Ο Δημήτρης Δανίκας ξέρει σίγουρα να γράφει και, ακόμη πιο σίγουρα, οι κριτικές του είναι σχεδόν πάντα ενδιαφέρουσες. Προσωπικά δε, τρέφω μια αδυναμία σε ανθρώπους που όταν αγαπήσουν μια ταινία δεν διστάζουν να παραληρούν γι΄αυτήν. Αυτό το έντονα παθιάρικο στυλ γραφής μπορεί να σε φέρνει κοντά στα όρια της γραφικότητας, αλλά είναι απείρως προτιμότερο από κριτικές δημοσιοϋπαλληλίστικου πνεύματος. Θα ήταν αντιφατικό να μην μου άρεσε άλλωστε, αφού κι εγώ κάπως έτσι νομίζω ότι γράφω, ημιπαραληρηματικά και με πάθος, που επίσης συχνά - πυκνά μπορεί να με καθιστά γραφικό.
Κάθε άνθρωπος και τα ρίσκα του όμως, κάθε άνθρωπος κι ο τρόπος που αποφασίζει να εκτεθεί.
Ως εδώ λοιπόν όλα καλά με τον Δανίκα. Το πρόβλημά μου αρχίζει, όταν κρίνει τις ταινίες, όχι ως άνθρωπος που αγαπά το σινεμά, αλλά ως Στρατευμένος Αριστερός. Μέσα από αυτόν τον παραμορφωτικό φακό, η απόλαυση και η ευθυκρισία ψυχορραγούν, κι έτσι π.χ. το «KILL BILL» ή ο «Άρχοντας των Δακτυλιδιών» καταγγέλλονται ως περίπου μούφες και απάτες.
Άλλο όμως οι κοριοί της αμερικάνικης πρεσβείας ή η επέμβαση στο Ιράκ κι άλλο το σινεμά. Εντάξει, ίσως όχι ακριβώς άλλο. Τα δύο πρόσωπα του Ιανού μπορεί όντως να είναι η πολιτιστική κυριαρχία του Ντόναλντ Ντακ και η πολιτικο-οικονομικο-πολεμική επιβολή του Ντόναλντ Ράμσφελντ. Η ψυχή μας μπορεί όντως και να είναι αμερικάνικο προτεκτοράτο. Σύμφωνα όμως με την θεμελιώδη αρετή της διάκρισης, μπορείς να αγαπάς το αμερικάνικο σινεμά και να μισείς την αμερικάνικη εξωτερική πολιτική ταυτόχρονα. Ούτε το «KILL BILL» ούτε ο «Άρχοντας» θα σε οδηγήσουν να πάρεις το μέρος του Μπους και να βροντοφωνάξεις «Ζήτω το Άμπου Γκράιμπ» κι «Ευλογημένο Γκουαντάναμο».
Ειδικά δε αναφορικά με τα όσκαρ, σχεδόν πάντα ο Δανίκας θα ανακαλύψει συνωμοσίες και σκοτεινούς δακτύλους. Να τι έγραφε μεταξύ άλλων χθες στα «ΝΕΑ»:
«Είδαμε και επικροτήσαμε τη φετινή, σοβαρή στροφή του αμερικανικού σινεμά, αλλά δεν υπολογίσαμε σωστά τα πολιτικά κριτήρια του θείου Όσκαρ. Ο οποίος, θέλοντας να απενοχοποιηθεί από την φετινή, άκρως πολιτικοποιημένη, χρονιά, επέλεξε μια ανθρωποκεντρική ταινιούλα κατεβάζοντας τον γίγαντα της show business στο επίπεδο του νάνου ενός Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης».
«Μη (ευθέως) πολιτική η νικήτρια «Crash», επιλεγμένη όμως με καθαρά πολιτικά κριτήρια. Με τα εξής ρεκόρ:
Από τις σπάνιες φορές (θυμάμαι πρόχειρα τους «Δρόμους της φωτιάς») όπου η καλύτερη ταινία δεν κερδίζει ούτε σκηνοθεσία, ούτε πρώτες, μα ούτε δεύτερες ερμηνείες! Μα πώς γίνεται «καλύτερη» χωρίς καλύτερο σκηνοθέτη και έστω έναν καλύτερο β' ρόλο; Ρωτήστε τους ανθρώπους του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης!»
