Αγρύπνια
Το βράδυ που ο Ήρ. έκλεισε τα 22 αποφάσισε να κόψει οριστικά τον ύπνο.
Ακριβώς ένα χρόνο πριν είχε κόψει το κάπνισμα και γνώριζε ότι ο μόνος τρόπος για να κόψεις μια μακροχρόνια συνήθεια (και αναμφίβολα ο ύπνος ήταν μια συνήθεια που αριθμούσε πολλά περισσότερα χρόνια στη ζωή του απ’ ό,τι το κάπνισμα) είναι να την κόψεις μαχαίρι. Ο Ήρ. δεν θα έφτανε ποτέ στο σημείο να πάρει μια τόσο δραματική απόφαση, αν δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι τα περιθώρια της ζωής του στενεύουν. Δεν ήταν πια παιδί, δεν ήταν πια έφηβος, δεν ήταν πια εικοσάρης, δεν ήταν καν είκοσι δύο. Είχε ήδη μπει στα 23. Αν όλα στη ζωή του εξελίσσονταν υπό το ιδανικότερο πιθανό σενάριο, αν κανένα ατύχημα δεν τον προλάβαινε νωρίτερα, αν καμιά αρρώστια δεν τον προλάβαινε νωρίτερα, αν ο θάνατος του πλανήτη δεν τον προλάβαινε νωρίτερα, αν καμιά τάση αυτοκτονική δεν τον προλάβαινε νωρίτερα, είχε ήδη ζήσει το ¼ της ζωής του: και όχι ένα οποιοδήποτε τέταρτο, αλλά το καλύτερο – το τέταρτο της βιολογικής ακμής του.
Ο Ήρ., γνωρίζοντας πως πάνω στον θάνατο δεν έχουμε έλεγχο και δεν μπορούμε να τον αποτρέψουμε, θεώρησε επιτακτικής σημασίας το να μην παραχωρήσει έστω και ένα επιπλέον λεπτό της ζωής του στον ύπνο. Ήταν αναφαίρετο δικαίωμά του να ζήσει απόλυτα συνειδητά όση ζωή του απέμενε, χωρίς να συνεχίσει να εκχωρεί βλακωδώς κάθε μα κάθε βράδυ τις αισθήσεις του στη δικαιοδοσία του ύπνου.
Είχε σκεφτεί το θέμα εξαντλητικά και όσο το σκεφτόταν τόσο περισσότερο τρελό του φαινόταν: κάθε βράδυ να ξαπλώνει, να κλείνει τα μάτια και την θέση του εαυτού του να την καταλαμβάνει ξαφνικά κάτι άλλο: το σώμα του ακινητοποιημένο - το πνεύμα του, η συνείδησή του (αυτός ο ίδιος στο κάτω - κάτω) Κύριος οίδε πού πήγαιναν.
Όχι λοιπόν. Όχι άλλο.
Αν ήταν να πεθάνει από αυπνία ας πέθαινε, αλλά τουλάχιστον δεν θα ξανάφηνε την συνείδησή του στιγμή από την επίβλεψή του.
Ο Ήρ. δυσκολεύτηκε (δυσκολεύτηκε πολύ), αλλά τελικά τα κατάφερε. Το μεγάλο ζόρι ήταν τους πρώτους, μήνες, όταν τα μάτια του έκλειναν από μόνα τους κι αναγκαζόταν να καταφεύγει σε κάθε είδους τρικ για να μένει ξύπνιος.
Μετά ο οργανισμός του άρχισε σταδιακά να συνηθίζει και η δύναμη της συνήθειας αποδείχθηκε ισχυρότερη από οποιαδήποτε θεωρητική βιολογική ανάγκη ύπνου.
Μόλις ο Ηρ. βεβαιώθηκε ότι τα είχε βγάλει πέρα, άρχισε να επικεντρώνει τις νοητικές του δυνάμεις προς την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση αυτού του φιλέτου ζωής που είχε αποσπάσει από τον ύπνο και σφιχταγκάλιαζε πια αδιαφιλόνικητα στην κατοχή του.
