Παρασκευή, Αυγούστου 31, 2012

Η τελευταία μέρα του καλοκαιριού

Το θέμα δεν είναι να βρεις από κάπου να πιαστείς. Ας πούμε ότι έχεις από κάπου να πιαστείς. Ας πούμε ότι έχεις από κάπου να αντλείς και αισιοδοξία και δύναμη και ομορφιά και ζωή και όλα τα θετικά συναισθήματα της οικουμένης.
Το θέμα είναι αν αρκεί το να έχεις από κάπου να πιαστείς.
Γιατί μετά τι κάνεις; Κλείνεις τα αυτιά, κλείνεις τα μάτια, προσποιείσαι ότι όλο αυτό στο βαθμό που δεν σε αφορά ζωτικά δεν σε αφορά καθόλου, και πιάνεσαι από εκεί που έχεις να πιαστείς;
Πώς μπορείς να είσαι ευτυχισμένος στο ελληνικό φθινόπωρο του 2012;
Κι ας έχεις όλους τους λόγους.
(Έπειτα σκέφτομαι πως αυτή είναι η φτιαξιά μου. Πως ίσως πάντα κρυφοκαταθλιπτικός ήμουν, πώς μάλλον πάντα είχα θέμα με την ευτυχία και τη χαρά. Πως χρησιμοποιώ την κρίση ως πρόσχημα για να προβάλλω τα δικά μου θέματα. Έτσι δεν έκαναν άλλωστε οι περισσότεροι από όσους αυτοκτόνησαν; Έτσι δεν μας διδάσκουν οπίνιον μέικερς και ψυχολόγοι; Να μην αποδίδουμε τις αυτοκτονίες στα οικονομικά αίτια και μόνο, να θυμόμαστε ότι ο άνθρωπος είναι σύνθετο ον και πως αν δεν έχεις την προδιάθεση, ο κόσμος να χαλάει γύρω σου εσύ δεν φουντάρεις).
Αλλά αυτό δεν είναι ένα ποστ που θέλει να μιλήσει για εκούσιες αφαιρέσεις ζωής.
Αυτό είναι ένα ποστ που θέλει να αντιστρέψει το επιχείρημα: τι σημασία έχει αν έχεις ή δεν έχεις να πιαστείς από κάπου, όταν ο κόσμος χαλάει γύρω σου; Τι σημασία έχει το πόσο δυνατός είσαι ή από το πού μπορείς να αντλήσεις αισιοδοξία, όταν ο κόσμος χαλάει γύρω σου;

Τρίτη, Αυγούστου 28, 2012

Όχι πια σχετικισμοί


Μίσος
Δεν υπάρχει άλλη λέξη. Αυτή είναι η κατάλληλη. Πια μισείς. Απερίφραστα. Και χωρίς ενοχές. Και χωρίς σχετικισμούς. Χωρίς ναι μεν, χωρίς αλλά. Και το μίσος είναι μόνο στην αρχή του. Και την κατάληξή του δεν θες να τη σκέφτεσαι. Εκτός από τις φορές που θες.
Αγάπη
Υπάρχει άλλη λέξη; Αυτή δεν είναι η πιο κατάλληλη; Παρά τα ναι μεν, παρά τα αλλά; Ναι. Δεν αγαπάμε επειδή, αγαπάμε παρόλο. Δεν είναι δική σου η φράση. Την αγαπάς σαν δική σου όμως. Να αγαπάμε ανθρώπους με την ίδια ειλικρίνεια και το ίδιο πάθος με τα οποία αγαπήσαμε φράσεις. Να αγαπάμε κάποιους λίγους ανθρώπους στα αλήθεια. Το μόνο ψυχικό αντίδοτο στην εποχή που απελευθερώθηκε το μίσος.

Παρασκευή, Αυγούστου 24, 2012

Γκρι φορ Γκρέι

Στο μπαλκόνι η γιαγιά άκουγε απ' το τρανζίστορ της την Καίτη Γκρέυ, στο κλειδωμένο δωμάτιο ο εγγονός παρακολουθούσε στο λάπτοπ του την Σάσα Γκρέι. 'Ανοιξε άνοιξε γιατί δεν αντέχω, σιγοψιθύριζε η γιαγιά, μην ξέροντας με σιγουριά και η ίδια αν νοσταλγούσε παραγεγραμμένες πανάρχαιες καψούρες ή απλώς τα νιάτα της, την ώρα που λίγα τετραγωνικά πιο ΄κει η Σάσα είχε ανοίξει διάπλατα τα πόδια της και βογγούσε σαν να μην άντεχε, με τον εγγονό να μην ξέρει με σιγουριά και ο ίδιος αν μέσω των συγκεκριμένων εικόνων αυτοϊκανοποιούσε έναν πόθο που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει με το πρόσωπο που θα ήθελε, ή αν απλά ενεργούσε όπως τον πρόσταζαν τα νιάτα του.
Ο εγγονός τελείωσε σκεφτόμενος τον έρωτά του, την ώρα που το τραγούδι τελείωσε δίνοντας τη θέση του στους τίτλους των ειδήσεων σε ένα λεπτό. Ακούγοντας τους η γιαγιά νοσταλγούσε πιο πρόσφατα χρόνια, χρόνια που όλα έμοιαζαν γκρι, χρόνια που κυλούσαν σε μια σχετική ανία, σε μια ομαλότητα με προβλήματα μεν, διαχειρίσιμα σε γενικές γραμμές δε, χρόνια που κυλούσαν σε μια καθημερινότητα χωρίς ιδιαίτερες συγκινήσεις, αφού οι ιστορικές συγκινήσεις που και η ίδια είχε προλάβει να ζήσει ανήκαν σε ένα παρελθόν όχι απλά μακρινό, αλλά και εντελώς ξεπερασμένο. Στον εγγονό ήδη ξεπερασμένα είχαν αρχίσει να ακούγονται όλα τα άγχη και οι αναπολήσεις των μεγαλύτερων. Τα πράγματα τώρα είχαν όπως είχαν. Και βάσει αυτών θα πορευόταν. Ας πορεύονταν οι μεγαλύτεροι βάσει του πώς είχαν κάποτε. Κάποτε θα ξυπνούσαν κι αυτοί και θα καταλάβαιναν. Σηκώθηκε, έκανε ένα ντους, ντύθηκε, είπε στη γιαγιά του ότι πάει μια βόλτα. «Μην πας προς το στρατόπεδο, γίνονται φασαρίες», του είπε εκείνη. Δεν είχε τέτοιο σκοπό.
Έκανε μια βόλτα από τα μέρη που εκείνη σύχναζε μήπως και την πετύχαινε. Δεν την πέτυχε. Πήγε κάτω από το σπίτι της, να δει αν είχε φώτα στο δωμάτιό της. Δεν είχε. Πέρασε τελικά κι έξω απ' το στρατόπεδο. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα σε ποιό στρατόπεδο ανήκε ο ίδιος. Συμφωνούσε άλλοτε με τους μεν, άλλοτε με τους δε. Δεν ήξερε με σιγουριά. Σκέφτηκε ότι κανονικά ο κάθε άνθρωπος είναι ένα ξεχωριστό στρατόπεδο. Πώς γίνεται να χωριζόμαστε σε μεν και σε δε; Γύρισε σπίτι κι έβαλε πάλι να δει την αγαπημένη του ταινία


