσιμου και της Γιολάντας. Μέσα απ' το σεντόνι τους μπορούσαν να διακρίνουν περιγράμματα προσώπων αντί για πρόσωπα. Μέσα απ' το σεντόνι τους ο Γεράσιμος και η Γιολάντα έβλεπαν όλον τον κόσμο όμοιό τους και δεν κατάφεραν να δουν τον μόνο όμοιό τους στον κόσμο.

Ο Χορηγός της Βίας

Σύμφωνα με ένα μνημειώδες άρθρο που φιλοξενείται στο «Βήμα» της 24.12.06, ο Πολύδωρας, με τις επίμαχες δηλώσεις του, «διατύπωσε φωναχτά αυτό που ήδη πολλοί υποψιάζονταν, δηλαδή τις περίεργες ανοχές και συνενοχές του Συνασπισμού με αυτόν τον χώρο» (τον χώρο, πάει να πει, των κουκουλοφόρων, εμπρηστών και μαστροχαλαστών), με αποτέλεσμα ο Συνασπισμός πλέον να «στιγματίζεται στα μάτια των πολλών ως πολιτικός χορηγός της κοινωνικής βίας».
Το άρθρο υπογράφει ο Γιάννης Πρετεντέρης.
Το ερώτημα προς τον Γιάννη Πρετεντέρη έχει διατυπωθεί και κατά το παρελθόν προς άλλον αποδέκτη:

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 25, 2006

Χριστουγεννιάτικα Πορνό

Ξεκίνησε ανήμερα των Χριστουγέννων του 2006 και μέσα σε ελάχιστα χρόνια απέκτησε διαστάσεις παγκοσμίου φαινομένου. Παραμένει άγνωστο ποιός ήταν αυτός που την μέρα εκείνη ανέβασε στο You Tube το πρώτο βίντεο χριστουγεννιάτικου πορνό, συντομότατα όμως πάνω στην αρχική του ιδέα χτίστηκε μια τεράστια βιομηχανία παραγωγής ταινιών του νεοεμφανιζόμενου αυτού είδους. Τα χριστουγεννιάτικα πορνό στηρίχθηκαν στο ίδιο περίπου κόνσεπτ με τα πατροπαράδοτα: πλήρης απουσία σεναρίων (ή στην καλύτερη σχηματικότατα σενάρια-προφάσεις), πρωταγωνιστές που δεν υποκρίνονταν και δεν έπαιζαν ρόλους, μηδενικό μπάτζετ, τυποποιημένη - μηχανική καταγραφή τυποποιημένων - μηχανικών κινήσεων του ανθρώπινου κορμιού, ικανοποίηση θεμελιωδών αναγκών των θεατών δια της παρακολουθήσεως της καταγεγραμμένης ικανοποιήσεως θεμελιωδών αναγκών άλλων.
Οι κύριες υποκατηγορίες χριστουγεννιάτικου πορνό που μπορούσε κανείς να βρει στα ντιβιντάδικα ήταν δύο: α) ζευγαριών και β) γονιών - τέκνων. Η ταξινόμηση της υποκατηγορίας των ζευγαριών σε ακόμη μικρότερες δεν γινόταν στη βάση ετεροφυλόφιλα - ομοφυλόφιλα ζευγάρια, αλλά στη βάση της ηλικίας των ζευγαριών: πολύ νέοι - λιγότερο νέοι - μεσήλικες - γέροι. Ηλικιακή ήταν η ταξινόμηση και στην δεύτερη υποκατηγορία: γονείς με παιδιά 5 έως 10 ετών, 10 έως 15, 15 έως 19, 20 έως 30, 30 έως 45, γονείς με παιδιά άνω των 45.
Ένα συνηθισμένο χριστουγεννιάτικο πορνό απαρτιζόταν από την βιντεοσκόπηση μικρού αριθμού «επαφών», διαρκείας ενός τετάρτου με είκοσι λεπτά η κάθε μία. Στην επαφή, δυο άνθρωποι κάθονταν δίπλα δίπλα και αφού αντάλλαζαν λίγες τυπικές κουβέντες, ο ένας («πρόσωπο που αγαπά») αρχίζε να κοιτάζει με αγάπη τον άλλον («αγαπημένο πρόσωπο»), να του χαϊδεύει το τα μαλλιά, το λαιμό, το πρόσωπο, να τον παίρνει αγκαλιά, να του δίνει απαλά φιλιά στο μέτωπο και στα μάγουλα, να του ψιθυρίζει στο αυτί λόγια που δεν μπορούσαν να ακουστούν. Η κάμερα ζούμαρε διαρκώς στην κίνηση των χεριών, στον τρόπο των βλεμμάτων, στον τρόπο των χαδιών, στο στόμα στο αυτί, στην ραχή του χεριού που προστάτευε την ιδιωτικότητα του ψιθύρου.
Στο αρχικό στάδιο ανάπτυξης του είδους υπήρχε και τρίτη υποκατηγορία, αυτή των φίλων, αλλά πολύ σύντομα έγινε αντιληπτό ότι η φιλική αγάπη δεν βολευόταν με τις σωματικές εκδηλώσεις, ότι η φιλική αγάπη ένιωθε μεγάλη αμηχανία όταν σωματοποιούταν, ότι η φιλική αγάπη χρειαζόταν μια μικρή απόσταση για να εκδηλωθεί αβίαστα, ότι η φιλική αγάπη, όντας σε μεγάλο βαθμό υπαινικτική, ήταν ως εκ τούτου και μη δεκτική κινηματογραφήσεως.
Καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία των χριστουγεννιάτικων πορνό έπαιξε ο σχεδόν απαράλλακτος τρόπος ολοκλήρωσης της κάθε επαφής: το πρόσωπο που αγαπά έλεγε με διαρκώς αυξανόμενη ένταση στο αγαπημένο του πρόσωπο «σ' αγαπάω», «σ' αγαπάω», «σ' αγαπάω», κάνοντας το να χύνει δάκρυα ευτυχίας. Η κάμερα έκανε τότε έξτρα ζουμ στα δάκρυα, ενώ το πρόσωπο που αγαπά τα μάζευε λαίμαργα με τη γλώσσα και τα γευόταν, χαμογελώντας συγκινημένο προς την κάμερα.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2006

Aυτά τα Χριστούγεννα

Πρώτα πήγαινε σ’ ένα ανθοπωλείο, αγόρασε πορτοκαλί ζέρμπερες, μπες στο αυτοκίνητό σου και όταν σε πιάσει κόκκινο και σε πλησιάσει ο Πακιστανός για να σου πουλήσει λουλούδια, να του τις προσφέρεις. Σε αντάλλαγμα να τον ρωτήσεις πού μένει. Θα διστάσει, αλλά θα τον πείσεις ότι δεν είσαι πράκτορας ξένων μυστικών υπηρεσιών. Μετά θα τον αφήσεις εκεί απορημένο και θα πας στη διεύθυνση που σου είπε. Θα χτυπήσεις το κουδούνι, θα διστάσουν να σου ανοίξουν, αλλά θα τους πείσεις ότι δεν είσαι πράκτορας ξένων μυστικών υπηρεσιών. Θα έχεις μια σακούλα μαζί σου. Από αυτήν θα βγάλεις καθαριστικό τζαμιών και ένα ρολό χαρτί κουζίνας. Αφού πλύνεις τα παράθυρα του σπιτιού, θα φύγεις και θα τους αφήσεις εκεί απορημένους.
Φεύγοντας, πήγαινε στο στούντιο που γυρίζεται μια κουτσομπολίστικη εκπομπή ή μια εκπομπή με τηλεοπτικά ζεϊμπέκικα ή ακόμη καλύτερα η εκπομπή του Ευαγγελάτου. Zήτα να μπεις. Θα διστάσουν να σε αφήσουν, αλλά θα τους πείσεις ότι ήρθες να πεις τα κάλαντα. Έχε μαζί σου τα σχετικά σύνεργα, πες τα όσο πιο χαρωπά μπορείς κι όταν τελειώσεις κι αρχίσουν κατενθουσιασμένοι να σε χειροκροτούν, κάνε εμετό· κατά προτίμηση στα μούτρα του παρουσιαστή ή της παρουσιάστριας ή ακόμη καλύτερα αυτού που θα χορεύει τηλεοπτικό ζεϊμπέκικο. Να γνωρίζεις ότι το αμέσως επόμενο νανοσεκόντ η τηλεόραση θα χυμήξει λαίμαργα στον εμετό σου, θα πασαλειφθεί μ’ αυτόν απ΄ την κορφή μέχρι τα νύχια της και στη συνέχεια θα τον προβάλλει 228.707 φορές, σημειολογώντας τον με εκπομπές επί συζητήσεων και συζητήσεις επί εκπομπών. Εκατομμύρια διαφημιστικά ευρώ θα τζιραρισθούν πάνω σ’ αυτό που έβγαλες από μέσα σου. Πνευματικά δικαιώματα δεν θα εισπράξεις· ούτε καν ψυχοσωματικά. Να τα γνωρίζεις αυτά, έτσι ώστε να γνωρίζεις, ότι δεν μπορείς να τα βάλεις με την τηλεόραση κι ότι, αν ξεράσεις εσύ μία, αυτή θα ξεράσει χίλιες μία. Να τα γνωρίζεις αυτά, έτσι ώστε να γνωρίζεις, ότι ο μόνος τρόπος να τα βάλεις μαζί της είναι να μην ασχολείσαι μαζί της. Την παρουσία σου την υπεξαιρεί και την αφομοιώνει. Η απουσία σου όμως την ακυρώνει. Να τα γνωρίζεις αυτά, ώστε τα επόμενα Χριστούγεννα να μην επαναλάβεις το λάθος σου.
Φεύγοντας από το στούντιο πήγαινε σπίτι σου. Πήγαινε στο μπάνιο ή σε κάποιο δωμάτιο με μεγάλο καθρέφτη. Κλείσε και κλείδωσε την πόρτα. Αφού κοιτάξεις τον εαυτό σου για λίγο, σπάσε τον καθρέφτη προκειμένου να έχεις επτά χρόνια γρουσουζιάς. Έτσι θα έχεις τουλάχιστον να ελπίζεις, ότι αμέσως μετά τα Χριστούγεννα του 2012 η τύχη σου θα αλλάξει. Κι ενώ το πιθανότερο είναι ότι τα επτά χρόνια γρουσουζιάς είναι μια πρόληψη, τα επτά χρόνια διαρκώς αυξανόμενης ελπίδας θα είναι πραγματικότητα. Μην σε πτοεί που η ελπίδα σου θα είναι ανόητη· σχεδόν όλες είναι. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει αυτή καθαυτή η προσδοκία, γι΄ αυτό με κάθε ευκαιρία να εφευρίσκεις προσμονές. Αν γνωρίζεις μάλιστα ότι είναι μάταιες, θα έχεις και το πάνω χέρι. Και μην φοβηθείς ότι η επίγνωση της ματαιότητας θα σου μειώσει τον ενθουσιασμό: κάπου στην πορεία θα παραμυθιασθείς, κάπου στην πορεία θα ελπίσεις στ΄ αλήθεια.
Μετά μάζεψε τα κομμάτια του καθρέφτη. Χωρίς ιδιαίτερη προσοχή. Είναι προτιμότερο να κοπείς. Πάντα είναι προτιμότερο να κόβεσαι. Βάλ’ τα σε μια σακούλα -στην ίδια που χρησιμοποίησες πριν- και πήγαινε στο «Mall». Να πας εκεί, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή έχει ωραία θέα προς τον Καλατράβα κι ο Καλατράβα -όσο κι αν κόστισε κι ό,τι κι αν λένε- ομορφαίνει την πόλη. Αφού τον χαρεί το μάτι σου, άρχισε να μοιράζεις κομματάκια καθρέφτη στον κόσμο. Είναι σχεδόν βέβαιο πως είχες πατήσει το save as στην εικόνα σου όσο κοιταζόσουν, άρα πού ξέρεις, ίσως δεν θα τους προσφέρεις μόνο ένα κομμάτι γυαλί.
Αφού σε κοινωνήσουν virtual, πήγαινε σε μια εκκλησία. Κι αν έχεις χρόνια να μπεις πραγματικά σ΄εκκλησία, μπες με την σκέψη ότι εκεί μέσα, έχει δεν έχει Θεό, τουλάχιστον δεν έχει διαφημίσεις. Κι αυτό είναι ένα μικρό θαύμα από μόνο του. Αφού μπεις, ν’ ανάψεις δυο κεριά. Ένα για σένα κι ένα για τον άνθρωπό σου. Κι αν είναι αντιχριστιανικό να ξεχωρίζεις απ’ όλους τους ανθρώπους έναν, απλώς φτιάξε την δική σου δογματική παραλλαγή. Ούτως ή άλλως να προτιμάς τις παραλλαγές απ’ τους κανόνες.
Αν δεν έχεις βρει ακόμη έναν άνθρωπο για το δεύτερο κερί, να καταλάβεις ότι είσαι ευλογημένος, γιατί αυτό που λάμπει στο ανεκπλήρωτο καμία εκπλήρωση δεν μπορεί να το υποκαταστήσει.
Αν έχεις περισσότερους ξεχωριστούς ανθρώπους (φίλους πρώτου βαθμού και συγγενείς), να τους αγαπάς όλους σαν να είναι ο άνθρωπός σου. Κι αυτοί όμως αριθμητικά λίγοι θα είναι· δεν γίνεται αλλιώς.
Αν αγαπάς πολλούς σαν να είναι ο άνθρωπός σου, τότε δεν είσαι άνθρωπος, αλλά ο Χριστός, οπότε Χρόνια σου Πολλά.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006

