Πέμπτη, Δεκεμβρίου 31, 2009

Ποτέ δεν θα σταματήσω να εκπλήσσομαι με το πώς μαλακώνουν όλοι απέναντι στο θάνατο. Στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Κακαουνάκη άκουσα και κάποια καλά λόγια για τον μακαρίτη (ιδιωτικά εννοώ - τα δημόσια σε αυτές τις περιπτώσεις δεν λαμβάνονται υπόψη ως επιβεβλημένα ή τυπικά ή υποκριτικά). Ωστόσο, όσο κι αν καταλαβαίνω πως το μαλάκωμα αυτό είναι δείγμα αληθινού πολιτισμού, ανθρωπιάς, συνειδητοποίησης της κοινής μοίρας κλπ και όσο κι αν καταλαβαίνω πολύ καλά γιατί συγγενείς και φίλοι μού καταλογίζουν σε αυτά τα θέματα σκληρότητα και έλλειψη ευαισθησίας, δεν αντιλαμβάνομαι πώς γίνεται να αλλάξουν ξαφνικά τα συναισθήματά μου για ανθρώπους που όσο ζούσαν τους σιχάθηκα βαθιά.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 29, 2009

Ο χρόνος και ο χώρος

Μπορεί για το «Αvatar» να ακούμε κατά κόρον ότι είναι μια ταινία που έως χθες δεν θα μπορούσε να έχει γυριστεί (ο Τζέιμς Κάμερον είχε γράψει τη βάση του σεναρίου εδώ και 15 χρόνια, περίμενε όμως υπομονετικά ώστε η τεχνολογία να φτάσει σε ικανοποιητικό για τις απαιτήσεις του επίπεδο και όταν το έφτασε έριξε ένα σκασμό λεφτά για να το πραγματώσει - δυο από τις βασικές όψεις της τελειομανίας του), αλλά εκείνο που δεν πολυακούμε είναι ότι πρόκειται, επίσης, για μια ταινία που αύριο θα έχει χάσει μεγάλο μέρος από τη μαγεία της. Κάθε ταινία που στηρίζεται τόσο θεμελιακά στα εφέ είναι αναπόφευκτο να φανεί περισσότερο ή λιγότερο παρωχημένη μόλις η τεχνολογία εξελιχθεί. Ωστόσο αυτό κάθε άλλο παρά ανασταλτικά πρέπει να λειτουργεί στη σχέση του «Αvatar» με το σήμερα: ακριβώς επειδή η αξία του θα σχετικοποιηθεί στο μέλλον, απολυτοποιείται στο παρόν. Αξίζει δηλαδή να το δει κανείς σήμερα, επειδή σήμερα είναι που μπορεί να του προσφέρει όλα του τα δώρα.
Εδώ και τώρα «Αvatar» λοιπόν; Τώρα ναι, εδώ όχι. Όχι στον υπολογιστή σου, αλλά στον κινηματογράφο. Και απαραιτήτως σε αίθουσα που το προβάλλει με 3D γυαλιά (παρεμπιπτόντως, όταν πρόσφατα ρωτήθηκε στην Αθήνα ο Κόπολα, αν θεωρεί ότι η «πειρατεία» μπορεί να καταπολεμηθεί με την τρισδιάστατη τεχνολογία, είχε πει «όχι», προσφέροντας μάλιστα τις δικές του εκτιμήσεις για το θέμα. Δεν θα αλλάξει γνώμη, αλλά ίσως βλέποντας το «Αvatar» γίνει μια στάλα λιγότερο κατηγορηματικός).
Στις κριτικές πολλοί συγκρίνουν την επίδραση του «Avatar» με το σοκ που είχε προκαλέσει ο «Πόλεμος των Άστρων». Όταν βγήκε ο «Πόλεμος των Άστρων» ήμουν μικρός. Τον είδα μια δεκαετία αργότερα σε βιντεοκασέτα. Δεν με κέρδισε, ποτέ δεν κατάλαβα προς τι όλος αυτός ο χαμός. Αλλά αν τον είχα δει στους κινηματογράφους το 1977, ίσως να είχα καταλάβει. Ίσως λοιπόν κι ο γιος μου αν δει σε καμιά δεκαετία το «Avatar» να μην καταλάβει προς τι όλος αυτός ο χαμός. Αν μάλιστα του πω ότι επειδή έτυχε να κάθομαι πρώτη σειρά, σε μια σκηνή έγειρα ενστικτωδώς το κεφάλι να μην με βρει ένα θραύσμα, θα με κοιτάει σαν εξωγήινο (Πανδωριανό ενδεχομένως). Έτσι, αυτό που κατεξοχήν θα μου μείνει από το «Avatar» είναι η εμπειρία του, μια εμπειρία που ενώ ήταν ταινία ήταν ταυτόχρονα και κάτι πιο άμεσο, πιο βιωματικό. Αν αύριο γίνει και αυτό συνήθεια και πάψει να εντυπωσιάζει, αυτό δεν μπορεί να αναιρέσει την πρώτη φορά που το ένιωσες. Δεν είμαστε ιστορικοί του σινεμά, θεατές είμαστε. Τα συναισθήματά μας δεν θα περιμένουν να αρχειοθετηθούν για να δουν αν είχαν δίκιο. Δίκιο είχαν. Σήμερα. Αύριο ας μην έχουν. Δεν θα περιμένει η τωρινή μας εμπειρία την αυριανή της δικαίωση. Δεν εξαρτάται από καμία αίρεση. Είναι πλήρης. Μπορεί καλλιτεχνικά οι ταινίες να ζυγίζονται σε βάθος χρόνου, οι εμπειρίες όμως καθορίζονται πάντα από το χρόνο και το χώρο τους.
Υπό αυτήν την έννοια βρίσκω μάλλον παραπλανητική τη συζήτηση για το αν το περιεχόμενο της ταινίας είναι αντάξιο της εικόνας της, αφού μετατοπίζει την προσοχή μας από αυτό που έχει σημασία σε εκείνο που δεν έχει. Σε δυο περιπτώσεις η συζήτηση θα είχε νόημα: είτε αν ήταν φόλα το σενάριο και κατάφερνε να σε κάνει να βαρεθείς (αλλά με τον Κάμερον αυτά δεν παίζουν), είτε αν συνέβαινε το αντίθετο, αν δηλαδή η ταινία ήταν αντιστοίχου διαμετρήματος κατόρθωμα εκτός από το οπτικό και σε επίπεδο ουσίας. Αλλά όταν βρεθούν αυτοί που θα επενδύσουν 200 και 300 εκατομμύρια δολλάρια, ώστε να οπτικοποιήσουν π.χ. Λαρς Φον Τριερ, ή θα ξαναγραφτούν οι κανόνες της ελεύθερης αγοράς ή θα έχουμε αλλάξει οικονομικό σύστημα.
Τι είναι λοιπόν αυτό που έχει σημασία; Ότι ο Κάμερον αντί να ξοδέψει τα λεφτά προσφέροντάς μας για μια ακόμη φορά εικόνες που καταστρέφουν τον γνωστό κόσμο, τα ξοδεύει προσφέροντάς μας εικόνες που δημιουργούν έναν καινούριο. Με τα εφέ δεν ξανακαταστρέφεται ο πλανήτης μας αλλά χτίζεται ένας νέος. Την μέρα που είδα την ταινία, διάβαζα στο «Έψιλον» μια συνέντευξη του Φώτη Τερζάκη, ένα απόσπασμα της οποίας ταιριάζει στην Πανδώρα: «Υπάρχουν ανεπτυγμένες θρησκείες χωρίς καμιά παράσταση «Θεού» (βουδισμός, ταοϊσμός) και ακόμη περισσότερες χωρίς την κατασκευή μιας υπερβατικής σφαίρας που να είναι διακριτή ουσιολογικά από τον φυσικό, υλικό κόσμο. Η δύναμη η οποία λατρεύεται σ΄ αυτές είναι βασικά αδιαχώριστη από τη γονιμοποιό δύναμη της ίδιας της φύσης (το ινδουιστικό Βράχμαν είναι ακόμη, παρ΄όλες τις εννοιολογικές αφαιρέσεις, μια τέτοια δύναμη): η natura naturans oρισμένων χριστιανών μυστικών». Ο Θεός στην Πανδώρα λέγεται Eywa και είναι η Φύση, ένα οργανικό σύνολο όπου ακούς τις φωνές των νεκρών μέσα από τα λουλούδια και ζητάς συγγνώμη από τα θηράματά σου.
Όπως ακριβώς συμβαίνει στους «Αντικαταστάτες», ο ήρωας βάζει το μυαλό και το σώμα το βάζει το άβατάρ του, την ώρα που το δικό του μένει ξαπλωμένο. Ό,τι ξεκινάει σαν role play συνήθως τελειώνει με εθισμό και ταύτιση, κι ο ήρωας σύντομα θα θέλει να ενσωματωθεί εντελώς στον κόσμο που ως τώρα μισοεικονικά (μα και τόσο αληθινά) ζούσε. Κι όταν αναρωτηθεί: «Για ποιό λόγο να εγκαταλείψουν τον τρόπο ζωής τους, για μπλουτζίν και λάιτ μπύρα;» δεν ακούγεται στον κόσμο του, αλλά μας έχει μεταφέρει στον κόσμο του, τον έχει κάνει και δικό μας. Κι όμως σε προηγενέστερο σημείο της ταινίας τα λόγια του εταιριάρχη: «Εμείς τους προσφέραμε τα πάντα, θα τους χτίζαμε δρόμους, αλλά αυτοί επιλέγουν να ζουν στη λάσπη» δεν φάνταζαν παράλογα, ακριβώς επειδή η εξοικείωσή μας με τον κόσμο της Πανδώρας ήταν ακόμα μικρή. Ο κόσμος της εταιρείας (ο κόσμος μας δηλαδή) θέλει να εξορύξει ένα υπερπανάκριβο ορυκτό (το φωναχτό Μακ Γκάφιν της ταινίας) και να πάρει κάτι από τον πλανήτη όπου όλα έχουν τη θέση και τη σύνδεσή τους.
Να τρέχεις, να καλπάζεις, να πετάς, να υπάρχει αυτή η οργανική ενότητα των πάντων, ζωντανών και νεκρών, ζώων και φυτών. Πολύ καλό για να είναι αληθινό, αλλά τουλάχιστον είναι τρισδιάστατο.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 28, 2009

