Ήταν συγγραφέας, ήταν μιας σχετικής μόδας, έγραφε και τα κειμενάκια του σε εφημερίδες και περιοδικά, εμφανιζόταν και σε κανένα τωκ σόου ως πολιτιστικό άλλοθι, γενικά ήταν η καλύτερή του ώρα: προχθές δεν ήξερε τι επάγγελμα θα ακολουθούσε, χθες δεν τον ήξερε κανείς, αύριο θα ήταν ξεπερασμένος, μεθαύριο δεν θα τον θυμόταν κανείς. Σήμερα όμως το είχε, σήμερα είχε το πολύ που προσφέρει η ζωή σε όσους διαχειρίζονται συμπαθητικά τις ευκολίες κάθε εποχής ξανασερβίροντάς τες με διαφορετικό ντρέσινγκ.
Εκείνη πάλι τον ερωτεύτηκε από το δεύτερο μυθιστόρημά του· τόσο από αυτό καθαυτό το μυθιστόρημα, όσο και από την επιτηδευμένα θολή φωτογραφία του στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και άρχισε να τον ταυτίζει με τον ήρωα του μυθιστορήματος, ο οποίος ήταν λίγο μοιραίος, λιγο επιπόλαιος, λίγο βαθύς, λίγο παιδί. Όταν τον πρωτοείδε στην τηλεόραση είχε ήδη διαβάσει και το πρώτο του μυθιστόρημα και τα διηγήματά του και τα κείμενά του στον Τύπο, με την ίδια πάντα μυστηριώδη φωτογραφία ως συνοδευτικό των λέξεών του. Όταν τον πρωτοείδε στην τηλεόραση τον είχε ήδη ερωτευτεί και όσο κι αν δεν ταίριαζε αυτό που είχε φανταστεί με αυτό που έβλεπε, καλούπωσε και επαναδιαμόρφωσε τα συναισθήματά της, ώστε να χωρέσουν στο καινούριο - απροσδόκητο αυτό πρόσωπο.
Στα άρθρα του στον Τύπο είχε μια ηλεκτρονική διεύθυνση κάτω από το όνομά του. Άρχισε να του γράφει, να του γράφει, να του γράφει. Πέντε μήνες μετά, κι ενώ είχε χάσει κάθε ελπίδα επικοινωνίας, όταν του έγραψε: «Δεν θα σε ξανανενοχλήσω. Να ξέρεις όμως ότι μου γαμάς τον εγκέφαλο», της απάντησε. Βγήκαν, πήγαν για ποτό, του έκανε τόσο ως παρουσία όσο και ως θαυμασμός, και την πήγε στο διαμέρισμά του.
Όταν έκαναν έρωτα της έπιασε και με τα δυο χέρια το κρανίο και άρχισε να πιέζει με τους αντίχειρες τους κροτάφους της. Ένιωθε τις φλέβες της να τεντώνονται και τους πίεζε ακόμη περισσότερο. Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε τη σκηνή στο «Ηannibal» με τον Άντονι Χόπκινς που είχε ανοίξει το κρανίο του Ρέι Λιότα και γευμάτιζε με τον εγκέφαλό του.
Έχυσε.
Της ζήτησε να κοιμηθεί εκεί. Εκείνη είχε τρομάξει και πονέσει από την πίεση στο κεφάλι της και ούτως ή άλλως της φαινόταν υπερβολικό να μείνει. Αλλά δεν ήθελε να κάνει κάτι για το οποίο θα μετάνιωνε μια ζωή. Ούτως ή άλλως τον είχε ερωτευτεί, δεν τον είχε ερωτευτεί;
Κοιμήθηκε και την ξαναξύπνησε εκείνος χαϊδεύοντάς την. Της ξανάπιασε το κεφάλι, άρχισε να το κουνά πάνω - κάτω και να της ξαναπιέζει τους κροτάφους, αυτή την φορά ακόμη δυνατότερα. Έβαλε τις φωνές ζητώντας του να την αφήσει, αλλά εκείνος πήρε το σφυρί που είχε φέρει όσο αυτή κοιμόταν και την χτύπησε στο κεφάλι.
Στη συνέχεια της άνοιξε το κρανίο ακριβώς όπως και στην ταινία, της έβγαλε τον εγκέφαλο και άρχισε να τον χαϊδεύει, να τον φωτογραφίζει, να τον μυρίζει, να τον κοιτά.
Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε ότι κοιτούσε σαν ποιητής.
Μετά άρχισε να της γαμά τον εγκέφαλο, τον εγκέφαλο ως ύλη, τον εγκέφαλο ως σώμα.
Η μεταφορά είχε γίνει κυριολεξία, κι εκείνος από σαγηνευτής φονιάς.
Αποκοιμήθηκε εξαντλημένος. Ξύπνησε νωρίς το πρωί γιατί έπρεπε να γράψει. Όταν ώρες μετά τελείωσε, έκανε ντους, τσίμπησε κάτι από το ψυγείο και βγήκε να περπατήσει για να καθαρίσει το κεφάλι του.
Γυρίζοντας άρχισε να διαβάζει αυτά που είχε γράψει και δεν του πήρε πολύ για να συνειδητοποιήσει ότι δεν έφταιγε η έλλειψη ακραίων εμπειριών που δεν ήταν κάτι παραπάνω από αυτό που ήταν, αλλά η έλλειψη ακραίου βλέμματος.
Αν μη τι άλλο είχε αυτογνωσία, αν μη τι άλλο μετά τα όσα είχαν γίνει χθες δεν επρόκειτο να τον ξεχάσει κανείς ούτε αύριο ούτε μεθαύριο, αφού το έργο του θα το φώτιζε πια ένα διαφορετικό φως, φως εξωγενές, φως σκοτεινό, πάντως φως.