Delivery

«Ζητείται νεαρός με μηχανάκι για ντελίβερι, μόνο για την περίοδο των γιορτών». Δεν ήταν -και κυρίως δεν αισθανόταν πια- νεαρός, αλλά και μηχανάκι είχε και κυρίως ανάγκη για λεφτά. Πήρε το τηλέφωνο της αγγελίας και του έδωσαν τη διεύθυνση για να πάει να συνεννοηθεί. Η ταμπέλα του μαγαζιού έλεγε «Pepper's». Πέρασε μέσα. «Συγγνώμη, ψάχνω τον κύριο Γιάννη». «Εκεί, στη γωνία». «Ο κύριος Γιάννης; Γεια σας, για την αγγελία είμαι, μιλήσαμε πριν μισή ώρα». «Με έχουν πάρει πολλοί, αλλά κάθησε». «Πότε προλάβατε και το στήσατε το μαγαζί; Πριν λίγες μέρες πέρασα απ΄έξω και δεν θυμάμαι να υπήρχε». «Το μαγαζί μας είναι εποχιακό. Δουλεύουμε μόνο την περίοδο Χριστουγέννων - Πρωτοχρονιάς, οπότε πρέπει να ξέρεις ότι η δουλειά είναι μόνο για δυο βδομάδες και ότι αυτές τις δυο βδομάδες θα σου βγει ο πάτος, γιατί έχουμε μεγάλο αριθμό παραγγελιών. Τα λεφτά είναι πολύ καλά όμως. Δέχεσαι;». «Δέχομαι». «Ωραία, έλα πάλι κατά τις οκτώ, για να πιάσεις δουλειά».
Το ίδιο βράδυ παρέλαβε τις πρώτες του παραγγελίες, τις έβαλε μέσα στο μεταλλικό κουτί, συμβουλεύθηκε τον χάρτη του και ξεκίνησε για την πρώτη. Έφτασε, βρήκε το κουδούνι, χτύπησε και του άνοιξε ένας κύριος με κόκκινο γιλέκο, πιτζάμες με ρίγες, φθαρμένες παντόφλες και άσπρα μαλλιά. Πρέπει να ήταν περασμένα ογδόντα. «Τι σας χρωστάω;». Έβγαλε την σακκούλα και είδε την απόδειξη. «Μισό λεπτό κύριε, φοβάμαι ότι πρέπει να έχει γίνει κάποιο λάθος. Έχετε παραγγείλει ένα κλαμπ σάντουιτς και σας έχουμε χρεώσει 50 ευρώ». «Πενήντα πήγε φέτος; Δεν είναι λάθος, παιδί μου. Φοβάμαι όμως ότι δεν έχω να σου αφήσω πολύ πουρμπουάρ». Του άφησε είκοσι λεπτά. Ξεκίνησε για τη δεύτερη, μπερδεύτηκε λίγο με τους δρόμους, πήγε ανάποδα σε κάτι μονόδρομους, τελικά την βρήκε. Αυτή την φορά του άνοιξε μια γυναίκα γύρω στα 35 με ένα μωρό στην αγκαλιά. Από μέσα ακούγονταν κι άλλα παιδιά. «Συγγνώμη για την φασαρία» του είπε και τσίριξε «Για κάντε λίγο ησυχία». Και η κυρία είχε κάνει την ίδια ακριβώς παραγγελία, με την ίδια ακριβώς χρέωση.
Επέστρεψε στο μαγαζί μπερδεμένος. Το τηλέφωνο χτυπούσε. «Γιατί δεν το σηκώνετε; Ας το σηκώσει κάποιος» άκουσε τον κύριο Γιάννη από το βάθος. Το σήκωσε. «Παρακαλώ». «Θέλω ένα Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Sandwich. Η διεύθυνσή μου είναι ...».
Την επόμενη μέρα πήρε και είπε ότι είναι άρρωστος. Το περίμενε ότι θα απολυθεί, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Ξαναπήρε το βράδυ στο μαγαζί -από το κινητό του αυτήν την φορά-, έδωσε τη διεύθυνσή του και παρήγγειλε ένα σάρτζεντ πέπερς. Ο ντελιβεράς που ήρθε πρέπει να ήταν αυτός που προσέλαβαν στη θέση του. Του έδωσε το πενηντάευρο χωρίς καθόλου πουρμπουάρ, άνοιξε με αδημονία την σακκούλα κι άρχισε να ξετυλίγει την συσκευασία. Μέσα της ήταν ένα συνηθισμένο κλαμπ σάντουιτς, που από μέσα του βγήκε ένα ασυνήθιστο πλάσμα, ύψους δέκα πέντε περίπου εκατοστών, αλλά κατά τ' άλλα ανθρωπόμορφο. «Τι ακριβώς είσαι;». «Ξέπλυνέ με πρώτα απ' τα μαρούλια και τις μουστάρδες και μετά θα σου πω». Το ξέπλυνε, του σκούπισε τα μαλλιά με την πετσέτα, το κράτησε στην παλάμη του κι έκατσαν στον καναπέ. «Είναι προτιμότερο να μην κάνεις πολλές ερωτήσεις. Θα είμαι εδώ μόνο για 24 ώρες, οπότε ας μην τις σπαταλήσεις σε τί και σε πώς».
Σχεδόν ένα εικοσιτετράωρο αργότερα έβλεπε τον καλύτερο του φίλο να σβήνεται κυριολεκτικά μέσα από τα μάτια του. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ξανατηλεφώνησε στο Pepper's. Το έκανε για τις επόμενες έξι ημέρες. Η κάθε του παραγγελία τού έφερνε ένα νέο πλάσμα, όμοιο εμφανισιακά με τα προηγούμενα, το οποίο είχε επίγνωση της σχέσης που είχε διαμορφώσει μαζί τους και με το οποίο ξεκινούσαν από το σημείο που είχε φτάσει με το τελευταίο.
Την έβδομη ημέρα κάθονταν με το πλάσμα κάτω από το μικρό και φτωχό δέντρο που είχε στολίσει μόλις χθες. «Δεν έχω άλλα λεφτά, ξέρεις. Δεν θα μπορέσω να παραγγείλω αύριο». «Και τι θα κάνεις;». «Δεν θέλω να το σκέφτομαι. Μετά τον χωρισμό μου ήξερα ότι δεν θα άντεχα τις γιορτές, αλλά τώρα, αφού σε βρήκα, αφού σας βρήκα, μου φαίνεται εντελώς ανυπόφορο να ξαναμείνω μόνος».
Ήθελε δεν ήθελε, έπρεπε να το σκεφτεί όμως. Μια ώρα μετά την φυγή του τελευταίου πλάσματος καβάλησε το μηχανάκι, πήγε τρέχοντας στο Pepper's και όρμησε στην κουζίνα. «Που είναι; Που είναι;», άρχισε να φωνάζει, ενώ έκανε όλο το μέρος λίμπα και δεν έβρισκε τίποτα άλλο από οδοντογλυφίδες, κρέατα, ψωμιά και κέτσαπ. Τον έπιασαν από τα χέρια και τον ακινητοποίησαν. «Δεν τα βάζουμε εμείς», του είπε ο κύριος Γιάννης όταν σταμάτησε να αντιστέκεται. «Εσείς τα εμφανίζετε και είναι μόνο στα σπίτια σας που εμφανίζονται. Εμείς απλά βρήκαμε κι εκμεταλλευόμαστε την πατέντα». «Μπορώ να έχω κι άλλα; Θέλω κι άλλα, τα έχω ανάγκη, αλλά δεν έχω να πληρώσω». «Έλλειψις χρημάτων, στάσις εμπορίου», του απάντησε σηκώνοντας τους ώμους. «Προσέλαβέ με ξανά τότε. Σε παρακαλώ. Πολύ». «Πολύ αργά. Δεν προσλαμβάνουμε τζάνκις. Ζούμε απ' αυτά».

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 20, 2006

Ο Είρων Π.

O Είρων δεν ήταν σαν τους άλλους ανθρώπους. Εξωτερικά ήταν δηλαδή. Εσωτερικά όμως τσου. Από τότε που ξεκίνησε να λέει τις πρώτες του λεξούλες ανέπτυξε μια απέχθεια προς την σοβαροφάνεια και άρχισε να την υπονομεύει λέγοντας πάντοτε το αντίθετο από αυτό που εννoούσε. Φώναζε τον μπαμπά του «μαμά», την μαμά του «μπαμπά» και άλλα τέτοια, όχι από κακό σκοπό, αλλά έχοντας μέσα του ανεξάντλητα αποθέματα σκωπτικής διάθεσης. Μεγαλώνοντας, ο Είρων (ο Είρων Π. για την ακρίβεια) άρχισε να συνειδητοποιεί ότι αν τηρούσε μια συνεπή στάση σπουδαιοφάνειας και δεν έβαζε κάποια ταμπέλα που να διαλαλεί ότι είναι και κυριολεκτικά είρων, ο κόσμος θα έπαιρνε στα σοβαρά και την πιο ακραία τερατολογία που θα μπορούσε να σκεφτεί. Ο Είρων Π. αποφάσισε να δει μέχρι πού τον έπαιρνε, να δει μέχρι ποιού σημείου θα μπορούσε να συνεχίσει το παιχνίδι του, να δει μέχρι πότε θα πίστευαν ότι σοβαρολογεί. Μπήκε και στην πολιτική. Σιγά σιγά ανερχόταν. Έγινε και υπουργός. Κι εκεί ξεσάλωσε. «Ήρθε η ώρα μου», είπε στον εαυτό του, «ήρθε η ώρα του Είρωνα Πολύδωρα».

Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006

Η Ζώνη


Ζώνη, 19.12.06. Του απεσταλμένου μας:
Η ζωή εδώ στη ζώνη, η ζωή εδώ στη ζώνη, είναι, είναι, πώς να το πω, η ζώνη εδώ στη ζωή, η ζωή, η ζωή, ήταν και πριν, βέβαια, ήταν, πώς δεν ήταν, αλλά όχι, όχι, γιατί τότε, τότε πώς, στη ζώνη, στη ζώνη, η ζωή δεν είναι, είναι μάλλον, είναι, θέλω δηλαδή να πω, ότι για να μπεις στη ζώνη θέλει καιρό, θέλει χρόνο, πρέπει να έχεις ήδη, πρέπει να έχεις ήδη προσπαθήσει να ζεις στη ζώνη, ενόσω είσαι έξω από αυτή, έξω από αυτή, πρέπει να αρχίσεις να διεκδικείς περισσότερη ζώνη, περισσότερη ζώνη, να μην, να μην, να σταματήσεις, όσο μπορείς, μέχρι να μην μπορείς αλλιώς, να μην λερώνεις τη σκέψη σου με οτιδήποτε ασήμαντο, σαν την επιβίωση ή το μέλλον, αυτό, ναι, αυτό, στη ζώνη δεν υπάρχει μέλλον, η ζώνη είναι γεμάτη παρόν και μόνο παρόν, το παρόν ως εμπειρία, το παρόν ως βίωμα, η αναμέτρηση του βλέμματός σου με το κάθε τι, το πένθος, το διαρκές πένθος, το πένθος ως παράγων ευτυχίας και συνειδητότητας, ο διαρκής αποχαιρετισμός του κάθε τι που βλέπεις σαν να το βλέπεις για τελευταία φορά, προκειμένου να καταφέρεις να το δεις στ' αλήθεια, γιατί πράγματι, πράγματι, ό,τι βλέπεις το βλέπεις για τελευταία σου φορά, αφού μετά, αφού μετά, μετά δεν ξαναβλέπεις το ίδιο, μετά το βλέπεις πάλι για πρώτη σου φορά, για πρώτη και για τελευταία, δηλαδή, καταλαβαίνεις, πρέπει να καταλάβεις, προσπάθησε να καταλάβεις, ότι η ζώνη απαιτεί την ύψιστη αφιέρωση, η ζώνη δεν καταλαβαίνει από ντροπές, όταν είσαι με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο έξω η ντροπή δεν παίζει, η ντροπή δεν παίζει, παρά ως τελευταίο κατάλοιπο της ζωής σου πριν, ήτοι της λειψής ζωής σου, της ζωής που δηλώνεται στην εφορία και κάνει βήματα προόδου, ένα βήμα εδώ, ένα βήμα πιο δω, τα βήματα, είναι τα βήματα, είναι τα βήματα που σου κλείνουν τα μάτια, είναι ο στόχος, οι στόχοι, είναι το άγχος για τους στόχους, όλο αυτό το πανηγύρι του τίποτα που πάει τον κόσμο μπροστά, μπροστά ώστε να μην, ώστε να μην, να μην έχει χρόνο για το τώρα, το τώρα, το να κοιτάξει τώρα, το να σκεφτεί τώρα, να σκεφτεί, να σκεφτεί, το να σκέφτεσαι αδιατάρακτα, αδιατάρακτα, από τον ύπνο στο ξύπνιο κι απ΄ το ξύπνιο στον ύπνο και στης γραφής το ανάμεσα, το να μην σκοτίζεσαι, το σκότος, μη το σκότος, μη, το να μην, το να μην, να μην σκοτίζεσαι για οτιδήποτε παρεμβάλλεται και διαταράσσει τα νερά της σκέψης σου, μόνο να σκέφτεσαι, να βλέπεις, να νιώθεις, να πενθείς, μόνο να αδρανείς, μόνο να αδρανείς στροβιλίζοντας το μυαλό σου σε πυρετώδεις ρυθμούς, πυρετώδεις και ανέλεγκτους, το ενενήντα τοις εκατό του χρόνου σου ανέλεγκτους, ελεύθερους, χαώδεις, ασύδοτους, με το μυαλό σου να φεύγει, με το μυαλό σου να φεύγεις, να φεύγεις μακριά, δίπλα σου δηλαδή, εδώ στη ζώνη, δίπλα σου, εκεί στη ζώνη, εκεί που όλα είναι παρόν και όλα διαρκούν αχρόνως, εκεί που ο χρόνος παύει, παύει ο χρόνος, δεν, υπάρχει δεν, δεν, αλήθεια δεν υπάρχει, δεν υπάρχουν κι αυτοί που σε τραβούν, κι αυτοί που σου φωνάζουν, φοβούνται, να μπουν στη ζώνη το φοβούνται, δεν ξέρουν, τι είναι η ζώνη φοβούνται να το ξέρουν, όπως κι εσύ φοβάσαι να το ξέρεις, να το ξέρεις πως όσοι περιηγήθηκαν και με τα δύο τους τα πόδια, και με τα δύο τους τα μυαλά στη ζώνη, ότι όσοι περιηγήθηκαν μέσα της ολόκληροι, ολόκληροι στη ζώνη, χάθηκαν, χάθηκαν στη ζώνη και δεν, μα δεν, μα δεν, μα δεν, μα δεν, δεν θέλουν να βρεθούν, δεν θέλουν να βρεθούν και δεν, ποτέ τους δεν, ποτέ τους δεν, δεν θα ξαναβρεθούν έξω απ' τη ζώνη.

Ο οδηγός του επόμενου

Tρόλεϊ, γραμμή 18, δέκα παρά το πρωί, οδός Μπουμπουλίνας, λίγο πριν τη διασταύρωση με την Αλεξάνδρας. Στάση Άγιος Βασίλειος. Δεν είναι να βγει κανείς. Να μπει είναι μόνο ένας νεαρός μαύρος που κρατά δυο τεράστιες μαύρες σακούλες σκουπιδιών, γεμάτες προφανώς με πράγματα που πουλά στον δρόμο. Στέκεται εμπρός στην μεσαία πόρτα. Ο οδηγός ανοίγει μονάχα την μπροστινή. Ο νεαρός κοιτά απορημένος περιμένοντας να ανοίξει και την μεσαία. Ο οδηγός κλείνει και την μπροστινή. Το τρόλεϊ φεύγει και η επιβίβαση του νεαρού αναβάλλεται για το επόμενο, υπό την -εξαιρετικά πιθανή, το δίχως άλλο- προϋπόθεση, ότι ο οδηγός του επόμενου θα είναι λιγότερο κραυγαλέα ρατσιστής ή ότι θα χρειαστεί να διαβούν από την πόρτα του επόμενου χλωμά πρόσωπα όλσοου.

Ο Άνθρωπος Χριστουγεννιάτικο Δέντρο

Κρέμασε μια μπάλα κόκκινη σε κάθε του αυτί, μια μπάλα άσπρη σε κάθε του ρουθούνι, μια μπάλα πράσινη σε κάθε του θηλή, μια μπάλα μπλε σε κάθε του αρχίδι, δέκα μπάλες πορτοκαλί στα δάχτυλα των χεριών του, έναν μικρό Αη Βασίλη στον αφαλό του, τυλίχτηκε ολόκληρος με γιρλάντες και λαμπιόνια, βγήκε από το σπίτι του και πήγε και στάθηκε στην πλατεία, με τα χέρια σε διάταση και το βλέμμα απλανές. Κι αναβοσβήνων. Αναβόσβηνε, αναβόσβηνε, ανεβοκατεβάζοντας που και που τα χέρια, για να τα ξεμουδιάσει ή για να μάθει να πετά, ενώ τα σκυλιά τον γάβγιζαν, τα παιδιά τον κορόιδευαν, οι κάμερες τον τραβούσαν, τα μικρόφωνα τον απειλούσαν, τα περιστέρια τον κουτσουλούσαν. Ήρθαν και οι μπάτσοι, αλλά ήταν έτσι στολισμένος που δεν προσέβαλε την δημόσια αιδώ, μόνο την ιδιωτική του έκανε κουρέλι, οπότε δεν μπορούσαν να τον διώξουν, και οι μέρες άρχισαν να περνούν κι αυτός έμενε εκεί χωρίς να φεύγει, αντέχοντας παρά φύση, μέχρι που τα σκυλιά κουράστηκαν να κουτσουλούν, τα παιδιά να απειλούν, οι κάμερες να γαβγίζουν, τα μικρόφωνα να κοροϊδεύουν, τα περιστέρια να τραβούν, μέχρι που έπαψε να είναι αξιοπερίεργος και ταίριαξε. Κι έτσι άρχισαν να φτιάχνουν φάτνες μπροστά στις πατούσες του, κι έτσι άρχισαν να καταφθάνουν στα δάχτυλα των ποδιών του μικροσκοπικοί μάγοι οδηγούμενοι από άστρο λαμπρό, Χριστός γεννάται σήμερον εν τω μεγάλω νύχι, μα περνούν και τα Χριστούγεννα, πάει κι ο παλιός ο χρόνος, κι αυτός εκεί, να έχει ξεμείνει, αταίριαστος ξανά, παράταιρο χριστουγεννιάτικο δέντρο στα μέσα του Γενάρη, με την ελπίδα να πάψει να είναι δέντρο, να πάψει να αναβοσβήνει, να πάψει να φαίνεται, να πάψει να ξέρει ότι φαίνεται, με την ελπίδα να τον απορροφήσει η πλατεία, να ριζώσει μες στο πεζοδρόμιο, να γίνει το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο από μπετόν, να γίνει όλος μπετόν, άκρα από μπετόν, γιρλάντες από μπετόν, κορμός από μπετόν, λαμπιόνια από μπετόν, κεφάλι από μπετόν, μπάλες από μπετόν, μάτια από μπετόν και πάνω απ' όλα πνεύμα από μπετόν, πνεύμα που δεν θα είναι πια πνεύμα, θα είναι μόνο ύλη, ύλη ηλίθια, ύλη χωρίς αιδώ αλλά και χωρίς αιδώ που δεν έχει αιδώ, ύλη χωρίς το άγος της συνείδησης, ύλη αθώα, ύλη εξ' ορισμού αθώα αντί για πνεύμα εξ' ορισμού ένοχο.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 15, 2006

Η πνιγηρή γλυκύτητα

Η υπόγεια αποθήκη ήταν γεμάτη με ένα υλικό που έμοιαζε επικίνδυνα με μέλι. Ήταν χωμένος μέσα του. Η στάθμη έφτανε μέχρι λίγο πάνω από το πηγούνι του. Δεν μπορούσε να κουνήσει τα βυθισμένα χέρια και πόδια του, ενώ εκατοντάδες μύγες κάθονταν πάνω στο πρόσωπό του και πετούσαν κάτω από τη γυμνή λάμπα που μισοφώτιζε τον χώρο. Η πόρτα ήταν κλειστή και ο αέρας ελάχιστος. Ανέπνεε με μεγάλη δυσκολία. Δοκίμασε να φωνάξει και παρατήρησε ότι η σταθμή του κολλώδους υλικού ανέβηκε λίγο παραπάνω, αγγίζοντας πια τα χείλια του. Κατάλαβε ότι το υλικό έβγαινε από τη φωνή του, οπότε θυμήθηκε ότι είναι ραδιοφωνικός παραγωγός σταθμού που παίζει «έντεχνη μουσική», έπιασε το υπονοούμενο και κατόρθωσε έτσι να ξυπνήσει κάθιδρος. Την επόμενη μέρα έκανε κανονικά το τρίωρό του με μουσική που δεν είχε διαλέξει ο ίδιος και όταν τελείωσε βγήκε σχεδόν τρέχοντας έξω από τον σταθμό, προκειμένου να απαλλαγεί από τη πνιγηρή γλυκύτητα που είχε εκπέμψει και πάλι στην ατμόσφαιρα και να αναπνεύσει παγωμένο δεκεμβριανό αέρα. Η θερμοκρασία άγγιζε τους είκοσι και άρχισε να φοβάται ότι αυτό δεν είναι εφιάλτης, ότι ήταν συνεργός στο φαινόμενο του αισθητικού θερμοκηπίου, το οποίο οδηγούσε στην υπεργλύκανση του πλανήτη δια της υποκατάστασης της ασταθούς θερμοκρασίας των ανθρωπίνων συναισθημάτων με ένα πάγιο ζαχαρώδες κέλυφος, το οποίο υπεραναπλήρωνε την πάγια κατάθλιψη κάποιου που δεν μπορούσε να εκφράσει τα αληθινά του συναισθήματα ούτε με την μουσική του ούτε με τη φωνή του .