Να εργαζόταν αυτές τις έξτρα ώρες προκειμένου να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα στην αγορά εργασίας βελτιώνοντας καίρια την οικονομική του θέση; Να κρατούσε τις ώρες αυτές για τον ίδιο ως ποιοτικές ώρες, ως επιπλέον ελεύθερο χρόνο;
Μα είχε θριαμβεύσει επί του ύπνου για πρακτικά μικροψίχουλα;
Ο Ηρ. ήταν πια φιλόδοξος.
Το βράδυ που έκλεισε τα 23 έβαλε μπρος να αρχίσει να πετάει.
Και ίσως να βοήθησε το ολότελα πειραγμένο από τη στέρηση ενός χρόνου ύπνου μυαλό του – ίσως όχι, αλλά πάντως με το που το σκέφτηκε άρχισε να πετάει.
Πετούσε για ώρα πολλή. Όμορφα ήταν. Πολύ όμορφα.
Όταν προσγειώθηκε κατάλαβε ότι δεν ήταν ανάγκη να περιμένει να κλείσει τα 24 για να κάνει το επόμενο βήμα και αποφάσισε να αποκτήσει δυο ακόμη χέρια.
Λίγα λεπτά μετά χειροκροτούσε ενθουσιασμένος και με τις τέσσερις παλάμες του.
Τις επόμενες μέρες ο Ηρ. μεταλλάχθηκε σε διάφορα ζώα, μετά ξαναέγινε άνθρωπος, μετά έγινε άλλος άνθρωπος, έγινε ο δάσκαλος – εφιάλτης των παιδικών του χρόνων, ο δάσκαλος που τον πρόσβαλε διαρκώς όταν ήταν μαθητής (και όταν έγινε έσπασε με μανία τα μούτρα του εαυτού του πέφτοντας σε έναν τοίχο), μετά έγινε ο μακαρίτης ο πατέρας του (και πέρασε ξανά μερικές μέρες μαζί του λέγοντάς του όσα δεν πρόλαβε όσο εκείνος ζούσε, επειδή πάντα τον φοβόταν και ποτέ δεν τον είχε καταραστεί καταπρόσωπα), μετά έγινε τραγούδι και τραγουδήθηκε από στόμα σε στόμα, μετά έγινε φήμη και διαδόθηκε παντού, μετά έγινε θρησκευτικό δόγμα και δημιούργησε μια σειρά πιστών που αποφάσισαν να δοκιμάσουν να αλλάξουν δια της θελήσεώς τους την μοίρα τους και τα θεωρούμενα ως αδιαπραγμάτευτα δεδομένα της ζωής τους, και τέλος έγινε λέξη, έγινε η λέξη ύπνος και κατάκοπος από όλη αυτήν την πνευματική του περιπέτεια αποφάσισε να σταματήσει το ταξίδι του εκεί, αποφάσισε να κλείσει επιτέλους τα μάτια του και να ονειρευτεί μέσα στα πέντε της γράμματα και τις δυο της συλλαβές.
Ακριβώς ένα χρόνο πριν είχε κόψει το κάπνισμα και γνώριζε ότι ο μόνος τρόπος για να κόψεις μια μακροχρόνια συνήθεια (και αναμφίβολα ο ύπνος ήταν μια συνήθεια που αριθμούσε πολλά περισσότερα χρόνια στη ζωή του απ’ ό,τι το κάπνισμα) είναι να την κόψεις μαχαίρι. Ο Ήρ. δεν θα έφτανε ποτέ στο σημείο να πάρει μια τόσο δραματική απόφαση, αν δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι τα περιθώρια της ζωής του στενεύουν. Δεν ήταν πια παιδί, δεν ήταν πια έφηβος, δεν ήταν πια εικοσάρης, δεν ήταν καν είκοσι δύο. Είχε ήδη μπει στα 23. Αν όλα στη ζωή του εξελίσσονταν υπό το ιδανικότερο πιθανό σενάριο, αν κανένα ατύχημα δεν τον προλάβαινε νωρίτερα, αν καμιά αρρώστια δεν τον προλάβαινε νωρίτερα, αν ο θάνατος του πλανήτη δεν τον προλάβαινε νωρίτερα, αν καμιά τάση αυτοκτονική δεν τον προλάβαινε νωρίτερα, είχε ήδη ζήσει το ¼ της ζωής του: και όχι ένα οποιοδήποτε τέταρτο, αλλά το καλύτερο – το τέταρτο της βιολογικής ακμής του.
