Σημείωση πρώτη: την ατάκα την εκστομίζει στη ταινία κάποιος που υποδύεται τον κριτικό κινηματογράφου και αναφέρεται ακριβώς στην -κατά τη γνώμη του- έλλειψη πρωτοτυπίας που χαρακτηρίζει το σύγχρονο σινεμά.
Σημείωση δεύτερη: αρλούμπα αποκαλείται στα «ΝΕΑ» η ταινία του Σιάμαλαν από τον κριτικό κινηματογράφου Δημήτρη Δανίκα.
Σημείωση τρίτη, τελευταία και προειδοποιητική: το ποστ που ακολουθεί είναι γεμάτο spoilers, αποκαλύπτει δηλαδή το τέλος διαφόρων ταινιών.
Με την
«Έκτη Αίσθηση» ο Σιάμαλαν σε ηλικία 29 ετών εκπλήσσει κοινό και κριτικούς. Τη στιγμή που ο μικρός Χάλευ Τζόελ Όσμεντ ψιθυρίζει «Ι see dead people» στο αυτί του Μπρους Ουίλις το αίμα παγώνει και οι ταινίες φαντασμάτων έχουν βρει το αριστούργημά τους. Τι συμβαίνει όμως στις επόμενες τέσσερεις ταινίες του και αναγκάζει τον Δανίκα να αποφανθεί ότι «η κατηφόρα του Σιάμαλαν δεν σταματάει πουθενά»;
Εκείνο που συμβαίνει είναι ότι απατεώνα άλλον σαν τον Σιάμαλαν ίσως δεν γνώρισε ποτέ ο παγκόσμιος κινηματογράφος. Ο Σιάμαλαν γυρνάει, την μία μετά την άλλη, ταινίες μεγάλου μπάτζετ στα μεγαλύτερα στούντιο, πουλώντας τες και προμοτάροντάς τες ως ταινίες τρόμου, δημιουργώντας σκηνές ικανές να φτιάξουν ένα εξαιρετικά τρομακτικό τρέιλερ και μετά, μέσα στο πλαίσιο αυτό, μέσα στο όχημα του σινεμά του μεταφυσικού, γράφει και σκηνοθετεί τις ιστορίες που έχει στο μυαλό του, ιστορίες που δεν έχουν απαραίτητα σχέση με θρίλερ. Ο Σιάμαλαν πουλάει θρίλερ και γυρνάει τις απόλυτα δικές του ταινίες, ταινίες που όσο τις παρακολουθείς τις βλέπεις να βγάζουν μία - μία τις φορεσιές του τρόμου με τις οποίες είχαν μεταμφιεστεί και να σου φανερώνουν την καλά κρυμμένη αλήθεια τους, την αρχική ιδέα που ώθησε το δημιουργό τους να τους δώσει ζωή.
Έγραφα με αφορμή έναν ποδοσφαιριστή πως το ταλέντο είναι σαν την ντρίπλα: σε κάνει να ξεφεύγεις από την εκάστοτε σύμβαση του χώρου σου παίρνοντας μια ολότελα απροσδόκητη κατεύθυνση, κατεύθυνση που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια σου την κατάλληλη ώρα, κι εσύ την ακολουθείς ωσάν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, επειδή όντως έρχεται σε σένα εντελώς φυσικά, καθώς πρόκειται για αναπόσπαστο τμήμα της φύσης σου.
Το ταλέντο είναι μια ντρίπλα, είναι μια απάτη και ο Σιάμαλαν ντριπλάρει τους κολοσσούς που χρηματοδοτούν τη λόξα του, ντριπλάρει το κοινό, ντριπλάρει τους κριτικούς κινηματογράφου, ντριπλάρει τους πάντες και τα πάντα, ντριπλάρει τις συμβάσεις του χώρου του, παίζοντας με τα πιο πανάκριβα παιχνίδια και υπακούοντας μόνο στην εσωτερική φωνή του, μόνο στην ηδονή της έμπνευσής του.
