H ντουντούκα
Αντ΄αυτής θα προτιμήσω τρεις ειδικές εικόνες, προβλέποντας με το νι και με το σίγμα πώς θα εξελιχθούν τρεις συγκεκριμένοι μπλόγκερ μέσα στο 2008. Και η πρόβλεψή μου αυτή αποκλείεται εξ ορισμού να σφάλλει, αφού θα αφορά τρεις μπλόγκερ που δεν υπάρχουν παρά μόνο στο μυαλό μου: ασφαλέστερες προφητείες και από τις μετά Χριστόν είναι οι αυτοεκπληρούμενες.
Μέσα στο 2008 θα φτιάξουν πολλοί και διαφοροι μπλογκ, από τους πολλούς και τους διάφορους, όμως, την προσοχή μου κερδίζουν δυο άντρες και μια γυναίκα: ο μπλόγκερ «Βάσκες», γύρω στα 45, ο μπλόγκερ «Grizzly Man» γύρω στα 25 και η μπλόγκερ «Πακίτα Γκαλιέγο», λίγο πάνω – λίγο κάτω απ’ τα 30.
Του Βάσκες ο πατέρας ήταν λογιστής και λογιστής έγινε κι ο Βάσκες. Αν ο πατέρας του Βάσκες ήταν διαιτητής, διαιτητής θα είχε γίνει κι ο Βάσκες. Αν ο πατέρας του Βάσκες ήταν βουλευτής ή αρχηγός κόμματος, βουλευτής ή αρχηγός κόμματος θα είχε γίνει κι ο Βάσκες. Αν ο πατέρας του Βάσκες ήταν πρόεδρος, αντιπρόεδρος ή γραμματέας κοινωφελούς ιδρύματος, πρόεδρος, αντιπρόεδρος ή γραμματέας κοινωφελούς ιδρύματος θα είχε γίνει κι ο Βάσκες. Αλλά ο πατέρας του Βάσκες ήταν λογιστής.
Απογαλακτισμένος πολιτικά ήδη από την εφηβική ηλικία από τον συντηρητικό πατέρα του, ο Βάσκες έφαγε τα νιάτα του στις μεταπολιτευτικές πορείες, τις διαδηλώσεις, τους αντιαμερικανισμούς. Κάποια στιγμή όμως –πάνε τουλάχιστον δέκα πέντε χρόνια τώρα- ένιωσε βαθύτατα ματαιωμένος, βαθύτατα μαλάκας. Και ιδιώτευσε. Δεν περίσσευε άλλωστε πια εκτός απ’ τη διάθεση και χρόνος. Ο πατέρας του του άφησε το λογιστικό γραφείο στα χέρια του, μετά παντρεύτηκε, μετά έγινε αυτός πατέρας και τώρα ο γιος του είναι τεσσάρων. Ένα βράδυ που του έλεγε παραμύθια για να κοιμηθεί, ξαναξύπνησε μέσα του η θαμμένη επιθυμία να αλλάξει τον κόσμο. Στο παιδί του άξιζε κάτι καλύτερο από αυτόν τον σκατόκοσμο των συμβιβασμών και των εκπτώσεων. Αλλά πώς; Θυμήθηκε τα πρωτοσέλιδα του καλοκαιριού για τις συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα. Ήταν της παλιάς σχολής και θεωρούσε πως τα κομπιούτερ, η τηλεόραση και όλα τα παρεμφερή σε καθηλώνουν στον καναπέ και ότι οι αγώνες δίνονται στους δρόμους και μόνο σε αυτούς. Ωστόσο ας το δοκίμαζε. Ζήτησε από τον βοηθό του (ένα νεαρό, αμίλητο, κατσούφη και διαρκώς σκεφτικό) που είχε ακούσει ότι έχει ήδη μπλογκ να τον μυήσει. Τον μύησε. Δύσκολο στον χειρισμό δεν ήταν. Για μερικές εβδομάδες περιηγούταν στα μπλογκ. Το πήρε απόφαση. Με το νέο χρόνο θα εγκαινίαζε το μπλογκ του. Κι όσο για ιδέες αγώνων – αιτημάτων – διεκδικήσεων είχε ένα σωρό. Αυτοί οι πιτσιρικάδες του φαινόταν ότι είχαν το μέσο και τη δύναμη, αλλά δεν ήξεραν πώς να τα χειριστούν και προς τα πού να τα στρέψουν ώστε να είναι αποτελεσματικά. Τον χρειάζονταν, χρειάζονταν κάτι από την παλιά φλόγα του αγωνιστή.