Ο Ήρ., γνωρίζοντας πως πάνω στον θάνατο δεν έχουμε έλεγχο και δεν μπορούμε να τον αποτρέψουμε, θεώρησε επιτακτικής σημασίας το να μην παραχωρήσει έστω και ένα επιπλέον λεπτό της ζωής του στον ύπνο. Ήταν αναφαίρετο δικαίωμά του να ζήσει απόλυτα συνειδητά όση ζωή του απέμενε, χωρίς να συνεχίσει να εκχωρεί βλακωδώς κάθε μα κάθε βράδυ τις αισθήσεις του στη δικαιοδοσία του ύπνου.
Είχε σκεφτεί το θέμα εξαντλητικά και όσο το σκεφτόταν τόσο περισσότερο τρελό του φαινόταν: κάθε βράδυ να ξαπλώνει, να κλείνει τα μάτια και την θέση του εαυτού του να την καταλαμβάνει ξαφνικά κάτι άλλο: το σώμα του ακινητοποιημένο - το πνεύμα του, η συνείδησή του (αυτός ο ίδιος στο κάτω - κάτω) Κύριος οίδε πού πήγαιναν.
Όχι λοιπόν. Όχι άλλο.
Αν ήταν να πεθάνει από αυπνία ας πέθαινε, αλλά τουλάχιστον δεν θα ξανάφηνε την συνείδησή του στιγμή από την επίβλεψή του.
Ο Ήρ. δυσκολεύτηκε (δυσκολεύτηκε πολύ), αλλά τελικά τα κατάφερε. Το μεγάλο ζόρι ήταν τους πρώτους, μήνες, όταν τα μάτια του έκλειναν από μόνα τους κι αναγκαζόταν να καταφεύγει σε κάθε είδους τρικ για να μένει ξύπνιος.
Μετά ο οργανισμός του άρχισε σταδιακά να συνηθίζει και η δύναμη της συνήθειας αποδείχθηκε ισχυρότερη από οποιαδήποτε θεωρητική βιολογική ανάγκη ύπνου.
Μόλις ο Ηρ. βεβαιώθηκε ότι τα είχε βγάλει πέρα, άρχισε να επικεντρώνει τις νοητικές του δυνάμεις προς την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση αυτού του φιλέτου ζωής που είχε αποσπάσει από τον ύπνο και σφιχταγκάλιαζε πια αδιαφιλόνικητα στην κατοχή του.
Να εργαζόταν αυτές τις έξτρα ώρες προκειμένου να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα στην αγορά εργασίας βελτιώνοντας καίρια την οικονομική του θέση; Να κρατούσε τις ώρες αυτές για τον ίδιο ως ποιοτικές ώρες, ως επιπλέον ελεύθερο χρόνο;
Μα είχε θριαμβεύσει επί του ύπνου για πρακτικά μικροψίχουλα;
Ο Ηρ. ήταν πια φιλόδοξος.
Το βράδυ που έκλεισε τα 23 έβαλε μπρος να αρχίσει να πετάει.
Και ίσως να βοήθησε το ολότελα πειραγμένο από τη στέρηση ενός χρόνου ύπνου μυαλό του – ίσως όχι, αλλά πάντως με το που το σκέφτηκε άρχισε να πετάει.
Πετούσε για ώρα πολλή. Όμορφα ήταν. Πολύ όμορφα.
Όταν προσγειώθηκε κατάλαβε ότι δεν ήταν ανάγκη να περιμένει να κλείσει τα 24 για να κάνει το επόμενο βήμα και αποφάσισε να αποκτήσει δυο ακόμη χέρια.
Λίγα λεπτά μετά χειροκροτούσε ενθουσιασμένος και με τις τέσσερις παλάμες του.