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2006

Αφαιρέθηκα

Λευκή οθόνη και κινητό κλειστό. Με ψάχνεις; Δεν είμαι εδώ.
Στο Λύκειο γυρνούσα σπίτι με το λεωφορείο (τη «φυσαρμόνικα»), αλλά καμιά φορά ερχόταν ο πατέρας ενός συμμαθητή μου και μας έπαιρνε αυτός με το αυτοκίνητό του. Γλίτωνα χρόνο και ταλαιπωρία έτσι, ωστόσο αγχωνόμουν όποτε ερχόταν, γιατί το να μας κατέβαζε αυτός σήμαινε ότι θα έπρεπε να είμαι συγκεντρωμένος και να συμμετέχω σε μια στοιχειώδη συζήτηση, ενώ εγώ δεν ήθελα τίποτε άλλο από το να είμαι βυθισμένος στις σκέψεις μου ή, λιγότερο βαρύγδουπα, από το να είμαι αφηρημένος.
Από παιδί αφαιρούμουν κατά κόρον (σε βαθμό που μόνο θραύσματα της παιδικής μου ηλικίας να έχουν διασωθεί στην μνήμη μου, ωσάν να μην ήμουν παρών κατά τη διάρκειά της), αλλά μάλλον όλα τα παιδιά αφαιρούνται πολύ και όταν μεγαλώνουν το ελαττώνουν.
Τελείωσα όμως και το Λύκειο, έπαψα να πρέπει να μετακινούμαι με τίμημα τη συγκέντρωση, και στα επόμενα χρόνια συνέχισα να αφαιρούμαι, να αφαιρούμαι, να αφαιρούμαι, με αποτέλεσμα να φτάσω ως εδώ, ως το σημείο που αφαιρέθηκε και το τελευταίο κομμάτι μου, ως το σημείο που δεν έμεινε τίποτα άλλο από μένα να αφαιρεθεί, άρα ματαίως ψάχνεις να με βρεις στο τηλέφωνο, δεν υπάρχω εκεί, αφαιρέθηκα ολόκληρος και ό,τι αφαιρέθηκε μέσα στα χρόνια από μένα ήρθε εδώ και μετατράπηκε σε λέξεις και εικόνες, γιατί ό,τι θα βρεις εδώ έχει το κόστος του, ό,τι θα βρεις εδώ δεν γράφτηκε στον ελεύθερο χρόνο μου, ό,τι θα βρεις εδώ σκλάβωσε τον χρόνο μου, σκλάβωσε τη ψυχή μου και μου ζητά να μην μοιράζομαι, να πάψω να μοιράζομαι, και το ζητά χαμογελώντας σαρδόνια, αφού ξέρει ότι στην πραγματικότητα έληξε ο διχασμός και η αμφιταλάντευση, αφού αφαιρέθηκα τελείως και δεν είμαι πια εδώ.
Μην με ψάχνεις στο κινητό. Bρίσκομαι στο http://old-boy.blogspot.com κι έχω γίνει κομμάτια.
Εφτακόσια τριάντα δύο.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 13, 2006

Τα δώδεκα επόμενα πρωινά

«Ένα βράδυ, ο Τζέικομπ Χόουντς, φοιτητής στο πανεπιστήμιο, βγήκε με μία κοπέλα που του άρεσε. Την επομένη την αναζήτησε στις αίθουσες και τους διαδρόμους του πανεπιστημίου αλλά δεν μπόρεσε να τη βρει. «Δεν την ξαναείδα ποτέ. Σίγουρα πέρασε από δίπλα μου πολλές φορές αλλά εγώ δεν κατάφερα να την αναγνωρίσω. Κι αυτή απλά νόμιζε ότι δεν της μιλούσα».
Ο Χόουντς δεν μπορούσε να θυμηθεί το πρόσωπό της - ούτε κανενός φίλου του - γιατί πάσχει από μία εγκεφαλική διαταραχή που ονομάζεται προσωπαγνωσία. Ακόμα και την Αντζελίνα Ζολί να έβλεπε δίπλα του δεν θα την αναγνώριζε. Και δεν είναι ο μόνος. Η πάθηση είναι πολύ συνηθισμένη και, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, κανένας ασθενής δεν ξέρει ότι έχει πρόβλημα.
Οι έρευνες για την προσωπαγνωσία, ή τύφλωση προσώπου, γίνονται συχνότερα τα τελευταία χρόνια, και δεν έχουν στόχο μόνο να βρουν γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν αναγνωρίζουν γνωστά τους πρόσωπα. Μπορεί να δώσουν απάντηση στο πώς οι υπόλοιποι αναπτύσσουν την ικανότητα της αναγνώρισης. Το ερώτημα έχει εξελιχθεί σε επιστημονική διαμάχη. Έχει ο εγκέφαλος μία ξεχωριστή περιοχή («δομικά ανεξάρτητα στοιχεία» τα ονομάζουν οι ειδικοί) αφιερωμένη σε αυτό τον σκοπό ή τα πρόσωπα αναγνωρίζονται από την ίδια περιοχή που αναγνωρίζει όλα τα αντικείμενα; Κι αυτό οδηγεί σε ένα μεγαλύτερο ερώτημα για τη διαχείριση της πληροφορίας από τον εγκέφαλο. Είναι όπως ένας ελβετικός σουγιάς με ξεχωριστά εργαλεία για κάθε δουλειά ή είναι ένας επεξεργαστής πληροφοριών γενικής χρήσης;
Σύμφωνα με δημοσίευμα στο «New Scientist», η προσωπαγνωσία διαγνώστηκε για πρώτη φορά το 1947 όταν ένας Γερμανός νευρολόγος, ο Γιόακιμ Μπόνταμερ, διαπίστωσε την αδυναμία ενός 24χρονου άντρα να αναγνωρίσει τους φίλους του και την οικογένειά του, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό στον καθρέφτη, έπειτα από ένα τραύμα από σφαίρα στο κεφάλι. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, είχαν βρεθεί μόνο μερικές δεκάδες περιπτώσεις, όλες έπειτα από τραύμα στον εγκέφαλο και η διαταραχή χαρακτηριζόταν ως πολύ σπάνια. Πρόσφατα όμως, οι ερευνητές ανακάλυψαν μία δεύτερη μορφή τύφλωσης προσώπου, την οποία ονόμασαν «αναπτυσσόμενη προσωπαγνωσία», η οποία είναι εκ γενετής ή δημιουργείται πολύ νωρίς στη ζωή του ασθενούς.
Η αναπτυσσόμενη προσωπαγνωσία είναι πολύ διαδεδομένη. Τον Μάιο, μία ομάδα από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και το University College του Λονδίνου ανακοίνωσε τα αποτελέσματα μιας ιντερνετικής έρευνας στην οποία συμμετείχαν 1.600 άτομα. Το 2% των ανθρώπων έπασχαν από κάποιο βαθμό τύφλωσης προσώπου (το 2,5% του γενικού πληθυσμού πάσχει από αχρωματοψία και το 5% από δυσλεξία). Τον Αύγουστο, η Μαρτίνα Γκρούτερ και οι συνεργάτες της στο Ινστιτούτο Ανθρώπινης Γενετικής του Μούνστερ στη Γερμανία βρήκαν πως το 2,5% 700 μαθητών του γυμνασίου είχαν πρόβλημα στην αναγνώριση προσώπων.
Τα αποτελέσματα εξέπληξαν τους επιστήμονες αλλά και τους ασθενείς. Φαίνεται ότι αν δεν έχεις ποτέ αναγνωρίσει ένα πρόσωπο, δεν ξέρεις απαραίτητα ότι αυτό είναι πρόβλημα. Δεν γνωρίζεις δηλαδή ότι όλοι οι υπόλοιποι μπορούν να το αναγνωρίσουν. Αυτό μάλλον εξηγεί γιατί η αναπτυσσόμενη προσωπαγνωσία ήταν άγνωστη μέχρι πρόσφατα. «Οι ασθενείς ξέρουν ότι δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν ανθρώπους, αλλά δεν ξέρουν ότι οι άλλοι μπορούν να το κάνουν», εξηγεί ο Μπραντ Ντουσέιν, γνωσιακός νευροεπιστήμονας στο University College του Λονδίνου. «Μερικές φορές δεν καταλαβαίνουν καν ότι το πρόβλημά τους εστιάζεται στο πρόσωπο».
Πάντως, όσοι πάσχουν από αυτή τη διαταραχή επινοούν άλλους τρόπους για να αναγνωρίζουν τους φίλους τους. Από τον τρόπο που περπατούν, τα ρούχα που φορούν συνήθως ή την ομιλία. Μερικοί θυμούνται τους ανθρώπους ακόμα κι από το κούρεμα ή το χτένισμα. Αν όμως αλλάξει κάτι από αυτά τα χαρακτηριστικά, ο ασθενής τα χάνει. «Αναγνώριζα μία συνάδελφο από τα μαλλιά της. Μία φορά όμως, έδεσε τα μαλλιά της κότσο μπροστά στα μάτια μου και ήταν σα να εξαφανίστηκε. Μέσα σε δευτερόλεπτα δεν ήμουν σίγουρος ποια ήταν», θυμάται ο Χόουντς.
Kανένας από όσους ασθενείς πάσχουν από προσωπαγνωσία δεν έχει ακριβώς το ίδιο πρόβλημα. Μερικοί δεν αναγνωρίζουν μόνο πρόσωπα, άλλοι έχουν πρόβλημα και με τα αντικείμενα και τα ζώα. Κάποιοι αναγνωρίζουν πρόσωπα αλλά δεν καταλαβαίνουν αν είναι όμορφα ή άσχημα ή τα συναισθήματα που εκφράζουν. Κάποιοι εκπαιδεύονται να αναγνωρίσουν τα κοντινά τους πρόσωπα, άλλοι δεν μπορούν ούτε τον εαυτό τους στον καθρέφτη να καταλάβουν. Αυτό αποτελεί ένα μεγάλο εμπόδιο στην επιστημονική έρευνα. Υπάρχουν επιστήμονες που πιστεύουν ότι το πρόβλημα είναι κληρονομικό και οφείλεται σε κάποιο γονίδιο. Άλλοι πιστεύουν ότι εκδηλώνεται από μία πάθηση στα μάτια στη βρεφική ηλικία. Όποια κι αν είναι η αιτία για την προσωπαγνωσία, τα νέα για τη θεραπεία της δεν είναι καλά. Το μόνο που υπάρχει προς το παρόν είναι κάποιες στρατηγικές αντιμετώπισης, που χρησιμοποιούν οι ίδιοι οι ασθενείς ή αναπτύσσουν οι ειδικοί...».
«Τα Νέα», 9.12.06.
«Πένθος
Για όλα τα ξοδεμένα βλέμματα
Μέχρι να σε πρωτοαντικρύσω.
Θέλω
Να τυφλωθώ αμέσως
Για να μην ξαναπεράσει τίποτα άλλο
Απ' τα μάτια μου εμπρός.
Το πρόσωπό σου στο σκοτάδι μου.
Το πρόσωπό σου στα όνειρά μου.
Αυτό
Και άλλο τίποτα».