Η αμέσως επόμενη της «Έκτης Αίσθησης» ταινία του, το
«Unbreakable», είναι η ταινία του που προτιμώ λιγότερο, γι' αυτό την προσπερνάω για να έρθω στο
«Signs» : τεράστια περίεργα σχήματα εμφανίζονται στις καλλιέργειες όλου του πλανήτη. Έρχονται οι εξωγήινοι. Σε ένα χωράφι στην μέση του αμερικάνικου πουθενά, ο Μελ Γκίμπσον, τα δυο του παιδιά κι ο αδελφός του, Γιόακιν Φίνιξ, καλούνται να αντιμετωπίσουν τον εισβολέα από το διάστημα. Μόνο που οι εξωγήινοι δεν είναι παρά ένα «Μακ Γκάφιν».
Τα Μακ Γκάφιν είναι επινόηση του Χίτσκοκ. Το Μακ Γκάφιν είναι ένα πρόσχημα για να κινηθεί η πλοκή της ταινίας. Ένα πραγματικό Μακ Γκάφιν θα σε πάει εκεί που έχεις ανάγκη να πας, αλλά ποτέ δεν θα μπορέσει να επισκιάσει αυτό που κρύβεται στο βάθος. Ένα πραγματικό Μακ Γκάφιν είναι κάτι γύρω από το οποίο περιστρέφεται όλη η πλοκή, αλλά που από μόνο του δεν έχει καμία αξία. Ένα Μακ Γκάφιν δεν έχει αυτοτελή αξία, δεν έχει αξία ως βαλίτσα ουρανίου ή ως κρατικό μυστικό. Την ίδια ακριβώς ταινία θα έχουμε (π.χ. το
«North by Northwest»), είτε βαλίτσα με ουράνιο κυνηγά ο Κάρυ Γκράντ είτε έναν μεταπωλητή κρατικών μυστικών. Ο Χίτσκοκ έχει την ανάγκη και την επιθυμία να μας δείξει μια ταινία με σασπένς, μια ταινία που ο ήρωας θα κινδυνεύει, μια ταινία που ο ήρωας κάτι θα κυνηγά. Κάτι. Το τί δεν έχει καμία σημασία.
Οι εξωγήινοι στο «Signs» είναι Μακ Γκάφιν γιατί, όπως διαπιστώνουμε, όλη η ταινία φτιάχτηκε για να μιλήσει για έναν άνθρωπο που ήταν ιερέας και έχασε την πίστη του όταν η γυναίκα του σκοτώθηκε σε ένα ηλίθιο τροχαίο και ξεψύχησε λέγοντάς του ακατανόητα λόγια, ανόητα λόγια, λόγια δίχως νόημα. Ο Γκίμπσον παύει να πιστεύει στο Θείο σχέδιο, παύει να πιστεύει στο νόημα του κόσμου. Μόνο στο τέλος κι αφού οι εξωγήινοι - Μακ Γκάφιν έχουν κινήσει την πλοκή, μόνο στην τελευταία σκηνή όταν ένας εξωγήινος κρατάει στα χέρια του τον γιο του Γκίμπσον, τα ακατανόητα λόγια της γυναίκας του βγάζουν αίφνης νόημα και τον οδηγούν στο τρόπο που θα σώσει τον γιο του: ο ιερέας ξαναβρίσκει την πίστη του και αν δεν υπάρχει Θείο σχέδιο στη ζωή, υπάρχει σίγουρα σκηνοθετικό και συγγραφικό σχέδιο στη ταινία, αφού ένα σωρό σημεία βρίσκουν τελικά την εξήγησή τους και την ερμηνεία τους. Κι αν δεν υπάρχει δημιουργός του κόσμου, υπάρχουν ακόμη μερικοί δημιουργοί στο σινεμά.
