Τετάρτη, Οκτωβρίου 31, 2007

Η μπαταρία

Περπατούσε βιαστικά, αγχωμένος να προλάβει να γυρίσει σπίτι. Τo κινητό του χτύπησε και καθώς προσπαθούσε να το βγάλει από την τσέπη του μπουφάν του, αποφάσισε ότι εφεξής κομμένα τα ρινγκτόουνς: παραποιούν τις μελωδίες που αγαπάς σε ενοχλητικές επαναλαμβανόμενες υπενθυμίσεις. Το σήκωσε.
- Έλα, ρε.
- Ήρθα.
- Πες γρήγορα ό,τι είναι, γιατί δεν έχω καθόλου μπαταρία.
- Α, οκ, έτσι πήρα. Ήθελα μόνο να σε ρωτήσω αν ... μ΄ακούς; Έλα, μ΄ακούς;
Δεν τον άκουγε. Η μπαταρία του τα είχε παίξει ξανά. Σωριάστηκε στην μέση του πεζοδρομίου, χάνοντας τις αισθήσεις του.
Ο κόσμος τον προσπερνούσε -άλλοι κοιτώντας τον, άλλοι χωρίς καν-, ήταν και η περιοχή μυστήρια και κανείς δεν έκανε να τον βοηθήσει.
Είκοσι λεπτά μετά, μια γκριζομάλλα κυρία, με κρεμασμένα με λουράκι στο λαιμό κόκκινα γυαλιά, κοντοστάθηκε, έσκυψε και άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του.
Όταν βρήκε τον φορτιστή του, τον έβαλε να φορτίζει.
Μόλις εκείνος ανέκτησε τις αισθήσεις του, είδε το ρολόι του και διαπίστωσε ότι είχε μείνει πολλή ώρα στο πεζοδρόμιο. Ρεζίλι είχε γίνει πάλι, για πρεζόνι θα τον είχαν περάσει πάλι, ενώ τα ρούχα του ήθελαν από τρία πλυντήρια έως πέταμα.
Ποιός τον είχε βοηθήσει άραγε; Δεν είχε αφήσει ούτε σημείωμα. Να 'ταν καλά όποιος κι αν ήταν.
Κατευθυνόμενος προς το σπίτι του, πήρε τηλέφωνο τον φίλο του.
- Έλα ρε μαλάκα, σόρι για πριν, έμεινα από μπαταρία.

Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2007

You can't handle the truth

«Με χτύπησαν αμέσως μόλις ανέβηκα στο μεγάλο σκάφος. Χτύπησαν το κεφάλι μου πολλές φορές σ' ένα κάγκελο. Επρεπε να είμαι γονατισμένος. Ενας λιμενικός ήταν πίσω μου και δύο μπροστά μου. Ο πίσω με χτυπούσε στο κεφάλι δυνατά με κλομπ. Οι δύο μπροστά ήταν οπλισμένοι. Μου έλεγαν: "Θα σε σκοτώσουμε". Μετά έφεραν έναν πλαστικό κουβά που γέμισαν με νερό. Ημουν γονατισμένος όλη την ώρα. "Βλέπεις το νερό;". Κάποιος από πίσω μού κρατούσε τα χέρια. Ενας άλλος κράτησε το κεφάλι μου από τον λαιμό και το έσπρωξε στο νερό. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Νόμιζα ότι θα πεθάνω. Επειτα από λίγο τράβηξε το κεφάλι πάνω. "Τώρα ξέρεις το χρώμα και το όνομα του πλοίου;"».
~~~
«Ζούμε σε έναν κόσμο που χωρίζεται από τείχη και αυτά τα τείχη πρέπει να τα φυλάνε άντρες με όπλα. Αν δεν το κάνουν αυτοί, ποιός θα το κάνει; Εσύ; Έχεις την πολυτέλεια να μην ξέρεις όσα ξέρω. Δεν θέλεις να μάθεις την αλήθεια, γιατί κατά βάθος με θέλεις και με χρειάζεσαι σε αυτά τα τείχη. Δεν έχω ούτε τον χρόνο ούτε τη διάθεση να δώσω εξηγήσεις σε κάποιον ο οποίος κοιμάται και ξυπνά κάτω από την κουβέρτα της ασφάλειας που του παρέχω και ο οποίος στη συνέχεια θέλει να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο του την παρέχω. Θα προτιμούσα να ακούσω ένα απλό ευχαριστώ. Σε διαφορετική περίπτωση, πάρε ένα όπλο και φύλα εσύ σκοπιά».

Στα γόνατα



Πήγα σήμερα στη διάλεξη της Κικής Δημουλά. Μοιάζει τόσο στην γιαγιά μου. Ίσως εκτός όλων των άλλων τα γηρατειά σού αφαιρούν και την εξωτερική σου ιδιομορφία, ίσως όπως μοιάζουν όλα τα μωρά στην αρχή της ζωής να μοιάζουν κι όλοι οι ηλικιωμένοι προς το τέλος της. Η γιαγιά μου έχει πεθάνει εδώ και χρόνια, η Δημουλά είναι ακμαιότατη, αλλά καθώς μιλούσε συνεχώς για τη φθορά που προξενεί ο χρόνος, όπως μιλούσε συνεχώς για την αγάπη της προς τις φωτογραφίες και τη σχέση τους με το χρόνο, ελπίζω το έως τώρα ποστ να μην είναι άκομψο ή αταίριαστο.
Για το από δω και πέρα δεν θα πάρω όρκο:
Κοσμοσυρροή, η ποιήτρια χειροκροτείται, η ποιήτρια συγκινείται, ωστόσο πώς ο ποιητικός της θρίαμβος να αποσπαστεί από την εγγενή ματαιότητα της ανθρώπινης συνθήκης; Δεν πρόκειται για έναν αθλητικό θρίαμβο, δεν πρόκειται για έναν θρίαμβο της σόου μπιζ, δεν πρόκειται για έναν θρίαμβο που μυρίζει -πλαστή- αιωνιότητα, πρόκειται για έναν ποιητικό θρίαμβο, άρα για έναν θρίαμβο που μυρίζει επίγνωση θανάτου, που μυρίζει εφήμερο, και γι΄ αυτό ακριβώς για έναν θρίαμβο τελικά λιγότερο μακριά από την αιωνιότητα (ή έστω από ένα σημαντικό της κλάσμα). Και στον θρίαμβο της ποιήτριας ο πόνος είναι παρών. Εκεί. Στο πλάι της. Γυμνός. Αδυσώπητος. Αλλά νικημένος στο βαθμό που μέσα από τους στίχους αποκαλύφθηκε, ονομάστηκε, αναλύθηκε, περιπαίχθηκε. Νικημένος όσο και νικητής.
Θολά τα γράφω κι είναι και αργά. Η Δημουλά το είπε ξεκάθαρα (αυτό άλλωστε που λένε όλοι), ότι δηλαδή η πραγματική εργασία αρχίζει μετά την έμπνευση, ότι το ποίημα είναι το αποτέλεσμα της εργασίας μετά την έμπνευση και όχι το αποτέλεσμα της έμπνευσης.
Εδώ λοιπόν τι κάνουμε άραγε, τι είδους λόγου είναι αυτό που μας τρώει καθημερινά τα σωθικά, τι απομένει πέραν της αρχικής έμπνευσης; Μήπως ο γραφομανής δεν κάνει κάτι άλλο από το να δολοφονεί βιαστικά με κάθε ποστ την καλύτερη δυνατή εκδοχή της έμπνευσής του;
Δεν συγκρίνω, ή μάλλον αν συγκρίνω, το κάνω μόνο και μόνο για να ομολογήσω καταλυτικές διαφορές, το κάνω μόνο και μόνο για να υποκλιθώ, να θαυμάσω και να λαχταρήσω.
Αλλά υπήρχε μια αύρα σήμερα όσο μιλούσε η Δημουλά, ένιωθες ότι καθόσουν στα γόνατα της ποίησης, στα γόνατα της γιαγιάς ποίησης, που με όλη την σοφία της ηλικίας γελούσε και καμάρωνε με τα καμώματα του εγγονιού της, το οποίο έπαιζε με τα ποστ - παιχνίδια του και παρίστανε τον σπουδαίο, παρίστανε τον ήρωα του παραμυθιού που έρχεται και γράφει τόσο μα τόσο ωραία.
Μέσα από την δεξιά φωτογραφία η γιαγιά μου ζει και μου λέει «Πάντως, έχει», μέσα από την αριστερή φωτογραφία η γιαγιά μου μού παίρνει το μπλοκ με τις παιδικές ζωγραφιές, το μπλογκ με τα παιδικά ποστάκια.
Ώρα για ύπνο, μου λέει.
Αύριο πάλι.

Κυριακή, Οκτωβρίου 28, 2007

Παραχάραξη

Aς πούμε πως είσαι ο Μουστάκας. Γνωρίζεις ότι ο θάνατος δεν είναι πολύ μακριά. Σου προτείνουν να παίξεις έναν μεγάλο ζωγράφο σε μια υπερπαραγωγή. Γνωρίζεις ότι η ερμηνεία σου θα είναι κάτι σαν κύκνειο άσμα. Γνωρίζεις ότι ως ηθοποιός έχεις κατηγορηθεί για σπατάλη του ταλέντου σου, για την παρουσία σου σε ευτελείς βιντεοταινίες και σε παρακμασμένες επιθεωρήσεις, όπου έπαιζες ευτελή κείμενα ατάλαντων ανθρώπων. Ευκαιρία να δείξεις το άλλο σου πρόσωπο. Ευκαιρία να είσαι σοβαρός. Πώς αλλιώς; Το απαιτεί άλλωστε κι ο ρόλος.
Κι όμως: αντί να υποδυθείς τον Τισιάνο, υποδύεσαι ξανά τον Μουστάκα. Δεν θα πας εσύ να βρεις τον ζωγράφο, θα έρθει αυτός να βρει εσένα. Προλαβαίνεις μέσα σε δύο λεπτά να κάνεις τις γνωστές σου μούτες, το γνωστό σου πνιχτό γελάκι, να έχεις το γνωστό σου σπινθήρισμα στο βλέμμα, να μας μπάσεις στη γνωστή συνενοχή που οδηγεί στο ευφρόσυνο· αλλιώς φαίνεται δεν βολευόσουν.
Στην αρχή στραβώνω: εδώ είναι ατελιέ ζωγραφικό και τριγύρω σου αριστουργηματικοί πίνακες. Δεν μπόρεσες να πειθαρχήσεις τον εαυτό σου ούτε εδώ; Έπρεπε κι εδώ να προσπαθήσεις να κλέψεις τη σκηνή; Έπρεπε κι εδώ να μεταφέρεις το επιθεωρησιακό ήθος;
Μετά το ξανασκέφτομαι: ο Τισιάνο σου αντί να έρθει σαν μετανοημένη γριά που ανακαλύπτει τα Θεία λίγο πριν το τέλος και να πει «Συγγνώμη, έφταιξα - συγγνώμη, πήρα τη ζωή μου λάθος - συγγνώμη, είμαι πολυσύνθετος ηθοποιός - συγγνώμη, αν είχα δεύτερη ευκαιρία θα έκανα άλλες επιλογές», έρχεται να τιμήσει και να δικαιώσει το θεατρικό είδος που υπηρέτησες, έρχεται να πει ότι «Όχι, είμαι άνθρωπος χωρίς απωθημένα - όχι, δεν έχω απωθημένα ποιότητας και σοβαρότητας, όχι - έκανα αυτό που ήθελα στη ζωή μου και είμαι υπερήφανος γι' αυτό - όχι, δεν θέλω να με θυμάστε σαν Τισιάνο, γιατί αυτό θα ήταν παραχάραξη».
Σαν Μουστάκα θέλω να με θυμάστε· και να γελάτε ακόμα και στο «Εl Greco».