Δεν είχαν περάσει ούτε δύο χρόνια, όταν όχι μόνο είχε επιλέξει στρατόπεδο, αλλά συμμετείχε και στις οδομαχίες. Ήταν άλλωστε εκτεταμένες και εκτός ελέγχου, μέχρι που επενέβη ο στρατός. Η κατάσταση πήρε μερικά χρόνια ακόμα για να ομαλοποιηθεί. Είχε πατήσει τα τριάντα πέντε, είχε πάει να αφήσει λουλούδια στον τάφο της γιαγιάς του, γιατί ήταν η δέκατη επέτειος του θανάτου της, όταν γύρισε σπίτι του, έβαλε να ακούσει ειδήσεις και σκέφτηκε πως τον τελευταίο καιρό τίποτα άξιο λόγου δεν συμβαίνει. Τον περίμεναν γκρι δεκαετίες. Έβαλε να ακούσει μουσική. Προτιμούσε πάντα την εκδοχή της Μπέλλου.

Τετάρτη, Αυγούστου 22, 2012

Touchables

 Kινηματογραφικός ήρωας. Ζει και βασιλεύει.
Αληθινός άνθρωπος. Δεν ζει πια.
Ο δεύτερος ζήτησε από τα δικαστήρια να τον αφήσουν να πεθάνει νόμιμα, να δώσει τέλος στη ζωή του ένας γιατρός, αφού ο ίδιος αδυνατούσε.
Ο πρώτος ζήτησε από τον καλύτερό του φίλο καθώς τον ξύριζε, να περάσει το ξυράφι στο λαιμό του. Ο φίλος του δεν το έκανε, ο κινηματογραφικός ήρωας όχι μόνο έζησε, αλλά βρήκε και γυναίκα.
Ο δεύτερος είχε γυναίκα, που μάλιστα τον στήριζε δημόσια στο αίτημά του. Τα δικαστήρια απέρριψαν το αίτημά του. Σε αντίθεση με τον πρώτο, έξι μέρες μετά τη δικαστική απόφαση πέθανε.
Υπήρχε και ανώτερος βαθμός. Ίσως κέρδιζε την επόμενη δίκη. Αλλά ο δικαστικός, όπως και κάθε αγώνας, προϋποθέτει έναν άνθρωπο που έχει διάθεση να αγωνίζεται. Αυτός δεν μπορούσε να αγωνιστεί άλλο, δεν άντεχε να ζει άλλο. 
Κι έτσι πέθανε. Ήθελε να πεθάνει νόμιμα, αλλά αφού αυτό δεν γινόταν, πέθανε στα μουλωχτά.
Κι αν ψάξει κανείς να κατηγορήσει κάτι, 
δεν θα είναι το υπέρ της ζωής μήνυμα της ταινίας,
δεν θα είναι η απελπισία και η λαχτάρα θανάτου του συγκεκριμένου ανθρώπου,
δεν θα είναι ενδεχομένως ούτε καν η δικαστική απόφαση.
Αν ψάξει κανείς να κατηγορήσει κάτι θα είναι προφανώς και ξανά
ο πόνος και η έκπτωση,
που όταν οφείλονται σε λόγους υγείας είναι εν πάση περιπτώσει πάνω από τις δυνάμεις μας,
αλλά όταν οφείλονται σε άλλους λόγους θα έπρεπε να είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί μας.
Θα έπρεπε, αλλά υπάρχει κάτι βολικό στην έκπτωση και κάτι μαζοχιστικό στον πόνο.
Και κάπως έτσι βαφτίζουμε την έκπτωση σύνεση και τον πόνο παιδαγωγό.

