H ντουντούκα
Moυ ζητήθηκε (από την ειδική έκδοση της «Καθημερινής», «Η Ελλάδα το 2008») η εκτίμησή μου για την εξέλιξη των μπλογκ στην Ελλάδα το 2008. Ο ασφαλέστερος τρόπος για να μην κάνεις λάθος εκτιμήσεις είναι να μην κάνεις καθόλου εκτιμήσεις. Ο ασφαλέστερος προφήτης είναι πάντα ο μετά Χριστόν. Και μολονότι όταν γίνονται τέτοιου είδους επισημάνσεις, γίνονται μόνο και μόνο για να προσδώσουν ηρωϊκό χαρακτήρα στη συνέχεια, στο παρά ταύτα («παρά ταύτα θα διακινδυνεύσω να πω τις προβλέψεις μου» και λοιπά και λοιπά), εδώ δεν ακολουθεί παρά ταύτα: δεν θα εκτιμήσω καμία γενική εικόνα.
Αντ΄αυτής θα προτιμήσω τρεις ειδικές εικόνες, προβλέποντας με το νι και με το σίγμα πώς θα εξελιχθούν τρεις συγκεκριμένοι μπλόγκερ μέσα στο 2008. Και η πρόβλεψή μου αυτή αποκλείεται εξ ορισμού να σφάλλει, αφού θα αφορά τρεις μπλόγκερ που δεν υπάρχουν παρά μόνο στο μυαλό μου: ασφαλέστερες προφητείες και από τις μετά Χριστόν είναι οι αυτοεκπληρούμενες.
Μέσα στο 2008 θα φτιάξουν πολλοί και διαφοροι μπλογκ, από τους πολλούς και τους διάφορους, όμως, την προσοχή μου κερδίζουν δυο άντρες και μια γυναίκα: ο μπλόγκερ «Βάσκες», γύρω στα 45, ο μπλόγκερ «Grizzly Man» γύρω στα 25 και η μπλόγκερ «Πακίτα Γκαλιέγο», λίγο πάνω – λίγο κάτω απ’ τα 30.
Του Βάσκες ο πατέρας ήταν λογιστής και λογιστής έγινε κι ο Βάσκες. Αν ο πατέρας του Βάσκες ήταν διαιτητής, διαιτητής θα είχε γίνει κι ο Βάσκες. Αν ο πατέρας του Βάσκες ήταν βουλευτής ή αρχηγός κόμματος, βουλευτής ή αρχηγός κόμματος θα είχε γίνει κι ο Βάσκες. Αν ο πατέρας του Βάσκες ήταν πρόεδρος, αντιπρόεδρος ή γραμματέας κοινωφελούς ιδρύματος, πρόεδρος, αντιπρόεδρος ή γραμματέας κοινωφελούς ιδρύματος θα είχε γίνει κι ο Βάσκες. Αλλά ο πατέρας του Βάσκες ήταν λογιστής.
Απογαλακτισμένος πολιτικά ήδη από την εφηβική ηλικία από τον συντηρητικό πατέρα του, ο Βάσκες έφαγε τα νιάτα του στις μεταπολιτευτικές πορείες, τις διαδηλώσεις, τους αντιαμερικανισμούς. Κάποια στιγμή όμως –πάνε τουλάχιστον δέκα πέντε χρόνια τώρα- ένιωσε βαθύτατα ματαιωμένος, βαθύτατα μαλάκας. Και ιδιώτευσε. Δεν περίσσευε άλλωστε πια εκτός απ’ τη διάθεση και χρόνος. Ο πατέρας του του άφησε το λογιστικό γραφείο στα χέρια του, μετά παντρεύτηκε, μετά έγινε αυτός πατέρας και τώρα ο γιος του είναι τεσσάρων. Ένα βράδυ που του έλεγε παραμύθια για να κοιμηθεί, ξαναξύπνησε μέσα του η θαμμένη επιθυμία να αλλάξει τον κόσμο. Στο παιδί του άξιζε κάτι καλύτερο από αυτόν τον σκατόκοσμο των συμβιβασμών και των εκπτώσεων. Αλλά πώς; Θυμήθηκε τα πρωτοσέλιδα του καλοκαιριού για τις συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα. Ήταν της παλιάς σχολής και θεωρούσε πως τα κομπιούτερ, η τηλεόραση και όλα τα παρεμφερή σε καθηλώνουν στον καναπέ και ότι οι αγώνες δίνονται στους δρόμους και μόνο σε αυτούς. Ωστόσο ας το δοκίμαζε. Ζήτησε από τον βοηθό του (ένα νεαρό, αμίλητο, κατσούφη και διαρκώς σκεφτικό) που είχε ακούσει ότι έχει ήδη μπλογκ να τον μυήσει. Τον μύησε. Δύσκολο στον χειρισμό δεν ήταν. Για μερικές εβδομάδες περιηγούταν στα μπλογκ. Το πήρε απόφαση. Με το νέο χρόνο θα εγκαινίαζε το μπλογκ του. Κι όσο για ιδέες αγώνων – αιτημάτων – διεκδικήσεων είχε ένα σωρό. Αυτοί οι πιτσιρικάδες του φαινόταν ότι είχαν το μέσο και τη δύναμη, αλλά δεν ήξεραν πώς να τα χειριστούν και προς τα πού να τα στρέψουν ώστε να είναι αποτελεσματικά. Τον χρειάζονταν, χρειάζονταν κάτι από την παλιά φλόγα του αγωνιστή.