Παρασκευή, Οκτωβρίου 26, 2007

Βίβα Λα Ρεβολουσιόν ΙΙΙ

Κι ενώ εδώ και δυο εβδομάδες η επανάσταση είχε μείνει λίγο πίσω λόγω ανωτέρας βίας (ήτοι λόγω αναβλητικότητας, ραθυμίας, σαπίλας, χαρακτηριστικών γνωρισμάτων δηλαδή που δεν είναι εύκολο να ξεφορτωθώ από την μια μέρα στην άλλη), ο σύντροφος Αρκούδος (όχι ο της «Αθανασίας», όχι ο Αθανασάκης) έφτιαξε το παραπάνω μπανεράκι, το οποίο προσωπικά το βρίσκω υπέρ το δέον δηκτικό και άδικο απέναντι στο τραπεζικό σύστημα. Δηλαδή τι στυλάκι είναι αυτό; Εσύ φταις Αρκούδε, που πας στις τράπεζες. Εσύ φταις, ο καταναλωτής.
Άμα, Αρκούδε, δεν σου κάνουν οι τράπεζες, υπάρχουν και τα στρώματα για να τοποθετείς τα λεφτά σου. Τα στρώματα δεν είναι μόνο για να ξαπλάρουμε, που μάθατε τώρα όλοι στην μονοδιάστατη χρήση των αντικειμένων.
Άμα, Αρκούδε, δεν σου κάνουν οι τράπεζες, υπάρχουν και οι τοκογλύφοι για να ζητήσεις δάνειο. Αυτοί να μην δουλέψουν; Κλέφτες να γίνουν;
Είναι γνωστό άλλωστε ότι για τα πάσης φύσεως καρτέλ και τις πάσης φύσεως εναρμονισμένες πρακτικές των επιχειρήσεων, ο καταναλωτής φταίει.
Όχι η αγορά· η αγορά θα απαλλαγεί κι από το έσχατο ψεγάδι της, θα φτάσει στην εντελέχειά της, αφενός όταν απαλλαγεί εντελώς από κρατικούς βραχνάδες και αφετέρου όταν κι εσύ Αρκούδε, και κάθε Αρκούδε, επιλέξεις το βενζινάδικο που σου προσφέρει την φτηνότερη βενζίνη και την τράπεζα που σου χρεώνει λιγότερα έξοδα αδράνειας στον λογαριασμό σου.
Τα έξοδα της αδράνειας.
Ωραίο ακούγεται.
Six point Six : the number of the feast.
Tης εις βάρος σου γιορτής, του εις βάρος σου φαγοποτιού.
Αλλά είπαμε: τα έξοδα της αδράνειας.

It's up to you

(Κείμενο γραμμένο για το «Exodos»)
Ίσως το έχεις πληροφορηθεί: οι «Radiohead» προσφέρουν απευθείας μέσω διαδικτύου την καινούρια τους δουλειά με τίτλο «In Rainbows». Κατεβάστε τα τραγούδια και δώστε μας εσείς ό,τι νομίζετε. It’s up to you. Αλήθεια σας λέμε, δεν είναι φάρσα. Ιt’s up to you.
Μέχρι τα τελευταία χρόνια η κατεύθυνση των πραγμάτων ήταν μονομερής: συγκέντρωση και μεγαλύτερη συγκέντρωση και ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση· στα χέρια όλο και πιο λίγων και ακόμη πιο λίγων και ακόμη λιγότερων. Η τεράστια πολυεθνική που θα απορροφηθεί από την ακόμη μεγαλύτερη. Εσύ πού νομίζεις ότι πας μόνος σου; Δεν μπορείς. Οι κανόνες του παιχνιδιού είναι προδιατυπωμένοι. Εντάξου. Γίνε υπάλληλος της πολυεθνικής - γίνε πελάτης της πολυεθνικής: με τους προδιατυπωμένους όρους της σύμβασης.
Μέχρι που δειλά – δειλά, και στη συνέχεια πιο θαρραλέα, η αντίρροπη τάση μέσω ίντερνετ: διάχυση, διάχυση, διάχυση. Δεν αποκλείεται και να μπορείς να πας κάπου μόνος σου. Δεν αποκλείεται οι κανόνες του παιχνιδιού να ορίζονται εκ νέου.
Κι έτσι, αν οι «Radiohead» γράφουν μουσική, έχουν την τεχνική δυνατότητα να σου τη δώσουν απευθείας. Αυτοί κι εσύ. Κι αν τυχόν γράφεις κι εσύ μουσική, έχεις κι εσύ την τεχνική δυνατότητα να την δώσεις απευθείας στον κόσμο.
Ο μεσάζοντας σού λέει ότι μόνο μέσω αυτού θα ακουστείς, σου λέει ότι εσύ δεν αρκείς. Τον χρειάζεσαι. Η φωνή σου δεν φτάνει. Δεν θα φτάσει ποτέ εκεί έξω. Έλα όμως που τώρα παίζει και να φτάσει. Και νά που ο διαμεσολαβητής που θα πάρει το έργο σου, τη δική σου πνευματική ιδιοκτησία, για να την πουλήσει αυτός στην αγορά, με τους δικούς του όρους, τους δικούς του κανόνες, τη δική του γλώσσα -και πρώτα απ’ όλα το δικό του λεόντειο μερτικό- δεν φαντάζει και τόσο απαραίτητος. Το «έτσι είναι τα πράγματα και δεν σε παίρνει να κάνεις αλλιώς», το «αυτοί είναι οι κανόνες και με αυτούς θα παίξεις» δεν φαντάζει πια και τόσο αυτονόητο.
Η εποχή είναι μεταβατική. Οι άμυνες αιφνιδιασμένες. Εκμεταλλεύσου το.
Νομίζεις ότι έχεις κάτι να πεις; Μπες στο ίντερνετ και ανέβασε το υλικό σου: την μουσική σου, τα βίντεό σου, τις φωτογραφίες σου, τις ζωγραφιές σου, τα κείμενά σου, το ό,τι άλλο σου. Δες μόνος σου αν αυτά που συγκινούν εσένα συγκινούν και άλλους. Ίσως δεν τους συγκινούν. Αλλά θα ξέρεις τουλάχιστον ότι είναι η δική σου φωνή που δεν συγκινεί και όχι μια φωνή φιλτραρισμένη και αλλοιωμένη από τον μεσάζοντα που θα σου ερμηνεύσει δήθεν αυθεντικά τι θέλει η «αγορά», θα ξέρεις τουλάχιστον ότι ο κόσμος αισθάνθηκε πως δεν τον αφορούν τα δικά σου κελεύσματα και όχι τα κελεύσματα της «αγοράς».
It’s up to you.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2007

Εάν ταις γλώσσαις

Περασμένα μεσάνυχτα. M' έναν φίλο στην Πλατεία Εξαρχείων. Κάτι συζητάμε. Μας πλησιάζει ένας άντρας κοντά στα 30. Γυαλιά ηλίου στο πάνω μέρος του κεφαλιού του, σχετικά καλά ντυμένος. Πριν καθόταν σε ένα πεζούλι. Τώρα έχει σηκωθεί και μας μιλάει. Ρώσικα. Τα μάτια του κόκκινα. Eπιχειρηματολογεί. Φαίνεται να έχει ευφράδεια. «Do you speak english?», τον ρωτάμε. Συνεχίζει απτόητος στα ρώσικα. Του απαντώ στα ελληνικά διάφορα ψιλοειρωνικά. Χαίρεται που έχει βρει ανταπόκριση. Μετά από δυο - τρία λεπτά ακατάσχετης ρωσικής λογοδιάρροιας, αποφασίζουμε να καληνυχτιστούμε με τον φίλο. Κάτι σημαντικό συζητούσαμε. Έτσι νομίζαμε.
Ενώ σημαντικό είναι αυτό που νιώθεις επιτακτική την ανάγκη να το πεις ακόμη και σε εντελώς αγνώστους ανθρώπους που αποκλείεται να καταλαβαίνουν τη γλώσσα σου.
Η γλώσσα είναι μια τεχνική λεπτομέρεια.
Αν είχαμε τα αυτιά μας ανοιχτά θα μπορούσαμε να τον καταλάβουμε.
Ο φίλος που τον κοιτούσε στα μάτια μπορεί και να τον κατάλαβε.
Εγώ προτίμησα να τον κάνω ποστ.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 22, 2007

Ιn Concert

Το Σάββατο το μεσημέρι κατέβηκε στο κέντρο. Ήθελε να χαθεί με τις ώρες στα πολυκαταστήματα. Χάθηκε τόσο που μόνο βγαίνοντας συνειδητοποίησε πως έριχνε παπάδες. Στα χέρια της δεν είχε σακκούλες με ψώνια, αλλά ένα διαφημιστικό περιοδικό. Αποφάσισε να βγει στην βροχή και το έκανε ομπρέλα. Είχε να βρέξει μήνες και ένιωθε την πόλη να ξεπλένει με ανακούφιση το μπετόν της. Μόνο που το ξέπλενε πάνω της, καθώς νερά έτρεχαν από παντού, ενώ τα αυτοκίνητα πετούσαν συντριβάνια στο πέρασμά τους. Μπήκε στον ηλεκτρικό σίγουρη ότι θα πούντιαζε. Με το που ξεκλείδωσε και έκλεισε την πόρτα του σπιτιού της γδύθηκε ολόκληρη. Το στόρι ήταν ανοιχτό. Μπορεί να την έβλεπαν· θα την έβλεπαν να φτερνίζεται. Οι κάλτσες της είχαν μουλιάσει. Έτρεξε προς το μπάνιο καλύπτοντας το σώμα της. Δεν είχε ζεστάνει νερό. Μπήκε στην μπανιέρα τουρτουρίζοντας. Περίμενε καθισμένη να ζεστάνει το νερό. Εξακολουθούσε να κρατά το σώμα της καλυμμένο. Αφαιρέθηκε και πέρασε μισή ώρα. Έκλεισε τον θερμοσίφωνα κι άφησε το ζεστό νερό να τρέχει επάνω της. Λούστηκε. Σαπουνίστηκε. Καθαρίστηκε. Αφού ντύθηκε, πέταξε τα ρούχα της βροχής στο πλυντήριο, έβγαλε τα παπούτσια στο μπαλκόνι, έφτιαξε καφέ κι άναψε τσιγάρο. Στα μαλλιά της λευκή πετσέτα σαν τουρμπάνι. Είδε ότι είχε μήνυμα στο κινητό της. Η φίλη της την είχε ρωτήσει πριν μια ώρα αν θα πάνε τελικά σινεμά το βράδυ. Αντί να της πει όχι, έκλεισε το κινητό. Κάτι τέτοια έκανε και είχε μείνει με μια φίλη. Μέχρι να παρεξηγηθεί κι αυτή οριστικά. Δεν ήταν ότι της πήγαινε να είναι αγενής. Απλά δεν μπορούσε να μπει στη διαδικασία να απαντήσει. Θα ήταν εξοντωτικό. Κλειστά όλα. Μόνο το στόρι ήταν ανοιχτό. Έξω είχε νυχτώσει. Έβρεχε πάλι. Ένα σκυλί γάβγιζε. Γάβγισε κι εκείνη. Δεν της φάνηκε αστείο, αλλά χαμογέλασε. Ο καφές παρέμενε ως είχε. Τον έχυσε. Άνοιξε την τηλεόραση. Τραγουδούσε η Παπαρίζου σε ένα κέντρο κι ήταν μαζί της κι ο Αλιάγας. Μετά έφυγε η Παπαρίζου, ήρθε κάποιος άλλος, αλλά ο Αλιάγας παρέμεινε. Άνοιξε την εφημερίδα. «Nikos Aliagas In Concert», έλεγε. Δεν κατάλαβε τι ακριβώς σήμαινε. Πάντως ο Αλιάγας ήταν ντυμένος στα μαύρα και παρίστανε τον τραγουδιστή. Η μέση του δαχτυλίδι. Ευχαρίστως τον γαμούσε, παρόλη την απέχθεια που της προκαλούσε αυτό που εξέπεμπε: κάτι ανάμεσα σε υπερβολική αυταρέσκεια και απόλυτη έλλειψη ρωγμών. Πώς είναι να μην έχει κανείς ρωγμές; Σε εκείνη οι ρωγμές έκαναν ανέκαθεν πάρτυ· κονσέρτο μάλλον: οι ρωγμές έδιναν μέσα της κονσέρτο. Χα. Τον γαμούσε πάντως. Είναι ωραίο να μην έχεις ρωγμές. Κι ας γίνεσαι γελοίος. Τι σημασία είχε η γελοιότητα; Ήταν όμορφος. Αστραφτερός μάλλον. Αυτό. Με τόση αυτοπεποίθηση σίγουρα θα γαμούσε και καλά. Ίσως πάλι όχι, ίσως στο σεξ ήταν υπερβολικά απασχολημένος με τη δική του ηδονή. Αλλά τι σημασία είχε; Θα τον κοιτούσε, θα τον μύριζε, θα τον ανέπνεε, θα του δάγκωνε την θηλή και θα την έβρισκε την ηδονή· και ήταν κι ο Αλιάγας. Πείνασε. Να έβραζε κανένα μακαρόνι; Δεν είχε δύναμη. Έπρεπε να ανοίξει το κινητό να στείλει μια συγγνώμη στην φίλη της. Θα της πήγαινε πολύ να της θυμώσει. Αύριο ήταν Κυριακή και θα την χρειαζόταν. Αντί για μακαρόνι έβαλε ποτό. Μετά δεύτερο. Νηστική καθώς ήταν ζαλίστηκε. Άρχισε να γελά μόνη της. Ο Αλιάγας είχε αλλάξει ρούχα. Ξεχνώντας το ανοιχτό στόρι -ή προτιμώντας να το ξεχάσει- άρχισε να χαϊδεύεται. Λίγο πριν έρθει σε οργασμό έπεσαν διαφημίσεις. Ματαιώθηκε. Άρχισε να κλαίει. Πεινούσε κιόλας. Πώς είναι να μην έχεις ρωγμές; Ναι, ήξερε ότι και ο Αλιάγας είχε τις δικές του, αλλά δεν μπορεί, αυτός είχε αισθητά λιγότερες. Από την άλλη εκείνη ήταν περισσότερο αξιοπρεπής. Ήταν όμως; Μια φίλη είχε και της έκλεινε τα κινητά. Περισσότερο δειλή ήταν. Μια αποτυχημένη ήταν. Αντιπαθούσε βαθιά τον εαυτό της γαμώτο, ενώ εκείνος τον αγαπούσε περιπαθώς. Χαζή κι εγώ, χαζός κι αυτός, κατέληξε. Αλλά η δικιά μου η χαζομάρα πονά περισσότερο. Το σκυλί ξανάρχισε να γαβγίζει. Εκείνη παρέμεινε σιωπηλή. Η νύχτα πέρασε. Κι η Κυριακή. Σήμερα Δευτέρα, με τη δουλειά και τις τρεχάλες, ήρθε ξανά στα ίσα της.

