24. Ώρα Πέμπτη.
ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").
Aγαπητέ νέε και νέα μπλόγκερ,
Εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση όλων αυτών είναι βέβαια το ταλέντο και δη το μεγάλο. Αν το έχεις μπερδεύεις τα είδη και 63 χρόνια πριν. Αν δεν το έχεις και πας να τσαλαβουτήσεις στα είδη χωρίς μπούσουλα, θα φας τα μούτρα σου. Ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο πάντως κατορθώνει να βρει την έξοδο απ' το Λαβύρινθό του με τα μούτρα αλώβητα (συν - πλην δυο μάτια).
Άννα: «Ποιά η γνώμη σου λοιπόν;».
Φρανκ: «Θα σου πω ποιά σκηνή μου έκανε περισσότερη εντύπωση. Όταν ο συγγραφέας ρωτάει την φίλη του που τον κερατώνει και ετοιμάζεται να βγει έξω, αν θα βγει στ΄αλήθεια με συμμαθήτριά της, εκείνη του απαντάει προσβεβλημένη «Πώς τολμάς;». Μόνο μια γυναίκα θα μπορούσε να δώσει αυτήν την απάντηση. Ο άντρας που θα είχε την φωλιά του χεσμένη, θα αρνιόταν μεν κάθε εναντίον του υπονοούμενο -μπορεί να το αρνιόταν απολογητικά, μπορεί με μια υπεκφυγή, μπορεί ακόμη και θυμωμένα- αλλά πάντως όχι με τρόπο που να υποδηλώνει ότι η γυναίκα του μόλις σπίλωσε με τον υπαινιγμό της την άσπιλη υπόληψή του».
Άννα: «Μιλάς εκ προσωπικής πείρας;».
Φρανκ: «Έλα τώρα, σε παρακαλώ, μην αρχίσουμε πάλι».
Άννα: «Με τσαντίζουν απίστευτα αυτές οι γενικεύσεις σου. Είναι αυθαίρετες και εντελώς αστήρικτες. Οι άντρες αυτό - οι γυναίκες εκείνο».
Φρανκ: «Αφού ισχύουν και το ξέρεις. Να πω και μια απ' την δικιά μας εμπειρία;».
Άννα: «Αρχίζει κι αποκτά ολοένα και περισσότερο ενδιαφέρον. Για πες».
Φρανκ: «Θυμάσαι πριν κάτι χρόνια που είχαμε βάλει ένα στοίχημα, το 'χες κερδίσει, και το έπαθλο ήταν κατά λέξη ό,τι θέλεις;».
Άννα: «Πού το θυμήθηκες τώρα αυτό;».
Φρανκ: «Το θυμήθηκα γιατί μόνο μια γυναίκα που ο άντρας της της λέει ότι έχει κερδίσει ό,τι θέλει, θα μπορούσε να απαντήσει «Αξία έχει να βρεις εσύ τι θέλω»».
Άννα: «Μάλιστα. Τόσο χάλια. Λοιπόν, έχουμε και λέμε: είμαστε υποκρίτριες μέχρι εσχάτων, παθολογικά ανικανοποίητες και τι άλλο; Άσε να προσθέσω κι εγώ ένα κλισέ στο κατηγορητήριό σου. Ποιό να πρωτοδιαλέξω; Ας πάρω ένα εύκολο. Δεν έχουμε και πραγματική αίσθηση του χιούμορ».
Φρανκ: «Ας μην σχολιάσω».
Άννα: «Όχι, σχολίασε».
Φρανκ: «Εσύ δεν αντιδρούσες με τα ονόματα που μας δόθηκαν, λέγοντας ότι με μερικά πράγματα απαγορεύεται να κάνει κανείς πλάκα;».
Άννα: «Δηλαδή κατά τη γνώμη σου με το ολοκαύτωμα μπορούμε να κάνουμε ανέτως πλάκα; Κι αυτό το θεωρείς χιούμορ; Μήπως το θεωρείς και επαναστατική πράξη απέναντι στους νόμους που ψηφίζονται και τιμωρούν ποινικά τους αρνητές του ολοκαυτώματος; Επαναστατούμε τώρα, αυτό κάνουμε, Φρανκ; Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα στον ελεύθερο λόγο, με τα γελοία μας ονόματα;».
Φρανκ: «Δεν είπα κάτι τέτοιο, Άννα. Είπα απλά ότι έχει πλάκα».
Άννα: «Πες μου και κανένα ανέκδοτο με φουρνάκια και γιαγιάκες τότε, σαν αυτά που λέτε και χαχανίζετε με τους φίλους σου».
