Παρασκευή, Φεβρουαρίου 29, 2008

Τα όμορφα λόγια

«Δεν αντέχω τα όμορφα λόγια να βγαίνουν από τα στόματα παλιανθρώπων».
Η φωνή ήταν γυναικεία, ηχηρή και αγανακτισμένη. Γύρισα το κεφάλι μου να δω. Στο βάθος της πλατφόρμας του μετρό ξεχώρισα την κοπέλα που προχωρούσε προς την πλευρά μου μιλώντας φωναχτά. Να ήταν στο κινητό; Μέχρι πρότινος όταν κάποιος μιλούσε μόνος του στο δρόμο ήξερες με τι είχες να κάνεις. Τώρα πρέπει να βρεθείς δίπλα στον άλλο για να καταλάβεις αν έχει κάτι στο μυαλό του και μονολογεί παραληρηματικά ή κάτι στο αυτί του και συνομιλεί τηλεφωνικά.
Δεν συνέβαινε τίποτα από τα δύο. Συζητούσε τελικά με μια φίλη της που δεν φαινόταν πριν μέσα στον κόσμο.
Στο μυαλό μου όμως είχε κολλήσει η φράση. Ως συνήθως η μία σκέψη έφερε την άλλη, η άλλη την επόμενη και ούτω καθεξής. Τα όμορφα λόγια που βγαίνουν από τα στόματα των παλιανθρώπων. Ω, ο μέσος άνθρωπος, ω, εσύ κι εγώ, ω, η καθημερινότητα, τι ποιητική κρύβει μέσα της! Όταν οι σκέψεις διακόπηκαν, βρέθηκα να είμαι όρθιος σε ένα βαγόνι εν -ταχυτάτη-κινήσει. Tις διέκοψε μια φωνή που μετά από λίγο συνειδητοποίησα ότι ήταν η ίδια φωνή που είχε βάλει εμπρός το μετρό των συνειρμών μου.
Οι δύο φίλες κάθονταν αντικρυστά. Κρατούσαν και διάβαζαν η μία στην άλλη κάτι κόλλες άλφα τέσσερα γεμάτες εκτυπωμένες γραμματοσειρές και χειρόγραφες σημειώσεις.
Λίγο το ότι επαναλάμβαναν από πέντε φορές την κάθε πρόταση με διαφορετικό κάθε φορά στυλ και τονισμό της φωνής, λίγο ο στόμφος στην εκφορά του λόγου τους, η θεατρικότητα στις κινήσεις τους, η ένταση στη φωνή τους, λίγο περισσότερο το ότι στην συζήτηση τους αναρωτιόντουσαν πόσα δουκάτα χρωστάει η μία στην άλλη και κατόρθωσα να οδηγηθώ στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για φοιτήτριες δραματικής σχολής, εμβαπτισμένες στα νάματα της εξωστρέφειας και γαλουχημένες με την πεποίθηση ότι όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή, την οποία ανά πάσα στιγμή πρέπει να κερδίσουν, ει δυνατόν παταγωδώς.
Αυτές μπερδεύουν τη ζωή με μια κραυγαλέα εξωστρέφεια, εγώ μπερδεύω τη ζωή με μια κραυγαλέα εσωστρέφεια, αλλά τελικά εκείνο που επιζεί δεν είναι ούτε δικό τους ούτε δικό μου. Τα όμορφα λόγια που βγαίνουν από τα στόματα των παλιανθρώπων χρησιμοποίησαν το στόμα της φοιτήτριας ως μέσο, χρησιμοποίησαν το ποστ αυτό ως μέσο, αφού γράφτηκαν από κάποιον που θα έχει ήδη πεθάνει αλλά συνεχίζουν το ταξίδι τους στο χρόνο και το χώρο, προξενώντας εσωστρεφείς σκέψεις και εξωστρεφείς απαγγελίες, αντιδράσεις τόσο διαφορετικές και τόσο όμοια θνησιγενείς.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 28, 2008

Μάσκα δεν έχω να γυρνώ στο καρναβάλι ετούτο

«Δεν μου αρέσουν οι αποκριάτικες μάσκες. Ούτε σπάω πλάκα με τα κουτσομπολιά. Ούτε τα ψευδώνυμα τα αρέσω, με πιο διαδεδομένο το Θεός. Αρα δεν γουστάρω και τα ανώνυμα ή ψευδώνυμα ιστολόγια. Είναι η μεταμοντέρνα κουτσομπόλα της γειτονιάς, και μάλιστα χωρίς κότσια, δηλαδή με μάσκα. Ο κάθε πονεμένος, σαλεμένος, γρουσούζης ή αδόλεσχος ρίχνει μπροστά από τη μούρη του το τσεμπέρι της ανωνυμίας και πέρδεται τα φαφούτικα λογάκια του στην πιάτσα. Ονοματάκι δεν έχεις, ορέ λεβέντουρα;».
Δυο εκδοχές λοιπόν υπάρχουν, αγαπητέ Σάκη Σερέφα, και τρίτη όχι:
- η πρώτη είναι να μην έχεις την παραμικρή γνώση ή να έχεις την επιδερμικότερη των επαφών με τον χώρο και να πέρδησες τα φαφούτικα λογάκια σου στην πιάτσα χωρίς πραγματολογικό έλεγχο, ο οποίος όμως υποτίθεται ότι για έναν λογοτέχνη θα έπρεπε να παίζει έναν άλφα ρόλο.
- η δεύτερη είναι να έχεις γνώση του χώρου και αυτό να είναι το γενικό και μόνο σου συμπέρασμα για τα ψευδώνυμα μπλογκ. Πρόκειται για εκδοχή πραγματικά υπεράνω κριτικής. Έτσι είναι αν έτσι νομίζεις. Και λίγα είπες. Και μετριοπαθέστατος ήσουν. Και αξιοθαύμαστη αυτοσυγκράτηση επέδειξες.
Σε κάθε περίπτωση, προσωπικά, όχι, δεν είμαι κοτσωνάτος και λεβέντουρας όπως η επώνυμη αφεντιά σου, με αποτέλεσμα να μην μου μένει άλλη επιλογή από το να πονώ, σαλεύω, γρουσουζεύω και αδολεσχώ πίσω από το ανώνυμο τσεμπέρι μου.
Με δυο λέξεις, αδολεσχώντας κλασαυχενίζομαι (αν και κατ΄άλλους απλά αδολεσχώ κλασαυχενιζόμενος).
Όσο για το ονοματάκι μου, είναι Μπόι το μεγάλο και Ολντ το μικρό, και δεν έχω την παραμικρή διάθεση να σου αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφας.
Μου αρκεί που δεν είμαι Σερέφας.

Άλλοτε εναντίον άλλοτε

(Η μουσική που σε πάει από το πουθενά εκεί - η μουσική που σου στερεί το λόγο, μόνο και μόνο για να μιλήσεις μετά τις διαφημίσεις, εκτός ροής κι εκτός προγράμματος, μόνο και μόνο για να σε θυμούνται ακόμη περισσότερο)
H παράδοση ήταν σχεδόν αδύνατο να σπάσει και φέτος. Και φυσικά δεν έσπασε: και πάλι βρέθηκαν οι νικητές των όσκαρ που χρησιμοποιήσαν στο λόγο τους την ατάκα περί ονείρων που γίνονται πραγματικότητα.
Τα όνειρα: Ποιός είναι αυτός που θα πει ότι αρκούν από μόνα τους; Ποιός είναι αυτός που θα πει ότι μπορεί χωρίς αυτά; Χωρίς να είναι ικανή, τα όνειρα είναι πάντως αναγκαία συνθήκη. Πάντα θα ονειρεύεσαι κάτι: αν ζεις σε συνθήκες πολέμου θα ονειρεύεσαι την ειρήνη, αν ζεις σε συνθήκες ένδειας θα ονειρεύεσαι να μπορείς μια μέρα να ζεις χωρίς οικονομικά προβλήματα, αν είσαι άρρωστος θα ονειρεύεσαι να γίνεις καλά. Ακόμη όμως κι αν εκπληρώσεις μια μέρα τα όνειρά σου, ακόμη κι αν βρεθείς με το χρυσό αγαλματίδιο στο χέρι και πάλι θα συνεχίσεις να ονειρεύεσαι: θα ονειρεύεσαι ότι οι επόμενες ταινίες σου θα είναι καλύτερες, θα ονειρεύεσαι ότι θα αναγνωριστούν οι παρεξηγημένες σου δουλειές.
Νευρική ανορεξία ως προς τα όνειρα δύσκολα απαντάται και όταν απαντάται η απάντηση μάλλον δεν είναι η συμφιλίωση με τον εαυτό μας αλλά η δυστυχία μας.
Για πολλά χρόνια ονειρευόμουν να βρεθώ μια μέρα στα όσκαρ με μια ταινία μου. Μέχρι που πήρα κάποτε μια βιντεοκάμερα και την χρησιμοποιούσα μόνο στις διακοπές.
Αλλά γιατί να πάψω να ονειρεύομαι με ορίζοντα το σινεμά; Γιατί να πάψω να ονειρεύομαι ότι μια μέρα θα πάρω το αγαλματάκι; Μπορεί να γράψω ένα σενάριο. Μα δεν έχω ξαναγράψει σενάριο. Μα τι γραφικότητες είναι αυτές; Σκασίλα μου. Μπορεί να αρχίσω να γράφω κι όπου με βγάλει.
Κι αν όχι με τον θείο Όσκαρ στο χέρι, πάντως με ένα σενάριο μου στην οθόνη (τι καλύτερο από το να βλέπεις κάτι από σένα στο σινεμά;).
Κι αν ούτε εκεί, πάντως με ένα σενάριο τελειωμένο (τι καλύτερο από την ολοκλήρωση ενός έργου δικού σου, που σε εκφράζει και σε αντιπροσωπεύει;).
Κι αν ούτε εκεί, πάντως με μια ημιτελή απόπειρα σεναρίου (τι καλύτερο από το ταξίδι που σου έδωσε η Ιθάκη;).
Κι αν ούτε εκεί, απλώς με ένα όνειρο (τι καλύτερο από την ασφαλή και ανεπίληπτη αρτιότητα ενός ονείρου που δεν τα έβαλε ποτέ με την πραγματικότητα;).
Τα όνειρα: άλλοτε το ναρκωτικό άλλοθι για την αδράνειά μας - άλλοτε η κινητήρια δύναμή για το τίναγμά μας προς τα μπρος.
Αν στο ανθρώπινο γονίδιο είναι γραμμένη η πληροφορία των ονείρων, αν μας είναι αδύνατο να μην ονειρευόμαστε, αν τα όνειρά μας δεν εξαρτώνται από μας, από τον καθένα μας εξαρτάται πάντως η διαχείρισή τους, από τον καθένα μας εξαρτάται αν μέσα στα όνειρά μας θα κρύψουμε το κεφάλι μας και θα κλείσουμε τα μάτια μας ή αν τα όνειρά μας θα τα κυνηγήσουμε, θα τα απομυζήσουμε και θα αναμετρηθούμε μαζί τους για να δούμε αν είμαστε αντάξιοί τους.
(Κείμενο γραμμένο για το «Εxodos»)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 27, 2008

Η Μεγάλη του Φάργκο Σχολή

Η μαύρη αλήθεια είναι ότι αυτός ο μοχθηρός και αδυσώπητος KILLMAN πρέπει να συναγωνίζεται σε εκβιαστική επάρκεια μόνο την Τσέκου.
Το θλιβερό συμπέρασμα των τελευταίων μηνών είναι ότι ο νεοέλληνας όχι μόνο δεν ξέρει να αυτοκτονήσει σωστά, αλλά ούτε καν να εκβιάσει σωστά.
Oπότε, την επόμενη φορά που θα διαταχθεί η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, ίσως θα πρέπει να στηριχθεί σε κάτι που να θυμίζει περισσότερο εκβιασμό και λιγότερο φάρσα ή εκβιαστικό ιδεασμό.
ΑN OΗI, ΑΝ ΧΑΝΑΚΑΝΕΤΕ ΤΟ ΙDIO, THA MILAME ME POST..
PROSEEΧTE MHΝ SAS FYGH KOUBENΥA..EGW VLEPW....