Ο Grizzly Man δεν έλεγε να πάρει πτυχίο με τίποτα. Όλο το μυαλό του ήταν στο πάθος του. Γυρνούσε περπατώντας μέρα νύχτα τους δρόμους (της πόλης του αρχικά και της Αθήνας όταν ήρθε για σπουδές στη συνέχεια) και φωτογράφιζε ό,τι του έκανε εντύπωση, που ήταν ό,τι δεν έκανε συνήθως εντύπωση στους άλλους. Μετά έπαιρνε τις φωτογραφίες, άλλες τις πείραζε με το φωτοσόπ άλλες όχι, γράφοντας από κάτω τους μικρές ιστορίες. Είχε εκατοντάδες τέτοιες. Με πολύ κόπο και στεναχώρια είχε αναγκαστεί να επιλέξει τις πενήντα καλύτερές του, τις είχε τυπώσει, θερμοκολλήσει και δώσει σε όλους σχεδόν τους εκδοτικούς οίκους. Γιατί δεν άνοιγε μπλογκ; Επειδή δεν ήθελε. Μπλογκ είχαν πια όλοι. Έγραφαν πια όλοι. Αυτός δεν ήταν σαν όλους, αυτός έγραφε αλλιώς, έβλεπε αλλιώς, φωτογράφιζε αλλιώς. Δεν ήθελε να είναι ένας ακόμα μπλόγκερ. Αυτός ήταν καλλιτέχνης. Κι ό,τι κι αν έλεγαν, αυτός πίστευε ότι μόδα ήταν και θα πέρναγε, πίστευε ότι πρέπει να πάει αντίθετα στο ρεύμα και ότι τελικά στην εποχή μας θα ξεχώριζαν ακριβώς όσοι απέφευγαν το σκόπελο του διαδικτυακού χωνευτηρίου και επεδίωκαν απευθείας το τυπωμένο χαρτί. Αυτός αυτό άξιζε και αυτό θα πετύχαινε. Ωστόσο, όταν έλαβε και την τελευταία απορριπτική απάντηση για το βιβλίο, αποφάσισε να υποχωρήσει και ν’ ανοίξει ένα μπλογκ για να βάλει τα έργα του. Κάθε τέσσερεις μέρες κι από ένα θα ήταν ο κανόνας του. Δεν θα ασχολιόταν άλλο ούτε με καινούριο υλικό ούτε με αυτό καθαυτό το μπλόγκιν. Θα τελείωνε τις σπουδές του γιατί τον είχαν πρήξει και οι δικοί του για τα έξοδα. Αφού όμως δεν ήθελαν το έργο του τυπωμένο, αυτό δικαιούταν να υπάρχει κάπου. Το δικαιούταν. Και να δούμε ποιος θα το μετάνοιωνε στο τέλος. Αυτός ή όσοι τον απέρριψαν.
Φαίνεται σίγουρη για τον εαυτό της και αρκετά ανεξάρτητη η Πακίτα Γκαλιέγο. Και πώς να μην είναι; Επιτυχημένη επαγγελματικά σε μεγάλη πολυεθνική, με διαρκείς ανοδικές τάσεις, ανέβαινε τα σκαλιά της εταιρικής ιεραρχίας δύο - δύο. Μπλογκ είχε η κολλητή της, αλλά η κολλητή της γενικά ψαχνόταν. Να ψάχνεσαι μέσω διαδικτύου; Παθέτικ. Εκείνη άλλωστε δεν χρειαζόταν να ψάχνεται, αφού οι άντρες μια ζωή την έψαχναν. Τι την ώθησε να ανοίξει το δικό της μπλογκ; Δεν το απαντάει με σιγουριά. Έτσι, για να δει, μάλλον. Ήταν βράδυ πρωτοχρονιάς πάντως, έτρωγε στους δικούς της και το χανγκόβερ από το ρεβεγιόν της προηγούμενης δεν έλεγε να περάσει. Το ρεβεγιονικό χανγκόβερ ήρθε να προστεθεί σε έναν μόνιμο πονοκέφαλο που είχε γίνει ακόμη μονιμότερος στις γιορτές. Επιστρέφοντας σπίτι της το κοκτέιλ των τριών πονοκεφάλων ήταν το θέμα του πρώτου της ποστ.