Φρανκ: «Έλα τώρα».
Άννα: «Η ταινία πάντως άλλο θέμα είχε, ξέρεις».
Φρανκ: «Πολλά θέματα είχε. Γιατί να είχε ένα; Αν μιλάς για την παρακολούθηση της ιδιωτικής ζωής, να σου δώσω να διαβάσεις τον Αρανίτση της Κυριακής, τον έχω κρατημένο».
Άννα: «Πρόσεχε πώς παρκάρεις. Θα βρεις τον πίσω».
Αφού ο Φρανκ βρίσκει όντως λίγο τον πίσω, η Άννα και ο Φρανκ μπαίνουν στο σπίτι, ο Φρανκ βρίσκει το άρθρο και της το δίνει.
Η Άννα τότε κάτι θυμάται, ψάχνει την βιβλιοθήκη της, βρίσκει αυτό που ψάχνει και του απαντά με Κούντερα από τις «Προδομένες Διαθήκες»: «Όταν από αυτήν την παραγεμισμένη κοριούς Τσεχοσλοβακία έφτασα αμέσως μετά στη Γαλλία, είδα στο εξώφυλλο ενός περιοδικού μια μεγάλη φωτογραφία του Ζακ Μπρελ που έκρυβε το πρόσωπό του, κυνηγημένος από τους φωτογράφους μπροστά στο νοσοκομείο όπου έκανε θεραπεία για τον ήδη προχωρημένο καρκίνο του. Και ξαφνικά είχα την αίσθηση πως βρίσκομαι αντιμέτωπος με το ίδιο κακό που μ' έκανε να φύγω από τη χώρα μου· η ραδιοφωνική αναμετάδοση των συνομιλιών του Προχάσκα και η φωτογραφία ενός ετοιμοθάνατου τραγουδιστή που κρύβει το πρόσωπό του μου φάνηκε πως ανήκουν στον ίδιο κόσμο· σκέφτηκα πως η κοινολόγηση των προσωπικών του άλλου, από τη στιγμή που θα γίνει συνήθεια και κανόνας, μας οδηγεί σε μια εποχή όπου αυτό που κατεξοχήν διακυβεύεται είναι η επιβίωση ή η εξαφάνιση του ατόμου».
«Υπερβολές» απαντά ο Φρανκ. «Ας τα αφήσουμε αυτά και ας σου ξαναδιαβάσω μια πρόταση από τον Αρανίτση, που φαίνεται να παρέκαμψες»: « ... τη στιγμή του κεραυνοβόλου έρωτα, το ρεύμα του φωτός ακινητοποιείται και λιμνάζει μ' έναν τρόπο τόσο εκτυφλωτικό ώστε βλέπεις τα πάντα και τίποτα. Εξαιτίας αυτής της αμφιλογίας, και παρακάμπτοντας τη συμβατική χρονικότητα, το βλέμμα δέχεται ένα τελεσίγραφο και προλαβαίνει να αιχμαλωτίσει, μέσα στη μεθυσμένη του διακύμανση, το φρικτό μυστήριο των μετρήσιμων μεγεθών· συλλαμβάνει το αίνιγμα του Ενός, το αίνιγμα του Δύο, και τη σιγουριά πως ή θα ερωτευθεί στα πρώτα 8,3 δευτερόλεπτα ή ποτέ. Τέτοιος είναι ο χρόνος που απαιτείται για να φτάσει στη Γη το φως του ήλιου. Ο άλλος έγινε ήλιος προς στιγμήν, και η στιγμή διαρκεί 8,3 δευτερόλεπτα, δηλαδή αιωνίως».
Φρανκ: «Σου θυμίζει κάτι;»
Άννα: «Ναι».
Η Άννα κι ο Φρανκ αγκαλιάζονται. Ο Φρανκ είχε με τα χρόνια συλλάβει την σκέψη ότι ο εραστής, αντί να παρασύρεται από πάθος, είναι προτιμότερο να έχει το ίδιο μηχανικό τέμπο, δίχως την παραμικρή αυξομείωση, προκειμένου να δημιουργείται στη γυναίκα η αίσθηση ότι δεν έχει κανένα απολύτως έλεγχο στην πράξη και έτσι -δια της πλήρους απώλειας του ελέγχου- να ικανοποιείται στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό.
Με αυτή τη σκέψη κατά νου για περίπου 8,3 δευτερόλεπτα, ο Φρανκ έκανε στην Άννα απόλυτα παθιασμένο έρωτα.