Τρίτη, Φεβρουαρίου 26, 2008

Βαρυσήμαντο Ποστ

Κατά τη γνώμη μου, η διαχωριστική γραμμή δεν βρίσκεται μεταξύ μπλογκ και παραδοσιακών ΜΜΕ, όπως δεν βρίσκεται και μεταξύ επωνυμίας και ψευδωνυμίας ή ανωνυμίας.
Η διαχωριστική γραμμή που αναγνωρίζω, σέβομαι και νομιμοποιώ είναι η γραμμή του περιεχομένου, η γραμμή του ύφους και του ήθους της εκφερόμενης άποψης ή της μεταδιδόμενης πληροφορίας.
Όταν κάποιος είναι πεσμένος κάτω δεν είναι σωστό να τον χτυπάς.
Έτσι είναι, αλλά κατουράω με χαρά πάνω από τον (πρόσκαιρο;) τάφο του press gr και από όλον αυτόν τον βόρβορο που έφερε στην μπλογκόσφαιρα.
Έναν βόρβορο δάνειο από την «δημοσιογραφόσφαιρα» και για την ακρίβεια ενδεικτικό των χειρότερων δημοσιογραφικών ενστίκτων και της ελεεινότερης δημοσιογραφικής αισθητικής.
Έναν βόρβορο που απαντάται και στον Τύπο, τον καθ' όλα ρυθμισμένο και νομοθετημένο.
Που στην καλύτερη του εκδοχή, που στην εκδοχή την «καθαρή», τι άλλο είναι παρά ένα λυσσασμένο κυνήγι των κρυμμένων σκελετών στην ντουλάπα του καθενός;
Η θεοποίηση της Πληροφορίας, η διαχείριση της Πληροφορίας, η «πιάτσα» που βοά, η πιάτσα, η σιχαμένη αυτή λέξη που την χρησιμοποιούν μόνο δημοσιογράφοι, ταξιτζήδες και πουτάνες, και το τελικό συμπέρασμα όλου αυτού του κυνηγητού που είναι ότι όλοι μας έχουμε κάτι να φοβηθούμε, όλοι μας έχουμε το φάντασμα των δικών μας σκελετών, η αποκάλυψη των οποίων θα σημάνει την κατάρρευση του μικρόκοσμού μας.
Ξενιστής της νόσου που κυκλοφορεί δεν είναι η ανωνυμία, αλλά μια συγκεκριμένου είδους δημοσιογραφική αντίληψη περί ανωνυμίας.
Η ψευδωνυμία -αν αναλογιστεί κανείς τις χιλιάδες των ανθρώπων που ποστάρουν ή σχολιάζουν τα τελευταία χρόνια- μια χαρά τα έχει πάει αρύθμιστη.
Η ψευδωνυμία που διευκολύνει ψυχολογικά, που απελευθερώνει ψυχολογικά, που δεν είναι μάσκα, αλλά σε βοηθά να βγάλεις την μάσκα του ονοματεπώνυμού σου, η ψευδωνυμία που αφαιρεί σε κύρος μόνο αν λες βλακείες.
Η ψευδωνυμία που όταν χαθεί ίσως νοιώσεις ότι μαζί της χάθηκε κι ένα σημαντικό τμήμα της αίσθησης πως μπορείς να γράφεις αυτό που θέλεις χωρίς κρατούμενα και χωρίς δεύτερες σκέψεις (Κωνσταντίνα, μακάρι να αλλάξεις γνώμη γρήγορα και συγγνώμη για την φορά που ίσως ξέφυγα).
Όσοι ψάχνουν το κύρος στα επώνυμα, μου θυμίζουν τις παλιές λεζάντες στις εφημερίδες: «Βαρυσήμαντο άρθρο» του τάδε. Το τι είναι βαρυσήμαντο και το τι ελαφροσήμαντο δεν είναι θέμα αυτοαναγόρευσης, δεν είναι θέμα υπογραφής, είναι θέμα περιεχομένου.
Όσο για τις σχεδιαζόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, είναι λίαν αμφίβολο κατά πόσο θα μπορέσουν να περιορίσουν στην πράξη όσους χρησιμοποιούν όντως το μέσο ως εκβιαστικό ή συκοφαντικό μαγαζί, είναι όμως εξαιρετικά πιθανό να τρομάξουν και να αποθαρρύνουν πολλούς από όσους ανοίγουν μπλογκ όχι για να παίζουν εξουσιαστικά παιχνίδια, αλλά το άλλο είδος παιχνιδιού που είναι το μπλόγκιν, το εθιστικό και ερεθιστικό παιχνίδι το οποίο παίζουμε τα τελευταία χρόνια και από το οποίο δεν λέμε να ξεκολλήσουμε και δεν θα ξεκολλήσουμε, όπου αλλού κι αν δοκιμάσουμε να πάμε.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 25, 2008

Το Πήγαινε - Έλα




Ο Ντάνιελ Πλέινβιου και ο Μπιλ ο Χασάπης μπορεί να έζησαν με διαφορά λίγων δεκαετιών και σε άλλες γωνιές των ΗΠΑ, μπορεί να έχουν άλλου μεγέθους μουστάκι, μπορεί ο ένας να είναι κορδωτός και ο άλλος καμπούρης, μπορεί η προφορά τους να έχει μικρές διαφορές, μπορεί ο ένας να κοιτάζει ίσια κι ο άλλος λοξά, αλλά είναι ο ίδιος άνθρωπος: ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις.
Γιατί τελικά αυτό που κάνει ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις δεν είναι υποκριτική, αλλά κάτι που την ξεπερνά. Όπως και να ήταν γραμμένοι στο χαρτί οι χαρακτήρες του, όπως και να τους φαντάστηκαν στη συνέχεια ο Σκορσέζε και ο Άντερσον, όπως και να τους φαντάστηκαν και να τους σχεδίασαν επάνω του, έρχεται η στιγμή που εκείνος αρχίζει να τους υποδύεται.
Όταν λοιπόν υποδύεσαι ένα χαρακτήρα προσπαθείς να γίνεις ο χαρακτήρας. Και οι μεγάλοι ηθοποιοί τα καταφέρνουν και γίνονται οι χαρακτήρες που υποδύονται.
Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις όμως βουτάει στους χαρακτήρες του, γίνεται οι χαρακτήρες του και μετά, επειδή δεν του φτάνει αυτό, επειδή δεν του αρκεί, επειδή είναι πολύ δυνατότερός τους, βουτάει ακόμη βαθύτερα, βουτάει σε βάθη που δεν είχε φανταστεί κανένας Σκορσέζε και κανένας Άντερσον, βουτάει σε βάθη που δεν είχε φανταστεί ο ίδιος, κι έτσι ο Λιούις που είχε γίνει Πλέινβιου και Χασάπης ξαναγίνεται Λιούις, όχι όμως ο Λιούις ο πραγματικός, αλλά ο Λιούις που αφού κατάπιε τους χαρακτήρες του και δεν χόρτασε, συνέχισε να σκάβει στα βάθη της δικής του ψυχής, εξόρυξε την άβυσσο της και ανάβλυσε από 'κει σαν το πετρέλαιο το μαύρο αίμα.

Όχι, αυτό είναι πέραν της τέχνης.
Όχι, αυτή η δύναμη της φωνής - αυτή η δύναμη της ψυχής - αυτή η δύναμη του σώματος, δεν είναι υποκριτική.
Όχι, αυτό το πράγμα εκπηγάζει από πολύ πολύ μακριά, από εκεί που λίγοι μπορούσαν να φτάσουν και ελάχιστοι το τόλμησαν.
Το ότι έχει βρει τον τρόπο να ξαναγυρίζει πίσω σε αυτό το γλυκύτατο πλάσμα που δέχεται βραβεία και λάμπει ολόκληρο, αυτό είναι η πραγματική του τέχνη.

Το τι του στοιχίζει όλο αυτό το πήγαινε - έλα, αυτό και να μας το πει, αυτό και να μας το εξηγήσει, εμείς πώς να το καταλάβουμε;
Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε εμείς, είναι να γινόμαστε μάρτυρες της εμπειρίας που είναι ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις όταν υποδύεται τον ηθοποιό.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 23, 2008

Διπλή Ονομασία

Την είδε. Τον είδε. Της ζήτησε να χορέψουν. Δέχτηκε. Χόρεψαν. Μετά κάθησαν στη γωνία. Άρχισε να την φιλά. Τον σιγοντάρισε. Το στόμα που την φιλούσε την ρώτησε· πώς σε λένε; Του απάντησε με το όνομά της. Της εξήγησε ότι εφεξής το όνομά της θα αφορά όλους τους άλλους. Εκείνος θα την λέει μόνο «αγάπη μου». Εκείνη γέλασε. Μήπως βιάζεσαι λίγο; Της εξήγησε ότι ο μόνος λόγος που βιάζεται είναι για να την προλάβει. Την πρόλαβε. Για τις επόμενες τρεις ώρες έγινε η αγάπη του. Την μισή ώρα που έμειναν ακόμη στο μπαρ, την μισή που έκαναν να πανε σπίτι της και τις δύο που έμεινε εκεί, μόνο «αγάπη μου» την έλεγε. Κι όταν την αποχαιρέτησε, «Θα σε πάρω αύριο, αγάπη μου» της είπε. Ακούγοντας τον τόνο της φωνής του κατάλαβε ότι ενώ της έταξε διπλή ονομασία, διπλή ήταν και η ακουστική της μεταξύ τους ονομασίας: τα «αγάπη μου» τα μετά το χύσιμο ακούγονταν αλλιώς. Τις επόμενες μέρες η υποψία της μετατράπηκε σε βεβαιότητα. Όταν η σχέση τους άρχισε να αριθμεί λίγους μήνες, τα «αγάπη μου» τα πριν άρχισαν να γίνονται λιγότερο θερμά και τα «αγάπη μου» τα μετά περισσότερο. Στον χρόνο επάνω είχαν ίση θερμοκρασία. Το ζήτημα της διπλής ακουστικής είχε προς το παρόν ρυθμισθεί. Τότε ακριβώς άρχισε να τη φλερτάρει ένας συνάδελφος. Στην αρχή ντροπαλά, μετά πιο έντονα. Eνέδωσε. Την ώρα του σεξ άρχισε να την αποκαλεί με διάφορα ονόματα. Στην αρχή σεμνά, μετά πιο πρόστυχα. Η πολλαπλή ονομασία της την έφερε στα πρόθυρα του οργασμού. Το κινητό της άρχισε να χτυπά. Δεν έλεγε να σταματήσει. Το σήκωσε. «Πού είσαι, αγάπη μου;». Το έκλεισε. Αν άκουγε μια ακόμη φορά αυτήν τη λέξη από αυτήν την φωνή θα έχανε εντελώς το νόημά της. Όσο παγιδευμένη ένοιωθε μέσα της, τόσο απελευθερωμένη ένοιωσε μέσα στον ποταμό των ονομάτων που ξανάρχισε να ρέει από το στόμα του εραστή της στα αυτιά και το φαντασιακό της. Όταν ησύχασαν τον έβαλε να της ορκιστεί ότι δεν θα την πει ποτέ «αγάπη μου». Εκείνος χαμογέλασε. Της ορκίστηκε. Όσο το σκεφτόταν όμως στράβωνε. Την επόμενη φορά που 'κάναν έρωτα, μέσα σε όλα την φώναξε και «αγάπη μου». Τον χαστούκισε. Άρχισε να την λέει μόνο «αγάπη μου». Επαναληπτικά και λυσσασμένα. Εκείνη άρχισε να κλαίει. Τέλειωσαν μαζί. Μερικούς μήνες μετά παντρεύτηκαν. Έκαναν τρία παιδιά. Το ένα έγινε αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, το δεύτερο κομμώτρια και το τρίτο εισοδηματίας. Μετά τα παιδιά τους έκαναν άλλα παιδιά και αυτά άλλα παιδιά και η ζωή συνέχισε να συνεχίζεται. Μετά η ζωή τελείωσε και το μόνο που έμεινε εν ζωή οι ιστορίες που πρόλαβαν να ειπωθούν στο μεταξύ.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 21, 2008

Η αναστολή

Το είχε στρώσει μετά από χρόνια. Εκτός από εξαιρετικά σπάνιο το τοπίο τού φάνηκε και εξαιρετικά γαλήνιο. Αποφάσισε να κάνει μια βόλτα. Διαπιστώνοντας στη βόλτα του τον ενθουσιασμό των παιδιών για το χιόνι, διαπιστώνοντας την όχι απρόθυμη συμμετοχή των μεγάλων στους χιονοπολέμους, βλέποντας τις μεγάλες ποσότητες χιονιού απλωμένες παντού και διαθέσιμες σε όλους, αναρωτήθηκε πώς δεν το είχε σκεφτεί ποτέ ως τότε.
Όπως και να ΄χε, δεν ήταν καιρός για αυτοκριτική αλλά καιρός για δράση: έκανε μια έρευνα αγοράς, τα αποτελέσματα ήταν περισσότερο από ενθαρρυντικά και μπήκε φουριόζος στη διαδικασία της εμπορίας τυποποιημένου χιονιού.
Έκλεισε συμφωνία με τις μεγαλύτερες αλυσίδες σουπερμάρκετ και το προϊόν κατέκλυσε την αγορά: ημερομηνία λήξης, πιστοποιητικό ποιότητας, bar code, τηλέφωνο γραμμής καταναλωτή, συστατικά, καθαρό βάρος, μα πάνω απ' όλα πιασάρικη συσκευασία και ονομασία προϊόντος. Καμία σχέση με το χυμαδιό του στρωμένου στους δρόμους χιονιού, τους κινδύνους του, την μη ελεγξιμότητά του.
Από το χύμα χιόνι ποιός δεν θα προτιμούσε ένα χιόνι με υπογραφή;
Σύντομα γιγαντώθηκε και δεν δυσκολεύτηκε να κυριαρχήσει απέναντι στους ανταγωνιστές που έσπευσαν να μιμηθούν την ιδέα του με παρεμφερή προϊόντα.
Τα πάντα άλλαξαν όταν στην έδρα της εταιρίας του ένα δικόγραφο αγωγής δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά του επιδόθηκε με δικαστικό επιμελητή και ενάγοντα τον ουρανό.
Με την αγωγή ο ουρανός όχι μόνο απαιτούσε να σταματήσει την εμπορία χιονιού, αλλά του ζητούσε και μια αποζημίωση που αν επιδικαζόταν θα τον διέλυε εντελώς οικονομικά και θα έχανε ό,τι είχε και δεν είχε.
Καλώς ή κακώς η δίκη θεωρήθηκε ιστορική και συμβολική: φύση εναντίον ανθρώπου.
Δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της η φύση ανακοίνωσε ότι πρέπει επιτέλους να καταρριφθεί ο συκοφαντικός μύθος της εκδικητικής φύσης.
«Η φύση δεν εκδικείται», τονίστηκε στην ανακοίνωση, «η φύση δεν παίρνει το νόμο στα χέρια της, η φύση σέβεται την έννομη τάξη και το μόνο που διεκδικεί είναι ο πλήρης σεβασμός των δικαιωμάτων της».
Η αγωγή δεν μπορούσε παρά να γίνει δεκτή, αφού τα στοιχεία υπέρ του ουρανού ήταν καταλυτικά.
Γλυκαμένη από τα κέρδη, η φύση αποφάσισε την αναστολή όλων των θερμοκηπιακών διαδικασιών και τον προσανατολισμό της προς δικαστικές διόδους.
Η μεταβολή του κλίματος και η παγκόσμια υπερθέρμανση ήταν σενάρια που δεν έπλητταν άμεσα τα κέρδη των πολυεθνικών. Το μπαράζ από αγωγές όμως, ναι.
Ή θα έπρεπε να μεταβληθεί ριζικά η δομή της παγκόσμιας οικονομίας ή η παγκόσμια οικονομία θα κατέρεε.
Μπροστά στον επικείμενο κίνδυνο της οικονομικής καταστροφής οι χθεσινοί εφιάλτες της οικολογικής καταστροφής φάνταζαν αστείοι. Αν οι αγωγές εκδικάζονταν όλα θα είχαν τελειώσει.
Ο συμβιβασμός ήταν η μόνη διέξοδος, μολονότι το ύψος του ήταν πρωτοφανές.
Για να αντέξουν το βάρος του οι εταιρίες δεν είχαν άλλη επιλογή απ' το να μετακυλήσουν τη ζημιά τους στη λιανική τιμή των προϊόντων.
(Κείμενο γραμμένο για το «Εxodos»)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 20, 2008