Ο Grizzly Man δεν έλεγε να πάρει πτυχίο με τίποτα. Όλο το μυαλό του ήταν στο πάθος του. Γυρνούσε περπατώντας μέρα νύχτα τους δρόμους (της πόλης του αρχικά και της Αθήνας όταν ήρθε για σπουδές στη συνέχεια) και φωτογράφιζε ό,τι του έκανε εντύπωση, που ήταν ό,τι δεν έκανε συνήθως εντύπωση στους άλλους. Μετά έπαιρνε τις φωτογραφίες, άλλες τις πείραζε με το φωτοσόπ άλλες όχι, γράφοντας από κάτω τους μικρές ιστορίες. Είχε εκατοντάδες τέτοιες. Με πολύ κόπο και στεναχώρια είχε αναγκαστεί να επιλέξει τις πενήντα καλύτερές του, τις είχε τυπώσει, θερμοκολλήσει και δώσει σε όλους σχεδόν τους εκδοτικούς οίκους. Γιατί δεν άνοιγε μπλογκ; Επειδή δεν ήθελε. Μπλογκ είχαν πια όλοι. Έγραφαν πια όλοι. Αυτός δεν ήταν σαν όλους, αυτός έγραφε αλλιώς, έβλεπε αλλιώς, φωτογράφιζε αλλιώς. Δεν ήθελε να είναι ένας ακόμα μπλόγκερ. Αυτός ήταν καλλιτέχνης. Κι ό,τι κι αν έλεγαν, αυτός πίστευε ότι μόδα ήταν και θα πέρναγε, πίστευε ότι πρέπει να πάει αντίθετα στο ρεύμα και ότι τελικά στην εποχή μας θα ξεχώριζαν ακριβώς όσοι απέφευγαν το σκόπελο του διαδικτυακού χωνευτηρίου και επεδίωκαν απευθείας το τυπωμένο χαρτί. Αυτός αυτό άξιζε και αυτό θα πετύχαινε. Ωστόσο, όταν έλαβε και την τελευταία απορριπτική απάντηση για το βιβλίο, αποφάσισε να υποχωρήσει και ν’ ανοίξει ένα μπλογκ για να βάλει τα έργα του. Κάθε τέσσερεις μέρες κι από ένα θα ήταν ο κανόνας του. Δεν θα ασχολιόταν άλλο ούτε με καινούριο υλικό ούτε με αυτό καθαυτό το μπλόγκιν. Θα τελείωνε τις σπουδές του γιατί τον είχαν πρήξει και οι δικοί του για τα έξοδα. Αφού όμως δεν ήθελαν το έργο του τυπωμένο, αυτό δικαιούταν να υπάρχει κάπου. Το δικαιούταν. Και να δούμε ποιος θα το μετάνοιωνε στο τέλος. Αυτός ή όσοι τον απέρριψαν.
Φαίνεται σίγουρη για τον εαυτό της και αρκετά ανεξάρτητη η Πακίτα Γκαλιέγο. Και πώς να μην είναι; Επιτυχημένη επαγγελματικά σε μεγάλη πολυεθνική, με διαρκείς ανοδικές τάσεις, ανέβαινε τα σκαλιά της εταιρικής ιεραρχίας δύο - δύο. Μπλογκ είχε η κολλητή της, αλλά η κολλητή της γενικά ψαχνόταν. Να ψάχνεσαι μέσω διαδικτύου; Παθέτικ. Εκείνη άλλωστε δεν χρειαζόταν να ψάχνεται, αφού οι άντρες μια ζωή την έψαχναν. Τι την ώθησε να ανοίξει το δικό της μπλογκ; Δεν το απαντάει με σιγουριά. Έτσι, για να δει, μάλλον. Ήταν βράδυ πρωτοχρονιάς πάντως, έτρωγε στους δικούς της και το χανγκόβερ από το ρεβεγιόν της προηγούμενης δεν έλεγε να περάσει. Το ρεβεγιονικό χανγκόβερ ήρθε να προστεθεί σε έναν μόνιμο πονοκέφαλο που είχε γίνει ακόμη μονιμότερος στις γιορτές. Επιστρέφοντας σπίτι της το κοκτέιλ των τριών πονοκεφάλων ήταν το θέμα του πρώτου της ποστ.
Στην μεγάλη συγκέντρωση του Νοέμβρη του οκτώ ο Βάσκες είχε αποφασίσει να μην πάει. Όχι γιατί ήταν ιδέα άλλων, ούτε γιατί οι δικές του ιδέες δεν έβρισκαν την ανταπόκριση που ήλπιζε. Δεν ήταν μικροπρεπής. Είχε αποφασίσει να μην πάει γιατί το παιδί είχε πυρετό. Γύρναγε με το μετρό σπίτι. Στο Σύνταγμα άλλαζε γραμμή. Η περιέργεια τον νίκησε. Πήγε. Ο κόσμος πολύς. Αλλά και πάλι. Σχεδόν δεν ήξερε τι να κάνει. Κρίμα, ρε γαμώτο. Ζήτησε για λίγο τη ντουντούκα. Προς στιγμή δεν του την έδιναν. Τελικά την τράβηξε και την πήρε. Φώναξε ένα σύνθημα. Δεν το επανέλαβαν παρά ελάχιστοι. Έφυγε.