Στο
«Σκοτεινό Χωριό», μια αποκομμένη ομάδα ανθρώπων, ζει μια ήσυχη αγροτική ζωή, κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα. Ήσυχη μεν - μέσα στον φόβο δε. Δεν έχουν επαφή με κανέναν άλλο έξω από το χωριό τους, έξω από το χωριό τους είναι τα δάση και «Εκείνοι Για Τους Οποίους Δεν Μιλάμε», πλάσματα τρομερά που τους εμποδίζουν να φύγουν από τα όρια τους και τους πανικοβάλλουν συχνά πυκνά με απόκοσμους ήχους και νυχτερινές επισκέψεις στο χωριό. Μετά την μέση της ταινίας, όταν ένα ειδύλλιο έχει ξεδιπλωθεί κι ο ήρωας τραυματίζεται σοβαρά, η τυφλή αγαπημένη του αποφασίζει να αψηφήσει τους φόβους της και να δοκιμάσει να διασχίσει τα δάση ψάχνοντας σε άλλα μέρη για φάρμακα που θα τον θεραπεύσουν. Τότε ο πατέρας της και αρχηγός της κοινότητας του χωριού, τής ζητά να τον ακολουθήσει σε μια παράγκα. «Βάλε τα δυνατά σου για να μην ουρλιάξεις» της λέει «και πιάσε». Η τυφλή απλώνει τα χέρια της και καταλαβαίνει ότι πιάνει τα κοφτερά νύχια και δόντια «Eκείνων Για Τους Οποίους Δεν Μιλάμε». Ουρλιάζει.
«Do not be frightened. It is only farce» της εξηγεί.
Μην φοβάσαι. Όλο αυτό ήταν μια φάρσα. Ο πατέρας της μαζί με μια ομάδα τσακισμένων από τη βία της δεκαετίας του 1970 ανθρώπων, με μια ομάδα ανθρώπων που έχασαν συγγενείς τους από βίαια εγκλήματα, εγκαταλείπουν την εποχή τους και εγκαθίστανται σε ένα ερημικό μέρος, σε αναζήτηση ενός άλλου τρόπου ζωής μακριά από τις μεγαλουπόλεις. Γεννούν παιδιά στα οποία αποκρύπτουν την αλήθεια, τους λένε ότι ζουν έναν αιώνα πίσω και για να μην μπουν ποτέ στον πειρασμό να φύγουν, τα μανιπουλάρουν τρομοκρατώντας τα με ηχητικά εφέ και στολές τεράτων.
Όπως τρομοκρατούσαν και τους θεατές μέχρι εκείνο το σημείο του έργου. Μην φοβάσαι όμως κόρη μου, αυτό που πιάνεις δεν είναι παρά η στολή ενός τέρατος, μην φοβάσαι, όλο αυτό που βίωνες στη ζωή σου ήταν μια φάρσα, ήταν μια ταινία τρόμου που είχαμε σκηνοθετήσει για το καλό σας. Ο Σιάμαλαν αποδομεί τις ταινίες τρόμου μέσα σε μία ταινία τρόμου, μας δείχνει τα υλικά από τα οποία φτιάχνει τα «μπου» του, τα υλικά με τα οποία μας τρόμαξε και μας λέει να ηρεμήσουμε. Και μετά επειδή είναι πολύ μεγάλος, μας ξανατρομάζει μια τελευταία φορά με τα ίδια ακριβώς υλικά. Κι όλα αυτά χωρίς να μπει κανείς στον πειρασμό να μιλήσει για αλληγορία του πώς μπορεί να χειραγωγηθεί μια κοινωνία μέσω του σκηνοθετημένου φόβου.
