Δευτέρα, Δεκεμβρίου 31, 2007

H ντουντούκα

Moυ ζητήθηκε (από την ειδική έκδοση της «Καθημερινής», «Η Ελλάδα το 2008») η εκτίμησή μου για την εξέλιξη των μπλογκ στην Ελλάδα το 2008. Ο ασφαλέστερος τρόπος για να μην κάνεις λάθος εκτιμήσεις είναι να μην κάνεις καθόλου εκτιμήσεις. Ο ασφαλέστερος προφήτης είναι πάντα ο μετά Χριστόν. Και μολονότι όταν γίνονται τέτοιου είδους επισημάνσεις, γίνονται μόνο και μόνο για να προσδώσουν ηρωϊκό χαρακτήρα στη συνέχεια, στο παρά ταύτα («παρά ταύτα θα διακινδυνεύσω να πω τις προβλέψεις μου» και λοιπά και λοιπά), εδώ δεν ακολουθεί παρά ταύτα: δεν θα εκτιμήσω καμία γενική εικόνα.
Αντ΄αυτής θα προτιμήσω τρεις ειδικές εικόνες, προβλέποντας με το νι και με το σίγμα πώς θα εξελιχθούν τρεις συγκεκριμένοι μπλόγκερ μέσα στο 2008. Και η πρόβλεψή μου αυτή αποκλείεται εξ ορισμού να σφάλλει, αφού θα αφορά τρεις μπλόγκερ που δεν υπάρχουν παρά μόνο στο μυαλό μου: ασφαλέστερες προφητείες και από τις μετά Χριστόν είναι οι αυτοεκπληρούμενες.
Μέσα στο 2008 θα φτιάξουν πολλοί και διαφοροι μπλογκ, από τους πολλούς και τους διάφορους, όμως, την προσοχή μου κερδίζουν δυο άντρες και μια γυναίκα: ο μπλόγκερ «Βάσκες», γύρω στα 45, ο μπλόγκερ «Grizzly Man» γύρω στα 25 και η μπλόγκερ «Πακίτα Γκαλιέγο», λίγο πάνω – λίγο κάτω απ’ τα 30.
Του Βάσκες ο πατέρας ήταν λογιστής και λογιστής έγινε κι ο Βάσκες. Αν ο πατέρας του Βάσκες ήταν διαιτητής, διαιτητής θα είχε γίνει κι ο Βάσκες. Αν ο πατέρας του Βάσκες ήταν βουλευτής ή αρχηγός κόμματος, βουλευτής ή αρχηγός κόμματος θα είχε γίνει κι ο Βάσκες. Αν ο πατέρας του Βάσκες ήταν πρόεδρος, αντιπρόεδρος ή γραμματέας κοινωφελούς ιδρύματος, πρόεδρος, αντιπρόεδρος ή γραμματέας κοινωφελούς ιδρύματος θα είχε γίνει κι ο Βάσκες. Αλλά ο πατέρας του Βάσκες ήταν λογιστής.
Απογαλακτισμένος πολιτικά ήδη από την εφηβική ηλικία από τον συντηρητικό πατέρα του, ο Βάσκες έφαγε τα νιάτα του στις μεταπολιτευτικές πορείες, τις διαδηλώσεις, τους αντιαμερικανισμούς. Κάποια στιγμή όμως –πάνε τουλάχιστον δέκα πέντε χρόνια τώρα- ένιωσε βαθύτατα ματαιωμένος, βαθύτατα μαλάκας. Και ιδιώτευσε. Δεν περίσσευε άλλωστε πια εκτός απ’ τη διάθεση και χρόνος. Ο πατέρας του του άφησε το λογιστικό γραφείο στα χέρια του, μετά παντρεύτηκε, μετά έγινε αυτός πατέρας και τώρα ο γιος του είναι τεσσάρων. Ένα βράδυ που του έλεγε παραμύθια για να κοιμηθεί, ξαναξύπνησε μέσα του η θαμμένη επιθυμία να αλλάξει τον κόσμο. Στο παιδί του άξιζε κάτι καλύτερο από αυτόν τον σκατόκοσμο των συμβιβασμών και των εκπτώσεων. Αλλά πώς; Θυμήθηκε τα πρωτοσέλιδα του καλοκαιριού για τις συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα. Ήταν της παλιάς σχολής και θεωρούσε πως τα κομπιούτερ, η τηλεόραση και όλα τα παρεμφερή σε καθηλώνουν στον καναπέ και ότι οι αγώνες δίνονται στους δρόμους και μόνο σε αυτούς. Ωστόσο ας το δοκίμαζε. Ζήτησε από τον βοηθό του (ένα νεαρό, αμίλητο, κατσούφη και διαρκώς σκεφτικό) που είχε ακούσει ότι έχει ήδη μπλογκ να τον μυήσει. Τον μύησε. Δύσκολο στον χειρισμό δεν ήταν. Για μερικές εβδομάδες περιηγούταν στα μπλογκ. Το πήρε απόφαση. Με το νέο χρόνο θα εγκαινίαζε το μπλογκ του. Κι όσο για ιδέες αγώνων – αιτημάτων – διεκδικήσεων είχε ένα σωρό. Αυτοί οι πιτσιρικάδες του φαινόταν ότι είχαν το μέσο και τη δύναμη, αλλά δεν ήξεραν πώς να τα χειριστούν και προς τα πού να τα στρέψουν ώστε να είναι αποτελεσματικά. Τον χρειάζονταν, χρειάζονταν κάτι από την παλιά φλόγα του αγωνιστή.
Ο Grizzly Man δεν έλεγε να πάρει πτυχίο με τίποτα. Όλο το μυαλό του ήταν στο πάθος του. Γυρνούσε περπατώντας μέρα νύχτα τους δρόμους (της πόλης του αρχικά και της Αθήνας όταν ήρθε για σπουδές στη συνέχεια) και φωτογράφιζε ό,τι του έκανε εντύπωση, που ήταν ό,τι δεν έκανε συνήθως εντύπωση στους άλλους. Μετά έπαιρνε τις φωτογραφίες, άλλες τις πείραζε με το φωτοσόπ άλλες όχι, γράφοντας από κάτω τους μικρές ιστορίες. Είχε εκατοντάδες τέτοιες. Με πολύ κόπο και στεναχώρια είχε αναγκαστεί να επιλέξει τις πενήντα καλύτερές του, τις είχε τυπώσει, θερμοκολλήσει και δώσει σε όλους σχεδόν τους εκδοτικούς οίκους. Γιατί δεν άνοιγε μπλογκ; Επειδή δεν ήθελε. Μπλογκ είχαν πια όλοι. Έγραφαν πια όλοι. Αυτός δεν ήταν σαν όλους, αυτός έγραφε αλλιώς, έβλεπε αλλιώς, φωτογράφιζε αλλιώς. Δεν ήθελε να είναι ένας ακόμα μπλόγκερ. Αυτός ήταν καλλιτέχνης. Κι ό,τι κι αν έλεγαν, αυτός πίστευε ότι μόδα ήταν και θα πέρναγε, πίστευε ότι πρέπει να πάει αντίθετα στο ρεύμα και ότι τελικά στην εποχή μας θα ξεχώριζαν ακριβώς όσοι απέφευγαν το σκόπελο του διαδικτυακού χωνευτηρίου και επεδίωκαν απευθείας το τυπωμένο χαρτί. Αυτός αυτό άξιζε και αυτό θα πετύχαινε. Ωστόσο, όταν έλαβε και την τελευταία απορριπτική απάντηση για το βιβλίο, αποφάσισε να υποχωρήσει και ν’ ανοίξει ένα μπλογκ για να βάλει τα έργα του. Κάθε τέσσερεις μέρες κι από ένα θα ήταν ο κανόνας του. Δεν θα ασχολιόταν άλλο ούτε με καινούριο υλικό ούτε με αυτό καθαυτό το μπλόγκιν. Θα τελείωνε τις σπουδές του γιατί τον είχαν πρήξει και οι δικοί του για τα έξοδα. Αφού όμως δεν ήθελαν το έργο του τυπωμένο, αυτό δικαιούταν να υπάρχει κάπου. Το δικαιούταν. Και να δούμε ποιος θα το μετάνοιωνε στο τέλος. Αυτός ή όσοι τον απέρριψαν.
Φαίνεται σίγουρη για τον εαυτό της και αρκετά ανεξάρτητη η Πακίτα Γκαλιέγο. Και πώς να μην είναι; Επιτυχημένη επαγγελματικά σε μεγάλη πολυεθνική, με διαρκείς ανοδικές τάσεις, ανέβαινε τα σκαλιά της εταιρικής ιεραρχίας δύο - δύο. Μπλογκ είχε η κολλητή της, αλλά η κολλητή της γενικά ψαχνόταν. Να ψάχνεσαι μέσω διαδικτύου; Παθέτικ. Εκείνη άλλωστε δεν χρειαζόταν να ψάχνεται, αφού οι άντρες μια ζωή την έψαχναν. Τι την ώθησε να ανοίξει το δικό της μπλογκ; Δεν το απαντάει με σιγουριά. Έτσι, για να δει, μάλλον. Ήταν βράδυ πρωτοχρονιάς πάντως, έτρωγε στους δικούς της και το χανγκόβερ από το ρεβεγιόν της προηγούμενης δεν έλεγε να περάσει. Το ρεβεγιονικό χανγκόβερ ήρθε να προστεθεί σε έναν μόνιμο πονοκέφαλο που είχε γίνει ακόμη μονιμότερος στις γιορτές. Επιστρέφοντας σπίτι της το κοκτέιλ των τριών πονοκεφάλων ήταν το θέμα του πρώτου της ποστ.
Στην μεγάλη συγκέντρωση του Νοέμβρη του οκτώ ο Βάσκες είχε αποφασίσει να μην πάει. Όχι γιατί ήταν ιδέα άλλων, ούτε γιατί οι δικές του ιδέες δεν έβρισκαν την ανταπόκριση που ήλπιζε. Δεν ήταν μικροπρεπής. Είχε αποφασίσει να μην πάει γιατί το παιδί είχε πυρετό. Γύρναγε με το μετρό σπίτι. Στο Σύνταγμα άλλαζε γραμμή. Η περιέργεια τον νίκησε. Πήγε. Ο κόσμος πολύς. Αλλά και πάλι. Σχεδόν δεν ήξερε τι να κάνει. Κρίμα, ρε γαμώτο. Ζήτησε για λίγο τη ντουντούκα. Προς στιγμή δεν του την έδιναν. Τελικά την τράβηξε και την πήρε. Φώναξε ένα σύνθημα. Δεν το επανέλαβαν παρά ελάχιστοι. Έφυγε.
Την άλλη μέρα ο περιπτεράς τον ρώτησε γελώντας ποιόν του θυμίζει αυτός στο πρωτοσέλιδο όχι μιας αλλά τριών μεγάλων εφημερίδων: με την ντουντούκα ανά χείρας φώναζε με τεντωμένες τις φλέβες του λαιμού και οριακά βουρκωμένα μάτια. Τις πήρε και τις τρεις. Όλη μέρα δεν είχε μυαλό να δουλέψει. Το βράδυ φώναξε κοντά του τον γιο του: «Έλα να δεις τον μπαμπά». Ο πυρετός του παιδιού είχε πέσει, του μπαμπά είχε φουντώσει, καθώς του έδειχνε το παρ΄ ελπίδα χαιλάιτ της ζωής του.
Όταν είδε τα πρωτοσέλιδα ο Grizzly Man άρχισε να βρίζει. Είχε τραβήξει κι αυτός τον Βάσκες, αλλά μερικές στιγμές νωρίτερα, την ώρα που προσπαθούσε να πάρει τη ντουντούκα από τα χέρια του νόμιμου κατόχου της. Την στιγμή που τραβούσε την φωτογραφία, κρατούσε με το άλλο χέρι την Πακίτα Γκαλιέγο, η οποία και ήταν ξαπλωμένη τώρα στο κρεβάτι της γκαρσονιέρας του: μέσα σε 11 μηνες ο Grizzly Man ήταν ο τέταρτος μπλόγκερ με τον οποίο κοιμόταν. Είχαν πει να βρεθούν στη συγκέντρωση και πράγματι βρέθηκαν. Την είχε κερδίσει δυο βδομάδες πριν, με ένα σχόλιο του στο ποστ στο οποίο μιλούσε για τα όνειρά της για το μέλλον: At 30/10/2008 08:02:00 μμ, Vasques said...: «Γνώρισες ποτέ το φόβο;». At 30/10/2008 08:28:00 μμ, Paquita Gallego said …: «Δεν τον γνώρισα. Και ... μη με ρωτάς γι' αυτό, παρακαλώ. Είμαι ευαίσθητη σ' αυτό το θέμα». Έκτοτε άρχισαν να επικοινωνούν στο τσατ και αφού θα πήγαιναν και οι δύο στη συγκέντρωση συμφώνησαν να συναντηθούν. Την επόμενη ξαναβγήκαν και τώρα την φωτογράφιζε ξαπλωμένη. «Μην φοβάσαι, θα επεξεργαστώ την φωτογραφία τόσο, που δεν θα μπορεί να σε γνωρίσει κανείς», της είπε.
Άφησε το ποστ της ντουντούκας για αργότερα και άρχισε να ποστάρει πάνω στη φωτογραφία της γυμνής της πλάτης. Κάτι η φωτογραφία της, κάτι οι λέξεις του, τον έπιασε η επιθυμία να γυρίσει σε εκείνη. Αλλά εκείνη είχε φύγει αφήνοντάς του ένα σημείωμα: «Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω. Φαινόσουν πολύ απορροφημένος. Έχω να ξυπνήσω πολύ πρωί αύριο. Θα σε πάρω». Είχε ξεχάσει το κουτί με τις ασπιρίνες στο κομοδίνο.
Πήρε μία (περισσότερο γιατί ήταν δικιά της), γύρισε στο κομπιούτερ και άρχισε να γράφει μια δεύτερη -θυμωμένη- εκδοχή κάτω από την ίδια φωτογραφία. Ποστάρισε την φωτογραφία με τις δύο εκδοχές της: η γυναίκα θάρρος κι η γυναίκα φόβος. Η ιδέα τον κέντρισε. Έγραψε δυο εκδοχές και για την διαφιλονικούμενη ντουντούκα. Το καθιέρωσε.
Είχε βρει το στυλ του. Εκείνη εξαφανίστηκε όπως ήταν το στυλ της. Με το ντεμοντέ του στυλ, ο Βάσκες καλούσε τους μπλόγκερ να οργανωθούν, να φτιάξουν ένα σωματείο, η φωνή τους να γίνει μόνιμος εφιάλτης των δυνατών.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 29, 2007