Τρίτη, Αυγούστου 21, 2012

Και εύλογα

Εκείνο που πραγματικά δεν επιτρέπω να ακουστεί ποτέ από την τωρινή ή κάποια επόμενη μνημονιακή κυβέρνηση είναι το: «Ως εδώ. Δυστυχώς δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε να κάνουμε τόσες θυσίες για την παραμονή στην ευρωζώνη, δυστυχώς το κόστος είναι πλέον μεγαλύτερο από τα οφέλη και οι προοπτικές για τη χώρα είναι καλύτερες με ένα δικό της νόμισμα (ή κάποια ενδιάμεση, μεταβατική λύση)».
Και μολονότι αν ειπωθεί ποτέ αυτό, το εντελώς πιθανότερο είναι να ειπωθεί στην ίδια αταλάντευτη ως τώρα λογική, τη λογική δηλαδή του πειθήνιου εντολοδόχου των δανειστών, τη λογική του κάνω ό,τι μου λένε, μολονότι αν ειπωθεί ποτέ αυτό, το εντελώς πιθανότερο είναι να ειπωθεί επειδή θα έχει αποφασιστεί από τους δανειστές ότι δεν πρέπει να είμαστε πια μέλη της ευρωζώνης, προσωπικά θα έχω την ίδια ακριβώς αντίδραση ακόμη και αν ειπωθεί ως ειλικρινής επανεκτίμηση της κατάστασης, ως αυθεντική μεταβολή γνώμης, ως διαπίστωση ότι ο δρόμος αυτός είναι αδιέξοδος.
Με άλλα λόγια στη συνείδησή μου νομιμοποιώ την παρούσα ή την όποια επόμενη μνημονιακή κυβέρνηση που θα προκύψει από την παρούσα Βουλή, να πάρει μέτρα όχι εντεκάμιση, όχι δεκατριάμιση, αλλά εκατόν εντεκάμιση και εκατόν δεκατριάμιση δισεκατομμυρίων ευρώ. Τις νομιμοποιώ στο όνομα της αποφυγής του απόλυτου κακού (βάσει του οποίου προέκυψε η παρούσα Βουλή) να συνεχίσουν να κάνουν ό,τι, μα ό,τι, μα ό,τι απαιτείται προκειμένου να μείνουμε στην ευρωζώνη. Να μη διανοηθεί όμως κανείς τους να αλλάξει το τροπάριο. Να μη διανοηθεί κανείς τους να πει πως όλα έχουν ένα όριο. Το «Όλα έχουν ένα όριο» έπαιζε με τα χρώματα της άλλης ομάδας. Με τα χρώματα της δικής τους ομάδας έπαιζε το «Δεν θα κάνουμε το παραμικρό που θα διακινδυνεύσει την παραμονή μας στο ευρώ», έπαιζε το «Γιατί κύριε;», έπαιζε το «Ομολογουμένως εξαιρετικά δυσάρεστες οι θυσίες για τα μνημόνια, αλλά δεν υπάρχει καμία σύγκριση, το εκτός ευρώ είναι απόλυτη καταστροφή». Η δική τους ομάδα είχε θέσει ως όριο το ευρώ αντί για την επίπτωση των μέτρων στην κοινωνία. Η επίπτωση είχε φανεί με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τα προηγούμενα χρόνια, όπως είχε άλλωστε προοικονομηθεί με τον πλέον αναμφίβολο για τα τέσσερα επόμενα, για τα οποία μας ζήτησαν να τους εκλέξουμε.
Θα μου πεις -και εύλογα- πόση σκασίλα έχουν τι νομιμοποιείς και τι δε νομιμοποιείς στη συνείδησή σου; Θα μου πεις -και εύλογα- αν αύριο μεθαύριο αποφασίσουν να το αλλάξουν το τροπάρι και να πουν «Δεν πάει άλλο έτσι, δραχμή και τα μυαλά στα κάγκελα», τι νομίζεις; Ότι θα το σκεφτούν δύο φορές πριν το πουν; Ότι θα διστάσουν μην τυχόν και δεν τους νομιμοποιείς; Ότι τρομάζουν στη σκέψη σου; Ότι τους έδωσες ποτέ την αίσθηση πως δεν μπορούν να κάνουν οτιδήποτε θελήσουν και να πουν οτιδήποτε επιθυμήσουν, οσοδήποτε διαμετρικά αντίθετο κι αν είναι με αυτό που έλεγαν χθες;
Ό,τι θέλουν λοιπόν να πουν και όταν το θέλουν, θα το πουν. Κι εσύ και τότε θα ποστάρεις.