«Ίσως η μοναδική φορά που η ετυμηγορία των «ακαδημαϊκών» τόσο εξόφθαλμα και τόσο προκλητικά πλαστογραφεί την έκρηξη ποιότητας και σοβαρότητας του αμερικανικού σινεμά! Όπως περίπου τα μικρά παιδιά που σπάνε το βάζο με τη μαρμελάδα και μετά την κρύβουν κάτω από το χαλί μη και τους δείρει η μαμά Τζορτζ Μπους!
Δύο πολιτικές συγκρούονταν στα χαρτιά και τα προγνωστικά: η κοινωνική, με την αναγνώριση των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων, δηλαδή το φαβορί «Brokeback mountain», και ο μακαρθισμός στα media με το «Καληνύχτα και καλή τύχη» του Τζορτζ Κλούνι. Αμφότερες με μπόλικη πρωτοτυπία. Το πρώτο λόγω θέματος, το δεύτερο λόγω σκηνοθεσίας. Ο «θείος» προτίμησε το «Crash», μια καλοφτιαγμένη ταινία με παράλληλες αφηγήσεις, όπως τα «Στιγμιότυπα» του Ρόμπερτ Όλτμαν. Το συμπέρασμα απλό: τα κάναν πάνω τους! Θέλανε «Brokeback», αλλά πώς να πάνε κόντρα στον αμερικανικό υπερσυντηρητισμό; Προφανώς, τους έπιασε τεταρταίος πυρετός. Όχι απλώς κατώτεροι των περιστάσεων, εντελώς εκτός περιστάσεων!».
Βλέπουμε λοιπόν ότι, όταν κανείς φορά παρωπίδες, πολιτική μπορεί να είναι μια ταινία που μιλά για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων ή για τον μακαρθισμό, αλλά όχι μια ταινία που μιλά για τον ρατσισμό και την αποξένωση.
Βλέπουμε ότι, όταν κανείς φορά παρωπίδες, μια ταινία όπως το «Καληνύχτα και Καλή Τύχη» μπορεί να συνιστά «έκρηξη ποιότητας» (!!!), ενώ το «Crash» να είναι απλώς μια «ανθρωποκεντρική ταινιούλα».
Βλέπουμε ακόμη και την αντιδημοσιογραφική - αντιδεοντολογική διαστρέβλωση της πραγματικότητας, όταν γίνεται λόγος για σύγκρουση «στα προγνωστικά» μεταξύ «Βrokeback Mountain» και «Καληνύχτα και Καλή Τύχη». Στα προγνωστικά τίνος όμως; Στα δικά του; Γιατί στα κανονικά προγνωστικά συγκρούονταν το Βrokeback με το Crash.
Bλέπουμε ακόμη να αναγορεύεται σε σκάνδαλο, το ότι βραβεύθηκε ως καλύτερη μια ταινία που δεν βραβεύθηκε ούτε η σκηνοθεσία της ούτε κάποιος ηθοποιός της. «Μα πώς γίνεται;» αναρωτιέται. Γίνεται γιατί βραβεύθηκαν ακριβώς οι κατηγορίες που έπρεπε να βραβευθούν. Το σενάριό της και το μοντάζ της για τον τρόπο που συνδεόταν η μία ιστορία με την άλλη. Ούτε ταινία εξαιρετικής σκηνοθεσίας είναι το «Crash», oύτε ταινία βασισμένη σε έναν ή δύο ρόλους, καθώς πρόκειται για δουλειά συνόλου ηθοποιών με μικρούς ρόλους ο καθένας.
Τώρα, το αν ήταν όντως η καλύτερη ταινία της χρονιάς, είναι άλλο θέμα και φυσικά ένα θέμα υποκειμενικό. Για μένα δεν ήταν και έχουν γυριστεί πολύ πιο εμπνευσμένες ταινίες παρόμοιας τεχνοτροπίας. Αλλά από το σημείο αυτό, μέχρι να παραγνωρίσουμε το ότι πρόκειται για ταινία με πολιτική διάσταση ή να θεωρήσουμε ότι απέχει παρασάγγας αισθητικά από τις συνυποψήφιές της ή, ακόμη χειρότερα, να ανακαλύψουμε πάλι σκάνδαλα χολιγουντιανού υπερσυντηρητισμού, η απόσταση είναι χαώδης.
Όλα αυτά τα εξήγησε όμως πολύ επαρκώς και ο McManus,
εδώ.