Κυριακή, Οκτωβρίου 21, 2007

Η Χλωρίνη της Δαμασκού

Το βράδυ των εκλογών κατά την επιστροφή του προς το Καστρί εμφανίστηκε ενώπιον του μέσα σε ένα εκτυφλωτικό φως η Αναστημένη Αριστερά και τον ρώτησε με παράπονο: «Γιώργο, Γιώργο, γιατί με καταδιώκεις;». Ο Γιώργος έπεσε κάτω από τον φόβο του, ρώτησε «Ποια είσαι, Κυρία;» και πήρε την απάντηση «Είμαι η Αληθινή Ψυχή της Παράταξης την οποία απαρνήθηκες κι εσύ». Ο Γιώργος τυφλώθηκε προσωρινά από το φως της παρουσίας Της, αλλά πήρε το δώρο της συγχώρεσης και της αποστολής να διακηρύξει το όραμά της. Έπαψε δε να φέρει το παλιό του όνομα (το όνομα Γιώργος) και έφερε έκτοτε το νέο όνομά του, γι΄αυτό και στις ομιλίες του τα πλήθη τον αποθέωναν πλέον με αυτό, φώναζοντας ρυθμικά «ΠΑ-ΠΑ-ΝΔΡΕ-ΟΥ, ΠΑ-ΠΑ-ΝΔΡΕ-ΟΥ».
Παπανδρέου Clinex: αυτό ξέρω, αυτό εμπιστεύομαι.

Σάββατο, Οκτωβρίου 20, 2007

Όλα τα πρωινάδικα του κόσμου

(Κείμενο γραμμένο για το «Exodos»):
- Η πρώτη βροχή. Όταν έπεσαν στο κεφάλι μου οι πρώτες στάλες, είχα ξεσυνηθίσει τόσο, που σήκωσα ενστικτωδώς το κεφάλι να δω από πού έσταζε. Παραδόξως ήταν από το κλιματιστικό του ουρανού.
- Όλα τα πρωϊνά του κόσμου είναι χωρίς επιστροφή, λέει μια εξαιρετική γαλλική ταινία. Όλα τα πρωϊνάδικα του κόσμου επιστρέφουν όμως απαράλλακτα κάθε πρωινό, επαναλαμβάνονται κάθε πρωινό, σε ένα σύμπαν καφκικού Πύργου της σάχλας, όπου όλα τα κουμπιά του τηλεκοντρόλ οδηγούν στο ίδιο χάχανο, τον ίδιο πανελίστα, την ίδια καλή χαρά.
- Όταν κινείσαι με το μετρό έχεις φύγει από την πόλη, έχεις κρυφτεί από την ασφυξία της κουκουλωμένος μέσα στη γη. Η πόλη είναι η ακινησία της κίνησης. Το μετρό είναι η ιλιγγιώδης ταχύτητα στο σκοτάδι. Σαν κλικ από ιστοσελίδα σε ιστοσελίδα.
- Μια μέρα θα πάω σε ένα από τα μαγαζιά που φτιάχνουν στάμπες στα τι – σερτ και θα ζητήσω να μου βάλουν τη φάτσα από την περίφημη φωτογραφία του Τσε πάνω στο σώμα της Μέριλιν από την περίφημη φωτογραφία της με το σηκωμένο λευκό φόρεμα στον αεραγωγό. Η επανάσταση του Μπιλ Γκέιτς πέτυχε, η επανάσταση του Τσε όχι, αλλά αφίσα και τραγούδι δεν γίνεται ο Γκέιτς. Αφίσα, τραγούδι και μέσο προώθησης πωλήσεων αυτοκινήτων γίνεται ο Τσε. Η αιώνια νιότη κατακτάται μόνο αν προλάβεις να πεθάνεις πριν τη φθορά. Όχι απαραίτητα την ηθική φθορά, όσο τη φθορά του χρόνου. Ένας γερασμένος Τσε δεν θα γινόταν ποτέ εμπορικό προϊόν κι αν διαφωνείς δείξε μου αφίσες με τον Νέλσον Μαντέλα όπως είναι σήμερα.
- Η Μάριον Τζόουνς ομολόγησε. Η λογική των πραγμάτων λέει ότι τα δάκρυα της στα σκαλιά του δικαστηρίου θα ακολουθήσουν τα δάκρυά της στην Όπρα και στον Λάρυ Κινγκ και ότι τα τηλεοπτικά της δάκρυα θα ακολουθήσει το αυτοβιογραφικό βιβλίο της με τίτλο «Why I Lied». «Γιατί είπα ψέμματα». Μα δεν είπες, Μάριον. Όλοι εμείς λέμε. Η κινητήριος δύναμη πίσω από την έκδοση του βιβλίου της είναι η ίδια κινητήριος δύναμη πίσω από αυτούς που την ντόπαραν, είναι η ίδια κινητήριος δύναμη πίσω από τις διαφημίσεις με τον Τσε, είναι εν τέλει η ίδια κινητήριος δύναμη πίσω από τις λέξεις που διαβάζεις αυτή τη στιγμή. Ωστόσο: η Μάριον ήθελε να κερδίζει, εγώ να γράφω κι ο κάθε νέος θέλει ένα άφθαρτο σύμβολο στον τοίχο του υπνοδωματίου του. Απλά από ένα σημείο και ύστερα, ό,τι μπορεί να γίνει αντικείμενο εμπορίου θα γίνει αντικείμενο εμπορίου. Το ζήτημα είναι πάντα οι όροι και οι προϋποθέσεις, και αν οι ζωντανοί μπορούν να τους διαπραγματευθούν, οι πεθαμένοι παρακολουθούν αμήχανα την εικόνα τους να εμπνέει μεν, να γεννά συνεχώς λεφτά δε.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 19, 2007

Συντομότατη ιστορία ενός π που ρέπει προς το πρέπει

Το ποστ αυτό μιλά για ένα π,
ένα π που μολονότι είχε τα δικά του φλογερά τα «θέλω»,
ήταν τέτοια η ανατροφή του,
μα ακόμη - ακόμη κι η φτιαξιά του,
που το έκαναν πάντα τελικά
-μ' όλον τον εσωτερικό του πόλεμο-
να ρέπει προς το «πρέπει».
Λαχταρούσε φερ' ειπείν να πάψει να είναι μόνο 3,14,
λαχταρούσε να δοκιμάσει να είναι νέοι αριθμοί,
νέες εκδοχές της πραγματικότητας,
νέες εκδοχές του χώρου,
να αλλάξει αυτό και μαζί του κι ο κόσμος.
Πόσες και πόσες φορές δεν είδε στον ύπνο του
ότι ήταν 4,13 ή 1,34;
Μα μόλις ξυπνούσε επανερχόταν πάντα στο καθήκον του,
κι αυτό και μαζί του κι ο κόσμος.
Ωστόσο, αν ο θάνατος δεν είναι παρά ύπνος χωρίς όνειρα,
ίσως οι νεκροί να σαπίζουν επειδή δεν ονειρεύονται,
ίσως τα όνειρά μας -οσοδήποτε τρελλά-
να είναι το μόνο αντίδοτο στην αποσύνθεση.
Γι΄αυτό το μικρό μας π συνέχιζε να ονειρεύεται
και υπήρχαν βράδια που λαχταρούσε να ξεφύγει
από τα όρια της γλώσσας του,
δηλαδή από τα όρια του κόσμου του
(που είναι και δικός σου κάθε φορά που σκέφτεσαι με λέξεις)
και ονειρευόταν ότι είχε μεταμορφωθεί σε p
ότι κορόιδευε το γειτονικό του ρ,
ότι ερχόταν δίπλα του και το αποσυντόνιζε,
κοιτώντας το λοξά και περιπαικτικά,
σαν αντάρτης προς δειλό,
σαν δραπέτης προς κρατούμενο,
σαν ελεύθερος προς δούλο,
ενώ στην πραγματικότητα
δεν ήταν τίποτα απ' όλα αυτά,
παρά μόνο ένα π που ρέπει προς το πρέπει,
αντάρτης μόνο στον ύπνο του,
δραπέτης μόνο στα όνειρά του,
ελεύθερο μόνο στην αντίστασή του στην αποσύνθεση.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2007

Μαθήματα Τένις

Όταν υπογράφεις μια σύμβαση, όσα έχεις σε γενικές γραμμές συμφωνήσει αποτυπώνονται στο χαρτί με την μεγαλύτερη δυνατή λεπτομέρεια και γίνονται οι όροι που διέπουν στη συνέχεια δεσμευτικά την μεταξύ σας σχέση. Έχουν δηλαδή νομική ισχύ.
