Σάββατο, Μαρτίου 10, 2007

Η Ψυχή στη Γλώσσα

Ο Γιάννης Οικονομίδης στο «Σπιρτόκουτο» (δες το σε DVD) και την «Ψυχή στο Στόμα» (δες την στο σινεμά) δεν σκηνοθετεί απλώς, αλλά συλλαμβάνει και φτιάχνει έναν κόσμο ολότελα δικό του, ολότελα αναγνωρίσιμο ως δικό του: ο Γιάννης Οικονομίδης είναι δηλαδή δημιουργός· όποιος δοκιμάσει να τον μιμηθεί είναι σχεδόν σίγουρο πως θα αποτύχει. Ωστόσο, ενώ οι ταινίες του δεν προσφέρονται για αντιγραφή, ανοίγουν διάπλατα ένα παράθυρο επιρροής σε όσους γράφουν διαλόγους στα ελληνικά, καθώς αποτυπώνουν με τον πλέον διαυγή τρόπο το πώς μιλάει ο νεοέλληνας.
Ναι, έτσι μιλάει ο νεοέλληνας και όχι μόνον ο νεοέλληνας των δυτικών συνοικιών. Τα ασταμάτητα μπινελίκια, που πέφτουν σαν ριπές πολυβόλου καθ' όλη τη διάρκεια και των δύο ταινιών, δεν εκφέρονται κατ΄εξαίρεση και σε στιγμές εκνευρισμού από το στόμα το δικό μου και το στόμα της συντριπτικής πλειοψηφίας των αρσενικών από μια ηλικία και κάτω· τα μπινελίκια είναι το ψωμοτύρι του προφορικού μας λόγου, αφού ο προφορικός λόγος των αρσενικών έχει πλέον συνδεθεί άρρηκτα μαζί τους. Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι ότι ο Οικονομίδης έδινε στους ηθοποιούς του το γενικό πλαίσιο της κάθε σκηνής και το τι ακριβώς θα έλεγαν το δούλευαν όλοι μαζί, προκειμένου ο λόγος να βγει φυσικός και ρέων.
Και όσο παράδοξο κι αν ακουστεί, η γλώσσα του Σπιρτόκουτου και της Ψυχής είναι γλώσσα που χαίρεσαι να την ακούς, γιατί ακριβώς είναι γλώσσα αληθινή και αυθεντική, γλώσσα που στερείται μεν κάθε καλλιέπειας και ωραιότητας, αλλά ίσως ένα μεγάλο πρόβλημα στην απόδοση του προφορικού λόγου στα έργα τέχνης είναι αυτό, η προσπάθεια δηλαδή να κάνουμε τους ήρωες να μιλήσουν όσο όμορφα γράφουμε ή όσο όμορφα θα θέλαμε να μιλούν. Δεν πρόκειται όμως απλά για μπινελίκια. Πρόκειται για μπινελίκια που σχεδόν ραπάρονται, που επαναλαμβάνονται με μουσικότητα, πρόκειται για την Μεγάλη Συμφωνία των Βωμολοχιών. Κάθε διάλογος αρχίζει και τελειώνει εκεί που πρέπει, διαρκεί όσο πρέπει, οι βρισιές λέγονται με τον τονισμό των συλλαβών που τους πρέπει.
Ξεκινώντας από τον ρεαλισμό, ο Οικονομίδης φτάνει σχεδόν στο στυλιζάρισμα των βρισιών, χωρίς όμως να χάνεται ποτέ η αίσθηση της αυθεντικότητας: είναι σαν να έχει χαμηλώσει η ένταση από όλους τους υπόλοιπους ήχους της καθημερινότητας και να έχει αυξηθεί η ένταση του προφορικού λόγου, του λόγου του σπαρμένου με τους πούτσους, τα γαμάω και τα μαλάκα.
Και στις δύο ταινίες ο Οικονομίδης αντιπαραβάλλει τον ασφυκτικό του κόσμο με τον κόσμο της τηλεόρασης: δυο όψεις της νεοελληνικής κοινωνίας διαφορετικές όσο το έγκαυμα με την τσιχλόφουσκα. Κι ενώ προφανώς η τηλεοπτική τσιχλόφουσκα δεν έχει να κάνει σε τίποτα με το σήμερα της Ελλάδας που θέλει να αναπαραστήσει, το ερώτημα είναι αν το έγκαυμα του Οικονομίδη το αποδίδει τελικά πιστά το σήμερα της Ελλάδας.
Επικρατεί άραγε τέτοια ασφυξία; Τέτοια επιθετικότητα; Τέτοιος αλληλοσπαραγμός;
Ασφαλώς και είναι υπαρκτά αυτά τα στοιχεία, αλλά πιστεύω ότι και εδώ είναι σαν να έχει χαμηλώσει η ένταση από όλες τις υπόλοιπες συναισθηματικές συνιστώσες των ανθρώπινων σχέσεων και να έχει αυξηθεί η ένταση σε ό,τι ζοφερό.
Ωστόσο έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ταινίες που παρουσιάζουν τη ζωή καλύτερη απ' ό,τι είναι· παρηγοριόμαστε υποτίθεται έτσι, παραμυθιαζόμαστε, ξεφεύγουμε. Αν στο σινεμά του Οικονομίδη πράγματι η ζωή παρουσιάζεται χειρότερη απ΄ό,τι είναι, η διαφυγή μπορεί να έρθει όχι στην μεγάλη οθόνη, αλλά μόλις αυτή σβήσει, μόλις γυρίσεις και δεις δίπλα σου έναν άνθρωπο που δεν θα σε μπινελικώσει, που δεν θα θελήσει να σε πατήσει χάμω, που δεν θα θελήσει να σε ξεφτιλίσει, αλλά να σε ανεβάσει.

25 Comments:

At 3/10/2007 11:59:00 μ.μ., Blogger Loucretia said...

