Τέλειωσα χθες την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος. Δεν είναι γνωστό, αν δεν κάνω λάθος τώρα πρέπει να πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα, είναι κάποιου Φλωμπέρ, λέγεται «Μαντάμ Μποβαρύ» και σκέφτηκα να γράψω δυο κουβέντες, καθώς οι νέοι συγγραφείς χρειάζονται τη στήριξή μας. Φαντάζομαι ότι και ο ίδιος θα λαχταρά να δει ότι κάποιος ασχολήθηκε με το έργο του. Λοιπόν:
1) Ο γιατρός Κάρολος Μποβαρύ θεραπεύοντας τον πατέρα της ερωτεύεται την Έμα και οι επισκέψεις στο σπίτι του ασθενή αποκτούν μια άλλη διάσταση:
«Του άρεσε να βλέπει τον εαυτό του να πλησιάζει την αυλή, να αισθάνεται σιμά στον ώμο του την φραχτιά που την τριγύριζε και ν' ακούει τον πετεινό που λαλούσε πάνω στον τοίχο. Του άρεσαν τα παιδιά που έρχονταν να τον συναντήσουν. Του άρεσε η σιταποθήκη και οι στάβλοι, του άρεσε ο γερο-Ρουό που του χτυπούσε το χέρι και τον έκραζε σωτήρα του, του άρεσαν τα μικρά τσόκαρα της δεσποινίδας Έμας πάνω στις πλυμένες πλάκες του μαγερειού».
Άπαξ και χτυπηθείς από έρωτα μην περιμένεις να νιώθεις μαγεμένος μόνο από εκείνη. Η μαγεία είναι ανθρωπίνως αδύνατο να περιοριστεί στην μορφή της και διαχέεται σε ό,τι την περιβάλλει, σε ό,τι είναι τμήμα του κόσμου της, στον φράχτη και το κικιρίκου του πετεινού, στην αποθήκη και τους στάβλους, στο γερασμένο χέρι του πατέρα της πάνω στο δικό σου και -εννοείται- στα ακουμπισμένα της τσόκαρα.
2) Ο Κάρολος παντρεύεται την Έμα. Πρώτη φορά στη ζωή του είναι πανευτυχής. Το πέμπτο κεφάλαιο της «Μαντάμ Μποβαρύ» κλείνει με αυτές τις δύο παραγράφους:
«Δεν μπορούσε να κρατήσει τον εαυτό του και να μην αγγίζει αδιάκοπα το χτένι της, τα δαχτυλίδιά της, το μαντίλι του λαιμού της. Κάποτε της έδινε στα μάγουλα δυνατά φιλιά μ΄όλο του το στόμα, ή σειρές φιλιά σ' όλο της το χέρι, από την άκρη των δαχτύλων έως την ωμοπλάτη, κι αυτή τον έδιωχνε σιγά, μισοχαμογελώντας και βαρεμένη, όπως κάνεις μ' ένα παιδάκι που τρέχει κατόπι σου.
Πριν παντρευτεί νόμιζε πως ήταν ερωτευμένη, αλλά η ευτυχία που έπρεπε να προκύψει από αυτή την αγάπη δεν είχε φανεί. Είχε σίγουρα απατηθεί, συλλογιζόταν. Και η Έμα ζητούσε να μάθει ποιά ήταν ακριβώς στη ζωή η έννοια της ευτυχίας, του πάθους, της μέθης που της είχαν φανεί πράματα τόσο ωραία μέσα στα βιβλία της».