Οι προεκλογικές εξαγγελίες δεν έχουν νομική ισχύ. Τα περίφημα προγράμματα των κομμάτων δεν έχουν νομική ισχύ. Όταν οι πολιτικοί αρχηγοί κοιτώντας σε στην κάμερα σου λένε και σου ξαναλένε «Αυτό είναι δέσμευση», το κάνουν ακριβώς επειδή δεν έχουν καμία νομική υποχρέωση να εφαρμόσουν τις προεκλογικές τους υποσχέσεις και επικαλούνται πλέον την ειλικρίνειά τους.
Το ψηφοδέλτιο που ρίχνεις στην κάλπη είναι επιταγή λευκή.
Αν συμφωνήσεις -γραπτά ή προφορικά- με τον ιδιώτη Γιώργο Αλογοσκούφη να σου παραδίδει μαθήματα τένις τρεις φορές την εβδομάδα, συγκεκριμένες ώρες και σε συγκεκριμένο χώρο, αυτός οφείλει να είναι εκεί και να στα παραδίδει τα μαθήματα.
Ειδάλλως έχει νομικές κυρώσεις. Κι αν σου έχει παραστήσει και τον δάσκαλο του τένις ενώ δεν είναι, τον λες και απατεώνα.
Τώρα καμία νομική κύρωση δεν έχει κι απλώς τον λες πολιτικό.
Δεν θα έπρεπε να είναι αυτό ο πολιτικός όμως.
Από την άλλη υπάρχει μια θεμελιώδης συνενοχή πολιτικού και πολίτη: όποιος προεκλογικά δεν έχει νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μην σου πει κανένα.
Εξαιρείται ο Κώστας Μητσοτάκης, όχι από πολιτική ντομπροσύνη, μα από σαδιστικό βίτσιο.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2007

Η Άλωση

(Τώρα που ξανασκίζουμε)
Τώρα πια δεν σου απομένει αμφιβολία. Αν αντιμετωπίζεις και τη νίκη τόσο ψύχραιμα όσο την ήττα, καταλαβαίνεις ότι η διαπίστωση πως μεγαλώνεις δεν ήταν κρεμαστάρια αποστασιοποίησης, αλλά αποδοχή της πραγματικότητας.
Από τον Μάρτη στον Οκτώβρη, από το Καραϊσκάκη στο Αλί Σαμί Γεν, από το διπλό στο διπλό, από την εθνική καταστροφή στον εθνικό θρίαμβο, πράγματα που αλλάζουν ριζικά και πράγματα που μένουν ολόιδια,
συν ίσως δυο έξτρα διαπιστώσεις,
ότι αφενός η εθνική ποδοσφαίρου κατακτά μετά την ομορφιά του μύθου του 2004 και την καταξίωση της διάρκειας του 2007
και ότι αφετέρου οι σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας μπορεί να μην χρειάζονται παρά μια ασήμαντη αφορμή για να ξαναγίνουν θερμοπολεμικές, αλλά όσο να 'ναι τις τελευταίες δυο δεκαετίες έχουν σε ένα βαθμό αποδραματοποιηθεί, με τη βοήθεια και της διάχυσης των πάσης φύσεως και με την ευρεία έννοια πληροφοριών -των αθλητικών αναμετρήσεων συμπεριλαμβανομένων- που έχουν σε ένα βαθμό αποτερατοποιήσει τον ένα λαό στα μάτια του άλλου,
κι αυτός είναι εν τέλει ο μόνος δρόμος για την ειρήνη, ο δρόμος ο εξαιρετικά μακροχρόνιος, ο δρόμος που ανά πάσα στιγμή μπορεί να ανατραπεί, αλλά άλλος τρόπος δεν υπάρχει παρά να τον ακολουθείς και στα πλαίσια του μεγαλώματός σου να γίνεσαι κι ο ίδιος λίγο περισσότερο ανοικτός, αλώνοντας κομμάτια της μέσα σου πόλης και χτίζοντας στη θέση τους καινούρια.

Ο μονόδρομος του καθενός

Το μόνο που έπρεπε να κάνει είναι δέκα χρόνια υπομονή· θα κατακτούσε κι άλλα μετάλλια με την Εθνική, θα πήγαινε στο ΝBA και θα γινόταν πρώτο όνομα βγάζοντας υπερβολικά πολλά λεφτά.
Θα μπορούσε να κάνει δέκα χρόνια υπομονή, τα δέκα χρόνια της νιότης του, τα δέκα χρόνια που θα του απέδιδαν το πλήρες πακέτο της ζωής, που θα του απέδιδαν ένα σκασμό λεφτά, ένα σκασμό διακρίσεις, ένα σκασμό επαίνους, ένα σκασμό γυναίκες.
Θα μπορούσε να κάνει δέκα χρόνια υπομονή και μετά να ξαναρχίσει να τρώει του σκασμού.
Αλλά ο Σοφοκλής δεν μπορεί, ο Σοφοκλής δεν θέλει, ο Σοφοκλής δεν είναι διατεθειμένος να κάνει υπομονή, γιατί ο Σοφοκλής δεν αντέχει να μην σκάει από τώρα. Ο Σοφοκλής πεινάει κι όταν πεινάει όλα τα άλλα έρχονται δεύτερα, το πλήρες πακέτο της ζωής έρχεται δεύτερο μπροστά στο πακέτο της ατέλειάς του, της ανάγκης του.
Ο ροκ σταρ που καίγεται πρόωρα από τα ναρκωτικά κουβαλά τουλάχιστον έναν μποέμ - καταραμένο μύθο.
Ο αθλητής που καίγεται πρόωρα από τη λαιμαργία μένει χωρίς μύθο, μένει μόνος με την πείνα του κι όσο περισσότερο μόνος και ανήμπορος να της αντισταθεί νιώθει, όσες περισσότερες ενοχές επειδή δεν μπορεί να της αντισταθεί νιώθει, τόσο περισσότερο πρέπει να βρει κάτι να τον παρηγορήσει, τόσο περισσότερο έχει την ανάγκη να φάει κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, μέχρι κάθε συναίσθημα αυτολύπησης να νεκρωθεί κάτω από στρώσεις ζύμης, γύρου και σοκολάτας. Στην αρχή τρώς επειδή νιώθεις φυσική αδυναμία και στη συνέχεια έχοντας φάει περισσότερο απ' ό,τι έπρεπε συνεχίζεις να τρως επειδή νιώθεις συναισθηματική αδυναμία.
Τη στιγμή που ο πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ προβαίνει σε πύρινες δηλώσεις ζητώντας το χρυσό της Θάνου (κάνοντας μάλιστα λόγο για υποκρισία και στρουθοκαμηλισμό), τη στιγμή που ζούμε σε έναν παγκόσμιο αθλητικό σύστημα που ζητά από τον αθλητή να θυσιάσει την υγεία του προκειμένου να είναι για λίγα χρόνια πρώτος, κάποιος που μπορεί να είναι από μόνος του πρώτος θυσιάζει και την υγεία του και τις πρωτιές μαζί επειδή πεινάει.
Ο Σοφοκλής πεινάει - ο Σοφοκλής τρώει· τι πιο φυσικό;
Μα δεν είναι υγιές: η καριέρα σου, η υγεία σου, η ζωή σου, οι υμνωδοί σου, οι υπουργοί σου, οι χορηγοί σου. Στα πεϊνιρλί σου.
Σοφοκλή, ζούμε στην εποχή της επιτυχίας, όλοι σκοτώνουν για την επιτυχία σήμερα, κι εσένα που η επιτυχία σού χαρίστηκε από την μισή σου φύση (την φύση που σε έκανε θηρίο), τη σκοτώνεις και σκοτώνεσαι εξαιτίας της αδυναμίας σου να νικήσεις την άλλη σου μισή (την φύση που σε έκανε βουλιμικό).
Όλες αυτές οι αναμνήσεις που θα γεννούσες, όλα αυτά τα λεφτά που θα κινούνταν γύρω από σένα. Such a waste.
Για άλλους η ευτυχία μπορεί να είναι η νίκη· αν για σένα είναι το φαϊ, σταμάτα να τρως απελπισμένα και ζήσε πανευτυχής και πάνχοντρος, όσο το αντέξει ο οργανισμός σου.
Δεν είναι μονόδρομος ο δρόμος που λαχταρούν οι πολλοί.
Δεν είναι καν μονόδρομος η υγεία.
Ίσως ο μονόδρομος του καθενός να είναι ο δρόμος που τελικά ακολουθεί και σίγουρα ο ιδεατός του μονόδρομος είναι ο δρόμος μέσα στον οποίο λειτουργεί και αισθάνεται εκείνος καλύτερα, ό,τι κι αν νομίζουν κι όπως κι αν τον κρίνουν όλοι οι υπόλοιποι.

Τρίτη, Οκτωβρίου 16, 2007

Ποστάρω μέιλ που έλαβα:
«ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ - ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ
Η Εθελοντική Εργασία Αθήνας αναζητά νέους εθελοντές και διοργανώνει σεμινάριο για νέους εθελοντές με σκοπό την ενημέρωση σε θέματα εθελοντισμού, εκπαίδευσης και συμμετοχής τους στις δράσεις της οργάνωσης.
Το σεμινάριο μπορούν να παρακαλουθήσουν και γενικά ενδιαφερόμενοι για εθελοντική δράση που δεν σκοπεύουν απαραίτητα να συμμετάσχουν στην Εθελοντική Εργασία Αθήνας.
Η Εθελοντική Εργασία Αθήνας είναι μη κερδοσκοπικός φορέας, λειτουργεί από το 1990, με κύριο στόχο την ευαισθητοποίηση των πολιτών προκειμένου να δραστηριοποιηθούν στον κοινωνικό τομέα. Στα πλαίσια του σωματείου λειτουργούν:
Πρόγραμμα Υποστήριξης Προσφύγων και αιτούντων Άσυλο,
Ξενώνας Φιλοξενίας για Άστεγους Πρόσφυγες στα Πατήσια,
Πρόγραμμα Διδασκαλίας Ελληνικών σε Πρόσφυγες και Μετανάστες και
Υποστήριξη Νοσηλευόμενων στα Δημόσια Ψυχιατρεία και Ενοίκων στις Δομές Αποκατάστασης.
Το σεμινάριο θα πραγματοποιηθεί το Σαββατοκύριακο 20-21 Οκτωβρίου, από 10.30πμ-2μμ στο χώρο των "Πολιτών εν Δράσει", Εμμ. Μπενάκη 93-95, Εξάρχεια.
Δηλώσεις συμμετοχής μέχρι και Πέμπτη 18/10
Για επικοινωνία, πληροφορίες, εκδήλωση ενδιαφέροντος και δήλωση συμμετοχής:
Στα τηλέφωνα : 6975839220 9πμ- 1μμ, 6945260624 5μμ-9μμ
Μέσω SMS (κανονική χρέωση): 6934078261
Μέσω e-mail: Ethelogreek@yahoo.gr»

Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται

Πέθανε μόνος και ξεχασμένος ο ηθοποιός Αλέξης Γκόλφης σε ηλικία πενήντα εννέα χρόνων, γνωστός από τον ρόλο του ως Μανωλιός/Χριστός στη θρυλική τηλεοπτική σειρά «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Το τραγικό είναι ότι από τον περασμένο Αύγουστο βρισκόταν στο νεκροτομείο, αλλά κανένας δεν βρέθηκε να τον αναζητήσει. Μόλις χθες το μεσημέρι αποκαλύφθηκε τελικά ότι ο Αλέξης Γκόλφης άφησε την τελευταία του πνοή γύρω στα μέσα Αυγούστου, στην πλατεία Κολιάτσου, όπου και ζούσε, σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο, ουσιαστικά άστεγος και ρακοσυλλέκτης.