Όλοι οι Υδραυλικοί του Καραμανλή

Επειδή κοντεύουμε να χάσουμε κάθε αίσθηση των πραγμάτων: το «δημοσιογραφικό απόρρητο» μπορεί να μην αναγνωρίζεται από το νόμο όπως το δικηγορικό, το ιατρικό ή το απόρρητο της εξομολόγησης σε κληρικό, αλλά εν πάση περιπτώσει στηρίζεται σε μια δεοντολογική βάση που πείθει: αν ο δημοσιογράφος αποκαλύψει τις πηγές του που επιθυμούν να παραμείνουν ανώνυμες, στο μέλλον δεν θα τον εμπιστεύεται όποιος βρεθεί σε παρόμοια θέση, με αποτέλεσμα η καταγγελία που θα ήθελε να κάνει να μην δει ποτέ το φως της δημοσιότητας.
Δηλαδή η λογική πίσω από το δημοσιογραφικό απόρρρητο είναι ότι μέσω αυτού τελικά περισσότερα στοιχεία έρχονται στο φως και μέσω της δημοσίευσης φτάνουμε πιο κοντά και στην αλήθεια και βοηθούνται και οι δικαστικές αρχές να εξετάσουν τυχόν παρανομίες, που ειδάλλως θα έμεναν μυστικές.
Αυτά όμως έχουν νόημα και έννοια όταν μιλάμε για ενημερωτικά μέσα, όταν μιλάμε για δημοσιογράφους που εργάζονται σε ενημερωτικά μέσα, για τα οποία και προορίζεται η πληροφορία.
Το γραφείο Τύπου του Πρωθυπουργού δεν είναι μέσο ενημέρωσης. Το γραφείο Τύπου του Πρωθυπουργού δεν είναι Τύπος, δεν έχει αποστολή να ελέγξει την εξουσία, είναι η φωνή της εξουσίας.
Είναι ποτέ δυνατόν να επικαλείται δημοσιογραφικό απόρρητο ο διευθυντής του γραφείου Τύπου του Πρωθυπουργού; Δηλαδή φτάνουν στα χέρια του αποδεικτικά στοιχεία που σχετίζονται με κακούργημα (για το οποίο μάλιστα υπάρχει ήδη και προφυλάκιση) και εκείνος αρνείται να καταθέσει ποιός του τα έδωσε; Λέει στη Δικαιοσύνη που διενεργεί ανάκριση, ότι αρνείται να εκπληρώσει τη νόμιμη υποχρέωση του να καταθέσει όλη την αλήθεια; Αρνείται η φωνή της εκτελεστικής εξουσίας να εκπληρώσει το νόμο; Αρνείται η φωνή της εκτελεστικής εξουσίας να συνδράμει τη δικαστική στο έργο της, ενώ εξετάζεται ως μάρτυρας;
Όταν στον Τύπο φτάνουν καταγγελίες αυτός οφείλει να τις διασταυρώνει και εν συνεχεία να τις δημοσιοποιεί. Η επίκληση του δημοσιογραφικού απορρήτου υπηρετεί εν τέλει την περισσότερη δημοσιότητα, το περισσότερο φως.
Όταν στο πρωθυπουργικό γραφείο φτάνουν καταγγελίες, αυτό τι ρόλο ακριβώς παίζει; Των «υδραυλικών» του Νίξον; Του κουκουλώματος της αλήθειας; Του μακιγιαρίσματός της; Η επίκληση του δημοσιογραφικού απορρήτου από τον κύριο Ανδριανό, υπηρετεί την περισσότερη μυστικότητα, το περισσότερο σκοτάδι.
Λογικό είναι να εικάσει κανείς ότι αν ο Τύπος αποκαλύπτει, τα πρωθυπουργικά γραφεία και τα γραφεία Τύπου τους συγκαλύπτουν.
Ό,τι στοιχεία έχουμε τα πάμε στην Δικαιοσύνη.
Κι όταν μας καλεί η Δικαιοσύνη επικαλούμαστε απόρρητα.
Δεν σου λέω, κύριε Ανακριτά.
Έχω απόρρητο.
Δουλεύω σε μια εφημερίδα, τα «Καραμανλής Νιούζ», και πρέπει να προστατεύσω τις πηγές μου.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 28, 2007

Σίριαλ Κίλερ

Εν αντιθέσει με τους άλλους σίριαλ κίλερς, εκείνος δεν βιαζόταν καθόλου να εξοντώσει τα θύματά του. Το σχέδιό του ήταν μακροπρόθεσμο· τόσο μακροπρόθεσμο που η μεγάλη πλειοψηφία των θανάτων που θα προκαλούσε θα επερχόταν μετά τον δικό του θάνατο. Το σχέδιό του ήταν αλάνθαστο· τόσο αλάνθαστο που κανείς δεν θα μπορούσε να αποτρέψει το τέλος των θυμάτων του, ό,τι μα ό,τι κι αν έκανε. Το σχέδιό του ήταν φιλόδοξο· τόσο φιλόδοξο που υπολόγιζε ότι ο αριθμός των εξαιτίας του νεκρών θα αυξανόταν από γενιά σε γενιά.
Εν αντιθέσει με τους άλλους σίριαλ κίλερς, εκείνος σκότωνε με το πουλί του: γοητευτικός, θρασύς, αχόρταγος, καρπερός, γυρνούσε δεξιά κι αριστερά τεκνοβολώντας ασύστολα, με τελικό αποτέλεσμα είκοσί τρία διαφορετικά παιδιά από είκοσι τρεις διαφορετικές μανάδες· παιδιά καταδικασμένα αργά ή γρήγορα να πεθάνουν· παιδιά που με τη σειρά τους θα έκαναν άλλα παιδιά και αυτά άλλα παιδιά και αυτά άλλα παιδιά, όλα τους καταδικασμένα αργά ή γρήγορα να πεθάνουν.
Όσοι προσπάθησαν να ρίξουν φως στη ζωή του και στα αίτια που τον οδήγησαν να σκορπίσει τόσο χαμό, κατέληξαν στο ότι πολλά εξηγούνται από τις αρρωστημένες συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγάλωσε: προερχόταν από αιμομικτική οικογένεια μέσα στο πλαίσιο της οποίας ο ίδιος του ο πατέρας γαμούσε την ίδια του την μάνα.
Οι αιμομιξίες συνεπάγονται τερατογενέσεις και πράγματι κατά τους πρώτους εννέα μήνες που ακολούθησαν την σύλληψή του δεν ζούσε ως ξεχωριστή ύπαρξη, αλλά ως σώμα μέσα στο σώμα της μάνας του. Όταν τελικά αποκόλλησαν δια της βίας το σώμα του από το μητρικό (κόβοντας μια λωρίδα σάρκα με την οποία ήταν ενωμένα σαν σε ταινία του Κρόνεμπεργκ), διαπιστώθηκε επάνω του κι άλλη μετάλλαξη, αφού αδυνατούσε να τραφεί χωρίς να αποβάλει αργότερα από τον πρωκτό του τμήμα της τροφής, υπό την μορφή ύλης ανεξιχνίαστης χρησιμότητας και ανυπόφορης βρώμας.
Ίσως επειδή ακριβώς δεν άντεχε τόσο θάνατο και τόση βρώμα στο λαιμό της, η συνείδησή του τον εγκατέλειπε κάθε μα κάθε νύχτα: ξάπλωνε, ακινητοποιούταν και έκλεινε τα μάτια, παύοντας να καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του και χάνοντας κάθε επαφή με το περιβάλλον.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 27, 2007

Το αληθινό γραπτό του καθενός

Καταραμένος με το χάρισμα της προφητείας, επιδιδόταν κάθε τέλη Δεκέμβρη στην ίδια ιεροτελεστία: έγραφε τι θα του συνέβαινε μέσα στον επόμενο χρόνο. Και του συνέβαινε.
Και επειδή -όπως είναι λογικό- προφήτευε ότι θα του συμβούν όμορφα πράγματα, όμορφα πράγματα του συνέβαιναν.
Όταν κατάλαβε ότι μια ζωή γεμάτη όμορφα πράγματα καταντούσε βαρετή, άρχισε δειλά δειλά να προβλέπει και μικροδυστυχίες για να εξισσοροπεί. Μέχρι που ούτε αυτό τον κάλυπτε. Επιτέλους, στη ζωή του έπρεπε να ανοίξει ένα παράθυρο στην έκπληξη και το απρόβλεπτο.
Τέλη του 2005 το πήρε απόφαση να μην γράψει τίποτα. Πλησιάζοντας όμως στην Πρωτοχρονιά άρχιζε να αναθεωρεί: όσο κι αν έπληττε είχε καλομάθει. Μια ζωή εντελώς άγνωστη; Μελαγχολία – ξεμελαγχολία, είχε μια ασφάλεια. Ελευθερία – ξεελευθερία, υπήρχαν κίνδυνοι.
Κατάλαβε ότι κάθε χρόνο θα έφτανε στο ίδιο σημείο, οπότε έπρεπε να κάνει κάτι ριζικό: αφαίρεσε απ’ τον εαυτό του τη δυνατότητα επιλογής, προφητεύοντας ότι στο τέλος του 2006 θα απελευθερωνόταν από τις μαντικές του ικανότητες. Πράγματι, μπήκε στο 2007 με τη σελίδα του κατάλευκη.
Τώρα παίρνει το βιβλίο, ξανακοιτάζει τις σελίδες των προηγούμενων ετών, σελίδες τις στιγμές που γράφονταν προφητικές και τώρα που τις διαβάζει γεμάτες αναμνήσεις. Αποφασίζει, αφού η σελίδα του 2007 δεν γράφτηκε εκ των προτέρων, να γραφτεί εκ των υστέρων. Αρχίζει να γράφει όσα του είχαν συμβεί. Συγκρίνοντας τις αναμνήσεις της χρονιάς αυτής με τις προφητείες που ‘γίναν αναμνήσεις των προηγούμενων, καταλαβαίνει ότι κάτι είναι ριζικά διαφορετικό: γράφοντας για πράγματα που είχε ήδη βιώσει, διαπιστώνει ότι το κείμενο είναι περισσότερο πολύπλοκο, με περισσότερες ερωτήσεις παρά απαντήσεις, με περισσότερες αμφιβολίες παρά βεβαιότητες.
Γράφοντας για τα πράγματα που είχε ζήσει αρχίζει να τα ξαναζεί. Σκέφτεται ότι υπάρχουν δυο λογιών ζωές: η ζωή που σου συμβαίνει και η ζωή της σκέψης σου πάνω στη ζωή που σου συμβαινει, η ζωή της σκέψης σου που γίνεται γραφή.
Γράφει όσα του είχαν συμβεί το 2007, όχι μόνο από τη δική του σκοπιά, αλλά και από τη σκοπιά των άλλων εμπλεκομένων (όσο μπορεί να τους καταλάβει και να μπει στη θέση τους). Σκέφτεται τι θα γινόταν αν έκαναν όλοι το ίδιο
και μετά διασταυρώναμε
το πώς είδα εγώ τη ζωή μου μέσα στο 2007 με το πώς την είδες εσύ,
το τι ρόλο έπαιξα εγώ στη ζωή σου με το τι ρόλο έπαιξες εσύ,
το πώς ερμήνευσα εγώ τις αποφάσεις σου με το πώς τις ερμήνευσες εσύ.
Ίσως τότε να βρισκόμαστε λιγάκι πιο κοντά στην κατανόηση αυτής της ερωτεύσιμα συναρπαστικής όσο και βαθιά επώδυνης σύνθεσης που λέγεται ζωή.
Μπορώντας να συγκρίνει
τις μεν με τις δε σελίδες του βιβλίου του,
τα μεν με τα δε χρόνια του,
υποψιάστηκε ότι το αληθινό γραπτό του καθενός δεν είναι αυτό που του είναι μοιραίο να ζήσει, αλλά αυτό που έζησε και που γράφοντάς το του δίνει καινούρια, βαθύτερη ζωή.
(Κείμενο γραμμένο για το «Exodos»)