Το κοπρόσκυλο

Περπατώντας είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο ένα κοπρόσκυλο. Αποφάσισε να το ακολουθήσει. Τηρούσε απόσταση ασφαλείας για να μην τον καταλάβει. Όπως κάνουν στις ταινίες δηλαδή. Μόνο που στις ταινίες συνήθως το κάνουν με αυτοκίνητα. Αλλά εδώ δεν ήταν ταινία. Όπως και να ΄χει το κόλπο έπιασε. Ακολουθούσε το κοπρόσκυλο για μέρες χωρίς εκείνο να τον έχει αντιληφθεί. Έτσι έδειχνε τουλάχιστον. Αν προσποιούνταν, προσποιούνταν καλά. Δυο εβδομάδες είχαν περάσει και αυτή η απόσταση άρχισε να τον κουράζει. Το πλησίασε. Το κοπρόσκυλο τον γάβγισε. Είχε δύο επιλογές. Η μία ήταν να φύγει. Επέλεξε την άλλη. Έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να γαβγίζει κι αυτός. Το σκυλί ξαφνιάστηκε και σώπασε. Έφυγε, αλλά μερικά μέτρα μετά γύρισε να δει αν θα ερχόταν μαζί του. Πράγματι ήρθε. Στα τέσσερα φυσικά. Απελευθερωτικά ήταν μεν, γρήγορα όμως άρχισαν να τον πονάνε τα γόνατα. Έπρεπε να το συνηθίσει όμως. Και το συνήθισε, αφού ο μόνος λόγος που σηκωνόταν πια στα δύο ήταν για να αγοράζει από τα περίπτερα απολυμαντικά μαντηλάκια για τα χέρια του, που σκούπιζαν πεζοδρόμια και δρόμους. Από φαϊ τα βόλευε μαζί με το άλλο κοπρόσκυλο. Ήξερε κι εκείνο τα κόλπα, ποιά στέκια ήταν φιλικά, ενώ και η δική του παρουσία στο πλευρό του αναζωογονούσε το ενδιαφέρον ταβερνιάρηδων, σουβλατζήδων και πελατών. Αποτελούσε οπωσδήποτε ένα παράδοξο. Γρήγορα η ιστορία του έγινε γνωστή και δεν άργησαν να ανεβαίνουν βιντεάκια από κινητά που τον είχαν τραβήξει την ώρα που σουλατσάριζε. Δεν άργησαν και οι πρώτες συνεντεύξεις με τις απαραίτητες φωτογραφίσεις. Σε κάνα δυο έντυπα έγινε και εξώφυλλο. «Τι σε οδήγησε να το κάνεις αυτό;», ήταν η πάγια ερώτηση, με την πάγια απάντησή του να είναι ότι τελικά αυτή ήταν η κλίση του, ότι άργησε μεν αλλά κατάλαβε ότι αυτή είναι η αληθινή του φύση, ότι επιτέλους έκανε αυτό που μια ζωή λαχταρούσε: κοπροσκύλιαζε. Η απάντησή του όμως αντί να λύνει το μυστήριο, το επέτεινε. Κανείς δεν φαινόταν αληθινά πεισμένος. Όλοι πίστευαν πως κάτι άλλο έκρυβε, πως κάτι άλλο ήθελε να δείξει. Έχοντας γίνει μόδα δεν άργησε να βρει μιμητές. Στο ίντερνετ φτιάχτηκαν γκρουπ που καλούσαν τους ενδιαφερόμενους να δοκιμάσουν να δουν πως είναι. Στην αρχή το έκαναν για λίγη ώρα και ως αξιοπερίεργο, αλλά σύντομα ολοένα και περισσότεροι αρνούνταν να ξανασηκωθούν στα δύο και να επιστρέψουν στις ζωές τους. Η πόλη γέμισε αγέλες. Ο παραγωγικός ιστός αποσαθρώθηκε. Τα βράδια δεν ακουγόταν τίποτε άλλο από γαβγίσματα. Όσοι παρέμεναν στα δυο τους πόδια τρομοκρατήθηκαν. Επιτάχθηκαν όλοι οι μπόγιες και εντάχθηκαν σε ειδικές μονάδες της αστυνομίας. Το τι ακολούθησε παραμένει συγκεχυμένο. Η αστυνομία δεν τα κατάφερε και ήρθε ο στρατός. Ο στρατός δεν τα κατάφερε και ήρθε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν τα κατάφερε και επελέγη το χτύπημα με πυρηνικά όπλα. Το κουμπί πάτησε ο Δρ. Κίσινγκερ. Όσοι επέζησαν υπέστησαν τέτοιες μεταλλάξεις που δεν μπορούσες να πεις με σιγουριά αν ήταν κοπρόσκυλα που είχαν γίνει άνθρωποι ή άνθρωποι που είχαν γίνει κοπρόσκυλα. Τους συγκέντρωσαν σε μεγάλα στρατόπεδα, χτισμένα επί τούτου στις αμμουδιές του Ομήρου. Κι από κει αλυχτούσαν με θέα το αρχιπέλαγος και την αμεριμνησία των μελτεμιών του (μια αμεριμνησία που ηδονικά πια απολάμβαναν, αφού αυτή ήταν που είχαν -ανεκπλήρωτα ως τότε- ποθήσει).

Σάββατο, Δεκεμβρίου 26, 2009

Rewind

Ακολουθούν τα γεγονότα που στιγμάτισαν το 2009 στη συνείδηση όλων.
IΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
O Πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Πάνος Σόμπόλος αποκαλύπτει ότι ο απελευθερωθείς Περικλής Παναγόπουλος «έφαγε κοτόσουπα κατόπιν πίεσης», τονίζοντας τόσο το «κο», όσο και το «το».
Το πρώτο X Factor τελειώνει, στη σκηνή εισβάλλει το έπαθλο της μαύρης τζιπούρας και τότε η Κατερίνα Γκαγκάκη αφήνει ένα μακρόσυρτο οργασμικό «ααααααααα», ενώ αμέσως μετά -με τις κόρες των ματιών της διάπλατα ανοιχτές- κουνά το χέρι σαν να έχει μόλις βιώσει τα πάντα όλα και να μην αντέχει άλλο.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
Σε μια κατακλυσμιαία πολιτισμική συνάντηση ο Βασίλης Καρράς διασκευάζει την «Πριγκηπέσσα» του Σωκράτη Μάλαμα, την ώρα που το φως της και το φως χορεύουν γύρω μας, απίστευτος ο κόσμος κι ο χαρακτήρας μας, γεγονός που επιβεβαιώνεται άλλωστε από την ερώτηση σταθμό που θέτουν ο ένας μετά τον άλλο οι πρωταγωνιστές του«Lost»: «When am I?»
ΜΑΡΤΙΟΣ
Φίλος που είχε πάει στην Ισπανία για να δει τον αγώνα του Παναθηναϊκού με τη Βιγιαρεάλ ανεβάζει στο You Tube βιντεάκι που έχει τραβήξει με την κάμερά του. Δείχνει τα τραγούδια πριν το γκολ του Καραγκούνη και τους πανηγυρισμούς μετά. Λίγες μέρες μετά το βίντεο είχε σβηστεί επειδή η Ουέφα είχε εγείρει θέμα copyright, αφού προφανώς θεωρεί ότι της ανήκει η εικόνα του φίλου μου και μερικών εκατοντάδων ανθρώπων δίπλα του, τη στιγμή που παραληρούν από χαρά και ενθουσιασμό.
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
Φωτογραφίζω νεαρό μαύρο μετανάστη την ώρα που κόβει κάθετα την Πατησίων φορώντας φανέλα Φαν Πέρσι (ενώ η Άρσεναλ είναι τίγκα στους μαύρους) και υπενθυμίζω για μια ακόμη φορά στον εαυτό μου γιατί αγαπώ το ποδόσφαιρο.
ΜΑΪΟΣ
Κατά τη διάρκεια συνέντευξης του ο Notis αποκαλύπτει: «Δεν χρησιμοποιώ τη λέξη «σεξ» γιατί δεν είναι ελληνική».
Αμέσως μετά το τέλος του ματς Τσέλσι - Μπαρτσελόνα η ατάκα του Κώστα Βερνίκου «Και στην Ευρώπη γίνονται διαιτητικά λάθη, μόνο που εκεί ουδείς διανοείται να κατηγορήσει τους διαιτητές για σκοπιμότητα» δένει υπέροχα με το καροτσάκι του Μπάλακ στον διαιτητή, το «Fucking disgrace» που ολοκληρώνει το αμόκ του Ντρογκμπά και το «Αυτό ήταν που ήθελε η Ουέφα» του Χίντιγκ.
ΙΟΥΝΙΟΣ
Σαπίλα.
ΙΟΥΛΙΟΣ
Στο επιμνημόσυνο σόου για τον Μάικλ Τζάκσον, η μικρή του κόρη πάει να βάλει τα κλάμματα, λέγοντας ότι είχε τον καλύτερο πατέρα στον κόσμο. Μια κυρία δίπλα της πιάνει το μικρόφωνο. Νομίζεις πως πάει να της το απομακρύνει. Λάθος· της το προσάρμοζε καλύτερα στο στόμα, γιατί το κοριτσάκι στην ταραχή του δεν το είχε κεντράρει καλά.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Μια φωτογραφία από τις πρόβες των «Περσών» δείχνει επτά ταλαντούχους ηθοποιούς την ώρα που απαγγέλλουν εν χορώ με έξτρα παραμυθιασμένο βλέμμα. Πρόκειται για ηθοποιούς
που έχουν προλάβει να θητεύσουν δίπλα όχι σε απλούς σκηνοθέτες, αλλά σε Δασκάλους, οι οποίοι δεν κάνουν απλές πρόβες, αλλά σκάβουν την ψυχή, και αν η ψυχή τους τον χειμώνα σκάβεται από την μια πλευρά και το καλοκαίρι από την άλλη και τον επόμενο χειμώνα από την παράλλη, τότε το επίπεδο της αυτογνωσίας, ευαισθησίας και σοφίας που έχει κατακτήσει πρέπει να αγγίζει ήδη το ανεπανάληπτο.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
Ο Αιμίλιος Λιάτσος δηλώνει: «Το ντιμπέιτ πρέπει, επιτέλους, να γίνει με όρους δημοσιογραφικούς».
Σε προεκλογική διαφήμιση ο Γιώργος Παπανδρέου κηρύσσει το τέλος της εποχής των Μοnt Blanc, αφού χρησιμοποιεί Bic και μάλιστα
μεταχειρισμένο, με μελάνι που από πλάνο σε πλάνο ολοένα και λιγοστεύει, αφού στις διακοπές των γυρισμάτων μια το χρησιμοποιούσε ο Ραγκούσης και μια ο Παπακωνσταντίνου, με καπάκι που λογικό είναι κάπου να χάθηκε, αφού με δυο τρία στυλό τη βγάζει όλη η Ιπποκράτους, φτωχικά, νοικοκυρεμένα, διάφανα και σοσιαλιστικά
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ
Ο Σωκράτης Κόκκαλης
δεν κάνει ένσταση για το ματς του Πανσερραϊκού βραχυκυκλώνοντας προσωρινά το δημοσιογραφικό κύκλωμα που είχε υποθέσει ότι θα έκανε. Η παρεξήγηση λύνεται γρήγορα με ανάλυση της ειδοποιού διαφοράς μεταξύ Βάλνερ και Όγιος.
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Ο Gummy Bear και ο Αντώνης Σαμαράς θριαμβεύουν.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Με το που γίνεται γνωστό το σεξουαλικό ρεκόρ του Νίκου Αλέφαντου (1 ώρα και 45 λεπτά) ηχεί παγκόσμια κραυγή: «Κατούρα και λίγο». Την εισακούει ο Γιανς Λέμαν σε ματς Τσάμπιονς Λιγκ, με αποτέλεσμα την εισαγωγή νέου παιχνιδιού. Πρόκειται για το «Πάμε Στοίχημα Κατούρημα», όπου δεσπόζει το «Πρώτος παίκτης που θα πάει προς νερού του» και το Under - Over 2 1/2 (ψιλές) ανάγκες ανά ματς.
(Kείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 25, 2009