Να μας θάψετε μαζί

Σιγά μην σας θάψουν μαζί. Απαγορεύεται. Όπως τα ναρκωτικά που παίρνατε, πρεζόνια. Κακώς αποφασίσατε να πεθάνετε. Περάσατε με κόκκινο. Υπήρχε το κίτρινο του αυτοκτονικού ιδεασμού να σας σταματήσει. Γιατί δεν σας μπήκε ο ιδεασμός; Γιατί απευθείας στην πράξη; Και γιατί να σας θάψουν μαζί; Τι σημαίνει αυτό; Ότι αγαπιόσασταν; Τι σόι αγάπη είναι αυτή; Πού ξέρετε εσείς τι σημαίνει αγάπη; Πού ξέρετε εσείς τι θυσίες απαιτεί η πραγματική αγάπη και τι συμβιβασμούς; Δεν αγαπηθήκατε στ΄αλήθεια. Όλα μέρος των παραισθήσεών σας ήταν. Όλα μέρος της ευκολίας σας. Την ευκολία αγαπούσατε. Την πρέζα. Την κοινή σας αδυναμία. Την κοινή σας κατάπτωση. Την κοινή σας φυγή. Και την πήγατε την φυγή ως το τελευταίο άκρο της. Άλλο να φύγετε δεν έχει. Παρανόμως φεύγατε - παρανόμως φύγατε. Είστε νεκροί και δεν μπορούμε να σας προφυλακίσουμε. Να σας προφυλακίσουμε όσους ιδεασμούς κι αν θέλατε να ισχυρισθείτε. Να σας προφυλακίσουμε ώστε να πεθάνετε όπως είναι το πρέπον: από πρέζα στη φυλακή. Από πού κι ως πού επιλέξατε εσείς τον θάνατό σας; Κι από πού κι ως πού θα επιλέξετε εσείς και την ταφή σας; Όχι. Τουλάχιστον σε αυτήν δεν σας πέφτει λόγος. Επιλέξατε τις εξαρτήσεις σας, επιλέξατε τα ταξίδια στις ουσίες σας και τον έρωτά σας, επιλέξατε τον τρόπο που θα ζήσετε, επιλέξατε τον τρόπο που θα πάψετε να ζείτε, αλλά κάπου εδώ οι επιλογές σας τελείωσαν.
Θα σας θάψουμε χώρια.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 19, 2008

Την μπόρα

(Μπόρα βατραχιών)
«Η διασωματειακή υποστήριξη της ταινίας των Κοέν επισημαίνει την αλλαγή πλεύσης στο αμερικανικό σινεμά, τη στροφή προς το σινεμά του auteur, την καθυστερημένη ανακάλυψή του από τους Αμερικανούς, οι οποίοι δεν έχουν δει και τις αρνητικές του πλευρές. Σε τούτα τα θέματα η Ευρώπη τρώει πάντα πρώτη την μπόρα. Τόσο στις ανακαλύψεις όσο και στις επιπτώσεις».
Άσε μας, ρε Παναγιώτη.
Η ανησυχία ότι οι κίνδυνοι για το αμερικάνικο σινεμά ελλοχεύουν στη στροφή προς το σινεμά των δημιουργών κερδίζει επάξια το όσκαρ άστοχης (σιγά μην πραγματοποιηθεί) και άκυρης (μακάρι να πραγματοποιούταν) ανησυχίας.
Μέχρι να επαληθευθούν οι φόβοι σου άσε μας να καμαρώσουμε τους Κοέν και τον Πωλ Τόμας Άντερσον εκεί που τους αξίζει.
(Mπόρα πυρός)

H βαθιά σου ευτυχία.
Η βαθιά μου δυστυχία.
Η βαθιά σου ευτυχία, η βαθιά σου δυστυχία, η βαθιά μας φτώχεια.
Από το λευκό ή το μαύρο σκουπίδι όμως της Αμερικής, που πάει και σκοτώνει και σκοτώνεται σε χώρες τις οποίες αγνοούσε και για λόγους τους οποίους αγνοεί, τουλάχιστον η δική μας φτώχεια δεν είναι φτώχεια γυμνή ενός συλλογικού νοήματος, ενός εθνικού μύθου.
Και τον εθνικό μας μύθο μπορείς να τον κατηγορήσεις για πολλά, για πάρα πολλά, για συνυπαίτιο της φτώχειας μας, για υπαίτιο των πολέμων μας, αλλά δεν μπορείς να μην του αναγνωρίσεις ότι μας χαρίζει σε αντιστάθμισμα μια ψυχική σπίθα και μας γεμίζει με μια ιστορία που δίνει εξηγήσεις σε όλα, που μοιράζει ρόλους καλών και κακών, προδοτών και ηρώων, που μας προσφέρει ελπίδα.
Κι αν ποτέ οι ελπίδες μας ευοδωθούν, αν μια μέρα μετά από καιρό ζούμε στην Μεγάλη Σερβία ή στην Μεγάλη Αλβανία, αν ζούμε για δεκαετίες ειρηνικά και με μια οικονομία που ανταπεξέρχεται, θα αρχίσουμε ίσως σιγά σιγά να ξεντυνόμαστε από τον μύθο, να τον εξετάζουμε κριτικά, να τον σχετικοποιούμε και να κοιτάζουμε με αφ΄υψηλού συγκατάβαση όσους βρίσκονται στο μέσο εθνικών διενέξεων σε άλλες περιοχές της γης.
Αν θεωρείς τις πατρίδες υπέρτατες αξίες και αντιπαραβάλλεις στον Κοσοβάρο της πρώτης φωτογραφίας έναν πρωταγωνιστή διαφήμισης που πανηγυρίζει εκστασιασμένος για χαμηλά στεγαστικά, μπορείς να βρεις όλες σου τις απαντήσεις.
Αν θεωρείς τις πατρίδες όπια και αντιπαραβάλλεις στο βιοτικό σου επίπεδο το βιοτικό επίπεδο ενός Κοσοβάρου, μπορείς να βρεις όλες σου τις απαντήσεις.
(Θα έλεγα τώρα ότι εγώ νοιάζομαι περισσότερο για τις ερωτήσεις, αλλά την έχω ξαναχρησιμοποιήσει αυτήν την ατάκα. Για λογοδιάρροια νοιάζομαι, για τίποτα άλλο. Είναι γελοίο να μιλάω για το Κόσοβο, τόσο γελοίο όσο ήταν που μιλούσε σήμερα για το ίδιο θέμα σε μια εκπομπή η Βόζενμπεργκ. Αλλά τουλάχιστον αυτήν την είχαν καλέσει. Οι δικιές μου οι παπαριές είναι αυτόκλητες. Από την άλλη πάλι, σε αντίθεση με τους καλεσμένους, έχω ώρες ώρες συναίσθηση της γελοιότητάς μου. Στην τελική δεν χρωστάμε σοβαρότητα σε κανένα).

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2008

Συγκοινωνούντα Ηχεία

Μαλακία να χιονίζει μόνο έξω.
Ας μπει λίγο χιόνι κι εδώ, για να διαψευσθούν οι υπόνοιες ότι έχω αποκλειστεί στο μπλογκ.
Ορίστε: κανείς αποκλεισμός.
Όποτε το στρώνει εκεί το στρώνει και εδώ.
Συγκοινωνούντα ηχεία του έξω και του μέσα το εκεί και το εδώ.
Χιονίζει εκεί - λεξίζει εδώ.
Και μόλις το στρώσει θα έρθουν τα εκλεξιστικά μηχανήματα.
Θα μαζέψουν τις λέξεις σε σωρούς και θα τις πετάξουν στην άκρη για να μην γλιστρήσεις στην αμφίβολη επιφάνειά τους και χάσεις την ισορροπία σου και πέσεις μέσα τους και αντί για παγωμένες τις βρεις θερμές.
Το περπάτημα στις λέξεις δεν κρύβει λιγότερες παγίδες από το περπάτημα στο χιόνι.
Η φύση μπορεί να σε καθηλώσει και ως δύναμη και ως ομορφιά, αλλά με όλη της την χιλιοτραγουδισμένη επιβλητικότητα, αμφίσημο χιόνι δεν μπορεί να ρίξει.
Παίρνεις την παγερή της δύναμη και την μεγαλοπρεπή της ομορφιά και προσπαθείς να τις κάνεις αμφίσημες εσύ, αμφίσημες σαν το ρήμα που ορίζει την επίδρασή τους πάνω σου.
Όταν ξεκινάει να χιονίζει, καταλαβαίνεις τι συμβαίνει - ξέρεις τι σημαίνει.
Όταν ξεκινάς να γράφεις, ποτέ.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 16, 2008

Θα χυθεί βλέμμα

Το όνομά του προστέθηκε στην μακριά λίστα εκείνων που όλα αυτά τα χρόνια τον είχαν κοιτάξει κάπως.
Αλλά η λίστα δεν θα μεγάλωνε άλλο· είχε φτάσει η ώρα της δικαίωσης, η ώρα που μια ασκητική ζωή αφοσίωσης στην έρευνα θα απέδιδε καρπούς, η ώρα που όλοι θα τον κοιτούσαν όπως του έπρεπε εξαρχής.
Η συσκευή ήταν σχεδόν έτοιμη, τα πειράματα είχαν στεφθεί με επιτυχία, κι αν δεν ήταν τόσο τελειομανής θα την είχε ήδη πατεντάρει και παρουσιάσει επίσημα.
Αλλά -λίγο η τελειομανία του, λίγο οι προσωπικοί του λόγοι- αποφάσισε να την βγάλει πρώτα από το εργαστήριο, για να πραγματοποιήσει τα τελικά του πειράματα έξω από αυτό.
Επιμελέστατος ων, φρόντιζε όλα αυτά τα χρόνια να ενημερώνει την λίστα του, προκειμένου να μην χάσει τα ίχνη κανενός από τα μέλη της, έτσι ώστε όταν χρειαζόταν να τα βρει, να μπορεί να τα βρει.
Με το βαλιτσάκι με τη συσκευή στο χέρι ξεκίνησε και άρχισε να επισκέπτεται τα μέλη ένα ένα: τους πλησίαζε, ανακοίνωνε ποιός είναι σε όσους δεν τον θυμούνταν καν ή τον είχαν ξεχάσει και τους ζητούσε να τους κάνει μια σύντομη επίδειξη.
Η επίδειξη τους αιφνιδίαζε όλους, καθώς βγάζοντας τη συσκευή από το βαλιτσάκι, τους φώναζε «Θα χυθεί βλέμμα», τους τρυπούσε με την ειδική βελόνα της συσκευής στο ειδικό σημείο της κόρης του ματιού τους κι άφηνε να χυθεί στο ειδικό σακουλάκι το βλέμμα τους· από το σακουλάκι περνούσε στο σκάνερ της συσκευής, όπου με βάση τα δεδομένα που της είχε φορτώσει (χρονική περίοδος και λόγος για τον οποίο τον είχαν κοιτάξει κάπως), ανίχνευε σε μερικά δευτερόλεπτα στην μνήμη του βλέμματος το παρελθοντικό μειωτικό εκείνο βλέμμα· αφού το ανίχνευε το τροποποιούσε κι αφού το τροποποιούσε το επανατοποθετούσε στη βελόνα κι από εκεί πίσω στο μάτι.
Πίσω στο μάτι παλιών συμμαθητών που δεν τον κοιτούσαν πια χλευαστικά, πίσω στο μάτι παλιών συναδέλφων δεν τον κοιτούσαν πια ως γραφικό παραεπιστήμονα, πίσω στο μάτι παλιών ερώτων που δεν τον κοιτούσαν πια αδιάφορα: τώρα τον σέβονταν, τώρα τον εκτιμούσαν, τώρα τον λάτρευαν.
Φτάνοντας στο τελευταίο όνομα της λίστας, «Θα χυθεί βλέμμα» φώναξε ξανά και τρύπησε με σταθερό χέρι την κόρη του ματιού του αποφασισμένος να απαλλαγεί αναδρομικά από τη συμπλεγματική ματιά του.
H συσκευή τον πρόδωσε την χειρότερη στιγμή βραχυκυκλώνοντας στο σκάνερ: είχε κοιτάξει τον εαυτό του με κόμπλεξ πολύ περισσότερες φορές από όσες νόμιζε, με αποτέλεσμα τα δεδομένα με τα οποία την είχε φορτώσει να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα του ανιχνευόμενου βλέμματος, με περαιτέρω αποτέλεσμα η μεν συσκευή να εκραγεί, το δε βλέμμα του να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη, δηλαδή σε τρισεκατομμύρια μόρια βλέμματος, που τα πήρε ο αέρας και τα σκόρπισε στην πόλη ως αόρατες κομπλεξοψιχάλες.
Δίχως βλέμμα στο μάτι, αλλά φωτισμένος με τα σωρευτικά αναθεωρημένα βλέμματα όλων των ανθρώπων που παλιά τον έβλεπαν λάθος μα τώρα τον είχαν δει σωστά, αντί να απελπιστεί που πια δεν έβλεπε ήταν ευτυχισμένος που πια τον είχαν δει.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 15, 2008