Πέμπτη, Αυγούστου 16, 2012

Στη θάλασσα

Με τη θάλασσα η διαπραγμάτευση είναι διαρκής. Κολυμπώντας ή ξαπλώνοντας πάνω της, βουτώντας στα κύματα ή αποφεύγοντάς τα, το σώμα σου διαπραγματεύεται τις μεταβαλλόμενες επιθυμίες του με τη δική της διαρκή μεταβολή. Πας λίγο στα βαθιά και το μόνο που υπάρχει πια είναι η θάλασσα και ο εαυτός σου. Ή μάλλον το σώμα σου που είναι και δεν είναι εαυτός. Το σώμα σου που βρίσκει την ευκαιρία να αδειάσει προσωρινά από μεγάλο μέρος του εαυτού, καθώς γεμίζει με την μυστικιστική εμπειρία του θαλάσσιου μπάνιου. Ο εαυτός μπορεί να πάψει προσωρινά να βαραίνεται με πράγματα της ξηράς, όπως οι φορολογικές δηλώσεις και ο ΦΠΑ. Και είναι συνολικά το βάρος ενός κόσμου που έχει στηθεί πάνω σε φόρους προστιθέμενης αξίας, το οποίο επανέρχεται στις αληθινές, αβάσταχτα ελαφρές του, διαστάσεις.
Προφανώς και οι φόροι πρέπει να καταβάλλονται ώστε οι κοινωνίες να συνεχίσουν να λειτουργούν. Αλλά η θάλασσα θα συνεχίσει να υπάρχει, λειτουργούν δεν λειτουργούν οι κοινωνίες. Ό,τι σε περιμένει έξω από τη θάλασσα μπορεί από χώρο σε χώρο και από εποχή σε εποχή να είναι διαμετρικά αντίθετο. Το τι βρίσκεται διαμέσου των αιώνων και των τάξεων έξω από την θάλασσα, εξαρτάται από το σε ποιο σημείο του χρόνου έτυχε να ζεις και σε ποια τάξη έτυχε -ή κατάφερες- να ανήκεις. Μέσα στη θάλασσα όμως κάνεις μπάνιο ακριβώς όπως ο πλουσιότερος και ο φτωχότερος άνθρωπος της γης. Κάνεις μπάνιο ακριβώς όπως άνθρωποι που έζησαν χιλιετίες πριν από σένα και όπως ίσως θα εξακολουθούν να κάνουν και χιλιετίες μετά από σένα. Στη θάλασσα, κατά το διάστημα του μπάνιου, είναι όλοι ίδιοι, όλοι ίσοι, ακόμα κι αν κάποιοι βουτάνε από θαλαμηγούς, στις οποίες αμέσως μετά επιστρέφουν.
Το τι συζητάς τις προηγούμενες βδομάδες και ώρες παύει να έχει σημασία. Στη θάλασσα δεν υπάρχει Κουβέλης. Είσαι εκτός του βεληνεκούς του. Όταν είσαι μόνος σου στη θάλασσα χάνεσαι. Και βρίσκεσαι μαζί. Και κοιτάς την παραλία. Κι αναρωτιέσαι, τι νόημα έχει να γυρίσω; Μήπως να συνεχίσω προς την πλευρά της θάλασσας, μήπως να συνεχίσω να κολυμπάω όλο και πιο βαθιά μέχρι να μην μπορώ να γυρίσω; Και λες όχι, να γυρίσω, γιατί μόνο αν γυρίσω θα μπορώ να ξαναρθώ. Και θέλω να το ξαναζήσω αυτό εδώ. Εδώ που για λίγο τα προσωπικά σου προβλήματα δεν έχουν σημασία, η πολιτική δεν έχει σημασία, η ηθική δεν έχει σημασία,  τα προβλήματα του κόσμου δεν έχουν σημασία, ο κόσμος δεν έχει σημασία, οι σημασίες δεν έχουν σημασία.
Γιατί με το κεφάλι μέσα στο νερό το διαισθάνεσαι και επιτέλους το καταλαβαίνεις: έχεις μηδενική σημασία και ταυτόχρονα όλη τη σημασία του σύμπαντος. Δεν έχεις τη σημασία που νομίζεις ότι έχεις, τη σημασία που σου αποδίδουν οι διάφοροι κοινωνικοί σου ρόλοι, έχεις όμως τη σημασία ενός ανθρώπινου σώματος ολόιδιου με κάθε άλλο ανθρώπινο σώμα μέσα στη θάλασσα, μια σημασία πέραν από τις σκέψεις, πέραν από τον εαυτό. Κάθε εαυτός είναι και μια επένδυση σπουδαιοφάνειας σε ένα σώμα βασικά φυσικό, σε ένα σώμα που θέλει να κάνει απλά πράγματα, να τρώει, να κοιμάται, να μην πολυκουράζεται, να ερωτεύεται, να κάνει έρωτα, να κάνει παιδιά. Και πάμε και χτίζουμε πάνω του πολιτισμούς και τεχνολογίες και αναπτύξεις και υφέσεις και γραφειοκρατίες. Δεν ρώτησαν ποτέ τα σώματά μας αν θέλουμε να συμμετέχουμε στις σκοτούρες του κόσμου που έφτιαξαν, τα πέταξαν μέσα στον κόσμο και τους είπαν μάθε να κολυμπάς, μάθε να ζεις με το έλλειμμα και τον Στουρνάρα, αυτά είναι τα σημαντικά και η θάλασσα όχι.
Στον ουρανό δεσπόζει ο ήλιος, στη θάλασσα εσύ. Εσύ ως κάποιος που τον βλέπει και τον νοηματοδοτεί, διασφαλίζοντας ότι δεν καίει βλακωδώς, διασφαλίζοντας ότι η ύπαρξή του συνιστά φως, διασφαλίζοντας ότι η θάλασσα δεν κυματίζει βλακωδώς, ότι η ύπαρξή της συνιστά πλήρωση. Αυτή είναι η αληθινή σου σημασία.
Σώματα στη θάλασσα που κοιτούν ουράνια σώματα, μέσα σε ένα καλοκαίρι που επιστημονικά αποδεδειγμένα πλέον σωματίδια μάς φέρνουν ένα ακόμα μικρό βήμα πιο κοντά σε συνολικές εξηγήσεις. Για το πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος η επιστήμη μπορεί να συναινέσει και να ενώσει δυνάμεις στο CERN, για το πως πρέπει να λειτουργεί όμως ο κόσμος, η επιστήμη δίνει τη θέση της σε θεωρίες τύπου «Συναίνεση της Ουάσιγκτον». Ό,τι περισσότερο μάθουν οι άνθρωποι στο μέλλον για το πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος, πάντα θα ξέρουν πως μέσα στη θάλασσα μοιάζει φτιαγμένος σωστά. Έξω από αυτήν όμως, ο κόσμος θα αρχίσει να λειτουργεί ή πολύ πιο λάθος ή πολύ καλύτερα. Οι συναινέσεις θα δώσουν τη θέση τους στις συγκρούσεις. Πουτάνα ξηρά.
(Κείμενο γραμμένο για το 8ο τεύχος του Unfollow, 
που κυκλοφορεί για μερικές μέρες ακόμη, σε πόλεις και νησιά)

Δευτέρα, Αυγούστου 13, 2012

Mια βραδιά στο Facebook

- Αν μπορούσες να ενώσεις την ποσότητα της ντόπας που έχουν διαχρονικά πάρει οι αθλητές στο στάδιο με την ποσότητα της ντρόγκας που έχουν διαχρονικά πάρει οι μουσικοί και τα μοντέλα στη σκηνή, το κοκτέιλ θα αρκούσε για να ανατινάξει το Λονδίνο στη στρατόσφαιρα.
- Τζον Λένον, Φρέντι Μέρκιουρι, Ελλάδα: πάρτι νεκρών απόψε.
- Η τελετή είναι τόσο καλή που θα μείνει αξέχαστη και στη Λαίδη Θάτσερ.
- Ο Λένον μόλις αξιώθηκε το ανεκτίμητο εύγε του Δημήτρη Χατζηγεωργίου.
(Χρήστης των social media που την καταβρίσκει με τον σχολιασμό της τελετής λήξης. Περνάει καλά και, όχι, δεν θα σας το κρύψει).
 ---
- Σκέφτομαι μήπως δίπλα στις αυτοκτονίες λόγω οικονομικής απελπισίας (εξαιτίας της έλευσης του μνημονίου), πρέπει να αρχίσουν να προστίθενται και οι αυτοκτονίες λόγω πολιτικής απελπισίας (εξαιτίας της έλευσης του νεοναζισμού).
(O ίδιος χρήστης, καμιά ώρα πριν αρχίσει η τελετή, παριστάνει τον εντελώς απεγνωσμένο).
---
Ο τηλεθεατής των προηγούμενων γενιών είναι ο χρήστης των social media των τωρινών και των επόμενων γενιών. Είναι και δεν είναι δηλαδή. Υπάρχουν διαφορές. Γιατί προφανώς και το ίντερνετ έχει αλλάξει τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού. Στις αρχές των μπλογκ νομίζαμε πως τους αλλάζει προς το υπέροχο, σύντομα ανακαλύψαμε πως τους αλλάζει εξίσου και πιθανότατα πολύ περισσότερο προς το απαίσιο. Αλλά ας μην μιλήσουμε για τις αλλαγές τώρα, ας μείνουμε λίγο στις ομοιότητες: περνάς πολύ καλύτερα αν έχεις ανοιχτό το Facebook και το Τwitter και αλληλεπιδράς με άλλους όμοιούς σου λέγοντας και ακούγοντας εξυπνάδες, από ό,τι θα περνούσες αν μπροστά σου είχες ανοιχτή μόνο την τηλεοπτική οθόνη, ωστόσο παραμένεις τηλεθεατής όσο η απελπισία σου για τους νεοναζί μετατρέπεται αστραπιαία σε ευφορία για τον σχολιαστικό χαβαλέ της τελετής, λες και μπορείς να κάνεις ζάπινγκ στην πραγματικότητα όπως κάνεις ζάπινγκ στα συναισθήματά σου. 
---
Θέλω δηλαδή να πω πως ίσως θα την καταβρίσκουμε μέχρι τη στιγμή που θα είναι πια πολύ αργά. Θέλω δηλαδή να πω πως ίσως είναι ήδη πάρα πολύ αργά και πως ποτέ δεν ήμασταν διατεθειμένοι να κάνουμε οτιδήποτε άλλο, παρά να την καταβρίσκουμε για όσο περισσότερο μας έπαιρνε.
Έτσι μάθαμε· και μας άρεσε όπως είχαμε μάθει.