Μου είχε καρφωθεί από χθες να φωτογραφίσω αυτό το διάσημο ζεύγος. Θα έγραφα διάφορα περί παιδικότητας, αθωότητας, ίσως και γιορτών. Αλλά φαίνεται ότι μεγαλώνοντας με λάθος επιρροές μερικοί από μας καταστραφήκαμε ανεπανόρθωτα, οπότε βλέποντας τη φωτογραφία μου 'ρθαν άλλοι συνειρμοί. Δεν βαριέσαι, θα τους τιμήσω ευχόμενος με αυτούς Καλά Χριστούγεννα, σε ευτυχείς ή όχι τόσο, οικονομικά ασφαλείς ή όχι τόσο, υγιείς ή όχι τόσο, μόνους ή όχι τόσο.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 22, 2009

Zήσε τον Μύθο σου

Μετά από 15 χρόνια στη φυλακή ο Γιώργος αποφυλακίζεται. Πρώτες στιγμές έξω. Κάθε εικόνα στο δρόμο του είναι πολύτιμη. Δυο αγόρια που παίζουν, μια ξανθιά με τσάντα που λέει «Live your myth». Πράγματι ο Γιώργος πρόκειται σύντομα να ζήσει τον δικό του μύθο, που θα είναι παραλλαγή ενός εμβληματικού αρχαίου μύθου. Αλλά σε αντίθεση με τους ήρωες στους αρχαίους μύθους, τον κόσμο του Γιώργου δεν τον ορίζει κανείς χρησμός, κανένα πεπρωμένο. Δεν τον ορίζει ούτε κάποιο εξαντλητικά μελετημένο σχέδιο, όπως συνέβη στο «Οldboy», που κι εκείνο αυτούς τους μύθους πείραξε αριστουργηματικά. Τον μύθο του Γιώργου δεν θα τον υφάνει ούτε μοίρα ούτε σχέδιο, αλλά η τύχη. Για την ακρίβεια ένας συνδυασμός τυχαίου και αναγκαίου, εκεί που η βαθιά ανάγκη για επαφή συναντά το θεωρητικά αδιανόητο του τρόπου της επαφής.
Κύριο μέλημα του Γιώργου είναι να ξαναβρεί τα ίχνη του γιου του που τα έχασε όσο ήταν στη φυλακή. Προσπαθεί, δυσκολεύεται, αλλά τον εντοπίζει. «Έγινε αστυνομικός», ανακοινώνει σε δυο συγχωριανούς του, ενώ συμπληρώνει με νόημα: «Κάτι παιχνίδια που παίζει η ζωή τελικά». Εν τω μεταξύ η Στρέλλα ήθελε να πλησιάσει το Γιώργο για τους δικούς της λόγους. Ο Γιώργος μένει σε ένα φτηνό ξενοδοχείο. Δεν έχει μάθει άλλο τρόπο να πλησιάζει τους άντρες, χρησιμοποιεί αυτόν που έχει συνηθίσει. Θα του ζητήσει φωτιά. Θα τον φωνάξει στο δωμάτιό της να τον κεράσει ένα ουίσκι. Ο Γιώργος πιάνει το υπονοούμενο. Δεν θέλει και σκέψη όταν μια άγνωστη σε καλεί στο δωμάτιο της για ποτό. Πάει να την φιλήσει. Εκείνη διστάζει. «Είναι το οικονομικό, ε;», την ρωτά. «Όχι, δεν είναι αυτό».
Στο «Παιχνίδι των Λυγμών» το μεγάλο μυστικό βρισκόταν ανάμεσα σε σκέλια, εδώ όμως το τι κρύβεται ανάμεσα στα σκέλια της Στρέλλας είναι γνωστό. «Και δεν μου λες, εσύ τώρα τι ακριβώς είσαι;». «Τρανς που δεν έχει εγχειριστεί ακόμα. Γιατί, έχεις πρόβλημα;». Ο Γιώργος δεν έχει πρόβλημα. Κανένα. Μαζί με το μυστικό μετατοπίζεται από τα σκέλια και το σκάνδαλο. Οι σεξουαλικές ταυτότητες είναι ξεκαθαρισμένες και απαλλαγμένες από οποιαδήποτε ψυχολογική περιπλοκή σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, όχι μόνο για τη Στρέλλα αλλά και για τον Γιώργο. Την ώρα που θα αποκαλυφθεί το μετατοπισμένο μυστικό της ταινίας γίνεται το διάλειμμα. Και αναρωτιέσαι τι νόημα έχει να συμβαίνει κάτι τόσο κραυγαλέο. Η δυσφορία σου ευτυχώς κρατά για λίγο. Μόλις τα φώτα ξανακλείσουν, ο παράγοντας «στατιστική απιθανότητα» θα εξαφανιστεί, το νόημα θα βρεθεί και οι εξηγήσεις θα φανούν πειστικές. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ξαναφέρνοντας στο μυαλό σου τις προηγούμενες σκηνές, διαπιστώνεις ότι φωτίζονται από μια ειρωνεία τραγική και ταυτόχρoνα εκθαμβωτικά λεπτή.
Περιέργως όμως, ενώ η ταινία πετυχαίνει το δυσκολότερο, ενώ πετυχαίνει να εξηγήσει επαρκώς τα όσα έγιναν πριν το μυστικό, δεν πετυχαίνει να χειριστεί εξίσου ικανοποιητικά το από εκεί και πέρα. Μόλις η ένταση των αρχικών αντιδράσεων υποχωρήσει, η ταινία φαίνεται να αποσυντονίζεται: μια δραματουργικά άκαιρη έμφαση σε ραντεβού με πελάτη, μια κομβικής σημασίας δήλωση συμφιλίωσης που περιέχει μια - δυο ατάκες που χάνουν το μέτρο φλερτάροντας άθελά τους με το κωμικό, ενώ και η τελική σκηνή της γιορτής μάλλον τεντώνεται αχρείαστα, τόσο χρονικά όσο και ως περιεχόμενο, την ώρα που ας πούμε η παρόμοιας λογικής τελική γιορτή του «Shortbus» δημιουργούσε ανάταση.
Εκτός από ένα κοριτσάκι -σε συμβολικό μάλιστα ρόλο- πουθενά στον κόσμο της «Στρέλλας» δεν θα δεις γεννημένο θηλυκό. Σίγουρα δεν θα το δεις στους ηθοποιούς, ενώ έχω την εντύπωση ότι δεν θα το δεις ούτε στα άφθονα γυρίσματα σε εξωτερικούς χώρους. Η ταινία είναι ανάμεσα στα άλλα και ένα τραγούδι αγάπης για τα μεταμορφωμένα θηλυκά, επιλέγοντας να τους χαρίσει όλο το χώρο.
Μέσα σε όλα τα (σ)τρελλά ρίσκα που πήρε ο Πάνος Κούτρας (από αυτό του πιο εξτρίμ δυνατού θέματος, ως το οικονομικό, αφού η ταινία δεν πέτυχε να επιχορηγηθεί και γυρίστηκε ως ανεξάρτητη παραγωγή), ήταν και το να βασίσει την ταινία του σε μια ερασιτέχνη. Είναι ξεκάθαρο ότι αν η Μίνα Ορφανού πρόδιδε το ρόλο της, θα κατέρρεε μαζί και όλη η «Στρέλλα», που ούτως ή άλλως ακροβατούσε σε τεντωμένο σχοινί. Ωστόσο, όσο αυθεντικά είναι τρανς άλλο τόσο αυθεντικά μετατρέπεται στη Στρέλλα, παίζοντάς την φυσικά, ανεπιτήδευτα, δίχως υπερβολές, δικαιώνοντας όλα τα ρίσκα κι όλο το όραμα του σκηνοθέτη της και επιτρέποντάς του να παραδώσει μια ταινία που πολύ δύσκολα θα ξεχαστεί.
Στο βαθμό που η «Στρέλλα» είναι μια σύγχρονη ελληνική τραγωδία, είναι για να υποστηρίξει ότι ίσως τελικά μερικά πράγματα δεν είναι και τόσο τραγικά. Κι αν δεν είναι και τόσο τραγικά, δεν υπάρχει και η ανάγκη να καθαρθούν. Αρκετά με τις καθάρσεις, τις τιμωρίες, τις ενοχές, όλο αυτό το κακό που προσποιείται το καλό.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 21, 2009

Με ωμέγα

Πέθανε ο Γιάννης Μόραλης. Αλλά αν πω ότι έχω ασχοληθεί μαζί του, ψέμματα θα είναι. Αν επίσης πω ότι ακούγοντας αυτό το όνομα το πρώτο πρόσωπο που έρχεται στο νου είναι αυτό του εκλιπόντος και όχι του Γιάννη Μώραλη με ωμέγα, της επίσημης δηλαδή φωνής της ΠΑΕ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ, του ανθρώπου που αποστολή του σε αυτή τη ζωή είναι να διαψεύδει τη χρήση αεροβόλων, επίσης ψέμματα θα είναι. Και ψέμματα δεν θα σου πω σήμερα: η κουλτούρα μου ως τον Μώραλη με ωμέγα φτάνει. Κι αν φτάνει ως εκεί δεν μου φταίει κανείς Μώραλης με ωμέγα, αλλά εγώ που ασχολούμαι με τους Μωράληδες με ωμέγα και όχι με αυτούς με όμικρον.
Πέθανε κι ο Χρήστος Λαμπράκης. Αυτόν δύσκολα να τον μπερδέψεις με άλλον, το δικό του όνομα είναι εμβληματικό, ίσως πιο εμβληματικό ακόμη και από αυτό του «Ζ». Ακούω το «ΒΗΜΑ FM» που τον πενθεί με την πρέπουσα κλασσική, η οποία διακόπτεται κάθε τόσο από ένα βαρύγδουπο επικήδειο. Νομίζω ούτε ειδήσεις δεν λέει. Εκτός από τις ειδήσεις σταματήστε κι όλα τα ρολόγια, σωπάστε τηλέφωνο, πιάνο και σκυλί, σβήστε τα αστέρια, πακετάρετε το φεγγάρι και ξεσυναρμολογήστε τον ήλιο.
Stop all the clocks, cut off the telephone,
Prevent the dog from barking with a juicy bone,
Silence the pianos and with muffled drum
Bring out the coffin, let the mourners come.
---
Let aeroplanes circle moaning overhead
Scribbling on the sky the message He Is Dead,
Put crepe bows round the white necks of the public doves,
Let the traffic policemen wear black cotton gloves
---
He was my North, my South, my East and West,
My working week and my Sunday rest,
My noon, my midnight, my talk, my song;
I thought that love would last for ever: I was wrong.
---
The stars are not wanted now: put out every one;
Pack up the moon and dismantle the sun;
Pour away the ocean and sweep up the wood.
For nothing now can ever come to any good.
---
Πέθανε κι η Μπρίτανι Μέρφι. Και δεν είναι οι άλλοι δύο σημαντικοί θάνατοι, αλλά ο δικός της, ο ασήμαντος, αυτός που κάπως νιώθω, επειδή για ένα σύντομο φεγγάρι, την εποχή του «8 MILE», την είχα ψιλοκαψουρευτεί. Εκείνη όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε ποτέ, αλλά έκτοτε με την εξαίρεση του «SIN CITY» χάθηκε, για να ξαναβρεθούν τα χαμένα ίχνη της τώρα, δια του οριστικού χαμού της. Το στίγμα της σε σύγκριση με τους άλλους δύο απειροελάχιστο. Και μάλλον πολιτιστικά πρόκειται για στίγμα επιπέδου ωμέγα και όχι όμικρον. Αλλά ήταν όμορφη με όμικρον και ωραία με ωμέγα.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 20, 2009