Θύ - Θύ, κάνει το βαΘύ

Οι σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σε γενικές γραμμές ισορροπημένες.
Όχι με την έννοια ότι ήταν ισορροπημένη κάθε σχέση του ξεχωριστά, αλλά με την έννοια ότι, εξεταζόμενες στο σύνολό τους, οι σχέσεις του έδιναν ένα τελικό άθροισμα ισορροπίας, καθώς φαινόταν ότι διαδραμάτιζε τον ρόλο του θύτη στον ίδιο αριθμό σχέσεων με εκείνον όπου διαδραμάτιζε τον ρόλο του θύματος.
Δηλαδή, με την μάνα του ήταν το θύμα, με τον πατέρα του ο θύτης, με τον μεγαλύτερο του αδελφό το θύμα, με την μικρότερη του αδελφή ο θύτης, με τον προϊστάμενό του στην υπηρεσία το θύμα, με τον υφιστάμενό του ο θύτης, με την πρώτη του γυναίκα ο θύτης, με την δεύτερη το θύμα, με τον ένα κολλητό του ο θύτης, με τον άλλο κολλητό του το θύμα.
Αυτούς τους ρόλους τους έπαιζε μη συνειδητά, μέχρι που ένα βράδυ, λίγα χρόνια πριν, τα είδε όλα ολοκάθαρα στη διαύγεια του ποτηριού του ποτού του.
Έκτοτε όλα άλλαξαν.
Όχι στη δυναμική των σχέσεών του· εξακολούθησε να είναι θύμα εδώ και θύτης εκεί, θύτης εκεί και θύμα εδώ.
Άλλαξαν όμως όλα μέσα του, καθώς πλέον δεν ήταν μόνο ένας από τους δυο πρωταγωνιστές της κάθε σχέσης, αλλά ήταν ταυτόχρονα και ο αποστασιοποιημένος παρατηρητής των ψυχολογικών μηχανισμών της.
Αποστασιοποιούμενος τόσο όσο, άρχισε να βρίσκει απροσδόκητα γοητευτικό το όλο ζήτημα και παράδοξα κωμική την θυματοποίηση και θυτοποίηση όλων των εμπλεκομένων.
Δηλαδή η μερική του αποστασιοποίηση -καθώς αν ήταν απόλυτη δεν θα ήταν πιστός στους ρόλους του και άρα δεν θα μπορούσε να παρατηρεί το φαινόμενο στην εξέλιξη του- αφενός αποδραματοποίησε όλες τις σχέσεις του (και κατ' επέκταση και τη ζωή του) και αφετέρου τις ομόρφηνε, καθώς πια δεν ήταν τόσο σχέσεις, όσο ιστορίες. Κατ' επέκταση, και η ζωή του δεν ήταν τόσο ζωή που του συνέβαινε, όσο ιστορία απαρτιζόμενη από υποϊστορίες που παρακολουθούσε με διαρκώς αυξανόμενο κέφι.
Γερνώντας, οι γονείς του είχαν πεθάνει από καιρό, από τη δουλειά του είχε πάρει σύνταξη, ο ένας κολλητός του είχε πεθάνει, είχε πέθανει κι η δεύτερη γυναίκα του, όπως κι η μικρή του αδελφή κι άρχισε έτσι να έχει λιγότερο υλικό προς επισκόπηση.
Όχι μόνο είχε γεράσει, έπληττε κιόλας.
Ξεγελούσε λίγο τον εαυτό του με πόνους στις αρθρώσεις και φαρμακολαγνεία, αλλά ήθελε κάτι παραπάνω· και λογικό, αφού είχε καλομάθει.
Ένα βράδυ που κατουρούσε -με το χρόνια πια μαραμένο και θλιβερό του πουλί- είδε ολοκάθαρα τη λύση στην διαύγεια του διακοπτόμενου πίδακα των ούρων του.
Η λύση όσο τον κατενθουσίασε άλλο τόσο τον απέλπισε, καθώς δεν μπορούσε να χωνέψει ότι δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα κι είχε αφήσει την κύρια ιστορία της ζωής του να περάσει μέσα από τα ίδια του τα μάτια αναλωνόμενος μόνο στην ιστορία των σχέσεών του.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ όμως.
Τα έξι τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε προσπαθώντας να απαντήσει στην ερώτηση τι θα διάλεγε αν έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα σε έναν και μόνο ρόλο, τι του πήγαινε περισσότερο, ποιά ήταν η βαθύτερη αλήθειά του, τι ήταν τελικά: ένα θύμα ή ένας θύτης;
Χωρίς να έχει καταλήξει με απόλυτη σιγουριά, πέθανε θεωρώντας ότι ήταν ένας θύτης (πάει να πει ένας άνθρωπος που πάνω και πρώτα απ΄όλα ενεργούσε στη ζωή του με αποφασιστικό κριτήριο τις δικές του ανάγκες και επιθυμίες), ένας θύτης όμως που απολάμβανε όσο τίποτα τον ρόλο του θύματος, προσπαθώντας να τον ξετρυπώσει σε κάθε δυνατή περίσταση, προσπαθώντας να φέρει τον εαυτό του στην άσπιλη εκείνη θέση όπου ήταν μάρτυρας, αδικημένος, παρεξηγημένος, εκμεταλλευθείς, κοροϊδευμένος, πληγωμένος.
Πέθανε με αυτήν την πλάνη.
Γιατί αναζητώντας την βαθύτερη αλήθεια του στο πεδίο των σχέσεων θύτη - θύματος την αναζητούσε σε λάθος πεδίο, αφού πρέπει να ήταν -και ήταν- εντελώς τυφλός για να μην μπορέσει ποτέ να δει ότι η βαθύτερη αλήθεια του ήταν η μερική του αποστασιοποίηση, το μέσα - έξω από τις σχέσεις και τη ζωή, η αντιμετώπιση της ζωής ως νοητική απόλαυση.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 14, 2008

Κακά τα Ψέματα

Οι φίλοι του τον κατηγορούσαν ότι πέταγε τους έρωτές του στα σκουπίδια· είχαν και δίκιο είχαν και άδικο.
Οι φίλες της την κατηγορούσαν ότι πέταγε τους έρωτές της στα σκουπίδια· είχαν και δίκιο είχαν και άδικο.
Οι φίλες της είχαν και δίκιο είχαν και άδικο επειδή αυτό που πέταγε στα σκουπίδια δεν ήταν έρωτες. Και το ήξερε. Μπορεί να είχαν τα χαρακτηριστικά συμπτώματα του έρωτα, αλλά ο έρωτας έπρεπε να είναι κάτι διαφορετικό από εκείνο που ένοιωθε. Κάτι άλλης τάξεως. Αυτά που είχε ως τώρα ζήσει τα αποκαλούσε «σαν έρωτες». Όχι· δεν θα πετούσε ποτέ έναν αληθινό έρωτα στα σκουπίδια. Θα ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στη γη που θα το έκανε. Πετούσε στα σκουπίδια τους «σαν έρωτες», μόνο και μόνο για να συναντήσει τον αληθινό.
Οι φίλοι του είχαν και δίκιο είχαν και άδικο επειδή εκείνος, ναι μεν έρωτες ήταν που πετούσε στα σκουπίδια, αλλά ο κάδος που τους πετούσε ήταν της ανακύκλωσης. Το να είναι ερωτευμένος συνιστούσε τόσο πολύ και τόσο καταλυτικά το νόημα της ζωής για αυτόν, ώστε ξεφορτωνόταν τα συναισθήματά του μόνο και μόνο για να επιστρέψουν σύντομα εντός του ανακυκλωμένα και καινουργή προς καινούρια αποδέκτη: για να είναι διαρκώς ερωτευμένος μόνη λύση ήταν η ανανέωση των ερώτων του.
Όταν γνωρίστηκαν, τι άλλο θα έκαναν; Ερωτεύτηκαν.
Τόσο οι φίλοι του όσο και οι φίλες της προέβλεπαν ότι ο έρωτάς τους θα πεταχτεί στα σκουπίδια. Ποιός όμως από τους δύο θα προλάβαινε να τον πετάξει πρώτος;
Εκείνη αναρωτήθηκε μήπως αυτός ήταν ο περίφημος ο έρως ο αληθινός. Από την άλλη, η καλύτερη στιγμή σχεδόν κάθε «σαν έρωτά» της ήταν ακριβώς η στιγμή που ρωτούσε τον εαυτό της αυτήν την ερώτηση.
Εκείνος αναρωτήθηκε μήπως αυτή ήταν η μη ανακυκλώσιμη, μήπως εδώ ο έρωτας θα ήταν πιο χορταστικός και πιο πλήρης από οπουδήποτε αλλού, μήπως το κάθε νέο αλλού δεν θα ήταν παρά υποκατάστατο. Από την άλλη, σχεδόν σε κάθε έρωτά του υπήρχε η στιγμή του ενθουσιασμού που θα έκανε μια παρόμοια σκέψη.
Αυτή την φορά όμως τα πράγματα θα πρέπει να ήταν σοβαρότερα και για τους δύο, αφού βρέθηκαν να συζούν.
Ένα βράδυ της είπε ότι κατεβαίνει για να πάρει τσιγάρα. Του είπε εντάξει. Τρία λεπτά μετά βρέθηκαν δίπλα δίπλα, με μια σακούλα στο χέρι ο καθένας, μπροστά στον γκρι κάδο εκείνη, μπροστά στον μπλε κάδο εκείνος. Κοιτάχτηκαν στα μάτια· ήταν η ώρα να πουν κάτι μελό. Ψέματα· ήταν η ώρα να πονέσουν εντελώς και βαθιά, γιατί -κακά τα ψέματα- δεν είχαν ξαναερωτευθεί έτσι. Κοιτάχτηκαν όμως και το βλέμμα τους ήταν δακρυσμένο μεν, συνένοχα αδελφικό δε: ξεφορτώθηκαν με έναν αναστεναγμό τα φορτία τους και προχώρησαν για άλλα, σκουντώντας με τον ώμο ο ένας τον άλλο καθώς απομακρύνονταν από τους κάδους.
(Κείμενο γραμμένο για το «Exodos»)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 13, 2008

Άλογα - Παιδιά - Λεμονάδες

Πριν λίγους μήνες, στις «Νύχτες Πρεμιέρας», το εξαιρετικό «ΖΟΟ».

Πριν λίγες μέρες, σε DVD, το «Deliver Us from Evil» («Ανήθικος Πειρασμός»).