Παρασκευή, Αυγούστου 10, 2012

Protestant Jazz

Αποφάσισε να αξιοποιήσει καλύτερα τον χρόνο του. Τα έβαλε κάτω και διαπίστωσε πως εκείνος μεν ως γουαναμπί αξιοποιητής είχε αυτήν την φορά όλη την καλή πρόθεση να πραγματοποιήσει την απόφασή του, ο χρόνος όμως δεχόταν να του δοθεί προς αξιοποίηση αποκλειστικά και μόνο στο σκέλος της διάστασής του που αφορα το παρόν και το μέλλον. Για να το πούμε πιο απλά, ο χρόνος του καθόταν μόνο για τα από 'δω και μπρος. Για τα ως εδώ, έθετε βέτο προφασιζόμενος προβλήματα φυσικής.
Θα μπορούσε να ξεσκεπάσει την μπλόφα του περί φυσικής, αν αξιοποιούσε τον χρόνο που του απέμενε εφευρίσκοντας τη χρονομηχανή, ταξιδεύοντας πίσω και αξιοποιώντας έτσι και το παρελθόν του. Με αυτόν τον τρόπο πράγματι θα κέρδιζε τον χαμένο παρελθοντικό χρόνο, θα θυσίαζε όμως για πάρτη του τον εναπομείναντα μελλοντικό. Γιατί όπως και να το κάνουμε, το να ανακαλύψεις την χρονομηχανή δεν είναι υπόθεση μίας ή δύο ημερών, ούτε κάτι που μπορείς να κάνεις παρτ τάιμ. Θέλει αφοσίωση, αφιέρωση κι επιμονή, για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή, εντ ολ δατ πρότεσταντ τζαζ. Και εντάξει, να τον αξιοποιήσει τον χρόνο αποφάσισε, όχι να γίνει σκλαβάκι ενός ειδικού σκοπού.
(Το έχουν αυτό οι ειδικοί σκοποί: απαιτούν από σένα σχεδόν τα πάντα, προκειμένου να φτάσεις εκεί που απαιτούν. Σαν τους τύπους που έχουν αφιερώσει όλο τους το είναι για να κάνουν καταδύσεις από μια πισίνα, να τρέξουν μερικά μέτρα σε έναν στίβο, να κάνουν ένα πρόγραμμα σε κρίκους ή ζυγούς. Και τους δίνουν και μετάλλια και τους αποθεώνουν. Γιατί; Δεν αξιοποίησαν καλύτερα από εκείνον τον χρόνο τους. Τον αξιοποίησαν μονοδιάστατα κι εμμονικά. Εκείνος εμμονές δεν είχε. Είχε ζήσει συνολικά. Λίγο απ' αυτό, λίγο από εκείνο. Καταλαβαίνεις. Στο γενικά, όχι στο ειδικά. Αν γίνονταν Ολυμπιακοί Γενικότητας, να έπαιρνε ευχαρίστως μέρος. Να υπήρχαν αγωνίσματα που δεν θα χρειαζόταν να κάνεις κάτι ειδικό, αλλά να είναι πιο φλου. Κι ο κάθε διαγωνιζόμενος να επικέντρωνε το πρόγραμμά του σε ό,τι τον οδηγούσαν οι συνειρμοί του. Βλέποντας και κάνοντας. Δεν θα ήταν άσχετοι από τον τρόπο που είχε ζήσει. Θα ήταν απότοκο του τρόπου που είχε αξιοποιήσει τα χρόνια του. Σαν τους κανονικούς Ολυμπιακούς δηλαδή. Αλλά αντί να κάνουν όλοι το ίδιο μονότονο πράγμα σαν να είναι κουρδισμένα κουκλάκια, θα αυτενεργούσαν. Χίπικες φάσεις, ελευθεριακές).
Η παρένθεση έκλεισε. Το πρόβλημα του όσο αυτή είχε ανοίξει παρέμενε άλυτο: ήθελε να αξιοποιήσει όλον τον χρόνο του, αλλά αυτό δεν ήταν εφικτό στο σκέλος του παρελθόντος - θα ήταν εφικτό στο σκέλος του παρελθόντος μονάχα αν κατασκεύαζε τη χρονομηχανή, που θα του γαμούσε όμως το σκέλος του μέλλοντος. Και τα δύο σκέλη δεν έπαιζαν. Του φάνηκε εντελώς μα εντελώς άδικο, τόσο άδικο που καταράστηκε τα Θεία, αρνήθηκε την ύπαρξη Θεού και σκέφτηκε να ανοίξει το δικό του θρησκευτικό μαγαζί. Μπορεί να γινόταν σε αυτό προφήτης ή και ο Θεός ο ίδιος. Γιατί όχι; Και τι καλύτερος τρόπος αξιοποίησης του χρόνου σου από τη θέωση;
Βγήκε να περπατήσει. Έξω είχε μια σαχλή αχλύ. Μέσα της ξεχώρισε μια φιγούρα να έρχεται προς το μέρος του. Ήταν ένας νέος άντρας. Του συστήθηκε. «Είμαι ο Αιθίωψ στιπλίστας Γκάρι Ρόμπα». Εκείνος δεν είχε γίνει ποτέ στιπλίστας. Μια περίοδο μόνο παρίστανε τον στυλίστα. Όταν κατάλαβε πως τον παρίστανε ακριβώς επειδή δεν ήταν ουσιαϊστας και πως με το στυλ προσπαθούσε να υποκαταστήσει την ουσία, το έριξε στις ουσίες. Ήταν μια άσχημη περίοδος της ζωής του, που ωστόσο δεν την απαρνείται, καθώς θεωρεί ότι κι αυτή ακόμα υπήρξε ένα είδος βιωματικής αξιοποίησης του χρόνου του.
Ο Γκάρι τον ρώτησε αν συμμερίζεται τη γνώμη του παντογνώστη - αφηγητή περί σαχλότητας της καταχνιάς και παρεμπιπτόντως για ποιό λόγο λέει την καταχνιά αχλύ. Εκείνος του απάντησε πως δεν ασχολείται με αφηγητές - Θεούς, καθώς ήδη μέσα στη σαχλή αχλύ νιώθει πως έχει κάτι σαν σαχλή φώτιση και πως ξεκινά το προσωπικό του ταξίδι προς τη σαχλή θέωση. Ρώτησε τον Γκάρι αν θέλει να γίνει ο πρώτος του και δικαιωματικά αγαπημένος του απόστολος, προσπαθώντας να τον δελεάσει: «Θεοί έχουν υπάρξει στην ιστορία της ανθρωπότητας εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες. Σαχλός δεν ήταν κανείς τους. Όλοι μέσα στη σοβαροφάνεια έχουν κυλιστεί, όλοι τους ντράμα κουίνς του επέκεινα. Θα κάνουμε αίσθηση, έχουμε κάτι καινούριο να πούμε, έχουμε χώρο στην αγορά να καλύψουμε. Είναι ευκαιρία μιας ζωής. Και ακόμα μεγαλύτερη ευκαιρία για μετά το τέλος της, αν υποτεθεί πως είμαι ο αληθινός Θεός». Ο Γκάρι του απάντησε πως τώρα θέλει να ξεκουραστεί από την Ολυμπιάδα και σε μερικές εβδομάδες να ξαναρχίσει προπονήσεις, γιατί η επόμενη χρονιά προμηνύεται δύσκολη.
Εκείνος τον κοίταξε με ένα μείγμα οίκτου και στοργής. Έδωσαν τα χέρια και τράβηξαν τους χωριστούς τους δρόμους.  