Xρεωκοπία 105 Χ 68

Στον ίδιο ακριβώς χώρο που ένα καλοκαιρινό βράδυ του 2004 με την Τελετή Έναρξης μεταδίδονταν σε όλο τον κόσμο εικόνες σπάνιας ομορφιάς, υπάρχει από τα καλοκαιρινά έως τα χειμωνιάτικα βράδια του 2009 μια διαρκώς επιδεινούμενη εικόνα λίβα που καίει τα σπαρτά, μια εικόνα εγκατάλειψης, παρακμής, ακαταλληλότητας. Ίσως η εικόνα που μπορεί να καθρεφτίσει πιο εύγλωττα απ΄όλες την μεταολυμπιακή Ελλάδα είναι η σημερινή του χορταριού του ΟΑΚΑ.
Όταν εκατομμύρια άνθρωποι στην Ελλάδα ενδιαφέρονται για το ποδόσφαιρο, όταν κινείται γύρω από αυτό τόσο χρήμα, όταν ένα σωρό άνθρωποι ασχολούνται επάγγελματικά με αυτό, σε μια σειρά παράπλευρα επαγγέλματα που υποτίθεται πως τελικά υπηρετούν αυτό που διαδραματίζεται στον αγωνιστικό χώρο, θα υπέθετε κανείς πως το πρώτο που θα έπρεπε να διασφαλίζεται είναι η καλή κατάσταση αυτών των 105 μέτρων μήκος και 68 πλάτος. Κι αν όχι και στο τελευταίο γήπεδο της Γ΄ Εθνικής, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο γήπεδο της χώρας. Τι γίνεται λοιπόν; Δεν είμαστε ικανοί ως κοινωνία να εγγυηθούμε ούτε την αξιοπρεπή ύπαρξη αυτών των λίγων μέτρων χλοοτάπητα;
Μια εξήγηση είναι ότι το χορτάρι αφορά το παιχνίδι και το παιχνίδι δεν αφορά κανένα στην Ελλάδα. Η νίκη είναι που αφορά. Κι αμέσως μετά η παραφιλολογία και η πάρλα. Μα το χορτάρι αφορά και τη σωματική ακεραιότητα των ποδοσφαιριστών κι άρα και οικονομικά συμφέροντα των ΠΑΕ; Εντάξει, αν χτυπήσει κανείς βλέπουμε τι κάνουμε. Μα αφορά και το θέαμα; Μα το θέαμα είναι κάτι τόσο συγκεχυμένο στο μυαλό μας. Η επίκληση του θεάματος είναι ένα ακόμη επικοινωνιακό όπλο, του στυλ: ναι, μπορεί να κερδίζει η τάδε ομάδα, αλλά δεν προσφέρει θέαμα. Σίγουρα το χορτάρι αφορά ελάχιστα τον οπαδό. Δεν ξεφτιλίζεται από αυτό η ομάδα του, άρα δεν ξεφτιλίζεται εκείνος. Εκείνος ξεφτιλίζεται μόνο αν χάνει, μόνο ως οπαδός. Ποτέ ως φίλαθλος, ποτέ ως πολίτης. Τέτοιες ευθιξίες δεν έχει. Το χόρτο είναι ουδέτερο και δεν μας νοιάζει. Τι καφρίλα να γεννήσει, τι φανατισμό, τι πικάρισμα;
Μια δεύτερη εξήγηση μάς τη δίνει ένα πρόσφατο παράδειγμα. Πριν ένα μήνα στο Λεβαδειακός - Παναθηναϊκός διάφοροι τύποι σηκώνονταν διαρκώς μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες και τα κεφάλια τους έκρυβαν το γήπεδο. Το φαινόμενο προξένησε πολλά περισσότερα αγανακτισμένα σχόλια απ' ό,τι το θέμα του χόρτου του ΟΑΚΑ. Ο χώρος μπροστά στις κάμερες είναι πιο σημαντικός απ' το γρασίδι, ο χώρος που αφορά τον τηλεθεατή είναι πιο σημαντικός από τον χώρο που αφορά τον ποδοσφαιριστή. Εκεί θορυβηθήκαμε και το νιώσαμε: οι τύποι αυτοί εμπόδιζαν το παιχνίδι να διεξαχθεί. Κατέλαβαν τον κρίσιμο χώρο, τον χώρο μπροστά στις κάμερες. Αυτός πρέπει πάση θυσία να διαφυλαχθεί. Ο χώρος μέσα στο γήπεδο είναι δευτερεύουσας σημασίας.
Η χώρα φλερτάρει, λέει, με την οικονομική χρεωκοπία, ενώ καιρό τώρα φλερτάρει και με την ηθική. Τι είδους χρεωκοπία είναι λοιπόν αυτή που αντανακλάται στο χορτάρι του ΟΑΚΑ; Συντονισμού; Πρόβλεψης; Έγκαιρης εκτέλεσης; Επαγγελματισμού; Σοβαρότητας; Λες και συγκροτηθήκαμε σε κράτος χθες. Λες και είμαστε στην Άγρια Δύση, στο «Deadwood» ας πούμε, και φτιάχνουμε τώρα την κοινότητά μας. Να ψάξουμε και κανένα γεωπόνο. Δεν μπορούμε να χειριστούμε κάτι τόσο απλό. Γραφειοκρατία. Δημοσιοϋπαλληλίκι. Ευθυνοφοβία. Κοντοφθαλμία. Αδιαφορία. Ό,τι να ναι. Πρέπει όλα να φτάνουν στο αμήν. Και καμιά φορά να επαναληφθεί η προσευχή πολλές φορές. Ε, οι προσευχές εισακούστηκαν. Μέσα στις γιορτές αλλάζει ο χλοοτάπητας. Όλα καλά.
Παιδιά της ίδιας κοινωνίας είμαστε όλοι. Του βλέποντας και κάνοντας. Δηλαδή πέραν της συγκεκριμένης εξήγησης (η διοίκηση και οι υπηρεσίες του ΟΑΚΑ δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους, η ΑΕΚ δεν υπάρχει διοικητικά, ο Παναθηναϊκός ενδιαφέρθηκε όταν ήταν ήδη αργά), υπάρχει και η γενικότερη. Εκείνη που σε κάνει να σκεφτείς ότι σε άλλες κοινωνίες πολύ -πάρα πολύ- δύσκολα θα έβλεπες κάτι αντίστοιχο. Κάποιοι θα είχαν μεριμνήσει εγκαίρως. Γιατί θα ήξεραν ότι αυτός είναι ο ρόλος τους. Να φροντίζουν ώστε τα πράγματα να γίνονται στην ώρα τους. Να μπορούν να μοιράσουν δυο γαϊδάρων άχυρα. Να αισθανθούν την ύπαρξη του προβλήματος ως προσωπική τους ήττα. Να ξέρουν ότι θα λογοδοτήσουν αν κάτι δεν πάει καλά. Ότι θα τους αποδοθούν οι ευθύνες. Ότι θα έχουν αληθινό κόστος. Εμείς βάζουμε την μηχανή στον αυτόματο και θα πιάσουμε το τιμόνι αν χρειαστεί. «Πλοίαρχε, κάτι βλέπω στο ραντάρ». «Οι Πόρτες είναι, ρε, οι Πόρτες. Μην ανησυχείς».
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Σάββατο, Δεκεμβρίου 19, 2009

Ο οικείος χρόνος

Ακόμη, λέει, και με την καλύτερη εκδοχή της Συνόδου της Κοπεγχάγης, το 2050 η θερμοκρασία θα έχει ανέβει κατά 3 βαθμούς Κελσίου (γεγονός που θα έχει ως συνέπεια απτά καταστροφικά αποτελέσματα, μπλα μπλα μπλα - μπλα μπλα μπλα). Και δεν ξέρω πώς αυτό που θα πω δεν θα ακουστεί σαν το απόλυτο κλισέ, αλλά μέχρι τώρα όποτε άκουγα τέτοιου είδους προβλέψεις μου φαίνονταν ότι αφορούσαν ένα μέλλον έξω από τον δικό μου ορίζοντα. Το 2050 στο μυαλό μου έχει να κάνει με έργα επιστημονικής φαντασίας, το μυαλό μου απωθεί τη σκέψη του 2050, ακριβώς επειδή τότε θα είμαι ή εντελώς νεκρός ή εντελώς γέρος και δεν συμφέρει το ανθρώπινο μυαλό να κάνει τέτοιες σκέψεις. Ακούγοντας λοιπόν σήμερα τι θα γίνει το 2050, πρώτη φορά συνειδητοποίησα ότι αυτός ο τόσο ξένος για μένα χρόνος, θα είναι αν όλα πάνε καλά ένας τόσο οικείος χρόνος για τον γιο μου. Το 2040 και το 2050 θα είναι για αυτόν κάτι σαν τα δικά μου 2000 και 2010: οικεία και οικίες του, αν δεχθούμε πως μέσα στο χρόνο κατοικούμε. Αίφνης η επιστημονική φαντασία παύει να είναι επιστημονική φαντασία και καταλαβαίνεις ότι μπορεί να είμαστε φτιαγμένοι έτσι ώστε να αρνούμαστε να προβάλλουμε τον εαυτό μας στο χρόνο που θα έχουμε παρακμάσει ή καταλήξει, ωστόσο γεννώντας επεκτείνουμε τον χρόνο, γεννώντας γεννάμε ταυτόχρονα και χρόνο, χρόνο εκτός του δικού μας ορίζοντα αλλά εντός του ορίζοντα των παιδιών μας, χρόνο προορισμένο όχι πια να απωθηθεί, αλλά να βιωθεί και κατοικηθεί.
Και είναι όσοι τον κατοικήσουν εκείνοι που τελικά θα αναγκαστούν να κάνουν αυτό που πρέπει και στο βαθμό που τότε θα γίνεται, γιατί ο καθένας το δικό του σπίτι φροντίζει και για το δικό του σπίτι νοιάζεται· έτσι ήμασταν, έτσι είμαστε και έτσι θα είμαστε, για όσο θα είμαστε, για όσο θα υπάρχει χρόνος, για όσο θα συνεχίσει με κάθε γέννηση να του χορηγείται παράταση προς τον σκοπό της εγκατάστασης των νέων ιδιοκτητών του.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 17, 2009

Κεφαλαιϊκισμός

Το συζητούσα χθες και με έναν φίλο που μου έλεγε ότι ο Μάικλ Μουρ είναι λαϊκιστής· που είναι δηλαδή· αλλά τον λαϊκισμό έχουμε μάθει να τον αναγνωρίζουμε και να μας ενοχλεί, ενώ ο κεφαλαϊικισμός δεν κάνει τόσο μπαμ, μολονότι ούτε λιγότερο χοντροκομμένος είναι ούτε λιγότερο στις χαρές της ευκολίας και της προπαγάνδας αφήνεται. Γιατί όμως; Είναι θέμα στυλ; Είναι θέμα ποιότητας της προπαγάνδας; Περισσότερο απ' όλα νομίζω πως είναι θέμα status quo. Κάθε παραδοθείσα τάξη πραγμάτων κουβαλά ως δώρο τεράστια αποθέματα αυτονομιμοποίησης, με την ιδεολογική νομιμοποίηση να έρχεται ως συμπλήρωμά της· μιας αυτονομιμοποίησης που εξηγείται από το ότι πρωταρχική τάση του ανθρώπου είναι να προσπαθεί να προσαρμόζεται στον κόσμο και όχι να προσπαθεί να τον αλλάζει.
Ήταν ο Ολντ Μπόι και παρακολουθήσατε τα μικρά φιλοσοφικά αποφθέγματα της Πέμπτης.
Αύριο δύο έργα σεξ.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 15, 2009