-
-
Kαι η ιστορία πάντοτε θα επαναλαμβάνεται και θα ξαναεπαναλαμβάνεται και θα ξαναεπαναλαμβάνεται: ο Χριστός πάντοτε θα σταυρώνεται και θα ξανασταυρώνεται και θα ξανασταυρώνεται, πάντοτε μόνος, πάντοτε ρακένδυτος, πάντοτε εγκαταλελειμμένος, πάντοτε χλευασμένος, ενώ οι επί της γης εκπρόσωποι και διαμεσολαβητές του πάντοτε θα ευημερούν και θα ξαναευημερούν και θα ξαναευημερούν, όχι μόνο όταν είναι δυνατοί και υγιείς, αλλά και όταν είναι αδύναμοι και άρρωστοι, θα ευημερούν με την ξεχωριστή ιατρική φροντίδα, με την προτίμηση στα μοσχεύματα που θα αφαιρούν από κάποιον άλλον, με τις δημόσιες δαπάνες, με τα Μαϊάμι και τα βάις, με την αγάπη του λαού, με τους Τζούμες στο πλευρό τους, θα ευημερούν ακόμη και στο θάνατό τους, όταν οι θρήσκοι θα κλαίνε και οι μη θρήσκοι θα συγκινούνται μπροστά στο κοινό ανθρώπινο τέλος, τιμές παντού, δόξες παντού, λούσα παντού, ενώ τον Χριστό τον προσπερνούσες δίπλα σου στο δρόμο και έκανες μακριά γιατί βρώμαγε από την απλυσιά, γιατί σου ζήταγε ένα ευρώ, γιατί κατουρούσε στη γωνία, γιατί κοιμόταν στο πλατύσκαλο, γιατί έπινε, και μάλιστα έπινε χωρίς να ξέρει ότι θυσιάζεται για να σώσει την ανθρωπότητα, χωρίς η θυσία του να έχει τίποτα το ευγενικό, τίποτα το μεγαλειώδες, τίποτα που να τη δικαιώνει, παρά μόνο κάτι να την παρηγορεί, παρά μόνο την ελπίδα της πίστης ότι ο Χριστός που κάποτε υποδύθηκε ίσως και να υπάρχει στα αλήθεια, και την βεβαιότητα ότι αν πάντως υπάρχει βρίσκεται εκεί και δεν παραπαίει μόνος του, βρίσκεται πρώτα εκεί και μετά στο Μαϊάμι, αφού εκτός από την ανθρώπινη προτίμηση στα μοσχεύματα υπάρχει και Θεία προτίμηση στις ψυχές, και η προτίμηση αυτή πάει στις ψυχές που βασανίζονται, ακόμη κι αν βασανίζονται χωρίς αντικειμενικό λόγο αλλά από τους υποκειμενικούς τους δαίμονες.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 15, 2007

Σύντομο δελτίο ΠΑΣΟΚ

- Σαββατόβραδο κι ο Ευάγγελος Βενιζέλος παρακολούθησε τον αγώνα της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου με τη Βοσνία (της Ερζεγοβίνης μη εξαιρουμένης). Η προηγούμενη φορά που είχε παρευρεθεί σε αθλητική αναμέτρηση ήταν όταν πήγαινε τρίτη δημοτικού, οπότε και είχε δει για περίπου πέντε λεπτά της ώρας τις συμμαθήτριες του να παίζουν τα μήλα. Έκτοτε -και έως το χθεσινό βράδυ- η ανάμιξή του με τα αθλητικά δρώμενα περιορίστηκε αυστηρά στην επιχορήγηση ή/και χάρισμα χρεών των ομάδων της συμπρωτεύουσας. Εν τω μεταξύ, πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Βενιζέλος θα καταγγείλει παπανδρεϊκή συνωμοσία πίσω από την σθεναρή υποστήριξη του ΜΕGA προς το πρόσωπό του, υποστήριξη που λίγο ακόμη να συνεχιστεί τον Βαγγέλη θα περάσει και ο Σκανδαλίδης, κάτι που θα είναι αναμφίβολα σκανδαλώδες.
- Ο Κώστας Σκανδαλίδης τώρα, προέβη σε μεγάλο φάουλ πριν λίγες μέρες, αφού έδωσε συνέντευξη κάτω από τεράστια φωτογραφία του Ανδρέα Παπανδρέου. Από που κι ως που; Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα; Δεν είχε δικό του πατέρα; Με ποιό δικαίωμα οικειοποιείται τους μπαμπάδες ανθυποψηφίων του;
- Τέλος, η μνημειώδης φράση του Κώστα Λαλιώτη «Για λόγους ηθικής τάξης θα είμαι πολιτικά μαζί με τον Γιώργο Παπανδρέου, όποια και να είναι η πολιτική του απόφαση, ακόμα και εάν διαφωνώ με αυτή» μπορεί να ερμηνευτεί (ηθικά, πολιτικά, αλλά και ηθικοπολιτικά) μόνο με τους εξής τρόπους:
α) Τα παλιά τα χρόνια ο Κώστας είχε βουτήξει με γεμάτο στομάχι και θα πνιγόταν. Τον έβγαλε στην παραλία και του έδωσε το φιλί της ζωής ο Γιώργος. Από τότε του χρωστάει αιώνια ευγνωμοσύνη και θα τον στηρίζει ό,τι κι αν κάνει.
β) Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι δημοκρατικό κόμμα αλλά θρησκευτική σέχτα. Πολιτικά είναι λάθος να μείνει ο Γιώργος, αλλά πώς να μην τον στηρίξεις; Το κόμμα ήταν του μπαμπά.

Βίβα Λα Ρεβολουσιόν ΙΙ

Στο θέμα του προηγούμενου ποστ θα προσπαθήσω με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να δοθεί συνέχεια· μέχρι να νιώσω αρκετά γραφικός, δηλαδή.
Από εκεί και πέρα, εννοείται ότι κάθε πρόταση - ιδέα για το πως θα μπορούσε να κινηθεί η υπόθεση είναι περισσότερο από καλοδεχούμενη.
Ήδη ο Τάλως πρότεινε τη δημιουργία ερωτηματολογίου για τις 14 επίμαχες πρακτικές και την αποστολή του σε όλες τις τράπεζες, ζητώντας τους να απαντήσουν εάν και γιατί τις ακολουθούν.
Καλή αντάμωση στα γουναράδικα.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 12, 2007

Βίβα Λα Ρεβολουσιόν

Eπαναστατημένε ηλεκτρονικέ μου αδελφέ,
σε βλέπω βαλτωμένο τον τελευταίο καιρό, τα μαύρα ρούχα των παλιών ωραίων εκείνων αγωνιστικών ημερών σου κοντεύουν να σκοροφαγωθούν στη ντουλάπα, ενώ τα χνώτα σου άρχισαν πάλι να μυρίζουν παραίτηση και το βλέμμα σου να επιστρέφει στην παλιά συμβιβασμένη του μελαγχολία.
Επαναστατημένε ηλεκτρονικέ μου αδελφέ,
αν θες, διαβάζεις ενδεικτικά εδώ, εδώ κι εδώ,
το θέμα πάντως έχει χοντρικά ως εξής: συλλογικές αγωγές της Ενώσεως Καταναλωτών «ΕΚ.ΠΟΙ.ΖΩ» έγιναν δεκτές πρωτοδίκως και έκριναν καταχρηστικούς 14 γενικούς όρους συναλλαγών των τραπεζών. Η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή επέλεξε -άγνωστο γιατί- 4 μόνο από τους 14 αυτούς όρους και ζήτησε από την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών να υποδείξει στα μέλη της την συμμόρφωσή τους. Η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών πάλι το σκέφτεται, άσε που υπάρχουν και θέματα ελεύθερου ανταγωνισμού στη μέση. Το Εφετείο για τις αγωγές αυτές διαβάζω ότι γίνεται στις 24 Ιανουαρίου 2008. Όταν η υπόθεση καταστεί αμετάκλητη -δηλαδή μετά από χρόνια- ο νόμος δίνει τη δυνατότητα έκδοσης Υπουργικής Απόφασης που θα κινείται στο πλαίσιο της δικαστικής απόφασης. Κι επειδή δίνει μόνο δυνατότητα και δεν είναι κάτι υποχρεωτικό, η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή φροντίζει στην επιστολή να πει ότι μπορεί να το κάνουμε αυτό, αλλά μπορεί και να σας βάλουμε απλώς πρόστιμο. Ωστόσο, όπως και να ΄χει, δημιουργείται με την επιστολή της Γενικής Γραμματείας και με τη δημοσιοποίησή της μια άλφα πίεση. Μήπως να την κάναμε βήτα, αντί να σιχτιρίζουμε κάθε φορά που μας κοροϊδεύουν οι τράπεζες; Μήπως να αντικαθιστούσαμε την ατομική αδυναμία του καθενός με τη συλλογική πίεση;
Επαναστατημένε ηλεκτρονικέ μου αδελφέ,
μην νομίζεις, το ξέρω, αυτά είναι κατά βάθος κατάπτυστοι ρεφορμισμοί και άλλοθι του συστήματος, η επανάσταση γίνεται μόνο στους δρόμους, άσε που οι Τράπεζες θα έβρισκαν άλλα παραθυράκια όσο κι αν τους πονούσε προσωρινά στην τσέπη τυχόν τροποποίηση κάποιων καταχρηστικών όρων.
Ωστόσο, μήπως να ασκούσαμε λίγο πίεση και από εδώ, τώρα που είμαστε και στην μόδα δηλαδή, μήπως να δοκιμάζαμε να προβάλλουμε συλλογικά κάποια αιτήματα με πρακτική εφαρμογή;
Επαναστατημένε ηλεκτρονικέ μου αδελφέ,
μήπως να καμπανιάραμε για την άμεση κατάργηση των 14 καταχρηστικών όρων;
Όχι ότι τελικά θα γίνει τίποτα.
Αλλά για το γαμώτο.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 11, 2007

Δεν γαμιούνται οι στολές;

Τη Σχολή που επέλεξε στα 17 του την τελείωσε. Ε και; Τώρα δούλευε ταξί. Προσωρινά υποτίθεται.
Το διαμέρισμα στα Πατήσια που είχε στο όνομά της η μάνα του τού το άφησε στα 67 της, όταν τον άφησε κι εκείνη. Ε και; Δεν θα πονούσε για πάντα. Μόνο προσωρινά. Τουλάχιστον η Σχολή του μπορεί να μην του πρόσφερε τίποτα βγαίνοντας, του είχε προσφέρει όμως πολλά μπαίνοντας, του είχε προσφέρει μια εικόνα καταξίωσης στα μάτια της μάνας του.
Το «σύστημα Αθήνα» μήνα με τον μήνα φόρτωνε όλο και περισσότερο και η υπερφόρτωση ήταν μάλλον γεγονός. Δεν άντεχε άλλο. Ε και; Έπηζε. Σταμάτα - ξεκίνα, σταμάτα - ξεκίνα, αλλά βασικά σταμάτα. Κι ο καιρός, αδιάκοπα καλοκαιρινός, αδιάκοπα άκαιρος, να δίνει στην προσωπική του κρίση το λογικοφανές πάτημα για εσχατολογικές γενικεύσεις: δεν πάω μόνο εγώ κατά διαόλου - όλος ο κόσμος πάει. Ας μην βρέξει ποτέ ξανά. Πόσο χειρότερος είναι ένας κόσμος χωρίς νερό για κάποιον που ζει σε έναν κόσμο χωρίς ευτυχία;
Μπλοκαρισμένος σε ένα φανάρι άκουσε με σχετική έκπληξη το κινητό του να χτυπά. Ήταν ο διαχειριστής της πολυκατοικίας στα Πατήσια. Του υπενθύμιζε ότι χρωστάει κοινόχρηστα τριών μηνών και του έλεγε ότι τα χρειάζεται για να βάλει πετρέλαιο. Εκείνος δεν ήθελε να πληρώσει πετρέλαιο για ένα ξενοίκιαστο διαμέρισμα. «Τότε να έρθεις να κλείσεις τα σώματα του καλοριφέρ. Και να μου πληρώσεις και τα χρωστούμενα».