Τις επόμενες μέρες ο Ηρ. μεταλλάχθηκε σε διάφορα ζώα, μετά ξαναέγινε άνθρωπος, μετά έγινε άλλος άνθρωπος, έγινε ο δάσκαλος – εφιάλτης των παιδικών του χρόνων, ο δάσκαλος που τον πρόσβαλε διαρκώς όταν ήταν μαθητής (και όταν έγινε έσπασε με μανία τα μούτρα του εαυτού του πέφτοντας σε έναν τοίχο), μετά έγινε ο μακαρίτης ο πατέρας του (και πέρασε ξανά μερικές μέρες μαζί του λέγοντάς του όσα δεν πρόλαβε όσο εκείνος ζούσε, επειδή πάντα τον φοβόταν και ποτέ δεν τον είχε καταραστεί καταπρόσωπα), μετά έγινε τραγούδι και τραγουδήθηκε από στόμα σε στόμα, μετά έγινε φήμη και διαδόθηκε παντού, μετά έγινε θρησκευτικό δόγμα και δημιούργησε μια σειρά πιστών που αποφάσισαν να δοκιμάσουν να αλλάξουν δια της θελήσεώς τους την μοίρα τους και τα θεωρούμενα ως αδιαπραγμάτευτα δεδομένα της ζωής τους, και τέλος έγινε λέξη, έγινε η λέξη ύπνος και κατάκοπος από όλη αυτήν την πνευματική του περιπέτεια αποφάσισε να σταματήσει το ταξίδι του εκεί, αποφάσισε να κλείσει επιτέλους τα μάτια του και να ονειρευτεί μέσα στα πέντε της γράμματα και τις δυο της συλλαβές.
14 Comments:
Να στείλεις διακοπές τον Ηρ. στο "σπίτι του ύπνου" του Τζόναθαν Κόου όπου ο παλαβιάρης ο ντόκτωρ Γκρέγκορυ ,ξεπάστρεψε πολλούς εθελοντές άυπνους για να νικήσει τον Μορφέα, ενώ δικοί του δαίμονες τον κατέτρυχαν.
Η ζωή τελικά είναι ένα όνειρο...ή όνειρο μέσα στο όνειρο.
είσαι ανεξάντλητος!!!!!!!!!
Κλαπ, κλαπ, κλαπ!
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Κλαπ, κλαπ, κλαπ κι από εμένα! Εικονοπλαστικό το κείμενό σου...
Τι να πει κανείς για αυτόν τον ΄Ηρ., ακούγονται τόσα πολλά.
Εγώ είχα ακούσει ότι στα 22 του άρχισε το κάπνισμα για να κόψει το αλκοόλ. Τα υπόλοιπα τα ξέρω περίπου όπως τα είπες, λίγες διαφοροποιήσεις (στην τελευταία παράγραφο) δεν έχουν τόση σημασία.
Ακούω ότι τα έχει πολύ καλά με τον εαυτό του πλέον, αν και αντιμετωπίζει προβλήματα... ύπνου.
Good old... boy!
Φοβερή ιστορία. Και συνομήλικος ο Ηρ., με ακούμπησε το κείμενο. Η αλήθεια είναι ότι όταν κοιμόμαστε πρέπει να κοιμάται και ο χρόνος. Σωστά;
Πολύ όμορφη ιστορία, κλαπ κλαπ από μένα.
Όσο για το χρόνο κ το που πάει ο ελεύθερος χρόνος που όλοι προσπαθούμε να ξεκλέψουμε, μπορείτε να διαβάσετε την εξίσου όμορφη ιστορία "Η Μόμο"
του Μιχαελ Εντε.
Το τίποτα είναι η στιγμή που σε παίρνει ο ύπνος, η στιγμή που αρχίζει ο θάνατος.
Eυχαριστώ πολύ για τα κλάπα κλούπα :)
τοσο καλο που θελω να σε ρωτήσω ολντ μποι, δεν κουράζεται το μυαλό σου με ολ αυτα που σκέφτεσαι?
To ξεκουράζω κοιμώμενος :)
Δημοσίευση σχολίου
<< Home