Ναι, επικρατει κι επιθετικοτητα κι αλληλοσπαραγμος. Απλα δεν ειναι τοσο ορατη γιατι ραπαρουμε τα μπινελικια μεσα μας κι οχι φωναχτα.

 
At 3/11/2007 02:03:00 π.μ., Blogger gasireu said...

Το σινεμά δίνει ρυθμό και μέγεθος σε πολλά στιγμιότυπα που καμιά φορά ακόμα και μεμονωμένα αρκούν να κάνουν ένα άνθρωπο να ξεφύγει.
Αν η ζωή παρουσιάζεται χειρότερη απ΄ότι νομίζουμε ότι είναι, αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κάποιες ζωές, κάποιες περίοδοι και κάποιες στιγμές, κάποιων ανθρώπων, που πνίγονται στον φόβο και τον εξευτελισμό.
Αν χαμηλώνει η ένταση από όλες τις υπόλοιπες συναισθηματικές συνιστώσες των ανθρώπινων σχέσεων, αυτό δεν αποκλείει την ύπαρξη τους σε δεύτερο πλάνο. Σημασία έχει ότι στην απελπισία όλοι έχουμε πιθανά μερίδιο και ίσως τότε να μην έχει σημασία η ανθρωπιά των γύρω μας, όσο η δύναμη που διαθέτουμε να ξεφύγουμε.
Όλα καλά ρε, όλα καλά.

 
At 3/11/2007 02:31:00 π.μ., Blogger kamenidis said...

Θαρρώ πως η ανάγνωσή σου πάνω στο υλικό και τον κώδικα του Οικονομίδη είναι πρόχειρη, βιαστική και -εν μέρει- επιφανειακή. Anyway -και επειδή πλασάρεται από τον ίδιο το δημιουργό του ως μοντέλο κοινωνικού σινεμά- εγώ βρίσκω το κινηματογραφικό του pattern αθεράπευτα μπανάλ, κλισέ ως εκεί που δεν παίρνει (με εκλάμψεις μοντερνιστικής γραφής), ηθικοπλαστικό σε βαθμό Ηλία Βενέζη (το χειρότερο δηλαδής) και το χειρότερο απ'όλα: τελικά είναι ένα σινεμά εύκολο και κοινωνικά χυδαίο. Εύκολο γιατί δεν υπάρχει πιο άνετη θέση για ένα δημιουργό να βρίσκει το απόλυτο κακό (π.χ. τις κατώτερες κοινωνικά τάξεις) ή την πηγή του κακού ή τις εκβολές του κακού και ν'αρχίζει να τα χώνει, να τα χώνει, να τα χώνει. Είναι σαν να τα χώνει ένας αρτιμελής στον ανάπηρο, τονίζοντάς του ότι εκείνος μπορεί να περπατήσει κι ο άλλος δεν μπορεί. Όταν είσαι σε αυτή τη θέση, πολλά τραγούδια μπορείς να πεις. Το ζήτημα σ'αυτό το σημείο (και το μεγάλο στοίχημα) είναι τι λόγο τελικά θα καταφέρεις να αρθρώσεις, μέσα από ποια οπτική θα εικάσεις τα πράγματα, τι χειραψία θα προτείνεις στο κοινό σου ή στο όποιο κοινό, ποια διαλεκτική αρχή θα θέσεις, ποιο σύνδεσμο τέλοσπάντων με τον έξω κόσμο. Δεν βρίσκω πρωτότυπη τη στάση ή τον κώδικα κάποιου που το παίζει μέντορας, δείχνοντας με έπαρση πως κατέχει την απόλυτη αλήθεια για τα "κακά" του κόσμου και πως "χρέος" του είναι να τους τα "δείξει". Κοινώς, το να ανακαλύπτεις (σχεδόν ντοκιμαντερίστικα) την πληγή και να μας μιλάς για αυτή και το πόσο "κακή" είναι, δεν κάνεις τίποτα. Δεν είναι τέχνη αυτό, δεν είναι το παραπέρα (και, σόρρυ κιόλας, αλλά αυτό που έμμεσα ειρωνεύεσαι ως "ωραιοποιήση", ναι αυτό είναι το περίφημο παραπέρα).

Επιπλέον, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ο δημιουργός ότι στις κινηματογραφικές αίθουσες δεν θα συντρέξει η κοινωνική εκείνη κάστα που γραφικά (και γλαφυρά) περιγράφεται στην ταινία του, κάνει το όλο εγχείρημα ασφαλές και ανώδυνο. Μπορεί ο ίδιος να ισχυρίζεται πως είναι "μια γροθιά στο στομάχι". Το να πηγαίνει όμως κάποιος του εξελιγμένου είδους ή της ανώτερης μόρφωσης (όπως εσύ κι εγώ και όλοι όσοι πάνω-κάτω θα μπουν να δουν "κοινωνικό σινεμά") και να βλέπει τη μιζέρια και τα δεινά των "άλλων", των "φτωχών", των "μακριά από μας", δεν του δίνει καμμία γροθιά στο στομάχι. Κανείς δεν έχει όρεξη να ακούει για τα προβλήματά του. Απεναντίας, δεν έχει κανένα πρόβλημα να ακούει για τα προβλήματα των άλλων. Και, τέλοσπάντων, αν αυτή η ανάγνωση των προβλημάτων των "λούμπεν" κρύβει κάποιο μεγαλείο, τότε -και συγγνώμη για την εκμηδενιστική εξίσωση- το ίδιο μεγαλείο κρύβει και το "Καλημέρα Ζωή" του Φώσκολου όπως και τα σκε(ρ)τσάκια της Ανίτας Πάνια.