Χθες βράδυ, στην τηλεόραση, οι «Πρωταγωνιστές» μέσα στο Δρομοκαϊτειο.
~~~
Άνθρωποι που κάνουν σεξ με άλογα. Σου γυρνά το στομάχι; Σου γυρνά. Αλλά εν τέλει βλάπτουν κανέναν;
Παπάδες που αποπλανούν παιδιά· εδώ όσο να 'ναι τα πράγματα αλλάζουν ριζικά. Σύμφωνα δε με τα στοιχεία που δίνει το ντοκιμαντέρ, το φαινόμενο έχει τρομακτικές διαστάσεις και κάθε άλλο παρά μεμονωμένο είναι.
Σε σχέση με τη σεξουαλική διαστροφή του «Ζoo» και τα σεξουαλικά εγκλήματα του «Deliver Us from Εvil», οι τρελοί του Δρομοκαϊτειου είναι σχεδόν οικείοι, ο δικός τους νους φαντάζει να έχει λοξοδρομήσει λιγότερο. «Η απόλαυση μου είναι η λεμονάδα» λέει ένας ηλικιωμένος τρόφιμος στον Σταύρο Θεοδωράκη, ενώ η Φωτεινή Τσαλίκογλου του επισημαίνει λίγο αργότερα ότι η κατάθλιψη θα είναι σε λίγα χρόνια η υπ' αριθμόν δύο ασθένεια παγκοσμίως.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς ορίζεται ιατρικά η κατάθλιψη και πώς ξεχωρίζεται με επιστημονική σιγουριά από την θλίψη, τη δυστυχία, την έλλειψη ελπίδας, πάντως αν η κατάθλιψη είναι η νέα μεγάλη παγκόσμια νόσος, ίσως η τρέλα είναι η νέα μεγάλη παγκόσμια υγεία.
Όταν το φυσιολογικό θεωρείται αμαρτωλό και απαγορευμένο (η αγαμία των καθολικών ιερέων), ό,τι απαγορεύεται να εκδηλωθεί σε ενηλίκους (αλλά πόσο και πώς να το πνίξεις) διοχετεύεται σε ανήλικους που αδυνατούν να αντιδράσουν.
Όταν το -σε μεγάλο βαθμό- φυσιολογικό θεωρείται επίσημα νόσος (η μάστιγα της κατάθλιψης), ό,τι «απαγορεύεται» να νοιώθεις (αλλά πόσο και πώς να το πνίξεις) ίσως μπορεί να διοχετευθεί ανεμπόδιστα μόλις το μυαλό κάνει το κλικ και ο πόνος σου μετατραπεί σε ενοχλητικές φωνές που ακούς στα αυτιά σου και σκοτεινές φιγούρες που βλέπεις στα μάτια σου.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 12, 2008

He had a dream

«Είχα ένα όνειρο για μια εφημερίδα ανεξάρτητη και διαφορετική
και μου το γκρεμίσανε».
Το μπλογκ αυτό έχει επιλέξει για τους δικούς του λόγους να μην ασχοληθεί ποτέ με τον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο και είναι μια στάση την οποία σεμνύνεται πως έχει απαρέγκλιτα τηρήσει. Επειδή όμως όλοι οι κανόνες επιβεβαιώνονται από τις εξαιρέσεις τους, ακολουθούν δυο τρεις σκέψεις για τον Μάκη, για μία και μοναδική φορά (collector's item):
1) Ολοένα και περισσότερο, το είδος της αφηγηματικής τηλεόρασης, το οποίο έχει λανσάρει και πατεντάρει ο Μάκης (παρουσιαστής που αφηγείται όρθιος στους καθισμένους προσκεκλημένους του τα κατορθώματά του), θυμίζει αφήγηση παππού που διηγείται στο οικογενειακό τραπέζι τα ανδραγαθήματά του στον πόλεμο, όπου κάθε νέα αφήγηση σε κάθε νέα σύναξη παρουσιάζει το ίδιο αφηγούμενο συμβάν (δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ή κρυφή στο κοινό προϊστορία του πολέμου των ως χθες συνεργατών, Θέμου - Μάκη) παραλλαγμένο και διανθισμένο κάθε φορά με εντυπωσιακότερες διαστάσεις. Ο παππούς που υπέφερε απ' τις χιονίστρες στο αλβανικό έπος, μετατρέπεται σε παππού που βοήθησε τον συμπολεμιστή του να μην καταρρεύσει κρατώντας τον παραμάσχαλα, μετατρέπεται σε παππού που έσωσε τον Λόχο του οδηγώντας το μέσα από το μυστικό πέρασμα, μετατρέπεται σε παππού που είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Ιταλών με το παρατσούκλι «Ασασσίνο Μπρουτάλε».
2) Τώρα που με τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδεικνύεται ότι, ναι, ο Ζαχόπουλος έπεσε επειδή φοβόταν ότι ο Τριανταφυλλόπουλος είχε και θα έπαιζε το ίδιο βράδυ το υλικό που τον αφορούσε, γίνεται περισσότερο ορατή από ποτέ η διάκριση μεταξύ ποινικής ευθύνης την οποία πράγματι ο Τριανταφυλλόπουλος δεν έχει (αφού δεν είχε το υλικό αυτό ούτε εκβίασε κανέναν με το υλικό αυτό ούτε συναλλάχθηκε με κανέναν με βάση το υλικό αυτό) και πολιτικής εντός εισαγωγικών ευθύνης, την οποία ο Τριανταφυλλόπουλος έχει και παραέχει, αφού διατηρεί μια τηλεοπτική εκπομπή που κατά κόρον ασελγεί εις βάρος του ιδιωτικού βίου των ανθρώπων, αφού διατηρεί μια τηλεοπτική εκπομπή που έχει δείξει ανθρώπους την ώρα που κάνουν σεξ. Αν στον Κορκολή η δικαιολογία ήταν ότι έκανε σεξ με 15χρονη, εδώ θα ήταν ότι ο Ζαχόπουλος έκανε σεξ με υφιστάμενή του, που της είχε τάξει και διορισμό και που την είχε κοροϊδέψει, καθώς και ότι λέει πράγματα και θάματα για τον πρωθυπουργό και την γυναίκα του.
Δηλαδή, παρότι δεν έχει την παραμικρή ευθύνη στη συγκεκριμένη υπόθεση, ο Τριανταφυλλόπουλος έριξε τον Ζαχόπουλο από το μπαλκόνι του εξαιτίας αυτών που ήταν γνωστό ότι είναι γενικά ικανός να κάνει.
Και που θα είχε κατά 99,99% πράγματι κάνει, αν η Τσέκου είχε πάει το ντιβιντί σε εκείνον.
3) Τέλος, από την ηχογραφημένη συνομιλία Κουκοδήμου - Τριανταφυλλόπουλου προκύπτει ότι ο Τριανταφυλλόπουλος είχε δώσει στον Κουκοδήμο «τον λόγο της αντρικής του τιμής» ότι δεν θα τον καρφώσει. Αφού λοιπόν ο Κουκοδήμος τον μεσολαβητή έκανε, πρόταση μετέφερε και αφού ο «αρχικακός» στην υπόθεση ο Κλαδάς είναι, κυνήγα τον Κλαδά απευθείας και όχι θυσιάζοντας και τον μεσολαβητή φίλο σου.
Ειδάλλως, αν είσαι τόσο λάτρης της αλήθειας, αν είσαι τόσο λάτρης της νομιμότητας, αν είσαι τόσο άγιος, όταν ο φίλος σου σού λέει: «Θα σου πω κάτι, αλλά θέλω πρώτα τον λόγο της αντρικής σου τιμής ότι αν στο πω δεν πρόκειται να μαθευτεί ποτέ προς τα έξω η εμπλοκή μου», μην τον δίνεις τον ρημάδι. Όπως όταν σου μετέφερε την πρόταση τού απάντησες: «Τα νόμιμα», έτσι και πριν στην μεταφέρει να του απαντούσες: «Κώστα, αυτό που μου ζητάς δεν γίνεται. Ξέρεις ότι αν μου πεις οτιδήποτε μεμπτό, εγώ θα είμαι υποχρεωμένος να ψάξω και να πατάξω με κάθε τίμημα τη σαπίλα που δέρνει την χώρα». Δίνοντας τον λόγο της αντρικής σου τιμής και στη συνέχεια αναιρώντάς τον, αποδεικνύεις ότι είσαι ίσως ο πλέον απηνής διώκτης της διαφθοράς και των παρανόμων συναλλαγών, αλλά ότι πάντως τιμή, μπέσα και λόγο δεν έχεις, ότι η επίκληση της αντρικής σου τιμής είναι -σαν τις κρυφές κάμερες και τα κρυφά κουμπιά- ένα ακόμη αμφιλεγόμενο μέσο προς επίτευξη του τελικού σκοπού σου.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 11, 2008

Όχι στους Ελπιδοκάπηλους

Nισάφι πια με τους Τσίπρες και τους Ομπάμες, νισάφι πια με τους ελπιδοκάπηλους, νισάφι, φτάνει, γκώσαμε, βαρεθήκαμε, σιχαθήκαμε, όχι ένας ακόμη κενυατοαμερικάνος μαύρος πρόεδρος, όχι ένας ακόμη τριαντατριάχρονος πολιτικός αρχηγός, αρκετά, αρκετά, Καραμανλής, Μπους, Παπανδρέου και Κλίντον, ονόματα που δεν έχουν ελπίδα να καπηλευθούν, γιατί είναι πέραν της ελπίδας, τρέιντ μαρκς δοκιμασμένα, μεγέθη γνωστά, να μιλήσουμε λίγο και για αυτούς, να δοθεί λίγο το βήμα και σε αυτούς, αρκετά με τις υστερίες, αρκετά με τα προϊόντα του μάρκετινγκ, πάνε να μας κοιμήσουν, πάνε να μας πουλήσουν επιφάνεια και μόνο, να επιλέξουμε βάθος και πολιτική, να επιλέξουμε αυτό που επιλέγαμε ως τώρα, άλλωστε όλοι ίδιοι είναι, όλοι, ο Συνασπισμός κυβερνά τα τελευταία τριακόσια χρόνια την χώρα και ο Ομπάμα έχει δείξει για τα καλά το ποιόν του, δεν είναι θέμα ατόμων είναι θέμα συστήματος και το σύστημα όλους τους κάνει σαν τα μούτρα του, μακριά από τους Ομπάμα και τους Τσίπρες, όλοι ίδιοι είναι, όλοι, όλοι, οι νεκροί κι οι ζωντανοί, οι γεννημένοι κι οι αγέννητοι, μακριά από αυτούς που εμπορεύονται ελπίδα, μακριά, όταν δεν ελπίζεις δεν μπορείς και να απογοητευθείς, μακριά, σας δουλεύουν ρε με τα προϊόντα του μάρκετινγκ, όλοι ίδιοι είναι και αν δεν είναι τώρα θα γίνουν αύριο, αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν κάτι δεν θα γίνονταν εκλογές, μην ελπίζεις, μην ελπίζεις, μην ελπίζεις, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει, τίποτα, μείνε στο μεγάλο σούπερ μάρκετ, μείνε στο σούπερ μάρκετ το οποίο δεν ντρέπεται πια να πει ότι είναι σούπερ μάρκετ, το σούπερ μάρκετ δεν μπορεί ποτέ να σε πληγώσει συναισθηματικά, μόνο οι τιμές του μπορεί να μην είναι για την τσέπη σου, αλλά να νοιώσεις προδομένος από τον Βασιλόπουλο και τον Σκλαβενίτη δεν μπορείς, άρα δεν κινδυνεύεις, μείνε σε μας, μείνε σε μας που μας ξέρεις και σε ξέρουμε, που γνωρίζουμε τις ανάγκες σου τις αληθινές και είμαστε σε θέση να στις καλύψουμε διορίζοντάς σε (πέντε τσιμπούκια πάνω - πέντε τσιμπούκια κάτω), δεν βλέπεις πόσο λυσσασμένα προβάλλουν τον Τσίπρα, δεν σου κάνει εντύπωση αυτό, δεν βάζεις λίγο το μυαλό σου να δουλέψει, πάνε να διαλύσουν την δημοκρατία μας ρε, πάνε να διαλύσουν τον δικομματισμό μας, την ευημερία μας, πάνε να μας κάνουν Ιταλία, δεν θέλουν ισχυρές κυβερνήσεις, θέλουν να μας ανεβοκατεβάζουν οι επιχειρηματίες, τυχαίο είναι ότι όταν ο Καραμανλής στράφηκε στον Πούτιν άρχισε όλο αυτό το μπουρδέλο, μην ελπίζεις, μην, ή εν πάση περιπτώσει να φοβάσαι, να φοβάσαι τα δώρα που φέρνουν οι μορφονιοί της πολιτικής, οι Ομπάμες και οι Τσίπρες, να φοβάσαι τον σκοτεινό τους ρόλο, να μην ξεχνάς ότι πίσω από το αθλητικό τους παράστημα, τα νιάτα τους και τα μεγάλα τους λόγια δεν υπάρχει τίποτα, δεν υπάρχει το πολιτικό βάθος και το ανάστημα ενός Τζωρτζ Μπους Τζούνιορ ή ενός Κώστα Καραμανλή Τζούνιορ, μην ελπίζεις, μην πιάνεσαι μαλάκας, φτάνει, όχι άλλο Τσίπρα, όχι άλλο Τσίπρα, όχι άλλο Τσίπρα.

Τα παιδιά ενός βαρήκοου Θεού

(Ποστάκι αφιερωμένο στον Όουν Πέρσοναλ Τζίζας μου, Αλέξη Βατίδη, με επισυναπτόμενους αγωνιστικούς χαιρετισμούς)
Μουντιάλ 1982: Η Βραζιλία μπορεί να μην κερδίζει κανένα τίτλο, κερδίζει όμως φίλους παντού με την μπάλα που παίζει. Είκοσι έξι χρόνια αργότερα, η μεγάλη αυτή ποδοσφαιρομάνα κατόρθωσε να γεννήσει σταδιακά παίκτες αντάξιους των τότε, και δίπλα στον Σώκρατες, τον Ζίκο, τον Έντερ, τον Φαλκάο και τον Τζούνιορ, ήρθαν να σταθούν ένας Ροναλντίνιο, ένας Κακά, ένας Ρονάλντο, ένας Ριβάλντο, ένας Ρομπέρτο Κάρλος. Όλοι είχαν αναπληρωθεί εκτός από έναν· από τον βιβλικό τερματοφύλακα - φόβητρο, Βάλντιρ Πέρες.