Στην μεγάλη συγκέντρωση του Νοέμβρη του οκτώ ο Βάσκες είχε αποφασίσει να μην πάει. Όχι γιατί ήταν ιδέα άλλων, ούτε γιατί οι δικές του ιδέες δεν έβρισκαν την ανταπόκριση που ήλπιζε. Δεν ήταν μικροπρεπής. Είχε αποφασίσει να μην πάει γιατί το παιδί είχε πυρετό. Γύρναγε με το μετρό σπίτι. Στο Σύνταγμα άλλαζε γραμμή. Η περιέργεια τον νίκησε. Πήγε. Ο κόσμος πολύς. Αλλά και πάλι. Σχεδόν δεν ήξερε τι να κάνει. Κρίμα, ρε γαμώτο. Ζήτησε για λίγο τη ντουντούκα. Προς στιγμή δεν του την έδιναν. Τελικά την τράβηξε και την πήρε. Φώναξε ένα σύνθημα. Δεν το επανέλαβαν παρά ελάχιστοι. Έφυγε.
Την άλλη μέρα ο περιπτεράς τον ρώτησε γελώντας ποιόν του θυμίζει αυτός στο πρωτοσέλιδο όχι μιας αλλά τριών μεγάλων εφημερίδων: με την ντουντούκα ανά χείρας φώναζε με τεντωμένες τις φλέβες του λαιμού και οριακά βουρκωμένα μάτια. Τις πήρε και τις τρεις. Όλη μέρα δεν είχε μυαλό να δουλέψει. Το βράδυ φώναξε κοντά του τον γιο του: «Έλα να δεις τον μπαμπά». Ο πυρετός του παιδιού είχε πέσει, του μπαμπά είχε φουντώσει, καθώς του έδειχνε το παρ΄ ελπίδα χαιλάιτ της ζωής του.
Όταν είδε τα πρωτοσέλιδα ο Grizzly Man άρχισε να βρίζει. Είχε τραβήξει κι αυτός τον Βάσκες, αλλά μερικές στιγμές νωρίτερα, την ώρα που προσπαθούσε να πάρει τη ντουντούκα από τα χέρια του νόμιμου κατόχου της. Την στιγμή που τραβούσε την φωτογραφία, κρατούσε με το άλλο χέρι την Πακίτα Γκαλιέγο, η οποία και ήταν ξαπλωμένη τώρα στο κρεβάτι της γκαρσονιέρας του: μέσα σε 11 μηνες ο Grizzly Man ήταν ο τέταρτος μπλόγκερ με τον οποίο κοιμόταν. Είχαν πει να βρεθούν στη συγκέντρωση και πράγματι βρέθηκαν. Την είχε κερδίσει δυο βδομάδες πριν, με ένα σχόλιο του στο ποστ στο οποίο μιλούσε για τα όνειρά της για το μέλλον: At 30/10/2008 08:02:00 μμ, Vasques said...: «Γνώρισες ποτέ το φόβο;». At 30/10/2008 08:28:00 μμ, Paquita Gallego said …: «Δεν τον γνώρισα. Και ... μη με ρωτάς γι' αυτό, παρακαλώ. Είμαι ευαίσθητη σ' αυτό το θέμα». Έκτοτε άρχισαν να επικοινωνούν στο τσατ και αφού θα πήγαιναν και οι δύο στη συγκέντρωση συμφώνησαν να συναντηθούν. Την επόμενη ξαναβγήκαν και τώρα την φωτογράφιζε ξαπλωμένη. «Μην φοβάσαι, θα επεξεργαστώ την φωτογραφία τόσο, που δεν θα μπορεί να σε γνωρίσει κανείς», της είπε.
Άφησε το ποστ της ντουντούκας για αργότερα και άρχισε να ποστάρει πάνω στη φωτογραφία της γυμνής της πλάτης. Κάτι η φωτογραφία της, κάτι οι λέξεις του, τον έπιασε η επιθυμία να γυρίσει σε εκείνη. Αλλά εκείνη είχε φύγει αφήνοντάς του ένα σημείωμα: «Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω. Φαινόσουν πολύ απορροφημένος. Έχω να ξυπνήσω πολύ πρωί αύριο. Θα σε πάρω». Είχε ξεχάσει το κουτί με τις ασπιρίνες στο κομοδίνο.