Ο αποχαρακτηρισμός

«Κοίτα κορμάρα που στηρίζει τον Καραμανλή».
Ο Ζαχόπουλος έφερνε εμφανισιακά στον Πόλντο. Ο Ζαχόπουλος φέρεται να διέθετε αρκετά αποθέματα ειρωνείας, στα οποία και κατέφευγε τακτικά. Σύμφωνα με το «Πρώτο Θέμα», η κασέτα που κυκλοφορεί τον δείχνει εκτός των άλλων να «αυτοθαυμάζεται» ημίγυμνος με φράσεις όπως η παραπάνω. Βάσει των ρεπορτάζ των εφημερίδων αυτή η κασέτα πρέπει να είχε φτάσει και στο Μαξίμου.
Ένας είρων άντρας με κορμί σαμπρέλα, το πιθανότερο είναι ότι αυτοσαρκάζεται και δεν αυτοθαυμάζεται. Ο Ζαχόπουλος, που μετά την πτώση του κυκλοφορούν φήμες ότι ενέχεται σε μεγάλο αριθμό αποχαρακτηρισμών, αποχαρακτηρίζει ειρωνικά το πλαδαρό κορμί του, βαφτίζοντάς το «κορμάρα». Ποιός χοντρός αισθάνεται καλά με το κορμί του; Ποιός χοντρός δεν θα 'θελε κατά βάθος να έχει όντως κορμάρα; Το σώμα - ντροπή γδύνεται. Η σάρκα - ντροπή δεν αντέχει παρά να αυτοσαρκασθεί. Ο μεσήλικος άντρας που την πέφτει στις γραμματείς και τις υφιστάμενες έχει την ανάγκη να το φωνάξει: ναι, το ξέρω ότι είμαι χοντρός, ναι, εν μέρει ντρέπομαι για το κορμί μου, αλλά από την άλλη δυο φορές μαγκιά μου που παρόλο το κορμί μου έχω πολύ νεώτερές μου ερωμένες· όχι επειδή έχω κορμάρα, αλλά επειδή ο Καραμανλής στηρίζεται πάνω μου. Ο είρων, όσο κι αν θέλει εκείνη την ώρα να δει το αντικείμενο του πόθου του, βλέπει ταυτόχρονα και το δικό του κορμί. Και εν μέρει ντρέπεται, εν μέρει δεν μπορεί παρά να το διασκεδάσει κιόλας, να διασκεδάσει με το στοιχείο κωμικότητας που ενυπάρχει στο όλο σκηνικό, στο σκηνικό του χοντρού μεν ισχυρού δε άντρα που ερωτοτροπεί με την υπάλληλό του: κοίτα κορμάρα που στηρίζει τον Καραμανλή.
Φύγε, αχάριστε Ζαχόπουλε, απ΄ την Κυβέρνησή μου. Δεν σου έφταναν τα γκομενιλίκια, με έπιασες και στο στόμα σου. Αν παιχτεί αυτή η κασέτα, αυτή η φράση θα μείνει στο μυαλό όλων. Ως εικόνα κυβερνώ, ως εικόνα πείθω, ως εικόνα κερδίζω. Αντιλαμβάνεσαι τι ζημιά θα κάνει στην εικόνα μου η δική σου εικόνα; Το δικό μου όνομα συνδυασμένο με τη δική σου κοιλάρα; Φύγε.
Πέφτει. Αν είχε πέσει δυο βδομάδες πριν, ίσως την είχε γλιτώσει ο Μαγγίνας. Στην πολιτική όπως και στη δημοσιογραφία όλα είναι θέμα τάιμινγκ.
Πέφτει· αλλά αυτή η πόλη είναι τόσο ασφυκτικά χτισμένη που δεν υπάρχει χώρος ούτε να αυτοκτονήσεις· ακόμα και στον ακάλυπτο κάπου θα βρεις, κάπου θα προσκρούσεις πρώτα. Και ίσως το πάχος σου να αποδεικνύεται σωτήριο κατά την πρόσκρουση: όλα στη ζωή έχουν δυο όψεις.
Οι ίσως μοιραίες λέξεις προς την ερωμένη και οι τελευταίες λέξεις προς τη σύζυγο στο σημείωμα: «Να ξέρεις σε λάτρεψα». Προς το παιδί δεν επιφυλάσσει αντίστοιχη διαβεβαίωση. Δεν χρειαζόταν· η απιστία θέτει πάντα σε αμφισβήτηση την αγάπη προς τη γυναίκα. Στην πατρική αγάπη δεν νοείται απιστία.
«Απολογήθηκε η τριανταπεντάχρονη, αρνείται τις κατηγορίες η τριανταπεντάχρονη, προφυλακίσθηκε η τριανταπεντάχρονη». Κάποτε μόνο ευαίσθητο δεδομένο για μια γυναίκα ήταν η ηλικία της. Τώρα μας λένε μόνο αυτή και μας κρύβουν όλα τ' άλλα.
«Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα. Διεκδίκησα τη δουλειά μου». Το Δημόσιο. Οι αιώνες περνούν, τα ήθη στην ελληνική κοινωνία αλλάζουν, αλλά εκείνο που αντιστέκεται αναλλοίωτο είναι το όνειρο του Δημοσίου.
Το όνειρο του Δημοσίου δεν αλλάζει, η εκπόρνευση του ιδιωτικού αλλάζει· όχι η εκπόρνευση του ισχυρού που δέχεται να γαμήσει ή του ανίσχυρου που δέχεται να γαμηθεί, με τελικό φόντο μια θέση στο Δημόσιο· αλλά η εκπόρνευση της ιδιωτικής στιγμής, η περιφορά δια κασετών των λέξεων του άλλου την ώρα του ερωτικού παιχνιδιού, η μετατροπή ό,τι πιο ιδιωτικού σε ό,τι πιο δημόσιο.
Υπό αυτήν την έννοια κακώς διερρήγνυε τα ιμάτιά του ο Τριανταφυλλόπουλος για την κασέτα Ζαχόπουλου. Ακόμη και αν δεν ήξερε για τη συγκεκριμένη, ακόμη και αν δεν του είχε εμπιστοσύνη να του το πει ούτε ο ίδιος του ο συνεκδότης, τη σκυτάλη στην καταγραφή των λέξεων του ημίγυμνου Ζαχόπουλου έδωσε η προβολή των λέξεων του γυμνού Κορκολή: τις καταγράφεις γνωρίζοντας ότι αν θελήσεις θα υπάρχει βήμα να προβληθούν· και μετά να σχολιαστούν ανάλογα από την κριτική επιτροπή:
«Κοίτα κορμάρα που στηρίζει τον Καραμανλή».
Κανείς δεν αυτοκτονεί σήμερα για μια εξωσυζυγική σχέση· λέγεται και ξαναλέγεται και φαίνεται κατ' αρχήν σωστό. Μήπως όμως κανείς αυτοκτονεί σήμερα επειδή δεν θέλει να συνεχίσει να ζει ως περίγελως μετά την εικαζόμενη τηλεοπτική του διαπόμπευση; Κι αν το θέμα είναι πολιτικό και όχι απλά σεξουαλικό, τι πιο πολιτικό σήμερα από την γελοιοποίηση της εικόνας σου;
Αν ο Ζαχόπουλος διαχειρίστηκε ύποπτα τα κονδύλια του Υπουργείου, ο Καραμανλής σε τελική ανάλυση πόσο κακό να πάθαινε;
Αν όμως ο Ζαχόπουλος στηρίζε με την κορμάρα του τον Καραμανλή;
«Κοίτα κορμάρα που στηρίζει τον Καραμανλή»: βάλε του εικόνα και φαντάσου το να παίζει τριάντα φορές μέσα σε μια εκπομπή.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 25, 2007

Kαι τώρα, κατ' εξαιρετική εξαίρεση, δεν ποστάρω για μένα, αλλά για σένα.
Για σένα που μπαίνεις στο μπλογκ χριστουγεννιάτικα.
Δεν έχω κάτι συγκλονιστικώς συγκλονιστικό να πω.
Όλα τα συγκλονιστικώς συγκλονιστικά είναι στα προηγούμενα ποστ.
Αυτό το ποστ είναι για σένα που αισθάνεσαι άσχημα που μπαίνεις Χριστούγεννα στα μπλογκ.
Για σένα που ίσως ίσως αισθάνεσαι άσχημα που είναι και Χριστούγεννα.
Μην.
Ή τι μην;
Βλακείες: αισθάνσου όσο μελαγχολικά τραβάει η ψυχή σου.
Αν αυτό που έχεις αυτήν την περίοδο είναι η μελαγχολία, ζήσ' την να την χαρείς.
Σ΄αυτήν θα κάνεις οικονομίες;
Μελαγχόλησε όσο θες, αλλά μην μασάς.
Κανείς ή γιορτάζει και εκτός εορτών ή δεν γιορτάζει καθόλου.
Καλά σου Χριστούγεννα και καλή σου μελαγχολία.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 23, 2007

Το τελικό σώμα

Βρίσκονταν στο κρεβάτι με τον τρόπο που συνήθιζαν: κουλουριασμένοι, αγκαλιασμένοι και γυμνοί. Με τα σώματά τους κολλημένα σφιχτά, με τα σώματά τους σαν ένα, αναρωτήθηκαν πώς θα ήταν αν τα σώματά τους έπαυαν να είναι σαν ένα και γίνονταν πράγματι ένα. Το αναρωτήθηκαν και ταυτόχρονα το επιθύμησαν. Όσο κι αν οι ψυχές τους ήταν σαν ένα, υπήρχε απόσταση από το να είναι ένα. Κατάλαβαν (χωρίς να το πουν με λόγια, το κατάλαβαν με την ίδια σκέψη να περνά την ίδια στιγμή από το μυαλό τους) ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να καλύψουν αυτήν την απόσταση.
Ο συγχρονισμός των σκέψεών τους υποδήλωνε ότι δεν είχαν πλέον ανάγκη τα διαφορετικά σώματα και τις διαφορετικές ψυχές· η απόσταση καλύφθηκε αυτόματα, με έναν τρόπο που η επιστήμη θα ονόμαζε οφθαλμαπάτη, αφού άλλη εξήγηση δεν θα μπορούσε να δώσει στο σκανδαλώδες θέαμα: το σύμπλεγμα των δύο σωμάτων μεταμορφώθηκε σε ένα σώμα.
Το κουλουριασμένο σώμα τα πρώτα δευτερόλεπτα ένιωσε πλήρες και αυτάρκες. Όταν όμως άρχισε να συνηθίζει την καινούρια του συνείδηση, αντιλήφθηκε ότι κάτι του έλειπε: δεν αγκάλιαζε κανένα σώμα ούτε κανένα σώμα το αγκάλιαζε.
Το κουλουριασμένο σώμα ήταν μόνο του. Ήθελαν τόσο να γίνουν ένα, που δεν συνειδητοποίησαν ότι αν ο ένας έμπαινε μέσα στον άλλο, δεν θα είχαν πια ο ένας τον άλλο.
Το κουλουριασμένο σώμα είχε πλέον δύο επιλογές.
Η πρώτη ήταν η σχιζοφρένεια: τέμνοντας τη συνείδησή του στα δύο, ίσως ξανάβρισκαν μέσα του ο ένας τον άλλο.
Η δεύτερη ήταν αντί να διαιρέσει την αγάπη που υπέθαλπε εντός του, να αρχίσει να την πολλαπλασιάζει διαχέοντάς την.
Δυο εβδομάδες αργότερα το κουλουριασμένο σώμα βρισκόταν ξανά στο κρεβάτι, ξανά κουλουριασμένο, ξανά γυμνό, αλλά αυτή τη φορά αγκαλιάζοντας ένα νέο κουλουριασμένο σώμα.
Μέχρι να συγχρονιστούν οι σκέψεις τους στην κοινή επιθυμία της ένωσης θα περνούσε καιρός.
Ο καιρός που του απέμενε ήταν λίγος· λίγος σε σχέση με το μεγαλεπήβολο σχέδιο που συνέλαβε: να προλάβαινε να ενωθεί ένα προς ένα με όλα τα υπόλοιπα σώματα, έτσι ώστε τελικά να μην έμενε στο πλανήτη παρά ένα και μόνο σώμα, μία και μόνο ψυχή, μία και μόνο συνείδηση, έτσι ώστε όλα τα ανθρώπινα σώματα να συναιρούνταν σε ένα, έτσι ώστε να κατάπινε με την αγάπη του όλα τα υπόλοιπα ανθρώπινα σώματα.
Και όταν έμενε επί γης το τελικό σώμα, η αγάπη ενσωματωμένη σε μια και μόνη ανθρώπινη μορφή, τότε η συνείδησή του θα έσπαζε από μόνη της στα δισεκατομμύρια των φωνών που την είχαν συνθέσει και αυτές θα ηχούσαν σε όλες τες γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, θα ηχούσαν σαν την βαβέλ της αγάπης, της αγάπης που είναι πάντοτε μια ρεαλιστική εκδοχή και μια πραγματική πραγματικότητα, της αγάπης που δεν είναι παραμύθι για μικρά παιδιά.
Υπάρχει στ΄αλήθεια.