Για τα χρωστούμενα θα έβλεπε. Αλλά σχολώντας από τη βάρδια πήγε να κλείσει τα σώματα και κλείνοντάς τα δεν μπορούσε παρά να μην χαμογελάσει στη σκέψη ότι και το δικό του σώμα το έχει κλείσει καιρό. Κοντεύει χρόνος τώρα. Από τον τελευταίο τσακωμό τους. Άραγε εκείνη να είχε ξανανοίξει το δικό της;
Κλείδωσε το διαμέρισμα, ξανακόλλησε το μισοξεκολλημένο «Ενοικιάζεται» στην κεντρική εξώπορτα, ο διαχειριστής τον είδε από το μπαλκόνι κι έβαλε τις φωνές, αλλά πρόλαβε να φύγει.
Γύρισε σπίτι του. Ήταν πτώμα και το κεφάλι του βούιζε.
Άρχισε να βγάζει ό,τι τον βάραινε, παπούτσια, κάλτσες, παντελόνι, μπλούζα, ρολόι, σώβρακο, έβγαλε ό,τι φορούσε, μα εξακολουθούσε να νιώθει ότι κάτι τον βαραίνει, κάτι τον κουράζει ψυχικά, κι έτσι συνέχισε, βγάζοντας τα πόδια, τα γεννητικά όργανα, τον θώρακα, τα χέρια, το κεφάλι, τα έβγαλε όλα, ό,τι δεν είχε σημασία, ό,τι ήταν προσωρινό, παραπλανητικό και ψεύτικο, κι όταν πέταξε από πάνω του και το τελευταίο κομματάκι ύλης, έμεινε μόνο με την ουσία του, το γυμνό του είναι, κι ένιωσε επιτέλους ελεύθερος και καθαρός, κι άρχισε να ονειρεύεται ότι θα μπορούσε να άπλωνε το γυμνό του είναι πάνω στο δικό της γυμνό είναι, να ξάπλωνε το ένα πάνω στο άλλο, χωρίς σάρκα να τα αποπροσανατολίζει, ύλη να τα ευτελίζει, βάρος να τα βαραίνει.
Αύρα με αύρα. Ξαπλωμένες. Αγκαλιασμένες. Αναμεμειγμένες.
Χτύπησε το κουδούνι. Χρωστούσε κοινόχρηστα κι εδώ. Τι να πρωτοφορέσει; Ρούχα και μέλη ήταν πεταμένα παντού.
«Δεν γαμιούνται οι στολές; Βαρέθηκα».
Δεν άνοιξε. Βγήκε μέσα από την κλειστή πόρτα, πέρασε πάνω από το χέρι με το χαρτί των κοινοχρήστων, το κοίταξε ειρωνικά και ξεκίνησε για να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα.
Το μόνο που έμενε ήταν να δεχθεί να γδυθεί κι εκείνη.

Γλασκώβη - Μπουένος Άιρες

Οι τελευταίες μέρες σημαδεύτηκαν από δυο απώλειες: στη Γλασκώβη ένας Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής έχασε κάτι πολύτιμο και στο Μπουένος Άιρες ένας Αμερικάνος σκηνοθέτης έχασε κάτι που κανείς δεν ξέρει αν είναι αληθινά πολύτιμο.
Στη Γλασκώβη η Σέλτικ αντιμετώπιζε την Μίλαν. Το παιχνίδι είναι στο τελευταίο λεπτό, το σκορ είναι ισόπαλο και ο τερματοφύλακας της Μίλαν, Ντίντα, δέχεται ένα κοροϊδίστικο γκολ που δίνει την ανέλπιστη νίκη στη Σέλτικ. Έξαλλοι πανηγυρισμοί, ένα γήπεδο παραληρεί και ξαφνικά ένας τρελαμένος από τη χαρά του Σκωτσέζος οπαδός εισβάλλει στο γήπεδο, περνάει τρέχοντας μπροστά του και -κάνοντας σχεδόν άλμα για να τον φτάσει αφού είναι κοντός και ο Ντίντα σχεδόν δίμετρος- τον χαϊδεύει περιπαικτικά στον λαιμό.Ο Ντίντα στην αρχή λειτουργεί σαν άντρας και κάνει να τον κυνηγήσει. Ένα – δύο - τρία βήματα και ο άντρας μεταλλάσσεται σε εκπαιδευμένο επαγγελματία: αν πέσω μπορεί να κερδίσουμε το ματς στα χαρτιά. Ο Ντίντα καταλαμβάνεται με χρονοκαθυστέρηση από σφοδρότατο πόνο καταρρέοντας σαν κεραυνόπληκτος. Ανήμπορος να συνεχίσει, βγαίνει αλλαγή, μεταφερόμενος με φορείο και πάγο στο κεφάλι του. Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου οπως την θέλεις, τούτο προσπαθησε τουλάχιστον όσο μπορεις: μην την εξευτελίζεις. Αλλά αν είναι να την εξευτελίσεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίσεις τόσο κραυγαλέα όσο ο Ντίντα.
Από τον Ντίντα στον Φράνσις Φορντ Κόπολα, που βρίσκεται στην Αργεντινή προετοιμάζοντας τη νέα του ταινία. Ο Κόπολα έπεσε θύμα διάρρηξης, καθώς έκλεψαν τον υπολογιστή του και το σωσμένο μόνο στον υπολογιστή σενάριο της ταινίας. Κλάπηκαν άραγε πολύτιμες λέξεις; Ο Κόπολα έχει να δημιουργήσει κάτι σπουδαίο εδώ και δέκα πέντε χρόνια. Οι κλεμμένες λέξεις του θα μας ξαναέδιναν επιτέλους κάτι αντάξιό του;
Όπως και να ‘ναι, το βράδυ μετά την κλοπή ο Φράνσις είχε ταραγμένο ύπνο και ονειρεύτηκε σαν την Πέγκυ Σου ότι είχε γυρίσει πίσω στο χρόνο, στις εποχές που συνομιλούσε απευθείας με το μεγαλείο και που μας το μετέφερε με την μορφή κινηματογραφικών εικόνων, για να το πάρουμε με τη σειρά μας και να το κάνουμε αναμνήσεις και εαυτό. Ονειρεύτηκε ότι ξήλωσε κάθε γωνιά του σπιτιού του, μήπως και βρει την έμπνευσή του κρυμμένη πίσω από κάποια ταπετσαρία, ονειρεύτηκε ότι τελικά του την είχε αφαιρέσει προδίδοντάς τον ο πιο δικός του άνθρωπος, ονειρεύτηκε ότι ήταν πρωτοχρονιά στην επαναστατημένη Αβάνα και ότι ήταν αυτός που έδωσε το φιλί στον Ιούδα λέγοντάς του: «Ξέρω ότι ήσουν εσύ, Σοφία. Μου ράγισες την καρδιά» και ότι τότε η Σοφία τον εξολόθρευσε με ακραία προκατάληψη σε μια ζούγκλα της Καμπότζης, ελπίζοντας να μη χαθεί στην μετάφραση του DNA της εκείνο που είχε ο πατέρας της, εκείνο που ίσως ακόμα διατηρεί, εκείνο που ίσως βρίσκεται εγκλωβισμένο σε ένα κλεμμένο λάπτοπ.
(Κείμενο γραμμένο για το «Exodos»).

Τετάρτη, Οκτωβρίου 10, 2007

CVN 218C

Γιάννενα, άνοιξη του 1972
Στις πολυετείς περιπλανήσεις μου στα σκοτεινά λαγούμια του διαδικτύου πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει δέος.
Εικάζω ότι γεννήθηκα μόνο και μόνο για να πέσει το μάτι μου σε αυτήν την φωτογραφία· ψέμματα· δεν το εικάζω· είμαι απολύτως πεπεισμένος.
Δηλαδή βλέποντάς την, κάνω σαν αγοράκι που του πήραν παγωτό σοκολάτα, σαν παππούς την ώρα που αρχίζει ο Αυτιάς, σαν Ζακύνθου που του πεθαίνει ο Χριστόδουλος, σαν Μάθιου Νίμιτς που στην κρουαζιέρα του πάνω τού σκάει γοργόνα και στο αγωνιώδες ερώτημά της «Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος;» βρίσκει την ευκαιρία να την αποστομώσει λέγοντάς της «Όχι μόνο δεν ζει μωρή, αλλά ήταν και σφαγέας των λαών», ακόμη - ακόμη και σαν ρεπόρτερ της ΑΕΚ την ώρα που πληκτρολογεί με δάκτυλα που τρέμουν από τη συγκίνηση τις λέξεις «Δον Λορένσο».
Έτσι είμαι αναγνώστη, θεμελιακά ασόβαρος, και αντί να νιώσω ευφορία με τα προβλεπόμενα, τη νιώθω με παλιές φωτογραφίες.
Αν θες, γράψε στα σχόλια μια μικρή ιστοριούλα εμπνευσμένη από αυτό το επαρχιακό ενσταντανέ της ανοίξεως του εβδομήντα δύο.
Και μετά, από τις χιλιάδες ιστορίες που αναμφίβολα θα συγκεντρωθούν, θα επιλέξουμε τις εκατό καλύτερες και μπορεί να βγάλουμε βιβλίο με τις εκατό παραλλαγές πάνω σε μια εικόνα, τους εκατό διαφορετικούς τρόπους που μπορούν να εμπνεύσουν δυο άντρες πάνω σε ένα αυτοκίνητο, δυο γυναίκες μέσα σε ένα αυτοκίνητο κι ένα πέμπτο άτομο πίσω από ένα φακό.

Το κορίτσι που φοβόταν τους Ιάπωνες

Ήταν σχετικά εύκολα αναγνώσιμη, με την -ηχηρή βέβαια- εξαίρεση εκείνου του ανεξήγητου όσο και παροιμιώδους φόβου της για τους Ιάπωνες. Δεν ήταν σχήμα λόγου: μόλις αντίκρυζε Γιαπωνέζο πάνιαζε και την έπιανε ένα σιγανό τρέμουλο. Και αν μεν τον αντίκρυζε στην τηλεόραση ή σε φωτογραφία περιοδικού, είχε κατορθώσει με τα χρόνια να το αντιμετωπίσει αλλάζοντας αμέσως κανάλι ή πετώντας μακριά το περιοδικό· αν όμως τύχαινε να τον αντικρύσει στο δρόμο, πανικοβαλλόταν κι άρχιζε να τρέχει. Μια φορά που ξαφνικά εισέβαλε γκρουπ Γιαπωνέζων στο βαγόνι του τραίνου της, όπου βρισκόταν ήδη στοιβαγμένη ανάμεσα σε μη Γιαπωνέζους, λιποθύμησε με το που έκλεισαν οι πόρτες. Το ισχυρό σοκ επιδείνωσε την κατάστασή της αναγκάζοντάς την να κόψει μαχαίρι τον ηλεκτρικό και όλες τις περιοχές της πόλης με σεσημασμένο τουριστικό ενδιαφέρον. Οι Γιαπωνέζοι όριζαν πια την καθημερινότητά της, καθώς άρχισε να μετακινείται με συγκοινωνία που δεν την εξυπηρετούσε και να στερείται την παρέα της που σύχναζε στο Θησείο και σε μπαράκια κοντά στο Σύνταγμα. Το χειμώνα αισθανόταν οριακά καλύτερα, αλλά το γεγονός ήταν πως η ζωή της είχε γίνει πλέον έρμαιο της φοβίας της: όποτε έβγαινε έξω από το σπίτι της αγχωνόταν στη σκέψη ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να πεταχτεί από κάποιο στενό ένας από αυτούς. Σχεδόν με το ζόρι η κολλητή της την έπεισε να πάει σε ψυχαναλυτή. Για κακή της τύχη o γιατρός ήταν σινεφίλ και στο σαλόνι αναμονής ανάμεσα σε άλλα κάδρα ταινιών φιγουράριζε ένα από το «Ran» του Κουροσάβα. She ran away.