Πήρε μία (περισσότερο γιατί ήταν δικιά της), γύρισε στο κομπιούτερ και άρχισε να γράφει μια δεύτερη -θυμωμένη- εκδοχή κάτω από την ίδια φωτογραφία. Ποστάρισε την φωτογραφία με τις δύο εκδοχές της: η γυναίκα θάρρος κι η γυναίκα φόβος. Η ιδέα τον κέντρισε. Έγραψε δυο εκδοχές και για την διαφιλονικούμενη ντουντούκα. Το καθιέρωσε.
Είχε βρει το στυλ του. Εκείνη εξαφανίστηκε όπως ήταν το στυλ της. Με το ντεμοντέ του στυλ, ο Βάσκες καλούσε τους μπλόγκερ να οργανωθούν, να φτιάξουν ένα σωματείο, η φωνή τους να γίνει μόνιμος εφιάλτης των δυνατών.
Αντ΄αυτής θα προτιμήσω τρεις ειδικές εικόνες, προβλέποντας με το νι και με το σίγμα πώς θα εξελιχθούν τρεις συγκεκριμένοι μπλόγκερ μέσα στο 2008. Και η πρόβλεψή μου αυτή αποκλείεται εξ ορισμού να σφάλλει, αφού θα αφορά τρεις μπλόγκερ που δεν υπάρχουν παρά μόνο στο μυαλό μου: ασφαλέστερες προφητείες και από τις μετά Χριστόν είναι οι αυτοεκπληρούμενες.
Μέσα στο 2008 θα φτιάξουν πολλοί και διαφοροι μπλογκ, από τους πολλούς και τους διάφορους, όμως, την προσοχή μου κερδίζουν δυο άντρες και μια γυναίκα: ο μπλόγκερ «Βάσκες», γύρω στα 45, ο μπλόγκερ «Grizzly Man» γύρω στα 25 και η μπλόγκερ «Πακίτα Γκαλιέγο», λίγο πάνω – λίγο κάτω απ’ τα 30.
Του Βάσκες ο πατέρας ήταν λογιστής και λογιστής έγινε κι ο Βάσκες. Αν ο πατέρας του Βάσκες ήταν διαιτητής, διαιτητής θα είχε γίνει κι ο Βάσκες. Αν ο πατέρας του Βάσκες ήταν βουλευτής ή αρχηγός κόμματος, βουλευτής ή αρχηγός κόμματος θα είχε γίνει κι ο Βάσκες. Αν ο πατέρας του Βάσκες ήταν πρόεδρος, αντιπρόεδρος ή γραμματέας κοινωφελούς ιδρύματος, πρόεδρος, αντιπρόεδρος ή γραμματέας κοινωφελούς ιδρύματος θα είχε γίνει κι ο Βάσκες. Αλλά ο πατέρας του Βάσκες ήταν λογιστής.
Απογαλακτισμένος πολιτικά ήδη από την εφηβική ηλικία από τον συντηρητικό πατέρα του, ο Βάσκες έφαγε τα νιάτα του στις μεταπολιτευτικές πορείες, τις διαδηλώσεις, τους αντιαμερικανισμούς. Κάποια στιγμή όμως –πάνε τουλάχιστον δέκα πέντε χρόνια τώρα- ένιωσε βαθύτατα ματαιωμένος, βαθύτατα μαλάκας. Και ιδιώτευσε. Δεν περίσσευε άλλωστε πια εκτός απ’ τη διάθεση και χρόνος. Ο πατέρας του του άφησε το λογιστικό γραφείο στα χέρια του, μετά παντρεύτηκε, μετά έγινε αυτός πατέρας και τώρα ο γιος του είναι τεσσάρων. Ένα βράδυ που του έλεγε παραμύθια για να κοιμηθεί, ξαναξύπνησε μέσα του η θαμμένη επιθυμία να αλλάξει τον κόσμο. Στο παιδί του άξιζε κάτι καλύτερο από αυτόν τον σκατόκοσμο των συμβιβασμών και των εκπτώσεων. Αλλά πώς; Θυμήθηκε τα πρωτοσέλιδα του καλοκαιριού για τις συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα. Ήταν της παλιάς σχολής και θεωρούσε πως τα κομπιούτερ, η τηλεόραση και όλα τα παρεμφερή σε καθηλώνουν στον καναπέ και ότι οι αγώνες δίνονται στους δρόμους και μόνο σε αυτούς. Ωστόσο ας το δοκίμαζε. Ζήτησε από τον βοηθό του (ένα νεαρό, αμίλητο, κατσούφη και διαρκώς σκεφτικό) που είχε ακούσει ότι έχει ήδη μπλογκ να τον μυήσει. Τον μύησε. Δύσκολο στον χειρισμό δεν ήταν. Για μερικές εβδομάδες περιηγούταν στα μπλογκ. Το πήρε απόφαση. Με το νέο χρόνο θα εγκαινίαζε το μπλογκ του. Κι όσο για ιδέες αγώνων – αιτημάτων – διεκδικήσεων είχε ένα σωρό. Αυτοί οι πιτσιρικάδες του φαινόταν ότι είχαν το μέσο και τη δύναμη, αλλά δεν ήξεραν πώς να τα χειριστούν και προς τα πού να τα στρέψουν ώστε να είναι αποτελεσματικά. Τον χρειάζονταν, χρειάζονταν κάτι από την παλιά φλόγα του αγωνιστή.