Σε σκέφτομαι άρα υπάρχεις

Mεζεδοπωλείο στον Πειραιά. Ο θρύλος κι ο Πειραιάς. Συθέμελα όμως. Βαμμένη. Περιποιημένη. Τραγουδά. Κάθεται σε τραπέζι. Στο ίδιο τραπέζι δυο μπουζούκια. Παίζουν. Άβαφα. Κάθονται σαν τραπέζι ανάμεσα στα υπόλοιπα τραπέζια. Επιμελώς ατημέλητα. Εκείνη τραγουδά κλείνοντας τα μάτια. Με πάθος. Δίνεται. Ε και; Κάθε πότε να τραγουδά; Παρασκευές και Σάββατα; Σιγά την φωνή. Ε και; Την βρίσκει. Δίνεται. Δεν είναι πρωταγωνίστρια. Δεν είναι φωνάρα. Δεν είναι φίρμα. Δεν θα γίνει ποτέ. Ε και; Αφού δεν είναι φίρμα, απλώς τραγουδά. Το τραγούδι παίρνει το πάνω χέρι απ' το ταπεινό της ταλέντο. Ελάχιστα την είδα. Μην νομίζεις. Όχι ότι μιλούσα στους άλλους και τόσο. Μην νομίζεις. Τους μιλούσα όσο έπρεπε. Την είδα όσο έπρεπε. Ελάχιστα δηλαδή. Την είδα ως αφορμή. Μετά πήρα την εικόνα της στο νου. Κι άρχισα να την ονειρεύομαι. Κι ούτε καν. Έλα στο μυαλό μου να σε σκεφτώ. Έλα στο μυαλό μου να σε γεννήσω. Δεν με νοιάζει ποιά είσαι στ΄αλήθεια. Αποφάσισα ότι δεν έχεις ταλέντο. Αποφάσισα ότι δεν έχει σημασία. Αποφάσισα ότι έχεις πάθος. Αποφάσισα ότι τραγουδάς Παρασκευές και Σάββατα. Για ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα. Το δικό μου τ΄άλογο δεν είναι μαύρο. Το δικό μου τ' άλογο δεν είναι άσπρο. Το δικό μου τ' άλογο είναι ασπρόμαυρο. Ζέβρα τ' άλογο μου. Όπως τα όνειρα που κάνω τώρα. Τώρα που σε σκέφτομαι. Τώρα που σε γράφω. Τώρα που υπάρχεις χάρη σε μένα. Σε ευχαριστώ που υπάρχεις. Σε ευχαριστώ που σε σκέφτηκα. Απόψε. Ένα κερί λευκό στο τραπέζι. Θα το 'πιανες αν στο ζητούσα. Θα το 'πιανες κι ας μην στο ζητούσα. Έτσι. Για να καείς για λίγο. Ελεγχόμενα. Μέχρι να χαθεί ο έλεγχος. Αλλά πώς να χαθεί, αφού όλα τα ελέγχεις; Δεν σε πανικοβάλλει ο έλεγχος των πάντων; Δεν σε πανικοβάλλει η δύναμή σου; Δεν υπάρχει εκεί έξω κανείς πιο δυνατός από εσένα για να σε κερδίσει; Μέχρι να τον κερδίσεις. Κι άρα να σε χάσει. Χάθηκε ο ειρμός. Ξεστράτισε. Χάθηκε το νόημα. Θόλωσε το νόημα. Δεν θες να είσαι θολός. Θες να γράφεις ό,τι σου καυλώνει όμως. Αυτός είναι ο κανόνας ο πρώτος κι ο κανόνας ο τελευταίος. Πώς να γράφεις; Όπως σου καυλώνει. Αυτή είναι και η διαφορετικότητα που πουλάς άλλωστε: η καύλα της γραφής. Αλλά για να καυλώσεις γράφοντας, πρέπει πρώτα να καυλώσεις με το νου. Της καύλας της γραφής προϋπάρχει η καύλα της σκέψης. Και για να αφοσιωθείς στην σκέψη που θα γίνει γραφή πρέπει να αφήσεις όλα τ΄ άλλα. Χωρίς γυρισμό.
Απορούν με την καύλα, τρομάζουν με την καύλα, φθονούν την καύλα, αλλά δεν γνωρίζουν το τίμημα.
Που τελικά δεν είναι τίμημα, αφού όλα γίνονται όπως έπρεπε να γίνουν, όπως τα όνειρα που κάνεις τώρα, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, και τι άλλο είναι αυτές εδώ οι λέξεις παρά σωματοποιημένα τα όνειρά σου, όνειρα που ξεκίνησαν από μια κοπέλα που τραγουδούσε με μάτια κλειστά και φωνή μέτρια, όνειρα που ξεκίνησαν όταν έκλεισες τα μάτια, αδιαφορώντας και για την κοπέλα και για τους ομοτράπεζούς σου και ζώντας για τη στιγμή που θα γυρνούσες σπίτι να τα γράψεις.
Οι άλλοι είναι μόνο η αφορμή.
Γίνε η αφορμή μου.
Αδιαφορώ για σένα.
Με συγκλονίζει η ιδέα σου.
Όχι εσύ.
Οι άνθρωποι είναι μπανάλ.
Οι ιδέες των ανθρώπων ποτέ.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 21, 2007

Είχαν κανένα συμφέρον;

Το συναίσθημα της απόγνωσης,
το συναίσθημα της ντροπής,
το συναίσθημα της ενοχής,
στο βαθμό που να οδηγήσουν στο «δεν αντέχω άλλο»,
στο βαθμό που να οδηγήσουν στην πτώση,
δεν το ένιωσε ούτε ένας δημόσιος λειτουργός αυτό το καλοκαίρι.
Ούτε ένας δεν ένιωσε τόσο απεγνωσμένος,
ούτε ένας δεν ένιωσε τόσο ντροπιασμένος,
ούτε ένας δεν ένιωσε τόσο ένοχος,
ώστε να μην αντέχει να ζει την επόμενη μέρα.
Τόσοι μα τόσοι άνθρωποι,
η Αρχαία Ολυμπία,
τόσα μα τόσα δάση,
τόσα μα τόσα σπίτια,
τόσα μα τόσα ζώα,
αλλά ούτε ένας δεν ένιωσε,
ότι δεν θα μπορούσε να αντέξει την ντροπή.
Στην αδυναμία προστασίας του δημοσίου συμφέροντος
γιατί να νιώθουν ενοχές;
Εκεί οι ευθύνες ήταν μόνο πολιτικές.
Όχι άλλου είδους.
Εκεί υπήρχε μόνο αμέλεια κι ανικανότητα.
Όχι δόλος.
Δεν είναι ότι δεν στεναχωρήθηκαν.
Στεναχωρήθηκαν.
Ίσως και να βούρκωσαν.
Αλλά τι έφταιγαν αυτοί;
Είχαν κανένα συμφέρον να συμβεί η εθνική καταστροφή;
Κανένα απολύτως.
Στην Ελλάδα, ιδιωτική ντροπή και ιδιωτική απόγνωση χωρούν μόνο επί ιδιωτικών συμφερόντων, μόνο επί προσωπικού.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 20, 2007

Της αντίφασης ο χορός

«press-gr.blogspot.com
Με την ορμητική εμφάνισή του και τα ατίθασα, αποκαλυπτικά σχόλιά του, τα οποία οι πολιτικοί συντάκτες λένε μεταξύ τους, αλλά φοβούνται να γράψουν στις εφημερίδες τους, το Press-gr γέννησε δεκάδες επιγόνους από παραπολιτικά blogs, που βαθμηδόν έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των κυβερνώντων (πάσης φύσεως). Προφυλαγμένο πίσω από την ανωνυμία του blogger και ενισχυμένο από το υλικό που του διοχετεύουν μέσω e-mail οι αναγνώστες του, κατάφερε να κατακτήσει αξιοζήλευτη επισκεψιμότητα και να κατονομαστεί από τον υπουργό Οικονομίας κ. Αλογοσκούφη ως «ανώνυμο, συκοφαντικό μπλογκ». Έντονη κριτική έχει δεχτεί και για τη συχνά χυδαία γλώσσα των σχολίων του - αν και αυτό δεν ανέκοψε ούτε στιγμή την τρομερή, υποχθόνια επιρροή που ασκεί μέσω της συνήθειάς του να κάνει τους ψιθύρους κραυγές».
Τελικά δηλαδή το θέμα δεν είναι η ανωνυμία του μέσου, τελικά το θέμα είναι η αντίληψη που έχει κανείς για την ανωνυμία και η χρήση που της κάνει.
Αν είσαι δημοσιογράφος, ίσως χρόνια καταπίεσης να σε κάνουν να βλέπεις την ανωνυμία ως πράγματι συνώνυμο της ασυδοσίας.
Ανωνυμία: ο χώρος που σε απαλλάσει από όλους τους κανόνες, τους κανόνες τους νομικούς, τους ηθικούς, τους δεοντολογικούς.
Αν είσαι δημοσιογράφος, ίσως κατά βάθος θαυμάζεις το βήμα που σου επιτρέπει να κραυγάσεις, το βήμα των κραυγών.
Αν δεν είσαι δημοσιογράφος, μπορείς να θαυμάζεις την ψευδωνυμία των υπόλοιπων μπλόγκερς, που δεν γράφουν ψευδώνυμα για να κραυγάσουν αλλά για να ψιθυρίσουν, που παίρνουν τις εσωτερικές τους κραυγές και τις κάνουν ηλεκτρονικούς ψιθύρους, που δεν γράφουν ψευδώνυμα για κατορθώσουν να κρυφτούν από το νόμο αλλά για να κατορθώσουν να σταματήσουν να κρύβονται από τον εαυτό τους.

Tα απολάτρια

Eίναι, λοιπόν, ο Τριανταφυλλόπουλος κι έχει καλεσμένο -υποτίθεται- τον Καρβέλα, αλλά ποιός ασχολείται φέτος με τον Καρβέλα, να 'ταν πέρσι, να' ταν εποχή Ζετέμ και νούμερα Ζετέμ θα ασχολούμαστε με τον Καρβέλα, ο Καρβέλας όμως είναι καλεσμένος ως στόχος κι οχτρός του Λαζόπουλου και πράγματι, πίσω από Τριανταφυλλόπουλο και Καρβέλα, υπάρχει ένα τεράστιο βίντεο γουώλ με τον Λάκη να μας κοιτάζει τσακίρικα και αντιλαμβάνεσαι ότι ο Μάκης σε κάθε διάλειμμα για διαφημίσεις γυρνά προς την εικόνα του Λάκη, της ανάβει κερί, κάνει τον σταυρό του και την φιλά με κατάνυξη, γιατί, όλα κι όλα, υπάρχει κάτι αναμφίβολα μυστηριακό, κάτι αναμφίβολα θρησκευτικό, κάτι αναμφίβολα μη εξηγήσιμο με όρους λογικής, αλλά μόνο με όρους πίστεως σε όποια εικόνα κάνει τέτοια νούμερα τηλεθέασης, προσευχόμενος λοιπόν στην εικόνα του Λάκη δεν προσεύχεται στην εικόνα του συγκεκριμένου Λαζόπουλου -αφού ο συγκεκριμένος Λαζόπουλος πέρσι έκανε μικρότερα νούμερα- αλλά προσεύχεται στην τωρινή εικόνα του, στην εικόνα του ως λατρευτικό αντικείμενο, ως προσωποποίηση του μομέντουμ της πάνδημης λατρείας των τηλεθεατών, ο τηλεθεατής σήμερα λατρεύει αυτήν την εικόνα, λατρεύει τον Λάκη, κι αφού δεν λατρεύει τόσο τον Μάκη ο Μάκης θα παίξει Λάκη, όπως του χρόνου μπορεί να παίξει ο Λάκης Μάκη, δεν μπορώ μακριά σου τηλεθέαση, έχω εθιστεί σε σένα νόμιμή μου τηλεθεασίνη, κι αν δεν μπορώ να σε έχω απευθείας, ας σε έχω έστω δι' αντανακλάσεως, ας γίνει γκελ στην λατρεμένη εικόνα κάποιου άλλου και τα απολάτρια της ας πέσουν και διαχυθούν επάνω μου.
Υπάρχει ένα οριακό επίπεδο φήμης το οποίο αν ξεπεραστεί είναι πλέον υποχρεωτικό όλοι να συζητήσουμε, αναλύσουμε και δούμε το Ζετέμ πέρσι, το Αλ Τσαντίρι φέτος, το κάτι άλλο του χρόνου. Το θέμα είναι να με βλέπεις, να μην σταματήσεις να με βλέπεις, βλέπε με τηλεθεατή για όποιο λόγο εσύ νομίζεις, βλέπε με επειδή σου αποκαλύπτω σκάνδαλα ή βλέπε με επειδή σου ξαναδείχνω τον Λάκη. Η εικόνα του Λάκη περιφέρεται για προσκύνημα από εκπομπή σε εκπομπή, σε πρωινή, απογευματινή και βραδυνή ζώνη. Θα πάρουν την φάτσα του και θα την βάλουν πάνω στο σώμα αυτού που λέει τις ειδήσεις, θα πάρουν την φάτσα του και θα την βάλουν να φορά την φανέλα του Σαλπιγγίδη, του Γκαλέτι ή του Ριβάλντο την ώρα που δείχνουν ποδόσφαιρο, θα πάρουν την φάτσα του και θα την βάλουν πάνω στο σώμα δεσπότη που μιλά για την υγεία του αρχιεπισκόπου. Ο τηλεστάρ κι αν αποθάνει, μπορεί πάντα να φωνάξει ζήτω ο νέος τηλεστάρ, ελπίζοντας στην νεκρανάστασή του.
(Κείμενο γραμμένο για το «Exodos»)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 19, 2007

Οι απροσδόκητες ανταμοιβές

Ονειρευόταν έναν καλύτερο κόσμο.
Μέχρι που συνειδητοποίησε ότι παντού και πάντα όλοι το ίδιο ονειρεύονταν, ονειρεύονται και θα ονειρεύονται. Από μια βαθιά ανάγκη για διαφορετικότητα, άρχισε τότε να ονειρεύεται έναν χειρότερο κόσμο. Στην αρχή τσινούσε εσωτερικά: για ποιό λόγο να ονειρεύεται στ' αλήθεια έναν χειρότερο κόσμο; Δεν του πήγαινε. Δεν θα μπορούσε να ξεχωρίσει κάπως αλλιώς, με κάποιον τρόπο λιγότερο ασύμβατο με την ανθρώπινη φύση; Όσο όμως αδυνατούσε να ανακαλύψει αυτόν τον εναλλακτικό τρόπο και παρέμενε αναγκαστικά προσηλωμένος στο όνειρο του χειρότερου κόσμου, άρχιζε σιγά σιγά να γεύεται τις απροσδόκητες ανταμοιβές του οράματος στο οποίο τον είχε οδηγήσει η ιδιοτροπία: προσδοκώντας ένα μέλλον ζοφερό, προσδοκώντας έναν κόσμο μπροστά στον οποίο ο σημερινός θα ήταν παράδεισος, όταν έβγαινε από το όνειρο και επανερχόταν στην πραγματικότητα, το σήμερα του φαινόταν όντως παράδεισος.
Όταν μετά από καιρό τόλμησε να εκμυστηρευθεί το όραμά του στους φίλους του, το δούλεμα της πρώτης αντίδρασης διαδέχθηκε η κατοπινή έκφραση της ευγνωμοσύνης τους: τώρα ζούσαν και αυτοί στον παράδεισο.
Kαι μάλιστα όχι σε ένα φανταστικό παράδεισο, όχι σε έναν ψεύτικο παράδεισο, αλλά σε έναν παράδεισο πέρα για πέρα αληθινό.
Η ιδέα δεν έπρεπε να πάει χαμένη. Διαδόθηκε αλυσιδωτά από στόμα σε στόμα και από υπολογιστή σε υπολογιστή και συντομότατα το αίτημα να μετατρέψει την ιδέα του σε πολιτική πλατφόρμα είχε γίνει επιτακτικό.
Κατέβηκε στις επόμενες εκλογές υποσχόμενος έναν χειρότερο κόσμο.
Σάρωσε.
Τα έκανε θάλασσα: επί των ημερών του τα πράγματα βελτιώθηκαν αισθητά, με αποτέλεσμα στο τέλος της τετραετίας να αφήσει έναν κόσμο κατά πολύ καλύτερο απ' αυτόν που είχε παραλάβει.
Στις προηγούμενες εκλογές με το όραμά του είχε μεταμορφώσει το τώρα από μίζερο σε ευτυχισμένο, αλλά σε αυτές τις εκλογές, με το όραμα εμπράκτως διαψευσμένο, το τώρα είχε γίνει μίζερο ξανά.
Μην μπορώντας να ελπίζει πια βάσιμα σε έναν χειρότερο κόσμο, ο λαός για να ξεφύγει από την αδυσώπητη πραγματικότητα του σήμερα ξαναστράφηκε στις δυνάμεις που υπόσχονταν ένα καλύτερο αύριο.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 17, 2007

