Το χαμόγελο κι η δύσκολη αυτή γλώσσα
Σκόρπιες σκέψεις των τελευταίων ημερών:
ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").
Σκόρπιες σκέψεις των τελευταίων ημερών:
Σύνταγμα. Κόσμος αρκετός. Πολύς ίσως. Διαμαρτυρίες του σήμερα, της μόδας, αμήχανες ως προς το τι φταίει και το τι πρέπει να γίνει, συνειδητοποιημένες στο ότι είναι πια δυνατόν να υπάρχει κόσμος που συγκεντρώνεται και εκφράζεται χωρίς κεντρική καθοδήγηση, επίσημη φωνή και μόνιμους εκπρόσωπους, έρημους κι απρόσωπους, βρε.
Λίγο πιο κάτω, στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη, κόσμος λιγοστός. Διαμαρτυρίες του χθες, εκτός μόδας και γι' αυτό πιο αξιέπαινες, συνειδητοποιημένες ως προς το τι φταίει και το τι πρέπει να γίνει, αμήχανες ως προς τον τρόπο που ο λόγος τους θα φτάσει και θα επιδράσει σε περισσότερους.
H φωτογραφία είναι περσινή. Αυτά λοιπόν τα χορτάρια δεξιά κι αριστερά του στίβου είναι τα πρανή. Το ότι η μια πλευρά τους κάηκε, δεν αναιρεί το γεγονός ότι το στάδιο έμεινε «ανέπαφο» και ότι η Αρχαία Ολυμπία «σώθηκε». Το στάδιο θα είχε προφανώς θεωρηθεί επισήμως κατεστραμμένο μόνο σε περίπτωση πυρηνικής έκρηξης. Η επαφή της φωτιάς με τα πρανή είναι μη - επαφή, είναι επαφή ανέπαφη.
Δέκα πέντε άνθρωποι έχουν ήδη χάσει τη ζωή τους σήμερα, εξαιτίας του μη εξαιρετικής σημασίας εθνικού θέματος της καμένης χώρας.
H διαφορά ανάμεσα στο να εμφανίζεις την Στάη 20 χρόνια μικρότερη και στο να φουντώνεις τις φλόγες της πυρκαγιάς για την επίτευξη του μέγιστου δραματικού εφέ είναι μικρή. Οι εξαφανισμένες ρυτίδες της Έλλης, τσιγαρίστηκαν, άρπαξαν κι έγιναν φωτιά που θέριεψε στο πρωτοσέλιδο του «Έθνους» όχι μία αλλά δύο φορές. Το δις φωτοσοπείν ουκ εφημερίδος σοφής. H φωτιά που καίει το «Έθνος» είναι εξίσου σικέ με την εκλογική φωτιά που καίει το έθνος.
Λένε ότι τα παιδιά έχουν όλο το μέλλον μπροστά τους. Φαντάζομαι ότι όσοι έχουν παιδιά το ξέρουν από πρώτο χέρι, αλλά πέρασα αυτές τις μέρες κοντά σε ένα αγόρι 4 1/2 ετών και διαπίστωσα ότι τα παιδιά δεν έχουν μπροστά τους ούτε μέλλον ούτε παρελθόν, δεν έχουν μπροστά τους τίποτα άλλο από το παρόν τους, το οποίο απομυζούν, εξαντλούν, στραγγίζουν. Εδώ και χρόνια με απασχολεί σαν σκέψη το πώς γίνεται να ζει κανείς το παρόν του ως αυταξία, το πώς γίνεται να ζει κανείς τώρα για το τώρα. Πίστευα ότι τελικά δεν γίνεται· ίσως να το κατόρθωνουν ελάχιστα προικισμένα άτομα, άτομα που είτε είναι ποιητές είτε όχι, έχουν πάντως μια ποιητική αντίληψη της ζωής και της συνθήκης της ύπαρξης.
Δεκαεξάχρονος Γάλλος μετέφρασε σε χρόνο ρεκόρ τον τελευταίο Χάρι Πότερ και τον ανέβασε αφιλοκερδώς στο διαδίκτυο. Συνελήφθη.