Όσο για την αισθητική των μπινελικιών ισχύει αυτό (θαρρώ): αν εγώ μαζέψω τους τελειωμένους φίλους μου και αποφασίσουμε να κλειστούμε σε ένα δωμάτιο και για μία ώρα κλάνουμε ασύστολα, το πιο πιθανό είναι πως αν μπει κάποιος μετά το πέρας αυτής της ώρας, να αποφανθεί πως "εδώ κάτι μυρίζει άσχημα". Αντίστοιχα, αν είσαι από τις 8 το πρωί μέχρι τις 2 μέσα σε ένα ταξί και προσπαθείς να αφουγκραστείς το αισθητικό σύμπαν του ταξιτζή, το πιθανότερο είναι πως θα βγεις τραγουδώντας Άντζελα και όταν βλέπεις γυναίκα θα λες "κοίτα ένα καλό κομμάτι, πούτσο θέλει κι αυτή". Αυτό είναι το προφανές. Το ξέρεις κι από πριν. Και τέχνη δεν είναι ποτέ το προφανές. Ακόμα και έτσι να είναι η πραγματικότητα στην οποία ζούμε, όπως πιστεύει και διατρανώνει ο Οικονομίδης, υπάρχει και μια άλλη πραγματικότητα. Αυτή την οποία ζητάμε με την καθημερινή μας πράξη. Αυτή στην οποία θέλουμε να ανήκουμε. Αυτή που ζητάμε και γι αυτό το λόγο ανοίγουμε blog, γράφουμε μουσική, φλερτάρουμε κορίτσια, πηγαίνουμε σινεμά, μιλάμε όμορφα στους ανθρώπους που αγαπάμε, είμαστε κύριοι και ευγενείς με του ςυπόλοιπους, διαβάζουμε κανά βιβλίο κ.ο.κ. Εμείς (κι εσύ φυσικά) είμαστε εδώ και την προσπαθούμε με κάθε κύτταρό μας. Ο Οικονομίδης τη χλευάζει, βγάζει όλους εμάς ηλίθιους και αποφασίζει να κάνει το ΕΛΛΗΝΙΚΟ προφανές: να μιλά για την πραγματικότητα κάποιων άλλων.

Αντιλαμβάνεσαι ότι αν ο Οικονομίδης ήταν γνήσιο τέκνο της κοινωνικής τάξης που χρησιμοποιεί ως υλικό (και μετουσιώνει σε καρικατούρα) ή αν αυτή η τάξη του είχε μέχρι τώρα προσφέρει πάνω από 40.000 εισιτήρια (θα μιλούσαμε τότε για ένα ρεύμα), δεν θα έγραφα τίποτα από τα παραπάνω. Τότε θα υπήρχε μια συνέπεια μεταξύ των πραγμάτων (πράξης και αντίδρασης). Ο Ταρκόφσκι, by the way, είχε κοινό πάνω από 5.000.000 απλούς εργάτες και εξαθλιωμένους στα ορυχεία. Ο Οικονομίδης δεν θα έχει ποτέ. Κι αυτό γιατί ούτε τους αγαπάει, ούτε τους πονάει, ούτε τον νοιάζει τι θα γίνει παραπέρα. Και επειδή, πάνω απ'όλα, οι ταινίες του είναι πραγματικά πολύ κακές.

 
At 3/11/2007 03:51:00 π.μ., Blogger Old Boy said...

Κamenidis, πρόκειται άραγε για κόσμο τόσο ριζικά διαφορετικό; Μόνο η λαϊκότερη τάξη μιλάει έτσι; Μόνο στις φτωχότερες γειτονιές υπάρχουν αυτές οι σχέσεις εργοδότη - εργαζομένου ή άντρα - γυναίκας; Οι δυο αυτές ταινίες αφορούν το πιο υστερημένο οικονομικά και μορφωτικά τμήμα της ελληνικής κοινωνίας και μόνο; Δεν το νομίζω. Όπως δεν νομίζω ότι το σινεμά του Οικονομίδη αναδεικνύει το προφανές. Γιατί το προφανές ποτέ δεν κάνει εντύπωση και ποτέ δεν ενοχλεί. Ακόμα κι αν ο κόσμος που μας δείχνει ήταν κάτω από τα μάτια μας, δεν παύει να ισχύει ότι κανείς δεν μας τον είχε δείξει πριν. Μου φαίνεται ότι όλο το σχόλιό σου κριτικάρει περισσότερο την στάση του ίδιου του σκηνοθέτη, όπως μάλλον την έχει συναγάγει από συνεντεύξεις του, παρά τις ταινίες καθαυτές. Επίσης το πόσα εισιτήρια έχει κόψει η ταινία και το τι ρεύμα έχει εξαρτάται βέβαια και από το σε πόσες αίθουσες έχει βγει. Βγήκε σε μία κι αυτή με το ζόρι. Δεν καταλαβαίνω επίσης γιατί λες ότι ο Οικονομίδης χλευάζει την πραγματικότητα όσων συμπεριφέρονται διαφορετικά από τους πρωταγωνιστές των ταινιών του. Από που προκύπτει αυτό;
Όσο για τις ταινίες του, μπορεί να ενοχλούν ή να αρέσουν, αλλά πολύ κακές δεν βλέπω πώς μπορεί να τις πει κανείς.

 
At 3/11/2007 04:06:00 π.μ., Blogger mpoukatsas said...