Ο Grizzly Man δεν έλεγε να πάρει πτυχίο με τίποτα. Όλο το μυαλό του ήταν στο πάθος του. Γυρνούσε περπατώντας μέρα νύχτα τους δρόμους (της πόλης του αρχικά και της Αθήνας όταν ήρθε για σπουδές στη συνέχεια) και φωτογράφιζε ό,τι του έκανε εντύπωση, που ήταν ό,τι δεν έκανε συνήθως εντύπωση στους άλλους. Μετά έπαιρνε τις φωτογραφίες, άλλες τις πείραζε με το φωτοσόπ άλλες όχι, γράφοντας από κάτω τους μικρές ιστορίες. Είχε εκατοντάδες τέτοιες. Με πολύ κόπο και στεναχώρια είχε αναγκαστεί να επιλέξει τις πενήντα καλύτερές του, τις είχε τυπώσει, θερμοκολλήσει και δώσει σε όλους σχεδόν τους εκδοτικούς οίκους. Γιατί δεν άνοιγε μπλογκ; Επειδή δεν ήθελε. Μπλογκ είχαν πια όλοι. Έγραφαν πια όλοι. Αυτός δεν ήταν σαν όλους, αυτός έγραφε αλλιώς, έβλεπε αλλιώς, φωτογράφιζε αλλιώς. Δεν ήθελε να είναι ένας ακόμα μπλόγκερ. Αυτός ήταν καλλιτέχνης. Κι ό,τι κι αν έλεγαν, αυτός πίστευε ότι μόδα ήταν και θα πέρναγε, πίστευε ότι πρέπει να πάει αντίθετα στο ρεύμα και ότι τελικά στην εποχή μας θα ξεχώριζαν ακριβώς όσοι απέφευγαν το σκόπελο του διαδικτυακού χωνευτηρίου και επεδίωκαν απευθείας το τυπωμένο χαρτί. Αυτός αυτό άξιζε και αυτό θα πετύχαινε. Ωστόσο, όταν έλαβε και την τελευταία απορριπτική απάντηση για το βιβλίο, αποφάσισε να υποχωρήσει και ν’ ανοίξει ένα μπλογκ για να βάλει τα έργα του. Κάθε τέσσερεις μέρες κι από ένα θα ήταν ο κανόνας του. Δεν θα ασχολιόταν άλλο ούτε με καινούριο υλικό ούτε με αυτό καθαυτό το μπλόγκιν. Θα τελείωνε τις σπουδές του γιατί τον είχαν πρήξει και οι δικοί του για τα έξοδα. Αφού όμως δεν ήθελαν το έργο του τυπωμένο, αυτό δικαιούταν να υπάρχει κάπου. Το δικαιούταν. Και να δούμε ποιος θα το μετάνοιωνε στο τέλος. Αυτός ή όσοι τον απέρριψαν.
Φαίνεται σίγουρη για τον εαυτό της και αρκετά ανεξάρτητη η Πακίτα Γκαλιέγο. Και πώς να μην είναι; Επιτυχημένη επαγγελματικά σε μεγάλη πολυεθνική, με διαρκείς ανοδικές τάσεις, ανέβαινε τα σκαλιά της εταιρικής ιεραρχίας δύο - δύο. Μπλογκ είχε η κολλητή της, αλλά η κολλητή της γενικά ψαχνόταν. Να ψάχνεσαι μέσω διαδικτύου; Παθέτικ. Εκείνη άλλωστε δεν χρειαζόταν να ψάχνεται, αφού οι άντρες μια ζωή την έψαχναν. Τι την ώθησε να ανοίξει το δικό της μπλογκ; Δεν το απαντάει με σιγουριά. Έτσι, για να δει, μάλλον. Ήταν βράδυ πρωτοχρονιάς πάντως, έτρωγε στους δικούς της και το χανγκόβερ από το ρεβεγιόν της προηγούμενης δεν έλεγε να περάσει. Το ρεβεγιονικό χανγκόβερ ήρθε να προστεθεί σε έναν μόνιμο πονοκέφαλο που είχε γίνει ακόμη μονιμότερος στις γιορτές. Επιστρέφοντας σπίτι της το κοκτέιλ των τριών πονοκεφάλων ήταν το θέμα του πρώτου της ποστ.
