«- Έπειτα λοιπόν απ΄όλα αυτά τα ψέματα, τι σε πειράζει να πεις άλλη μια φορά ψέματα και να γράψεις ένα θετικό σχόλιο για το άρθρο του; Είναι ο μόνος τρόπος να τακτοποιηθούν όλα.
- Κοίτα, Κλάρα, εσύ νομίζεις πως όλα τα ψέματα είναι ίδια, αλλά δεν έχεις δίκιο. Μπορώ να σκαρφιστώ οτιδήποτε, να κοροϊδεύω τους πάντες, να σκαρώνω φάρσες, να κάνω κάθε λογής αστεία, αλλά δεν έχω την αίσθηση πως είμαι ψεύτης· αυτά τα ψέματα, αν θες να τα πούμε ψέματα, είμαι εγώ, έτσι όπως είμαι στην πραγματικότητα· με τα ψέματα αυτά δεν κρύβω τίποτα, με τα ψέματα αυτά λέω εν τέλει την αλήθεια. Για μερικά όμως πράγματα δεν μπορώ να πω ψέματα. Για μερικά πράγματα που τα γνωρίζω σε βάθος, που έχω συλλάβει το νόημα τους, που τα αγαπώ. Με αυτά δεν κάνω αστεία. Αν έλεγα ψέματα για αυτά θα ξέπεφτα στα ίδια μου τα μάτια, κι αυτό δεν γίνεται, μην μου το ζητάς, δεν θα το κάνω».
(«Κανείς δεν θα γελάσει»)
«Τον κοίταξα. Τα μάτια του είχαν και πάλι αυτήν την αιωνίως άπληστη λάμψή τους· εκείνη τη στιγμή ένοιωσα πόσο τον αγαπούσα τον Μάρτιν, πόσο αγαπούσα την σημαία με την οποία είχε παρελάσει όλη του τη ζωή: τη σημαία του αιώνιου κυνηγιού των γυναικών ... Σκεφτόμουν πως με το πέρασμα του χρόνου το θέμα σ' αυτό το κυνήγι των γυναικών ήταν όλο και λιγότερο οι γυναίκες και όλο και περισσότερο το ίδιο το κυνήγι. Αν δεχτούμε ότι πρόκειται για κυνήγι εξ ορισμού ανώφελο, μπορεί κανείς να κυνηγάει κάθε μέρα αναρίθμητες γυναίκες και να μετατρέψει έτσι το κυνήγι σε απόλυτο κυνήγι».
(«Το χρυσό μήλο του αιώνιου πόθου»)
«Έπειτα από λίγο άκουσε τα πνιχτά αναφιλητά της· το χέρι της άγγιξε το χέρι του με μια δειλή, παιδιάστικη κίνηση· τον άγγιξε, τραβήχτηκε, τον ξανάγγιξε, κι έπειτα, μέσα απ' τ΄αναφιλητά, ακούστηκε μια ικετευτική φωνή που τον φώναζε με τ΄όνομά του κι έλεγε: «Είμαι εγώ, είμαι εγώ ...».
Ο νεαρός σώπαινε, έμενε ακίνητος και συνειδητοποιούσε την θλιβερή κενότητα της διαβεβαίωσής της κοπέλας του, όπου το άγνωστο οριζόταν δια του αγνώστου.
Τα αναφιλητά έδωσαν τη θέση τους σ' ένα ηχηρό κλάμα· η κοπέλα επαναλάμβανε συνέχεια αυτήν τη συγκινητική κενολογία: «Είμαι εγώ, είμαι εγώ, είμαι εγώ ...».
Τότε ο νεαρός αποφάσισε να καλέσει σε βοήθεια τη συμπόνια (και χρειάστηκε να την καλέσει από μακριά, γιατί δεν βρισκόταν πουθενά εκεί κοντά), για να μπορέσει να παρηγορήσει την κοπέλα. Είχαν άλλες δεκατρείς μέρες διακοπές μπροστά τους».
(«Το παιχνίδι του οτοστόπ»)
«Με την ευκαιρία αυτή αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι του Φλάισμαν του συνέβαινε πολύ συχνά, αν όχι διαρκώς, να βλέπει τον εαυτό του· οπότε συνοδευόταν μονίμως από ένα αντίγραφο, κι έτσι η μοναξιά του γινόταν φοβερά διασκεδαστική. Απόψε, λόγου χάρη, όχι μόνο ήταν με την πλάτη ακουμπισμένη σ' έναν πλάτανο και κάπνιζε, αλλά παρατηρούσε ταυτόχρονα με απόλαυση αυτόν τον (όμορφο και νεαρό) άντρα που ήταν με την πλάτη ακουμπισμένη σ' έναν πλάτανο και κάπνιζε νωχελικά».