Aδειάζοντας το Σπίτι

Στέκομαι στο ταμείο του Multiplex. «Ένα εισιτήριο παρακαλώ». «Για πού;». «Για τον Καπιταλισμό». «Οκτώ ευρώ». Η είσοδος στον καπιταλισμό κοστίζει, όλα σε αυτόν έχουν μια τιμή, ακόμα και οι ταινίες που τον καταγγέλλουν ως το μεγάλο κακό, ενώ τίποτα δεν αποκλείει να υπάρξει ειδική έκδοση του dvd, που θα περιέχει και το σχοινί με το οποίο θα κρεμάσουμε τον τελευταίο καπιταλιστή που θα μας το πουλήσει.
Εκτός βέβαια κι αν δεν πληρώσουμε για να δούμε την ταινία, αλλά την κατεβάσουμε από το διαδίκτυο, ένα διαδίκτυο που πετυχαίνει (και) με αυτόν τον τρόπο να δίνει απρόσμενα χτυπήματα κάτω από τη ζώνη στο «μεγάλο κακό», γιατί στη ζωή αυτό που σε παίρνει να το κάνεις συνήθως το κάνεις, χωρίς να σε εμποδίζουν οι τύψεις για τις έξω από σένα συνέπειες. Καλές οι ειρωνειούλες, αλλά σε κάθε σχετική συζήτηση το τελικό αντεπιχείρημα φαντάζει πανίσχυρο: σε ένα κομμουνιστικό καθεστώς η παρακολούθηση ενός ντοκιμαντέρ με τίτλο «Κομμουνισμός: ιστορία ενός έρωτα» ενδεχομένως να γινόταν άνευ εισιτηρίου. Πιθανότατα όμως να ήταν και περίπου υποχρεωτική. Και σχεδόν σίγουρα ο τίτλος θα ήταν κυριολεκτικός και όχι δηκτικός. Και θα ήταν μάλλον αδύνατο ο Μάικλ Μουρ να είχε τη δυνατότητα να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ τόσο επικριτικό για το σύστημα. Μα θα το ήθελε; Το πιθανότερο είναι πως ναι. Γιατί ίσως η βασική ιδεολογική διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους να μην βρίσκεται στα θεωρητικά σχήματα• ίσως δηλαδή οι άνθρωποι να χωρίζονται σε εκείνους που θεωρούν a priori νομιμοποιημένο το καθεστώς στο οποίο ζουν και σε εκείνους που το αμφισβητούν και μαζί με αυτό όσα εκείνο προσπαθεί να πείσει πως είναι αυτονόητα, λυμένα, φυσικά.
Αλλά και εσφαλμένη να είναι αυτή η γενική υπόθεση, ειδικά για τον Μουρ πρέπει να ισχύει, αφού δεν φαίνεται η γενεσιουργός αιτία των ντοκιμαντέρ του να είναι μια ιδεολογία, αλλά η πραγματικότητα. Δεν έρχεται δηλαδή να εξηγήσει την πραγματικότητα η ιδεολογία του, αλλά είναι η πραγματικότητα που του διαμορφώνει σιγά σιγά τον τρόπο σκέψης. Το πώς εξελίσσονται τα πράγματα. Το πώς απέλυσε τους εργάτες η General Motors, οδηγώντας σε παρακμή τη γενέτειρά του, το Φλιντ του Μίσιγκαν. Το τί μπορεί να οδήγησε στη σφαγή του Κολουμπάιν. Το ποιές ήταν οι λογικές ενέργειες πριν και μετά την 11η Σεπτεμβρίου και ποιές τελικά έγιναν. Το πόσο ξεκρέμαστος από ασφάλιση είναι ο Αμερικάνος εργαζόμενος. Και επειδή βασίζεται στην πραγματικότητα, είναι και δυσκολότερο να τον αντικρούσεις. Για αυτό, αν σε ενοχλεί, η βασική επιλογή σου είναι να τον πεις λαϊκιστή και θεατρίνο. Ο Μουρ ούτε είναι ούτε μοιάζει με διανοούμενο, αλλά είναι ίσως κάτι ακόμη σημαντικότερο, είναι ένας άνθρωπος που ελεύθερα συλλογάται και μάλιστα κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα του πολιτισμού του. Είναι επίσης ένας άνθρωπος που ξέρει πολύ καλά τη γλώσσα του μέσου του, ένας ιδιότυπος αλλά αποτελεσματικότατος ακτιβιστής, που επιλέγει σωστά στον «Καπιταλισμό» να περιορίσει τη προβοκατόρικη συμμετοχή του στα δρώμενα στα απολύτως απαραίτητα, αφήνοντας το υλικό να μιλήσει μόνο του. Ο Μουρ είναι ένας άνθρωπος που εντοπίζει αδύνατα σημεία και εντοπίζει κραυγαλέες αντιφάσεις του συστήματος, σπεκουλάροντας πάνω σε αυτές, φωνάζοντας εκείνα που οι περισσότεροι αποσιωπούν, είτε γιατί δεν μπορούν να τα δουν είτε γιατί προτιμούν να τα κρύβουν.
Αντιγράφω από το βιβλίο του Αλαίν Ντε Μποττόν, «Περί του Κοινωνικού Status»: «Τον Ιούλιο του 1959 ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Νίξον ταξίδεψε στη Μόσχα για τα εγκαίνια μιας έκθεσης που αποτελούσε τη βιτρίνα των τεχνολογικών και υλικών επιτευγμάτων της χώρας του. Κεντρικό σημείο της έκθεσης ήταν ένα αντίγραφο σε φυσικό μέγεθος της οικίας του μέσου Αμερικανού εργαζόμενου: διέθετε μοκέτα σε κάθε δωμάτιο, τηλεόραση στο καθιστικό, δύο ασορτί τουαλέτες, κεντρική θέρμανση και κουζίνα με πλυντήριο, στεγνωτήρα και ψυγείο ... Ο Νίξον είχε κληθεί να μιλήσει στη σοβιετική τηλεόραση και αξιοποίησε την περίσταση για να αναπτύξει διεξοδικά τα πλεονεκτήματα της ζωής στην Αμερική. Κατά δαιμόνιο τρόπο δεν άρχισε την ομιλία του με αναφορές στη δημοκρατία ή τα ανθρώπινα δικαιώματα• ξεκίνησε από το χρήμα και την υλική πρόοδο ... Στο πλευρό του Νίξον ο Χρουστσόφ είχε γίνει έξαλλος κι έσφιγγε τις γροθιές του, ενώ ... σύμφωνα με ένα ιστορικό ανέκδοτο είπε χαμηλόφωνα "Ëb' tvoyu babushky" (Άντε γάμα τη γιαγιά σου)».
Πρόκειται για την ίδια περίοδο που ο Μουρ παρουσιάζει με τα χρώματα των οικογενειακών του αναμνήσεων: αρκούσε ο ένας μισθός - η γυναίκα δούλευε αν ήθελε κι όχι επειδή έπρεπε - ο πατέρας του κάθε μεσημέρι ήταν σπίτι - είχε επαρκή σύνταξη - ξεπλήρωσε την υποθήκη ταχύτατα - άλλαζαν αυτοκίνητο κάθε τριετία. Το σύστημα τότε λειτουργούσε. Παρά τις διακηρύξεις του, ο Μουρ δεν στρέφεται ακριβώς κατά του καπιταλισμού, όσο κατά της ρεμπουμπλικάνικης εκδοχής του, όσο κατά του παρασιτικού, τζογαδόρικου και αυτονομημένου από την πραγματική αγορά καπιταλισμού των παραγώγων χρηματιστηριακών προϊόντων, της απορρύθμισης, της απληστίας των γκόλντεν μπόις, της μετατροπής των κυβερνήσεων σε θυγατρικές της Γουώλ Στριτ, με τα ίδια άτομα κλειδιά να παριστάνουν εναλλάξ τον ελεγκτή και τον ελεγχόμενο.
Τα σπίτια που γέμιζαν τη δεκαετία του 50 και του 60, τώρα αδειάζουν και σφραγίζονται. Τα στεγαστικά δάνεια δεν μπορούν να πληρωθούν, οι τράπεζες και οι μεσίτες αναλαμβάνουν δράση. Ο Αμερικάνος εργαζόμενος διώχνεται από το σπίτι του και πετιέται στο δρόμο. Ένας διαρρηγμένος κοινωνικός ιστός, μια χώρα πλουτοκρατούμενη, μια χώρα κομμένη στα δύο: στην παχύσαρκη και καταχρεωμένη συντριπτική πλειοψηφία της και στην στυλάτη και ζάμπλουτη ελίτ του 1%. Το τεράστιο κενό ανάμεσά τους κάποτε καταλάμβανε μια ευημερούσα μεσαία τάξη, που έκανε τους Σοβιετικούς ηγέτες να βλαστημούν και τους Σοβιετικούς πολίτες να ζηλεύουν. Σήμερα θα ζήλευαν πολύ λιγότερο.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 14, 2009

