24. Ώρα Πέμπτη.
ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").
Ο πραγματικός λόγος για τον οποίο βραβεύθηκε ο (πάρα, μα πάρα, μα πάρα πολύ μεγάλος) Έννιο Μορικόνε με τιμητικό όσκαρ καριέρας, δεν ήταν άλλος από το να εμφανιστεί δίπλα του στην τελετή η επί πενήντα ένα χρόνια σύζυγός του Μαρία και να ξεχωρίσει σαν την μύγα μες το γάλα ανάμεσα σε όλες τις άλλες γυναίκες, καθώς κουβάλησε μαζί της και φόρεσε την Ιταλία της, τα ρούχα και την ηλικία της, υπενθυμίζοντάς μας ότι σε έναν πολιτισμό, όχι και τόσο παλιότερο, οι άνθρωποι δεν φοβούνταν τόσο ούτε να ξεχωρίσουν απ΄το πλήθος ούτε να γεράσουν.
Σχεδόν σε κάθε ετήσια απονομή των βραβείων όσκαρ θα υπάρξει εκείνος ο νικητής που θα αναφερθεί στα μεγάλα όνειρα που έκανε παιδί βλέποντας τις μεγάλες εικόνες στη μεγάλη οθόνη, στο ότι αξίζει να κυνηγάς αυτά τα μεγάλα όνειρά σου και στο ότι έτσι ίσως μια μέρα -όσο απίστευτο κι αν σου φανεί- θα τα δεις να εκπληρώνονται. Φέτος την άτυπη αυτή παράδοση συνέχισε ο Φόρεστ Ουιτάκερ.
«Ι know what you're thinking. 'Did he fire six shots or only five?' Well, to tell you the truth, in all this excitement I've kinda lost track myself. But being this is a .44 Magnum, the most powerful handgun in the world, and would blow your head clean off, you've got to ask yourself one question: 'Do I feel lucky?' Well, do ya, punk?»
Aγαπητέ νέε και νέα μπλόγκερ,



Εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση όλων αυτών είναι βέβαια το ταλέντο και δη το μεγάλο. Αν το έχεις μπερδεύεις τα είδη και 63 χρόνια πριν. Αν δεν το έχεις και πας να τσαλαβουτήσεις στα είδη χωρίς μπούσουλα, θα φας τα μούτρα σου. Ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο πάντως κατορθώνει να βρει την έξοδο απ' το Λαβύρινθό του με τα μούτρα αλώβητα (συν - πλην δυο μάτια).
Το να έχουν η Φίφα κι η Ουέφα μια ντιρεκτίβα προς τους τηλεσκηνοθέτες, που τους υπαγορεύει να μη δείχνουν όσους εισβάλλουν στα γήπεδα, είναι κάτι που μπορώ να το καταλάβω: χάνοντας την τηλεοπτική προβολή οι επίδοξοι εισβολείς χάνουν σε μεγάλο βαθμό και το κίνητρο.


Άννα: «Ποιά η γνώμη σου λοιπόν;».
Φρανκ: «Θα σου πω ποιά σκηνή μου έκανε περισσότερη εντύπωση. Όταν ο συγγραφέας ρωτάει την φίλη του που τον κερατώνει και ετοιμάζεται να βγει έξω, αν θα βγει στ΄αλήθεια με συμμαθήτριά της, εκείνη του απαντάει προσβεβλημένη «Πώς τολμάς;». Μόνο μια γυναίκα θα μπορούσε να δώσει αυτήν την απάντηση. Ο άντρας που θα είχε την φωλιά του χεσμένη, θα αρνιόταν μεν κάθε εναντίον του υπονοούμενο -μπορεί να το αρνιόταν απολογητικά, μπορεί με μια υπεκφυγή, μπορεί ακόμη και θυμωμένα- αλλά πάντως όχι με τρόπο που να υποδηλώνει ότι η γυναίκα του μόλις σπίλωσε με τον υπαινιγμό της την άσπιλη υπόληψή του».
Άννα: «Μιλάς εκ προσωπικής πείρας;».
Φρανκ: «Έλα τώρα, σε παρακαλώ, μην αρχίσουμε πάλι».
Άννα: «Με τσαντίζουν απίστευτα αυτές οι γενικεύσεις σου. Είναι αυθαίρετες και εντελώς αστήρικτες. Οι άντρες αυτό - οι γυναίκες εκείνο».
Φρανκ: «Αφού ισχύουν και το ξέρεις. Να πω και μια απ' την δικιά μας εμπειρία;».
Άννα: «Αρχίζει κι αποκτά ολοένα και περισσότερο ενδιαφέρον. Για πες».
Φρανκ: «Θυμάσαι πριν κάτι χρόνια που είχαμε βάλει ένα στοίχημα, το 'χες κερδίσει, και το έπαθλο ήταν κατά λέξη ό,τι θέλεις;».
Άννα: «Πού το θυμήθηκες τώρα αυτό;».