Στρατόπεδα

Περπατούσε σε κεντρικό δρόμο της πόλης με σχετικά αργό τέμπο. Τα χέρια του στις τσέπες. Έκανε κρύο. Τον πλησίασαν. Δεν αντιλήφθηκε την παρουσία τους. Όπως δεν την είχε αντιληφθεί και τις δύο προηγούμενες βδομάδες που τον παρακολουθούσαν σε κάθε απογευματινό του περίπατο. Σε κάθε άσκοπο απογευματινό περίπατο, πιο σωστά. Το άσκοπο ακριβώς που ήθελαν να επιβεβαιώσουν πέραν κάθε αμφιβολίας παρακολουθώντας τον. Τα στοιχεία ήταν καταλυτικά: περιφερόταν χωρίς να πηγαίνει κάπου συγκεκριμένα. Περιφερόταν και κοιτούσε δεξιά κι αριστερά. Μετά από περίπου μια ώρα περπάτημα επέστρεφε σπίτι του. Δεν είχε καν μια συγκεκριμένη πορεία. Όπου τον έβγαζε ο δρόμος.
Η καταγγελία είχε γίνει από συνάδελφό του στη δουλειά: παρουσίαζε όλα τα κλασικά συμπτώματα του ονειροπόλου, του ανθρώπου που ήταν διαρκώς αφηρημένος. Ο συνάδελφος προώθησε την καταγγελία υπηρεσιακά και η υπηρεσία του την προώθησε περαιτέρω στην Ασφάλεια.
Μια βδομάδα γραφειοκρατικής κωλυσιεργίας, δυο βδομάδες παρακολούθησης και τώρα η ώρα της σύλληψης: τους κατάλαβε μόνο όταν τον έπιασαν ο ένας από το δεξί χέρι κι ο άλλος από το αριστερό, βγάζοντάς του τα από τις τσέπες και ζητώντας του ευγενικά να τους ακολουθήσει. Τότε θυμήθηκε ότι πριν πέντε μέρες είχε πάρει το μάτι του τον έναν από τους δύο και ότι είχε πλάσει στο μυαλό του μια ολόκληρη ιστορία γύρω από αυτόν και το ανήσυχο βλέμμα του. Η ιστορία που είχε πλάσει είχε προφανώς βασιστεί σε λανθασμένη ερμηνεία της ανησυχίας του, αλλά όπως και να 'χε ήταν μια ιστορία που τον είχε αφήσει σχετικά ικανοποιημένο και με ένα αίσθημα ημιτελούς ευφορίας.
Αυτά σκεφτόταν καθώς τον έβαζαν στο αυτοκίνητο. Μετά άρχισε να ανησυχεί εκείνος, καθώς όπως φοβήθηκε τον οδήγησαν στο κρατητήριο.
Την επόμενη μέρα η δίκη του ήταν από τις πιο σύντομες σε διάρκεια. Ο δικηγόρος που του είχαν ορίσει δεν φάνηκε ιδιαίτερα ικανός, αλλά η αλήθεια είναι ότι ακόμη και ο ικανότερος δικηγόρος λίγα περιθώρια αντίδρασης θα είχε ενόψει του αποδεικτικού υλικού: οι αναλυτικές καταθέσεις των μαρτύρων συνοδεύονταν από προβολή βίντεο από τους περιπάτους του και από κρυφή κάμερα, που είχε μπει απέναντι από το γραφείο του δείχνοντάς τον να παίζει με το στυλό του ή να κοιτά στο πουθενά. Την χαριστική βολή την έδωσε ο ίδιος στον εαυτό του, καθώς ο δικαστής χρειάστηκε να φωνάξει δύο φορές το όνομά του για να σηκωθεί να απολογηθεί. Την πρώτη -αφηρημένος- δεν την είχε ακούσει.
Την καταδίκη του ακολούθησε η άμεση μεταφορά του για την έκτιση της ποινής του. Λίγες ώρες αργότερα βρισκόταν στοιβαγμένος σε ένα βαγόνι τρένου. Σχεδόν δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, καθώς το βαγόνι (και το τρένο ολόκληρο) ήταν γεμάτο με ανθρώπους σαν αυτόν.
Το τρένο ταξίδευε επί ώρες. Όταν επιτέλους έφτασε στον προορισμό του, οι συνοδοί τους τους έβγαλαν και τους οδήγησαν σε έναν χώρο που έμοιαζε με στρατόπεδο.
Και πράγματι στρατόπεδο ήταν, στρατόπεδο αφαίρεσης: εκεί, τόσο αυτός όσο και οι αντιπαραγωγικοί και αντικοινωνικοί όμοιοί του περιφέρονταν αφηρημένοι, χαμένοι στις σκέψεις τους και αδυνατώντας να συγκεντρωθούν σε οτιδήποτε πρακτικό, όπως σε σχέδια υποβολής εφέσεως κατά της ποινής τους ή έστω σε κάποια σχέδια απόδρασης.
Αν στον έξω κόσμο ήταν υποχρεωμένοι να συγκεντρώνονται που και που για να μπορούν να λειτουργούν, εδώ, χωρίς πια υποχρεώσεις δουλειάς ή οποιουδήποτε άλλου είδους, άρχισαν να αφαιρούνται δίχως γυρισμό.
Λίγους μήνες μετά την λειτουργία τους, τα στρατόπεδα αφαίρεσης είχαν μείνει χωρίς φρουρούς, αφού η παρουσία τους δεν είχε θεωρηθεί άλλο αναγκαία: ονειροπολώντας ακατάπαυστα οι έγκλειστοι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι η πόρτα ήταν πλέον ανοικτή και τα σκυλιά δεμένα.
Όταν εκπρόσωποι ανθρωπιστικών οργανώσεων, μετά από έντονες πιέσεις στην κυβέρνηση, κατόρθωσαν τελικά να επισκεφτούν τα στρατόπεδα αφαίρεσης, διαπίστωσαν με φρίκη πως μέσα στα αφρούρητα στρατόπεδα όλοι οι κρατούμενοι κείτονταν νεκροί.
Μην έχοντας φρουρούς να μεριμνούν για την τροφή τους, είχαν όλοι τους πεθάνει από ασιτία.