Το πλήρωμα του χρόνου έφτασε, τα ψάρια βγήκαν στην στεριά κι ο Πέρες έβγαλε μαλλιά.
(Super League's M.V.P)
Ο Μαρσέλο Μορέτο και ο Βάλντιρ Πέρες, θύματα ενός παλαιοδιαθηκικού εκδικητικού Θεού, που αντί να εισακούσει τις προσευχές τους, τις χάνει λόγω βαρηκοίας στην μετάφραση, με αποτέλεσμα να τις εκλαμβάνει ως ύβρεις και να τους τιμωρεί με τον πιο μοχθηρό κι εξευτελιστικό τρόπο. Υποστηρίζεται πάντως και η άποψη ότι ο Μεγαλοδύναμος δεν παρακούει, αλλά απλά έχει πήξει με τις χιλιάδες προσευχές στα βραζιλιάνικα που εισπράττει από τους όπου γης Βραζιλιάνους ποδοσφαιριστές και έχει βάλει μπρος σχέδιο διασυρμού τους.
Με τη συχνότητα που σκοράρουν, το να προσεύχονται σε κάθε γκολ πρέπει να συνιστά ηχορρύπανση μεγίστου βαθμού για τα θεία ώτα, ενώ λιγότερο ενοχλητικά δεν μπορεί να είναι τα ασταμάτητα δάκτυλα των σκόρερ προς τον ουρανό.
Υπάρχουν μέρη που ακόμη και οι βασιλείς πηγαίνουν μόνοι τους. Ό,τι ισχύει για τους βασιλείς πρέπει να ισχύει κατ' αναλογία και για τον Κύριο. Δικαιούται και αυτός μερικές απόλυτα ιδιωτικές στιγμές, δικαιούται να εκπληρώνει ολομόναχος τις θείες τους ανάγκες, χωρίς κάθε τόσο να πετάγονται από κάτω βραζιλιάνικα δάκτυλα.
Hey, scorers, leave the God alone.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 09, 2008

Το υπερόπλο της πειθούς

Λίμιτ απ σημείωσε στη χθεσινή συνεδρίαση του Χρηματιστηρίου Αξιοπιστίας Αξιών Αθηνών, η μετοχή της «Ελληνικής Δικαιοσύνης», μετά την εισήγηση της Εισαγγελέως Μαρίας Γκανέ προς τον Εισαγγελέα Εφετών να τεθεί στο αρχείο η υπόθεση Κουκοδήμου - Κλαδά.
Ο εντελώς ανεξάρτητος πλέον βουλευτής φαίνεται πως έπεισε (κατ΄αρχήν) την πάντοτε εντελώς ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα μια εισαγγελική πρόταση που αν δεν συνέτρεχαν λόγοι κατεπείγοντος θα έπρεπε ίσως να εκδοθεί τιμής ένεκεν την 4η Ιουλίου, Ημέρα της Ανεξαρτησίας.
Είναι προφανές ότι πέραν και ανεξαρτήτως της ύπαρξης σχετικών ηχογραφημένων -νομίμως ή παρανόμως- συνομιλιών, οι μαρτυρικές καταθέσεις δημοσιογράφων, σύμφωνα με τις οποίες βουλευτής έκανε το βαποράκι του προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων για κάτω από το τραπέζι συναλλαγή προς διευθέτηση υπόθεσης μείζονος πολιτικής σημασίας, δεν αξίζουν περαιτέρω δικαστικής διερεύνησης, εξετάστηκαν εξονυχιστικώς, διαλευκάνθηκαν πλήρως και πρέπει να αρχειοθετηθούν άρον άρον: δεν προέκυψε αξιόποινη πράξη καμιά.
Τίποτε ανακουφιστικότερο από μια Δικαιοσύνη που πείθει.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2008

Η κιβωτός

Με διαφορά μιας μέρας: ένα ποστ για ένα πρόβλημα υγείας και τα σχόλια κάτω από ένα ποστ για ένα άλλο πρόβλημα υγείας.
Σύμφωνοι, προφανή όλα αυτά, ανακαλύπτουν την Αμερική για πολλοστή φορά.
Αλλά επειδή η ιστορία των μπλογκ τώρα ξεκινά να σχηματίζεται και επειδή το μόνο που μπορούμε να κάνουμε σε αυτό το τόσο πρώιμο στάδιό τους είναι να συνειδητοποιούμε που και που άλλη μια παράμετρό τους, άλλη μια ψηφίδα της εικόνας τους, και να την καταγράφουμε για να την χωνεύουμε κι εμείς καλύτερα,
αν ο Τhas ήταν «επισήμως» λογοτέχνης, αν όσα έγραφε ο Τhas τα διαβάζαμε απευθείας σε βιβλία, είναι πολύ πιθανό να προξενούσαν λιγότερο αντίκτυπο, λιγότερη συγκίνηση.
Κι όμως, καθόλου δεν προσπαθώ να ισχυριστώ ότι μπλόγκερ τύπου Τhas συγκινούν λόγω του προσωπικού χαρακτήρα των ποστ τους.
Αντίθετα, αν το ποστ του επιδρά τόσο, δεν το κάνει λόγω του «ανθρώπινου» προβλήματος, αλλά επειδή το συγκεκριμένο ανθρώπινο πρόβλημα φιλτραρίσθηκε μέσα από την ευαισθησία του, τον στοχασμό του, την ματιά του, την γραφή του και μετατράπηκε έτσι σε ένα κείμενο που δεν αφορούσε ένα ακόμη πρόβλημα υγείας, αλλά ένα πρόβλημα υγείας φωτισμένο με τέτοιο φως, ώστε να βγούμε από την αυθόρμητη ανθρώπινη συμπαράσταση, να βρεθούμε για τα καλά μέσα στο νοσοκομείο και από εκεί να αρχίσουμε να ξεφεύγουμε για κάπου αλλού, για τον ορίζοντα πίσω από τις μισόκλειστες κουρτίνες.
Οπότε, αν ισχύουν όλα αυτά, γιατί λέω ότι η επίδραση του κειμένου είναι κατ' αρχήν ισχυρότερη απ΄ό,τι αν θα ήταν σε ένα βιβλίο;
Γιατί αν ο Τhas είναι λογοτέχνης (που είναι βέβαια), το μπλογκ του είναι ένα ηλεκτρονικό βιβλίο που γράφεται σε πραγματικό χρόνο, λίγο λίγο, μήνα με τον μήνα, εβδομάδα με την εβδομάδα, κείμενο με το κείμενο, είναι ένα ηλεκτρονικό βιβλίο όπου ο συγγραφέας του είναι σε μεγάλο βαθμό κι ο πρωταγωνιστής του και υπό αυτήν την έννοια τον νοιώθουμε ως άνθρωπο δικό μας.
Μα όλη αυτή η αύρα της ευαισθησίας και της ανθρωπιάς, που πια, με τα χρόνια και τη συνήθεια, την εισπνέεις με το που μπαίνεις στο μπλογκ του, δεν είναι κυρίως ανθρώπινη αύρα;
Ανθρώπινη είναι· αλλά τον άνθρωπο δεν τον γνωρίσαμε επειδή είναι καλός· τον γνωρίσαμε επειδή γνωρίζει να σκέφτεται, επειδή γνωρίζει να γράφει.
Θα διαφωνήσω λοιπόν με το σχόλιο που του έγινε (και με το οποίο ο ίδιος συμφωνεί), σύμφωνα με το οποίο το μπλογκ είναι είδος πολυτελείας, που ασκείται ελλείψει σοβαρών προβλημάτων.
Το μπλογκ είναι -ή εν πάση περιπτώσει μπορεί να είναι- κιβωτός που διαφυλάσσει αυτά που πρέπει να διασωθούν, αυτά που αξίζουν, αυτά που μένουν ως αίσθηση μετά από μια άσχημη περίοδο ή μετά από μια όμορφη περίοδο.
Σκέφτομαι μια άρρωστη γυναίκα.
Σκέφτομαι την Μαριέττα και ως αντίδοτο στον πόνο και στη χυδαιότητα του κάθε δυστυχισμένου, την σκεπάζω με την φροντίδα εκείνου που δεν προσέχει μόνο τους δικούς του ανθρώπους, αλλά και την ευτυχία μέσα σε ένα θάλαμο νοσοκομείου.
Και για να την προσέξεις, πρέπει και να ξέρεις να βλέπεις και να ξέρεις να αγαπάς.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 06, 2008

Τηλεοπτικός, Νομικός και Ποδοσφαιρικός Πολιτισμός

Η υπόθεση αυτή θεωρείται πρόκριμα, αφού αν υπάρξει καταδικαστική απόφαση με αυτή την βάση, τότε ανοίγει ο δρόμος για απαγόρευση του συνόλου των τηλεοπτικών εκπομπών: ελλείψει άλλων προγραμμάτων τα κανάλια θα παίζουν από το πρωί ως το βράδυ το «Παρασκήνιο» της ΕΤ για τα μπλογκ.
Εν τω μεταξύ, τα μέλη του ΕΣΡ κλήθηκαν σε απολογία από το «Εθνικό Συμβούλιο Ορθής Χρήσης της Ελληνικής» («ΕΣΟΧΕ»), με το αιτιολογικό ότι φράσεις όπως «εξυπηρέτηση προσωπικών αντιπαθειών», που περιέχονται στην ανωτέρω κλήση σε απολογία, δεν εξυπηρετούν ιδιαίτερα τα ελληνικά.
Εν συνεχεία τα μέλη του «Εθνικού Συμβουλίου Ορθής Χρήσης της Ελληνικής» κλήθηκαν και αυτά με τη σειρά τους σε απολογία από το «Εθνικό Συμβούλιο Κατά της Υπερβολής» («ΕΣΚΥ»), αφού η κλήση σε απολογία των μελών του ΕΣΡ θεωρήθηκε δυσανάλογη, υπερβολική και ακραία. Τρία από τα πέντε μέλη του ΕΣΚΥ πρότειναν όμως και την δική τους κλήση σε απολογία, αφού θεώρησαν ότι η κλήση των μελών του ΕΣΟΧΕ από την ΕΣΚΥ για παράβαση των περί υπερβολής κανόνων, συνιστά από μόνη της παράβαση των περί υπερβολής κανόνων. Η πρότασή τους έγινε δεκτή.
Υπενθυμίζεται ότι οι αποφάσεις που θα εκδοθούν σε όλες τις ανωτέρω υποθέσεις (ΕΣΡ κατά ALPHA, ΕΣΟΧΕ κατά ΕΣΡ, ΕΣΚΥ κατά ΕΣΟΧΕ και ΕΣΚΥ κατά ΕΣΚΥ) επιδέχονται εφέσεως σε δεύτερο βαθμό ενώπιον του «Εθνικού Συμβουλίου Απωθημένων Σοβιετικού Ελέγχου» και αναιρέσεως σε τρίτο ενώπιον του «Εθνικού Ιεροεξεταστικού Συμβουλίου».
Μπρος τηλεοπτική ασυδοσία και πίσω Εσουρού.
Δεν μπορεί, πρέπει να υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος άμυνας έναντι του τηλεοπτικού «πολιτισμού», αφενός περισσότερο αποτελεσματικός και αφετέρου λιγότερο επικίνδυνος από τον εκφυλισμό του νομικού πολιτισμού.
---
Αν η πληροφορία αποδειχθεί ανακριβής, η Ιωάννα Μάνδρου θα καταδικασθεί για το ιδιώνυμο αδίκημα της «Περιύβρισης Μεγάλου Καναλιού» και θα της επιβληθεί ποινή ραβδισμάτων στην πλάτη αριθμού ίσου με το μερίδιο τηλεθέασης που πέτυχε το συγκεκριμένο δελτίο ειδήσεων του Αlpha πολλαπλασιασμένο με την (κατά προσέγγιση) ηλικία της Έλλης Στάη. Εν συνεχεία η μαστιγωθείσα θα πρέπει να συρθεί και να ανέβει με τα γόνατα τα σκαλιά του Καναλιού, για να ζητήσει κλαίουσα συγχώρεση από την θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς της Τρέμης της Μηντιβιντιβλεπούσας.
---
Και τέλος άσχετο, αλλά επειδή είναι αμαρτία να μένει με την απορία ο Γιάννης «Δεν καταλαβαίνω τα περί unfair» Μόραλης, στο ερώτημά του: «Εάν δηλαδή ο Ολυμπιακός κέρδιζε δίκαια 4-0 τον Παναθηναϊκό και ο Ολυμπιακός είχε χρησιμοποιήσει παράτυπα ένα ποδοσφαιριστή, τότε ο Παναθηναϊκός δεν θα είχε καταθέσει ένσταση;», η απάντηση είναι «και βέβαια όχι»· κι αν παρ΄ελπίδα το έκανε, θα ντρεπόμαστε να κυκλοφορήσουμε μετά και θα κράζαμε μέχρι εκεί που δεν παίρνει. «Είναι άλλο η ηθική και άλλο το αγωνιστικό συμφέρον» μάς λέει ο καλός αυτός κύριος, αλλά εκείνο που αδυνατεί ίσως να καταλάβει είναι ότι μπορεί το παραμύθιασμα, τον στρουθοκαμηλισμό και την οπαδική γκαβωμάρα να τα έχουμε αγαπήσει όλοι οι οπαδοί, τον κυνισμό όμως και την διακηρυγμένη χωρίς κανένα πρόσχημα ανηθικότητα ουδείς.
Πίσω από την αγάπη κάθε ομάδας υπάρχει κάτι το κατ΄αρχήν άδολο και δεν έχει δικαίωμα να λερώνει η διοίκηση του Ολυμπιακού τους οπαδούς της ομάδας με μια απόφαση που οι ίδιοι ποτέ δεν θα έπαιρναν.
Κρατήστε το διακηρυγμένο κυνισμό σας για τις Ιντρακόμ σας και αφήστε τον κατά μέρος για τον Ολυμπιακό σας, γιατί δεν είναι δικός σας.

Το καθρέφτισμα

Την έβδομη ημέρα ο καθρέφτης αποφάσισε να ξεκουραστεί.
Το δικαιούταν άλλωστε.
Εκμεταλλεύτηκε το εβδομαδιαίο του ρεπό, ξεκρεμάστηκε προσεκτικά, τεντώθηκε να ξεμουδιάσει, έκανε ένα γρήγορο ντουζ και βγήκε έξω.
Έκανε στάση στο περίπτερο, πήρε ένα πακέτο τσιγάρα και σπίρτα, περπάτησε λίγο κι έκατσε στο παγκάκι της πλατείας.
Άναψε το πρώτο τσιγάρο, άπλωσε τα χέρια του ακουμπώντας τα στην πλάτη του παγκακιού, τέντωσε το κεφάλι προς τα πάνω κι έκανε μια γερή ρουφηξιά.
Κοιτάζοντας έντονα τον ουρανό, ο ουρανός καθρεφτίστηκε πάνω του.