Όταν η Νατάσα γνώρισε τον Γιώργο κατάλαβε τι θα πει κεραυνοβόλος έρωτας· από τον τρόπο που την κοιτούσε, αλλά κυρίως από το ποίημα που της έγραψε. Κράτησε το ποίημα, αλλά του έδωσε ψεύτικο αριθμό τηλεφώνου γιατί βρήκε την υπερβολή του αφόρητη. Όταν μετά από μήνες ξανασυναντήθηκαν τυχαία, έκανε πως την έβλεπε για πρώτη φορά. Της έγραψε και ποίημα. Εκείνη προσβλήθηκε σφοδρά, γιατί κατάλαβε πως όχι μόνο επρόκειτο για κόλπο που έκανε με όλες, αλλά -το χειρότερο- δεν τη θυμόταν καν. «Μου έχεις ξαναγράψει, ξέρεις». «Εσύ ήσουν λοιπόν;». Της εξήγησε για την προσωπαγνωσία. Έκτοτε έγινε το αγαπημένο της παιχνίδι. Είχε συλλέξει δέκα ακόμη ποιήματά του, σε ισάριθμες τυχαίες -εντός εισαγωγικών πλέον- συναντήσεις και διαπίστωνε πως αδυνατούσε να κάνει βήματα λογοτεχνικής προόδου, κινούμενος πεισματικά στον ίδιο μπανάλ χυλό. Ο Γιώργος, φυσικά, είχε καταλάβει πως τον κορόιδευε, πως κάθε φορά εξαφανιζόταν, πως οι επόμενες εμφανίσεις της μόνο συμπτωματικές δεν ήταν. Είχε ήδη όμως ερωτευθεί παράφορα την ίδια γυναίκα δώδεκα φορές και θεωρούσε τον εαυτό του ευλογημένο. Πόσο μάλλον που τα δώδεκα επόμενα πρωινά ξυπνούσε με σβησμένο μέσα του το πρόσωπο που λίγες ώρες πριν πίστευε ότι δεν θα άντεχε να μην το ξαναδεί. Η λησμονιά του προσώπου της καθιστούσε αδύνατη τη νοσταλγία του και η έλλειψη νοσταλγίας καθιστούσε αδύνατο τον πόνο, αλλά όχι και την προσδοκία της επόμενης φοράς, τη λαχτάρα να ξαναπρωτοαντικρύσει τον έρωτα της ζωής του. Ο έρωτας του Γιώργου για τη Νατάσα μετρούσε ως τώρα δώδεκα εντελώς πρωτόγνωρες, εντελώς ολοκληρωτικές και εντελώς εφήμερες επαναλήψεις, ο έρωτάς του δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο, όντας υπό αυτήν την έννοια ανεπανάληπτος.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 12, 2006

Η Πέρκα του Νείλου και τα δυσώδη ερωτήματα.

Mετά το «Grizzly Man», ένα ακόμη ντοκιμαντέρ έχει πάνω μου ισχυρότερη συναισθηματική επίδραση από τις ταινίες μυθοπλασίας των τελευταίων δύο - τριών ετών. «Ο Εφιάλτης του Δαρβίνου» είναι ένα έργο που παρακαλάς να τελειώσει, όχι επειδή εκβιάζει τον πόνο σου ή τις τύψεις σου, αλλά επειδή περιέχει εικόνες της αφρικανικής καθημερινότητας που θες να σβήσεις απ' το μυαλό σου όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Ένα ψάρι που ρίχνεται για πειραματικούς σκοπούς σε μια τεραστίου μεγέθους λίμνη, τρώγοντας μέσα σε ελάχιστα χρόνια όλα τα υπόλοιπα είδη ψαριών που ζούσαν εκεί από πάντοτε, καταστρέφοντας την οικολογική της ισορροπία και μετατρέποντάς την σε βούρκο, ένα ψάρι που όμως γίνεται νόστιμο φιλέτο και αρχίζει να εξάγεται σε τερατώδη νούμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δίνoντας έτσι δουλειά σε πολλούς Τανζανούς, ρώσικα και ουκρανικά μεταγωγικά αεροπλάνα που πηγαινοέρχονται παίρνοντας από την Αφρική φιλέτα πέρκας και φέρνοντας της όπλα για τους εμφυλίους της, μεταγωγικά που πετούν πιλότοι που πρέπει να κάνουν μια δουλειά για να ζήσουν τις οικογένειές τους, ο Τανζανός που λέει ότι όλοι επιθυμούν τον πόλεμο γιατί στο στρατό έχουν να φάνε, τετράχρονα παιδιά που ζουν στο δρόμο παρατημένα απ' τους γονείς τους, παιδιά μαστουρωμένα, η πανδημία του AIDS, το προφυλακτικό άγνωστη λέξη και για την εκκλησία αμαρτωλή, τα φιλέτα για την Ευρώπη και για τους ντόπιους τα πατημένα ψαροκέφαλα, τρεις Τανζανές πουτάνες κι ένας Τανζανός τραβεστί, παγκοσμιοποίηση, καπιταλισμός, η εξαθλίωση έχει πολιτικά αίτια, όντως, ναι, σύμφωνοι, διαχρονική εκμετάλλευση ηπείρου από ήπειρο, η πάλη των ηπείρων, αμορφωσιά στην αμορφωσιά και έλλειψη δομών στην έλλειψη δομών, αλλά γιατί, πώς, πώς μια ήπειρος είναι τόσο πίσω από τις άλλες, πώς και γιατί δεν κάνει βήματα προς τα μπρος, βλάσφημες ερωτήσεις που κάνω κρυφά στον εαυτό μου ανοίγοντας την κερκόπορτα στον ρατσισμό.

Σας γαμώ όλους

«Dear Schooligans, από την πρώτη στιγμή που σας διάβασα κόλλησα πραγματικά μαζί σας. Είμαι πρωτοετής φοιτητής και σπουδάζω μακριά από την πόλη μου. Ένιωσα τη βία και τον χλευασμό από το νηπιαγωγείο. Αυτό συνεχίσθηκε μέχρι να τελειώσω το Λύκειο. Το πρόβλημα το δημιούργησαν ορισμένοι συμμαθητές μου. Βλέποντας ότι ήμουν ένα παιδί χαμηλών τόνων και ήσυχο, ήμουν το θύμα τους για να περνάνε αυτοί καλά κοροϊδεύοντάς με. Βλέπετε, ο καλός τις περισσότερες φορές θεωρείται ως αγαθός και χαζός. Έτσι κι εγώ ήμουν γι΄αυτούς ο χαζός της τάξης, ο αποδιοπομπαίος τράγος.
Μου έκαναν ό,τι δεν μπορεί να φανταστεί και το πιο αρρωστημένο μυαλό. Μου έδιναν φάπες, με χτυπούσαν, με έφτυναν, μου έσχιζαν τα τετράδια, μου πετούσαν τα πράγματα, μου έκρυβαν την τσάντα, με ενοχλούσαν την ώρα του μαθήματος, μου έγραφαν βρισιές στο θρανίο, κατάφεραν να μου κάνουν σπάσιμο νεύρων. Ήταν η αφορμή όλη η τάξη να με πάρει στο ψιλό και έτσι να μην έχω φίλους στο σχολείο και να νιώθω τρομερή μοναξιά. Όλα αυτά μου δημιούργησαν τεράστια ψυχολογικά προβλήματα. Μου προξένησαν χαμηλή αυτοεκτίμηση οδηγώντας με στην κατάθλιψη και στο να μην πιστεύω πλέον στον εαυτό μου.
Στέλνω λοιπόν ένα μήνυμα σε αυτούς που μου έκαναν τη ζωή κόλαση: Νίκο, Ηλία, Χρήστο, Στάθη, Κώστα, αφυπνίστηκα. Δεν είμαι πλέον ο χαζός που γνωρίζατε, αλλά αυτός που με τη σειρά σας πρέπει πια να φοβάστε. Αυτή τη στιγμή πατάω γερά στα πόδια μου, έχοντας αποκτήσει πραγματικές φιλίες. Mπορώ να αλλάξω το μέλλον και θα το κάνω. Σας γαμώ όλους. Να πάτε στο διάολο, όπως με στείλατε και μένα. Θα ήθελα να κλείσω με μια φράση του Φρειδερίκου Νίτσε. «Κάποιος πρέπει να έχει Χάος μέσα του, για να γεννήσει ένα φλεγόμενο αστέρι».
Δημήτρης, 19 ετών
Θεσσαλονίκη».
Ελευθεροτυπία, 10.12.06.
(Παραδόξως, η εφημερίδα που φιλοξένησε την τραβεστί φωνή του 13χρόνου Αλέξανδρου, φιλοξενεί και το πιθανότατα πιο αυθεντικό ένθετο του ελληνικού Τύπου, τους Schooligans).

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

Ο Ντανς

Ο Ντανς, υψηλόβαθμο στέλεχος πολυεθνικής, με όλο το μέλλον μπροστά του, όλο το παρόν δικό του κι ένα πλούσιο παρελθόν πίσω του, ήταν εξαιρετικά κοινωνικός τύπος και είχε στην μνήμη του κινητού του πάνω από τριακόσια τηλέφωνα. Πολλούς από τους γνωστούς του τους αποκαλούσε «φίλους», φίλους όμως αληθινούς είχε μόνο τέσσερεις. Η σχέση τους μετρούσε πάνω από τρεις δεκαετίες, καθώς ήταν φίλοι απ' το σχολείο και πλησίαζαν πια τα 45. Ο Ντανς είχε στη δουλειά του φήμη ανθρώπου σκληρού και κυνικού, αλλά ήθελε να πιστεύει ότι στις διαπροσωπικές του σχέσεις διατηρούσε ακέραιο έναν ηθικό κώδικα με ορισμένες θεμελιώδεις απαράβατες αρχές. Τους τέσσερεις φίλους του τους αγαπούσε βαθιά και δεν υπήρχε θυσία που να μην ήταν διατεθειμένος να κάνει για αυτούς. «Οι πέντε μας είμαστε δεμένοι σαν τα δάχτυλα μιας γροθιάς» συνήθιζε να λέει όταν είχε πιει λιγάκι παραπάνω. Όχι ότι δεν υπήρξαν φορές που η σχέση τους δεν κλονίστηκε· μικροπαρεξηγήσεις, εγωισμοί, ζήλειες. Αλλά όλη η επαγγελματική αναλγησία του, στο φιλικό πεδίο μετατρεπόταν αίφνης σε υποχωρητικότητα και κατανόηση, με αποτέλεσμα κάθε κλονισμός να είναι πρόωρος. Όντας μάλιστα ο πιο εύπορος της παρέας μακράν του δεύτερου -αφενός γιατί ο μισθός του με τα μπόνους είχε φτάσει να είναι υπερδιπλάσιος των άλλων και αφετέρου γιατί ήταν ο μόνος εργένης ανάμεσά τους- δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που τους είχε βοηθήσει και οικονομικά. Ιδιαίτερα μετά τα διαζύγια των τριών από τους τέσσερεις, είχε φτάσει να συνεισφέρει, λιγότερο ή περισσότερο, στη διατροφή που κατέβαλλαν στις πρώην συζύγους τους και στα ανήλικα παιδιά τους. Κανείς τους μάλιστα δεν γνώριζε πως ο Ντανς βοηθούσε και τους υπολοίπους.
Ήταν Πέμπτη βράδυ και όπως κάθε Πέμπτη βράδυ είχαν βγει οι πέντε τους για ποτό. Το κινητό του Ντανς χτύπησε, ο Ντανς απομακρύνθηκε για να μπορέσει να μιλήσει χωρίς να τον ενοχλεί η μουσική και μετά από ένα λεπτό επέστρεψε βρίζοντας: «Οι μαλάκες, οι ανίκανοι, δεν μπορούν να δέσουν ένα γαμημένο ζευγάρι κορδόνια αν δεν είμαι εγώ εκεί να τους δείχνω πώς γίνεται ο κόμπος. Χίλια συγγνώμη παιδιά, αλλά πρέπει να γυρίσω για λίγο στην εταιρία».
Δυο ώρες μετά είχε ανάψει τσιγάρο και κοιτούσε παγερά τον απέναντι τοίχο του υπνοδωματίου του, χαϊδεύοντας κυκλικά τις τρίχες του στέρνου του.
«Πού είπες ότι άφησες τα παιδιά;», ρώτησε.
«Στην πεθερά μου. Δεν αντέχω άλλο αυτήν την υποκρισία. Θα χωρίσω».
«Σε θέλω, σε ποθώ, αλλά στο ξαναείπα ότι δεν μπορούμε να είμαστε μαζί. Δεν θα μπορώ να τον κοιτάξω στα μάτια».
«Ενώ τώρα μπορείς;», του φώναξε δακρυσμένη.
Μπορούσε. Όπως μπορούσε να κοιτά και τους υπόλοιπους τρεις. Στην τελική ανάλυση δεν πίστευε ότι ήταν αυτός η αιτία των χωρισμών τους. Αν τους αγαπούσαν στ' αλήθεια δεν θα είχαν κοιμηθεί μαζί του, δεν θα είχαν κάνει σχέση μαζί του, θα είχαν λίγο περισσότερη τσίπα. Εκείνος ήταν άντρας και είχε μπει στον πειρασμό. Ήταν εκείνες που θα έπρεπε να είχαν μεγαλύτερες αντιστάσεις.
Ο Ντανς σηκώθηκε απ' το κρεβάτι κι άρχισε να ψάχνει το σλιπ του.
«Ξέρεις, Ντανς», συνέχισε με φωνή που έτρεμε, «πάντα ήσουν ένα μυστήριο, πάντα είχα δεκάδες απορίες για σένα, από το ποιός είσαι στ' αλήθεια, μέχρι το πώς γίνεται να σε λένε Ντανς και να μην σε έχω δει να χορεύεις ούτε μια φορά όλα αυτά τα χρόνια».
«Χαϊδευτικό είναι· το βαφτιστικό μου είναι Ντεκαντάνς. Απλώς κλείσε την πόρτα φεύγοντας» της απάντησε με το σλιπ στο χέρι κι ένα κουρασμένο χαμόγελο στο στόμα, ντύθηκε, επέστρεψε στους φίλους του και μέθυσε τόσο, ώστε αναγκάστηκαν να τον πάνε όλοι μαζί σηκωτό στο κρεβάτι του.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 09, 2006