Συμφωνώ με το έξοχο σχόλιο του Kamenidi. Το Σπιρτόκουτο, η μόνη ταινία του Οικονομίδη που έχω δει, χαρακτηριζόταν από μια μονοδιάστατη προσέγγιση των χαρακτήρων (οι οποίοι όλοι ήσαν καρικατούρες ως η άλλη όψη του ιδίου νομίσματος σαπουνόπερας του Φώσκολου) και του μικρόκοσμου τους, επαναλαμβανόμενες σκηνές που υποτιμούσαν την νοημοσύνη του θεατή (θυμάμαι αμυδρά το βδελυρό γιο του ήρωα να βωμολοχεί πολλάκις στο κινητό του σε σκηνές καρμπόν -Οικονομίδη το πιασαμε το point, αμα έχεις χρόνο που σου περισσεύει άλλαξε τουλάχιστον τη σειρά των μπινελικιών), αισθητική ανάλογη με τη μικροηθική των ηρώων του. Διαφωνώ με το ότι μια τέτοια ταινία απεικονίζει την πραγματικότητα, είναι όλα τόσο υπερτονισμένα στη διαπασόν, προφανώς για εφετζίδικους σκοπούς καθώς το ελληνικό κοινό έχει εθιστεί στο θόρυβο (κινηματογραφικό και μη), που καταντούν φαιδρή καρικατούρα αυτής. Αξίζει να αντιαπαραβάλλει κανείς το εμετικό Σπιρτόκουτο με το αριστουργηματικό All or Nothing του Μike Leigh, ταινίας που οι ήρωες τους έχουν πολλά κοινά στοιχεία, ωστόσο ο Mike Leigh, ως πραγματικός καλλιτέχνης, αντιμετωπίζει τους ήρωες του με μεγαλοψυχία, αφουγκράζεται τον ψυχισμό τους και ψιλαφεί με διορατικότητα το κοινωνικό πλαίσιο που αυτοί κινούνται. Ο Οικονομίδης απλά στήνει μια πινακοθήκη τεράτων για να διασκεδάζουν οι αστοί θεατές τα σαββατοβραδά τους, εφησυχασμένοι που υπάρχουν άλλοι σε πολύ χειρότερη κατάσταση από αυτούς.

 
At 3/11/2007 04:26:00 π.μ., Blogger Old Boy said...

Πολύ χειρότερη κατάσταση. Για να το δούμε.
Η γυναίκα του πρωταγωνιστή στη «Ψυχή» τον κερατώνει ασύστολα, είναι μπεκρού, δεν του μιλάει και τον βάζει να κοιμάται στον καναπέ. Αν ζούσαν στην Κηφισιά θα τον κεράτωνε με λίγο περισσότερο τακτ, θα ήταν λίγο λιγότερο εμφανώς αλκοολική, θα του έλεγε μισή τυπική κουβέντα παραπάνω και θα του γύριζε την πλάτη το βράδυ στο κρεβάτι.
Και στις δυο ταινίες μια μεσήλικη συγγενής με διανοητικά και ψυχολογικά προβλήματα μένει με την οικογένεια και πετιέται έξω ή ζητιέται επιτακτικά να πεταχθεί έξω. Στην Κηφισιά ή θα είχε σουταρισθεί σε οίκο ευγηρίας ή ψυχιατρική κλινική ή θα ήταν κλεισμένη σε ιδιαίτερο δωμάτιο με ειδικό Φιλιππινέζο για να μην ενοχλεί.
Στο Σπιρτόκουτο η κόρη κάνει σκουπίδι τηλεφωνικά την κολλητή της επειδή ο γκόμενός της την κέρασε σφηνάκι. Στην Κηφισιά μπορεί να άκουγε λιγότερα μπινελίκια αλλά είναι πιθανό εξίσου να την έδιωχνε από τη ζωή της.
Στο Σπιρτόκουτο ο πατέρας σκυλοβρίζεται με τον γιο με αφορμή και την τουαλέτα που είναι μία. Στην Κηφισιά που οι τουαλέτες θα ήταν περισσότερες αυτή η αφορμή θα εξέλιπε. Θα υπήρχαν άλλες όμως. Και το πολύ πολύ το λεκτικό πόλεμο να αντικαθιστούσε η παγερή σιωπή και η έλλειψη επικοινωνίας.
Στο Σπιρτόκουτο το αφεντικό απολύει μια σερβιτόρα επειδή άργησε να πάει το πρωι στην καφετέρια ενώ στην Ψυχή το αφεντικό πλακώνει στις σφαλιάρες τον υπάλληλο που έκανε λάθος με τα ντουί και χάλασε μια παραγγελία. Το αφεντικό που θα μένει στην Κηφισιά μπορεί να απολύει εκατό υπαλλήλους στην καθησιά του, όχι γιατί άργησαν ούτε γιατί έκαναν λάθος στην παραγγελία, αλλά για να γίνουν περικοπές εξόδων και να ανέβει η μετοχή της εταιρίας.
Στην Ψυχή οι τοκογλύφοι βάζουν τον οφειλέτη να γλείψει το αυτοκίνητο τους σε ένδειξη εξευτελισμού, ενώ στην Κηφισιά η τράπεζα θα έπαιρνε πριν αλέκτωρ φωνήσαι τρις το αυτοκίνητο και το σπίτι του οφειλέτη που δεν συμμορφώθηκε.
Και επαναλαμβάνω την ερώτηση που έκανα προς τον Κamenidi: πόσο ριζικά διαφορετικοί κόσμοι είναι και πόσο τέρατα οι πρωταγωνιστές;

 
At 3/11/2007 05:26:00 π.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Η παρουσίαση ή επίκληση της αλήθειας οπουδήποτε και με οποιοδήποτε τρόπο ενοχλεί αφάνταστα - δεν θα μπορούσε να είναι εξαίρεση ο κινηματογράφος. Η αλήθεια είναι χειρότερη κι απ' τη σύφιλη, όπως έλεγε ο αείμνηστος Ηλίας Πετρόπουλος.

Έχουμε μπροστά μας δύο ταινίες αλήθειας, από τις ελάχιστες ελληνικές ταινίες που έγιναν ποτέ, των οποίων οι διάλογοι και η ηθοποιία δεν προσβάλλουν τη νοημοσύνη σου με την ψευτιά τους.
Και έχουμε σε αυτό το μπλογκ και δύο Θεματοφύλακες της Υψηλής Κινηματογραφίας (είχαν και στο χωριό τους) που κοιτάζουν αυτές τις ελληνικές ταινίες ως γάιδαρο στα δόντια.
Θα τους συνιστούσα φιλικά να πάνε να τη βρούν σε κάποια βερμπαλιστική "συζήτηση" με την επηρμένη καράφλα του Αγγελόπουλου, να 'φχαριστηθεί η ψυχή τους.