Κανόνες




Aκούω στο ραδιόφωνο ότι πολλοί μέσα στο ΠΑΣΟΚ εύχονται ο Πρωθυπουργός να αναγγείλει σε λίγο στο Ζάππειο συγκεκριμένα οικονομικά μέτρα και να μη χαράξει πάλι γενικές και αόριστες κατευθυντήριες γραμμές. Και μιλάμε τώρα για Κυβέρνηση ψηφισμένη. Και σκέφτομαι για πολλοστή φορά την κατηγορία που προσάπτεται σε μικρότερα κόμματα, ότι δηλαδή «δεν έχουν πρόγραμμα», ότι είναι κόμματα διαμαρτυρίας και όχι κόμματα με κυβερνητικό σχέδιο.
Αν βρισκόμαστε σε κατάσταση χρεωκοπίας (ή εν πάση περιπτώσει σε χάλια κατάσταση), σε αυτή την κατάσταση δεν μας οδήγησε κανένα από τα ανεύθυνα και μικρά κόμματα, αλλά η εναλλαγή των δύο συγκεκριμένων υπεύθυνων και μεγάλων. Πιθανώς το κλίμα αυτή την περίοδο ορίζει να λέμε ότι εκεί μας οδήγησε η τεμπέλικη λαίλαπα Καραμανλή, αλλά πρέπει κάποια στιγμή να αποφασίσουμε αν η παραχάραξη οικονομικών στοιχείων προκειμένου να μπούμε στην ΟΝΕ είναι καλή και άγια, αλλά η παραχάραξη οικονομικών στοιχείων αφότου μπήκαμε κακή και άθλια. Ίσως πάλι η Ιστορία να αποφασίσει πως υπάρχουν οραματιστές παραχαράκτες και απλοί κοπρίτες παραχαράκτες, αλλά και έτσι να αποφασίσει, τα οράματα κατέστη δυνατό να επιτευχθούν επειδή «αυτή είναι η Ελλάδα», με την βοήθεια δηλαδή, τα κόλπα και τους τρόπους αυτής της Ελλάδας.
Τα κόλπα και οι τρόποι αυτής της Ελλάδας, στην οποία η Δικαιοσύνη μπορεί να αργεί να δράσει, αλλά τελικά φαίνεται πως καταλήγει επιτέλους κάπου για την υπόθεση της Siemens. Όπως ειπώθηκε και στην εκπομπή του Σκάι για το Δεκέμβρη, ε, αν δεν έχουμε και εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, τότε δεν βγάζουμε άκρη. Όπως επίσης γράφτηκε κατά κόρον σε απορριπτικά του Δεκέμβρη άρθρα, αν κάτι πρέπει να αφήσει ο Δεκέμβρης ως συμπέρασμα είναι ότι δεν πάει άλλο με την ανομία, όπου ανομία είναι ό,τι συμβαίνει στους δρόμους. Η άλλη ανομία -η ανομία που διέπει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί στην πράξη η Δημοκρατία μας- δεν πιάνεται. Η ανομία αυτή είναι δομική και νομιμοφανής, η ανομία αυτή είναι τελικά εκείνη που μας οδηγεί σε οικονομική κατάρρευση. Πρόκειται για μια ανομία στην οποία η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών περιστασιακά ή μη μετέχει, αλλά τα οφέλη της προφανώς και δεν μοιράζονται ισομερώς: αν οι περισσότεροι πολίτες θα την χρησιμοποιήσουν για να μπορέσουν να τη βγάλουν καθαρή, τα στελέχη της επιχειρηματικής και πολιτικής ελίτ την χρησιμοποιούν για να πλουτίζουν, εξουσιάζουν, διαφεντεύουν. Η διαφορά δεν είναι αξιακή: αν ο πολίτης μπορούσε να γίνει και αυτός μέλος της, θα γινόταν ασμένως. Το πολιτιστικό μας πρότυπο αυτό είναι άλλωστε.
Υπάρχουν φυσικά και εξαιρέσεις. Και όταν τύχει να τις γνωρίσεις και να τους σφίξεις το χέρι ή να τις ακούσεις να μιλάνε, νιώθεις καλύτερα.
Ειπώθηκε στην εκπομπή ότι η Δημοκρατία έχει κανόνες και ότι έχει και κανόνες για να αλλάξουν αυτοί οι κανόνες. Ορθότατο. Αλλά εκτός από τους γραπτούς της κανόνες υπάρχουν και οι άγραφοι. Και κατ' εξοχήν άγραφος κανόνας της τελευταίας εικοσαετίας ήταν αυτός της ιδεολογικής καθοδήγησης της κοινής γνώμης μέσα από ελάχιστους τηλεοπτικούς διαύλους, που ανήκαν όλοι σε μεγαλοεπιχειρηματίες. Και η εκπομπή του Σκάι για τον Δεκέμβρη μου φάνηκε ότι τελικά αυτό ήταν: ένα στιγμιαίο ρήγμα ανάμεσα στην τηλεοπτική και την εξωτηλεοπτική πραγματικότητα, ρήγμα που ενδεχομένως έγινε προσπάθεια να καλυφθεί εκ των ενόντων, αλλά τελικά δεν έχει σημασία το αν και το πότε θα αλλάξει η τηλεόραση.
Άλλαξε η τεχνολογία, άλλαξαν τα ίδια τα μέσα, το ίντερνετ δεν αποτελείται από ελάχιστες δημόσιες συχνότητες προς ολιγοπωλιακή εκμετάλλευση, κι έτσι στο μέλλον το ρήγμα ανάμεσα στις δυο μορφές πραγματικότητας θα βαθαίνει.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 11, 2009

Λευτεριά ξαναξεκίνα να χτυπάς με το σπαθί*

που κρατά τ΄αναστημένο του Τάσσου μας κορμί.

* To σπαθί είναι μια ευγενική προσφορά του Χατόρι Χάνζο.

Του αλατιού


Κι αν βγω απ' αυτήν την αλυκή κανείς δεν θα με περιμένει, τραγουδούσε πένθιμα ο κόκκος αλατιού, προσποιούμενος πως φοβόταν την μοναξιά, ενώ στην πραγματικότητα φοβόταν την οριστική απώλεια της ατομικότητάς του και την πλήρη ομογενοποίησή του με τους δίπλα του, που με την σειρά τους θα οδηγούσαν νομοτελειακά στην πτώση και κατάποσή του, μόνο και μόνο για να νοστιμίσει πρόσκαιρα τη ζωή κάποιου άλλου, τελικά αγνώστου.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 08, 2009

Το Χαμόγελο στο Εξώφυλλο

Ο δεκαεννιάχρονος Μαλίκ Ελ Τζεμπενά (ο Ταχάρ Ραχίμ που τον υποδύεται είναι φτυστός ο Άκης Ζήκος) μπαίνει στη φυλακή μην ξέροντας τίποτα και έξι χρόνια αργότερα θα βγει έχοντας μάθει τα πάντα. «Ξέρεις καμιά τέχνη, ξέρεις να κάνεις τίποτα άλλο εκτός από το να επιτίθεσαι σε αστυνομικούς;», τον ρωτά ο αρχιφύλακας της φυλακής. Δεν ξέρει. Σχεδόν δεν έχει εαυτό. 'Άραβας στην καταγωγή αλλά όχι στη συνείδηση, είναι φύλλο στον άνεμο, δίχως αναφορές, δίχως ενδιαφέροντα, δίχως φίλους, δίχως αναμνήσεις από γονείς, δίχως καν να γνωρίζει να γράφει και να διαβάζει. Ένας Άραβας συγκρατούμενός του του δείχνει τα βιβλία του και τον συμβουλεύει να βγει από τη φυλακή καλύτερος απ΄ό,τι μπήκε. Κι αυτή είναι μια συμβουλή που ο Μαλίκ θα την αξιοποιήσει όσο κανείς. Πρώτα όμως πρέπει να τον σκοτώσει. Γιατί εκτός από την ηθική αυτών καθαυτών των πράξεων υπάρχει και η ηθική των συνθηκών και των λόγων για τους οποίους τελείται η κάθε πράξη. Κι όταν η κορσικανική συμμορία της φυλακής σου έχει πει «Σκότωσέ τον για να μην σε σκοτώσουμε» κι όταν προσπαθώντας να το αποφύγεις βλέπεις ότι το εννοούν, πόσο υποκειμενικά κακή είναι τελικά αυτή η αντικειμενικά αποτρόπαια πράξη; Είναι δεν είναι, οι τύψεις μετά τον βασανίζουν. Aκόμα κι αυτό μια μορφή εκπαίδευσης είναι όμως, ακόμα κι έτσι εκπαιδεύεται πληρώνοντας το ηθικό τίμημα της πράξης του. Έτσι στην επόμενη του φορά θα έχει μόνο πρακτικά προβλήματα κι όχι ηθικά.
Ο Μαλίκ είναι μια λευκή σελίδα έτοιμη να γραφεί. Αλλά με έναν αστερίσκο. Δεν ξεκινά να γράφεται σε ένα σχολείο και εντός μιας οικογένειας, αλλά η λευκή του σελίδα πετάχτηκε μέσα στη φυλακή και με παρέα κρατούμενους. Σαν ιδέα δεν ακούγεται και τόσο τετραπέρατη, ισχύει παραταύτα σε όλες σχεδόν τις κοινωνίες: παίρνουμε τους «κακούς» και τους βάζουμε όλους μαζί να συγχρωτίζονται καθημερινά. Ίσως εξωγήινοι πολιτισμοί το χειρίζονται διαφορετικά το θέμα και τους δικούς τους κακούς τους τοποθετούν δίπλα στους καλύτερους του είδους τους, μπας και τους μοιάσουν. Επιστρέφοντας όμως στον δικό μας πολιτισμό, ο Μαλίκ αρπάζει σαν σφουγγάρι ό,τι μπορεί να του προσφέρει η φυλακή. Χρησιμοποιεί πρώτα απ' όλα το κυριολεκτικό της σχολείο. Μαθαίνει γράμματα. Παρακολουθεί όλα τα μαθήματα. Μεταξύ αυτών και το μάθημα των Οικονομικών. Και νά που ο Μαλίκ σωφρονίζεται, με την έννοια ότι το ρεμάλι που το μόνο που ήξερε ήταν να τσακώνεται, δίνει τη θέση του σε έναν απροσδόκητα σώφρονα άντρα. Η φυλακή του πλάθει τον εαυτό, του τον διαμορφώνει μορφώνοντάς τον και απελευθερώνοντας όλες τις κλίσεις του, όπως πρέπει να κάνει ένα καλό εκπαιδευτικό ίδρυμα. Κι η κλίση που έκρυβε μέσα του ο Μαλίκ ήταν αυτή του μεγάλου παίκτη. Αποδεικνύεται μεγάλος τακτικιστής. Χτίζει συμμαχίες. Γίνεται απαραίτητος. Δεν αφήνει την οργή του να καθοδηγεί τις πράξεις του. Ρισκάρει αλλά με την έννοια του υπολογισμένου ρίσκου. Δεν γίνεται να μη ρισκάρεις αν ψάχνεις τις μεγάλες αποδόσεις. Μετατρέπει το μειονέκτημα του να μην ανήκει σε καμιά από τις δυο φυλές της φυλακής (για τους Κορσικανούς είναι Άραβας και για τους Άραβες τσιράκι των Κορσικανών) σε συγκριτικό πλεονέκτημα μπαινοβγαίνοντας στις δυο κοινότητες (και στις δυο αντίστοιχες εκτός φυλακής) μανιπουλάροντας τες. Όλες οι κουλτούρες έχουν τελικά τα κουμπιά τους και το εξουσιαστικό παιχνίδι κοινούς κώδικες. Ο Μαλίκ δηλαδή δείχνει κατεξοχήν πολιτικές και επιχειρηματικές αρετές. Μα είναι εξ ορισμού εντελώς άλλο πράγμα οι μεγαλοπολιτικοί κι οι μεγαλοεπιχειρηματίες και εντελώς άλλο οι μεγαλοκακοποιοί; Στα ελληνικά το «Μαλίκ» είναι αναγραμματισμός του «Μάικλ». Ο Μαλίκ μου θυμίζει τον Μάικλ Κορλεόνε: έχουν την ίδια σιωπηλή δυναμη και επιβάλλονται επειδή ξέρουν να προβλέπουν και να καθοδηγούν τις εξελίξεις. Οπότε η προηγούμενη ερώτηση μπορεί να απαντηθεί με μια άλλη ερώτηση: Ποιός είναι ο αφελής, Κέι;
Αλλάζοντας οι θεσμοί αλλάζουν και οι ταινίες ειδών. Έτσι οι ταινίες φυλακής μπορούν πλέον να βγαίνουν από τη φυλακή εκμεταλλευόμενες τις άδειες των κρατουμένων. Ο Μαλίκ δικαιούται άδειες μισής ημέρας και θα δώσει στο «Carpe Diem» μια άλλη ξεχωριστή έννοια, προλαβαίνοντας σε ελάχιστες δωδεκάωρες άδειες να ολοκληρώσει ένα μικρό επιχειρηματικό αριστούργημα.
Είναι μερικές ταινίες που από τη στιγμή που τις βλέπεις καταλαβαίνεις ότι η σχέση σου μαζί τους θα διαρκέσει σε όλη τη ζωή σου. Ο «Προφήτης» του Ζακ Οντιάρ είναι μια από αυτές, κι όσο για τον ήρωά του, τον Μαλίκ Ελ Τζεμπενά είναι για μένα πιο αληθινός άνθρωπος από όλους όσους δω σήμερα στο μετρό ή στο δρόμο. Τον καταλαβαίνω, τον νιώθω, ξέρω γιατί έκανε ό,τι έκανε. Η ταινία πλησιάζει προς το τέλος της. Η εικόνα της συνδυάζεται με αυτόν τον υπέροχο ήχο: Οh, the shark has pretty teeth, dear
Αnd he shows them pearly white
Just a jacknife has Μacheath, dear
Αnd he keeps it out of sight.
Ο Μαλίκ είναι πια ελεύθερος να αφήσει τον μουλωχτό δρόμο των μαχαιριών ώστε να τον αντικαταστήσει σταδιακά με τη λεωφόρο καρχαριών. Μπορεί κι αυτός μια μέρα μετά από χρόνια να επιχειρήσει σαν τον Μάικλ Κορλεόνε να νομιμοποιήσει τις επιχειρήσεις του. Και τότε θα γίνει εξώφυλλο σε επιχειρηματικά περιοδικά. Θα έχει φτιάξει και τα δόντια του. Θα μας τα δείχνει στο εξώφυλλο χαμογελαστός.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 07, 2009