Ο τελευταίος μπλόγκερ

Ένεκα ενός εντελώς μυστηριώδους ιού, που ξεπάστρεψε την ανθρωπότητα μέσα σε λιγότερο από δυο μήνες, ήταν ο τελευταίος ζωντανός άνθρωπος στη γη. Ο προτελευταίος είχε πεθάνει εδώ και πέντε ημέρες. Αυτός ακόμη άντεχε. Θα ήθελε πολύ να μάθει γιατί, αλλά δεν είχε μείνει κανένας να ρωτήσει. Φοβόταν να βγει έξω. Η πόλη είχε παραδοθεί στα σκυλιά κι όλα μυρίζαν θάνατο. Ξανάπιασε το ξεχασμένο για μήνες μπλογκ του κι άρχισε να γράφει. Οι μέρες περνούσαν κι όλο έγραφε. Πάντα του άρεσε, αλλά ποτέ δεν είχε ελεύθερο χρόνο. Τώρα είχε όλο τον χρόνο δικό του. Μονοκράτορας του χρόνου χωρίς κανέναν να τον μοιραστεί. Τον μοιραζόταν με τα ποστ του. Δεν έκανε τίποτε άλλο. Κοιμόταν, σκεφτόταν κι έγραφε. Όταν τελείωσαν οι προμήθειές του άρχισε να εισβάλλει στα υπόλοιπα διαμερίσματα της πολυκατοικίας του. Ευελπιστούσε ότι μέχρι να τελειώσει η τροφή και από αυτά, θα είχε υποκύψει κι εκείνος στον ιό ώστε να μην χρειαστεί να ξαναβγεί στο δρόμο. Διαψεύστηκε. Υπό άλλες συνθήκες θα αυτοκτονούσε. Αλλά είχε βρει πια την ευτυχία και δεν ήταν διατεθειμένος να την παρατήσει τόσο εύκολα. Πέρασαν τρεις μήνες για να του πρωτοέρθει η διάθεση να αυνανιστεί. Πέρασαν έξι μήνες για να πρωτοαναρωτηθεί για την παραδοξότητα του να γράφει τόσα δισεκατομμύρια λέξεις χωρίς καμία εξ ορισμού πιθανότητα να διαβαστούν από οποιονδήποτε άλλο. Άρχισε τότε να τον βασανίζει η αγωνία μήπως δεν έχει νόημα όλο αυτό το παραλήρημα της γραφής. Αμέσως έπιασε και κατέγραψε την αγωνία του. Επί σαράντα ημέρες έγραφε μόνο γι΄αυτή. Μετά έβαλε για πρώτη φορά τα κλάμματα από τότε που είχε μείνει μόνος. Τα δάκρυά του τού άνοιξαν νέους ορίζοντες για να γράψει. Οι λέξεις που έγραψε για τα δάκρυα γεννούσαν νέα δάκρυα και τα νέα δάκρυα νέες λέξεις, μέχρι που τα μάτια του έσταζαν λέξεις και στην οθόνη του πληκτρολογούνταν δάκρυα.
Τότε, ένεκα ενός ακόμη πιο μυστηριώδους ιού, που ανέστησε την ανθρωπότητα μέσα σε λιγότερο από δύο λεπτά, κατάλαβε ότι τα πράγματα συντομότατα θα επανέρχονταν στην προτεραία τάξη τους· θα ήταν προτιμότερο για όλους να προσποιηθούν ότι δεν είχε συμβεί τίποτε παράξενο· η άλλη εκδοχή ήταν υπερβολικά δυσβάσταχτη.
Φυσικά αυτοκτόνησε. Kι έναν αιώνα μετά, ο ιός που αρχικά σκότωσε και αργότερα ανέστησε τους πάντες, δεν ήταν παρά ένας μύθος που είχε ξεκινήσει ένας γραφομανής αυτόχειρ μπλόγκερ.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 08, 2006

WE, THE_UNIVERSE

Είδα το πιο παράξενο όνειρο.
Είχε βγάλει, λέει, ολοκαίνουριο άλμπουμ ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και ένα του τραγούδι ήταν αφιερωμένο στους μπλόγκερς.
Αράδιαζε, λέει, o Mπαντούκ τα ονόματα των μπλογκ μας.
Άκουσα στον ύπνο μου τ' όνομά μου σε τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

Ανθρωπάνθρωπος

Συνταρακτικές εξελίξεις στο χριστιανικό μέτωπο.
Σε άρθρο του για την κοινή διακήρυξη Πάπα - Οικουμενικού Πατριάρχη, ο Κώστας Μπέης επισημαίνει:
Μ' αυτήν την τελευταία διατύπωση (ότι δηλαδή αφ' ης ο Ιησούς επί του σταυρού παρέδωσε το πνεύμα του, «είναι μέσα μας η ζωντανή παρουσία του Θεού») οι ηγέτες των δύο μεγάλων χριστιανικών Εκκλησιών, για πρώτη φορά, αποφεύγουν ν' ανατάμουν και να εμφανίσουν με οντολογικές διαστάσεις το χριστιανικό μήνυμα της ανάστασης, κάνοντας έτσι το πρώτο βήμα για την απαιτούμενη μεγάλη πορεία, στην οποία επίσης αναφέρθηκε η κοινή διακήρυξή των, δηλαδή την ανάγκη της ερμηνείας των Ευαγγελίων σε αρμονία με τι σύγχρονες πνευματικές και φιλοσοφικές κατακτήσεις.
Στον ελλαδικό χώρο, πρώτος ο συνάδελφος Μάριος Μπέγζος, διαπρεπής καθηγητής της Φιλοσοφίας των Θρησκειών στο Πανεπιστημίο Αθηνών, από ετών με έμφαση τονίζει την ανάγκη για «φιλοσοφική αυτοκριτική της θρησκείας» στο πλαίσιο «διαλεκτικής σύνθεσης του παραδοσιακού με το σύγχρονο». Αλλά και ο ήδη αρχιεπίσκοπος Αμερικής π. Δημήτριος, στην πρώτη διδακτορική διατριβή του, ενθαρρύνει τους θεολόγους της Εκκλησίας «να αρχίσουν έναν πραγματικό διάλογο με τον διανοούμενο κόσμο της εποχής τους».
Εκτιμάται ότι στο πέρας αυτού του «διαλόγου αυτοκριτικής», Πάπας και Οικουμενικός Πατριάρχης με νέα κοινή τους διακήρυξη:
(α) θα ζητήσουν αναδρομική υπερδιχιλιετή συγγνώμη για την ντεπασέ παραμύθα της ανάστασης, η οποία άλλωστε αντίκειται σε κάθε επιστημονική γνώση,
(β) θα προβούν στην αυτοδιάλυση των εκκλησιών τους και στην μετατροπή τους σε κέντρα θεολογικού προβληματισμού, με κυρίαρχη φιγούρα έναν Ιησού όχι πλέον Θεάνθρωπο αλλά Ανθρωπάνθρωπο, έναν ψυχάκια Ιησού με illusions of grandeur, με παραισθήσεις μεσσιανικού μεγαλείου, έναν διά της ψευδαισθήσεως πως είναι ο Χριστός σαλό.

Η σελίδα 47

Ο ιστορικός του μέλλοντος θα πάρει στα χέρια του την σελίδα 47 της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» της 6.12.06 και θα καταγράψει θέμα με τίτλο «Υπόθεση 17Ν. Σε "δίκη" το δικαστήριο. Αίτηση εξαίρεσης από κατηγορουμένους και δικηγόρους». Διαβάζοντας το θα βρει απόσπασμα από την τοποθέτηση του Δημήτρη Κουφοντίνα στο δικαστήριο («Ο Πομπήιος, όταν οι Μαμερτίνοι (πολεμιστές της Μεσσήνης) επικαλούνταν τους νόμους, τους απάντησε: Τι μου λέτε για νόμους, όταν κρατώ σπαθί; Ο Πομπήιος όμως είχε όλη την ειλικρίνεια της ωμής βίας, που δεν χρειάζεται δικαιολογίες και περιτυλίγματα. ............ Εγώ δεν είμαι Μαμερτίνος. Ξέρω ότι απέναντι βρίσκεται η βία του Πομπήιου της εξουσίας. Στο vae victis, όμως, αντιτάσσω, ότι οι μόνες χαμένες μάχες είναι αυτές που δεν δίνονται. Ενα χρόνο τώρα είμαστε εδώ, πάντα στην πρώτη τη γραμμή, και πολεμάμε. Αυτό είναι ένα απ' τα τελευταία όπλα μας»), καθώς επίσης και αποσπάσματα από την επιχειρηματολογία υπέρ του αιτήματος εξαίρεσης των δικηγόρων Ιωάννη Σταμούλη, Ιωάννας Κούρτοβικ και Ιπποκράτη Μυλωνά.
Στην δεξιά στήλη της ίδιας σελίδας, υπάρχει συμπληρωματικό θέμα με τίτλο «Και ο ΔΣΑ υπέρ του αιτήματος Γιωτόπουλου», στο οποίο αναφέρεται ανακοίνωση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών υπέρ του δικαιώματος Γιωτόπουλου να επιλέξει νέο συνήγορο υπεράσπισης.
Από κάτω -και ακριβώς παραπλεύρως των δηλώσεων Κουφοντίνα για τις χαμένες μάχες- ο ίδιος ως άνω ιστορικός θα βρει τα ακόλουθα :
ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ 31.12.05
.................................................................
ΣΥΝΟΛΟ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ 3.411.861.913,29 ευρώ
ΣΥΝΟΛΟ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ 3.411.861.913,29 ευρώ
Αθήνα, 22 Μαρτίου 2006
Ο Πρόεδρος του Δ.Σ. Ο Διευθύνων Σύμβουλος
Τρύφων Ι. Κουταλίδης Jacques C. Tournebize