(«Το συμπόσιο»)
«Δεν είχαν ακόμα χωρίσει εκείνο το βράδυ, κι εκείνος επιστράτευε ήδη την μνήμη του· προσπαθούσε να φανταστεί πώς ήταν το (κρυμμένο στο μισοσκόταδο) πρόσωπό της και το (κρυμμένο στο μισοσκόταδο) κορμί της λίγο πριν, όταν έκαναν έρωτα. Μάταια· εκείνη ξεγλιστρούσε συνέχεια από την φαντασία του.
Αποφάσισε πως την επόμενη φορά θα κάνουν έρωτα με αναμμένο φως. Μα δεν υπήρξε επόμενη φορά».
(«Οι παλιοί νεκροί να παραχωρήσουν τη θέση τους στους νέους»)
«Γιατί ο Χάβελ τιμωρούσε ανέκαθεν τις απείθαρχες, τις αυθάδεις ή τις κακομαθημένες γυναίκες, οδηγώντας τες ψυχρά, χωρίς ίχνος τρυφερότητας και σχεδόν σιωπηλά, στο κρεβάτι του, απ΄όπου τις απέπεμπε ύστερα εξίσου ψυχρά. Μόνο που έπειτα από μία στιγμή συνειδητοποίησε ότι και βέβαια απευθύνθηκε στην μασέζ με την κατάλληλη ψυχρότητα και χωρίς ίχνος τρυφερότητας, αλλά ούτε την οδήγησε και ούτε θα την οδηγούσε ποτέ στο κρεβάτι του».
(«Ο γιατρός Χάβελ είκοσι χρόνια μετά»)
«Ο Θεός είναι η ίδια η ουσία, ενώ ο Έντουαρντ δε βρήκε ποτέ τίποτα ουσιαστικό ούτε στους έρωτές του, ούτε στη δουλειά του, ούτε στις ιδέες του. Αλλά είναι τόσο έντιμος, που δεν μπορεί να ισχυριστεί πως βρίσκει το ουσιαστικό στο μη ουσιαστικό και τόσο αδύναμος, που λαχταράει κρυφά το ουσιαστικό ...
Έτσι, ο Έντουαρντ πάει καμιά φορά και κάθεται μέσα στην εκκλησία και σηκώνει ψηλά στο θόλο τα ονειροπόλα μάτια του. Σε μια τέτοια στιγμή θα τον αποχαιρετήσουμε κι εμείς: αργά το απόγευμα, η εκκλησία είναι σιωπηλή και άδεια, ο Έντουαρντ κάθεται σ' έναν ξύλινο πάγκο και νιώθει θλίψη στη σκέψη πως δεν υπάρχει Θεός. Αλλά είναι τέτοια η θλίψη του εκείνη τη στιγμή, που βλέπει ξαφνικά να αναδύεται από τα βάθη της το πραγματικό, ζωντανό πρόσωπο του Θεού. Κοιτάξτε! Είναι αλήθεια! Ο Έντουαρντ χαμογελάει! Χαμογελάει, και το χαμόγελό του είναι ευτυχισμένο.
Κρατήστε τον, σας παρακαλώ, στη μνήμη σας μ΄αυτό το χαμόγελο».
(«Ο Έντουαρντ και ο Θεός»)
Αποσπάσματα από τα επτά διηγήματα της συλλογής διηγημάτων του Μίλαν Κούντερα «Κωμικοί Έρωτες», που επανακυκλοφόρησε πρόσφατα, σε μετάφραση Γιάννη Χάρη. Το βιβλίο το είχα διαβάσει (σε παλιότερη έκδοση με τίτλο «Γελοίοι Έρωτες») από τη δανειστική βιβλιοθήκη του Δήμου Καλλιθέας αρχές της δεκαετίας του 90, φοιτητής. Έκτοτε το έψαχνα να το αγοράσω και δεν το έβρισκα, όπως δεν βρήκα ποτέ και το «Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης», που το είχα δανειστεί και διαβάσει καπάκι.
Αυτά τα δύο, μαζί με την «Αβάσταχτη Ελαφρότητα» και την «Αθανασία», θεωρώ τα καλύτερά σου μακράν, Μίλαν. Σ΄αφήνω τώρα. Τα λέμε.