Σάββατο, Απριλίου 30, 2011

Η διαρθρωτικότερη των αλλαγών

Τα δυο κακά της μοίρας μας: 1) Κράτος, πολύ κράτος, πάρα πολύ κράτος. 2) Ανομία, πολλή ανομία, πάρα πολλή ανομία. Κάνουμε το λάθος να τα εξετάζουμε ξεχωριστά, ενώ δεν έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικές πληγές, αλλά με μία, ενιαία. Είναι ή δεν είναι οι νόμοι το κατ’ εξοχήν κρατικό προϊόν; Tι άλλο αντανακλά η ανομία παρά μία ακόμη αδυναμία του Μεγάλου Ασθενή, την αδυναμία του να διασφαλίσει την ομαλή διακίνηση και αγορά του βασικού του προϊόντος;
Δες τη βαβέλ της πολυνομίας· δεν θα γκρεμιζόταν άμεσα, αντικαθιστάμενη από λειτουργικά νομοθετικά οικοδομήματα, αν είχαμε ιδιώτες νομοθέτες; Δες την ανοχή της ανομίας· θα επέτρεπε ποτέ ιδιώτης νομοθέτης τέτοιον ευτελισμό της επενδύσεώς του; Αφού έχουμε συμφωνήσει (όχι απαραίτητα εμείς ως πολίτες, η γνώμη μας είναι άλλωστε δευτερεύουσας σημασίας πια) ότι το κράτος δεν μπορεί να παριστάνει τον επιχειρηματία, γιατί να μη συμφωνήσουμε πως το κράτος δεν μπορεί να παριστάνει ούτε τον νομοθέτη; Γιατί να μην προβούμε στη διαρθρωτικότερη των αλλαγών, αφήνοντας στην άκρη τα ημίμετρα; Αλλωστε, αφού ελέω μνημονίου ο ρόλος του κρατικού νομοθέτη είναι πλέον μεσολαβητικός, ο μεσάζων μόνο κόστος προσφέρει στο τελικό προϊόν.
Η μεγάλη ευλογία της εποχής είναι ότι έφυγαν από τα μάτια μας οι τσίμπλες δεκαετιών και εντοπίσαμε τις ρίζες των προβλημάτων μας: Ο συνδικαλισμός, η ένωση των εργαζομένων σε συνδικάτα που μεγέθυνε τη δύναμή τους, εκτοξεύοντας το εργατικό κόστος και καταβαραθρώνοντας την ανταγωνιστικότητα. Τα απότοκα του συνδικαλισμού, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και οι απεργίες. Το εργατικό δίκαιο εν γένει, με τον προσανατολισμό του στην προστασία τού δήθεν ασθενέστερου (του εργαζόμενου) πάνω στην καμπούρα του τελικά ασθενέστερου (της ελληνικής οικονομίας).
Οι συνθήκες έχουν ωριμάσει ώστε να φύγει μια ακόμη τσίμπλα, να σπάσει ένα ακόμη ταμπού. Το ένα μετά το άλλο τα κράτη με τους δικούς τους νόμους, τον δικό τους τρόπο οργάνωσης κλατάρουν, φαλιρίζουν, βγαίνουν στα πιτς. Αυτά τα οικονομικά αποτυχημένα πρότζεκτ, αυτά τα ανίκανα να αυτοεξυπηρετηθούν μορφώματα, αυτά τα αενάως απευθυνόμενα στο στιβαρό χέρι των αγορών μαγαζάκια, με ποια λογική περιμένουμε πως μπορούν να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στη νομοθετική τους εξουσία;
Οι νόμοι είναι η κρατική περιουσία που κατ’ εξοχήν βαλτώνει, λιμνάζει, καταπατάται από ιδιώτες που δεν πληρώνουν, δεν πληρώνουν. Εχει έρθει ο καιρός για νόμους όχι κρατικούς, για νόμους αξιοποιημένους, για νόμους ιδιωτικοποιημένους. Για νόμους που επιτέλους θα γίνονται σεβαστοί. Για νόμους που δεν θα πηγάζουν πια ούτε κατ’ όνομα από το αδειανό κρατικό πουκάμισο, αλλά αδιαμεσολάβητα από τη λογική της αγοράς, την ηθική της αγοράς, την αποτελεσματικότητα της αγοράς.
Μήπως όμως αφαιρώντας του και τη νομοθετική λειτουργία θα απογυμνώσουμε εντελώς το κράτος; Οχι. Είναι η ίδια η πραγματικότητα που ενώ απαξιώνει θεμελιώδεις λειτουργίες των κρατών, δημιουργεί επιτακτική ανάγκη για νέες, ακόμη θεμελιωδέστερες: τη συνεχή ροή προς τις τράπεζες πακέτων στήριξης και ενίσχυσης. Γιατί, δες το και μόνος σου: αν καταρρεύσουν οι τράπεζές σου, θα καταρρεύσει την ίδια ώρα κι η ζωή σου. Το κράτος σου όμως έχει καταρρεύσει καιρό τώρα, όντας οικονομικά και πολιτικά υποτελές, και η ζωή σου συνεχίζεται· τρισχειρότερη, αλλά συνεχίζεται. Χωρίς κράτος την παλεύεις. Χωρίς τράπεζες, λεπτό.
(Καθημερινή, 30.4.11)

Παρασκευή, Απριλίου 29, 2011

Ο Άκης κι η Γαλλική Επανάσταση

Γιατί;
Ο γάμος του Γουίλιαμ και της Κέιτ μετατρέπεται σε εθνική γιορτή. Ο λαός γιορτάζει το γάμο των αρχόντων του. Στα σχολεία, παιδάκια παριστάνουν τους μικρούς πρίγκηπες και τις μικρές πριγκιποπούλες, ενώ λεοντόκαρδες σημαίες ανεμίζουν δεξιά κι αριστερά.
Ο γάμος του Άκη και της Βίκυς μετατρέπεται σε εθνική ντροπή. Ο λαός θέλει το αίμα των αρχόντων του. Στα σχολεία, κανείς δεν ντύθηκε τότε μικρός Τσοχατζόπουλος και μικρή Τσοχατζοπούλα, με πασοκικές σημαίες να ανεμίζουν δεξιά κι αριστερά.
Η δημοκρατία είναι πολίτευμα αχάριστο, μίζερο, κακιασμένο, με πρώτη ύλη την έριδα, την διαβολή, τον αλληλοσπαραγμό. Μας παραχωρεί τα άδωρα δώρα της εκλογής και της καταψήφισης των αρχόντων μας, που είναι υποτίθεται ίσοι με εμάς, ίδιοι με εμάς, ένα από μας· και μεις τα δεχόμαστε με κρυμμένη απελπισία αυτά τα πράγματα που κατά βάση δεν τα θέλουμε. Άλλα ζητεί η ψυχή μας, για άλλα κλαίει· γιατί δεν υπάρχει για τον άνθρωπο που απομένει ελεύθερος, έγνοια πιο μόνιμη, πιο αγωνιώδης, απ' την αναζήτηση ενός πλάσματος για να το προσκυνήσει. Αλλά, ο ελεύθερος άνθρωπος δε θέλει να υποκύψει παρά μόνο μπροστά σε κάποιον με αναμφισβήτητη αξία και δύναμη, που όλοι να τον σέβονται, με μια παγκόσμια συγκατάθεση.
Και κάπως έτσι σκανδαλίζουν τα ψίχουλα που κόστισε ο γάμος του ανθρώπου που θα γινόταν κάποτε βασιλιάς στην Ελλάδα, σε σχέση με το κόστος του γάμου του ανθρώπου που θα γίνει κάποτε βασιλιάς στην Μεγάλη Βρετανία. Και κάπως έτσι σκανδαλίζουν τα ψίχουλα που έφαγε η οικογένεια του Άκη, σε σχέση με τις αποθήκες ψωμί που τρώει η οικογένεια του Γουίλιαμ.
Αυτή η διαφορά φανερώνει ανάγλυφα πού οδηγεί το ξένο με τη φύση του ανθρώπου ιδεολόγημα της ισότητας αρχόντων και αρχομένων και πού οδηγεί η βαθιά υπαρξιακή του ανάγκη να έχει άρχοντες που δεν θα αμφισβητεί αλλά θα λατρεύει, που δεν θα τους βλέπει σαν ομοίους του αλλά σαν διαφορετικούς του.
Επαναφέρτε το ασύμβατο με το δημοκρατικό κλωτσοσκούφι κύρος των αρχόντων μας. Θέλουμε γάμους να μας δονούνε κι όχι πια γάμους με τους οποίους να αγανακτούμε. Θέλουμε χλίδα και πρωτόκολλα, θέλουμε τίτλους και αίματα γαλάζια, θέλουμε τα παράθυρα των κεντρικών δελτίων να έχουν μόνο Ζαμπούνηδες.
Γαμώ τη Γαλλική Επανάσταση και τα απότοκά της. Φέρτε μας πίσω την ανισότητά μας, την υποταγή μας, το δέος μας, την ησυχία στο κεφάλι μας και τα δάκρυα στα μάτια μας, επειδή η Αυτού Μεγαλειότης σήμερα παντρεύεται.

Πέμπτη, Απριλίου 28, 2011

Όλα θα πάνε καλά

Ο Τζέικ Τζίλενχαλ ξυπνάει σε ένα τρένο. Η Μισέλ Μόναγκαν απέναντί του, του λέει ότι αποφάσισε να ακολουθήσει τη συμβουλή του. Ποιά συμβουλή του όμως; Και γιατί του μιλάει σαν να τον ξέρει; Και γιατί τον φωνάζει Σον, όταν εκείνος λέγεται Κόλτερ Στίβενς και πολεμούσε στο Αφγανιστάν; Πώς βρέθηκε μέσα στο τρένο; Ακόμα χειρότερα, γιατί στον καθρέφτη που κοιτάζεται βλέπει ένα πρόσωπο που δεν είναι το δικό του; Απορίες που μένουν αναπάντητες, καθώς λίγο μετά μια έκρηξη ανατινάζει το τρένο, τον ίδιο, την Μόναγκαν και όλους τους άλλους επιβάτες. Ο Τζίλενχαλ ξυπνάει ξανά. Βρίσκεται μόνος σε ένα θάλαμο. Απέναντι του οθόνες. Nαι, είναι ο Κόλτερ Στίβενς και μέσα απ’ τις οθόνες η αξιωματικός Βέρα Φαρμίγκα και ο επιστήμονας Τζέφρι Ράιτ του εξηγούν την αποστολή του. Μια βόμβα εξερράγη σήμερα το πρωί στο τρένο προς Σικάγο και πρέπει να βρει τον ένοχο, πριν προβεί στο επόμενο μεγαλύτερο χτύπημά του. Πώς θα το κάνει αυτό; Μπαίνοντας στις αναμνήσεις ενός νεκρού επιβάτη ονόματι Σον Φέντερς και ξαναζώντας τα τελευταία οκτώ λεπτά του. Μπορεί να επιστρέψει όσες φορές θέλει, ζώντας μάλιστα τα τελευταία οκτώ λεπτά πριν την έκρηξη όπως εκείνος θέλει. Πώς γίνονται όλα αυτά; «Κβαντομηχανική» είναι η απάντηση του Τζέφρι Ράιτ, σε ένα ακατάληπτο και υποτίθεται επεξηγηματικό του επιστημονικού προγράμματος λογύδριό του. Κβαντo-ο,τινανική.