Ανοσία

Συνδύαζε μια εκθαμβωτική εξωτερική εμφάνιση που σου προξενούσε κεραυνοβόλα ταραχή μόλις την αντίκρυζες, με μια απόκοσμη δυσοσμία που καθιστούσε πρακτικά αδύνατο το να την πλησιάσεις και να σταθείς δίπλα της. Η δυσοσμία της δεν πρέπει να αποδοθεί σε ελλιπή προσωπική υγιεινή, αλλά ούτε να εκληφθεί ως χονδροειδής μεταφορά για το ποιόν του εσωτερικού της κόσμου· μια χαρά κορίτσι ήταν κι η καρδιά της μάλαμα. Μολαταύτα σκυλοβρωμούσε. Αλλά γιατί να χρειάζεται ιδιαίτερη εξήγηση η ξεχωριστή της μυρωδιά και όχι η ξεχωριστή της όψη; Και οι δύο εξίσου αυθαίρετες ήταν και οι δύο εξίσου άδικες· απλά η όψη της αδικούσε τις υπόλοιπες γυναίκες ενώ η οσμή της την ίδια.
Τέλος πάντων, όποτε τολμούσε να βγει έξω από το σπίτι της και να πάει π.χ. σε ένα μπαρ, γινόταν αμέσως το επίκεντρο της προσοχής, το επίκεντρο κυριολεκτικά όμως, καθώς σχηματιζόταν γύρω της ένας κύκλος, όπου σε απόσταση ασφαλείας όλοι την θαύμαζαν αποσβολωμένοι. Κάθε τόσο κάποιος σαγηνευμένος δεν άντεχε να μένει μακριά της κι έκανε να την πλησιάσει και να της μιλήσει, αλλά είτε λιποθυμούσε είτε προλάβαινε να φύγει τρέχοντας.
Η κατάσταση ήταν ομολογουμένως προβληματική. Δυστυχούσε. Είχε ανάγκη την ανθρώπινη επαφή. Πόσο θα 'θελε να μην μυρίζει! Θα αντάλλαζε με οποιοδήποτε τίμημα το χάντικάπ της. Ας απαλλασσόταν απ' τον βραχνά του κι ας γινόταν μπάζο.
Η φήμη της όμως είχε κυκλοφορήσει για τα καλά στην πόλη και στο ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο της ήρθε πρόταση για να παρουσιάσει δική της εκπομπή στην τηλεόραση.
Δέχθηκε. Στα γυρίσματα οι κάμεραμέν φορούσαν ειδικές μάσκες. Καλεσμένους δεν είχε.
Πριν καν τελειώσει η πρώτη εκπομπή την είχε ερωτευθεί το πανελλήνιο.
Αποσπάσματα κυκλοφόρησαν στο ίντερνετ και σε δύο ημέρες όλος ο πλανήτης δεν ήξερε από πού του είχε έρθει.
Σύντομα άρχισε να παραλύει κάθε άλλη κοινωνική εκδήλωση, ο κόσμος δεν πήγαινε πια στις δουλειές του, οι πόλεμοι υπολειτουργούσαν, ο τζίρος της πώλησης ναρκωτικών έπεσε κατακόρυφα.
Η εικόνα της βρισκόταν πλέον παντού.
Από κάθε γωνιά του κόσμου ξεπηδούσαν λέξεις για εκείνη, νότες για εκείνη, σπέρμα για εκείνη.
Το σπίτι της κατακλύστηκε από αφιονισμένο πλήθος.
Θα σας δέχομαι έναν - έναν, είπε.
Όποιος έμπαινε μέσα δεν έβγαινε ποτέ.
Ο κόσμος ήξερε, καταλάβαινε, αλλά δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένα τέτοιο πλάσμα, ένα πλάσμα εκστασιογόνο, μπορεί να είναι ταυτόχρονα και θανάσιμα βρωμερό.
Κι έτσι ο ένας μετά τον άλλον έμπαιναν, κι εκείνη συνέχιζε να τους καλεί, όχι γιατί ήταν σίριαλ κίλερ, αλλά γιατί λαχταρούσε κάποιον να την αγγίξει, όμως κανένας δεν μπορούσε, κανένας δεν άντεχε. Και δεν άντεχε που δεν την άντεχαν. Ήθελε να το διαψεύσει με κάθε τρόπο, ήθελε να βρεθεί εκείνος με κάθε τρόπο, ήθελε να νιώσει ποθητή στην ολότητά της.
Η αποφορά από τα μαζεμένα πτώματα συνδυασμένη με την πάγια δική της, έβγαλε τις Αρχές από το λήθαργό τους.
Συνελήφθη από επίλεκτη μονάδα και οδηγήθηκε για προφανείς λόγους στην απομόνωση.
Μερικούς μήνες μετά, ένας δεσμοφύλακας έβγαλε κατά λάθος την μάσκα του και με κατάπληξη συνειδητοποίησε ότι είχε ανοσία.
Δεν μου μυρίζεις της είπε μπαίνοντας αλλόφρων στο κελλί της, μα μόλις έκανε να την φιλήσει πέθανε. Όχι από κακοσμία αλλά από υπερχειλή ερωτική συγκίνηση.
Έκτοτε της έστριψε.
Εν τω μεταξύ ο υπόλοιπος κόσμος είχε επανέλθει στα συγκαλά του, γιατί οι εικόνες είναι καταδικασμένες ή να ανανεώνονται ή να πεθαίνουν.
Αυτά λίγο πολύ.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 06, 2006

Εγκώμιο

Μα τι γαμάτη εκπομπή είναι αυτή : )
«Ηotel Tρίτων», κάθε μεσάνυχτα Τρίτης στην ΕΤ 1.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 05, 2006

Ξεκίνησε ως οργασμός

Για μια ακόμη φορά, για μια ακόμη μέρα, χωμένος βαθιά μέσα στη γη διέσχιζε ιλιγγιωδώς τον χώρο και τον χρόνο, για μια ακόμη φορά, για μια ακόμη μέρα, κουδούνισε στ΄αυτιά του η αναγγελία της ανοργασμικής ηχογραφημένης φωνής «Επόμενη στάση Σύνταγμα», οπότε δεν άντεξε άλλο αυτό το μια ακόμη φορά, το μια ακόμη μέρα και πήρε το μετρό ανάποδα και αντιστράφηκε η πορεία του βαγονιού του και τώρα διέσχιζε ιλιγγιωδώς τον χώρο και τον χρόνο στην ίδια κατεύθυνση αλλά προς την αντίθετη φορά, έτσι που η φωνή τώρα έλεγε «Προηγούμενη Στάση Ευαγγελισμός», «Προηγούμενη Στάση Μέγαρο Μουσικής» και συνέχιζε με τον ίδιο ρυθμό να γυρνά πίσω, στις προηγούμενες φορές, στις προηγούμενες μέρες, άρχισε να βρίσκεται μπροστά σε τούρτες που είχαν κάθε φορά και ένα λιγότερο κεράκι από την προηγούμενη, τα μαλλιά του πύκνωναν, τα κιλά του λιγόστευαν, πίσω, πίσω, γυρνούσε πίσω, τώρα δεν είχε πια παιδιά, να 'τος που απολύεται από την προηγούμενη δουλειά του, τώρα δεν είχε πια γυναίκα, να 'τος που απολύεται από την προπροηγούμενη δουλειά του, το πρόσωπό της πρώτη φορά, ο πατέρας του ξαναπεθαίνει, πίσω στο βράδυ που του στοίχειωσε τη ζωή, το βράδυ που χτύπησε κάποιον με το αυτοκίνητο και πανικόβλητος τον εγκατέλειψε, παρουσιάζεται στο στρατό, κάνει την πρώτη του σχέση, μπαίνει στη λάθος σχολή, ο καθηγητής τον βρίζει στο σχολείο, δεν θέλει να πάει νήπιο, είναι σκοτεινά και δεν καταλαβαίνει τίποτα αλλά είναι ζεστά και του αρέσει, αποσυλλαμβάνεται, κόβεται στα δύο, σπάει, ξεκίνησε ως οργασμός, επιστροφή της λάμψης στα εξ ων συνετέθη, τώρα λίγες ψηφίδες της προσωπικότητάς του στην αναποφασιστικότητα του πατέρα του, κάποιες άλλες στην ξεροκεφαλιά της μάνας του, φεύγουν κι αυτές, χάνονται κι αυτές, τα μάτια του παππού του θολώνουν και σβήνονται, εξακολουθεί και γυρνά προς τα πίσω, μόνο που δεν μπορεί πια να το συνειδητοποιήσει, γιατί δεν έχει μείνει πια τίποτε δικό του, τίποτε που να τον συνιστά, τίποτε εκτός από ένα κορμί σπρωγμένο, ένα κορμί σπρωγμένο από τους συνεπιβάτες του που θέλουν να κατέβουν στο Σύνταγμα, παρασέρνοντάς το έτσι μαζί τους σε μια ακόμη φορά, σε μια ακόμη μέρα, σε μια ακόμη κανονικότητα, σε μια ακόμη υποταγή στους νόμους.

Eπί των ημερών τους

«Επί των ημερών μου». Σαν να λέμε ότι δεν είναι δικές σου όλες οι ημέρες της ζωής σου. Σαν όταν γερνάς οι μέρες να παύουν να σου ανήκουν και να ανήκουν πια στην ηλικία σου. Επί των ημερών μου έκανα αυτό και εκείνο, επί των ημερών μου άφησα το στίγμα μου, επί των ημερών μου είχα εξουσία ή κύρος ή ερωτική πέραση ή δόξα.
Επί των ημερών μου έκανα θραύση με τα τραγούδια μου. Οι μέρες αυτές όμως ήταν τριάντα ή σαράντα χρόνια πριν.
Προσπαθώ να φανταστώ τον Σάκη Ρουβά το 2040. Σε τι χώρους θα εμφανίζεται και κάθε πότε; Αντί για κοιλιακούς και αστραφτερό χαμόγελο, θα πουλάει νοσταλγία· πασπαλισμένη ίσως με αστραφτερό χαμόγελο.
Βρέθηκα τις προάλλες από σπόντα σε κέντρο με ποπ τραγουδιστές περασμένων δεκαετιών και ένιωσα αμήχανα. Ό,τι ξεφεύγει από τις «ημέρες του» έχει εκ προοιμίου χάσει το παιχνίδι; Μάλλον.
Ήταν όμως ένας κύριος, κοντά στα εβδομήντα, που χόρευε με την λίγο μικρότερη γυναίκα του, χόρευε συνεχώς, μόλις καθόταν το επόμενο τραγούδι τον έκανε να την ξανασηκώσει και να ξαναρχίσουν τον χορό, τις περισσότερες φορές μόνοι τους στην υποτυπώδη πίστα. Χόρευαν εξαιρετικά, αλλά δεν ήταν η ποιότητα του χορού τους, ήταν η ζωτικότητά του, η ζωτικότητα που παρέσερνε και την γυναίκα του στο κύμα της, ήταν αφενός η ζωτικότητά του που με έκανε να πάψω να αντιμετωπίζω τη βραδιά με μελαγχολικοστοργικό χαβαλέ και να αρχίσω να την αντιμετωπίζω με καθαρή συγκίνηση, ήταν μια ζωτικότητα που την φανταζόμουν πανταχού παρούσα, σε κάθε φάση της ζωής του, από παιδάκι μέχρι τώρα, από το στρατό και τη δουλειά μέχρι το σπίτι, μια αγάπη για τη ζωή πηγαία και πέρα από κάθε ανάγκη αιτιολόγησης (σχεδόν σαν την δική μου απάθεια), μια αγάπη για τη ζωή που κάνει την ίδια τη ζωή περισσότερο όμορφη και πολύτιμη κι απ΄ ό,τι η ίδια είναι, ήταν αφενός η ζωτικότητά του και αφετέρου μια εικόνα που φαντάστηκα βλέποντας τον να χορεύει τη γυναίκα του και αυτή να διασκεδάζει σχεδόν εξαντλημένη, μια εικόνα να την πρωτογνωρίζει πριν μισό αιώνα και μισό αιώνα αργότερα να εξακολουθεί να την κάνει να περνάει ωραία και να γελά, είτε γιατί την ερωτεύθηκε πολύ είτε γιατί αγαπά κι απολαμβάνει ό,τι ωραίο περιλαμβάνει η ζωή.
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων χορεύει μανιωδώς καταφέρνοντας ίσως έτσι να κάνει δικές του όλες τις ημέρες της ζωής του.
Μερικοί άνθρωποι απολαμβάνουν ακόμη και τα χάπια τους και τους ρευματισμούς τους, μερικοί άνθρωποι μιζεριάζουν ακόμη και επί των ημερών τους.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 04, 2006