Της ασυδοσίας ο χορός

«Και κάτι ακόμη, πιο σοβαρό: ελάχιστα media επιθυμούν πραγματικά να είναι ελεύθερα. Διότι ξέρουν ότι θα φάνε τα μούτρα τους. Ανήκουν σε έναν τόσο πυκνό πλόκαμο από συμφέροντα, φιλίες και συνέργειες, που μια καταγγελία να κάνουν, αργά ή γρήγορα θα πέσουν πάνω στα συνεταιράκια τους. Οπότε προτιμούν τη σιωπή. Με τον μανδύα τής αξιοπρέπειας. Και με την κοτοπουλίσια ανοχή ολόκληρου του δημοσιογραφικού κόσμου. Επαναλαμβάνω: ολόκληρου. Και ως ανοχή, τη χειρότερη, θεωρώ και την αυτολογοκρισία.... Αν υπολείπεται ορμή και πίστη σε ορισμένους ώστε να καταγγείλουν την εκκωφαντική ομερτά του δημόσιου βίου, ας ξεκινήσουν από το κεφάλι και μετά χτυπάνε και τα νύχια. Κι αν είναι αληθινά μάγκες, ας δούνε πρώτα τα του οίκου τους».
~~~

Κυριακή, Δεκεμβρίου 16, 2007

Μέχρι Μειδιάματος

Στους τελευταίους τηλεοπτικούς «Πρωταγωνιστές» του Σταύρου Θεοδωράκη (ο οποίος έχει το χάρισμα να κοιτάζει εκεί όπου το σύνηθες δημοσιογραφικό βλέμμα μένει από αδιάφορο έως τυφλό), ένας σχετικά νεαρός καλόγερος στο Άγιο Όρος, στην ερώτηση αν είναι κακό για έναν μοναχό να γελάει, απαντά ότι -όπως έχει διδαχθεί- το σωστό είναι «μέχρι μειδιάματος»: να χαμογελάει επιτρέπεται, αλλά όχι να ξεκαρδίζεται, όχι να χαχανίζει.
Από τον Θεό δεν σε απομακρύνει μόνο το σεξ, από τον Θεό σε απομακρύνει και το γέλιο, από τον Θεό σε απομακρύνει η χαρά, η απόλαυση, η ζωή (το προπατορικό αμάρτημα όλων μας) και όσο δεν αντιστεκόμαστε στην ζωή (στην αμαρτία της ζωής), όσο δεν την απωθούμε, όσο δεν την απεχθανόμαστε, όσο μας οδηγεί το ωφελιμιστικό κυνήγι των ηδονών, όσο εξακολουθούμε πεισματικά να γελάμε και να γαμάμε, θα συνεχίσουμε να καταστρέφουμε το περιβάλλον: «Οι πολιτισμοί δεν προκύπτουν από την εμπέδωση (ή την επιβολή) «ιδεωδών», «αξιών», «υψηλών στόχων», γεννιούνται από τις ανάγκες: ποια είναι πρώτη μας ανάγκη, ποια δεύτερη. Θα προστατέψουμε αποτελεσματικά τη φύση όταν πρώτη κοινή μας ανάγκη και χαρά θα είναι ο σεβασμός της φύσης*, η σχέση με τη φύση*, όχι η υποταγή της στις εγωκεντρικές μας ορέξεις, όχι η κατανάλωση της φύσης**».
* Εξαιρείται ρητά η ανθρώπινη.
** Συμπεριλαμβάνεται αυτονόητα και η ανθρώπινη, η οποία δεν πρέπει να καταναλίσκεται: μέχρι στύσεως, μέχρι μειδιάματος.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 15, 2007

Το μαύρο κασκώλ

Ζευγάρι τουριστών στο μετρό. Πανύψηλος, πανύψηλη, ξανθός, ξανθή, ψιλοάχαρος, ψιλοάχαρη, όρθιος, όρθια. Ακουμπισμένες δίπλα τους βαλίτσες. Εκείνος φοράει ένα μαύρο κασκώλ. Εκείνη παίζει με το μαύρο κασκώλ του. Το κάνει κόμπο, το τυλίγει, το ξετυλίγει. Τον κρατάει απ' το κασκώλ και φιλιούνται. Εκείνος το βγάζει, της το φοράει, το κάνει κόμπο, το τυλίγει, το ξετυλίγει. Την κρατάει απ΄το κασκώλ και φιλιούνται.
Ένα μαύρο κασκώλ αλλάζει εναλλάξ λαιμούς και ενώνει δυο πρόσωπα, ένα μαύρο κασκώλ παύει να είναι ένα απλό κασκώλ και μετατρέπεται σε αντικείμενο μαγείας, μαγείας όχι μαύρης αλλά μαγείας ερωτικής, μαγείας έρωτα προδήλως φρέσκου, έρωτα που ακόμη μπουσουλά και μαζί του στρέφει ο μπούσουλας (ή το βαγόνι;) κι εκείνοι που φιλιούνται (ή εκείνοι που τους βλέπουν;), μακάρι τώρα να τους βλέπεις κι εσύ, μακάρι τώρα να στρέφεις κι εσύ μαζί τους, μακάρι να είχαν αυτή τη δύναμη οι λέξεις, τη δύναμη του αποπροσανατολισμού, τη δύναμη της μεταμόρφωσης ενός υλικού αντικειμένου που σε προφυλάσσει απ' το κρύο, σε ένα συμβολικό αντικείμενο που όχι μόνο δεν σε προφυλάσσει αλλά σε εκθέτει ανηλεώς στον έρωτα.
Τώρα θα βρίσκονται στο δωμάτιο του ξενοδοχείου τους, ανύποπτοι για το ότι το μικρό παιχνίδι του έρωτά τους έγινε μόλις ποστ σε μία ξένη γλώσσα.
Αλλά η δική τους γλώσσα δεν χρειαζόταν μεταφραστή, αφού δεν έπαιξαν με το κασκώλ στα σκανδιναβικά ούτε φιλήθηκαν στα σκανδιναβικά.
Το μαύρο κασκώλ τους ακουμπισμένο αυτή τη στιγμή σε κάποια καρέκλα, ενώ αυτοί κοιμούνται. Σε μερικούς μήνες ή σε μερικά χρόνια θα ξαναγίνει ένα απλό μάλλινο κασκώλ.
Εδώ βέβαια οι λέξεις θα μπορούσαν να πάρουν ρεβάνς από τον έρωτα: εάν μεν είναι άξιες, θα ξεθυμάνουν αργότερα, με αποτέλεσμα το μαύρο κασκώλ να εξακολουθήσει να μυρίζει έρωτα και μετά την ημερομηνία λήξης του συγκεκριμένου έρωτα - αφορμή, αν πάλι είναι ανάξιες, τότε το κασκώλ από την αρχή δεν είχε μεταβάλλει υπόσταση στα χέρια τους, οπότε ο χρόνος δεν τους επιφυλάσσει την στάνταρ απομάγευση του έρωτα.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 13, 2007

Μυστικά και Αίματα

Ένας ηθοποιός συλλαμβάνεται με κοκαϊνη κι όλοι μιλούν για το μυστικό του που ήρθε στην φόρα. Αλλά ας αφήσουμε κατά μέρος θέματα όπως το διπλό μαχαίρι της επωνυμίας, η αντιδιαστολή της χθεσινής λαχτάρας για φήμη με την σημερινή επιθυμία για σιωπή, ας αφήσουμε κατά μέρος ό,τι άπτεται δεδομένων λιγότερο ή περισσότερο προσωπικών, λιγότερο ή περισσότερο ευαίσθητων, ας αφήσουμε κατά μέρος το συγκεκριμένο μυστικό κι ας μιλήσουμε για αυτά καθαυτά τα μυστικά.
Θα σου πω ένα μυστικό αναγνώστη, αλλά μην το πεις πουθενά: «μυστικό» ονομάζεται ακριβώς εκείνο το οποίο μένει κάποια στιγμή να φανερωθεί, «μυστικό» ονομάζεται ακριβώς εκείνο που θέλει να πάψει να είναι μυστικό.
Το μυστικό ζει κι αναπνέει για να ειπωθεί, να διαρρεύσει, να βγει στο φως. Το μυστικό παλεύει διαρκώς με τη φύση του, φλερτάρει διαρκώς με την αποκάλυψή του. Ένα μυστικό που μένει μυστικό είναι ένα μυστικό ματαιωμένο, ένα μυστικό ανολοκλήρωτο, ένα μυστικό λειψό, ένα μη μυστικό.
Δες την εμβληματική φιγούρα του Τζακ Μπάουερ στο «24»: εικοσιτετράωρα ολόκληρα βασανίζει προκειμένου να αποσπάσει φοβερά και τρομερά μυστικά.
Ο Ουμπέρτο Έκο γράφει στο «Εκκρεμές του Φουκώ»: «Ο αληθινός μυημένος είναι αυτός που ξέρει ότι το ισχυρότερο μυστικό είναι ένα μυστικό χωρίς περιεχόμενο, διότι κανένας εχθρός δεν θα καταφέρει να τον κάνει να ομολογήσει και κανένας πιστός δεν θα καταφέρει να του το αποσπάσει».
Έγραψε όμως το βιβλίο του κάποια χρόνια πριν αρχίσουν να προβάλλονται τα «24». Ειδάλλως, αν τα είχε δει, θα ήξερε ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει κι ότι ο Τζακ μπορεί να αναγκάσει να ομολογήσουν ακόμη και εκείνους που έχουν μυστικά χωρίς περιεχόμενο.
Μεταφερόμαστε τώρα κατ΄ αποκλειστικότητα στα όνειρα του Τζακ Μπάουερ, όπου βλέπει ότι επιτέλους βρίσκεται και στις δύο θέσεις όπου έχει θητεύσει και διαπρέψει. Βασανιστής και βασανιζόμενος ταυτόχρονα. Ασφαλώς και δεν πρόκειται για εφιάλτη. Για υγρό όνειρο καθόλου δεν αποκλείεται. Έχει δέσει τον εαυτό του σε μια καρέκλα και του κάνει τα πιο άγρια βασανιστήρια. Η ηδονή του είναι διπλή, ο πόνος του διπλός. Σαδιστής και μαζοχιστής μαζί, επιφέρει ακρότατο πόνο και νιώθει ακρότατο πόνο. Θα καταφέρει ο Τζακ να λυγίσει τον Μπάουερ και να ομολογήσει ότι δεν είναι οι βασανισμοί το αγιασμένο μέσο για να αποσπάσει τα μυστικά, αλλά το αδυσώπητο κυνήγι των μυστικών το αγιασμένο μέσο για να βασανίσει;
Όσο για το «24» δεν κρύβει κανένα μυστικό. Όλα φανερά τα κάνει: καλοί και κακοί μπορεί να διαφοροποιούνται στους σκοπούς, ταυτίζονται όμως στον τρόπο επιδίωξής τους: τα βασανιστήρια απενοχοποιούνται και υμνούνται ως ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να φτάσεις στην αλήθεια. Αν ήξερες ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον πολιτισμό και την βαρβαρότητα είναι η γραμμή του θαλάμου των βασανιστηρίων, καλό είναι να ξεχάσεις αυτά που ήξερες.
Στις μεθεπόμενες προεδρικές εκλογές στηρίζουμε την υποψηφιότητα του Κίφερ Σάντερλαντ.
(Κείμενο γραμμένο για το «Exodos»)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 12, 2007

Κονγκράτς

Θερμά συγχαρητήρια στην ΕΣΗΕΑ για την στρατηγικά οξυδερκέστατη απόφασή της να απεργήσει σήμερα Τετάρτη αντί κάποιας άλλης μέρας. Η μη κάλυψη των απεργιακών κινητοποιήσεων σήμερα από τηλεόραση, ραδιόφωνο και ίντερνετ και αύριο από εφημερίδες συνιστά αναμφίβολα ισχυρό ανάχωμα στην ασφαλιστική πολιτική της κυβέρνησης, κατά της οποίας ο Έλληνας δημοσιογράφος αντιστέκεται απεργώντας.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2007

Ενόψει των Συνθηκών

Ο Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας εντοπίζει παραδείγματα προς μίμηση, προτρέποντας τους γονείς να αφήσουν τα κορίτσια τους να μετατραπούν σε άντρες για το μεγαλείο του έθνους, ενώ ένας άλλος Υφυπουργός, ο Εξωτερικών Κασσίμης, στην χθεσινή εκπομπή του Ευαγγελάτου, όταν τον ρωτούν αν πιστεύει την εξήγηση Μαγγίνα περί φιλοξενίας της οικογένειας των Ινδών, απαντά χαμογελώντας και με βλέμμα τσακίρικο, απαντά υπαινισσόμενος με την γλώσσα των ματιών και του προσώπου, όχι μόνο ότι το «σε κοροϊδεύω μες στα μούτρα σου» είναι αναπόσπαστο μέρος του πολιτικού παιχνιδιού, αλλά ότι μέρος του παιχνιδιού είναι και το «το απολαμβάνω που σε κοροϊδεύω μες τα μούτρα σου», «απολαμβάνω γιατί μπορώ να το κάνω χωρίς να έχω συνέπειες», «απολαμβάνω γιατί μπορούσα, μπορώ και θα μπορώ να το κάνω, ανθρωπάκι ψηφοφόρε μου, εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν».
Υπάρχει ένα νήμα που συνδέει την τόσο μα τόσο σύντομη παλλινόστηση της Κατερίνας και του Κώστα με την εξωφρενική δικαιολογία Μαγγίνα και το ελεεινό χαμόγελο Κασσίμη.
Είναι ίσως το νήμα με το μπροστινό αυτοκίνητο, που αφού ξεπαρκάρισε, έκανε σήμερα αναστροφή πορείας διακόπτοντας την κίνηση και στα δύο ρεύματα κυκλοφορίας: τα πήρα γιατί θα μπορούσε να προχωρήσει πενήντα μέτρα και να κάνει γύρο την πλατεία για να μπει στο άλλο ρεύμα, τα πήρα όχι γιατί παρανόμησε, ούτε γιατί έκοψε δρόμο, τα πήρα γιατί το κόψιμο δρόμου ήταν ενόψει των συνθηκών υπερβολικό.
Το να κόβεις δρόμο στη ντόπα, στην μη ομολογία όταν πιάνεσαι, στο να απασχολείς ανασφάλιστους εργάτες την ώρα που ρυθμίζεις το ασφαλιστικό, στην μη ομολογία όταν πιάνεσαι, στο να βολεύεις τα παιδιά σου στο δημόσιο, στην μη ομολογία όταν πιάνεσαι, ασφαλώς δεν λογίζεται ως κάτι ηθικά μεμπτό, αλλά δεν λογίζεται καν ως μαγκιά.
Το να κόβεις δρόμο λογίζεται και είναι αυτονόητο, λογίζεται και είναι τρόπος ζωής, λογίζεται και είναι ο βασικός άγραφος κανόνας που διέπει την -εν τέλει αυτορυθμιζόμενη- ελληνική κοινωνία οριζόντια, κάθετα, διαγώνια, ξανά οριζόντια και ξανά κάθετα.
Εγώ να δεις τι δρόμους έχω κόψει, εγώ που ειρωνεύομαι Μαγγίνες, Κασσίμηδες και Πλακιωτάκηδες.
Αλλά αυτό κάνουμε όλοι: τα ρίχνουμε στη γενικευμένη διαφθορά ως άλλοθι για την ατομική μας.
Τέλος πάντων, με αυτά και με αυτά, η πατρίδα θα συνεχίσει να πηγαίνει μπροστά, με τα χρυσά της μετάλλια και τους αλλοδαπούς που θα χτίσουν μαύρα τις καινούριες γειτονιές μας.
Κι όσο για την αγανάκτηση του μέσου αδιάφθορου Έλληνα, υπάρχει το βράδυ κι ο Λαζόπουλος.
Σε εκπροσωπεί έτσι στη θεσμική διαφθορά ο βουλευτής που θα βάλει το παιδί του (και ελπίζεις και το δικό σου) στο δημόσιο,