Προφανώς και οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας, όντας εκτός από «επιστημονικής» και «φαντασίας», στηρίζονται σε ανακαλύψεις που δεν έχουν γίνει ακόμη και που μπορούν κάλλιστα να μη γίνουν και ποτέ. Το πρόβλημα λοιπόν δεν έγκειται τόσο στην επιστημονικότητα ή μη των καταστάσεων στις οποίες μια ταινία βασίζεται για να φτιάξει τον κόσμο της. Καμιά φορά μάλιστα, ταινίες άλλων ειδών δεν μπαίνουν καν στον κόπο να εξηγήσουν το «πώς» του κόσμου τους. Στην «Μέρα της Μαρμότας» π.χ. δεν δίνεται εξήγηση πώς ο Μπιλ Μάρεϊ ζει και ξαναζεί την ίδια μέρα. Αλλά δεν αισθάνεσαι ότι έχει υποτιμήσει τη νοημοσύνη σου κανένας. Ούτε ας πούμε ένα μηχάνημα που σε βάζει στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς ή ένα άλλο που διαγράφει τις αναμνήσεις σου έχουν βασιστεί σε επιστημονικά δεδομένα. Αλλά ο Τσάρλι Κάουφμαν τα χρησιμοποιεί ως οχήματα για να πει τις δικές του ιστορίες. Στα «Τελευταία Οκτώ Λεπτά» όμως αφενός δεν έχουμε να κάνουμε με όχημα αλλά με την ίδια την καρδιά της ταινίας και αφετέρου υπάρχουν πράγματα που δεν βγάζουν νόημα και μέσα στην πραγματικότητα της ταινίας. Το θέμα δεν είναι αν όσα συμβαίνουν είναι εφικτά σύμφωνα με την δική μας επιστημονική πραγματικότητα, αλλά το πώς μπορούν να στέκουν αυτά τα πράγματα μέσα στον κόσμο της ταινίας. Και λίγο να αρχίσεις να τα σκαλίζεις διαπιστώνεις ότι δεν στέκουν, αλλά αντιθετα χάσκουν προκλητικά.

Ο Ντάνκαν Τζόουνς έχει ξεκινήσει να αφήνει το στίγμα του στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας. H πρώτη του ταινία, το πολύ πιο δικό του «Moon», είναι συγγενής θεματολογικά, αλλά πολύ πιο στιβαρή σεναριακά και με πολύ περισσότερη ουσία. Ο Τζόουνς είναι γιος του Ντέιβιντ Μπάουι. Στην Ελλάδα θα είχε γίνει μάλλον κι αυτός τραγουδιστής. Θα εμφανιζόταν σε νυχτερινά κέντρα και σε τηλεοπτικές εκπομπές μαζί με τον μπαμπά του, όπου θα τραγουδούσαν ντουέτο. Αλλά τα μήλα πέφτουν με μικρότερη συχνότητα κάτω απ’ τις μηλιές του εξωτερικού απ’ ό,τι στις εγχώριες.

Ο Τζίλενχαλ ρωτάει: «Τι θα έκανες αν είχες λιγότερο από ένα λεπτό για να ζήσεις;». Η Μόναγκαν απαντά: «Θα έκανα αυτά τα δευτερόλεπτα να μετρούν». Ελλείψει σεναριακής ανάπτυξης της μεταξύ τους έλξης (σε κάθε του επιστροφή στο τελευταίο οκτάλεπτο, ο Τζίλενχαλ ανακαλύπτει σαν προξενήτρα κι ένα της καλό: «Α, είσαι ευγενική - Α, είσαι και ειλικρινής») η σκηνή κανονικά έπρεπε να μοιάζει περισσότερο με το διαφημιστικό για τους τρεις cool κακομοίρηδες που στήνουν σκηνικό καταστροφής της γης για να μπορέσει ο ένας από αυτούς να κάνει έρωτα σε μια θαμώνα του μπαρ, παρά με την αριστουργηματική σύλληψη του τελευταίου φιλιού στο «Last Night» του Ντον Μακ Κέλαρ. Ωστόσο ο Τζόουνς έχει ταλέντο και προσφέρει την καλύτερη σκηνή της ταινίας, καθώς ο χρόνος του Τζίλενχαλ τελειώνει και ο χρόνος παγώνει. Μαζί με το χρόνο παγώνει κι η εικόνα: εκείνοι φιλιούνται και οι υπόλοιποι επιβάτες του βαγονιού μένουν να γελάνε με έναν κωμικό που δίνει αυτοσχέδια παράσταση στο βαγόνι. Ο χρόνος μιας παράλληλης πραγματικότητας που τελειώνει με ένα φιλί και ανθρώπους που ακούν αστεία, που προσμένουν την κατάληξη του αστείου, με την ευφορία της προσμονής. Πολύ κρίμα που η ταινία δεν τελειώνει εκεί.

«Όλα θα πάνε καλά». Αυτές οι λέξεις που άλλοι από εμάς τις έχουν πολύ εύκολες επαναλαμβάνοντάς τες σαν μάντρα και άλλοι από μας όταν είναι στις μαύρες τους είναι οι τελευταίες που θέλουν να ακούσουν. Αυτές οι λέξεις που φαίνονται να σχολιάζονται με τον τρόπο που τους πρέπει στην ταινία, όταν στο άκουσμά τους το τρένο ανατινάζεται ξανά και ξανά. Αλλά ένα -όχι ανεξαίρετο, αλλά σε γενικές γραμμές ασφαλές- κριτήριο για να κρίνεις το ειδικό βάρος μιας ταινίας, είναι αν στο τέλος πάνε όντως όλα καλά.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Απριλίου 26, 2011

(Κλείνει το τελευταίο εργοστάσιο παραγωγής γραφομηχανών)
Αυτός που γράφει σε μια γραφομηχανή είναι πολύ πιο κοντά σε αυτόν που γράφει σε ένα τετράδιο από ό,τι σε αυτόν που γράφει σε έναν υπολογιστή.
Ο υπολογιστής είναι δευτερευόντως το πληκτρολόγιό του. Ο υπολογιστής είναι πρώτα απ' όλα η οθόνη του. Ο υπολογιστής είναι μια οθόνη που μαγνητίζει διαρκώς την προσοχή σου.
Αυτός που γράφει σε μια γραφομηχανή είναι μόνος με τον εαυτό του. Όταν χαζεύει χαζεύει στο κενό. Αυτός που γράφει σε έναν υπολογιστή δεν είναι ποτέ μόνος. Ο υπολογιστής δεν είναι μηχάνημα, αλλά οντότητα, μια οντότητα που είναι πάντα μπροστά σου, πάντα αυτόπτης μάρτυράς σου. Αυτός που γράφει σε έναν υπολογιστή γράφει στα διαλείμματα που δεν χαζεύει στον υπολογιστή.
Αυτός που γράφει σε έναν υπολογιστή πρέπει να πληρώνει διαρκώς το τίμημα που του ζητά η οθόνη: αφαιρέσου, κλίκαρε, φύγε, ξαναέλα, ξαναφύγε, τσέκαρε, συγκεντρώσου, αφαιρέσου, έλα, φύγε, ξαναέλα, κλίκαρε, κοίτα με, άσε τις σκέψεις, άσε τις λέξεις, μην τους παραδίδεσαι, είσαι μισός δικός μου, είσαι βασικά δικός μου, εγώ δεν είμαι μέσο, εγώ δεν είμαι γραφομηχανή, δεν ορίζεις εσύ εμένα, εγώ ορίζω εσένα.
Η γραφομηχανή δεν είχε πρόσωπο, ο υπολογιστής έχει.
Κοιτάζοντας τον υπολογιστή κατά πρόσωπο, κοιτάς ταυτόχρονα όλους τους άλλους ανθρώπους του πλανήτη, που κοιτούν τον δικό τους υπολογιστή κατά πρόσωπο.
Συνηθίζοντας να κοιτάζουμε και να μιλάμε με τους άλλους μέσω μιας οθόνης, η φυσική επαφή και η φυσική ομιλία μάς φαίνονται σχεδόν αφύσικες. Λείπει η διαμεσολάβηση της οθόνης, λείπει αυτό που έχουμε συνηθίσει να κοιτάμε, αυτό στο οποίο έχουμε συνηθίσει να απευθυνόμαστε.
Εκ των υστέρων είναι ξεκάθαρο ότι η γραφομηχανή ήταν ένα ακέφαλο κτήνος. Ένα έκτρωμα της τεχνολογικής φύσης. Ένα πιθηκοειδές πριν τον άνθρωπο.
Όταν θα κοιτούν εκ των υστέρων τους υπολογιστές κι όταν κλείσει και το τελευταίο εργοστάσιο παραγωγής τους θα είναι ξεκάθαρο ότι ήταν ένα έκτρωμα της τεχνολογικής φύσης. Ένα πιθηκοειδές πριν τον άνθρωπο.
Ο άνθρωπος που γράφει είναι διαφορετικός από τον άνθρωπο που μιλάει.
Μιλούν όσοι δεν έχουν τίποτα αξιόλογο να γράψουν.
Γράφουν όσοι δεν έχουν τίποτα αξιόλογο να πουν.
Μιλούν οι επιφανειακά ματαιόδοξοι.
Γράφουν οι βαθιά ματαιόδοξοι.
Μιλούν αυτοί που θέλουν να τους αποδεχθούν οι άλλοι.
Γράφουν αυτοί που θέλουν να τους αποδεχθεί ο εαυτός τους.
Μιλούν όσοι στη ζωή έχουν απωθήσει τον παράγοντα θνητότητα.
Γράφουν όσοι του έχουν δώσει υπερβολική σημασία.
Όταν καταργήσουν τα πληκτρολόγια από τους υπολογιστές, όσοι γράφουν θα αναγκαστούν να το κάνουν μιλώντας.
Θα βραχυκυκλώσουν ή θα απελευθερωθούν.
Από τι όμως;
Τα πληκτρολόγια είναι κατάλοιπα της γραφομηχανής. Τα πληκτρολόγια απαιτούν υπερβολική συμμετοχή του σώματός σου.
Αυτός που πληκτρολογεί είναι ήδη ψυχοσωματικά διαφορετικός από αυτόν που απαγγέλλει.
Μπορεί κι η απαγγελία να καταστεί περιττή. Μπορεί η σκέψη να διαβάζεται και να μετατρέπεται σε γραφή.
Έτσι, αυτός που μιλά κι αυτός που γράφει θα έχουν συναιρεθεί σε εκείνον που σκέφτεται, ενώ η οθόνη απέναντί σου θα διαβάζει τις σκέψεις σου αξιολογώντας αν γράφεις ή μιλάς.
Οι οθόνες δεν είναι σημαντικές. Οι οθόνες είναι κάτι ενδιάμεσο. Ένα έκτρωμα της τεχνολογικής φύσης. Ένα πιθηκοειδές πριν τον άνθρωπο.
Ο άνθρωπος - άνθρωπος θα είναι σκέψεις συνδεδεμένες με άλλες σκέψεις, σκέψεις διαμεσολαβημένες, φιλτραρισμένες και ερμηνευμένες ως πληροφορίες από την κατάλληλη τότε τεχνολογία.
Ο ως τώρα άνθρωπος είναι ένα έκτρωμα της τεχνολογικής φύσης. Ένα πιθηκοειδές πριν τον άνθρωπο.