Φρανκ: «Το θυμήθηκα γιατί μόνο μια γυναίκα που ο άντρας της της λέει ότι έχει κερδίσει ό,τι θέλει, θα μπορούσε να απαντήσει «Αξία έχει να βρεις εσύ τι θέλω»».
Άννα: «Μάλιστα. Τόσο χάλια. Λοιπόν, έχουμε και λέμε: είμαστε υποκρίτριες μέχρι εσχάτων, παθολογικά ανικανοποίητες και τι άλλο; Άσε να προσθέσω κι εγώ ένα κλισέ στο κατηγορητήριό σου. Ποιό να πρωτοδιαλέξω; Ας πάρω ένα εύκολο. Δεν έχουμε και πραγματική αίσθηση του χιούμορ».
Φρανκ: «Ας μην σχολιάσω».
Άννα: «Όχι, σχολίασε».
Φρανκ: «Εσύ δεν αντιδρούσες με τα ονόματα που μας δόθηκαν, λέγοντας ότι με μερικά πράγματα απαγορεύεται να κάνει κανείς πλάκα;».
Άννα: «Δηλαδή κατά τη γνώμη σου με το ολοκαύτωμα μπορούμε να κάνουμε ανέτως πλάκα; Κι αυτό το θεωρείς χιούμορ; Μήπως το θεωρείς και επαναστατική πράξη απέναντι στους νόμους που ψηφίζονται και τιμωρούν ποινικά τους αρνητές του ολοκαυτώματος; Επαναστατούμε τώρα, αυτό κάνουμε, Φρανκ; Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα στον ελεύθερο λόγο, με τα γελοία μας ονόματα;».
Φρανκ: «Δεν είπα κάτι τέτοιο, Άννα. Είπα απλά ότι έχει πλάκα».
Άννα: «Πες μου και κανένα ανέκδοτο με φουρνάκια και γιαγιάκες τότε, σαν αυτά που λέτε και χαχανίζετε με τους φίλους σου».
Φρανκ: «Έλα τώρα».
Άννα: «Η ταινία πάντως άλλο θέμα είχε, ξέρεις».
Φρανκ: «Πολλά θέματα είχε. Γιατί να είχε ένα; Αν μιλάς για την παρακολούθηση της ιδιωτικής ζωής, να σου δώσω να διαβάσεις τον Αρανίτση της Κυριακής, τον έχω κρατημένο».
Άννα: «Πρόσεχε πώς παρκάρεις. Θα βρεις τον πίσω».
Αφού ο Φρανκ βρίσκει όντως λίγο τον πίσω, η Άννα και ο Φρανκ μπαίνουν στο σπίτι, ο Φρανκ βρίσκει το άρθρο και της το δίνει.
Η Άννα τότε κάτι θυμάται, ψάχνει την βιβλιοθήκη της, βρίσκει αυτό που ψάχνει και του απαντά με Κούντερα από τις «Προδομένες Διαθήκες»: «Όταν από αυτήν την παραγεμισμένη κοριούς Τσεχοσλοβακία έφτασα αμέσως μετά στη Γαλλία, είδα στο εξώφυλλο ενός περιοδικού μια μεγάλη φωτογραφία του Ζακ Μπρελ που έκρυβε το πρόσωπό του, κυνηγημένος από τους φωτογράφους μπροστά στο νοσοκομείο όπου έκανε θεραπεία για τον ήδη προχωρημένο καρκίνο του. Και ξαφνικά είχα την αίσθηση πως βρίσκομαι αντιμέτωπος με το ίδιο κακό που μ' έκανε να φύγω από τη χώρα μου· η ραδιοφωνική αναμετάδοση των συνομιλιών του Προχάσκα και η φωτογραφία ενός ετοιμοθάνατου τραγουδιστή που κρύβει το πρόσωπό του μου φάνηκε πως ανήκουν στον ίδιο κόσμο· σκέφτηκα πως η κοινολόγηση των προσωπικών του άλλου, από τη στιγμή που θα γίνει συνήθεια και κανόνας, μας οδηγεί σε μια εποχή όπου αυτό που κατεξοχήν διακυβεύεται είναι η επιβίωση ή η εξαφάνιση του ατόμου».
«Υπερβολές» απαντά ο Φρανκ. «Ας τα αφήσουμε αυτά και ας σου ξαναδιαβάσω μια πρόταση από τον Αρανίτση, που φαίνεται να παρέκαμψες»: « ... τη στιγμή του κεραυνοβόλου έρωτα, το ρεύμα του φωτός ακινητοποιείται και λιμνάζει μ' έναν τρόπο τόσο εκτυφλωτικό ώστε βλέπεις τα πάντα και τίποτα. Εξαιτίας αυτής της αμφιλογίας, και παρακάμπτοντας τη συμβατική χρονικότητα, το βλέμμα δέχεται ένα τελεσίγραφο και προλαβαίνει να αιχμαλωτίσει, μέσα στη μεθυσμένη του διακύμανση, το φρικτό μυστήριο των μετρήσιμων μεγεθών· συλλαμβάνει το αίνιγμα του Ενός, το αίνιγμα του Δύο, και τη σιγουριά πως ή θα ερωτευθεί στα πρώτα 8,3 δευτερόλεπτα ή ποτέ. Τέτοιος είναι ο χρόνος που απαιτείται για να φτάσει στη Γη το φως του ήλιου. Ο άλλος έγινε ήλιος προς στιγμήν, και η στιγμή διαρκεί 8,3 δευτερόλεπτα, δηλαδή αιωνίως».