Τρίτη, Αυγούστου 07, 2012

Ματς πόιντ



Συχνά αναρωτιόταν αν είναι όντως προτιμότερο να είσαι τυχερός παρά άξιος. Και κοιτώντας γύρω του έδινε πάντα την ίδια απάντηση: ναι, ασφαλώς και είναι.
Αρκεί αυτή η πληροφορία για να τον καταλάβουμε; Όχι. Θα μπορούσε να το λέει είτε ως άτυχος άξιος που νιώθει την αδικία του ριγμένου, είτε ως τυχερός ανάξιος που νιώθει τις τύψεις του προνομιούχου.
Αρκεί αυτή η αμφιβολία για να μας κεντρίσει το ενδιαφέρον για την περίπτωσή του; Όχι. Δεν είναι ήρωας ταινίας, μυθιστορήματος, διηγήματος, δεν είναι καν ήρωας μιας ιστορίας σε ένα ποστ.
Στέκεται μέσα στο ποστ αμήχανα, χωρίς μια ιστορία να τον εξειδικεύει, εξανθρωπίζει, εξηγεί.
Είναι απλώς φορέας μιας κεντρικής ιδέας. Που όμως την θεωρεί σημαντική. Και στέκεται εδώ μόνο και μόνο ώστε δια της παρουσίας του να την αναδείξει. Ή μάλλον για να την υπενθυμίσει.΄Οπως προκύπτει άλλωστε κι απ' το βιντεάκι, δανεισμένη είναι. Ωστόσο υπάρχουν πράγματα που δανειζόμαστε και μετά δεν τα επιστρέφουμε ποτέ, πράγματα που γίνονται μετά δικά μας. Δική του λοιπόν είναι πια η κεντρική ιδέα και ως δική του την κοινοποιεί.
Και δεν ξέρει αν πρέπει να νιώσει άξιος που το κάνει ή απλά τυχερός που του έχει δοθεί η δυνατότητα να το κάνει.