Πέμπτη, Απριλίου 21, 2011

Eσωτερικοί μονόλογοι

Απόγευμα Μεγάλης Πέμπτης. Ο ήλιος ψηλά στον ουρανό. Δυσοίωνες σκέψεις στο μυαλό κάνουν κοντράστ με τον ήλιο, εναρμονίζονται όμως με το κλίμα της ημέρας, τόσο το παραδοσιακό όσο και το τρέχον, ήτοι το κοινωνικοοικονομικό. Περνάω έξω από μια εκκλησία. Ας μπω να ανάψω ένα κερί, Μεγάλη Εβδομάδα είναι. Η κυρία που σαρώνει τα κεριά, σβήνοντας τα, κάνοντας και καλά χώρο για τα επόμενα, μου δίνει ιδέα για ποστ. Θα γράψω για μια κυρία που σβήνοντας τα κεριά νιώθει πως σβήνει τις ευχές και αναιρεί τις προσευχές του κόσμου. Για μια κυρία που νιώθει πως έχει ακυρωτική εξουσία επί των μύχιων ελπίδων των αλλωνών. Αλλά δεν έχω ξαναγράψει παλιότερα κάτι παρεμφερές; Το ψάχνω και όντως. Ας μην επαναληφθώ λοιπόν. Όχι γιατί θα το θυμηθεί κανείς από όσους το διαβάσουν, αλλά επειδή θα το ξέρω εγώ. Σε κάποια ελάχιστα πράγματα είμαι αυστηρός βλέπεις με τον εαυτό μου και του βάζω όρια. Ανάβω το κερί και στρέφω το κεφάλι πριν δω την κυρία να μου το ματαιώνει. Η λειτουργία δεν έχει ακόμη αρχίσει, οι θέσεις όμως είναι ήδη όλες πιασμένες. Σαν κατάμεστο θέατρο πριν αρχίσει η παράσταση. Θέατρο γερόντων που συνομιλούν χαμηλόφωνα μεταξύ τους. Είναι όλοι τους γέροντες και γριες όμως; Καμιά φορά κοιτάμε με τα μάτια της προκατάληψης. Ίσως όλες τις φορές. Αν η αληθινή αιτία ύπαρξης των θρησκειών είναι το πεπερασμένο της ανθρώπινης γνώσης για τα μυστήρια της ύπαρξης (βασικά ο θάνατος δηλαδή) και αν κυρίαρχο ρόλο στην δική μας τουλάχιστον θρησκεία έχει η έννοια της αμαρτίας, για τους ηλικωμένους η παράσταση που θα αρχίσει έχει το διπλό πλεονέκτημα της παροχής αφενός ελπίδας για το φυσικό γεγονός στα περίχωρά του οποίου νιώθουν πως βρίσκονται και του ότι αφετέρου το γήρας σου προσφέρει πρώτης τάξεως ευκαιρία να αποστασιοποιηθείς από τις αμαρτίες του μη γήρατος.
Απέναντι από την εκκλησία έχει ένα μαγαζί. Παίρνω ένα δώρο σε κάποιον που γιορτάζει. Η ιδιοκτήτρια μου λέει ότι κάνει 3 ευρώ παραπάνω από όσο μου είπε ότι έκανε η πωλήτρια. Δεν μου λέει ότι δεν πειράζει κι αφού τόσο μου είπε η πωλήτρια τόσο είναι. Προτιμά το ξεφτιλίκι. Δικαίωμά της. Εμένα δεν θα ξαναέχει πελάτη. Προχθές στο συνεργείο μου φέρθηκαν καλά. Θες στην κακή εκδοχή υποκριτικά και υστερόβουλα; Έστω. Θα με ξαναέχουν πελάτη όμως. Ειδικά με αυτό το αυτοκίνητο σύντομα κιόλας. Αλλά είναι πράγματα που διδάσκονται αυτά ή έστω πράγματα που ανάγονται στον κοινό νου; Μάλλον πράγματα της φύσης του καθενός είναι. Κι είναι λάθος να βλέπουμε τον καρμοίρη σαν κακόμοιρο, αφού έτσι παραγνωρίζουμε τη βαθιά εσωτερική ηδονή που του δίνει το κάθε κερδισμένο ή μη ξοδεμένο κέρμα.
Έγραφα πιο πάνω ότι δεν θέλω να επαναλαμβάνομαι. Δεν είναι περίεργο όμως που σε άλλου είδους θεματολογία η επανάληψη μας ενοχλεί, αλλά στα πολιτικά η επανάληψη είναι ο κανόνας; Ίσως είναι, ίσως δεν είναι. Δεν περιμένω να μου απαντήσεις. Δεν περιμένω καν να το διαβάσεις τέτοιες μέρες το ποστ, το οποίο έχει εξελιχθεί άλλωστε σε εσωτερικό μονόλογο. Σε εσωτερικό διάλογο για την ακρίβεια. Μου αρέσει να συζητάω με τον εαυτό μου, αφού ακόμα και όταν με αποκαλώ διαστημικό μαλάκα π.χ., ξέρω ότι το μου το λέω χωρίς να το πολυεννοώ. Λοιπόν για την επανάληψη στα πολιτικά κείμενα λέγαμε. Κοίτα, συζητούσα πρόσφατα με άνθρωπο που δουλεύει μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μου έλεγε για τη σπατάλη που υπάρχει τόσο γενικώς όσο και ιδιαίτερα σε σχέση με τους αξιωματούχους. Ίσως λοιπόν τα θέματα που -για προφανέστατους βέβαια λόγους- σκάνε τώρα με τη ΓΕΝΟΠ, να δείχνουν απλώς ότι άπαξ και βρίσκεσαι στην κορυφή της πυραμίδας εκπροσώπησης, δεν υπάρχει περίπτωση να κακοζωιστείς, όποια πλευρά κι αν εκπροσωπείς.
Πριν προλάβεις να μου καταλογίσεις ότι δικαιολογώ κανέναν και ότι βρίσκω ελαφρυντικά, απλώς θέλω να πω ότι αν η ΓΕΝΟΠ ήταν κάποιο μπόρντ οφ νταϊρέκτορς και έδινε τερατώδη μπόνους στον εαυτό της δεν θα μας έκανε τόση εντύπωση. Πριν προλάβεις να μου επισημάνεις τις διαφορές, επαναλαμβάνω ότι δεν δικαιολογώ κανένα. Αν η ΓΕΝΟΠ παρασιτούσε, χίλιες φορές να σταματήσει να παρασιτεί. Και ναι, πράγματι, στην ελληνική εκδοχή της παγκόσμιας κρίσης παρασιτισμοί τύπου ΓΕΝΟΠ είναι σημαδιακοί. Και επίσης πράγματι, και στην Κούβα βλέπω τι γίνεται, δεν είμαι τυφλός. Απλά εκείνο που λέω είναι ότι το οικονομικό μοντέλο που επικρατεί παγκοσμίως δεν είναι κατά του παρασιτισμού των λίγων επί των πολλών. Αντίθετα είναι αναφανδόν υπέρ του, απλά του επιφυλάσσει ονομασίες ευφημιστικές, έχοντας το ισχυρότερο από τα όπλα, το όπλο της κυρίαρχης αφήγησης του κόσμου.
Ας κλείσω με μια φεισμπουκισθείσα και μπαζαρισθείσα νότα αισιοδοξίας που μπορεί να φαίνεται ρετρό, αλλά δεν είναι. Μπορεί να τα έλεγε το 1999 αυτά ο Φώτης Γεωργελές αλλά δεν βλέπω γιατί να μην έχουν εφαρμογή και σήμερα:
Οι αλλαγές στο κοινωνικό επίπεδο θα μας ξαφνιάσουν ακόμα περισσότερο. Το βλέπω ήδη στους ανθρώπους γύρω μου. Αρχίζει να εξαφανίζεται σιγά σιγά εκείνο το παλιό μοντέλο του πολίτη-ανώριμου παιδιού, που περίμενε τα πάντα από το κράτος, το κόμμα, την εξουσία. Που έπασχε από εκείνον τον «παιδισμό» της άβουλης άγνοιας. Ακόμα και αυτή η ενασχόληση με την οικονομία και τις μετοχές που τόσο κατηγορούν κάποιοι (τι ρατσισμό φανερώνουν τα λόγια τους) θετική είναι.
Φτιάχνει ώριμους πολίτες, που διαβάζουν, πληροφορούνται, καταλαβαίνουν τη σημασία του πληθωρισμού, των τιμών, του κέρδους, των αυξήσεων, καταλαβαίνουν δηλαδή την πραγματική ζωή και απομακρύνονται από τα ιδεολογήματα. Στην πρόσφατη χρηματιστηριακή κρίση, οι επενδυτές, παραδόξως, ήταν οι μόνοι ψύχραιμοι. Αυτοί που θρηνούσαν ήταν οι πολιτικοί, οι λαϊκιστές των media και οι «επαγγελματίες» που προτιμούν την αποθέρμανση να την κάνουν μόνοι τους με φήμες, με αφορμή τον Βαρώτσο, παρά ο ιδιοκτήτης της κεντρικής τράπεζας. Μόνο αυτοί έλεγαν «τι κάνει το κράτος». Οι επενδυτές, το 1,5 εκατομμύριο κωδικοί, ένα μεγάλο σύνολο δηλαδή του ενεργού πληθυσμού, είχε άλλα στο μυαλό του. Ακόμη κι αυτή η περιβόητη στροφή του στη «μικρή και μεσαία κεφαλαιοποίηση», κι αυτή έχει σημασία. Δείχνει ότι η «κοινή γνώμη» ασκεί πολιτική.
Δώδεκα χρόνια αργότερα, δώδεκα χρόνια πιο ώριμοι, πιο διαβασμένοι, πιο πληροφορημένοι για τη σημασία του πληθωρισμού, των τιμών, του κέρδους, των αυξήσεων, ας ξαναστραφούμε στο Χρηματιστήριο. Ας ξαναστραφούμε στην πραγματική ζωή και ας απομακρυνθούμε -οριστικά αυτή τη φορά- από τα ιδεολογήματα. Μπορεί να αργήσουμε να φτιάξουμε το πρώτο μας κινητό, αλλά μπορούμε να φτιάξουμε μια ακόμη φούσκα. Μπορεί όλα αυτά τα χρόνια να καταναλώναμε περισσότερα από όσα παράγαμε ζώντας πάνω από τις δυνάμεις μας, αλλά αν το παραγωγικό μοντέλο δεν μας πάει, υπάρχει πάντα το χρηματιστηριακό μοντέλο, οπού εκεί μπορούμε να καλύψουμε το χαμένο παραγωγικά έδαφος που δημιούργησε ελλείμματα και χρέη.

Τετάρτη, Απριλίου 20, 2011

Η επιστημονική φαντασία του παρελθόντος

Tο «Carlos» ξεκινά με μια λεζάντα που μας προειδοποιεί ότι παραμένουν ακόμα πολλές γκρίζες ζώνες στη δράση του Κάρλος, ότι οι σχέσεις του με τους άλλους χαρακτήρες έχουν δραματοποιηθεί και ότι αυτό που πρόκειται να παρακολουθήσουμε δεν διεκδικεί την αυθεντικότητα μιας πιστής καταγραφής. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η γκρίζα ζώνη μεταφέρεται από το πεδίο της εξωτερικής δράσης και στο πεδίο του εσωτερικού κόσμου του Κάρλος. «Ο Κάρλος είναι ένα αίνιγμα. Με την ταινία προσπάθησα να το λύσω», λέει ο σκηνοθέτης Ολιβιέ Ασαγιάς. Το λέει αλλά δεν φαίνεται να το κατάφερε, τουλάχιστον στην σχεδόν τρίωρη εκδοχή του έργου του που προβάλλεται στους κινηματογράφους. Δεν ξέρω αν το κατάφερε στην ολοκληρωμένη του μορφή, στην διάρκειας δηλαδή 5 1/2 ώρων μίνι σειρά. Ας δούμε τι μαθαίνουμε λοιπόν για τον Κάρλος από τo Carlos: Ότι πιστεύει στην ένοπλη βία ως αποτελεσματικότερη μορφή πολιτικής πάλης από το λόγο. Ότι είναι -προσοχή, ακολουθεί κακή λέξη- οπλόκαυλος. Ότι είναι στρατιώτης της επανάστασης, αλλά όχι μάρτυρας. Τσιτάτα. Ο ψυχισμός του παραμένει κατʼ ουσίαν ανεξερεύνητος. Δίπλα του σκιαγραφούνται καθαρότερα οι δεύτεροι χαρακτήρες. Καταλαβαίνουμε ευκολότερα τι είναι (αν όχι στην πραγματικότητα, έστω κατά την ταινία) ο Bαντί Χαντάτ, ο Άντζι, η Νάδα. Ο Ασαγιάς φιλμάρει τον Κάρλος ατελείωτα, χωρίς να προσπαθεί να τον διαβάσει, χωρίς να εκμεταλλεύεται όλο αυτό το χρόνο για να μας παραδώσει την δική του εκδοχή ενός ανθρώπου πίσω από τη θολούρα της φήμης του. Από το έργο λείπει η πυξίδα, ο ερμηνευτικός άξονας τόσο των γεγονότων που βλέπουμε να καταγράφονται στο φακό, όσο και του κεντρικού τους ήρωα. Περιστατικά, περιστατικά, περιστατικά.