3) Έχουν περάσει χρόνια γάμου, η Έμα απατά τον Κάρολο με έναν άλλο άνδρα, με τον οποίο έχει σχεδιάσει να κλεφτεί και να εγκαταλείψει τον άνδρα της. Ο Κάρολος:
«Όταν γύριζε τη νύχτα, δεν τολμούσε να την ξυπνήσει. Το γυάλινο καντήλι έκαμε στην κορυφή έναν τρεμουλιαστό φωτεινό κύκλο και, κλεισμένες οι κουρτίνες του μικρού λίκνου, έμοιαζαν με μια μικρή άσπρη καλύβα που κυρτωνόταν στο σκοτάδι, στην άκρη του κρεβατιού. Ο Κάρολος κοίταζε και τα δύο προσφιλή του πρόσωπα. Νόμιζε ότι άκουγε την ελαφριά αναπνοή του παιδιού του. Η μικρή Μπέρτα τους μεγάλωνε γρήγορα ... Α, πόσο ωραία θα 'ναι αργότερα, σε ηλικία δεκαπέντε χρονών, όταν, μοιάζοντας στη μητέρα της, θα φορεί όπως και κείνη, το καλοκαίρι, τα μεγάλα ψάθινα καπέλα! Από μακριά ο κόσμος θα τις περνάει για αδελφές. Τη φανταζόταν να δουλεύει το βράδυ δίπλα τους, κάτω απ' το φως της λάμπας. Θα του κεντούσε παντούφλες, θα φρόντιζε το νοικοκυριό, θα γέμιζε το σπίτι ολόκληρο με την χάρη και την ευθυμία της. Τέλος, θα σκεφτόταν για την αποκατάστασή της, θα της έβρισκε κάποιον καλό νέο, με περιουσία. Θα την έκανε ευτυχισμένη. Κι αυτά θα βαστούσαν για πάντα.
Η Έμα δεν κοιμότανε, έκανε ότι ήταν κοιμισμένη. Κι όταν ο Κάρολος, πλάι της, βυθιζόταν στον ύπνο, εκείνη ξυπνούσε μέσα σε όνειρα διαφορετικά.
Έβλεπε ότι τέσσερα άλογα, που έτρεχαν με καλπασμό οκτώ μέρες, την είχαν φέρει σ΄ έναν καινούριο τόπο, απ' όπου δεν θα ξαναγύριζαν ποτέ πια».
Ένα ανδρόγυνο ξαπλωμένο δίπλα - δίπλα κάνει όνειρα διαμετρικά αντίθετα. Σύμφωνοι, ο Κάρολος είναι θεμελιωδώς βλαξ και τυφλός και δεν καταλαβαίνει ότι η γυναίκα του είναι αλλού.
Ωστόσο, πέραν της ηλιθιότητάς εκείνου και πέραν των τεχνασμάτων εκείνης, το γεγονός παραμένει ότι ένα από τα βασικότερα τεχνικά χαρακτηριστικά του μοντέλου «άνθρωπος» είναι ακριβώς αυτό:
το απόλυτα απρόσιτο των σκέψεών μας.
Δηλαδή είναι τεχνικά δυνατό να είσαι παντρεμένος με έναν άνθρωπο τριάντα και σαράντα χρόνια και να μην μπορείς να διανοηθείς όσα ο σύντροφός σου διανοείται μια ολόκληρη ζωή.
Ζω μαζί σου, ζούμε καλά, αγαπιόμαστε, κάνουμε παιδιά, γερνάμε, πεθαίνουμε, ωστόσο μπορείς ποτέ να ξέρεις με ποιόν στ' αλήθεια έζησες, μπορείς ποτέ να ξέρεις αν ήσουν παντρεμένος με την Έμα Μποβαρύ που είχες στο μυαλό σου ή την Έμα Μποβαρύ την αληθινή, αν ήσουν παντρεμένος με την Έμα Μποβαρύ του δικού σου μυαλού ή την Έμα Μποβαρύ του δικού της μυαλού;
Η απάντηση είναι όχι.
Σε βλέπω, σου χαμογελάω. Σ' αγαπάω ή σ' απεχθάνομαι;
Με βλέπεις, μου χαμογελάς. Μ' αγαπάς ή μ΄απεχθάνεσαι;
Τι σκέφτεσαι;
Τι σκέφτεσαι;
Η μητέρα όλων των ερωτήσεων, η πηγή όλων των μυστηρίων.