Είμαι πολύ αρνητικά προκατειλημμένος απέναντι στο ελληνικό σινεμά, με στατιστικά βέβαιο αποτέλεσμα να μην έχω δει πολλές καλές ελληνικές ταινίες.
«Κάλλιστα τω όντι εγνώριζα ότι όλα δύναται γυνή να συγχωρήση, και απιστίας, και ύβρεις, και ξύλον και παν άλλο, πλην ενός μόνου, το να την αγαπά τις περισσότερον παρ' όσον της αξίζει. Εις τον διαπράξαντα την ανοησίαν να ομολογήση εις γυναίκα πόσον εξ αιτίας της υποφέρει δεν απομένει άλλο να πράξη, παρά να χωρισθή αυτής αυθημερόν ή να υπάγη να πέση εις την θάλασσαν με πέτραν εις τον λαιμόν».
Υπάρχει κι ο Bob Fosse.
Που αντί να κρυφτεί από τη ζωή δημιούργησε, που αντί να κρυφτεί από τη δική του ζωή την έκανε ταινία, που αντί να κρυφτεί από τον θάνατο τον κοίταξε στα μάτια, τον έκανε τραγούδι και τον κέρδισε. Και θα τον κερδίζει για πολύ ακόμη.
Yπάρχουν οι πιγκουίνοι.
To 1985 o εβδομηντατριάχρονος Mικελάντζελο Αντονιόνι παθαίνει εγκεφαλικό, το οποίο τον αφήνει εν μέρει παράλυτο και του στερεί τη δυνατότητα να μιλά.
O Mπεν είχε μια καλή δουλειά, μια καλή γυναίκα κι ένα καλό παιδί. Εδώ και καιρό η γυναίκα του πήρε το παιδί τους και τον άφησαν μόνο. Ο Μπεν δεν θυμάται πια αν η οικογένειά του τον παράτησε επειδή είχε αρχίσει να γράφει πολύ ή αν άρχισε να γράφει πολύ επειδή τον παράτησε η οικογένειά του. Σήμερα τον φώναξε στο γραφείο το αφεντικό του. Έχει σε έναν φάκελο την αποζημίωσή του. Τον απολύει. Ο Μπεν απορούσε που δεν είχε απολυθεί νωρίτερα. Ούτως ή άλλως το θέμα είχε πάψει πια να τον απασχολεί στο παραμικρό. «Λυπάμαι ειλκρινά, Μπεν. Φοβάμαι ότι δεν θα έπρεπε να γράφεις τόσο πολύ». «Ίσως δεν θα έπρεπε να αναπνέω τόσο πολύ», του απαντά χαμογελώντας. Ο Μπεν επιστρέφει σπίτι, μαζεύει φωτογραφίες κι ό,τι τον συνδέει με το παρελθόν του, τα βάζει σε σακκούλες και τα καίει στο πεζοδρόμιο. Παίρνει μια βαλίτσα με ρούχα, το λάπτοπ του, εφεδρικές μπαταρίες, σκοτώνει στο ενεχυροδανειστήριο ό,τι απέμενε να σκοτωθεί και ξεκινάει με το αυτοκίνητό του για το Λας Βέγκας. Στο δρόμο κάνει κάθε τόσο στάσεις και γράφει. Μετά αφήνει το λάπτοπ ανοικτό και όποτε μπαίνει σε πόλεις, κάτι πληκτρολογεί στα φανάρια. Όταν φτάνει στο Λας Βέγκας πιάνει δωμάτιο σε ένα φτηνό μοτέλ και γράφει για ώρες. Μετά κοιμάται για λίγο και τη νύχτα βγαίνει βόλτα με το αυτοκίνητο. Παραλίγο να πατήσει τη Σέρα. Η Σέρα είναι πόρνη. Του αρέσει και της ζητά να έρθει στο δωμάτιό του. Μπαίνοντας στο δωμάτιο πιάνουν κουβέντα. «Τι σε φέρνει στο Λας Βέγκας, Μπεν; Τζόγος; Κάποιο συνέδριο;». «Όχι, ήρθα εδώ για να γράψω μέχρι