Πρόκειται ωστόσο για περιστατικά που η αναπαράστασή τους σε αποζημιώνει. Είναι που είναι από μόνο του το θέμα της εικοσαετούς δράσης ενός διαβόητου διεθνούς τρομοκράτη γοητευτικό, είναι και η εικονογράφησή του παραπάνω από αξιοπρεπής, με αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά σπαταλημένος χρόνος ή σπαταλημένα λεφτά να μπορεί να χαρακτηριστεί η παρακολούθηση της ταινίας. Που ωστόσο δεν είναι ταινία, αλλά τηλεοπτική σειρά, κι αυτό φαίνεται. Όχι μόνο στα όποια χάσματα έχει αφήσει η αφαίρεση της σχεδόν μισής διάρκειας του συνολικού υλικού, ούτε μόνο στην αρχιτεκτονική της (π.χ. στο αν, πώς και πότε κλιμακώνεται). Ο «Carlos» θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί πρώτης τάξεως τηλεόραση, αλλά μεσαίας τάξεως σινεμά. Από μια μίνι σειρά μπορεί και να μη ζητάς κάτι βαθύτερο, κάτι αιχμηρότερο, κάτι που να φτάνει πιο κοντά στην ουσία των πραγμάτων, στην ουσία τόσο την πολιτική όσο και του συγκεκριμένου ήρωα. Να σε καλύπτει και με το παραπάνω η εικονογράφηση, η γοητεία επί της γοητείας, η συναρπαστική αναπαράσταση συναρπαστικών γεγονότων. Από τον κινηματογραφική προβολή φεύγεις, έχοντας ασφαλώς δει κάτι ενδιαφέρον και χορταστικό, αισθανόμενος ωστόσο πως ο σκηνοθέτης ήξερε τι ήθελε να δείξει, αλλά καθόλου τι ήθελε να πει.

Ο πρωταγωνιστής Εντγκαρ Ραμίρεζ είναι από την Βενεζουέλα όπως ο Κάρλος. Ο Ασαγιάς λέει ότι ήθελε ο άνθρωπος που θα τον υποδυθεί να είναι συμπατριώτης του, ωστόσο δεν του έχει κάνει χάρη δίνοντάς του το ρόλο, αφού «γράφει» και με το παραπάνω στον φακό. Δεδομένων δε των ωρών που διαρκεί η ταινία και του ότι παίζει σε κάθε σχεδόν σκηνή της, πρέπει να είναι ο κάτοχος του παγκόσμιου ρεκόρ κινηματογραφικών τσιγάρων, καθώς μπορεί σε μια σκηνή να λέει ότι τα όπλα είναι προέκταση του σώματός του, ωστόσο ακόμα πιο σίγουρα τα τσιγάρα είναι προέκταση των δακτύλων του. H σύμπτωση είναι ότι ο Ραμίρεζ είχε παίξει σε μια ταινία από την τριλογία του Bourne, όπου στα βιβλία του Ρόμπερτ Λάντλαμ ο βασικός κακός είναι ο Κάρλος, αλλά στην μεταφορά τους στις ταινίες με τον Ματ Ντέιμον ο Κάρλος δεν είχε θέση. Είχε θέση όμως σε μια παλιότερη μεταφορά, όπου τον υποδυόταν μάλιστα ο καθόλου Παραγουανός Γιώργος Βογιατζής.

Κεντρική θέση τόσο στη δράση του αληθινού Κάρλος όσο και στην ταινία καταλαμβάνει η επιδρομή στη Σύνοδο των Υπουργών του ΟΠΕΚ στη Βιέννη. Οι στολές των Αυστριακών αστυνομικών του 1975 που μπαίνουν στο κτίριο για να αντιμετωπίσουν οπλισμένους τρομοκράτες που έχουν αιχμαλωτίσει υπουργούς, συγκρινόμενες με αυτές μιας διμοιρίας ΜΑΤ σε οποιαδήποτε αθηναϊκή διαδήλωση, θυμίζουν στολές προσκόπων σε εκδρομή. Μόλις αποκρούονται οι αστυνομικοί και ξεκαθαρίζει η κατάσταση αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις. Ούτε λίγο ούτε πολύ ο Κάρλος ζητά να του παραχωρηθεί αεροπλάνο, όπου θα μεταβεί μαζί με τους δεκάδες ομήρους του. Με τα σημερινά μάτια θα τον ρωτούσαμε: «Μα είσαι τρελός; Είναι ποτέ δυνατόν να κάνουν δεκτό το αίτημά σου;» Τότε το έκαναν. Το αεροπλάνο έκανε βόλτες μεταξύ Αλγερίας και Λιβύης. Ο Κάρλος απελευθέρωσε τους ομήρους λαμβάνοντας 20.000.000 δολάρια και μένοντας ελεύθερος να συνεχίσει τη δράση του. Συγκρινόμενος με την μεταχείριση που έχουν σήμερα στην Ελλάδα εικοσάχρονοι τρομοκράτες (τα εισαγωγικά τα βάζει εδώ κανείς κατά το δοκούν), δεν μπορεί κανείς παρά να διαπιστώσει ότι καμιά φορά η πιο ακραία επιστημονική φαντασία κατοικοεδρεύει στο κοντινό παρελθόν.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Αισθητήρας στροφάλου

Δύο ώρες και εβδομήντα ευρώ αργότερα, ο ήρωας της ιστορίας μας επέστρεφε από το συνεργείο με καινούριο αισθητήρα στροφάλου. Μάλλον ο παλιός και μόνον αυτός ήταν η αιτία που έκανε το αυτοκίνητό του να δυσκολεύεται να πάρει μπρος όταν η μηχανή ήταν ζεστή. Ευχήθηκε εκτός από συνεργεία αυτοκινήτων να υπήρχαν και συνεργεία ανθρώπων. Να πήγαινε σε ένα την επόμενη, να έλεγε «Ορίστε, καιρό, πολύ καιρό, πάρα πολύ καιρό, χρόνια σας λέω, όχι ένα και δύο, παραπάνω, παραπάνω σας λέω, ταλαιπωρούμαι με αυτήν την ιστορία, ταλαιπωρούμαι αλήθεια σας λέω, ενώ ενδεχομένως όλο αυτόν τον καιρό η υπόθεση ήταν θέμα δύο ωρών και εβδομήντα ευρώ» και ο μηχανικός να άνοιγε το καπό του κεφαλιού του, να σκάλιζε λίγο τον εγκέφαλο και να αποφαινόταν ανέλπιστα πως, όχι, δεν είχε κάποια συνολική συγκλονιστική βλάβη το σύστημα, αλλά ήταν μια τόσο δα συναψούλα νευρώνων που τον βραχυκύκλωνε.

Δευτέρα, Απριλίου 18, 2011

Mπλεξοκρατία


Δεν ξέρω ποιός είναι ο σκοπός των ντοκιμαντέρ. Μπορούμε να τον ψάξουμε. Μπορούμε δηλαδή να ψάξουμε να βρούμε από που άραγε προκύπτει ότι είναι αθέμιτο ένα ντοκιμαντέρ να θέλει να αλλάξει τον κόσμο. Να προσκομιστούν δηλαδή στοιχεία που να λένε: ορίστε, τα ντοκιμαντέρ που παγκοσμίως διακρίνονται και βραβεύονται είναι ντοκιμαντέρ χωρίς κανενός είδους ατζέντα, είναι ντοκιμαντέρ χωρίς κανενός είδους στόχευση, είναι ντοκιμαντέρ που δεν επιδιώκουν να αλλάξουν ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου.

Ακόμη περισσότερο μπορούμε να ψάξουμε να βρούμε από πού άραγε προκύπτει ότι ο σκοπός των ντοκιμαντέρ είναι να ενημερώνουν τον κόσμο. Μήπως τα έχουμε μπερδέψει με τίποτα άλλο; Χμ. Με τι να πούμε; Να πούμε με τα δελτία ειδήσεων;

Ας δούμε τι λέει σχετικά με τα τελευταία η υπ' αρ. 1/21.2.2006 οδηγία του Ε.Σ.Ρ: «Κατά το άρθρο 3, παρ. 22 και το άρθρο 8, παρ. 4 του Ν.2328/1995, οι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί στη διάρθρωση του προγράμματος και ιδίως των ειδησεογραφικών εκπομπών και των εκπομπών πολιτικού διαλόγου, έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν την πολιτική πολυφωνία και την παρουσίαση των απόψεων των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Όμως, κατά την ειδικότερη διάταξη του άρθρου 14, παρ, 1 του Π.Δ/τος 77/2003, τα δελτία ειδήσεων πρέπει να συντάσσονται με ακρίβεια, αντικειμενικότητα και με τη μεγαλύτερη δυνατή πολυμέρεια. Από τις διατάξεις αυτές του νόμου σαφώς προκύπτει ότι τα δελτία ειδήσεων και ειδικότερα τα κεντρικά δελτία ειδήσεων των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, από τα οποία κυρίως ενημερώνονται οι πολίτες περί των πολιτικών πραγμάτων της χώρας, πρέπει να διασφαλίζουν την πολιτική πολυφωνία και την προσήκουσα παρουσίαση των απόψεων των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο».

Ο αθέμιτος -φευ και παράνομος- σκοπός των δελτίων ειδήσεων προκύπτει λοιπόν κάπως ευκολότερα από τον αθέμιτο σκοπό των ντοκιμαντέρ. Οπότε, όποιος παρακολουθεί τον τελευταίο χρόνο το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού εθνικής εμβέλειας ΣΚΑΪ, μπορεί παραφράζοντας τα λόγια του Πάσχου Μανδραβέλη να αναρωτηθεί αν οι υπεύθυνοι του δελτίου ασπάζονται την άποψη ότι ο σκοπός του δελτίου τους είναι να αλλάξουν τον κόσμο και όχι να τον ενημερώσουν.

Σάββατο, Απριλίου 16, 2011

Noμία

Στα ράφια με τα ξένα περιοδικά, το μάτι πέφτει σε αυτό το εξώφυλλο. To Βloomberg Businessweek μας ενημερώνει ότι στη σελίδα 45 μπορούμε να μάθουμε
ΠΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ ΚΑΘΟΛΟΥ ΦΟΡΟΥΣ.
Επειδή ξέρω πόσο προπέτης είσαι, σε προφυλάσσω από την πτώση στη λούμπα της ανέξοδης αριστερολογίας: Το περιοδικό δεν προπαγανδίζει την ανομία, καλέ μου. Απλά παραθέτει «11 παραθυράκια, παραθυρίσκους και παραθυρούλια -όλα απολύτως νόμιμα- τα οποία χρησιμοποιούν οι πιο πλούσιοι Αμερικάνοι».
Mια ατάκα που έχω ξαναποστάρει και ξαναεπικαλεστεί είναι αυτή του μεγαλοδικηγόρου του φορολογικού δικαίου Τζιν Χάκμαν προς τον Τομ Κρουζ στην «Φίρμα»: «Ποιά είναι τελικά η διαφορά μεταξύ φοροαπαλλαγής και φοροδιαφυγής:
α) Ό,τι ορίζει η εκάστοτε ισχύουσα φορολογική νομοθεσία;
β) Ένας έξυπνος δικηγόρος;
γ) Δέκα χρόνια στη φυλακή;
δ) Όλα τα παραπάνω;».
Τότε με τις off shore του Βουλγαράκη κολλήσαμε όλοι στο ότι το νόμιμο δεν είναι απαραιτήτως και ηθικό. Διακρίνοντας ανάμεσα στις δύο έννοιες θεωρήσαμε ότι είχαμε κάνει το καθήκον μας. Ως τι όμως άραγε; Ως ηθικοί αξιολογητές; Το πρωταρχικό καθήκον μας θα ήταν το καθήκον που έχουμε ως πολίτες. Το πρωταρχικό καθήκον μας θα ήταν όχι να ξεμπερδέψουμε αποφαινόμενοι πως το νόμιμο δεν είναι πάντοτε και ηθικό, αλλά να αναρωτηθούμε συνεπώς πώς γίνεται το ανήθικο να είναι και νόμιμο. Πώς γίνεται να πρωτογίνεται νόμιμο και πώς γίνεται να εξακολουθεί να παραμένει νόμιμο.
Το καθήκον που έχουμε παγκοσμίως οι πολίτες όλων των δημοκρατιών είναι κάποια στιγμή να αναρωτηθούμε τι σόι σύστημα είναι αυτό που επιτρέπει στους πλουσιότερους πολίτες να χρησιμοποιούν 11 παραθυράκια, παραθυρίσκους και παραθυρούλια
ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΚΑΘΟΛΟΥ ΦΟΡΟΥΣ.
Το καθήκον που έχουμε ειδικά ως Έλληνες πολίτες είναι αφενός να σταματήσουμε να φοροδιαφεύγουμε, αλλά αφετέρου -και ταυτόχρονα- να καγχάζουμε δυνατά εναντίον όλων των εφαρμοστών και των υμνητών νεοφιλελεύθερων πολιτικών, αν όχι γενικά, σίγουρα πάντως όταν τις εφαρμόζουν και τις υμνούν επικαλούμενοι επιχειρήματα ηθικής χροιάς.
Επελάστε τώρα που είμαστε εύκαιροι και παραζαλισμένοι, αλλά φορ δε λαβ οφ Τζίζας, όχι στο όνομα των ηθικών παραπτωμάτων ενός λαού, όχι στο όνομα της ασωτίας του.
Ούτε καν στο όνομα της ανομίας του, όχι τουλάχιστον όσο δεν αηδιάζετε καθημερινά και μέχρι ναυτίας και με τη νομία πάνω στην οποία η ελίτ αυτού του κόσμου συνεχίζει το δικό της πάρτι που δεν τελειώνει ποτέ.