Το τελευταίο πράγμα που ήθελε.
Χαμήλωσε αμέσως το κεφάλι, στρέφοντας το προς τα μπρος και άρχισε να ρεμβάζει προσπαθώντας να διατηρήσει το βλέμμα του αφηρημένο ώστε να μην προλάβει να καθρεφτιστεί τίποτα επάνω του.
Μάταιος κόπος.
Περαστικοί, κάτι παιδιά που παίζαν μπάλα, δυο κοπρόσκυλα που κυνηγιόντουσαν, το πρεζόνι της γειτονιάς, παρέλασαν χωρίς την άδειά του στην επιφάνειά του.
Σηκώθηκε κι έφυγε εκνευρισμένος.
Περπατούσε - περπατούσε, μέχρι που βρέθηκε μπροστά σε ένα ξενοδοχείο.
Μπήκε μέσα και ζήτησε δωμάτιο.
Επιτέλους μόνος.
Ξάπλωσε να ξεκουραστεί κι αποκοιμήθηκε.
Στον ύπνο του είδε ότι κάποιος, κάπου, κάποτε, είχε κοιτάξει κι είχε δει εκείνον αντί για το είδωλό του.
Πετάχτηκε ταραγμένος.
Πριν προλάβει να συνέλθει, ξύπνιος αλλά όχι ακόμα εντελώς, έστρεψε το βλέμμα του προς τον καθρέφτη του δωματίου.
Και δεν μπόρεσε να καταλάβει αν έβλεπε μέσα του τον εαυτό του ή τον καθρέφτη του δωματίου, και δεν μπόρεσε να καταλάβει αν ο καθρέφτης του δωματίου έβλεπε μέσα σε εκείνον εκείνον ή τον δικό του εαυτό.
Ελάχιστη σημασία όμως είχε, γιατί κοιτάζονταν πια σαν μαγεμένοι, διεισδύοντας ολοένα και βαθύτερα ο ένας στο βλέμμα του άλλου, ο ένας στο σώμα του άλλου, ο ένας στην ψυχή του άλλου.
Του υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε την επόμενη εβδομάδα.
Αλλά την επόμενη εβδομάδα το δωμάτιο ήταν κατειλημμένο.
Κόντεψε να τρελλαθεί.
Γύρισε σπίτι του απελπισμένος και ξανακρεμάστηκε στη θέση του σαν σε κατάρα.
Το βράδυ άκουσε το τζάμι του παραθύρου να σπάει.
Αυτό που ένοιωσε όταν είδε τον καθρέφτη του ξενοδοχείου να στέκεται τρέμοντας ματωμένος εμπρός του δεν φανταζόταν ότι υπάρχει ως συναίσθημα.
Ίσως και να μην είχε ξαναϋπάρξει ως εκείνη τη στιγμή.
Ξανακοιτάχτηκαν.
Και χάθηκαν εντελώς.
Χάθηκαν εντελώς ο ένας μέσα στον άλλο και το μόνο που μπορούσε να ξεχωρίσει από αυτό το όργιο της αλληλοαναίρεσης, της αλληλοεξουδετέρωσης, της αλληλοϋπέρβασης, της αλληλοαντανάκλασης, της αλληλομετατόπισης, της αλληλοετερότητας, ήταν οι σταγόνες το κόκκινο αίμα, τις οποίες ο καθρέφτης του σπιτιού (ή ίσως ό άλλος καθρέφτης - δεν μπορούσαν πια να πουν με σιγουριά) κοινωνούσε βουλιμικά σαν υπόσχεση μιας ζωής αιώνιας, σαν ένωση με τη Θεία φύση του έρωτα.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 05, 2008

Σούπερ Τρίτη

Σούπερ Τρίτη σήμερα και κορυφώνεται η αγωνία για το ποιός θα επικρατήσει μεταξύ του Αγίου Θεσσαλονίκης Άνθιμου, του Αγίου Ιλινόις Ομπάμιου και της Αγίας Νέας Υόρκης Κλιντόνης.
Ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος κατεβαίνει με βασικό σλόγκαν το «Μην φοβάστε ποτέ τους τέως», υπογείως όμως διεξάγει μια φοβική καμπάνια, προβάλλοντας ως κύριο προσόν του σε σχέση με τους ανθυποψήφιούς του το χρώμα και το φύλο του, με βασικό -και εν τέλει πειστικό- επιχείρημα ότι η Αρχιεπισκοπή δεν πρέπει μετά από τόσους αιώνες παράδοσης να πέσει στα χέρια γυναίκας ή αράπη. Στο πλαίσιο της ίδιας καμπάνιας, διαρρέει δεξιά και αριστερά ότι υπάρχουν φωτογραφίες και των δύο αντιπάλων του, στις οποίες εμφανίζονται να φορούν πολιτικά.
Σύμφωνα με τους εκλογολόγους, το αποτέλεσμα θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από το που θα καταλήξουν οι εκλέκτορες των πολιτειών: 1) Σισανίου, Σιατίστης και Σιάτλ, 2) Πολυανής, Κιλκισίου και Αλαμπάμας, 3) Σταγών, Μετεώρων και Κολοράντου και 4) Μαντινείας, Κυνουρίας και Προσωπικού μου Αϊντάχο.
Επί τυχόν ενστάσεων που θα προκύψουν κατά τη διαδικασία, αρμόδιος να αποφανθεί ως εκπρόσωπος της Πολιτείας (στη θέση του κωλυόμενου Υπουργού Παιδείας) είναι ο Άγιος Ζήμενς και Σιφοράι Γιάννος, ενώ την τάξη θα διαφυλάσσει μεικτό επίλεκτο σώμα από εκπροσώπους της Χρυσής Αυγής και της Ελληνικής Αστυνομίας.
Τέλος, όλοι οι ειδικοί αναλυτές συγκλίνουν στην άποψη, ότι αν προκύψει έστω και ένα ακόμη ενοχοποιητικό στοιχείο σε βάρος του Πρωθυπουργού και του περιβάλλοντός του στο σκάνδαλο Ζαχόπουλου το ΠΑΣΟΚ θα πέσει σε μονοψήφιο νούμερο, ενώ σε τυχόν περίπτωση που θα προκύψει και δεύτερο ενοχοποιητικό στοιχείο, το ΠΑΣΟΚ θα είναι το πρώτο κόμμα στην παγκόσμια ιστορία των δημοσκοπήσεων που θα καταγράψει ποσοστό με αρνητικό πρόσημο.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 04, 2008

Υποχρέωση απέναντι στην ιστορία

«Οι αγώνες και τα πρωταθλήματα πρέπει να κρίνονται μέσα στους αγωνιστικούς χώρους»
(Από παλαιότερο ψήφισμα, που είχαν εκδώσει κάποιοι λάτρεις του φερ πλέι)
---
«Υποχρέωση απέναντι στην ιστορία του Ολυμπιακού» χαρακτήρισε κατά λέξη ο Πέτρος Κόκκαλης την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΠΑΕ (στο οποίο συμμετείχε προφανώς και ο υπεράνω πάσης υποψίας, ειρηνιστής και έμπρακτος πολέμιος της βίας, Μιχάλης Κουντούρης) να υποβληθεί ένσταση για να πάρει ο Ολυμπιακός πίσω τους τρεις βαθμούς που έχασε στην Καλαμαριά.
Μερικές φορές η απύθμενη βλακεία μερικών ανθρώπων όχι απλά δεν μπορεί να κρυφτεί, αλλά κραυγάζει τόσο πολύ, με αποτέλεσμα να μην σου αφήνει περιθώριο να σαρκάσεις: μερικοί άνθρωποι σε εξουδετερώνουν ειρωνικά με τα ίδια τους τα σοβαρολογούμενα. Τι παραπάνω να πεις;
Τα έχει πει όλα ο Πέτρος για λογαριασμό σου.
---
Εν τω μεταξύ, ανύπαρκτη χαρακτήρισε την Πολιτεία ο Ντέμης Νικολαϊδης, σε χθεσινοβραδυνές του δηλώσεις, κουνώντας μάλιστα εύγλωττα με (ιδιαίτερα) μεγάλη στεναχώρια το κεφάλι. Ζητήσαμε από τον μπαφιασμένο και απηυδισμένο Ντέμη να μας εξηγήσει πού στηρίζεται για να αποδώσει έναν τόσο βαρύ χαρακτηρισμό και στάθηκε αμείλικτος, αναφερόμενος στην ερημοδικία του Δημοσίου στη σχετική δίκη, προκειμένου να εισαχθεί η ΑΕΚ στο άρθρο 44 και να χαριστούν τα χρέη της. Τόσο ανύπαρκτη είναι η Πολιτεία, συνέχισε, που αφού χάρισε τα χρέη στην ΠΑΕ, τώρα με βοηθάει με οικόπεδα για να χτίσω και γήπεδο. «Πού θα πάει αυτή η ιστορία;», κατέληξε με ένα ρητορικό ερώτημα έμπλεο πίκρας και γαμώτου ο Δον Ντεμώτης του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Αλλά δεν δυσκολεύτηκε

Κόντευε τα εξήντα, αλλά στον ύπνο του τον είδε πάνω από εβδομήντα. Και άρρωστο· δεν αποκλείεται τόσο άρρωστο, ώστε να μοιάζει δέκα πέντε χρόνια μεγαλύτερος λόγω της ασθένειας. Δοκίμασε να θυμηθεί περισσότερα αλλά δεν ήταν εύκολο. Σχεδόν ποτέ δεν θυμόταν τι έβλεπε κι ας ήταν σίγουρος ότι έβλεπε όνειρα επεισοδιακά. Το κάθε ξύπνημα τον πέταγε στη λήθη. Οπότε, το ότι θυμόταν πως τον είδε άρρωστο τού φάνηκε ήδη επαρκώς σημαδιακό. Τώρα του ήρθε στο μυαλό κι ένα νοσοκομείο. Δεν είχε λεφτά, είχε εξυπηρετήσει παλιά όμως κάποιον που έκανε κουμάντο στο νοσοκομείο και του είχαν βάλει ένα κρεβάτι μικρότερο σε μέγεθος, κάθετα σε σχέση με τα άλλα κρεβάτια. Δεν ήταν μόνο το κρεβάτι μικρότερο ήταν κι εκείνος μικρότερος. Τόσο έντονο όνειρο. Γιατί άραγε; Δεν ήταν στενός του φίλος, ούτε τον είχε πρόσφατα δει ή συζητήσει για να μπορεί να δώσει μια εξήγηση. Κι έτσι, άρχισε να ανησυχεί. Καμάρωνε για τον ορθολογισμό του και την πλήρη έλλειψη δεισιδαιμονιών του, και θεωρούσε ότι τελικά και σε αυτήν την περίπτωση βασικά ορθολογική ήταν η ανησυχία του. Αποφάσισε να μιλήσει με τον πρωταγωνιστή του εφιάλτη του. Έκανε να σχηματίσει το νούμερό του αλλά μετάνοιωσε. Ας το βασάνιζε περισσότερο στο μυαλό του. Ας προσπαθούσε να βρει την εξήγηση. Μήπως είχε τελευταία κάποια έντονη εικόνα από κάποιον που του τον θύμιζε και τον αντικατέστησε στον ύπνο του με τον φίλο του; Όχι. Το σκέφτηκε έτσι, το σκέφτηκε αλλιώς, άκρη δεν έβρισκε και πήρε τηλέφωνο. Άνθρωποι είμαστε, δεν έβλαπτε να ενδιαφερθεί. Τον ρώτησε τι κάνει, του απάντησε τα γνωστά, δεν φάνηκε να είχε τίποτα. Πριν το κλείσουν ζήτησε από τον φίλο του να βρεθούν για έναν καφέ την επόμενη. Εκείνος δέχτηκε με χαρά. Να τον προειδοποιούσε; Και τι να του έλεγε; Ότι σε είδα στον ύπνο μου σε άσχημη κατάσταση; Ντροπή. Εκείνος ήταν ορθολογιστής. Αλλά αν πάθαινε κάτι; Αν πάθαινε κάτι που θα μπορούσε να αποφύγει; Όταν τον συνάντησε το όνειρο ξαναζωντάνεψε στα μάτια του. Αδυνατούσε να τον κοιτάξει κατά πρόσωπο γιατί όλο του ερχόταν στο μυαλό η εικόνα του προσώπου στον εφιάλτη και του γύριζε το στομάχι. «Μα τι έχεις;», τον ρώτησε μετά από ώρα ο φίλος του, «Δεν μιλάς σχεδόν καθόλου, το μυαλό σου είναι αλλού, φαίνεσαι χλωμός». Τότε, γύρισε απότομα, τον έπιασε σφιχτά από το μπράτσο και του ζήτησε να κάνει γενικές εξετάσεις. Να μην τον ρωτούσε γιατί. Φυσικά τον ρώτησε γιατί. Αναγκάστηκε να του πει το γιατί. Μην ανησυχείς του είπε ο άλλος, ανακουφισμένος. Όνειρα είναι, αυθαίρετα καπρίτσια του μυαλού, δεν είναι για να τους δίνουμε τόση σημασία. Χώρισαν και χαμογελούσε για την παράλογη ανησυχία του φίλου του. Δεν τον είχε για τόσο προληπτικό. Αλλά όσο περνούσε η ώρα άρχισαν να τον ζώνουν τα φίδια. Κι αν όντως είχε κάτι; Το βράδυ είδε στον ύπνο του τον εαυτό του άρρωστο. Το οποίο, ναι, ήταν και λογικό και εξηγήσιμο. Αλλά τρομοκρατήθηκε. Άρχισε να βλέπει κάθε βράδυ το ίδιο περίπου όνειρο και το κακό ήταν ότι εκείνος τα όνειρά του τα θυμόταν μέχρι κεραίας. Ξαναμίλησαν με τον φίλο του μετά από μήνες. Τον πήρε εκείνος για να του απολογηθεί για την παλαβομάρα που τον είχε πιάσει, για τις βλακείες που του είχε πει, βλακείες για τις οποίες ντρεπόταν και για αυτό έκανε τόσο καιρό να επικοινωνήσει, πολύ περισσότερο όταν είδε ότι δεν επικοινωνούσε ούτε αυτός. Να πήγαιναν αύριο για καφέ στο ίδιο μέρος με την τελευταία φορά; Δέχτηκε απρόθυμα· βυθισμένος πια για τα καλά στην κατάθλιψη, έμοιαζε δέκα πέντε χρόνια μεγαλύτερος.
Αλλά ο φίλος του δεν δυσκολεύτηκε να τον γνωρίσει.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 03, 2008

Γελοίοι Έρωτες

«- Έπειτα λοιπόν απ΄όλα αυτά τα ψέματα, τι σε πειράζει να πεις άλλη μια φορά ψέματα και να γράψεις ένα θετικό σχόλιο για το άρθρο του; Είναι ο μόνος τρόπος να τακτοποιηθούν όλα.