Στην μεγάλη συγκέντρωση του Νοέμβρη του οκτώ ο Βάσκες είχε αποφασίσει να μην πάει. Όχι γιατί ήταν ιδέα άλλων, ούτε γιατί οι δικές του ιδέες δεν έβρισκαν την ανταπόκριση που ήλπιζε. Δεν ήταν μικροπρεπής. Είχε αποφασίσει να μην πάει γιατί το παιδί είχε πυρετό. Γύρναγε με το μετρό σπίτι. Στο Σύνταγμα άλλαζε γραμμή. Η περιέργεια τον νίκησε. Πήγε. Ο κόσμος πολύς. Αλλά και πάλι. Σχεδόν δεν ήξερε τι να κάνει. Κρίμα, ρε γαμώτο. Ζήτησε για λίγο τη ντουντούκα. Προς στιγμή δεν του την έδιναν. Τελικά την τράβηξε και την πήρε. Φώναξε ένα σύνθημα. Δεν το επανέλαβαν παρά ελάχιστοι. Έφυγε.
Την άλλη μέρα ο περιπτεράς τον ρώτησε γελώντας ποιόν του θυμίζει αυτός στο πρωτοσέλιδο όχι μιας αλλά τριών μεγάλων εφημερίδων: με την ντουντούκα ανά χείρας φώναζε με τεντωμένες τις φλέβες του λαιμού και οριακά βουρκωμένα μάτια. Τις πήρε και τις τρεις. Όλη μέρα δεν είχε μυαλό να δουλέψει. Το βράδυ φώναξε κοντά του τον γιο του: «Έλα να δεις τον μπαμπά». Ο πυρετός του παιδιού είχε πέσει, του μπαμπά είχε φουντώσει, καθώς του έδειχνε το παρ΄ ελπίδα χαιλάιτ της ζωής του.
Όταν είδε τα πρωτοσέλιδα ο Grizzly Man άρχισε να βρίζει. Είχε τραβήξει κι αυτός τον Βάσκες, αλλά μερικές στιγμές νωρίτερα, την ώρα που προσπαθούσε να πάρει τη ντουντούκα από τα χέρια του νόμιμου κατόχου της. Την στιγμή που τραβούσε την φωτογραφία, κρατούσε με το άλλο χέρι την Πακίτα Γκαλιέγο, η οποία και ήταν ξαπλωμένη τώρα στο κρεβάτι της γκαρσονιέρας του: μέσα σε 11 μηνες ο Grizzly Man ήταν ο τέταρτος μπλόγκερ με τον οποίο κοιμόταν. Είχαν πει να βρεθούν στη συγκέντρωση και πράγματι βρέθηκαν. Την είχε κερδίσει δυο βδομάδες πριν, με ένα σχόλιο του στο ποστ στο οποίο μιλούσε για τα όνειρά της για το μέλλον: At 30/10/2008 08:02:00 μμ, Vasques said...: «Γνώρισες ποτέ το φόβο;». At 30/10/2008 08:28:00 μμ, Paquita Gallego said …: «Δεν τον γνώρισα. Και ... μη με ρωτάς γι' αυτό, παρακαλώ. Είμαι ευαίσθητη σ' αυτό το θέμα». Έκτοτε άρχισαν να επικοινωνούν στο τσατ και αφού θα πήγαιναν και οι δύο στη συγκέντρωση συμφώνησαν να συναντηθούν. Την επόμενη ξαναβγήκαν και τώρα την φωτογράφιζε ξαπλωμένη. «Μην φοβάσαι, θα επεξεργαστώ την φωτογραφία τόσο, που δεν θα μπορεί να σε γνωρίσει κανείς», της είπε.
Άφησε το ποστ της ντουντούκας για αργότερα και άρχισε να ποστάρει πάνω στη φωτογραφία της γυμνής της πλάτης. Κάτι η φωτογραφία της, κάτι οι λέξεις του, τον έπιασε η επιθυμία να γυρίσει σε εκείνη. Αλλά εκείνη είχε φύγει αφήνοντάς του ένα σημείωμα: «Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω. Φαινόσουν πολύ απορροφημένος. Έχω να ξυπνήσω πολύ πρωί αύριο. Θα σε πάρω». Είχε ξεχάσει το κουτί με τις ασπιρίνες στο κομοδίνο.