Πέμπτη, Απριλίου 14, 2011

Ο ΙΒΑ 6053

Το φωτογραφίζω τη Δευτέρα. Ο πειρασμός μου να το αρχίσω στα κλωτσίδια είναι πολύ μεγάλος. Να του σπάσω και κάποιο τζάμι ίσως. Τελικά συγκρατούμαι. Και καλά κάνω. Γιατί σήμερα βλέπω κάποιο άλλο στη θέση του, χθες κάποιο άλλο, προχθές κάποιο άλλο. Οπότε ενδεχομένως να είχε προηγηθεί και κάποιο άλλο την προηγούμενη εβδομάδα και να μην το είχα πάρει χαμπάρι. Ενδεχομένως δηλαδή ο ΙΒΑ 6053 να μην ήταν ο πρώτος που σκέφτηκε «ας κλείσουμε και την μια είσοδο του πάρκινγκ του μετρό, δε χάλασε ο κόσμος, θα μπαίνουν από την άλλη». Ενδεχομένως απλώς να είδε κάποιον άλλον και να ζήλεψε. Να τον έπιασε το παράπονο. Να έψαξε να βρει σε ποιό πηγάδι κατούρησε ώστε να ταλαιπωρείται να παρκάρει. Και να μη βρήκε κανένα.

Άνθρωποι που έχουν το δικό μου κάλο στον εγκέφαλο όταν πάνε να σχολιάσουν τέτοιου είδους θέματα θα ψάξουν πάντα να βρουν την οπτική γωνία που θα αθωώνει τον ΙΒΑ 6053 και όσους τον ακολούθησαν τις επόμενες μέρες. Θα ψάξουν πάντα να βρουν το μεγαλύτερο ψάρι, τον μεγάλο κακό της υπόθεσης. Γιατί το κράτος δεν μερίμνησε ας πούμε να έχει το πάρκινγκ πέντε (πενήντα, πεντακόσιες) χιλιάδες θέσεις, ώστε να παρκάρει ο λαός με άνεση και ανθρώπινα τα αυτοκίνητά του; Πώς πάει και φτιάχνει μετρό χωρίς να έχει απαλλοτριώσει πρώτα την μισή Αττική για να παρκάρουμε όλοι με άνεση; Ο ΙΒΑ 6053 μας έφταιξε; Που αν ήταν να παρκάρει έξω έπρεπε να φάει κανένα επιπλέον τέταρτο; Και να του την πει ο προϊστάμενος; Έχει γίνει ζούγκλα η αγορά εργασίας, μια αφορμή ψάχνουνε. Και δεν βλέπεις που έχει πάει η βενζίνη; Αναγκάζεται ο κόσμος να παίρνει μετρό και δεν χωράει να παρκάρει πια. Άντε που μας έφταιξε τώρα ο φουκαράς, ενώ το μνημόνιο σαρώνει τη χώρα.

Κι όμως· μαζί με το μνημόνιο και πριν από το μνημόνιο, τη χώρα σάρωνε και σαρώνει ο ΙΒΑ 6053. Που αν ήταν μεμονωμένη περίπτωση, η είσοδος του πάρκινγκ σήμερα και χθες και προχθές θα ήταν ελεύθερη. Που αν από την άλλη ήταν τόσο αυτονόητη λύση πως «όπως παρκάρουμε παντού αλλού μέσα στο πάρκινγκ, θα παρκάρουμε και εδώ, ούτως ή άλλως χωράνε να μπουνε τα αυτοκίνητα από την άλλη είσοδο κι έτσι εξοικονομούνται λίγες θέσεις ακόμα» θα είχε συμβεί χρόνια τώρα. Κάποιος όμως ήταν αρκετά σταρχιδιστής ώστε να παρκάρει πρώτος εκεί και αμέσως η φάση καθιερώθηκε. Μήπως όμως δεν ήταν αρκετά σταρχιδιστής κι απλά ήταν αρκετά απελπισμένος ώστε να παρκάρει εκεί για να προλάβει; Στα δικά μου αρχίδια αυτή τη φορά. Μια ζωή δικαιολογίες, άλλοθι, κατανόηση, κοίταγμα της μεγαλύτερης εικόνας. Αυτή είναι η μεγαλύτερη εικόνα: το παζλ των μικρών εικόνων του καθενός από μας, που ένα πρωί αποφασίζουμε ότι «ας πάει κι αυτό το παλιάμπελο, παρκάρω εδώ και ησυχάζω, αρκετά ταλαιπωρήθηκα».

Αντίστοιχα, μαζί με τον Μπόμπολα και μετά από τον Μπόμπολα, τη χώρα σάρωναν και σαρώνουν όσοι άνοιξαν τάφρο χθες στη Λαυρίου. Κάποια στιγμή θα πρέπει να μάθουμε να λέμε ότι υπάρχουν συμπεριφορές ευθέως σιχαμένες και παρακμιακές. Συμπεριφορές που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με αναγωγή σε οποιοδήποτε υπαρκτό ή ανύπαρκτο δίκιο. Συμπεριφορές που δεν διέπονται από πνεύμα αντιστασιακό ή έστω καταστασιακό, αλλά μόνο από πνεύμα ιδιοκτησιακό.

Η ανάγκη άρα του «κοινωνικού μνημονίου» για το οποίο μιλάει ο Ηλίας: Γέφυρες – Live & Let Live – Κοινό Ταμείο. Από την άλλη, σε κάθε αφορισμό που κάνουμε οι Έλληνες για τους Έλληνες, ο μόνιμος αστερίσκος που έβαλε ο Τάλως για το «γαμώτο του ιθαγενούς»: Κόλαση είναι εκεί που τρώμε την πραγματικότητα στην μάπα, από ανθρώπους που την κουλτούρα της καθημερινότητάς τους την έχουμε φάει στην μάπα. Αλλού είναι πάντα καλύτερα. Ακόμα και αν ορίσεις μια αντικειμενική υπερτοπική και υπερταξική αξιολόγηση της ζωής σε μια χώρα ... πάντα τείνει κανείς να εντοπίζει τα οριακά της σημεία, μέγιστα ή ελάχιστα ανάλογα με το κόλλημα, εκεί που τυχαίνει να ζει.

Είτε τα πράγματα είναι έτσι, είτε είναι αλλιώς, ας συζητήσουμε κάπως συστηματικότερα το φαινόμενο «παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας». Στην ιστοριογραφία, η κυρίαρχη τάση, εδώ και δυο δεκαετίες, είναι η συγκριτική ιστορία. Οι ιστορικοί έχουν αναπτύξει διάφορες μεθόδους και θεωρίες σύγκρισης, κοινό υπόβαθρο των οποίων είναι ότι οι εξηγήσεις για τα φαινόμενα τα οποία μελετούμε πρέπει να είναι αναγώγιμες. Θεωρώντας δηλαδή ότι οι κοινωνίες δεν αναπτύσσονται σε απομόνωση, αναζητούν τις εξηγήσεις τους σε συγκρίσιμες πλευρές οι οποίες δεν είναι απλώς παράλληλες αλλά μερικές φορές συμπλέκονται η μία με την άλλη. Αναζητούν τις μεταφορές, οι οποίες μπορεί να είναι ιδέες, τεχνολογίες, θεσμοί, πολιτισμικά στοιχεία και οι οποίες συγκροτούν φαινόμενα δια-εθνικά. Χρησιμοποιούν τον όρο transnational (δια-εθνικός) που αναφέρεται σε φαινόμενα τα οποία διαπερνούν, κατά κάποιον τρόπο, οριζόντια τις κοινωνίες. Από την άποψη αυτή, τα διάφορα εξηγητικά σχήματα που επικαλούνται παθογένειες, ιδιοπροσωπίες και ιδιαιτερότητες, δεν μας εξηγούν τίποτε, γιατί όλες οι κοινωνίες και οι παθογένειες έχουν και ιδιαιτερότητες. Παρόμοιες εξηγήσεις όχι πια μέσα, ούτε καν έξω από τις αίθουσες των ιστορικών σεμιναρίων δεν ακούγονται πια. Πώς έχει παραδοθεί ο δημόσιος λόγος σ' αυτές;

Αξίζει κανείς να βρει χρόνο και να διαβάσει ολόκληρο το κείμενο του Αντώνη Λιάκου για την κρίση, ένα κείμενο που χαλάει την πιάτσα με τη σφαιρικότητά του και τη συγκρότησή του. Αν δεν θέλει τώρα να κουράζεται, ο δημόσιος λόγος έχει πολύ πιο ξεκούραστες περιπτώσεις, περιπτώσεις στο φαντασιακό των οποίων το μνημόνιο, με τρόπο φωτισμένο και ευρωπαϊκό, αποσκοπεί ίσως κατά βάση να μας κάνει ανθρώπους που δεν θα παρκάρουμε στις εισόδους των πάρκινγκ και δεν θα σκάβουμε τάφρους στις λεωφόρους.

Όπως και να ΄χει πάντως, αγαθοποιό ή μη, εκείνο που αρχίζουμε σιγά σιγά να διδασκόμαστε από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, είναι πως το μνημόνιο φυσικά και δεν απέτυχε. Απλά δεν εφαρμόστηκε, δεν εφαρμόστηκε με τον τρόπο που μας ζητούσαν. Και όπως πέρσι στην έξοδο της χώρας από τις αγορές μάθαμε ότι η ευθύνη των κυβερνώντων κομμάτων ήταν δευτερογενής, έτσι θεωρώ πως αν επικυρωθεί οριστικά η αποτυχία του μνημονίου, εκείνο που θα πρέπει να γίνει είναι όχι η εγκατάλειψή του, αλλά η προσπάθεια αυτή τη φορά αληθινής εφαρμογής του, από ανθρώπους αυτή τη φορά αληθινά αποφασισμένους. Το βαθύ ΠΑΣΟΚ να δώσει τη θέση του στο βαθύ (και ξαφύ) μνημόνιο. Ρόλο που πιθανότατα δεν μπορεί να τον παίξει καλύτερα κανείς άλλος από το ίδιο το ΠΑΣΟΚ.

Τετάρτη, Απριλίου 13, 2011

Τα παιδιά μεγαλώνουν

Πρωτοβλέπουμε τη Χάνα στα χιόνια, εκεί που ζει από τότε που θυμάται τον εαυτό της. Κάπου στον Αρκτικό κύκλο, σε μια καλύβα. Μόνη με τον πατέρα της που την έμαθε να επιβιώνει. Της επιτίθεται. Πρέπει να είναι πάντα έτοιμη, ακόμα κι όταν κοιμάται. Κι εκείνη, στα 16 της, νιώθει πια έτοιμη, όχι μόνο να προστατεύσει επαρκώς τον εαυτό της από τον κάθε κίνδυνο, αλλά και να εγκαταλείψει τον μόνο κόσμο που ως τότε ήξερε και να βγει έξω να γνωρίσει τον υπόλοιπο. Και -γιατί όχι;- να σκοτώσει όσους πρέπει να σκοτωθούν ή όσους βρεθούν στο δρόμο της και προσπαθήσουν να την εμποδίσουν.