Φέτος θα κάνουμε γιορτές

- O αστυνομικός τρόπος αντιμετώπισης της επετείου φανερώνει αν όχι την μόνη, πάντως την πιο ουσιώδη διαφορά μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ: οι φίλα προσκείμενοι ή εν πάση περιπτώσει οι συμπαθούντες το ΠΑΣΟΚ θα χαρακτήριζαν την διαφορά αυτή «αποτελεσματικότητα», οι εχθρικά προσκείμενοι ή εν πάση περιπτώσει οι αντιπαθούντες θα την χαρακτήριζαν «απενοχοποίηση». Διαλέγεις και παίρνεις. Ό,τι να διαλέξεις και να πάρεις μην κάνεις όμως το λάθος να θεωρήσεις ότι αυτή η same difference περιορίζεται μόνο στα της καταστολής (αν πρόκειται για κυβέρνηση ΝΔ) ή της τήρησης της τάξης (αν πρόκειται για κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ), αφού επεκτείνεται και στα των εργασιακών σχέσεων, των ασφαλιστικών σχέσεων, της φορολογικής πολιτικής κλπ. Υπό μία έννοια το ΠΑΣΟΚ είναι το ιδανικό κόμμα (ή αν θες κίνημα) για να μας κυβερνά, αφού μας κυβερνά με τον δεξιό τρόπο που θέλουμε, ονοματίζοντας τον με τον αριστερό τρόπο που θέλουμε.
- Παρατηρήσεις σχετικές με ένα βίντεο:
1) Καμπουράκης: «Κύριε Νιώτη, δυο λεπτά, τον Χρυσοχοϊδη τον πήρατε ένα τηλέφωνο να ρωτήσετε τι είναι αυτό, ρε παιδιά, είναι δεν είναι;».
2) Στα τελευταία δευτερόλεπτα του βίντεο, χρήσιμο είναι επίσης να ακουστεί η υπέρτατη κατανόηση στη φωνή του Πάνου Σόμπολου, σε αντιδιαστολή με τις συνήθεις οιμωγές του.
3) Αν αυτά που λέει στο βίντεο ο Νιώτης τα έλεγε ο Τσίπρας, τι ακριβώς θα είχε επακολουθήσει και τι είδους πολιτικά συμπεράσματα θα είχαν εξαχθεί; Κι αν εδώ επιδειχθεί κατανόηση επειδή είναι πατέρας, γιατί τον πατέρα τον κατανοούμε, ενώ εκείνον που προσπαθεί να κατανοήσει τα παιδιά με πολιτική ανάλυση των αιτίων που τα κάνουν να αντιδρούν δεν τον κατανοούμε;
- Παρατήρηση σχετική με ένα γεγονός: Γράφει σήμερα ο Στάθης: «Οπως σε κάθε εξέγερση, διάφοροι βαλτοί ή άλλοι που βλέπουν τα πράγματα αλλιώς προσπάθησαν να περάσουν το δικό τους μηδενιστικό μήνυμα (που εδράζεται όχι στο ταξικό μίσος που σημαίνει αγάπη για τον άνθρωπο, αλλά στο ηθικό μίσος που σημαίνει υπέρβαση του καλού και του κακού, ανάλογη της φασιστικής «λογικής»). Το -θεωρώ διόλου μεμονωμένο- παράδειγμα των παιδιών του Νιώτη είναι ένα χρήσιμο παράδειγμα για το ότι ο μαρξισμός δεν μπορεί να εξηγεί επαρκώς τα πάντα, για το ότι η ζωή είναι λιγάκι πιο σύνθετο φαινόμενο, για το ότι σε μια -εντός ή εκτός εισαγωγικών- εξέγερση μπορεί να συνυπάρχουν και αυτοί που εξεγείρονται επειδή βλέπουν ότι δεν έχουν οικονομική στον ήλιο μοίρα, αλλά και εκείνοι που το πιθανότερο είναι ότι την έχουν και την παραέχουν αυτήν την μοίρα, τους ενοχλεί όμως η μέθοδος με την οποία θα την κατακτήσουν, αντιδρώντας σε αυτήν την μέθοδο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
- Και τέλος, σχετικά με ένα άρθρο για το οποίο θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ένα σωρό πράγματα (και κυρίως την πραγματικότητα έναντι των ψεμμάτων), θα ήθελα να σταθώ στο εξής εντυπωσιακό: «Δεν ήταν αυθόρμητη. Αν και η προσέλευση στις διαδηλώσεις πολλών νέων, ιδιαίτερα μαθητών, ήταν αυθόρμητη, ο σκληρός πυρήνας που πρωτοστάτησε στις καταστροφές κάθε άλλο παρά αυθόρμητα έδρασε. Γνωρίζουμε πως ο συντονισμός μέσω Διαδικτύου και κινητών έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην κλιμάκωση της βίας». Είχες μήνυμα στο κινητό; Διάβασες κάποιο ποστ; Τότε παύεις να δρας αυθόρμητα. Υπό μία έννοια και αυτή καθαυτή η πληροφορία πως γίνεται διαδήλωση αναιρεί τον αυθόρμητο χαρακτήρα της συμμετοχής σου. Ίσως θα θεωρούνταν αυθόρμητη αν ήσουν περαστικός, έπεφτες πάνω στη διαδήλωση και γινόσουν μέρος της. Ή αν δεν έπεφτες πάνω της αλλά μύριζες αυθόρμητα τα νύχια σου. Κάθε άλλη γνωστοποίηση γεγονότος σε καθιστά μέρος σχεδίου. Συντονισμένου.
Αν δηλαδή μέχρι τα τελευταία χρόνια γνωρίζες ότι συλλογικές δράσεις και κινητοποιήσεις μπορούσαν να υπάρξουν μόνο στη βάση φορέων που τις οργάνωναν
κι αν νόμιζες ότι αυτό που άλλαξε το διαδίκτυο είναι ότι κατέστησε σαφές πως συλλογικότητες μπορεί να υπάρξουν και δίχως κεντρική καθοδήγηση
κι ότι αν εσύ γράψεις κάτι που εμπνεύσει, μπορεί μέσα σε πέντε ώρες να διαδοθεί και μέσα σε πέντε μέρες να έχει βγάλει πολύ κόσμο στο δρόμο,
κακώς νόμιζες ότι αυτό αλλάζει τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού προς την κατεύθυνση του πιο αυθόρμητου, αφού τελικά τους αλλάζει προς την ακριβώς αντίθετη.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 06, 2009

Εκείνο που δεν συνέβη

Έχω πάει σε πάμπολλα ματς στη ζωή μου, αλλά ατμόσφαιρα κερκίδας σαν αυτή του Παναθηναϊκός - Ανόρθωση δεν έχω ξαναβιώσει. Ο αγώνας διεξαγόταν τρια βράδια μετά το μοιραίο της 6ης Δεκεμβρίου 2008 και παρά την «τεράστια σημασία του» ήταν ξεκάθαρο ότι είχαν συμβεί άλλα πράγματα που είχαν λιγάκι μεγαλύτερη σημασία. Το χιλιοακουσμένο «Μπάτσοι - Γουρούνια - Δολοφόνοι» ακουγόταν εκείνη τη νύχτα από τις θύρες των οργανωμένων σαν χορός αρχαίας τραγωδίας· ίσως ο τρόπος που το φώναζαν, ίσως οι παγωμένες σιωπές πριν και μετά. Αν για μένα το γεγονός μαρτυρούσε την καταλυτική δυναμική των γεγονότων, πολλοί θα αντέτειναν ότι στην πραγματικότητα συνέβη το ακριβώς αντίστροφο: ότι δηλαδή δεν ήταν τέτοια η δύναμη του Δεκέμβρη ώστε να πολιτικοποιήσει ακόμη και την κερκίδα των φανατικών, αλλά ότι ήταν οι κερκίδες των φανατικών που γέμισαν τους δρόμους, ότι όλη η περίφημη κοινωνική εξέγερση δεν ήταν τελικά τίποτε περισσότερο από μυθοποιημένος χουλιγκανισμός.
Κι αυτή είναι μια άποψη που μάλλον έχει ευρύτερη αποδοχή απ' ό,τι φανταζόμουν. Έβλεπα πρόσφατα μια συζήτηση στην τηλεόραση με καλεσμένους μόνο νεοδημοκράτες· κι ενώ τρώγονταν και διαφωνούσαν, συμφωνούσαν ομόθυμα σε ένα πράγμα: στο πόσο κακό έκανε στην παράταξη ο περσινός Δεκέμβρης· τότε που οι πόλεις παραδόθηκαν στους κουκουλοφόρους, τότε που τα καταστήματα παραδόθηκαν στους βανδαλισμούς. Υπάρχει λοιπόν από την μια πλευρά του ιδεολογικού φάσματος (που εννοείται δεν αφορά μόνο τη ΝΔ, αλλά διατρέχει όλα σχεδόν τα κόμματα) η αντίληψη του Δεκέμβρη ως μιας γιορτής της ανομίας και της καταστροφής και μόνο.
Όσο όμως προφανές πρέπει να είναι ότι ο Δεκέμβρης ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από λίγα μερόνυχτα βανδαλισμών, δεν ξέρω πόσο φρόνιμο είναι και να εξακολουθώ να πιστεύω όσα πίστευα πέρσι. Συνέβαινε όντως αυτό το σχεδόν συνταρακτικό που αρκετοί από μας θεωρούσαμε πως συνέβαινε; Κι αν ναι, πού πήγε στη συνέχεια; Στις ζωές των προγόνων μας η Ιστορία επενέβαινε ακατάπαυστα: πόλεμοι απελευθερωτικοί, παγκόσμιοι, εμφύλιοι, μετά πολιτική ανωμαλία, μετά χούντα, Πολυτεχνείο, Μεταπολίτευση. Τρεισίμισι δεκαετίες τώρα τα μεγάλα γεγονότα της Ιστορίας φαίνεται να απουσιάζουν και αφού μια ζωή την έχουμε, μήπως ψάξαμε να της προσδώσουμε λίγη δραματικότητα; Μήπως ψάξαμε να βρούμε στο Δεκέμβρη ένα νόημα που δεν είχε; Θέλω να πιστεύω πως όχι.
Ακόμα και αν δεχθούμε πως δεν οδήγησε σε κάποια απτά και συγκεκριμένα αποτελέσματα, ο Δεκέμβρης δεν ήταν μια ραψωδία του μηδενός. Ο Δεκέμβρης δεν είχε το μηδέν ως αίτημα, αντίθετα, αντέδρασε στο περιρρέον μηδέν μιας αξιακά νοσηρής κοινωνίας. Πέντε - δέκα συγκεκριμένα αιτήματα σημαίνουν μια γενική συναίνεση σε ένα μοντέλο κοινωνίας, μοντέλο που προσδοκείς να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο με την τυχόν ικανοποίησή τους. Αντίθετα, η μη υποβολή των πέντε - δέκα συγκεκριμένων αιτημάτων δεν υποδηλώνε θολούρα και αφασία, αλλά μια -έστω άρρητη και μη καλά χωνεμένη, πλην όμως υπαρκτή- γενική άρνηση ενός μοντέλου κοινωνίας. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν η άρνηση του μοντέλου δεν είναι ντε και καλά η άρνηση του τυπικού του στησίματος, αλλά του τρόπου με τον οποίο αυτό λειτουργεί στην πράξη: πώς να ζητήσεις κάτι που αφορά ουσία κι όχι θεσμούς;
Νιώθεις έτσι ότι βρίσκεσαι πιο κοντά σε όσους «εξεγέρθηκαν» χωρίς συγκεκριμένο αίτημα, παρά σε εκείνους που τα αιτήματά τους είναι αποκρυσταλλωμένα, διατυπώνονται πάντα θεσμικά και αφορούν πάντα την τυπική διάσταση των πραγμάτων. Κι αν εσύ εξακολουθείς κι έχεις ερωτήσεις, εκείνοι έχουν όλες τις τυπικές απαντήσεις και μαζί τους κάθε φύσεως εξουσία, την οποία ξέρουν πως θέλουν, ενώ εσύ ξέρεις μόνο τι δεν θέλεις, δεν θέλεις αυτό που συμβαίνει και το οποίο είναι περιβεβλημένο με το μανδύα της κανονικότητας, της θεσμικότητας, της κοινωνικής εκπροσώπησης κάποιων άλλων και μην κάνεις κι άλλο λάθος και ρωτήσεις ως πότε θα τρώνε από το αίτημα· τα έτοιμα μπορεί κάποτε να τελειώνουν - το αίτημα ποτέ.
Ένα χρόνο μετά, η νύχτα της 6ης Δεκεμβρίου έχει αφήσει ως κληρονομιά ένα σωρό ιδεολογικές αμφιβολίες και μια φυσική βεβαιότητα: την πιο ακλόνητη απ' όλες τις βεβαιότητες, τη βεβαιότητα του θανάτου. Πολλά μπορεί να συνέβησαν μέσα σε αυτόν τον χρόνο, αλλά εκείνο που δεν συνέβη ήταν η ζωή ενός 16χρονου αγοριού. Θα ήταν, άραγε, πιο υγιής ψυχικά η νεολαία μιας κοινωνίας που θα είχε αντιδράσει ψύχραιμα στο άκουσμα του τρόπου με τον οποίο η ζωή αυτή αφαιρέθηκε;
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Σάββατο, Δεκεμβρίου 05, 2009

