12:00 - 13:00
Δε φόλοουιν ιβέντς τέικ πλέις μπιτουίν τουέλβ πι εμ εντ ουάν πι εμ:
Ο Ιάκωβος ακούει έναν γνωστό του ήχο, συνειδητοποιεί ότι είναι το κινητό του, ψάχνει και το βρίσκει στην τσέπη του μπουφάν του, είναι η μητέρα του.
«Ιάκωβε, δεν είσαι γραφείο;»
«Όχι μαμά, έχω βγει έξω για δουλειά».
«Δεν σε ακούω καλά. Συμβαίνει τίποτα;».
«Όλα καλά, μαμά. Όλα καλά. Θα τα πούμε αργότερα».
Η Χλόη Μπαούρα κλείνει το τηλέφωνο και γυρνάει στον καναπέ της. Η τηλεόραση παίζει (με σχετικά χαμηλωμένο τον ήχο) ένα πρωινάδικο, στο τραπέζι μπροστά στον καναπέ ένας ελληνικός καφές, ένας φίλτρου κι ένα πιάτο με βουτήματα. Ο ελληνικός είναι για την Χλόη κι ο φίλτρου για την φίλη της την Ντίνα, που κάθεται δίπλα της στον καναπέ.
«Σκεφτική σε βλέπω. Έγινε κάτι με τον Ιάκωβο;».
«Λέει πως όχι, αλλά δεν ξέρω, τον τελευταίο καιρό μου φαίνεται ότι κάτι του συμβαίνει».
«Γιατί το νομίζεις αυτό;».
«Δεν είναι ότι συμπεριφέρεται παράξενα. Κάνει ό,τι έκανε πάντα. Αλλά του μιλάω και δεν με προσέχει, αφαιρένεται συνέχεια, τα μάτια του μου φαίνονται θλιμμένα. Πολύ θλιμμένα».
«Ανησυχείς υπερβολικά, Χλόη μου. Πρέπει κάποια στιγμή να απεξαρτηθείς από εκείνον κι ίσως θα είναι καλύτερα και για τον ίδιο».
«Μα δεν είμαι εξαρτημένη. Ο Ιάκωβος ζει τη ζωή του. Εγώ απλώς του κάνω μερικές δουλειές. Μάνα είμαι. Δυο πόρτες μακριά μένουμε. Να μην τον φροντίσω;».
«Ο Ιάκωβος ζει τη ζωή του, Χλόη, αλλά είναι αυτό που σου λέω τόσο καιρό. Είναι επιτέλους καιρός να ζήσεις τη δική σου ζωή. Δεν σε πήραν και τα χρόνια», απάντησε η Ντίνα χαϊδεύοντας απαλά το μαλλιά της με το ένα χέρι και τον μηρό της με το άλλο.
«Ε, καλά τώρα. Είμαι εξήντα χρονών πια».
«Δεν είσαι καν εξήντα χρονών. Θα είσαι σε λίγους μήνες. Γιατί βιάζεσαι τόσο;», της είπε και την φίλησε απαλά στα χείλη.
«Σταμάτησε, σταμάτησε σε παρακαλώ, Ντίνα», της είπε μαλακά κι έκανε να σηκωθεί.
«Μην απομακρύνεσαι. Δεν βιάζομαι και το ξέρεις. Θέλω να πάψεις να νιώθεις αμήχανα μαζί μου».