 
At 3/11/2007 12:21:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

ένας αϊτός καθότανε
στον ήλιο και λιαζότανε
και ψείριζε τα νύχια του
τα νυχοποδαράκια του.

αναρωτιέμαι καμενίδη και μπουκάτσα πώς καταφέρατε να απομονωθείτε; όπως εύλογα συγκρίνει ο old boy δύο τόσο ανόμοια όμοιες καταστάσεις, πού ζείτε, μήπως στην εκάλη;; ή απλά στεγάζεστε σ’ έναν αστικό μικρόκοσμο στο κέντρο της αθήνας. όσο για τον οικονομίδη, και σε σχέση με το αποτέλεσμα της ταινίας, κάθε άλλο παρά αδιάφορος είναι σε ό,τι αφορά τη λαϊκότερη τάξη (που είναι σχεδόν ολόκληρη η ελλάδα-λυπάμαι αν ξεχνάτε τη γενεαλογία σας). κανένας μας δεν ασχολείται με ένα θέμα εις διπλούν και με τόση ένταση αν δεν τού έχει κάψει τα σωθικά πλειστάκις. Εκτός και αν πρόκειται για ανόητο και σίγουρα ο οικονομίδης δεν είναι.

 
At 3/11/2007 02:33:00 μ.μ., Blogger mpoukatsas said...

old boy, τα ανθρώπινα πάθη και η έλλειψη επικοινωνίας είναι σίγουρα διαταξικά και συνήθως ένας σκηνοθέτης εστιάζει σε μια από τις εβρισκόμενες στα άκρα του φάσματος τάξεις για να διευρευνήσει το θέμα του. Το θέμα είναι τι κάνει από εκεί και πέρα τόσο από αισθητικής άποψης και από άποψης περιεχομένου (για άτομα που αδιαφορούν για τέτοια ζητήματα όπως ο Θείος, του συνιστώ να βλέπει κάθε μέρα μικρούτσικο, στεφανίδου κλπ καθώς και εκει αυθεντικούς και αυθόρμητους διαλόγους θα ακούσει).

Παρακαλώ οι οπαδοί της ταινίας να δείξουν στο μέλλον μεγαλύτερη ευρηματικότητα στις, κατά το ελληνικό συνήθειο, ad-hominem επιθέσεις σε όσους εκφέρουν μια διαφορετική άποψη (εξαιρείται ο πάντα ευγενής old boy). Είναι και αυτός ένας τρόπος εκτόνωσης συσσωρευμένης οργης (όπως οι μολότωφ και οι πέτρες στους δρόμους και στα γήπεδα).

 
At 3/11/2007 03:43:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Αν δεν κάνω λάθος, σήμερα πρέπει να κλείνεις 2 χρόνια εμπνευσμένης και σκωπτικής παρουσίας στο Διαδίκτυο. Χρονιά πολλά, φίλε. Το ιστολόγιό σου είναι όαση διεισδυτικής ανάλυσης, πνευματικής ανάτασης, ψυχολογικής παρατήρησης και ψυχαγωγικής ευθυμίας. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, καθώς ανήκει στο ζώδιο των Ιχθύων.
Εύχομαι να συνεχίσεις να διδάσκεις στα κύματα της μπλογκόσφαιρας και εμείς πιστοί μαθητές των λεξέων σου να πλοηγούμαστε, και ενίοτε να χανόμαστε, στις κρυφές αλληλουχίες των νοημάτων σου, όπως θα έλεγε ο Ελύτης.
Ευχαριστούμε.

 
At 3/11/2007 10:45:00 μ.μ., Blogger πιτσιρίκος said...

Η ταινία "Η ψυχή στο στόμα" προκαλεί αντιδράσεις και κόντρες - άρα, πέτυχε τον στόχο που πρέπει να έχει κάθε έργο τέχνης. Ωραία ανάλυση.

 
At 3/12/2007 12:17:00 π.μ., Blogger Χρίστος said...

Εγω πάλι νομίζω ότι η λεκτική βία και οι βωμολοχίες των ταινιών του Οικονομίδη έχουν ακριβώς την ίδια αημασία με τις σιωπές στις ταινίες του Μπέργκμαν; Μεταφέρουν με την ίδια ακρίβεια μυνήματα, έννοιες και συναισθήματα - δεν είναι αυτοσκοπός, είναι γλώσσα, απόλυτα εγκυρη και ακριβής.
( Η γλώσσα δεν κρίνεται από την καλιέπεια της αλλά από το ποσο επαρκώς μεταφέρει λόγο - το ίδιο ισχυει για την βία και για το σεξ στο σινεμά)

 
At 3/12/2007 12:41:00 π.μ., Blogger Sraosha said...

Η απουσία της Αγάπης και μόνο οδηγεί στη σιωπή κάποιους ήρωες του Μπέργκμαν. Τους ήρωες του Οικονομίδη τους οδηγεί στα σοπάκια, στις κατραπακιές, στη χυδαιολογία, στο μηχανικό μπινελίκωμα και στο άγριο βρισίδι.

Κι από εδώ.

 
At 3/12/2007 07:06:00 μ.μ., Blogger Old Boy said...

Garine, αν εξαιρέσω το πρόβλημα του ότι εσχάτως τα σχόλιά σου μπαίνουν στα λάθος ποστ, σ' ευχαριστώ.
Μpoukatsa, για τα ad hominem έχεις εν μέρει δίκιο, αλλά ας πούμε και στο σχόλιο του Κamenidi έχει αρκετές νύξεις για το ίδιο το πρόσωπο του Οικονομίδη.
Tέλος πάντων, η κουβέντα είναι ούτως ή άλλως ενδιαφέρουσα, όπως φυσικά και το ποστ του Sraosha.