Μicroprocessors

Σε ένα κομβικό -υποτίθεται- σημείο του «Departed» η αστυνομία έχει στήσει κάμερες σε μια αποθήκη που η συμμορία του Νίκολσον θα πουλήσει στους Κινέζους κάποια μαραφέτια, τα οποία τα λένε «microprocessors» και τα οποία όποιος τα κατέχει αναβαθμίζει τα οπλικά του συστήματα πετυχαίνοντας φοβερά και τρομερά πράγματα. Μαζεμένοι σαράντα αρχιμπάτσοι στην αίθουσα παρακολουθήσεως και ένας εξ αυτών ρωτάει έναν άλλο αν το αντικείμενο της εγκληματικής αγοραπωλησίας είναι όντως αυτοί οι microprocessors.
H απάντηση του είναι ένας πραγματικός φόρος τιμής στα Μακ Γκάφιν:
«Yes, those. I don't know what they are, you don't know what they are, who gives a fuck?».
Η αστυνομία έχει φυτέψει εδώ και μήνες μυστικό πράκτορα στη συμμορία του Νίκολσον και ενώ αυτός έχει συγκεντρώσει πληθώρα στοιχείων για να τον μπουζουριάσουν, η σύλληψη καθυστερεί γιατί είναι απαραίτητο να βρεθεί άκρη στην υπόθεση με τους microprocessors.
Είναι όμως απαραίτητο μόνο και μόνο για να κινηθεί η πλοκή, μόνο και μόνο για να υπάρξει χρόνος ώστε να δημιουργηθεί σασπένς και να χτιστούν οι σχέσεις ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, και όπως έλεγε ο Χίτσκοκ στον Τρυφώ, όσο πιο διακηρυγμένα ασήμαντο είναι το Μακ Γκάφιν τόσο πιο τελικά σημαντική είναι η ταινία.
Ο Σκορσέζε μάς κλείνει το μάτι, ο Σκορσέζε υπογράφει -δεκαετίες μετά την ουσιαστική απόσυρση των συνομηλίκων του- μια ακόμη ταινιάρα, μια ταινιάρα όμως περισσότερο «είδους» και λιγότερο μια ταινιάρα Σκορσέζε.
Κάπου θα ήθελες να πάταγε λίγο το φρένο στο -αριστοτεχνικό- σενάριο και να εμβάθυνε περισσότερο με τoν δικό του τρόπο στους ήρωες, κάπου θα ήθελες να έδινε μια τελική ώθηση στην ταινία για να την κάνει ισάξια ή καλύτερη του «Λος Άντζελες Εμπιστευτικό», κάπου όμως σκέφτεσαι ότι είναι ιεροσυλία να εκφράζεις οποιοδήποτε παράπονο για ένα τέτοιο έργο.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 03, 2006

Το νέο στέκι των Αρκούδων


Νίκο Αθανασάκη, θέλω να σου αναθέσω αυτό το έργο. Το Κίνημα το ξέρεις, όπως λίγοι το ξέρουν. Γνωρίζεις τις απεριόριστες δυνατότητές του και ξέρεις όλα όσα πρέπει να αλλάξουν. Έχεις την γνώση και την δύναμη να μας οδηγήσεις στην επόμενη περίοδο του ΠΑΣΟΚ. Μας ξέρεις και σε ξέρουμε. Τα παλιά στελέχη που μας οδηγούν, αλλά και οι νεότεροι γνωρίζουν και αναγνωρίζουν την πολιτική σου πείρα και το απαράμιλλο ήθος σου. Γνωρίζουν ότι, στις δύσκολες στιγμές ήσουν δύναμη σταθερότητας. Γνωρίζουν ότι, στάθηκες κοντά στην εξουσία και δεν άφησες ποτέ να σε διαβρώσει και όλοι γνωρίζουν τα συναισθήματά σου για την δεξιά. Και η δεξιά το γνωρίζει. Όλοι γνωρίζουμε ότι, πάνω σου μπορούμε να στηριχθούμε και δεν είναι τυχαίο ότι, σε έχουν βαπτίσει “Αρκούδο”.
Σε έχουν βαπτίσει και πολλά άλλα, Νίκο Αθανασάκη, όπως «Κλανιάρη», «Εχθρό του Κουρέα» και «Μουνάκια», αλλά είναι στο «Αρκούδος», σε αυτό το τόσο τρυφερό «Αρκούδος» που θέλω να σταθώ.
Νίκο Αθανασάκη, καλέ μας Αρκούδε, γνωρίζουμε ότι οποτεδήποτε παραστεί ανάγκη θα ανοίξεις τα τρία πρώτα κουμπιά του πουκαμίσου σου, προσφέροντας προστατευτικά το δασύτριχο σου στέρνο -το σαν αρκούδας στήθος σου- ως καταφύγιο για κάθε προσκεφάλι συντρόφου και συντρόφισσας που θα έχει ανάγκη τη θαλπωρή του και τη θέρμη του.
Αν μπορέσεις να μας δώσεις αυτό, Αρκούδε μας, αν ξέρουμε ότι στη δύσκολη ώρα θα χαθούμε σαν μικρά τέντυ μπέαρς στην στοργική σου αγκαλιά, θα έχεις προσφέρει υπερπολύτιμες υπηρεσίες στο Κίνημα.
Θα σε παρακαλέσω τώρα, Νίκο, να αποδεχθείς τη θέση του Γραμματέα του ΠΑΣΟΚ, χορεύοντας στο ταμ - ταμ που με το ντέφι θα χτυπώ. Έλα να σου βάλω τον χαλκά σου και την αλυσίδα σου και μόλις φωνάξω «Σήκω!», θα σε καλέσω, Νίκο, να σταθείς αρχικά στα δυο σου πισινά πόδια και μετά μια στο αριστερό μια στο δεξί και θα ζητήσω να σε χειροκροτούν στο ρυθμό που θα δίνω όλα τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου, ναι όλα, κι εσύ Βαγγέλη «Μπουλντόγκ» Βενιζέλο, κι εσύ Άννα «Χιονάτη» Διαμαντοπούλου, κι εσύ Μίμη «Ποντικόφατσα» Ανδρουλάκη, κι εσύ Κίμωνα «Ντιούαρς» Κουλούρη, και μόλις τελειώσεις τον χορό σου, να πάμε όλοι μαζί, με μπροστάρη εσένα, Αρκούδε, εκεί που κάθε αρκούδα με στοιχειώδη σεβασμό για τον εαυτό της πηγαίνει όταν πιάνουν τα κρύα.
Συντρόφισσες και σύντροφοι, ας ακολουθήσουμε το νέο Γραμματέα μας, ας ακολουθήσουμε τον Αρκούδο στην χειμερία του νάρκη.
Νάνι τώρα, νάνι μακρύ, Καλά Χριστούγεννα, Ευτυχισμένο το Νέο Έτος, Χάπι Βαλεντάινς Ντέι και τον Μάη θα είναι ωραία με την κού - με την κούπα για παρέα, με την κούπα του καφέ που οπωσδήποτε θα χρειαστούμε, ώστε να ξυπνήσουμε με κέφι και όρεξη για μια δημιουργική άνοιξη, για την άνοιξη που πραγματικά δικαιούται ο τόπος.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 01, 2006

Τα κορδόνια

Έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του, το οποίο δεν θα ήταν και τόσο άξιο λόγου, αν τα παπούτσια του είχαν κορδόνια. Παραταύτα άρχισε να τα δένει. Καθώς τα έδενε ένιωσε κάποιον να αναπνέει λίγα εκατοστά εμπρός του. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε έναν σκύλο. Άκουσε τότε τον σκύλο να τον καλησπερίζει, το οποίο δεν θα ήταν και τόσο άξιο λόγου, αν δεν ήταν εκ γενετής κωφάλαλος. Παραταύτα του ανταπέδωσε την καλησπέρα, αν και λίγο αμήχανα. Σηκώθηκε κι άρχισε να απομακρύνεται. Δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό και γύρισε να κοιτάξει μια τελευταία φορά τον σκύλο, που αυτή την φορά περιορίστηκε να του κλείσει το μάτι, το οποίο δεν θα ήταν και τόσο άξιο λόγου, αν το σκυλί δεν είχε δυο λιλιπούτια γατιά στη θέση των ματιών. Συνέχισε να περπατά προβληματισμένος και ολοένα και πιο μπερδεμένος, το οποίο δεν θα ήταν και τόσο άξιο λόγου, αν συνεπεία της ταραχής του δεν πεταγόταν στο δρόμο χωρίς να προσέξει, με αποτέλεσμα να τον χτυπήσει ένα λεωφορείο. Την επόμενη ημέρα έγινε η κηδεία του δημοσία δαπάνη, το οποίο δεν θα ήταν και τόσο άξιο λόγου, αν το χτύπημα του λεωφορείου ήταν θανάσιμο. Η εξέλιξη αυτή, όπως είναι φυσικό, τον θορύβησε και άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα μέσα από το φέρετρό του. Όταν άκουσε το χώμα να πέφτει από πάνω κατάλαβε ότι είναι μάταιο να αντιδρά τοιουτοτρόπως και αποφάσισε να κυνηγήσει το θέμα μέσω των ΜΜΕ, το οποίο δεν θα ήταν και τόσο άξιο λόγου, αν λίγες μέρες μετά δεν διαπίστωνε ότι όλα τα σχετικά του διαβήματα δεν είχαν το ποθητό αποτέλεσμα. Κανάλια, ραδιοσταθμοί, ακόμη και μπλόγκερς απέρριψαν (άλλοι ευγενικά - άλλοι λιγότερο) το αίτημά του για αποκατάσταση της εις βάρος του αδικίας. Άρχισε να τον παίρνει από κάτω και το χειρότερο λίγες μέρες αργότερα διαπίστωσε με τρόμο ότι το σώμα του άρχισε να αποσυντίθεται, το οποίο δεν θα ήταν και τόσο άξιο λόγου, αν εκείνες τις δύσκολες γι' αυτόν ώρες δεν του ερχόταν πρόταση να πρωταγωνιστήσει σε ταινία με ζόμπι, υπό την αυστηρή όμως προϋπόθεση ότι η αποσύνθεσή του δεν θα τον εμπόδιζε να σταθεί εντελώς στα πόδια του. Εκείνος δέχθηκε, το οποίο δεν θα ήταν και τόσο άξιο λόγου, αν δεν ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που απαντούσε θετικά σε μια πρόταση, σε μια οποιαδήποτε πρόταση, αν δεν ήταν δηλαδή η πρώτη φορά που αντιμετώπιζε με αισιοδοξία και θετικό πνεύμα τα πράγματα. Πράγματι, η ταινία όχι μόνο γυρίστηκε, αλλά επακολούθησαν και τρία σίκουελ, το οποίο δεν θα ήταν και τόσο άξιο λόγου, αν δεν έπαιρνε και τις τέσσερεις φορές το όσκαρ πρώτου ανδρικού. Στην πρώτη απονομή λιποθύμησε από συγκίνηση, στη δεύτερη σήκωσε το αγαλματίδιο φωνάζοντας «Για την Ελλάδα», στην τρίτη είπε καταχειροκροτούμενος ότι πρέπει να σπάσει επιτέλους το ταμπού και μια ταινία με ζόμπι να βραβευθεί με όσκαρ καλύτερης ταινίας, ενώ στην τέταρτη έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του, το οποίο δεν θα ήταν και τόσο άξιο λόγου, αν η μερική του αποσύνθεση δεν είχε καταστήσει προδήλως απαγορευτικό το να φορά παπούτσια.