Ψάχνω να βρω τι μου έλειψε σε μια ταινία που μου άρεσε. Σκέφτομαι τη σκηνή που η Χάνα μαθαίνει ότι βρίσκεται στο Μαρόκο, οπότε και αρχίζει να μιλάει στα αραβικά. Της αρέσουν πολύ, εξηγεί στον συνομιλητή της, γιατί είναι δυνατή γλώσσα σαν τα ιαπωνικά. Εδώ ας πούμε, η σκηνή δεν έχει λίγο αποδόμηση των στερεοτύπων, λίγο παιχνίδι με τα στερεότυπα, όπως αντίθετα ήταν τίγκα σε παρόμοια παιχνίδια το «Κick Ass». H Xάνα λοιπόν ξέρει και αραβικά, ξέρει και ιαπωνικά και αν λάβουμε υπόψη τα ισπανικά, ιταλικά, γερμανικά που ήδη γνωρίζουμε ότι της έμαθε ο μπαμπάς στην καλύβα, ίσως να έχει μάθει καμιά πενηνταριά γλώσσες ακόμη. Στο σίκουελ, αν ποτέ υπάρξει, θα τις μιλήσει κι αυτές. Έτσι είναι οι ήρωες στο Χόλιγουντ, τη λέξη μέτρο και τη λέξη όριο τις φτύνουν σαν κουκούτσια. Μπορούν να κάνουν τα πάντα, μπορούν να τα κάνουν όλα, μπορούν να κάνουν τα πάντα όλα και όλα τα πάντα. Δέκα στρατιές να βάλεις απέναντί τους, θα τα καταφέρουν, μαθαίνοντας την ώρα που τα καταφέρνουν και μια πεντηκοστή πρώτη γλώσσα.

Το παιχνίδι και η αποδόμηση του είδους μπορεί να μην είναι το δυνατό της χαρτί, έχει όμως μια σειρά από άλλα δυνατά χαρτιά : - η μουσική των Chemical Brothers τα σπάει, είναι εθιστική και την ακούς μέρες μετά την ταινία - τα κουστούμια είναι διαφορετικά και κολλάνε στο μυαλό, από τον σκούφο του Έρικ Μπάνα στα χιόνια, ως τα μαροκινά της Σίρσα Ρόναν και τα ό,τι να ναι αθλητικά μπλουζάκια και σορτσάκια του (και διόλου αθλητικού στο σουλούπι και γκέι δολοφόνου) Τομ Χολάντερ (ακόμα και το αυτοκίνητο που χρησιμοποιεί είναι παλιό και καθόλου κουλ) - τα σκηνικά είναι εξαιρετικά, όχι μόνο στα χιόνια και στις ερήμους, αλλά και με το Βερολίνο να δείχνεται βρώμικο, γεμάτο γκράφιτι κι αφίσες, σε περίεργες γειτονιές και μακριά από την μεγαλοπρέπεια που το παρακολουθούμε εσχάτως, ενώ το σπίτι με τα ανάποδα μανιτάρια είναι λίγο Κιούμπρικ ή Τιμ Μπάρτον- η Σίρσα Ρόναν (η Βριόνη της «Εξιλέωσης» που επίσης σκηνοθέτησε ο Τζο Ράιτ) έχει μια φυσική εμφάνιση εξώτικη, ασυνήθιστη, αταξινόμητη, που σε συνδυασμό με το ταλέντο της, καθιστούν την παρουσία της ευφρόσυνη στο μάτι.

Ο Ράιτ σκηνοθετεί με κέφι, με οίστρο και ένταση. Γουστάρει και είναι εμφανές. Τα πλάνα του είναι γεμάτα φροντίδα και λεπτομέρειες, η τεμπελιά απουσιάζει, η τεμπελιά η καλλιτεχνική, η τεμπελιά με την έννοια του έλα να γυρίσουμε μια σκηνή ακόμη με τον προβλεπόμενο τρόπο. Η ιστορία όμως είναι εξαιρετικά αδύναμη και μονοσήμαντη για να μπορέσει να απογειώσει το έργο. Το πρόβλημα με το σενάριο είναι ότι είναι υπερβολικά «κινηματογραφικό», δίχως καρδιά, δίχως αλήθεια. Το στυλ περισσεύει, αλλά το βάρος απουσιάζει. Όπως και το συναίσθημα. Και ειδικά στην περίπτωση της Χάνα θα μπορούσε να υπάρξει πολύ μεγαλύτερο περιθώριο για εξερεύνησή του. Από την άλλη, ο Ράιτ μνημονεύει απροσδόκητα σαν επιρροή του για το πώς είδε τον χαρακτήρα της Χάνα, τον χαρακτήρα του Πίτερ Σέλερς στο Βeing There.

Εκτός όμως από τις βασικές αρετές της ως υπερστυλάτη ταινία δράσης, η Χάνα έχει και μερικά κρυφά δώρα. Ο Ράιτ δεν αντιμετωπίζει τις σκηνές μη δράσης σαν συμπληρωματικές, σαν γεμίσματα ή σαν αναγκαίο κακό, αλλά τους δίνει εξίσου μεγάλη σημασία, γεγονός που δεδομένης της προϋπηρεσίας του κάθε άλλο παρά έκπληξη προκαλεί. Σε μια σκηνή η Χάνα παθαίνει σοκ από τους ήχους της τηλεόρασης, του βραστήρα του τσαγιού, τον ανεμιστήρα. Ένας μικρός θηλυκός Ζακ Τατί που εξουδετερώνεται από την τεχνολογία και αδυνατεί να την κουμαντάρει. Επίσης η σχέση της Χάνα με την κόρη της οικογένειας των τουριστών που συναντά (εδώ ο Ράιτ αναφέρει εξίσου απροσδόκητα σαν επιρροή του το «Θεώρημα» του Παζολίνι), θα οδηγήσει σε μια γλυκιά, όσο και με τον -συγκρατημένο- τρόπο της τολμηρή σκηνή. Τα κορίτσια μπορούν ξαπλωμένα στο ίδιο κρεβάτι να φιληθούν και να ονειροβατούν, χωρίς το βάρος που θα είχε κάτι αντίστοιχο (ή ακόμη και η σκέψη κάτι αντίστοιχου) στα αγόρια.

(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Απριλίου 11, 2011

Δεν δίνω φακή


Αν την ρωτούσες τι την γοήτευε περισσότερο πάνω του, θα σου απαντούσε το χιούμορ του. Αν την ρωτούσες τι δεν άντεχε περισσότερο πάνω του, θα σου απαντούσε τον εγωκεντρισμό του. Ένα αγαπημένο του λογοπαίγνιο ήταν το «Δεν δίνω φακή», το οποίο χρησιμοποιούσε ως αντίστοιχο του «Ι don't give a fuck». Το παιγνιώδες του πράγματος άρχιζε και τελείωνε στην μετάφραση του fuck σε φακή. Γιατί επί της ουσίας σοβαρολογούσε τοις εκατό εκατό: όταν έλεγε πως κάτι δεν τον ένοιαζε, δεν τον ένοιαζε. Οι άλλοι δεν τον ένοιαζαν, τα προβλήματά τους δεν τον ένοιαζαν, τα συναισθήματά τους δεν τον ένοιαζαν, οι ανάγκες τους δεν τον ένοιαζαν. Τον ένοιαζε εκείνος. Και τον ένοιαζε πολύ. Και εκείνος ασχολούνταν με εκείνον επισταμένως. Και φρόντιζε να παίρνει ό,τι περισσότερο μπορούσε να του δίνει η ζωή, έχοντας ευλογηθεί με το χάρισμα της έλλειψης αναστολών πριν, ενοχών μετά και ενδιαφέροντος εν γένει.
Λογικό κι επόμενο λοιπόν ήταν κι εκείνη να φτάσει να τον σιχαθεί. Και να τον αφήσει. Του το ανακοίνωσε με δάκρυα στα μάτια, σε ζαχαροπλαστείο, σαν σε παλιά ελληνική ταινία. Τα δικά του έκαναν να βουρκώσουν, αλλά είχε μηχανισμούς εσωτερικούς που απέτρεπαν την έκκριση τέτοιου είδους υγρών, σχεδόν εν τη γενέσει τους. «Δεν δίνω φακή» ήταν το μόνο που της είπε. Και το τελευταίο, γιατί σηκώθηκε την ίδια στιγμή και έφυγε, ενώ δεν απάντησε σε κανένα από τα μηνύματα και γράμματά της τους επόμενους δυο μήνες.
Μετά και την τελευταία του μη απάντηση, εκείνη πήγε στο σούπερ μάρκετ κι αγόρασε ένα σακουλάκι φακές. Βγήκε στο δρόμο και άρχισε να σταματά τους περαστικούς βάζοντάς τους στο χέρι από μια φακή, κλείνοντάς τους την μες την παλάμη και σφίγγοντας τα χέρια τους με θέρμη. Έσφιξε χιλιάδες χέρια μέχρι να εξαντληθεί το σακουλάκι. Οι περισσότεροι την περνούσαν για τρελή και ίσως να είχαν δίκιο, αφού εδώ κανείς δυσκολεύεται να ενδιαφερθεί στα αλήθεια για ολόκληρο τον κύκλο των ανθρώπων που προσωπικά γνωρίζει, πόσω μάλλον για ανθρώπους εντελώς αγνώστους. Εκείνη πάλι δεν θεωρούσε τον εαυτό της υποκριτή. Σε κάθε φακή που έδινε, σε κάθε χέρι που έσφιγγε, φρόντιζε να κοιτάξει τον άλλο μέσα στα αμήχανα μάτια του και να προσπαθήσει να τον νοιαστεί, έστω και για εκείνο το μοναχικό δευτερόλεπτο που κρατούσε το βλέμμα της.
Επέστρεψε το βράδυ σπίτι της πλουσιότερη κατά λίγες χιλιάδες νοιαξίματα. Σκεφτόταν πως ίσως οι φακές που είχε δώσει θα ήταν κάτι σαν τα ρεβύθια του Κοντορεβυθούλη: ένας χάρτης προς το σπίτι, ένας χάρτης όμως μιας διαδρομής όχι σταθερής, αλλά συνεχώς μεταβαλλόμενης, μεταβαλλόμενης ανάλογα με τις κινήσεις του κάθε ενός από τους ανθρώπους που είχαν κρατήσει στις παλάμες τους τις φακές της. Σκεφτόταν πως η διαδρομή της προς αυτό που θα αποτελούσε κάποτε το σπίτι της δεν γινόταν να είναι προδιαγεγραμμένη, μονομερής, γραμμική. Έβγαζε πολύ περισσότερο νόημα να ήταν απρόβλεπτη, πολύπλοκη, ευμετάβλητη, εν τέλει χαώδης, αλλά χαώδης με την έννοια του συγκαθορισμού της ζωής μας από το συμπτωματικό και το τυχαίο, όχι του απόλυτου καθορισμού της: ένα κομμάτι σύμπτωση και τύχη κι ένα κομμάτι το ποιοί είμαστε εμείς, το ποιοί είμαστε εμείς κατά τη στιγμή της τύχης και της σύμπτωσης.
Αποκαμωμένη από την κούραση της ημέρας δεν είχε δύναμη να μαγειρέψει. Έψαξε στα προσπέκτους για ντελίβερι που θα έφερνε στο σπίτι όσπρια.

Κυριακή, Απριλίου 10, 2011

Με τυραννούν οι ομορφιές


Κυριακή: Οι πρώτες της ώρες. Ποστάρω. Μου δίνει χαρά.

Σάββατο: Παιδιά που τρέχουν σε έναν κήπο. Η τύψη του κήπου. Παιδιά που τρέχουν σε ένα κήπο. Πριν λίγα χρόνια θα ήταν άδειος. Τουλάχιστον απ' τα συγκεκριμένα. Ο χρόνος τρέχει σε έναν κήπο. Με μικρά πόδια, σε μικρά ύψη, με μεγάλα περιθώρια. Ανυπόμονος. Ο χρόνος ένα ήπιο εγκεφαλικό. Υπομονετικός. O χρόνος αστεία για τυφλούς βουλευτές. Καθηλωμένος. Νέα για μωρά ημερών, νέα για μωρά σε κοιλιές. Ο χρόνος που ξεκινά, ο χρόνος στο σκοτάδι της προετοιμασίας. Ποιόν θυμίζουν τα παιδιά μας, ποιόν θυμίζουν οι γονείς μας.