στην τηλεοπτική καταγγελία της διαφθοράς των ισχυρών ο Μάκης χθες κι ο Λάκης σήμερα
και στην ιστολογική καταγγελία της δικής μου (και ίσως και δικής σου) διαφθοράς εγώ χθες, κάποιος άλλος σήμερα.

Undercover Eμπειρογνώμονες

1.
«Οι Ινδοί που παραμελούν τους ηλικιωμένους γονείς τους κινδυνεύουν να καταλήξουν στη φυλακή, βάσει ενός νέου νόμου που εγκρίθηκε στην πολυπληθή αυτή ασιατική χώρα. Η νομοθεσία αυτή αντανακλά την ανησυχία των πολιτικών για το γεγονός ότι ο εκμοντερνισμός της Ινδίας τείνει να υποσκάψει την παραδοσιακή μορφή της πολυμελούς οικογένειας, η οποία είναι επί αιώνες ενταγμένη στον κοινωνικό ιστό. «Τουλάχιστον τώρα οι ηλικιωμένοι μπορούν να έχουν μία στέγη πάνω από το κεφάλι τους και φαγητό», δήλωσε ο Γικάν Πρακάς Πιλάνια, ένας ινδουιστής εθνικιστής βουλευτής. Ο νέος νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης έως ενός μήνα για τους Ινδούς που παραμελούν τους ηλικιωμένους γονείς τους και ακόμα επιτρέπει στις αρχές να επιβάλουν σε παιδιά ή στενούς συγγενείς να πληρώνουν ένα μηνιαίο επίδομα για τη συντήρηση των ατόμων της τρίτης ηλικίας».
2.
«Η οικογένεια αλλοδαπών που φέρονται ως ανασφάλιστοι, εργαζόμενοι στο σπίτι του Υπουργού Απασχόλησης στο Κορωπί είναι φιλοξενούμενοι, δηλώνει τη Δευτέρα ο ίδιος ο Β. Μαγγίνας απαντώντας στα σχετικά δημοσιεύματα. Συγκεκριμένα, ο κ. Μαγγίνας τόνισε: «Δεν απασχολώ ασφαλισμένους ή ανασφάλιστους αλλοδαπούς ή ημεδαπούς εργαζόμενους. Σε προκατασκευασμένο από δεκαετίας και πλέον σπίτι -που δεν είναι η κύρια κατοικία μου- στο Κορωπί, στεγάζεται δωρεάν, φιλοξενούμενο, ένα ζευγάρι Ινδών (ο κ. Σόνο Κουνάρ με τη σύζυγό του και τα τρία μικρά τους παιδιά).»
3.
Απομένουν προς διερεύνηση:
1) Αν ο Βασίλης Μαγγίνας απλώς στεγάζει δωρεάν το ανωτέρω ζευγάρι ή αν ενόψει του νεοψηφισθέντος νόμου τούς παρέχει το μηνιαίο επίδομα, προκειμένου αυτοί να το εμβάσουν με τη σειρά τους στους γονείς τους, ούτως ώστε να μην διωχθούν ποινικά για παραμέλησή τους. Ειδάλλως η φιλοξενία του θα αποδειχθεί δώρον - άδωρον, καθώς δεν θα μπορούν να επιστρέψουν ποτέ στην πατρίδα τους χωρίς να συλληφθούν και θα είναι κρίμα αφού τους παρέχει το μείζον (δωρεάν στέγη) να μην τους παρέχει το έλασσον, ήτοι ένα ψωροεπίδομα που με την διαφορά ισοτιμίας των νομισμάτων των δύο κρατών πρέπει να είναι αμελητέο ακόμα και για τα εξ αντικειμένου στριμωγμένα οικονομικά ενός υπουργού και βουλευτή.
2) Αν ο βουλευτής Γικάν Πρακάς Πιλάνια έχει έρθει σε επαφή με Έλληνες ομολόγους του και στην πραγματικότητα οι Ινδοί μουσαφιραίοι του Υπουργού Απασχόλησης δεν είναι παρά undercover εμπειρογνωμόνες που θα προτείνουν πρωτότυπες ινδικές νομικές ρυθμίσεις προς επίλυση του ασφαλιστικού (όπως το υποχρεωτικό χαρτζηλίκωμα των γερόντων από τα παιδιά τους), καθώς εκτιμάται ότι η λαίλαπα του εκμοντερνισμού - εκδυτικισμού απειλεί εξίσου τον ινδικό και τον ελληνικό κοινωνικό ιστό.
3) Αν θα ήταν ίσως προτιμότερο ο Μαγγίνας να είχε διορίσει την οικογένεια των Ινδών στο δημόσιο και να στέγαζε δωρεάν στο από δεκαετίας λυόμενο του Κορωπιού (γνωστό και ως «ένα κωλοπροκάτ») τα παιδιά του.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 10, 2007

Για να τη ζήσεις

Δηλαδή -για να πούμε πράγματα που δεν έχει ξαναπεί ποτέ κανένας- κάπως έτσι πρέπει να έχει τελικά το θέμα:
1) Υπάρχει αυτό που συμβαίνει (και που θεωρητικά τουλάχιστον συμβαίνει ανεξάρτητα από σένα), αυτό που θα μπορούσε κανείς να το ονομάσει, με μια δισύλλαβη λέξη που έρχεται πρόχειρα στο νου, ως «ζωή».
2) Υπάρχουν μετά οι σκέψεις σου πάνω σε αυτό που συμβαίνει, αυτό που θα μπορούσε κανείς να το ονομάσει, με μια δισύλλαβη λέξη που έρχεται πρόχειρα στο νου, ως «σκέψη».
3) Υπάρχει τέλος η ανάγκη να μπουν αυτές οι σκέψεις πάνω στη ζωή σε μια τάξη (αν όχι για άλλο λόγο, για να καταλάβεις εσύ καλύτερα) και η θέση των σκέψεων σε μια τάξη δεν έχει άλλο τρόπο παρά τη διαδικασία που θα μπορούσε κανείς να την ονομάσει, με μια δισύλλαβη λέξη που έρχεται πρόχειρα στο νου, ως «γραφή».
Αν όμως μια ζωή που την σκέφτεσαι είναι ποιοτικά άλλο μέγεθος από μια ζωή που περνά χωρίς να την σκέφτεσαι, κατά λογική συνέπεια μια ζωή που την γράφεις είναι ποιοτικά άλλο μέγεθος από μια ζωή που την σκέφτεσαι χωρίς να τη γράφεις.
Γιατί γράφοντας δεν διεκδικείς μόνο την διαύγεια που οι μη καταγεγραμμένες σκέψεις συχνά χάνουν, αλλά γράφοντας ξεκινάς από τις τρεις σκέψεις που είχες ήδη κάνει και διαπιστώνεις ότι ξαφνικά οι τρεις σκέψεις γεννούν άλλες τρεις κι αυτές με τη σειρά τους άλλες τρεις, μέχρι να καταλήξεις στο τέλος σε σκέψεις που ούτε είχες σκεφτεί ποτέ ότι θα σκεφτόσουν.
Κι έτσι αρχίζει σιγά σιγά να σχηματίζεται ένα κείμενο.
Που -με βάση τα παραπάνω εξόχως πρωτότυπα- στην τελική κι επεξεργασμένη του μορφή δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα κομμάτι ζωής το οποίο έχει κατανοηθεί, δομηθεί και εξηγηθεί με τον καλύτερο δυνατό (βάσει πάντα των αντιληπτικών και ερμηνευτικών σου δυνατοτήτων) τρόπο.
Δηλαδή ας μπει οριστικά ένα τέλος (που σιγά μην μπει, αφού η δύναμη των κλισέ είναι κολοσσιαία, καθώς η στερεοτυπική σκέψη εφησυχάζει τον φοβισμένο χρήστη) σε ψευτοδιλήμματα του στυλ «ζεις ή γράφεις;», «πρώτα ζεις και μετά γράφεις;».
Τι απροσμέτρητες μαλακίες είναι αυτές;
Ζωή που δεν κάθεται να γίνει λέξεις είναι ζωή χαμένη, ζωή μη εξερευνημένη, ζωή μη ζησμένη.
Κι αν για κάτι μετανοιώνεις στη ζωή σου είναι που ξεκίνησες τόσο αργά να γράφεις, για όλα δηλαδή τα ατελείωτα χρόνια που έμειναν άγραφα και τώρα πάνε πέταξαν.
Κι αν κάτι σε τρομοκρατεί είναι ότι όπως πέρασες μια ζωή όπου δεν έγραφες, έτσι κάλλιστα θα μπορούσες να είχες περάσει και το υπόλοιπό της,
γιατί τίποτα δεν είναι πιο μυστήριο από μια κλίση που είχε μείνει κρυφή.
γιατί τίποτα δεν είναι πιο τρομακτικό από το ότι στη ζωή ακόμη και οι βαθύτερες των αναγκών ενδέχεται να εξαρτάται από ένα συμπτωματικό γεγονός αν θα έρθουν ποτέ στην επιφάνεια ή αν θα μείνουν για πάντα άδηλες.
Αρχικά δηλαδή σκέφτομαι «πώς γίνεται;» και στη συνέχεια τώρα γράφω «πώς γίνεται;»: πώς γίνεται να μην έγραφα πάντα;
Τόσο συμπτωματικά είναι όλα;
Τόσο τυχαία;
Τόσο χύμα;
Τόσο δίχως νόημα κι αιτία;
Τα χρόνια που χάθηκαν, οι σκέψεις που χάθηκαν, τα κείμενα που χάθηκαν.
Μην αφήνεις τη δική σου ζωή να χαθεί.
Έχεις μπλογκ.
Γράψε την για να τη ζήσεις.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007

Γιατί γελούσε;

Ήταν χρόνια μαζί, χρόνια που ζούσαν μαζί, έτρωγαν μαζί, κοιμόντουσαν μαζί, ξυπνούσαν μαζί.
Αν και του έλεγε ψέμματα.
Αν και τον παραπλανούσε.
Αν και προσποιούταν ότι ξυπνούσε μαζί του.
Ενώ πολλές φορές -πάρα πολλές φορές- ξυπνούσε πριν από εκείνον.
Ακριβώς δηλαδή τις φορές αυτές που όταν εκείνος ξυπνούσε, ξυπνούσε γελώντας, γελώντας χωρίς να ξέρει γιατί.
Πίστευε ότι γελούσε επειδή απλά ήταν ευτυχισμένος μαζί της.
Απλά. Τι πάει να πει απλά;
Ενώ εκείνη φρόντιζε.
Φρόντιζε για το γέλιο του ξυπνώντας πρώτη.
Και σηκωνόταν -αθόρυβα και προσεκτικά για να μην την ακούσει-, έπαιρνε τα σύνεργά της και έβγαινε στο μπαλκόνι, είτε χειμώνας ήταν είτε καλοκαίρι.
Περίμενε τον ήλιο να χαράξει και μόλις χάραζε επιδιδόταν στο έργο της, με τα πλαστικά της γάντια, τα πανιά της και τα άζαξ της.
Μόλις τελείωνε, ξαναξάπλωνε αγχωμένη μην την πάρει χαμπάρι.
Δεν την έπαιρνε.
Και μετά από ώρα ξυπνούσε γελώντας.
Γιατί γελούσε;
Αυγά του καθάριζαν;
Όχι· αυγές.
Του καθάριζε αυγές κι αυτός γελούσε νομίζοντας ότι η ευτυχία έρχεται από μόνη της.
Ενώ ευτυχία είναι να έχεις κάποιον, που όχι μόνον σου καθαρίζει τις αυγές σου, αλλά δεν στο λέει κιόλας, έτσι ώστε να νομίζεις ότι οι αυγές είναι καθαρές από μόνες τους.
Δίχως την πολυτέλεια των καθαρών πρωινών θα ήταν ένας άλλος.
Από αρκετά έως πολύ άλλος. Και σίγουρα ένας χειρότερος άλλος.
Κι αυτό δεν μπορούσε να το κατανοήσει ούτε ο ίδιος.
Μόνο όταν πέθανε πριν απ΄αυτόν, μόνο όταν έπαψαν να ξυπνούν μαζί, μόνο όταν οι αυγές του πια βρωμούσαν, βρωμούσαν απώλεια και στέρηση, μόνο τότε κάτι άρχισε να χαμπαριάζει.
Ήταν πια αργά; Όχι, δεν ήταν. Όλα είχαν γίνει όπως έπρεπε να έχουν γίνει.
Αφού εκείνη είχε φροντίσει εγκαίρως να του παρέχει μια ζωή καθαρισμένων αυγών.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 07, 2007

Σχεδόν Πενήντα Δύο

Έπινε στο μπαρ μόνος. Η ώρα κόντευε δώδεκα κι αυτός πενήντα δύο. Το ραντεβού ήταν «κατά τις έντεκα» κι αυτή τριάντα δύο. Έτσι του 'χε πει τουλάχιστον, ταυτότητα δεν είχε δει (αν και είχε μπει στο πειρασμό λίγα βράδια πριν, την ώρα που είχε πάει στο μπάνιο για να κάνει ντουζ). Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Τι ώρα θα ερχόταν; Ήταν εργάσιμη αύριο. Τι διάολο, μόνο εκείνος δούλευε;
Αφού έπινε μόνος δεν είχε άλλη επιλογή από το να σκέφτεται μόνος. Όχι δηλαδή ότι δεν σκεφτόταν μόνος πολλές φορές και ανάμεσα σε κόσμο, ενώ του μιλούσαν, στη δουλειά, με την μάνα του, με φίλους ή με γκόμενες. Αυτό το 'χε πάντα. Το 'χε τόσο που είχε καταλήξει οριστικά και αμετάκλητα ότι όσο περισσότερο σκέφτεται κανείς τόσο λιγότερο αθώος γίνεται. Αν όλοι γεννιόμαστε με ένα συγκεκριμένο απόθεμα αθωότητας μέσα μας και μεγαλώνοντας αρχίζουμε να το ελαττώνουμε, πίστευε πως όσοι σκέφτονται υπερβολικά το ελαττώνουν μέχρι εξαντλήσεως· όχι απαραίτητα με την έννοια της αδιαφορίας για τον άλλο· αλλά ίσως με την έννοια ότι ακόμη και η ευαισθησία προς τον άλλο, προς τα συναισθήματα και τις ανάγκες του, δεν είναι αγνή ευαισθησία, αλλά επεξεργασμένη· προϊόν σκέψεως· τρόπον τινά ευαισθησία σχετικά αποστασιοποιημένη· κλινική· όχι, λάθος λέξη, όχι ακριβώς κλινική· δεν ήξερε πώς ακριβώς να το ορίσει. Νά που χανόταν πάλι σε ανούσιους λαβυρίνθους εννοιών, ονομασιών, εξετάσεως των πραγμάτων και της ζωής σαν να ΄ταν πείραμα στο εργαστήριο.
Σκατά.
Θα ΄ρχοταν καμιά στιγμή; Παρήγγειλε ήδη το τρίτο ποτό και δεν γούσταρε να πίνει μόνος του. Τι νόημα είχε; Τουλάχιστον αν πίνοντας χαλάρωνε, το θέμα ήταν να έχει κάποια συγκεκριμένα πρακτικά οφέλη από τη χαλαρότητά του, όπως το να ορμά ευκολότερα στη συνοδό του.
Σε έναν μήνα πενήντα δύο. Με πέτσινο μπουφάν και μακρύ μαλλί, πουρό που νεάνιζε, με τα γυμναστήριά του και τα εξτρίμ σπορ του, πουρό που γκομένιζε, στην ηλικία του ρε πούστη, τι ξεφτίλα.
Τίποτα δεν τον είχε απωθήσει στο παρελθόν, όσο αυτή η συγκεκριμένη προβολή του εαυτού του στο μέλλον: μόνος να πίνει στα πενήντα τόσα του σε ένα μπαρ.
Τίποτα δεν τον είχε τρομοκρατήσει στο παρελθόν, όσο ο γάμος τις δυο φορές που έφτασε στα πρόθυρά του: όσο απωθητική κι αν ήταν η προβολή των πενηντατόσων δεν έπαυε να είναι (τότε) μελλοντική, ενώ ο πανικός του γάμου (τότε) άμεσος και σωματικά εκδηλούμενος με ξαφνικούς έντονους πονοκεφάλους.