 
At 3/12/2007 11:37:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Πρέπει να τσεκάρεις με τον webmaster. Βασικά ήθελα να το ανεβάσω σε αυτόνομο σχόλιο, αλλά δεν υπάρχει η δυνατότητα. Επίσης, δεν γνώριζα ότι θα ανέβαζες εορταστικό ποστ. Πόσο λίγο σε ξέρω. Τέλος, ήθελα να είμαι ο πρώτος, as usual ;-)

 
At 3/13/2007 10:07:00 π.μ., Blogger Angeliki S said...

Το έργο "σπιρτόκουτο" είναι σάτυρα και ως εκ τούτου υπερβάλει για να καταδείξει κάποια πράγματα που υπάρχουν θέλουμε δεν θέλουμε. Δυστυχώς συμβαίνουν και τα άσχημα... Όσο οι Έλληνες θα μένουν μπροστά στην απαράδεκτη τηλεόραση, όσο θα ασχολούνται με την οικονομισιά, τους γκόμενους, τα κέντρα διασκεδάσεως, θα μεγαλώνει το μαύρο κουβάρι που σφίγγει την ψυχή τους με συνέπειες που κανείς δεν θα μπορεί να συμμαζέψει. Μετά το θέμα είναι και πολιτικό - όχι μόνο υπαρξιακό: Ορισμένες δύσκολες καταστάσεις ενισχύονται από πνιγηρά περιβάλλοντα της σύγχρονης μεγαλούπολης.

 
At 3/13/2007 03:52:00 μ.μ., Blogger thas said...

Παρότι είμαι με τους old boy, pitsiriko, sraosha – (χτες έγραψα πολύ παρόμοια πράγματα κι εγώ), η κριτική του Kamenidi, αν και επιθετική, δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον. Υπάρχει πάντα σ' αυτές τις σκηνοθετικές εμμονές η πιθανότητα του δήθεν ή απλώς, έστω, η έκρηξη μιας ταλαντούχας ματιάς που μπορεί εύκολα να αποδειχτεί μανιέρα (δύο ίδιες, σχετικά, ταινίες) και άδειο κέλυφος. Το λέω γιατί διαβάζοντας εκ των υστέρων κάποιες συνεντεύξεις του Οικονομίδη, παρατήρησα έναν λόγο ολίγον καταγγελτικό του προφανούς, ολίγον κλισέ κι επιφανειακό. Μάλλον είναι νωρίς να κρίνουμε. Τα πράγματα μπορούν να πάνε προς κάθε κατεύθυνση. Θα περιμένουμε να δούμε.
Διαφωνώ επίσης με κάποιες από τις ενστάσεις του kamenidi σχετικά με το συγκεκριμένο έργο. Εδώ δεν είχαμε να κάνουμε με ρεαλισμό ή ντοκυμαντερίστικη γραφή, ώστε να κατηγορηθεί ο σκηνοθέτης για αδυναμία μεταστοιχείωσης του υλικού του. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει και, κατά τη γνώμη μου, αυτό συνιστά την τέχνη του: το φθαρμένο υλικό της καθημερινότητας, (η «προφορικότητα» της αφήγησης αν μιλάγαμε με λογοτεχνικούς όρους) δεν κοπιάρεται αυτούσιο κατά τον τρόπο κακοπαιγμένου σήριαλ αλλά τεντώνεται στα όριά του ώστε να ηχήσει αφύσικο, ενοχλητικό, παράφωνο. Αυτή την παραφωνία αναγνωρίζουμε ως μουσικότητα και αυτό το παραξένισμα αποκαλούμε τέχνη. Δεν είναι τέχνη στρογγυλή, δεν είναι η τέχνη του Ταρκόφσκι ή του Ντράγιερ αλλά ευτυχώς, υπάρχει θέση και για τους ελάσσονες δίπλα στα ιερά τέρατα. Άλλωστε το ημιτελές και άγουρο έχει συνήθως μια ζωογόνα φρεσκάδα (ίσως να είναι και καμουφλαρισμένο θράσος, χου νόουζ ) που λειτουργεί απελευθερωτικά για τον θεατή. Μακάρι να υπήρχε στην Ελλάδα τέτοιο ζωντανό σινεμά του δημιουργού, κι ας το παίρναμε με τις πέτρες. Το νιανιά μας έχει πεθάνει και η μετριότητα.

 
At 3/13/2007 04:35:00 μ.μ., Blogger mpoukatsas said...

Δεν διαφωνώ ότι η σάτιρα ενδεχομένως να βρισκόταν στις προθέσεις του Οικονομίδη. Ωστόσο, η παντελής απουσία ειρωνείας, έστω υπόγειας, το υπερβολικά δραματικό παίξιμο των ηθοποιών και η έλλειψη γενικοτέρου πλαισίου αναφοράς (απαραίτητο για να λειτουργήσει μια σάτιρα), συνηγορούν στο πλήρες ναυάγιο οποιωνδήποτε σατιρικών προθεσων. Πιθανόν ο Οικονομίδης να ήθελε να κάνει κάτι αναλογο με το Happiness του Todd Solondz a la ελληνικά, αλλά δεν του βγήκε...

 
At 3/13/2007 05:15:00 μ.μ., Blogger Old Boy said...