Tώρα όλα αυτά σου φαίνονται βέβαια φαιδρά, ο φόβος της σου φαίνεται φαιδρός, αυτή σου φαίνεται φαιδρή, αλλά αυτή υποφέρει, και τι πάει να πει άραγε φαιδρός φόβος, ο φόβος είναι πάντα φόβος και τα αποτελέσματά του πάνω σου ενίοτε καταλυτικά, αν φοβόταν τα φίδια, τα σκυλιά ή τις κατσαρίδες θα σου φαινόταν πιο νορμάλ, τώρα που φοβάται τους άκακους Γιαπωνέζους δεν δικαιούται οτιδήποτε άλλο από την ειρωνεία σου, όμως φοβάται, φοβάται ποιός ξέρει γιατί, κάποια εξήγηση θα υπάρχει στα έγκατα της ψυχοσύνθεσής της, κάτι που ίσως είδε ή άκουσε μικρή, κάτι που ίσως παράκουσε μικρή, ίσως ο φόβος των Ιαπώνων να μπερδεύτηκε με τον φόβο των πόνων, ίσως αποφεύγοντας τους μεν να προσπαθούσε να αποφύγει τους δε, όμως έτσι υπέφερε περισσότερο, έτσι δεν μπορούσε να ζήσει νορμάλ, έτσι η γραφικότητά της μετατρεπόταν σε ψύχωση, κι είναι τρελό να τρελαίνεσαι για κάτι τόσο τρελό, ενώ το λογικό θα ήταν να τρελαίνεσαι για κάτι τόσο λογικό.
Οι οικονομίες της ήταν λιγοστές. Από εκεί και ύστερα δεν ήξερε τι θα κάνει. Και καλύτερα κιόλας. Γιατί μόλις κατέβαινε από την σκάλα του αεροπλάνου και πατούσε στο Τόκιο γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε να τρέξει να κρυφτεί πουθενά.

Τρίτη, Οκτωβρίου 09, 2007

Ντάι γιαγκ εντ λιβ φορέβερ

Μια φωτογραφία σου ήρθε και σε μένα
μια φωτογραφία σου απ' τα ξένα.
Απ' αυτές που κρατάν οι φοιτητές,
απ' αυτές που ξεσκίζει ο χαφιές,
απ' αυτές που κρεμάν οι φοιτητές
στην καρδιά τους.

Hμερολόγια Μοτοσυκλέτας

O Tσέ πέθανε, ο Πέτρος Eυθυμίου ζει.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 08, 2007

Σε μας

Στην ευθύνη όλων των στελεχών για τις εκλογικές ήττες του ΠΑΣΟΚ αναφέρθηκε η κυρία Παπανδρέου, σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως μετά τη δεύτερη συνεχόμενη και τόσο βαριά ήττα θα πρέπει «να ήμασταν όλοι στα σπίτια μας», κατορθώνοντας έτσι με αυτόν τον έξυπνο τρόπο να εκτονώσει το κλίμα της πόλωσης που επικρατούσε στην αίθουσα, καθώς σύσσωμο το εθνικό συμβούλιο ξέσπασε σε αυθόρμητα γέλια και χειροκροτήματα.
Δυστυχώς στο ΠΑΣΟΚ ποτέ δεν έγινε κάθαρση. Αισθάνομαι αλληλέγγυα με όλους τους συντρόφους αλλά όχι με εκείνους σε όλα τα επίπεδα που έφτιαξαν περιουσίες στα χρόνια διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Όλους αυτούς τους θέλουμε στο ΠΑΣΟΚ; Αν τους θέλουμε να το πούμε. Στο σημείο αυτό επικράτησε έντονη αναταραχή στην αίθουσα και αναβίωσαν οι δραματικές στιγμές της συνεδρίασης της κοινοβουλευτικής ομάδας λίγες μόλις μέρες πριν. Η Παπανδρέου απαίτησε να στηθεί κάλπη και προ του κινδύνου της οριστικής ρήξης τον λόγο πήρε ο Άκης Τσοχατζόπουλος, ο οποίος πρότεινε (και η πρότασή του έγινε αποδεκτή) το εθνικό συμβούλιο να αποφασίσει δια βοής ότι τους θέλουν όλους αυτούς στο ΠΑΣΟΚ, γιατί αν δεν τους θέλουν το ΠΑΣΟΚ θα μετατραπεί αυτόματα σε κίνημα - σφραγίδα.
Ζωή σε μας.

Κυριακή, Οκτωβρίου 07, 2007

Μάριον Θάνου

Διακόπτουμε την κανονική ροή του προγράμματός μας, γιατί μας ειδοποιούν ότι βρήκαμε στο τηλέφωνο την Κατερίνα την Θάνου. Κατερίνα, μας ακούς; Τα έμαθες τα νέα, φαντάζομαι. Η Μάριον η Τζόουνς ομολόγησε ότι ντοπαριζόταν και τώρα μάλλον θα της αφαιρεθεί το χρυσό της Ολυμπιάδας του Σίντνεϊ και θα δοθεί σε σένα που είχες έρθει δεύτερη. Κατερίνα, είναι αυτή η ιστορία μια καθυστερημένη δικαίωση για σένα; Η Τζόουνς με δάκρυα στα μάτια είπε ότι υπήρξε ψεύτης και απατεώνας, ότι ντρέπεται, ότι ντρόπιασε την οικογένειά της και την πατρίδα της. Θέλω να πω, δεν αγανάκτησες βλέποντας την παράσταση της μεταμέλειάς της; Ήσουν τόσα χρόνια στη σκιά της και σου έτρωγε τα μετάλλια κάποια που παίζει με πειραγμένα ζάρια. Πώς είναι Κατερίνα να αγωνίζεσαι με τον σταυρό στο χέρι και να έρχονται οι κωλοαμερικάνοι με τις ντόπες τους στερώντας σου ό,τι δικαιωματικά σου ανήκε; Τι να την κάνεις την ντροπή της και τη συγγνώμη της τώρα, Κατερίνα; Στο έκλεψε το χρυσό την ώρα που το δικαιούσουν; Έχασες την ευκαιρία να ακούσεις τον Εθνικό μας Ύμνο όταν το δικαιούσουν; Και πόση λάσπη έφαγες τα τελευταία χρόνια Κατερίνα, ότι και καλά εσύ ντοπαριζόσουν, ενώ εσύ επέμενες να μην μιλάς και να μην ομολογείς γιατί εκεί φαίνεται η καρδιά του αληθινού πρωταθλητή, Κατερίνα, στην επιμονή και την αντοχή, εσύ άντεξες, ενώ η Τζόουνς υπέκυψε, υπέκυψε βέβαια στο αμερικάνικο δικαστικό σύστημα, ενώ εδώ, με το ελληνικό, να δεις ότι τελικά όλα θα πάνε καλά, αρκεί να αντέξεις ως το τέλος, ως αληθινή πρωταθλήτρια, Κατερίνα. Κατερίνα; Μας ακούς, Κατερίνα;
Φαίνεται ότι δεν μας ακούει η Κατερίνα, ας λογίσουμε την απουσία της ως ένα ακόμη non show κι ας ευχηθούμε να μην έχει συμβεί το χειρότερο, να μην έχει ανέβει δηλαδή πάλι στην μηχανή του άλλου του τρελλόπαιδου, του Κώστα του Κεντέρη, και έχουν φάει καμιά χύμα, γιατί είναι προφανές ότι τα ινδάλματα του χθες είναι η σημερινή τροφή για τα λιοντάρια, κι είναι εν μέρει άδικο να κατασπαράζουμε σήμερα τους έτσι κι αλλιώς αθληταράδες, εκείνους που θα ήταν αθληταράδες και σε έναν αθλητισμό χωρίς ντόπες, κι όχι φερ΄ειπείν τους ΦούροΛιάνηδες που απολάμβαναν τα φλας, τους Μολυβάδες που έπαιρναν τις επιχορηγήσεις ή τις πολυεθνικές αθλητικού ρουχισμού που διαφημίζονταν με κεντρικά πρόσωπα τον Κώστα και την Κατερίνα, την Μάριον και τον Καρλ.
Απλά, Κατερίνα, από την Μάριον σήμερα έχει φύγει ένα βάρος, ένα άγος που εσύ ακόμη κουβαλάς.
Ντροπή δεν είναι η ομολογία, Κατερίνα. Όλοι το ξέρουμε. Ντροπή είναι η σιωπή. Αλλά πάλι είναι και τα λεφτά στην μέση, η αφαίρεση των μεταλλίων, τα πριμ, το στράτευμα.
Με τους όρους που βρήκες έπαιξες, Κατερίνα. Αλλά αν δεν γίνεις θύμα, όσο παραμένεις θύτης, όσο σιωπάς, μην περιμένεις συμπάθεια.

Σάββατο, Οκτωβρίου 06, 2007

Ύποπτος Σωτήρας

Τα μυστήρια βράδια της βδομάδας ντύνεται ύποπτος Σωτήρας, σπάζοντας σε χιλιάδες αγκαλιές και διαχεόμενος στα μοναχικά δωμάτια των πόλεων.
Τώρα είναι όλα καλά, τώρα είναι όλα καλά.
He suspects he can love anyone.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2007

Τα επικίνδυνα μονοπάτια της σκέψης

Πρώτο μονοπάτι: Η θέση που έχουν σήμερα στη συνείδηση του κόσμου οι τράπεζες είναι ιδιαιτέρως χαμηλή, τόσο χαμηλή που μέχρι και ο «ΛΑΟΣ» συνθηματολογούσε προεκλογικά εις βάρος τους.
Όταν λοιπόν ο μέσος συντηρητικός πολίτης θεωρεί βάσει του δικού του αξιακού συστήματος το τραπεζικό σύστημα ληστρικό, ίσως δεν πρέπει να προξενεί και τόση έκπληξη ότι βάσει του αξιακού συστήματος μερίδας αντιεξουσιαστών οι ληστείες τραπεζών θεωρούνται θεμιτή αντιεξουσιαστική δράση.
Ωστόσο εκεί ο μέσος πολίτης αντιδρά: το να ληστεύεις εσύ αυτόν που εγώ θεωρώ κατά κάποιο τρόπο ληστή, δεν σε μετατρέπει σε Ρομπέν των Πόλεων, αλλά σε ληστή εις το τετράγωνο.
Δεύτερο μονοπάτι: Καλό θα είναι να λέμε και να ξαναλέμε, ότι ψυχή τε και σώματι φασίστας είναι εκείνος που καίει φασιστικά βιβλία και όχι εκείνος που γράφει φασιστικά βιβλία.
Ο φασισμός είναι πράξη, όχι θεωρία.
Τρίτο μονοπάτι: H γραμμή που χωρίζει την αντίδραση του ΚΚΕ στην ερώτηση στο ντιμπέιτ για το σχολείο που πήγε η κόρη της Παπαρήγα και την αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ για τη χυδαιότητα της εις βάρος του επίθεσης με αφορμή τη ληστεία, είναι πολύ μικρή.
Καλώς ή κακώς, δίπλα στη δεξιά ηθικολογία του «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια» υπάρχει και η αριστερή ηθικολογία των αγωνιστών που παλεύουν για μια δικαιότερη κοινωνία και κοιτάζουν με σηκωμένο φρύδι τους βολεμένους, συμβιβασμένους καναπεδάκηδες. Ο σύγχρονος αριστερός λόγος της αριστεράς της διαμαρτυρίας δεν είναι μόνο πολιτικός, αλλά και ηθικολογικός: εγώ ο ηθικός, εγώ ο ανώτερος, εγώ ο ιδεαλιστής.