Δεν είχε παντρευτεί γιατί θα αδυνατούσε να μείνει πιστός σε οποιαδήποτε γυναίκα. Αλλά τώρα, με την ημιμεθυσμένη σοφία των σχεδόν πενήντα δύο, χαμογέλασε σκεφτόμενος ότι αν μη τι άλλο, αν απατούσε το ερωτικό παιχνίδι θα είχε ένα βάρος, το βάρος της ενοχής, μια δραματικότητα, την δραματικότητα της διακύβευσης, ενώ τώρα αντί για βάρος και δραματικότητα, το ερωτικό παιχνίδι τού έδινε ολοένα και περισσότερο την εντύπωση της σάχλας και της γελοιότητας.
Πλήρωσε, σηκώθηκε κι έφυγε. Ας ερχόταν να πιει μόνη της, αφού δεν τον είχε ειδοποιήσει ότι θα αργούσε τόσο. Στ΄αρχίδια του πια. Φόρεσε το πέτσινό του και βγήκε στον κρύο αέρα. Την είδε που ερχόταν βιαστική.
Βαμμένη, νέα, φρέσκια, μοσχομυριστή, στ' αρχίδια του κι η σάχλα, στ΄αρχίδια του και η γελοιότητα: το μόνο που της ζήτησε ήταν να πάνε στο διπλανό μπαρ και να μην ξαναμπούν σε αυτό από το οποίο μόλις είχε φύγει.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 06, 2007

Κι αν του είπαν

Στην αρχή ήρθε η είδηση: ένας 33χρονος εργάτης λατομείου στη Νότια Κορέα βρέθηκε νεκρός με ένα φλεγόμενο κινητό τηλέφωνο κολλημένο στο στήθος του. Οι γιατροί δήλωσαν ότι όταν εισήχθη στα επείγοντα, το λιωμένο τηλέφωνο ήταν κολλημένο στην αριστερή πλευρά του πουκαμίσου του. Είχε εγκαύματα στο στήθος, κατάγματα στα πλευρά και εσωτερική αιμορραγία. Ως πιθανότερη αιτία θεωρήθηκε η έκρηξη της μπαταρίας του κινητού.
Ύστερα ήρθε η διάψευσή της: ένας συνάδελφός του στο λατομείο παραδέχτηκε στην αστυνομία ότι τον σκότωσε κατά λάθος, όταν έκανε όπισθεν με το όχημά του και τον συνέθλιψε πάνω σε βράχια. Στη συνέχεια εφηύρε την ιστορία με το κινητό για να τη γλιτώσει.
Μεταξύ όμως της είδησης και της διάψευσής της είχαν έρθει σωρός οι απορίες: Ένα κινητό εκρήγνυται. Γιατί; Ε, η μπαταρία θα φταίει. Τι άλλο; Τίποτε άλλο, αφού το μυαλό έχει εκπαιδευτεί να πηγαίνει αυτομάτως στην ύλη και όχι στο πνεύμα. Αλλά γιατί να ευθύνεται η συσκευή και όχι οι πληροφορίες που μετέδωσε; Το μέσο και όχι το μήνυμα; Ποιος μπορούσε να αποκλείσει το κινητό να εξερράγη όχι λόγω ελαττωματικής κατασκευής, αλλά λόγω εκρηκτικών ειδήσεων;
Όχι όμως. Δεν γίνεται. Υπάρχουν και οι νόμοι της φυσικής. Και βάσει αυτών εσωτερική αιμορραγία κι εγκαύματα στο στήθος δεν είναι δυνατόν να έχουν προκληθεί από την πληροφορία μιας προδοσίας, ενός τραγικού συμβάντος ή μιας στιγμής άκρατης ευτυχίας.
Αρνούμαστε εκ προοιμίου στις λέξεις τη δυνατότητα να εκραγούν; Σε λέξεις γραμμένες στην οθόνη του κινητού του ή σε λέξεις, γέλια ή λυγμούς, που ακούει από μια αγαπημένη του φωνή; Με ποιο δικαίωμα; Με ποια ακλόνητη βεβαιότητα, θεμελιωμένη πού άραγε;
Κι αν του είπαν «Σ’ αγαπώ»;
Κι αν του είπαν «Δεν σ’ αγαπώ πια»;
Κι αν του είπαν «Πέθανε»;
Κι αν του είπαν «Γεννήθηκε και είναι αγόρι»;
Γιατί σώνει και καλά η μπαταρία; Ποιος έχει καταστήσει τις μπαταρίες παντοδύναμες; Ποιος έχει αναγνωρίσει στην τεχνολογία δύναμη ζωής και θανάτου πάνω μας; Ποιος μπορεί να αρνηθεί ισοδύναμο δικαίωμα στις λέξεις;
Κάτω απ’ το πουκάμισό του η καρδιά του σβήνει, κι αν το σφάλμα είναι δικό του δείξε καλοσύνη. Ή μη δείξεις καλοσύνη. Δείξε όμως ανυπακοή. Ανυπακοή στις εκ των προτέρων δοσμένες ερμηνείες. Δείξε όμως αμφιβολία. Αμφιβολία στο τι μπορεί να συνέβη:
Ναι, μπορεί να τον σκότωσε ο συνάδελφός του. Ναι, μπορεί να εξερράγη η μπαταρία. Αλλά, ναι, μπορεί και να εξερράγησαν οι λέξεις, με αποτέλεσμα να πάρουν φωτιά το κινητό, το πουκάμισο και τα μέσα του.
(Κείμενο γραμμένο για το «Εxodos»)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 05, 2007

Πλευραίοι, όλη η αλήθεια

Πλευραίοι: απειροελάχιστη μειονότητα αντισημιτών Ελλήνων, που απαντώνται μόνο στους κύκλους της Χρυσής Αυγής και εσχάτως του ΛΑΟΣ.
Εντάξει, υπερβάλλω. Όπως άλλωστε υπερβάλλει και ο Κώστας ο Πλεύρης.
Όλα τα πράγματα -του αντισημιτισμού συμπεριλαμβανομένου- πρέπει να έχουν ένα μέτρο.
Μέτρον άριστον. Τι ελληνικότερον;
Γι' αυτό καθόλου δεν αποκλείεται -τουναντίον πιθανολογείται σφόδρα- το δείγμα Έλληνα που ξινίζει και με τους Εβραίους και με τους Πλευραίους: δυο τέρατα το ένα απέναντι στο άλλο.
Εγώ πάλι ξινίζω με αυτή καθαυτή τη δίκη.
Σίγουρα για λόγους σκοπιμότητας, πιθανότατα και για λόγους αρχών.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2007

Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας

Ο έρωτας στα χρόνια του Χερεμία:
«Πολλά χρόνια πριν, σε μια ερημική παραλία στην Αϊτή, όπου βρίσκονταν ξαπλωμένοι γυμνοί, μετά από έρωτα, ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ είχε αναστενάξει ξαφνικά: «Ποτέ δεν θα γεράσω». Εκείνη το ερμήνευσε σαν μια ηρωϊκή πρόταση αμείλικτου αγώνα ενάντια στις καταστροφές του χρόνου, αλλ' αυτός της το εξήγησε: είχε αποφασίσει αμετάκλητα να αυτοκτονήσει στα εξήντα του χρόνια».
Ο έρωτας στα χρόνια του Φλορεντίνο και της Φερμίνα:
«Δεν την άφησε να βγάλει ούτε τη νυχτικιά της, που είχε φορέσει όταν τα ξημερώματα άρχισε να φυσάει η αύρα κι η βιασύνη του, ίδια με αρχαρίου, της προκάλεσε από συμπόνοια, μια ανατριχίλα. Όμως δεν την ενόχλησε αυτό, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις δεν ήταν εύκολο να διακρίνεις ανάμεσα στη συμπόνοια και τον έρωτα».
Ο έρωτας στα χρόνια της Λεόνα:
«Όταν ήταν πολύ νέα, ένας δυνατός και επιδέξιος άντρας, που ποτέ δεν είδε το πρόσωπό του, την είχε ρίξει ξαφνικά κάτω, στο μόλο, την είχε γυμνώσει χτυπώντας την και της είχε κάνει ένα φρενιασμένο και στιγμιαίο έρωτα. Ριγμένη πάνω στις πέτρες, γεμάτη κοψίματα σ΄όλο της το σώμα, εκείνη θα ήθελε να έμενε εκεί, για πάντα, να πεθάνει από έρωτα στην αγκαλιά του. Δεν είχε δει το πρόσωπό του, δεν είχε ακούσει τη φωνή του, αλλά ήταν σίγουρη πως θα τον αναγνώριζε ανάμεσα σε χιλιάδες, από το σχήμα του και τα μέτρα του και τον τρόπο που έκανε έρωτα. Από τότε, σ΄όλους όσους ήθελαν να την ακούσουν έλεγε: «Αν καμιά φορά ακούσεις για έναν ψηλό και δυνατό τύπο, που βίασε μια φτωχιά μαύρη στο δρόμο του Μόλου των Πνιγμένων, μια δεκαπέντε του Οκτώβρη, στις έντεκα και μισή το βράδυ, πες του πού μπορεί να με βρει».
Ο έρωτας στα χρόνια των χήρων:
«Εξακολουθούσαν να βάζουν το σαπούνι του στο μπάνιο, τη μαξιλαροθήκη με το μονόγραμμά του στο κρεβάτι, το πιάτο και τα μαχαιροπήρουνα στη θέση του στο τραπέζι, για την περίπτωση όπου θα επέστρεφε από τον θάνατο χωρίς να ειδοποιήσει, όπως συνήθιζε να κάνει στη ζωή. Όμως σ' εκείνες τις μοναχικές λειτουργίες συνειδητοποιούσαν σιγά σιγά πως ήταν ξανά κυρίες του εαυτού τους, αφού είχαν παραιτηθεί, όχι μόνο από το οικογενειακό τους όνομα αλλά κι από την ίδια τους την ταυτότητα κι όλα αυτά σε αντάλλαγμα της εξασφάλισης, που δεν ήταν παρά μια ακόμα από τις τόσες ψευδαισθήσεις της νιόπαντρης. Μόνον εκείνες γνώριζαν πόσο ζύγιζε ο άντρας που αγαπούσαν τρελά και που ίσως τις αγαπούσε, αλλά κι ο άντρας που ήταν υποχρεωμένες να νταντεύουν μέχρι την τελευταία τους ανάσα, δίνοντάς του να θηλάσει, αλλάζοντας τις λερωμένες του πάνες, διασκεδάζοντάς τον με μητρικά κόλπα για ν' αλαφρώσουν τον τρόμο του όταν θα 'βγαινε το πρωί έξω ν΄αντιμετωπίσει καταπρόσωπο την πραγματικότητα. Κι ωστόσο όταν τον έβλεπαν να βγαίνει από το σπίτι, παρακινημένος από κείνες τις ίδιες για να κυριέψει τον κόσμο ολόκληρο, τότε αυτές έμεναν με τον φόβο μήπως κι ο άντρας τους δε γυρίσει ξανά πίσω. Αυτό ήταν η ζωή. Ο έρωτας, αν υπήρχε, ήταν άλλο πράγμα: άλλη ζωή».
Ο έρωτας στα χρόνια του Φλορεντίνο και της Φερμίνα:
«Ήταν σαν να είχαν περάσει πάνω από το δύσκολο γολγοθά της συζυγικής ζωής κι είχαν φτάσει χωρίς άλλες περιπέτειες στο κέντρο του έρωτα. Περνούσαν σιωπηλά, σαν δυο γέροι ζεματισμένοι από τη ζωή, πέρα από τις παγίδες του πάθους, πέρα από τις άγριες κοροϊδίες των ψευδαισθήσεων και τους αντικαθρεφτισμούς των παθημάτων τους: πέρα από τον έρωτα. Γιατί είχαν ζήσει αρκετά για να καταλάβουν πως ο έρωτας είναι έρωτας σ΄οποιαδήποτε εποχή και σ΄οποιοδήποτε τόπο, αλλά γινόταν πιο έντονος όταν βρίσκονταν κοντά στο θάνατο».
Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας:
«Ο καπετάνιος άφησε μια πορδή σαν αμαξάς και μ' ένα σινιάλο του χεριού διέταξε τον πιλότο να πάρει στροφή και να γυρίσει στους βάλτους ... Έσπασε με τη μύτη του μαχαιριού τα τέσσερα τηγανητά αυγά και τ΄ανακάτεψε στο πιάτο του με κομμάτια από τηγανητή πράσινη μπανάνα, που έχωνε ολόκληρα στο στόμα του, μασώντας τα με άγρια ευχαρίστηση ... Ενώ εκείνος καταβρόχθιζε την μερίδα με τ΄αυγά, την πιατέλα με τις τηγανητές μπανάνες, την κανάτα με το καφόγαλο, το πλοίο βγήκε από τον κόλπο με σβησμένα καζάνια, άνοιξε δρόμο στις καλαμιές, ανάμεσα σε στρώματα από φύκια, ποταμίσιους λωτούς με μενεξεδένια λουλούδια και μεγάλα φύλλα στο σχήμα της καρδιάς και γύρισε στους βάλτους».
Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας
έγινε από βιβλίο ταινία, και αν δεν έγινε μια αντάξια του βιβλίου ταινία, τουλάχιστον δεν είναι μια ντροπιαστική για το βιβλίο ταινία,
αφού στο πρώτο φιλί του Φλορεντίνο Αρίσα με τη Φερμίνα Δάσα, η κάμερα εστιάζει -σχεδόν κρυφά και ανεπαίσθητα- στο σταφιδιασμένο από το γήρας πρόσωπο του Φλορεντίνο,
αφού τολμά να μας δείξει τα θλιβερά απομεινάρια των βυζιών της Φερμίνα,
αφού, αν μη τι άλλο, αν κάποιος έπρεπε να κινηματογραφήσει τον Φλορεντίνο ήταν ο σκηνοθέτης που κινηματογράφησε την Φιόνα.
Και ίσως στη δεύτερη κηδεία, στην κηδεία της Άντι Μακ Ντάουελ, η τόσο γριά Φιόνα, την ώρα που θα παρηγορεί τον τόσο γέρο Τσαρλς, θα του πει «Τσαρλς, περίμενα αυτή την ευκαιρία περισσότερο από μισό αιώνα, για να σου επαναλάβω τον όρκο της αιώνιας πίστης μου και τον παντοτινό μου έρωτα».
Αλλά, σε αντίθεση με τον Φλορεντίνο, η Φιόνα θα ήταν μάλλον πολύ αξιοπρεπής και πολύ αυτοσαρκαστική για τέτοιου είδους απονενοημένα διαβήματα.
Τσακωμένος με την αξιοπρέπεια, τσακωμένος με τον αυτοσαρκασμό, τσακωμένος με την πραγματικότητα, τσακωμένος με την αλήθεια, ο Φλορεντίνο Αρίσα θα επιλέξει να ζήσει μέσα σε μια φαντασίωση, θα επιλέξει αντί να ματαιωθεί από το ανεκπλήρωτο να το αρδεύσει ως εκεί που δεν παίρνει, προκειμένου να ζήσει μια ζωή μες τον γλυκό πόνο που του προφήτεψαν πως δεν κρατά για μια ζωή, θα επιλέξει να φτάσει τον έρωτα στα όρια της κατάργησής του,
για να τον γιορτάσει ακόμη κι εκεί που καταργείται,
για να τον αποθεώσει ακόμη κι εκεί που γελοιοποιείται,
για να τον αναπνεύσει ακόμη κι εκεί που αποσυντίθεται.
Ο Φλορεντίνο Αρίσα, ένας Σαρλώ του έρωτα, ένας Δον Κιχώτης που στην αιχμή του δόρατός του κυματίζει περήφανα μια κίτρινη σημαία, καθώς το άλογό του βαδίζει πάνω στα βρώμικα νερά του Μαγδαλένα, ως τη Λα Δοράδα και ξανά πίσω, ως τη Λα Δοράδα και ξανά πίσω.