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 03, 2009

Διαφήμιση γυναικείου περιοδικού στην τηλεόραση. Ανάμεσα στα βασικά θέματα του τεύχους: «Καθυστερεί ο σύντροφός σας να φτάσει σε οργασμό; Προτάσεις και λύσεις».
Αν φτάσεις γρήγορα είσαι λάθος, αν φτάσεις αργά είσαι λάθος, αν δεν έχει φτάσει η γυναίκα πρώτα είσαι λάθος, για τον άντρα το σεξ έχει μετατραπεί πια σε διαδικασία με ολοένα και περισσότερα ζητούμενα και παραμέτρους, με αποτέλεσμα η μαλακία να παρουσιάζεται εμπρός του ως προοπτική σαγηνευτικά απλή. Σε περασμένες εποχές ο αυνανισμός πήγαινε πακέτο με την ενοχή, αλλά στο σεξ ο άντρας μπορούσε να αφοσιωθεί χωρίς σκοτούρες στη δική του απόλαυση. Τώρα ισχύει το αντίστροφο.
---
Μάνα μιλά με το πεντάχρονο παιδί της στο σούπερ - μάρκετ: «Κωνσταντίνε - Φοίβε, έλα εδώ. Κωνσταντίνε - Φοίβε, μην πειράζεις τα γιαούρτια. Κωνσταντίνε - Φοίβε, νά ο χυμός που σου αρέσει. Κωνσταντίνε - Φοίβε, ησύχασε επίτέλους, με ζάλισες».
Ευτυχώς η Ασπασία - Έλενα είχε μείνει σπίτι. Ευτυχισμένοι καιροί για νηπιαγωγούς: μόνο για να φωνάξουν τα ονόματα των παιδιών έχει βγει η μισή μέρα.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 01, 2009

Το Πρόσωπο Αγγελιοφόρος

Ο περιπλανώμενος θίασος του Δρ. Παρνάσους προσφέρει μια όσο να 'ναι ιδιότυπη ψυχαγωγική υπηρεσία: αν μπεις μέσα στον επί σκηνής καθρέφτη, ο δόκτωρ επιτρέπει στην φαντασία σου να απελευθερωθεί, έτσι ώστε να βιώσεις πίσω από τον καθρέφτη τον ονειρικό ή εφιαλτικό κόσμο που της αντιστοιχεί. Ένα βράδυ ο θίασος σώζει τον χαρακτήρα του Χιθ Λέτζερ από τον θάνατο. Το επόμενο πρωϊ που αυτός συνέρχεται, βλέποντας την παράταιρη σύνθεση του θιάσου (που αποτελείται από τον μεθύστακα υπεραιωνόβιο δόκτορα, την δεκαεξάχρονη κόρη του, έναν περίεργο νεαρό κι ένα νάνο), ρωτάει «Πού βρισκόμαστε;». Ο νάνος του απαντά με μια ατάκα αλά Πάιθον: «Γεωγραφικά στο βόρειο ημισφαίριο, κοινωνικά στο περιθώριο και αφηγηματικά έχουμε δρόμο ακόμη».
Εκτός όμως από τον αφηγηματικό δρόμο του χαρακτήρα του Λέτζερ ο οποίος είχε μόλις σωθεί, υπήρχε και ο δρόμος του ίδιου του Λέτζερ, ο οποίος κανονικά ήταν ακόμα στις αρχές του (αφού δεν είχε κλείσει ούτε τα 29), αλλά ένα κοκτέιλ από υπνωτικά, αναλγητικά και αγχολυτικά χάπια αρκούσε για να τον τερματίσει. Την κάλυψη του αφηγηματικού δρόμου που έμεινε ημιτελής ανέλαβαν υποδυόμενοι το ρόλο του Λέτζερ οι Τζόνι Ντεπ, Τζουντ Λο και Κόλιν Φάρελ. Έτσι, αν την προηγούμενη εβδομάδα λέγαμε ότι μια στις τόσες οι ταινίες που βλέπουμε συμπίπτουν με ξεχωριστές στιγμές της ζωής μας και σημαδεύονται από αυτές ανεξίτηλα, νά που καμιά φορά και οι ίδιες οι ταινίες συμπίπτουν με την αληθινή ζωή και τον αληθινό θάνατο, με αποτέλεσμα να σημαδεύονται πλέον στα μάτια όλων.
---
Ο Χιθ Λέτζερ ετοιμάζεται να φορέσει τη λευκή του μάσκα και να μπει στον καθρέφτη. Όταν μετά από λίγα λεπτά την αφαιρεί, δεν είναι το πρόσωπό του που βλέπουμε, αλλά αυτό του Τζόνι Ντεπ. Κι είναι μια στιγμή αυθεντικά σοκαριστική, αφού πρόκειται για ένα σπανιότατο στα κινηματογραφικά χρονικά σημείο τομής ζωής και σινεμά, μια σκηνή που μπορεί μεν μέσα στην ίδια την ταινία να παραμένει σχετικά λειτουργική (ο ήρωας μπαίνοντας στον καθρέφτη μεταμορφώνεται), αλλά που το σοκ της προέρχεται επειδή γνωρίζεις το λόγο για τον οποίο άλλο πρόσωπο είδες να φορά τη μάσκα και άλλο να τη βγάζει. Το πρόσωπό του Τζόνι Ντεπ που αποκαλύπτεται κάτω από την μάσκα φαντάζει άσχημο και χυδαίο. Η χυδαιότητα στο πρόσωπο του είναι η χυδαιότητα του τετελεσμένου, η χυδαιότητα του μη αναστρέψιμου, η χυδαιότητα του θανάτου (αν όχι εν γένει του φυσικού γεγονότος του θανάτου, πάντως σίγουρα του αφύσικου γεγονότος του θανάτου ενός ανθρώπου τόσο νέου). Το πρόσωπό του είναι ο αγγελιοφόρος μιας είδησης. Είναι ο εντός ταινίας υπαινικτικός αγγελιοφόρος ενός θανάτου που συνέβη στη ζωή. Κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό κι ανεπανάληπτο, και το δικό του φαντάζει τα λίγα εκείνα δευτερόλεπτα μετά την αφαίρεση της μάσκας κυριολεκτικά και μεταφορικά μικρότερο από το πρόσωπο του Λέτζερ, με το διαφορετικό του σχήμα, τη διαφορετική του «γλυπτική», τη διαφορετική του κατατομή, τον διαφορετικό τρόπο που βαθουλώνουν τα μάτια του. Το πρόσωπό του στέλνει το μήνυμα ότι εγώ είμαι το πρόσωπο του Τζόνι Ντεπ. Κι ο Τζόνι Ντεπ συνεχίζει να ζει. Ενώ ο Χιθ Λέτζερ όχι.
---
Ο Δρ. Παρνάσους μιλά στην κόρη του για την παλιά του πεποίθησή ότι το σύμπαν υπάρχει επειδή υπάρχουν ιστορίες, ότι όσο εξακολουθούν να λέγονται ιστορίες ο κόσμος θα παραμένει στη θέση του. Ωστόσο ακόμη και αν έχει δίκιο και οι ιστορίες σώζουν τον κόσμο, η ιστορία της ταινίας δεν κατορθώνει να σώσει τον δικό της κόσμο, όντας υπερβολικά μπερδεμένη και κυρίως με ήρωες που δεν σε συγκινούν και δεν σε κάνουν να νοιαστείς αληθινά για την τύχη τους. Μιλά όμως επίσης στην κόρη του και για την παλιά του πίστη ότι η φαντασία έχει τη δύναμη να μεταμορφώσει και να φωτίσει τη ζωή μας. Κι έτσι, όσα μείον κι αν έχει η ταινία ως συνολικό αποτέλεσμα, δεν παύει να είναι μια ακόμη συναρπαστική εικαστικά απόδραση του Τέρι Γκίλιαμ από το σιδερένιο κλουβί. Ο Γκίλιαμ είναι ένα αληθινό τζάνκι των φανταστικών κόσμων και σε όλες του τις ταινίες το αληθινό με το φανταστικό αναμιγνύονται, το ένα εισχωρεί μέσα στο άλλο, με την -καλομαθημένη εξαιτίας της προέλευσής του από τα κινούμενα σχέδια- οργιαστική φαντασία του να προσπαθεί να καταπατήσει όσους περισσότερους νόμους μπορεί. Επειδή είναι αποδεδειγμένο ότι στον Γκίλιαμ αρέσουν οι τύποι που αψηφούν τη βαρύτητα, ίσως του άρεσε και το ποίημα του Κάλβου: σαν τον Ίκαρο, και αν έπεσεν ο πτερωθείς Γκίλιαμ, αφ΄υψηλά όμως έπεσε.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)