Καταρχήν να αντιγράψω από το ποστ του Τhas αυτά τα ακριβή και ευθύβολα: «με ενθουσίασε η απολαυστική γλώσσα της ταινίας, αυτό το μάντρα στυλιζαρισμένης χυδαιολογίας που λειτουργούσε μάλλον σαν ηχητική μπάντα ή ιδιότυπο σάουντρακ. Η μουσική χρήση των λέξεων προέκυψε από τη δουλειά ηθοποιών που είχαν το ειδικό βάρος να στηρίξουν τους διαλόγους, ώστε η ταινία να μη γείρει προς τη φάρσα. Το έργο λειτουργεί και πείθει γιατί έχει υψηλή ανθρώπινη ενέργεια.
( Τι’ν’ αυτά ρε. Ρε τι ν’ αυτά ρε μαλάκα. Ε; Τι είναι αυτά; Λέγερεμαλάκα, τι ν’ αυτά ρε. Τι είναι; Τι είναι ρε; Λέγε ρε, τι έχεις πάθει. Τι έχεις πάθει ρε μαλάκα, λέγε ρε.)»
Τώρα, επειδή, Thas, στο σχόλιό σου κάνεις λόγο για τον κίνδυνο της μανιέρας, δεν έχω γενικότερα απαντήσει μέσα μου που ακριβώς αντιδιαστέλλεται η μανιέρα ενός καλλιτέχνη με αυτό που λέμε προσωπική «φωνή» του. Τι λέμε τελικά μανιέρα και τι φωνή; Οι ταινίες πράγματι μοιάζουν. Αλλά αυτό είναι απαραίτητα κακό; Δεν θα με χάλαγε όλες οι μετέπειτα ταινίες του Οικονομίδη να κινούνται στο ίδιο βασικό πλαίσιο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο βέβαια αν δεν υπήρχαν διαφοροποιήσεις και μπολιάσματα με άλλα στοιχεία μπορεί και το όλο θέμα να κατέληγε σε απλή επανάληψη, οπότε και η όλη συναισθηματική επίδραση να ατονούσε. Αλλά για να μιλήσουμε ας πούμε για μια βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο ταινίες, στο Σπιρτόκουτο είναι στο πικ της επιθετικότητας όλοι ανεξαιρέτως με επικεφαλής τον συγκλονιστικό Ερρίκο Λίτση. Ο ίδιος ηθοποιός όμως από τον λεκτικό καταρράκτη του Σπιρτόκουτου έρχεται να παίξει έναν ρόλο με ελάχιστες λέξεις, έναν ρόλο βουτηγμένο στη σιωπή. Ο πρωταγωνιστής της Ψυχής ξεφεύγει από το σύμπαν του Σπιρτόκουτου και γίνεται παθητικός δέκτης κάθε προσβολής, κάθε επίθεσης, κάθε βίας.
Τέλος αναφορικά με τα σχόλια για την σάτιρα θα διαφωνήσω, δεν θεωρώ ότι υπήρχε σατιρική διάθεση στις ταινίες, όπως δεν νομίζω ότι προσπάθησε να κάνει κάτι ανάλογο του «Happiness»

 
At 3/13/2007 05:40:00 μ.μ., Blogger mpoukatsas said...

old boy, πολύ ενδιαφέρον το θέμα που έθιξες περί μανιέρας και προσωπικής έκφρασης. Η δική μου προσέγγιση είναι ότι ένας καλλιτέχνης με ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης μανιερίζει όταν το έργο του είναι μοναδική απόρροια της ιδιοσυγκρασίας του και δεν διαθέτει πέραν τούτης καμία περαιτέρω έμπνευση.
Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, το Σπιρτόκουτο σίγουρα δεν ήταν σάτιρα (btw, το εξώφυλλο του DVD σε σάτιρα παρέπεμπε, ίσως για εμπορικούς λόγους)

 
At 3/14/2007 03:41:00 μ.μ., Blogger kamenidis said...

Το σύνολο και η ουσία όλων των παραπάνω σχολίων καταδεινύουν και τη βάση της βασικής μου ένστασης. Οι προθέσεις και το αποτέλεσμα του κινηματογραφιστή Οικονομίδη (και ως τέτοιο τον αντιμετωπίζω, κι όχι προσωπικά) έχουν αποσαφηνιστεί με 10 σχόλια της κοινότητας των bloggers. Αυτό ακριβώς είναι κατ'εμέ ο ορισμός του ασφαλούς και του ανώδυνου στην τέχνη: να παράγουμε έργο πτο οποίο εκ των προτέρων θα σταθεί χαμηλότερο από το μορφωτικό και αισθητικό επίπεδο του δέκτη, με προφανή (ίσως και μοναδική) συνέπεια να είναι σε θέση ο δέκτης να περιγράψει την ταινία με δέκα λόγια και να εξαντλήσει γραπτά ή προφορικά όλες τις πιθανές προεκτάσεις και αναγνώσεις της. Αυτό όμως δεν χρειάζεται να γίνει ταινία. Αν κάτι μπορεί να περιγραφεί τόσο άμεσα με λόγια, μπορεί να χρεωθεί στη λογοτεχνία.

Αυτό λοιπόν είναι και το βασικό μου ερώτημα: ΤΙ τελικά θέλει να πει ο ποιητής; ΤΙ θέλει να μας δείξει; ΠΟΙΑ πραγματικότητα που δεν ξέρουμε και δεν έχουμε καταλάβει και δεν έχουμε νιώσει, προσπαθεί να μας διδάξει; ΤΙ καινούριο έχει να μας πει; ΠΟΙΑ αλήθεια προσπαθεί να καταδείξει; ΤΙ είναι αυτό που το κάνει να αποκτά μεγαλύτερη (και δη καλλιτεχνική) αξία από τα συμπεράσματα που μπορεί να εξάγει κανείς παρακολουθώντας ένα 5λεπτο από το δελτίο ειδήσεων ή φτωχοreality; Για μένα, οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα συνιστούν αυτό που ο Μπαρτ είχε ορίσει ως τη διαφορά του πορνό από την υπόλοιπη τέχνη (χωρίς αναγκαστικά να το κατηγορεί). Έλεγε λοιπόν πως το βασικό χαρακτηριστικό και ειδοποιός διαφορά του είδους πορνό είναι το σημείο είναι ταυτόχρονα και το σχόλιο ή, καλύτερα, ότι δεν υπάρχει δεύτερη ανάγνωση. Πορνό είναι ακριβώς αυτό που βλέπεις και η λειτουργικότητά του είναι η προφανής, αυτή που μπορούν να αντιληφθούν όλοι ανεξαρτήτως πολιτικής/ιδεολογικής/ταξικής/νοητικής τοποθέτησης (no offenses). Ακόμα παραπέρα, εγώ εξακολουθώ να πιστεύω πως όλο αυτό είναι η κουλτούρα του προφανούς και της "καταγγελίας" και φαίνεται τόσο φτηνό και εύκολο όσο είναι να κάνεις σήμερα μια ταινία για τον πόλεμο στο Ιράκ και να δείχνεις βιαότητες των Αμερικάνων σε Ιρακινούς, με βαθύτερο νόημα να συνειδητοποιήσει η παγκόσμια κοινότητα πως οι Αμερικάνοι είναι οι κακοί.