Η αλήθεια είναι ότι η αμηχανία της Χλόης Μπαούρα διαρκώς υποχωρούσε τον τελευταίο καιρό. Η Χλόη Μπαούρα ερωτεύτηκε μικρή, παντρεύτηκε μικρή, έγινε μάνα μικρή, χήρεψε μικρή. Στους οκτώ μήνες της γνωριμίας της πριν τον γάμο και στα οκτώ χρόνια του γάμου της με τον πατέρα του Ιάκωβου, είναι ζήτημα αν ήταν μαζί του για περισσότερο από δύο χρόνια συνολικά, αφού αυτός ήταν συνεχώς στη θάλασσα. Χήρα από τα εικοσί οκτώ της με ένα παιδί επτά χρονών στην αποκλειστική ευθύνη της, κατάλαβε ότι η ζωή είχε επιλέξει για εκείνη τον ρόλο της άτυχης. Ήταν ένας ρόλος που σύντομα ένιωσε ότι της ταίριαζε. Κι άρχισε να τον υποδύεται με ιδιαίτερη ευσυνειδησία, μέχρι που έγινε ο ρόλος της. Η Χλόη ήταν όμορφη γυναίκα και οι κρούσεις και οι προτάσεις δεν της έλειπαν. Αλλά μολονότι οι επιθυμίες και το αίμα της άλλα την διέταζαν να κάνει, εκείνη κλεινόταν περισσότερο στον εαυτό της, τον γιο της, το ριζικό της. «Έτσι τα ΄φερε η ζωή και στη ζωή κανείς δεν μπορεί να πάει κόντρα», μονολογούσε και ξαναμονολογούσε. Η Χλόη ζούσε στο σπίτι, με τη σύνταξη και την αποζημίωση για το θάνατο του άντρα της και ράβοντας για γειτόνισσες, αφοσιωμένη πλήρως στον Ιάκωβο, για τον οποίο άξιζε κάθε δική της θυσία, για τον οποίο άξιζε όλη η τύχη που είχε στερηθεί εκείνη κι ο πατέρας του. Γι΄αυτό ακριβώς και ο Ιάκωβος δεν έπρεπε να κάνει το δικό της λάθος και να παντρευτεί μικρός, αλλά αφού πρώτα έχει πήξει το μυαλό του και ωριμάσει, αφού έχει ζήσει τη ζωή του και πάνω απ΄όλα αφού βρει την κατάλληλη.
Τα τελευταία δύο χρόνια η Χλόη άρχισε να βγαίνει από το σπίτι της, να κάνει βόλτες στο πάρκο, να πηγαίνει θέατρο και σινεμά, να πηγαίνει σε ταβερνάκια κι εστιατόρια, κι όλα αυτά επειδή γνώρισε τη Ντίνα. Μετά από μια τριακονταετία συναισθηματικής μονοκαλλιέργειας και εγκλεισμού σε τέσσερεις τοίχους και μια μικρή οθόνη, η Ντίνα άρχισε να γίνεται για τη Χλόη ανάγκη, χαρά, έννοια, προσδοκία. Η Χλόη Μπαούρα στα 58 και στα 59 της άρχισε να γελά πιο δυνατά από πνιχτά, άρχισε να φροντίζει το ντύσιμό της, άρχισε να αλλάζει απόψεις για πρόσωπα και πράγματα, άρχισε να εκπίπτει από τους κάθε λογής φανατισμούς της (πολιτικούς, θρησκευτικούς, αισθητικούς κλπ).
Όταν πριν λίγους μήνες η Ντίνα την φίλησε στο μάγουλο, η Χλόη κατακοκκίνισε, αλλά όχι τόσο από ντροπή και σίγουρα όχι από ξάφνιασμα (ό,τι κι αν έλεγε στον εαυτό της), όσο από ένα αίσθημα κολακείας και πλήρωσης. Αλλά είχαν πιει αρκετό κρασί στην ψαροταβέρνα και το επόμενο πρωί ξύπνησε θορυβημένη έως πανικόβλητη. Έκτοτε η Ντίνα προχωρούσε με μικρά βηματάκια, η Χλόη αντιδρούσε, αντιστεκόταν, δεχόταν κι υπαναχωρούσε.
Αλλά καμιά τους δεν βιαζόταν.
Εκείνος που βιαζόταν ήταν ο Αντώνης Αλμέδας καθώς πλησιάζει μία και πρέπει να επιστρέψουν στον Διοικητή.
Πώς και τι θα του έλεγε απ΄όσα του αποκάλυψε ο Ιάκωβος την προηγούμενη ώρα;