Φρανκ: «Σου θυμίζει κάτι;»
Άννα: «Ναι».
Η Άννα κι ο Φρανκ αγκαλιάζονται. Ο Φρανκ είχε με τα χρόνια συλλάβει την σκέψη ότι ο εραστής, αντί να παρασύρεται από πάθος, είναι προτιμότερο να έχει το ίδιο μηχανικό τέμπο, δίχως την παραμικρή αυξομείωση, προκειμένου να δημιουργείται στη γυναίκα η αίσθηση ότι δεν έχει κανένα απολύτως έλεγχο στην πράξη και έτσι -δια της πλήρους απώλειας του ελέγχου- να ικανοποιείται στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό.
Με αυτή τη σκέψη κατά νου για περίπου 8,3 δευτερόλεπτα, ο Φρανκ έκανε στην Άννα απόλυτα παθιασμένο έρωτα.
O Aντώνης είχε μια θεία Σμυρνιά που έλεγε τον καφέ. Όχι τον Παντελή. Τον άλλο, τον κανονικό. Ο Αντώνης βασικά δεν πίστευε σε αυτά, αλλά η θεία του δεν είχε λαθέψει ποτέ. Του είχε ας πούμε προφητέψει ότι στο πρώτο ντέρμπι που θα παίξει στο Καραϊσκάκη θα του πετάξουν κάτι τσιμέντα, αλλά αυτός δεν είχε να φοβάται τίποτα, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να τον βρουν τα τσιμέντα στο κεφάλι και να μείνει στον τόπο. Χρόνια και εκατοντάδες καφέδες μετά, σημειολογώντας κάτι άλλα κατακάθια (καφέ), του εξήγησε ότι τα τσιμέντα εκείνα δεν είχαν ριχθεί με κακό σκοπό, αλλά ότι αντίθετα ήταν τα εγκαίνια του γκρεμίσματος του γηπέδου, προκειμένου να χτισθεί (με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους για το Kράτος, την Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων, τον Εθνικό Πειραιώς και τον ερασιτέχνη Ολυμπιακό) ένα νέο γήπεδο, όπου ο Αντώνης έμελλε να δοξαστεί. Όσο χτιζόταν το γήπεδο στον Αντώνη πέταξαν οι ίδιοι άνθρωποι σε ένα άλλο γήπεδο κάτι ρουκέτες, αλλά η θεια του τον είχε και πάλι προειδοποιήσει να μην φοβάται. Ο Αντώνης, άνθρωπος καθόλου φιλοχρήματος και εντελώς αισθηματίας, έκανε πέτρα την καρδιά του και μολονότι δεν ήθελε να φύγει από μια ομάδα που έπαιζε από παιδάκι, ακολουθώντας τις εντολές της μοίρας του, όπως τις ερμήνευε αυθεντικά η θεία του, πήρε μεταγραφή. Η θεία του τον ορμήνευσε να μην πάρει απλώς μεταγραφή αλλά να γραφτεί και μέλος. Υπάκουσε χαριεντιζόμενος με προέδρους που του είχαν στερήσει τίτλους και πριμ τίτλων τόσα χρόνια, με προέδρους που τον είχαν αποκαλέσει κότα και λαγό και με αγνούς φιλάθλους που τόσα χρόνια χαριεντίζονταν κι αυτοί μαζί του, εξασκούμενοι στην τσιμεντοβολή και στις φυσουνομαχίες. Η θεία του είχε δίκιο: ο Αντουάν ζούσε τις μεγά - τις μεγάλες του στιγμές στο γήπεδο που με τόσες θυσίες χτίστηκε. Πήρε δύο νταμπλ, διαφήμισε κουφώματα, ρολόγια χειρός, γκρίζαρε λίγο ακόμη κι έγινε ακόμη πιο Κλούνεϊ κι απ' τον Κλούνεϊ. Το μόνο του πρόβλημα ήταν ότι ο αθλητικός Τύπος ήταν εξαιρετικά αυστηρός μαζί του και στο παραμικρό του λάθος τον σταύρωναν, τη στιγμή που δεν παραδέχονταν (με την εξαίρεση ολίγων) τις μεταφυσικές του ιδιότητες, όπως το ότι καθοδηγεί εξαιρετικά την άμυνά του και ότι ψαρώνει τα αντίπαλα φορ στα τετ α τετ. Αλλά ο Αντώνης ήταν ψυχάρα και άντεχε τον πόλεμο των αθλητικογράφων.