Το ποστ αυτό μιλά για ένα π,
ένα π που μολονότι είχε τα δικά του φλογερά τα «θέλω»,
ήταν τέτοια η ανατροφή του,
μα ακόμη - ακόμη κι η φτιαξιά του,
που το έκαναν πάντα τελικά
-μ' όλον τον εσωτερικό του πόλεμο-
να ρέπει προς το «πρέπει».
Λαχταρούσε φερ' ειπείν να πάψει να είναι μόνο 3,14,
λαχταρούσε να δοκιμάσει να είναι νέοι αριθμοί,
νέες εκδοχές της πραγματικότητας,
νέες εκδοχές του χώρου,
να αλλάξει αυτό και μαζί του κι ο κόσμος.
Πόσες και πόσες φορές δεν είδε στον ύπνο του
ότι ήταν 4,13 ή 1,34;
Μα μόλις ξυπνούσε επανερχόταν πάντα στο καθήκον του,
κι αυτό και μαζί του κι ο κόσμος.
Ωστόσο, αν ο θάνατος δεν είναι παρά ύπνος χωρίς όνειρα,
ίσως οι νεκροί να σαπίζουν επειδή δεν ονειρεύονται,
ίσως τα όνειρά μας -οσοδήποτε τρελλά-
να είναι το μόνο αντίδοτο στην αποσύνθεση.
Γι΄αυτό το μικρό μας π συνέχιζε να ονειρεύεται
και υπήρχαν βράδια που λαχταρούσε να ξεφύγει
από τα όρια της γλώσσας του,
δηλαδή από τα όρια του κόσμου του
(που είναι και δικός σου κάθε φορά που σκέφτεσαι με λέξεις)
και ονειρευόταν ότι είχε μεταμορφωθεί σε p
ότι κορόιδευε το γειτονικό του ρ,
ότι ερχόταν δίπλα του και το αποσυντόνιζε,
κοιτώντας το λοξά και περιπαικτικά,
σαν αντάρτης προς δειλό,
σαν δραπέτης προς κρατούμενο,
σαν ελεύθερος προς δούλο,
ενώ στην πραγματικότητα
δεν ήταν τίποτα απ' όλα αυτά,
παρά μόνο ένα π που ρέπει προς το πρέπει,
αντάρτης μόνο στον ύπνο του,
δραπέτης μόνο στα όνειρά του,
ελεύθερο μόνο στην αντίστασή του στην αποσύνθεση.