Κυριακή, Αυγούστου 05, 2012

Ανταποκρίσεις απ' την πόλη του Ξένιου Δία

Ευφημισμό δεν το έλεγες με τίποτα. Το εδώ και λίγα χρόνια νέο όνομα του αρμοδίου υπουργείου, ναι, το λες ευφημισμό. Αλλά «Ξένιος Δίας»; Κι αν δεν είναι ευφημισμός, τότε τι είναι; Διεστραμμένο αστείο; Είναι δυνατόν; Την απορία μου την έλυσε -προσωρινά και με αστερίσκο- μια τυχαία αναζήτηση στο διαδίκτυο. Φαίνεται ότι -σύμφωνα με μια εκδοχή τουλάχιστον- ο Ξένιος Δίας και η φιλοξενία στην Αρχαία Ελλάδα αφορούσε μόνο άλλους Έλληνες. Δεν γνωρίζω τι βασιμότητα έχει αυτή η ερμηνεία, είναι πολύ πιθανό να είναι ανυπόστατη ή να αντικρούεται από άλλες πειστικότερες κλπ. Αλλά ας υποθέσουμε ότι δεν είναι ανυπόστατη, ας υποθέσουμε ότι δεν συνιστά κανενός είδους παραχάραξη των όσων συνέβαιναν στην Αρχαία Ελλάδα. Ακόμα και έτσι να είναι, και μόνο το γεγονός πως μια κοινά διαδεδομένη πεποίθηση των νεοελλήνων περί φιλοξενίας έρχεται να «αποκατασταθεί» προς το ρατσιστικότερο και το φυλετικά καθαρό, μαρτυρά πολλά, σημειολογεί μια βαθύτερη αλλαγή προς την απενοχοποίηση σε επίπεδο λόγου και ιδεολογίας θεωριών που ως χθες δεν λέγονταν από επίσημα χείλη. Μα το όνομα της επιχείρησης μας μάρανε; Ναι, μας μάρανε και αυτό, όταν έρχεται για να διαπαιδαγωγήσει προς μια νέα αφήγηση και να κολακέψει τα κατώτερα μας ένστικτα, σε μια πολλοστή προσπάθεια αντιπερισπασμού από τα νέα μέτρα. Να το πω έτσι: ακόμα κι αν δεχόταν κανείς πως η επιχείρηση είναι ευλογία, λύτρωση, μάννα που ρίχνει από τον ουρανό ο πρωθυπουργός της χώρας Αντώνης Σαμαράς, το όνομα της είναι νέτα σκέτα ντροπή.
Θα ήθελα να προσθέσω και μερικές σκέψεις για τον Πακιστανό και το έγκλημα με το δεκαπεντάχρονο κορίτσι. Μια σύντομη βόλτα στα σόσιαλ μίντια όμως και έξω από αυτά, αρκεί να με πείσει πως δεν μπορείς να προσθέσεις σκέψεις. Πως όλες οι σκέψεις έχουν ήδη γίνει και όλα τα συναισθήματα προεξοφληθεί. Σε αυτό το επεισόδιο του δημοσίου διαλόγου δεν δικαιούμαστε δια να ομιλούμε. Σε αυτό το επεισόδιο του δημοσίου διαλόγου η πλευρά των Ελλήνων έχει πάρει εκατό πόντους και έχει κερδίσει κανονάκι, και ας μην τολμήσει κανείς να ψελλίσει τίποτα υπέρ των αραπάδων: ό,τι κι αν τους συμβεί θα είναι λίγο μπροστά σε αυτό που αυτά τα κτήνη έκαναν στο κοριτσάκι.