Πήρε μία (περισσότερο γιατί ήταν δικιά της), γύρισε στο κομπιούτερ και άρχισε να γράφει μια δεύτερη -θυμωμένη- εκδοχή κάτω από την ίδια φωτογραφία. Ποστάρισε την φωτογραφία με τις δύο εκδοχές της: η γυναίκα θάρρος κι η γυναίκα φόβος. Η ιδέα τον κέντρισε. Έγραψε δυο εκδοχές και για την διαφιλονικούμενη ντουντούκα. Το καθιέρωσε.
Είχε βρει το στυλ του. Εκείνη εξαφανίστηκε όπως ήταν το στυλ της. Με το ντεμοντέ του στυλ, ο Βάσκες καλούσε τους μπλόγκερ να οργανωθούν, να φτιάξουν ένα σωματείο, η φωνή τους να γίνει μόνιμος εφιάλτης των δυνατών.
29 Comments:
Έχω θυμώσει τόσο πολύ μαζί σου!
Δηλαδή η γυναίκα μπλόγκερ κατά την αυτοεκπληρούμενη προφητεία σου,θα είναι μια γυναίκα η οποία θα πηδιέται με τον κάθε μπλόγκερ που θα συναντάει και ύστερα θα κρύβεται σαν το φοβισμένο παιδί!!!Και οι άντρες,είναι τα ανήσυχα πνεύματα,τα οποία θα ονειρεύονται και θα πραγματώνονται τον κόσμο...Γιατί; Εγώ σε παρερμηνεύω ή κάτι υφέρπει στο κείμενό σου;
Πω, πω, κοσμοϊστορικά πράγματα που θα διαφύγουν της προσοχής μου το 2008!
Φαντασία κι αυτή! Νάσαι καλά για τη φρεσκάδα που αποπνέεις κι εσύ και τα κείμενά σου. Ευχές για τον καινούργιο χρόνο που μπορεί να βρει τους μπλογκερς μονιασμένους, διχασμένους και ίσως λίγο πιο ώριμους από την περασμένη χρονιά.
ριτς
γιατι δεν το εκανες ταινεια;
Και τα σωματεία έπαιξαν το ρόλο τους και ίσως ακόμα παίζουν, δεν το ξέρω, αλλά το θέμα είναι ότι κάτι νέο πρέπει να γίνει...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Το σχόλιο προοριζόταν να είναι ένα σχόλιο που θα κάνει quote τη συνομιλία του 'πεχλιβάνη', αλλά το πρόλαβε στη στροφή η συνέχεια του post και θα είναι απλώς ένα σχόλιο που εύχεται τα καλύτερα για τη νέα χρονιά στον OldBoy (και στην heba).
^o)
Καλή χρονιά Ολντ, με υγεία, γραφή και πράσινα μπλογκεράκια.
Καταπληκτικό, από τα καλύτερα, καλύτερά σου!
Καλή χρονιά Oldboy, να είσαι καλά και γράφε έτσι-ζωγράφιζε!
Καλή χρονιά Old Boy! Και καλή δημιουργική συνέχεια!
Χρόνια πολλά αφεντικό. Γόνιμο εύχομαι το 2008, μ'έναν/μία τζουνιορ. Έτσι για να σε τιγκάρει στην έμπνευση.
Καλή χρονιά, με πολλή έμπνευση κι αυθεντικά ποστ (όχι σαν αυτά του Βάσκες και του Grizzly Man!).
Αυτή ήταν μια πολύ ωραία ιστορία για ανθρώπους που θα ανοίξουν βλογ το 2008 .
Ωραία θα ήτανε να είχες και μια ιστορία για τους πιο παλιούς μπλόγκερ.. Αυτοί πως θα εξελιχθούν ? θα τα παρατήσουν ? θα την δουν γκουρού ? θα ζηλεύουν όσους ''πιτσιρίκους'' βγάζουνε φράγκα ? θα την πέφτουνε στους καινούργιους ? θα γίνουν ομορφότεροι άνθρωποι και θα φτάσουν την θέωση (χι,χι) η θα ξεκατινιάζονται στα μπαρ του Ψυρρή δηλωνόντας ''Γιάννης. Ιδιωτικός υπάλληλος και blogger ! ''.....
κάλή χονιά λοιπόν...θα έχει πλάκα...