Και φτάνουμε στην αρλούμπα του «Lady in the Water». O Σιάμαλαν ως κατεξοχήν σκηνοθέτης ταινιών - παζλ που χρειάζονται παρακολούθηση για δεύτερη φορά, ώστε να επιβεβαιώσουμε την μαεστρία με την οποία τοποθετούσε σε όλη τη διάρκεια του έργου τα κομμάτια του παζλ, μέχρι την τελική αποκάλυψη που μας δείχνει την συνολική εικόνα που σχηματιζόταν μπροστά στα μάτια μας κι όμως απαρατήρητη από αυτά, αποφασίζει να παίξει και με αυτό ακόμη το σήμα του κατατεθέν, αποφασίζει να ντριπλάρει ακόμη και τη δική του σύμβαση. Ξέρει ότι πολλοί θεατές του θα είναι πια πιο υποψιασμένοι, ξέρει ότι θα παρακολουθούν από την πρώτη φορά με ανοιχτά τα μάτια για να ανακαλύψουν εγκαίρως την κρυφή σημασία κάθε χαρακτήρα. Βάζει λοιπόν έναν κριτικό κινηματογράφου μέσα στο έργο, έναν σνομπ κριτικό κινηματογράφου να κάτσει να του ερμηνεύσει μέσα στην ταινία του την ίδια την ταινία του: ο πρωταγωνιστής ρωτά τον κριτικό να του ερμηνεύσει ποιός από τους χαρακτήρες θα έχει ποιόν ρόλο στο παραμύθι τρόμου που παρακολουθούμε. Φυσικά ο κριτικός τα κάνει θάλασσα και η σκηνή που τον καταβροχθίζει το τέρας, παρά την απόλυτη σιγουριά του ότι δεν πρόκειται να τον καταβροχθίσει (γιατί κάτι τέτοιο θα αντέβαινε σε όλα τα στερεότυπα των ταινιών είδους), είναι απολαυστική. Η στερεοτυπική σκέψη σε σκοτώνει.
Εμ εδώ δεν είναι ταινία είδους, κύριε κριτικέ, εμ δεν μπορείς να την κρίνεις με βάση τα στερεότυπά σου, κύριε κριτικέ, εμ η ταινία είδους είναι το όχημα της παραξενιάς μου, το όχημα της ιδιοφυίας μου, το όχημα του παιχνιδιού μου. Γιατί παίζω, γιατί γουστάρω, γιατί το ταλέντο μου με απελευθερώνει, με απελευθερώνει τόσο ώστε να πάρω ένα παραμύθι που λέω στις κόρες μου, να το πουλήσω ως μεταφυσικό τρόμο και να γυρίσω ένα μεταμοντέρνο βγάλσιμο της γλώσσας σε κάθε λογής κλισαρισμένη σκέψη και αντίληψη για το σινεμά.
Η Story βγαίνει απ΄το νερό κι όταν βρει τον εκλεκτό της που είναι συγγραφέας, όταν η ιστορία βρει τον συγγραφέα της και ο συγγραφέας την ιστορία της, τότε ο συγγραφέας (που τον παίζει ο ίδιος ο Σιάμαλαν) θα δει το μυαλό του να καθαρίζει και τις σκέψεις του να ξεδιαλύνονται και θα γράψει ένα βιβλίο που σε τριάντα χρόνια θα φέρει μεγάλες πολιτικές αλλαγές σε αυτήν την χώρα. Και αυτή η χώρα που χρειάζεται τις σωτήριες ιδεολογικές αλλαγές είναι οι ΗΠΑ. Και οι τηλεοράσεις στο βάθος των δωματίων στην ταινία δείχνουν συνέχεια Ιράκ και Φαλούτζα. Και ο νούμερο ένα στρατευμένος αντιϊμπεριαλιστής κριτικός κινηματογράφου γράφει κατά λέξη στην κριτική του: «Όλα συμβολικά, χριστιανικά και πατριωτικά». Πατριωτικά. Προσοχή στο τέρας μόνο. Έτσι που παίζει ο Σιάμαλαν, δεν θέλει πολύ να το ξαμολήσει έξω απ' την οθόνη.