Παρασκευή: Το πρωί βλέπω τον Βασίλη Τζωρτζάτο, το βράδυ τον Κάρολο Παπούλια. Ο Τζωρτζάτος πάει στην τουαλέτα. Όχι μόνος. Με τα αυτόματα και τα γιλέκα και τους σκούφους, τον περιμένουν απ' έξω. Ο Παπούλιας μπαίνει στην αίθουσα. Όχι μόνος. H αντίστοιχη δική του συντροφιά είναι κουστουμαρισμένη, γραββατωμένη και τα όπλα της δεν φαίνονται με γυμνό μάτι. Ο Παπούλιας ανεβαίνει στη σκηνή με την Κλαούντια Καρντινάλε. Ο Τζωρτζάτος κάθεται στο εδώλιο με μια ναρκομανή. Η Καρντινάλε έχει γεράσει φυσικά. Η ναρκομανής πρόωρα. Λέω στον διπλανό μου ότι η Καρντινάλε όπως είναι τώρα μου θυμίζει την μαμά του. Μου λέει ότι όπως ήταν στα νιάτα της του θύμιζε έναν έρωτά του. Στη σκηνή κάποιοι βραβεύονται. Στο εδώλιο κάποιοι δικάζονται.

Πέμπτη: Ένας στίχος του Ελύτη σε αφίσα στο μετρό: «Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα».

Τετάρτη (ή ίσως Τρίτη, δεν θυμάμαι καλά· κάπου ανάμεσα πάντως): Εμείς που μένουμε; «Στο σπίτι». Η Ιωάννα; «Στο τηλένωφο». Ο Γιώργος Παπανδρέου; «Στην τηλεόραση». Ο Ομπράντοβιτς; «Στη γλώσσα σου».

Δευτέρα: Διαζύγιο συναινετικό. Συζήτηση δεύτερη. Η συγκίνηση αυτή τη φορά εσωτερικευμένη. Έχει ΑΤΜ πουθενά εδώ; Έχει. Πληρώνομαι. Η βδομάδα ξεκινά καλά. Φεύγω. Μένουν. Τους αφήνω δίπλα στο ΑΤΜ. Μαζί.

Παρασκευή, Απριλίου 08, 2011

Μίμι-μίμι-έ, το κώμα σου λαέ

Tom Grunnick: What do you do when your real life exceeds your dreams?
Aaron Altman: Keep it to yourself.
- Αν ο Σκάι στις απεργίες της ΕΣΗΕΑ παίζει ολημερίς τη συνέντευξη του Μίκη, όταν πεθάνει ο Μίκης τι θα παίζει, ανακοινώσεις της ΕΣΗΕΑ;
- Μα, επιτέλους, πόσο κρατάει αυτή η συνέντευξη;
Δύο σαρανταοκτάωρες επαναλαμβανόμενες.
- Αν ο ΑΝΤ1 μεταδίδει τα ματς με περιγραφή Κυπρίων, γιατί να μην επεκταθεί το μέτρο και να μην βλέπουμε το τετραήμερο ειδήσεις απ' το ΡΙΚ;
- Γιατί οι Κυριακάτικες βγήκαν Πέμπτη;
Έγινε haircut στο ΠΣΚ.
- Τρίτη σερί χώρα της ευρωζώνης που κατέστρεψε η μαύρη πενταετία Καραμανλή: μόνο στην Athens Voice που κυκλοφορεί.

Πέμπτη, Απριλίου 07, 2011

Δεν είμεθα έθνος ανάδελφον

Ελλάδα - Ιρλανδία - Πορτογαλία. Χοντρικά κάτι σαν Πανσερραϊκός - Λάρισα - Αστέρας Τρίπολης. Αν θέλουμε λοιπόν να είμαστε στοιχειωδώς μη βλάκες ή στοιχειωδώς μη συνένοχοι, ας τοποθετήσουμε την κουβέντα εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται από την αρχή της: για ποιό λόγο στο πρωτάθλημα της ευρωζώνης είμαστε εμείς οι ουραγοί, είμαστε εμείς οι πρώτοι που υποβιβαστήκαμε και μαθηματικά. Εκεί πράγματι να δούμε και να ξαναδούμε πού τα κάναμε μαντάρα, σε σχέση με τον τρόπο που διεξάγεται το παιχνίδι, σε σχέση με τους νόμους και τους κανονισμούς που το διέπουν.
Άλλο όμως αυτό και άλλο όλη αυτή η προηγηθείσα ομφαλοσκοπική εσχατολογία. Κι εμείς μπάλα παίζαμε όπως όλοι οι υπόλοιποι. Απλά παίζαμε τη χειρότερη. Oπότε δεν συνέβη με εμάς το αδιανόητο. Η πτώση μας δεν είναι η πτώση των πρωτόπλαστων από τον καπιταλιστικό παράδεισο, επειδή δαγκώσαμε το κρατικιστικό μήλο ή το αντιπαραγωγικό μήλο ή το συνδικαλιστικό μήλο ή το υπερδανειστικό μήλο ή όποιο άλλο μήλο. Η πτώση μας ήταν τμήμα της προκήρυξης του πρωταθλήματος. Με τη διαφορά ότι η προκήρυξη τροποποιήθηκε αιφνιδιαστικά. Κι έτσι, ενώ κι εμείς και οι υπόλοιποι συμμετέχοντες νομίζαμε ότι είμαστε στο ΝΒΑ όπου κανείς δεν πέφτει, αποφασίστηκε έξωθεν ότι το πρωτάθλημα θα έχει και υποβιβασμούς. Και ίσως θα αναδιαρθρωθεί και ολικά.
Όπως και να έχει όμως, οποιαδήποτε ανάλυση εξακολουθήσει να εξετάζει την ελληνική περίπτωση σαν το μεμονωμένο βασίλειο της δημοσιονομικής τρέλας, εξακολουθήσει δηλαδή να αναλύει και να εξηγεί τα του οίκου μας αποκομμένα από το τη φωτιά που έχει ανάψει στα διπλανά σπίτια και τους ευρύτερους λόγους για τους οποίους έχει ανάψει, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να μας λέει μακριά τα μάτια σας από τον εμπρηστή, μην ασχολείστε με τον εμπρηστή, να ασχολείστε μόνο με το γιατί δεν είχαμε πάρει στο σπίτι μας τα κατάλληλα αντιπυρικά μέτρα.
Τούτων λεχθέντων, πάμε τώρα όλοι μαζί για την χώρα της Μπάρτσα και της Ρεάλ, πάμε για το μεγάλο ψάρι, πάμε για το χοντρό μπαμ. Τα στρατεύματα των αγορών προελαύνουν καταλαμβάνοντας το ένα οχυρό μετά το άλλο, έχοντας το διόλου ευκαταφρόνητο πλεονέκτημα ενός πολέμου κατά το μάλλον ή το ήττον σικέ.

Τετάρτη, Απριλίου 06, 2011

Δεν τρέχει αίμα - δεν τρέχει τίποτα

«Ο Τζον Ρομπ, πρώην αξιωματικός της επίλεκτης δύναμης μυστικών αποστολών Delta Force ... σε ένα πολυδιαβασμένο μανιφέστο που έγραψε για το περιοδικό Fast Company αναφέρει ότι το «τελικό αποτέλεσμα» του πολέμου κατά της τρομοκρατίας θα είναι «μια νέα, περισσότερο ελαστική προσέγγιση για την εθνική ασφάλεια, η οποία δεν θα δομείται γύρω από το κράτος αλλά γύρω από ιδιώτες και ιδιωτικές εταιρίες. Η ασφάλεια θα εξαρτάται από το που ζεις και για ποιόν εργάζεσαι, όπως ήδη συμβαίνει στον τομέα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης». Και ο Ρομπ συνεχίζει «Οι πλούσιοι και οι πολυεθνικές εταιρίες θα είναι οι πρώτοι που θα εξαγοράσουν την έξοδό τους από το συλλογικό μας σύστημα, επιλέγοντας να μισθώνουν τις υπηρεσίες ιδιωτικών παραστρατιωτικών εταιριών ... για να προστατεύουν τις κατοικίες τους και τις εγκαταστάσεις τους και για να δημιουργούν μια προστατευτική περίμετρο γύρω από την καθημερινή τους ζωή. Παράλληλα δίκτυα μετακινήσεων, που θα εξελιχτούν με πρότυπο εταιρίες εκμίσθωσης αεριωθούμενων … θα φροντίζουν για τις ανάγκες αυτής της ομάδας ανθρώπων, επιτρέποντάς τους να πηδούν σαν βάτραχοι από το ένα ασφαλές νούφαρο στο επόμενο». Οι ελίτ ζουν ήδη σε αυτόν τον κόσμο, όμως ο Ρομπ προβλέπει ότι σύντομα θα μιμηθεί το παράδειγμά τους και η μεσαία τάξη, «σχηματίζοντας προαστιακές κοινότητες που θα μοιράζονται το κόστος της ασφάλειας». Αυτά τα «"θωρακισμένα προάστια" θα είναι εξοπλισμένα με εφεδρικές τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις και γεννήτριες» και θα περιπολούνται από ιδιωτικές πολιτοφυλακές «εκπαιδευμένες από ιδιωτικές εταιρίες, οι οποίες και θα διαθέτουν τα δικά τους εξελιγμένα συστήματα αντιμετώπισης εκτάκτων καταστάσεων».

Με άλλα λόγια ένας κόσμος Πράσινων Ζωνών στα προάστια των μεγαλουπόλεων. Όσο για εκείνους που θα βρίσκονται έξω από την ασφαλή περίμετρο, «θα πρέπει να ανταπεξέλθουν με ό,τι θα έχει απομείνει από το εθνικό σύστημα. Θα συρρέουν στις αμερικάνικες μεγαλουπόλεις, όπου θα ζουν ανάμεσα στις πανταχού παρούσες κάμερες παρακολούθησης, με ελάχιστες ή ανύπαρκτες κοινωφελείς υπηρεσίες. Για τους φτωχούς δεν θα υπάρχει κανένα άλλο καταφύγιο».

Το απόσπασμα αυτό από το «Το Δόγμα του Σοκ» της Ναόμι Κλάιν προβλέπει έναν ζοφερό αυριανό κόσμο στηριμένο σε στοιχεία του σημερινού, στοιχεία για τα οποία μιλάει και ο «Ιρλανδέζικος Δρόμος», η τελευταία ταινία του Κέν Λόουτς. H ιδιωτικοποίηση του πολέμου. Οι χωριστοί κόσμοι. Η Πράσινη Ζώνη και η υπόλοιπη Βαγδάτη. Ο δρόμος που ενώνει την Πράσινη Ζώνη με το αεροδρόμιο της Βαγδάτης, ο πιο επικίνδυνος δρόμος του κόσμου, ο ιρλανδέζικος δρόμος. Δυο επιστήθιοι φίλοι από το Λίβερπουλ. Ο ένας ήταν στο Ιράκ με τον κανονικό βρετανικό στρατό. Μετά πήρε μεταγραφή για μισθοφορικό σώμα, για μια από τις παραστρατιωτικές εταιρίες στις οποίες σιγά σιγά εκχωρείται ο πόλεμος. Προτρέπει τον κολλητό του να τον ακολουθήσει. Δέκα χιλιάρικα τον μήνα αφορολόγητα. Ο κολλητός πάει και σκοτώνεται. Τα νέα βρίσκουν τον φίλο στο Λίβερπουλ, όπου είχε στο μεταξύ επιστρέψει. Από εκεί ψάχνει να βρει τι ακριβώς κρύβεται πίσω από το θάνατο του, με πρώτη ύλη βίντεο και μηνύματα από το κινητό του (όπως στην «Κοιλάδα του Ηλά» που κι εκεί το κινητό ενός μακαρίτη βετεράνου του Ιράκ αποκρυπτογραφείται και αποκαλύπτει πράγματα φρικτά). Καθόλου περίεργο που οι κακοί του έργου είναι οι επικεφαλής της εταιρίας, η οποία στη διάρκεια της ταινίας ανθίζει κι επεκτείνεται με νέα συμβόλαια.