Αυτή ήταν μια πολύ ωραία ιστορία για ανθρώπους που θα ανοίξουν βλογ το 2008 .
Ωραία θα ήτανε να είχες και μια ιστορία για τους πιο παλιούς μπλόγκερ.. Αυτοί πως θα εξελιχθούν ? θα τα παρατήσουν ? θα την δουν γκουρού ? θα ζηλεύουν όσους ''πιτσιρίκους'' βγάζουνε φράγκα ? θα την πέφτουνε στους καινούργιους ? θα γίνουν ομορφότεροι άνθρωποι και θα φτάσουν την θέωση (χι,χι) η θα ξεκατινιάζονται στα μπαρ του Ψυρρή δηλωνόντας ''Γιάννης. Ιδιωτικός υπάλληλος και blogger ! ''.....
κάλή χονιά λοιπόν...θα έχει πλάκα...
Καλή χρονιά!
"Ο ασφαλέστερος τρόπος για να μην κάνεις λάθος εκτιμήσεις είναι να μην κάνεις καθόλου εκτιμήσεις."
ποιος νοιάζεται για τον ασφαλή τρόπο? ποιος νοιάζεται για τις λάθος εκτιμήσεις?
φόβος ή θάρρος?
Old Boy και heba, καλή χρονιά!
(pakitaiomorfi.blogspot.com:P)
I migliori auguri apo Niko, KRONIA POLLA!!!
Καλή, μαχητική και δημιουργική χρονιά.
Με ντουντούκες αν χρειαστεί...
Στον old boy μου εύχομαι να γράφει πάντα με το ίδιο πάθος και την ίδια ορμή για να μπορώ - ούμε, να απολαμβάνουμε την ανεξάντλητη έμπνευσή του. Να είμαστε ευτυχισμένοι στην κοινή πορεία που επιλέξαμε στη ζωή μας. Καλή μας χρονιά λοιπόν! Καλή χρονιά, με όνειρα που θα εκπληρωθούν,με υγεία και χαρά!
Καλή χρονιά σε όλους! Ευχαριστώ ιδιαίτερα όσους με θυμήθηκαν!
Old boy, κάτι μου λέει ότι σαν μπλόγκερ ταυτίζεσαι με τον δεύτερο, τον Grizzly Man. Φωτογραφίζεις με τη φαντασία σου και γράφεις μικρές ιστορίες για κάθε μία φωτογραφία.
Ελπίζω το 2008 να γράψεις περισσότερα ωραία κείμενα που θα μας "καθηλώσουν"...
Καλή χρονιά!
Δον Πατσίφικο
Καλή χρονιά!
Καλά μυαλά!
Καλά να περνάς!
Καλά τα λες!
Πολύ ωραία ιστορία! Καλή και δημιουργική χρονιά Old Boy!
Καλή χρονιά ολντ μπου!
Ανεξαντλητος και δημιουργικός πάντα!
(ρητορικη ερωτηση: η heba είναι η συζυγος?)
Σου ευχόμαστε ευτυχισμένο και ακόμα πιο δημιουργικό το 2008.
Kαλή Χρονιά σε όλους κι ό,τι ευχόμαστε να το πάθουμε :)
Lemon, η γνώμη σου μετράει πάντα για μένα, οπότε χαίρομαι :)
Squarelogic, έτσι λέγεται ;)
Ψυχή, θα μπορούσε η Πακίτα να είναι η φωτογράφος και ο Grizzly Man ο υπάλληλος της πολυεθνικής. Δεν είχα κατά νου κανένα σεξιστικό μανιφέστο.
Πάει...και η Καθημερινή.
Άντε και σε ανώτερα.
(Δε ξέρω αν το έχεις προσέξει old-boy αλλά όλο σε μαγαζιά που τα έχουν μεγαλο-εφοπλιστές τραβιέσαι τώρα τελευταία. in God we Τrust...μέρες που είναι)
Α' και καλή χρονιά σε όλους .
Καλή χρονιά μάστορα. Σου μπήκε πολύπλοκα βλέπω...
Πολύπλοκα όχι. Μεγαλοεφοπλιστικά ναι :)
Την πραγματικότητα πολλοί εμίσησαν, τη φαντασία ουδείς. Προφητικό δεν το λες το κείμενο, σίγουρα όμως σα χρονογράφημα του παρόντος blogging εν Ελλάδι το λες ;-)
Old Boy δεν ξέρω αν διαβάζεις σχόλια σε παλιά σου ποστάκια αλλά αν το κάνεις, ελπίζω να γελάσεις με αυτό.
http://basquez.blogspot.com/
Δημοσίευση σχολίου
<< Home