Δεν γίνεται όμως μόνο να κρίνεις και να απαιτείς εσύ να μην κρίνεσαι.
Μα που το πάω; Τι είναι αυτά που λέω; Άλλο η πολιτική κριτική. Θα κριθούν και ως γονιοί; Δεν ξέρω που το πάω. Ξέρω ότι όσο απαραίτητος και υπερπολύτιμος κι αν είναι ο διαχωρισμός του δημοσίου με τον ιδιωτικό βίο, κάπου πρέπει να υπάρχει και μια συνέπεια λόγων και πράξεων, ώστε λ.χ. η Παπαρήγα να μην απαντά ότι δεν είχε που να αφήσει το παιδί της ή ο αδιαμφισβήτητα τραγικός πατέρας, μέσα σε όλο το δράμα που ζει, να βγει και να πει ευθαρσώς ότι αυτό που έκανε το παιδί του δεν είναι ρομαντικό αλλά απολύτως καταδικαστέο. Μα δεν γίνεται έτσι; Μα πατέρας είναι; Ναι, αλλά είναι και πολιτικός.
Τέλος πάντων, μπορεί να το παραχόντρυνα.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 04, 2007

Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς

Ο στρατιώτης της βιρμανέζικης χούντας πυροβολεί εξ’ επαφής τον Ιάπωνα φωτορεπόρτερ Κέντζι Ναγκάι. Αυτός σωριάζεται κάτω, δεν αφήνει την βιντεοκάμερα να του πέσει, την κρατά γερά και η πρώτη του, αστραπιαία, ενστικτώδης κίνηση είναι να αλλάξει χέρι από το δεξί στο αριστερό, προκειμένου να συνεχίσει να καταγράφει την Ιστορία, που συνεχίζει να διαδραματίζεται μακριά από τα μάτια του που κοιτάζουν πια τον ουρανό, αλλά όχι και μακριά από τον φακό του. Λίγο μετά πεθαίνει.
Ο φωτορεπόρτερ που μια ζωή κυνηγούσε την ιστορική φωτογραφία, ενσωματώθηκε στο πάθος του κι έγινε ο ίδιος η ιστορική φωτογραφία, αφού φωτογραφήθηκε και βιντεοσκοπήθηκε από κάποιον άλλο, που είτε είχε το ίδιο πάθος είτε βρέθηκε συμπτωματικά εκεί.
Αν το πάθος σου είναι να μυρίζεις πολέμους και να απαθανατίζεις τις εικόνες τους, μην διστάσεις, πήγαινε και τράβα, τράβα πριν και μετά την σφαίρα στο στήθος, πριν και μετά τον θάνατό σου, πριν και αφού σκοτεινιάσουν όλα, όχι γιατί θα μπορέσεις να καταγράψεις τον άλλο κόσμο, αλλά γιατί απλά δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, δεν μπορούσες να ζήσεις αλλιώς. Και κατορθώνεις τελικά να ζεις με ένταση, μόνο όταν έχεις βρει κάτι χωρίς το οποίο δεν μπορείς να ζεις.
Το χαζοχαρούμενης θετικής ενέργειας σύνθημα λέει να ζούμε τη ζωή μας με πάθος. Τι είναι το πάθος όμως; Το πάθος δεν οδηγεί απαραίτητα στην επιτυχία και την καταξίωση, το πάθος σου μπορεί να είναι η γραφικότητά σου, η μούρλα σου, η απομόνωσή σου, το χάσιμό σου, η καταστροφή σου.
Το πάθος έχει το τίμημά του. Πρέπει να πληρώσεις, να ξαναπληρώσεις και να ξαναπληρώσεις. Και πιθανόν με τα μέτρα και τα σταθμά της κοινωνίας να μην ανταμειφθείς ποτέ. Αλλά αν όντως δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, το ίδιο σου το πάθος είναι και η ανταμοιβή σου. Δεν πρόκειται για ανταλλάξιμο αγαθό. Δεν παθιάζεσαι με κάτι για να κερδίσεις κάτι άλλο. Δεν παθιάζεσαι για να κερδίσεις φήμη, λεφτά, να αλλάξεις τον κόσμο ή να ανακαλύψεις το νόημα της ζωής. Κάνεις κάτι με πάθος για να βρεις ένα νόημα και το νόημα τελικά βρίσκεται μέσα σε αυτό.
Είμαι Ιάπωνας και πήγα στη Βιρμανία γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, με πυροβόλησαν και συνεχίζω να τραβάω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Κι αν η φωτογραφία μου οδηγήσει σε διεθνή κατακραυγή που θα ρίξει τη χούντα, δεν έχει για μένα και τόση σημασία.
Για μένα σημασία έχει ότι δίπλα μου ένοπλοι στρατιώτες κυνηγούσαν τους διαδηλωτές.
Έπρεπε να συνεχίσω να τους τραβάω γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.
Είχα ένα πάθος και του δόθηκα μέχρι την τελευταία μου ανάσα.
Χαλάλι του.
(Κείμενο γραμμένο για το «Εxodos»).

Τετάρτη, Οκτωβρίου 03, 2007

Το μόνο πράγμα που 'χει μείνει όρθιο στον κόσμο είσαι συ

Έκλεινε τα σαράντα του σήμερα και συνειδητοποίησε ότι όταν έκλεινε τα τριάντα του όλα φαίνονταν να βρίσκονται στη σωστή τους θέση.
Μέσα στην τελευταία δεκαετία είδε τους γονείς του να χωρίζουν στα εξήντα πέντε τους αποκαλύπτοντας προς απόλυτο αιφνιδιασμό του μια ζωή αμοιβαία συσσωρευμένης απέχθειας, είδε τον αδελφικό του φίλο εκείνο το βράδυ της Πέμπτης να χαμουρεύεται στην κουζίνα με την γυναίκα του, είδε τον εαυτό του στο δικηγόρο για διαζύγιο και στο δικαστήριο να τσακώνεται για το ποιές μέρες θα παίρνει το παιδί του, είδε την μικρή ατομική του επιχείρηση με τα καυσόξυλα να πηγαίνει κατά διαόλου γιατί μετά από χιλιετίες ο χειμώνας έπαψε να είναι χειμώνας, είδε τον εαυτό του στο ταμείο ανεργίας και στο παπάκι να κάνει ντελίβερι κοτόπουλων, είδε το κόμμα του να αλλάζει χαρακτήρα και να μην του θυμίζει τίποτα απ' όσα του θύμιζε παλιά, είδε να παρατά εντελώς το χόμπι του (το ροκ γκρουπάκι όπου έπαιζε μπάσο), χόμπι που για πάμπολλα χρόνια το είχε παρεξηγήσει ως τον μόνο αληθινό προορισμό στη ζωή του, είδε τον εαυτό του μετά το χωρισμό να μην έχει καμία διάθεση να ξαναδοκιμάσει και να έχει καταντήσει ένας σαραντάρης μαλάκας που μαλακίζεται με τα τσοντοντιβιντί των εφημερίδων, είδε το πρόσωπο του να κάνει προγούλια και το βλέμμα του να χάνει το παιχνιδιάρικο σήμα κατατεθέν του, είδε τον παλιό ενοχικό εαυτό του που νόμιζε ότι τον είχε αφήσει πίσω να ξανάρχεται στο φως κατηγορώντας τον για ότι ο γιος του έχει έναν πατέρα που δεν είναι κάθε μέρα μαζί του και ο οποίος οικονομικά δεν μπορεί να του προσφέρει παρά ελάχιστα.
Μέσα στην τελευταία δεκαετία όλες οι σιγουριές του είχαν πάει περίπατο, ό,τι ήξερε το είχε ξεχάσει, δεν πίστευε τίποτα και κανέναν.
Σήμερα, στα γενέθλιά του, μίλησε με τον γιο του, επιβεβαίωσε το ρεπό του από το κοτοπουλάδικο, έκλεισε το κινητό του και έμεινε στο κλειδωμένο του σπίτι με τις παγωμένες του μπύρες περιμένοντας -ανυπόμονα έως απελπισμένα- να πάει η ώρα δέκα παρά τέταρτο για να ακουμπήσει στην τελευταία ακλόνητη σταθερά του.

Τρίτη, Οκτωβρίου 02, 2007

Του ναύτη δωσ' του στη στεριά

Στα μονίμως εξαιρετικά «Πρόσωπα» της Ρίτσας Μασούρα, μια φράση της επίσης εξαιρετικής Ιωάννας Καρυστιάνη: «Δεν είναι οι ναυτικοί άνθρωποι που σε κάθε λιμάνι ευτελίζουν τη ζωή τους σε ξένα κρεββάτια και αγοραίους έρωτες», μια φράση που όμως δεν κάθεται καλά, εν αντιθέσει με το σωρό από τις πουτάνες που κάθονται (καλά ή κακά, πάντως κάθονται) στα λιμάνια, γιατί στα λιμάνια τα μόνα κρεβάτια που μπορείς να βρεις είναι τα ξένα και ο μόνος έρωτας που μπορείς να βρεις ο αγοραίος, γιατί το τι ευτελίζει τη ζωή καθενός είναι μεγάλη κουβέντα, εξαρτώμενη σε μεγάλο βαθμό από το πώς εισπράττει ο ίδιος την εκάστοτε συμπεριφορά του, πάντως σίγουρα δεν ευτελίζεται εξ ορισμού και άνευ ετέρου η ζωή του ναυτικού από τη συναναστροφή του με τις πόρνες, αφού ο ναυτικός τυγχάνει άντρας και ο άντρας τυγχάνει να έχει ορμονικές ανάγκες, οι οποίες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πρέπει να εκτονωθούν, οπότε αυτό που οδηγεί τους ναυτικούς στα μπουρδέλα του κόσμου δεν είναι κάποιο ταπεινό τους ένστικτο, αλλά το ένστικτο εξαιτίας του οποίου ζούμε, και εν πάση περιπτώσει, αν η θρησκεία θεωρεί το σεξ βρώμικο, είναι δυσάρεστο να το θεωρούν και οι λογοτέχνες (έστω κι αν ο αθέλητα καταγγελτικός τους λόγος περιορίζεται στο εκτός αγαπησιάρικης σχέσης σεξ), αυτοί δηλαδή που κατεξοχήν θα έπρεπε να διακρίνονται από την αρετή της συναίσθησης, και συναίσθηση στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι το πως εισπράττεις ως γυναίκα την εικόνα κάποιου που έχει πάει με εκατό πουτάνες, αλλά το να προσπαθείς να σκεφτείς πώς είναι άραγε να ταξιδεύεις μήνες, έχοντας πουλί που λειτουργεί και καμιά γυναικεία αγκαλιά δίπλα σου.

Θεωρία και Πράξη

ενπασηπεριπτωσεικαιγιαναμηντοπολυλογουμεδηλαδηοτανολεςοιθεωρι
εςπεριμπλογκινμπαινουνστηνακρητομονοπουμενειειναιαυτηηαπολυτηα
συδοσιατουναποσταρειςοποιαδηποτεωραθελειςοποιαπαπαριασουερθεισ
τονουχωριςναδινειςλογαριασμοσεκανενανπαραμονοστηνκαυλασουκα
ιστοπροσωπικοσουαισθητηριο

Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2007

Με την πρώτη ακτίνα του ήλιου του Οκτώβρη γεννήθηκε το καλοκαίρι.
Το μόνο παράταιρο είναι ότι ο ήλιος δύει νωρίς.
Το ανέπαφο της διάρκειας της μέρας και της νύχτας συνιστά αναχρονιστικό κατάλοιπο παλαιών περασμένων εποχών.