Old Boy, η αντιπαραβολή με την τακτ καφρίλα της Κηφισιάς θα μπορούσε να είναι η επόμενη έξυπνη κίνηση του Οικονομίδη στην τρίτη ταινία (πλάκα θα'χε πάντως να τολμούσε κάτι τέτοιο, αν πράγματι θέλει να επιμείνει στο ίδιο αγαπημένο υλικό της φτωχολογιάς). Είναι το ίδιο πράγμα όμως: η αναγωγή μιας αλήθειας σε καρικατούρα και από εκεί και πέρα βαράτε στο ψαχνό: καριόληδες φτωχοί (ή a la Jello Biafra: "kill the poor"!).

 
At 3/14/2007 03:45:00 μ.μ., Blogger kamenidis said...

εξηγώ (γιατί η βιασύνη μου γεννά μαργαριτάρια): η ειδοποιός διαφορά του πορνό είναι ότι: το σημείο είναι ταυτόχρονα και το σχόλιο, κοινώς το σημείο δεν συμβολίζει και δεν υπονοεί κάτι άλλο, ούτε καν εκφράζει κάτι άλλο (με άλλα λόγια: όταν το πέος εισχωρεί στον κόλπο, το περισσότερο που έχει να αντιληφθεί ο θεατής είναι ότι το πέος εισχωρεί στον κόλπο).

 
At 3/15/2007 02:49:00 μ.μ., Blogger Old Boy said...

Το προφανές για το οποίο μιλάς, το καταγγελτικό σινεμά για το οποίο μιλάς, θα είχε ως αντικείμενο ένα ριάλιτι ή ένα δελτίο ειδήσεων. Στις δύο ταινίες τι ακριβώς ήταν τόσο προφανές; Ότι οι άνθρωποι αλληλοτρώγονται; Ότι κυρίαρχη εκδήλωση της επιθετικότητας είναι ο τρόπος ομιλίας και η λεκτική βία;
Μιλάς για «έργο το οποίο εκ των προτέρων θα σταθεί χαμηλότερο από το μορφωτικό και αισθητικό επίπεδο του δέκτη». Γιατί; Επειδή απεικονίζει ανθρώπους πιθανόν χαμηλότερου μορφωτικού και αισθητικού επιπέδου;
Και σε αισθητικό επίπεδο τα έργα προσφέρουν τουλάχιστον αυτό το ηχητικό σύμπαν που, ναι, καλλιτεχνικά είναι κάτι καινούριο.
Όσο για το αν οι ταινίες μπορούν να περιγραφούν με λόγια, όχι, τελικά δεν μπορούν, πρέπει να τις δει κανείς και να τις ακούσει, πρέπει να δει τον Λίτση και τον Μουρίκη.

 
At 3/16/2007 02:42:00 π.μ., Blogger Άκης Καπράνος said...

Όποιος νομίζει ότι ο Οικονομίδης δεν έχει σχέση με την τάξη που περιγράφει ή ότι το κάνει για να σπάσει πλάκα ή ότι δεν ΠΟΝΑΕΙ, είναι "αλλού".

Συγγνώμη, αλλά άλλο να διαφωνείς, άλλο να βγάζεις και πορίσματα...

 
At 3/19/2007 04:33:00 μ.μ., Blogger tks said...

Πάντως ότι υπάρχει μια τεράστια χαμένη ευκαιρία στο να δείξει ότι μια πιο υπόγεια εξίσου βίαιη ¨καφρίλα"¨εμφανίζεται σε όλους τους κοινωνικούς χώρους - και στην "ελίτ", υπάρχει. Μόνο τότε θα μπορούσε να είναι μια πραγματικά μεγάλη ταίνια.

Πολύ φοβάμαι ότι δίνει δικαίωμα για κριτική όπως του καμενίδη. Το αν ο οικονομίδης έχει σχέση με την "τάξη" που περιγράφει δεν μπορώ να το ξέρω. Έχει φοβερή ματιά και δυνατότητα περιγραφής μικροκαταστάσεων αλλά αδυνατεί η ταινία να βγάλει κάποιο παραλληλισμό με τις "κανονικές" δικές μας ζωές, ενώ φαίνεται να μένει απλά στο "κοίτα τι συμβαίνει στον άδικο κόσμο των ΔΠ. ευτυχώς που υφίσταμαι εγώ αυτα". Σίγουρα πολύ θεατές δυστυχώς είχαν την παραπάνω επιφανειακή ματια. Και μετά εκθείασαν την ταινία που την είδαν σαν περιήγηση σε ζωολογικό κήπο. και είναι διαφορετικό να πον άς για την μαϊμου που είναι κλεισμένη στο κλουβί και διαφορετικό να πονάς γιατί εσύ είσαι κλεισμένος στο κλουβί. αυτή την μετάβαση δεν πετυχάινει.


Αυτό που φαίνεται πάντως ξεκάθαρα είναι οι χαμένες ευκαιρίες τις ταινίας που θα έκανε την ταινία πραγματικό αριστούργημα και όχι αμφιλεγόμενο τελικά έργο. ΈΝα υπονοούμενο μια νύξη θα αρκούσε ίσως.

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home