Υπάρχει στην ταινία μια σκηνή εικονικού πνιγμού, του βασανιστηρίου που γνώρισε πιένες και νομική κάλυψη στα κατάμαυρα χρόνια του Μπους. Στα γυρίσματα δεν έβγαινε πειστική. Ο ηθοποιός που το υφίσταται πρότεινε στον Λόουτς να του το κάνουν στην πραγματικότητα. Ο Λόουτς δέχτηκε. Πρόκειται για μια επιλογή που μου φαίνεται περίεργη τόσο από πλευράς αποτελεσματικότητας (Μοιάζει να αποδεικνύει το αντίθετο από ό,τι ήθελε. Ότι δεν είναι και τόσο τρομερό πράγμα: «να, ορίστε, μέχρι και σε ταινίες το κάνουν»), όσο και από πλευράς ηθικής (Αν είναι τόσο αποτρόπαιο πώς δέχεσαι να το κάνεις στον ηθοποιό σου;). Το «Νo blood, no foul» («Δεν τρέχει αίμα - δεν τρέχει τίποτα»), το μότο που συνόδευε τέτοιου είδους βασανισμούς στηλιτεύεται με λόγια, αλλά η μη αναπαράσταση του βασανιστηρίου και η αντ’ αυτής τέλεσή του, το κάνει να μοιάζει με μπούμερανγκ που πέφτει ειρωνικά πάνω στην ταινία. Βέβαια δεν υπάρχει το ψυχολογικό σκέλος, ο ηθοποιός ξέρει ότι δεν θέλουν να του κάνουν κακό και ότι θα σταματήσουν, ενώ δεν είναι και δεμένος όπως κανονικά συμβαίνει, γεγονός που απαλύνει την κατάσταση του. Το χειρότερο απ’ όλα όμως είναι ότι δεν πρόκειται για μια σκηνή που θα στοιχειώσει τη μνήμη μας. Κάθε άλλο παρά παράλογο είναι βέβαια να μπλοκάρεις μπροστά στο πώς θα την κινηματογραφήσεις, αλλά αφού τη γυρνάς που τη γυρνάς, όφειλες να ξεμπλοκάρεις για να αξίζει τουλάχιστον τον κόπο. Σε αντιδιαστολή έρχονται στο μυαλό πληθώρα βασανισμών από το «24». Ιδού λοιπόν το παράδοξο: σίριαλ με αμφιλεγόμενες έως ντιπ καταδικαστέες αντιλήψεις περί της σκοπιμότητας των βασανισμών, τους δείχνει με τρόπο δραματικό, ταινία που θέλει να τους καταδικάσει τους δείχνει με τρόπο συγκρατημένο. Ενώ στην μια περίπτωση γίνεται ουσιαστικά επίκληση στο σαδιστικό ένστικτο του θεατή ή πάντως σε κάτι ανάμικτο (ξέροντας πάντα ότι ο βασανισμός γίνεται επειδή υπάρχει μια επιτακτική ανάγκη αποκάλυψης μιας πληροφορίας που θα σώσει χιλιάδες ζωές ή που εν πάση περιπτώσει θα ωφελήσει το γενικότερο καλό), εδώ που υπάρχει σαφώς καταγγελτική διάσταση η κάμερα έχει συστολή. Κι όμως ο αληθινός ο βασανισμός συμβαίνει στη δεύτερη περίπτωση.

Ο Λόουτς με τον σεναριογράφο του Πολ Ράβερτι στην έρευνα που έκαναν εντόπισαν αληθινό βετεράνο που τυφλώθηκε στο Ιράκ και του έδωσαν αντίστοιχο ρόλο. Υπάρχει μια σκηνή με αληθινό ποδόσφαιρο τυφλών που -άθελά της- θα μπορούσε να ανήκει στις πιο ακραίες στιγμές κωμωδίας των αδελφών Φαρέλι. Ο Λόουτς φαίνεται πως, όπως στη σκηνή με το βασανισμό, επιλέγει να δείξει την πραγματικότητα χωρίς δικό του «σχόλιο», χωρίς να την κινηματογραφήσει με διαφορετική φόρτιση. Προφανώς σχόλιο αποτελεί και η επιλογή να τη δείξει αποστασιοποιημένα, φυσικά, μη μελό και χωρίς να εκβιάσει το συναίσθημα, είναι μια επιλογή όμως που νομίζω ότι και στις δύο περιπτώσεις δεν δικαιώνεται καθόλου από το αποτέλεσμα.

Γενικότερα μιλώντας, το σενάριο και η σκηνοθεσία μοιάζουν να νοιάζονται περισσότερο να υπηρετήσουν τις ιδέες τους. Ιδέες με τις οποίες προσωπικά συμφωνώ και τις προσυπογράφω, αλλά και πάλι: η αποτύπωση της γενικότερης πολιτικής εικόνας φαίνεται να τους ενδιαφέρει περισσότερο από τους ήρωές τους. Ο Τόμι Λι Τζόουνς ας πούμε ξεκινά την «Κοιλάδα του Ηλά» με την έπαρση της σημαίας της Αμερικής και καταλήγει να την κρεμά ανάποδα. Μεσολαβεί ένα ταξίδι του. Ο τρόπος με τον οποίο απεικονίζονται οι επιζώντες βετεράνοι φίλοι του γιου του είναι ανατριχιαστικός. Εδώ το ανθρώπινο στοιχείο είναι σε δεύτερη μοίρα. Παρά ταύτα η ταινία έχει ρυθμό, η φωτογραφία του Κρις Μένγκες είναι υποβλητική, ο πρωταγωνιστής παίζει με δύναμη και οι δυο επικεφαλής της μισθοφορικής εταιρίας με φινέτσα. Μια όχι σπουδαία ταινία, με έναν καίριο προβληματισμό. Αρκεί; Μάλλον όχι. Αλλά έχει πάντως την αξία του.

(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Απριλίου 04, 2011

Έγινε παρεξήγηση

Τέρμα οι εφηβικές μαλακίες
(ή πώς καταφέρνει κανείς να δει την πραγματικότητα).
- Για ποιον λόγο μπορεί κάποιος να χαίρεται που παραλίγο να πεθάνει; «Το γεγονός με έκανε να δω την πραγματικότητα. Είχα μια ανόητη ευαισθησία και γενναιοδωρία με την είσοδο ή μάλλον την εισβολή των ξένων στην Ελλάδα. Ελεγα ότι της ίδιας γης παιδιά είμαστε, να μπει ο κόσμος στην Ελλάδα, να ευφρανθεί, να νιώσει ασφάλεια, να φάει, να πιει ελληνικό νερό. Ε, από την ώρα του περιστατικού τέρμα όλες αυτές οι εφηβικές μαλακίες. Τέσσερα κτήνη, τέσσερις βάρβαροι που ούρλιαζαν και βρωμούσαν και φορούσαν μάσκες με έκαναν να δω την πραγματικότητα».
Οι εφηβικές μαλακίες φεύγουν, η κοινωνική ωριμότητα έρχεται.
- Από εκείνη τη βραδιά τι δεν θα ξεχάσετε ποτέ; «Εκείνο το “μην τον κρατάς, πνίξ΄ τον, τον πούστη! ” που φώναζε ο μόνος που άκουσα να μιλάει τσάτραπάτρα ελληνικά. Εγώ πούστης; Καλά το “πνίξ΄ τον”, το “πούστης” τι το θέλανε; Από εκεί κινήθηκε ένας μηχανισμός από σκέψεις μου που πέταξε έξω από την Ελλάδα όλους τους μετανάστες. Δεν είναι σωστό όμως και ως κοινωνική συμπεριφορά η Ελλάδα να ανοίγει τις πόρτες της σαν την πουτάνα που ανοίγει τα πόδια της: 1.400.000 ξένοι μέσα στη χώρα; Το 15% της χώρας μετανάστες; Πόσοι Ελληνες μπορούν να απορροφήσουν αυτό το νούμερο; Και όμως, έγινε. Αυτά είναι συνέπειες του κόμπλεξ κατωτερότητας που έχουν οι Ελληνες. Να ΄ναι καλά οι κυβερνήσεις. Οι Γερμανοί θα έπρεπε να έχουν το κόμπλεξ, όχι εμείς».
Τι φυλετική εκδικητικότητα, τι ταξική. Όπως θες πες το.
- Τι το ιδιαίτερο είχε το περιστατικό και σας κάνει να αισθάνεστε έτσι; «Δεν ήθελαν μόνο να κλέψουν. Ηθελαν να σκοτώσουν. Εναν άλλον κύριο εδώ παρακάτω τον έπνιξαν με μαξιλάρι. Εγώ μόλις που γλίτωσα. Κρατούσαν το μαξιλάρι στο πρόσωπό μου και ίσα που ανέπνεα λίγο από το πλάι. Είδα μια εκδικητικότητα φυλετική, ταξική, κοινωνική, εθνική, όπως θες πες το. Ηταν μίσος. Γιατί αυτό που ήθελαν να πάρουν το είχαν πάρει. Τους το έδωσα. Πήγα στο χρηματοκιβώτιο και τους έδωσα ό,τι είχα. Μπήκαν σε ένα σπίτι που για εκείνους ήταν το Λούβρο και εγώ τους πήγα στο χρηματοκιβώτιό μου να τους δώσω ό,τι λεφτά είχα. Από την ταραχή μου δεν μπορούσα να θυμηθώ τον αριθμό του κωδικού και έκανα ένα λάθος. Μου κοπάνησαν το κεφάλι στο ατσάλι. Μια και δυο και τρεις φορές. Επί δεκαπέντε ημέρες το πρόσωπό μου ήταν μαύρο από το σκοτωμένο αίμα».
"Κι όμως συνέβαινε το ανάποδο" ή η παρεξήγηση.
- Ετυχε να συναντηθείτε με αλλοδαπό μετά το περιστατικό; Και αν ναι,τι έγινε; «Μετά το επεισόδιο βρέθηκα συνεπιβάτης στο αυτοκίνητο ενός φίλου δικηγόρου. Ηρθε ένας Πακιστανός να καθαρίσει τα τζάμια. Του λέει ο φίλος “όχι”. Εγώ, που είχα περάσει αυτά που είχα περάσει, του λέω “δώσ΄ του κάτι του νεαρού, δεν πειράζει”. Του έδωσε λοιπόν ένα κέρμα. Το παίρνει ο Πακιστανός, το κοιτάζει και μας το πετά στα μούτρα. Πήδηξα έξω σαν να ΄μουν 18 χρόνων, τον έπιασα από τον σβέρκο και τον έσυρα με μια κακία, με ένα μίσος, στο αυτοκίνητο και του ΄πα “βρες το”. Από πίσω ο κόσμος έβλεπε την εικόνα ενός λευκού που έσουρνε έναν φουκαρά Πακιστανό σαν να ήταν σκύλος. Η εντύπωση που έδωσα ήταν ότι η λευκή ράτσα ταλαιπωρούσε έναν φουκαρά πακιστανό σκύλο. Και όμως συνέβαινε το ανάποδο. Η παρεξήγηση είναι μέσα στη ζωή μας».
---
(Ειρωνεύομαι έναν άνθρωπο, με την προσφορά του Κούνδουρου, με την ηλικία του Κούνδουρου, αλλά και πολύ περισσότερο με την ιδιότητά του θύματος μιας τόσο βίαιης επίθεσης; Όχι ακριβώς. Περισσότερο εκπλήσσομαι από το πόσο σαθρό οικοδόμημα είναι η ιδεολογία και πόσο συγκλονιστικά πανεύκολα καταρρέει. Μην χτυπάτε τους πνευματικούς ανθρώπους της χώρας, γιατί παίρνουν ανάποδες και περνάνε στο αντίθετο ρεύμα. Τώρα ναι, έγινα χυδαίος)