Πέμπτη, Αυγούστου 02, 2012

Ήρθαν

Βρέθηκα πριν λίγα βράδια με μερικούς ενδιαφέροντες ανθρώπους. Κι όταν βρίσκομαι στον ίδιο χώρο με ενδιαφέροντες ανθρώπους, προτιμώ να μένω σιωπηλός και να ακούω. Όταν πάλι βρίσκομαι στον ίδιο χώρο με όχι και τόσο ενδιαφέροντες ανθρώπους, προτιμώ να μένω σιωπηλός και να προσποιούμαι πειστικά ότι ακούω. Τεχνικά αυτό καλείται «poker silence», καθώς εκείνος που βρίσκεται απέναντί σου δεν μπορεί να γνωρίζει αν τον θεωρείς ενδιαφέροντα ή όχι. Το πιθανότερο πάντως είναι πως δεν χολοσκάει, αφού κοινό γνώρισμα τόσο αυτών που έχουν όσο και αυτών που δεν έχουν κάτι ενδιαφέρον να πουν, είναι πως βασικά θέλουν να το πουν. Ας το πουν λοιπόν. Μπορούν να είναι σίγουροι ότι δεν θα τους διακόψω. Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσω πως φαίνεται να υπάρχει μια βασική ανθρωπολογική διαφορά ανάμεσα στην εποχή του Ηγεμόνα από τη Δυτική Λιβύη και τη σημερινή. Τότε για τους λιγομίλητους ανθρώπους διεδιδόταν ότι θάταν βαθείς στις σκέψεις και πως ως τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά. Σήμερα η σιωπή σου αντί για τεκμήριο βάθους εκλαμβάνεται ως εντυπωσιακό παράδοξο: καλά, μόνο να γράφει μπορεί, να μιλήσει όχι;
Ας φύγουμε όμως από δυσεπίλυτα θέματα, όπως το τι είμαι ή δεν είμαι ικανός να κάνω εγώ, και ας πάμε σε ευκολάκια, όπως το τι είναι ή δεν είναι ικανός να κάνει ο άνθρωπος ως είδος. Πριν λίγα βράδια λοιπόν, η συζήτηση είχε πάει (με αφορμή ένα βιβλίο ονόματι  «Το τιμωρό χέρι του λαού»), σε θηριωδίες που συνέβαιναν στην κατοχή και στον εμφύλιο, σε αντίποινα που γίνονταν σε οικογένειες και μικρά παιδιά κλπ. Από εκεί είχε πάει και πριν την κατοχή, σε μια γενικότερη βίαιη ιστορία της Αθήνας, που έχει περίπου αποσιωπηθεί από το εκπαιδευτικό μας σύστημα και δεν αποτελεί τμήμα του δημοσίου διαλόγου και του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ιστορική μας συνέχεια.
Και κάπως έτσι, τα αντίποινα σε οικογένειες σου ακούγονται σήμερα ως κάτι εντελώς αδιανόητο και ξένο, σου ακούγονται σήμερα ως κάτι που συνέβη σε μια περίοδο - ανώμαλη παρένθεση, σου ακούγονται σήμερα ως κάτι που μπορούσε να συμβεί μόνο από κτήνη. Αντίστοιχα περίπου ισχύουν για τις θηριωδίες που συμβαίνουν σήμερα σε άλλες γωνιές του κόσμου, μερικές από τις οποίες όχι και ιδιαίτερα μακρινές γεωγραφικά. Μακρινές όμως στην αντίληψή μας για το ποιοί είμαστε εμείς και ποιός είναι ο κόσμος στον οποίο εμείς ζούμε. Στον κόσμο στον οποίο εμείς μάθαμε και ήταν ο μόνος γνωστός μας «περάσαμε πολύ γρήγορα από την απαξίωση της ζωής στη δαιμονοποίηση του θανάτου» (όπως είπε ένας από τους ενδιαφέροντες ανθρώπους) και «ο θάνατος νοούνταν μόνο σαν η αρρώστια σε βαθιά γηρατειά και με κατάληξη σε κάποιο νοσοκομείο» (όπως πρόσθεσε ένας άλλος).
Μπορεί όμως να απέχουμε πολύ από τον κόσμο των θηριωδιών της κατοχής ή των τωρινών θηριωδιών σε άλλα μέρη της γης, αλλά επίσης απέχουμε -λιγότερο, πάντως απέχουμε- από τον πρόσφατο δικό μας κόσμο. Τρία καλοκαίρια πριν η ίδια συζήτηση θα διεξαγόταν σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Και ακόμη και αν έγραφα ποστ με τις ίδιες τωρινές σκέψεις, θα ήταν σκέψεις που θα χουχούλιαζαν στην θαλπωρή της σκέτης θεωρίας. Αν έγραφα δηλαδή ότι δεν υπάρχει τίποτα που να αποκλείει εξ ορισμού πως μια μέρα εγώ κι εσύ θα σκοτώσουμε παιδιά, αν έγραφα ότι δεν υπάρχουν κτήνη παρά μόνο αποκτηνωμένοι άνθρωποι, αν έγραφα ότι η ανώμαλη παρένθεση δεν ήταν τα χρόνια της δεκαετίας του σαράντα, αλλά ίσως το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, αν έγραφα ότι η ανωμαλία δεν είναι η κτηνωδία ως τμήμα της κυκλικότητας των εποχών, αλλά η εξάλειψή της και η αναγωγή της σε αδιανόητο, θα τα έγραφα φορώντας ζώνη ασφαλείας.
Παραπομπή σε κάτι που διάβασα: Ο Ιμρε Κέρτες (βραβείο Νομπέλ 2002) στο βιβλίο του «Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου χωρίς πεπρωμένο» αφηγείται ότι, όταν επέστρεψε στην πατρίδα από τα στρατόπεδα των ναζιστών, τον ρώτησαν με αγωνία οι εναπομείναντες τι θα μπορούσαν να κάνουν ... «Αυτό που μου έκανε εντύπωση» γράφει «ήταν η κουραστική επανάληψη μιας λέξης με την οποία περιέγραφαν κάθε αλλαγή: έτσι "ήρθαν" λόγου χάρη τα σπίτια με το εβραϊκό αστέρι, "ήρθε" η 15η Οκτωβρίου, "ήρθαν" οι φασίστες, "ήρθε" το γκέτο, "ήρθε" η απελευθέρωση. Λες και δεν μπορούσαν πια να αντιληφθούν τις λεπτομέρειες, δεν εκτυλίσσονταν όλα με τη συνηθισμένη διαδοχή λεπτών, ωρών, ημερών και μηνών, αλλά κατά κάποιον τρόπο μεμιάς, κάπως μέσα σε μια δίνη».
Μεμιάς, κάπως μέσα σε μια δίνη, χωρίς να την αντιλαμβανόμαστε πλήρως και χωρίς να μπορούμε να ξεχωρίσουμε περιόδους, πράξεις, ευθύνες, παραλείψεις που την προκάλεσαν, εγκαταστάθηκε μοιρολατρικά η κρίση.
Οι μεταβατικές περίοδοι αυτή ακριβώς τη λειτουργία έχουν: μέσα τους τα όρια σιγά - σιγά διολισθαίνουν. Αφήνεις να «έρθουν» η μία μετά την άλλη αλλαγές που έξω από τη δίνη ούτε θα δεχόσουν να τις συζητήσεις. Ό,τι ήταν εξευτελιστικό την άνοιξη του 2010, τον Αύγουστο του 2012 είναι πια συνηθισμένη υπόθεση. Το κακό έγινε, η αφήγηση του κόσμου άλλαξε σελίδα, δεν έχει νόημα πια να επικεντρωνόμαστε στις λεπτομέρειες, ας πιούμε το ποτήρι μέχρι το τέλος, ας βάλουμε πλαφόν 1.500 ευρώ ανά ασθενή, τι άλλο είναι παρά μια ακόμη λεπτομέρεια;
«Η ειρωνεία είναι πως κατηγορούσαν τον υπαρκτό σοσιαλισμό ότι αποδεχόταν να θυσιάσει τον μεμονωμένο άνθρωπο στο όνομα ενός γενικότερου καλού, μιας ιδέας τελικής γενικής ευημερίας και τώρα η νεοφιλελεύθερη και η μονεταριστική εκδοχή του καπιταλισμού αποδέχεται να θυσιάσει τον μεμονωμένο άνθρωπο στο όνομα άλλων αφηρημένων ιδεών» (θα πει -πολύ λιγότερο μπακάλικα απ' ό,τι αντιγράφω από μνήμης- ένας άλλος ενδιαφέρων άνθρωπος).
Βέβαια το θέμα με την πολιτική αυτό ακριβώς είναι: πως ο καθένας θα πει ότι είναι οι δικές σου θεωρητικές αγκυλώσεις που κάνουν το κακό. Η από εκεί πλευρά θα πει ότι η καλή - ειρηνική - μη κτηνώδης παρένθεση των τελευταίων πολλών δεκαετιών είναι η παρένθεση εκείνη, που ακριβώς επειδή εξασφάλισε στον μέσο δυτικό άνθρωπο έναν κόσμο στον οποίο το να σκοτώνεις παιδιά μοιάζει αδιανόητο, είναι μια παρένθεση εντός της οποίας πρέπει να μείνουμε πάση θυσία προσκολλημένοι. Πως αν σήμερα μας ζητούν να ζήσει όποιος μπορεί και όποιος δεν μπορεί ας πεθάνει, δεν παύουν να είναι οι Ευρωπαίοι αυτοί που μας το ζητούν, η Δύση εις την οποία ανήκουμε, η Δύση και η Ευρώπη στην οποία χρωστάμε τα πάντα, η Δύση η οποία διασφαλίζει πως για μερικά ακόμη δις ψωροπερικοπών δεν θα αλληλοσφαζόμαστε.
Δεν ξέρω πού θέλω να καταλήξω. Μάλλον στο ότι, από τη στιγμή που βλέπεις τα παιδιά στην παιδική χαρά ως τη στιγμή που τα σκοτώνεις, δεν μεσολαβεί ένας μαγικός ζωμός που σε κάνει κτήνος, αλλά μια σειρά από αποφάσεις που «έρχονται» και τις νομιμοποιείς, αποφασίζοντας πως αξίζει να θυσιαστεί και αυτό και εκείνο και το άλλο, και ο άλφα και ο βήτα και ο γάμα, προκειμένου να μείνει η χώρα στο ευρώ ή να μπορούμε να πληρώσουμε και τον επόμενο μήνα μισθούς και συντάξεις.