θανάτου. Πούλησα ό,τι έχω και δεν έχω κι αύριο θα πουλήσω και το αυτοκίνητο. Στην πόλη μου έπρεπε θεωρητικά να κάνω κάτι άλλο κι όταν έγραφα είχα την αίσθηση ότι έκλεβα. Εδώ κανείς δεν ασχολείται μαζί σου, η πόλη είναι ξύπνια 24 ώρες το 24ώρο και μπορώ να γράφω συνέχεια, χωρίς κανείς να μου δίνει σημασία. Εδώ επιτέλους το μυαλό μου μπορεί να είναι στο γράψιμο και πουθενά αλλού. Τίποτε άλλο δεν ήθελα - τίποτε άλλο δεν θέλω. Συγγνώμη όμως, δώσε μου μισό λεπτό, γιατί μόλις μου ήρθε μια ιδέα». Ο Μπεν ξεχνά τη Σέρα κι αρχίζει να γράφει μανιωδώς στο κομπιούτερ μέχρι που αποκοιμιέται. Την επόμενη μέρα την ξαναβρίσκει και της ζητάει να πάνε να φάνε κάπου. Θα την πληρώσει για το χρόνο της. Εκείνη δέχεται δωρεάν. Σαν σε ραντεβού. Στο τραπέζι η Σέρα τον ρωτά: «Γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί σκοτώνεις έτσι τον εαυτό σου;». «Ενδιαφέρουσα επιλογή λέξεων. Δεν θυμάμαι. Απλώς ξέρω ότι το θέλω». «Λες δηλαδή ότι το να γράφεις δεν είναι παρά ένα μέσο για να χάσεις τη ζωή σου;». «Ή ότι το να χάνω τη ζωή μου δεν είναι παρά ένα μέσο για να γράφω». Τελειώνουν το δείπνο και περπατούν δίπλα - δίπλα. Η Σέρα του ζητά να ξαναβγούν. Σταματά και την κοιτά στα μάτια: «Σέρα, αυτό που πρέπει να καταλάβεις είναι ότι δεν θέλω ποτέ -ποτέ όμως- να μου ζητήσεις να σταματήσω να γράφω. Το καταλαβαίνεις αυτό;». Η Σέρα λέει ότι τον καταλαβαίνει. Το δείχνει κιόλας. Την άλλη μέρα τού ζητά να πάρει το λάπτοπ και να έρθει να μείνει σπίτι της. Δέχεται. Τις επόμενες βδομάδες ο Μπεν γράφει ασταμάτητα και στα διαλείμματα τής δείχνει την αγάπη του με κάθε άλλο τρόπο εκτός από σεξ: δεν έχει δύναμη, όλη του τη ζωτικότητα την ρουφάει το πάθος του. Εν τω μεταξύ οι συνέπειες του γραψίματος αρχίζουν και γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς: έχουν επηρεαστεί οι εγκεφαλικές του λειτουργίες και μπερδεύει τα λόγια του στον -ανάπηρο πια- προφορικό του λόγο, έχει χάσει πολλά κιλά και λιποθυμά συνεχώς από εξάντληση. Η Σέρα του ζητά να δει κάποιον γιατρό. «Σέρα, δεν θα δω κανένα γιατρό. Ίσως ήρθε η ώρα να ξαναγυρίσω στο μοτέλ». «Και να κάνεις τί εκεί; Να σαπίσεις μόνος σου; Τελείωσε, δεν το ξανασυζητάμε. Σεβάστηκα τη θέλησή σου και σου ζήτησα να κάνεις μόνο αυτό για μένα. Aυτό και μόνο. Πρέπει να πάω στη δουλειά τώρα». Η Σέρα δεν του ξανακάνει κουβέντα για γιατρό και του φέρνει ένα δώρο. Ο Μπεν το ανοίγει. Είναι ένα καινούριο λάπτοπ. Λίγες μέρες μετά ο Μπεν θα πεθάνει. Πριν πεθάνει, κατορθώνει και κάνουν για πρώτη και τελευταία φορά έρωτα.