- Κοίτα, Κλάρα, εσύ νομίζεις πως όλα τα ψέματα είναι ίδια, αλλά δεν έχεις δίκιο. Μπορώ να σκαρφιστώ οτιδήποτε, να κοροϊδεύω τους πάντες, να σκαρώνω φάρσες, να κάνω κάθε λογής αστεία, αλλά δεν έχω την αίσθηση πως είμαι ψεύτης· αυτά τα ψέματα, αν θες να τα πούμε ψέματα, είμαι εγώ, έτσι όπως είμαι στην πραγματικότητα· με τα ψέματα αυτά δεν κρύβω τίποτα, με τα ψέματα αυτά λέω εν τέλει την αλήθεια. Για μερικά όμως πράγματα δεν μπορώ να πω ψέματα. Για μερικά πράγματα που τα γνωρίζω σε βάθος, που έχω συλλάβει το νόημα τους, που τα αγαπώ. Με αυτά δεν κάνω αστεία. Αν έλεγα ψέματα για αυτά θα ξέπεφτα στα ίδια μου τα μάτια, κι αυτό δεν γίνεται, μην μου το ζητάς, δεν θα το κάνω».
(«Κανείς δεν θα γελάσει»)
«Τον κοίταξα. Τα μάτια του είχαν και πάλι αυτήν την αιωνίως άπληστη λάμψή τους· εκείνη τη στιγμή ένοιωσα πόσο τον αγαπούσα τον Μάρτιν, πόσο αγαπούσα την σημαία με την οποία είχε παρελάσει όλη του τη ζωή: τη σημαία του αιώνιου κυνηγιού των γυναικών ... Σκεφτόμουν πως με το πέρασμα του χρόνου το θέμα σ' αυτό το κυνήγι των γυναικών ήταν όλο και λιγότερο οι γυναίκες και όλο και περισσότερο το ίδιο το κυνήγι. Αν δεχτούμε ότι πρόκειται για κυνήγι εξ ορισμού ανώφελο, μπορεί κανείς να κυνηγάει κάθε μέρα αναρίθμητες γυναίκες και να μετατρέψει έτσι το κυνήγι σε απόλυτο κυνήγι».
(«Το χρυσό μήλο του αιώνιου πόθου»)
«Έπειτα από λίγο άκουσε τα πνιχτά αναφιλητά της· το χέρι της άγγιξε το χέρι του με μια δειλή, παιδιάστικη κίνηση· τον άγγιξε, τραβήχτηκε, τον ξανάγγιξε, κι έπειτα, μέσα απ' τ΄αναφιλητά, ακούστηκε μια ικετευτική φωνή που τον φώναζε με τ΄όνομά του κι έλεγε: «Είμαι εγώ, είμαι εγώ ...».
Ο νεαρός σώπαινε, έμενε ακίνητος και συνειδητοποιούσε την θλιβερή κενότητα της διαβεβαίωσής της κοπέλας του, όπου το άγνωστο οριζόταν δια του αγνώστου.
Τα αναφιλητά έδωσαν τη θέση τους σ' ένα ηχηρό κλάμα· η κοπέλα επαναλάμβανε συνέχεια αυτήν τη συγκινητική κενολογία: «Είμαι εγώ, είμαι εγώ, είμαι εγώ ...».
Τότε ο νεαρός αποφάσισε να καλέσει σε βοήθεια τη συμπόνια (και χρειάστηκε να την καλέσει από μακριά, γιατί δεν βρισκόταν πουθενά εκεί κοντά), για να μπορέσει να παρηγορήσει την κοπέλα. Είχαν άλλες δεκατρείς μέρες διακοπές μπροστά τους».
(«Το παιχνίδι του οτοστόπ»)
«Με την ευκαιρία αυτή αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι του Φλάισμαν του συνέβαινε πολύ συχνά, αν όχι διαρκώς, να βλέπει τον εαυτό του· οπότε συνοδευόταν μονίμως από ένα αντίγραφο, κι έτσι η μοναξιά του γινόταν φοβερά διασκεδαστική. Απόψε, λόγου χάρη, όχι μόνο ήταν με την πλάτη ακουμπισμένη σ' έναν πλάτανο και κάπνιζε, αλλά παρατηρούσε ταυτόχρονα με απόλαυση αυτόν τον (όμορφο και νεαρό) άντρα που ήταν με την πλάτη ακουμπισμένη σ' έναν πλάτανο και κάπνιζε νωχελικά».
(«Το συμπόσιο»)
«Δεν είχαν ακόμα χωρίσει εκείνο το βράδυ, κι εκείνος επιστράτευε ήδη την μνήμη του· προσπαθούσε να φανταστεί πώς ήταν το (κρυμμένο στο μισοσκόταδο) πρόσωπό της και το (κρυμμένο στο μισοσκόταδο) κορμί της λίγο πριν, όταν έκαναν έρωτα. Μάταια· εκείνη ξεγλιστρούσε συνέχεια από την φαντασία του.
Αποφάσισε πως την επόμενη φορά θα κάνουν έρωτα με αναμμένο φως. Μα δεν υπήρξε επόμενη φορά».
(«Οι παλιοί νεκροί να παραχωρήσουν τη θέση τους στους νέους»)
«Γιατί ο Χάβελ τιμωρούσε ανέκαθεν τις απείθαρχες, τις αυθάδεις ή τις κακομαθημένες γυναίκες, οδηγώντας τες ψυχρά, χωρίς ίχνος τρυφερότητας και σχεδόν σιωπηλά, στο κρεβάτι του, απ΄όπου τις απέπεμπε ύστερα εξίσου ψυχρά. Μόνο που έπειτα από μία στιγμή συνειδητοποίησε ότι και βέβαια απευθύνθηκε στην μασέζ με την κατάλληλη ψυχρότητα και χωρίς ίχνος τρυφερότητας, αλλά ούτε την οδήγησε και ούτε θα την οδηγούσε ποτέ στο κρεβάτι του».
(«Ο γιατρός Χάβελ είκοσι χρόνια μετά»)
«Ο Θεός είναι η ίδια η ουσία, ενώ ο Έντουαρντ δε βρήκε ποτέ τίποτα ουσιαστικό ούτε στους έρωτές του, ούτε στη δουλειά του, ούτε στις ιδέες του. Αλλά είναι τόσο έντιμος, που δεν μπορεί να ισχυριστεί πως βρίσκει το ουσιαστικό στο μη ουσιαστικό και τόσο αδύναμος, που λαχταράει κρυφά το ουσιαστικό ...
Έτσι, ο Έντουαρντ πάει καμιά φορά και κάθεται μέσα στην εκκλησία και σηκώνει ψηλά στο θόλο τα ονειροπόλα μάτια του. Σε μια τέτοια στιγμή θα τον αποχαιρετήσουμε κι εμείς: αργά το απόγευμα, η εκκλησία είναι σιωπηλή και άδεια, ο Έντουαρντ κάθεται σ' έναν ξύλινο πάγκο και νιώθει θλίψη στη σκέψη πως δεν υπάρχει Θεός. Αλλά είναι τέτοια η θλίψη του εκείνη τη στιγμή, που βλέπει ξαφνικά να αναδύεται από τα βάθη της το πραγματικό, ζωντανό πρόσωπο του Θεού. Κοιτάξτε! Είναι αλήθεια! Ο Έντουαρντ χαμογελάει! Χαμογελάει, και το χαμόγελό του είναι ευτυχισμένο.
Κρατήστε τον, σας παρακαλώ, στη μνήμη σας μ΄αυτό το χαμόγελο».
(«Ο Έντουαρντ και ο Θεός»)
Αποσπάσματα από τα επτά διηγήματα της συλλογής διηγημάτων του Μίλαν Κούντερα «Κωμικοί Έρωτες», που επανακυκλοφόρησε πρόσφατα, σε μετάφραση Γιάννη Χάρη. Το βιβλίο το είχα διαβάσει (σε παλιότερη έκδοση με τίτλο «Γελοίοι Έρωτες») από τη δανειστική βιβλιοθήκη του Δήμου Καλλιθέας αρχές της δεκαετίας του 90, φοιτητής. Έκτοτε το έψαχνα να το αγοράσω και δεν το έβρισκα, όπως δεν βρήκα ποτέ και το «Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης», που το είχα δανειστεί και διαβάσει καπάκι.
Αυτά τα δύο, μαζί με την «Αβάσταχτη Ελαφρότητα» και την «Αθανασία», θεωρώ τα καλύτερά σου μακράν, Μίλαν. Σ΄αφήνω τώρα. Τα λέμε.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 01, 2008

Το κουμπί

Μια ακόμη ζωή του έφτανε στο τέρμα της.
Είχε το άσχημο προαίσθημα από την αρχή της εκστρατείας και όταν το σπαθί τρύπησε την κοιλιά του, κατάλαβε ότι όλα τελείωναν ξανά. Δεν ήταν άλλωστε πρωτάρης στους θανάτους για να ξεγελάσει τον εαυτό του με απατηλές ελπίδες. Λίγα λεπτά αργότερα, ξεψυχώντας και κλείνοντας για τελευταία φορά τα μάτια, αναρωτήθηκε πού θα βρισκόταν όταν τα ξανάνοιγε· πάντα αυτό το τελευταίο μυστήριο τον συνάρπαζε ελαττώνοντας λίγο τη οδύνη του κάθε τέλους του· οδύνη που είχε νοιώσει ακόμη και στα χειρότερα περάσματά του· οδύνη που εν τέλει την απέδιδε στη δύναμη της συνήθειας. Συνήθιζε τόσο πολύ κάθε του ρόλο, που του κόστιζε να βγαίνει από αυτόν, λες και ήταν η μία και μοναδική ζωή του.
Έκλεισε τα μάτια του σε έναν ματωμένο αγρό και ξύπνησε αρκετούς αιώνες αργότερα σε ένα μονό κρεβάτι. Το κεφάλι του γύριζε και του πήρε λίγη ώρα για να καταλάβει από τον περιβάλλοντα χώρο ότι πρέπει να βρισκόταν κάπου ανάμεσα στα τέλη του εικοστού και στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, βρήκε ένα ημερολόγιο στον τοίχο, έγραφε 2008, κατευθύνθηκε στο μπάνιο, κοίταξε τον καθρέφτη και είδε ότι πρέπει να ήταν γύρω στα 25. Όχι κι άσχημα.
Όταν συνήλθε εντελώς από την μετάβαση, κάθισε στον καναπέ και προσπάθησε να ανακαλέσει στην μνήμη του τις βασικές του γνώσεις για την εποχή. Τι έπρεπε οπωσδήποτε να θυμάται;
Ζώντας σε μια εποχή όπου κάθε εξωτερική σου ενέργεια μπορούσε ανά πάσα στιγμή να καταγραφεί σε μηχανικό μέσο και να αναπαραχθεί για το κακό σου και προς διάψευσή σου, ζώντας σε μια εποχή ιδιωτικού υπό αίρεση, ιδωτικού επ' απειλή, αποφάσισε να ζήσει -και πράγματι έζησε έως βαθέος γήρατος- μια υποδειγματική ζωή, μια ζωή δίχως εξωτερικευμένα μυστικά, μια ζωή όπου κράτησε όλα του τα μυστικά μέσα στον οργιώδη κόσμο του μυαλού του, μέσα σε έναν κόσμο όπου μισούσε, φθονούσε, έκλεβε, έκαιγε, επιδιδόταν σε διαστροφές, την ώρα που όποιος κι αν τον έγραφε το μόνο που θα μπορούσε να γράψει είναι έναν αμίλητο και χαμογελαστό άνθρωπο.
Έναν άνθρωπο που χαμογελούσε σκεπτόμενος την σχεδόν εφιαλτική του εμπειρία μερικές ζωές πιο πριν, όταν ζώντας στα μέσα του εικοστού όγδοου μ. Χ. αιώνα, δεν είχε ούτε το καταφύγιο της ελεύθερης σκέψης, έχοντας αναγκαστεί έτσι υπό τον φόβο της καταγραφής της να είναι άμεμπτος σε όλα του, υποδειγματικός και στις σκέψεις του, καλότατος στ' αλήθεια.
Χαμογέλασε ακόμα καθώς θυμήθηκε πως ακόμη και αυτήν την μαρτυρική ζωή της υποχρεωτικά ειλικρινούς - της εξ' ανάγκη ανυπόκριτης καλοσύνης, όταν είχε έρθει η ώρα, την είχε εγκαταλείψει με τη συνήθη οδύνη του και μάλιστα με μια οδύνη που την επέτεινε η συνειδητοποίηση ότι πέθαινε ένας ενάρετος άνθρωπος, για να έρθει κατά πάσα πιθανότητα στη θέση του ένα κάθαρμα ξανά.

Ιn Athens Greece

Κάθε γραφιάς, κάθε ταπεινός εργάτης των λέξεων, γράφει κατ΄ουσίαν για ποιόν; Για τον ιδανικό του αναγνώστη:
Recent Keyword Activity (Old Boy)
1 Feb, 16:42:38, http://www.google.gr/, i want to fuck in athens greece
Για τους υπόλοιπους, τους μη ιδανικούς, η τιμή εισόδου στο μπλογκ αυξάνεται από σήμερα κατά 30%. Δεν είναι ευχάριστο αυτό ούτε για το ίδιο το μπλογκ απέναντι στους αναγνώστες (συγγνώμη για την ασυνταξία, δεν είναι δική μου, εγώ κόπι πέιστ κάνω). Ωστόσο, μετά από σχεδόν 3 χρόνια που η τιμή ήταν 0 ευρώ και οι τιμές των πρώτων υλών και το λειτουργικό κόστος ανέβηκαν αισθητά, η αύξηση αυτή είναι μονόδρομος. Ελπίζουμε να το κατανοούν και οι αναγνώστες.
Αν πάλι δεν το κατανοούν, υπάρχουν πάντα και οι έγκαυλοι τουρίστες, εκείνοι που έρχονται από τα πέρατα της γης στην Αθήνα της Ελλάδας, για τις τουριστικές της ατραξιόν για λίγο Παρθενώνα, λίγο σουβλάκι με πίττα, λίγο ολντ μπόι.

Οι μπάτσοι εκλέγουν την Αθήνη

«Τύχη αγαθή ικανότης
ένεκα γερής ξανάστροφης και μακριάς κοτσίδας άμα».
Από μια κυβέρνηση που στηριζόταν στην ψήφο εμπιστοσύνης του μακαριστού Κουκοδήμου, προτιμότερη μια κυβέρνηση που θα στηρίζεται στην ψήφο εμπιστοσύνης της χαστουκιστής Αθήνη· τουλάχιστον το Νατασάκι, άμα το κατέστρεφαν οι καλοί του φίλοι, θα πήγαινε στο στούντιο και θα τους έριχνε και κανένα φούσκο.
Και σε τελική ανάλυση, αφού δεν μπορεί να καμαρώσει με τίποτα η Μάργκαρετ το γιο της πρωθυπουργό, ας καμαρώσει την Αθήνη βουλευτή.