Την άλλη μέρα ο περιπτεράς τον ρώτησε γελώντας ποιόν του θυμίζει αυτός στο πρωτοσέλιδο όχι μιας αλλά τριών μεγάλων εφημερίδων: με την ντουντούκα ανά χείρας φώναζε με τεντωμένες τις φλέβες του λαιμού και οριακά βουρκωμένα μάτια. Τις πήρε και τις τρεις. Όλη μέρα δεν είχε μυαλό να δουλέψει. Το βράδυ φώναξε κοντά του τον γιο του: «Έλα να δεις τον μπαμπά». Ο πυρετός του παιδιού είχε πέσει, του μπαμπά είχε φουντώσει, καθώς του έδειχνε το παρ΄ ελπίδα χαιλάιτ της ζωής του.
Όταν είδε τα πρωτοσέλιδα ο Grizzly Man άρχισε να βρίζει. Είχε τραβήξει κι αυτός τον Βάσκες, αλλά μερικές στιγμές νωρίτερα, την ώρα που προσπαθούσε να πάρει τη ντουντούκα από τα χέρια του νόμιμου κατόχου της. Την στιγμή που τραβούσε την φωτογραφία, κρατούσε με το άλλο χέρι την Πακίτα Γκαλιέγο, η οποία και ήταν ξαπλωμένη τώρα στο κρεβάτι της γκαρσονιέρας του: μέσα σε 11 μηνες ο Grizzly Man ήταν ο τέταρτος μπλόγκερ με τον οποίο κοιμόταν. Είχαν πει να βρεθούν στη συγκέντρωση και πράγματι βρέθηκαν. Την είχε κερδίσει δυο βδομάδες πριν, με ένα σχόλιο του στο ποστ στο οποίο μιλούσε για τα όνειρά της για το μέλλον: At 30/10/2008 08:02:00 μμ, Vasques said...: «Γνώρισες ποτέ το φόβο;». At 30/10/2008 08:28:00 μμ, Paquita Gallego said …: «Δεν τον γνώρισα. Και ... μη με ρωτάς γι' αυτό, παρακαλώ. Είμαι ευαίσθητη σ' αυτό το θέμα». Έκτοτε άρχισαν να επικοινωνούν στο τσατ και αφού θα πήγαιναν και οι δύο στη συγκέντρωση συμφώνησαν να συναντηθούν. Την επόμενη ξαναβγήκαν και τώρα την φωτογράφιζε ξαπλωμένη. «Μην φοβάσαι, θα επεξεργαστώ την φωτογραφία τόσο, που δεν θα μπορεί να σε γνωρίσει κανείς», της είπε.
Άφησε το ποστ της ντουντούκας για αργότερα και άρχισε να ποστάρει πάνω στη φωτογραφία της γυμνής της πλάτης. Κάτι η φωτογραφία της, κάτι οι λέξεις του, τον έπιασε η επιθυμία να γυρίσει σε εκείνη. Αλλά εκείνη είχε φύγει αφήνοντάς του ένα σημείωμα: «Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω. Φαινόσουν πολύ απορροφημένος. Έχω να ξυπνήσω πολύ πρωί αύριο. Θα σε πάρω». Είχε ξεχάσει το κουτί με τις ασπιρίνες στο κομοδίνο.
Πήρε μία (περισσότερο γιατί ήταν δικιά της), γύρισε στο κομπιούτερ και άρχισε να γράφει μια δεύτερη -θυμωμένη- εκδοχή κάτω από την ίδια φωτογραφία. Ποστάρισε την φωτογραφία με τις δύο εκδοχές της: η γυναίκα θάρρος κι η γυναίκα φόβος. Η ιδέα τον κέντρισε. Έγραψε δυο εκδοχές και για την διαφιλονικούμενη ντουντούκα. Το καθιέρωσε.
Είχε βρει το στυλ του. Εκείνη εξαφανίστηκε όπως ήταν το στυλ της. Με το ντεμοντέ του στυλ, ο Βάσκες καλούσε τους μπλόγκερ να οργανωθούν, να φτιάξουν ένα σωματείο, η φωνή τους να γίνει μόνιμος εφιάλτης των δυνατών.